Απόφαση

Αριθμός 953/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Γεώργιο Καλαμαρίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Μαΐου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Γ. του Κ., κατοίκου Δ.Κ. .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Στεργιόπουλο, ο οποίος ανακάλεσε την από 26-5-2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Κ., κατοίκου Δ.Κ. .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αργυρόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-11-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 379/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 104/2019 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3-7-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 3-7-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 104/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος - εναγομένου κατά της υπ' αριθμ. 379/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 6-11-2012 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλει στον πρώτο το συνολικό ποσό των 25.000 ευρώ με βάση τις αναφερόμενες στην αγωγή δύο συμβάσεις δανείου, ποσού 10.000 ευρώ η πρώτη και 15.000 ευρώ η δεύτερη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β' του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης είχαν τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση σύνταξης εγγράφου για τη συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, συναδελφική συνεργασία, στενή μακροχρόνια φιλία, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός κλπ. Εφόσον δε οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν το γεγονός από το οποίο είναι δυνατόν να προκύψει ηθική αδυναμία, η ύπαρξή της απόκειται στην ελεύθερη και εκ των ενόντων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία ως αναγόμενη σε πράγματα, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. (ΑΠ 1033/2019, ΑΠ 1822/2012, ΑΠ 1402/2008). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, της λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, ιδρύεται, όταν λαμβάνεται υπόψη αποδεικτικό μέσο άλλο από εκείνα που καθορίζονται στο άρθρο 339 ιδίου Κώδικα, είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, καθώς και όταν η χρήση του νόμιμου αποδεικτικού μέσου δεν είναι επιτρεπτή στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της φύσης της υπόθεσης, ενόψει και των περιορισμών των άρθρων 393-394 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1298/1990) ή προβλέπεται απόδειξη μόνο με συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ346/2013). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Ολ ΑΠ 861/1984). Επομένως, ο λόγος αυτός, που είναι λόγος ουσιαστικός, συμπληρωματικός του λόγου από τον αριθμό 1 του ανωτέρω άρθρου, ιδρύεται μόνο αν παραβιάστηκε εκ πλαγίου κανόνας ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου (ΑΠ 1324/2010, ΑΠ 115/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, έγιναν δεκτά από το Εφετείο τα ακόλουθα κατά το ενδιαφέρον για την έρευνα των αναιρετικών λόγων μέρος της: "Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών είναι κουνιάδος του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, δηλαδή αδελφός της συζύγου του τελευταίου. Στα πλαίσια της συγγενικής σχέσης τους, καταρτίστηκαν προφορικά δύο συμβάσεις δανείου. Συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εναγόμενο το ποσό των 10.000 ευρώ, με τη συμφωνία ότι ο τελευταίος θα του αποδώσει το ποσό αυτό μέχρι τις 31-5-2003, ενώ στις 19-10-2009 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εναγόμενο το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εναγόμενος αρνείται τη σύναψη των συμβάσεων δανείων λόγω έλλειψης εγγράφου τύπου και ισχυρίζεται ότι αυτός ήταν εκείνος που καθ' όλα τα έτη συνέδραμε υλικά, αλλά και οικονομικά, τον ενάγοντα, παραχωρώντας σ' αυτόν εδαφικές εκτάσεις προς καλλιέργεια και ότι η μοναδική οικονομική εκκρεμότητα που υφίσταται είναι εκείνη προς την αδελφή του Α. Κ., ύψους 20.000 ευρώ, την οποία είχε αναγνωρίσει δυνάμει του από 7-12-2011 μεταξύ τους ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους. Όμως, η κατάρτιση των ανωτέρω δύο συμβάσεων δανείου αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Α. Κ., συζύγου του ενάγοντος και αδελφής του εναγομένου που εξετάστηκε επιμελεία του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία με σαφήνεια και έχοντος ιδία αντίληψη κατέθεσε ότι το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο ενάγων δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 10.000 ευρώ, προκειμένου ο τελευταίος να αποπληρώσει κάποιο γεωργικό μηχάνημα και ότι ορίστηκε χρόνος απόδοσης του ποσού αυτού ο Μάιος του ίδιου έτους, δηλαδή μέχρι τις 31-5-2003, όταν θα είχε εισοδήματα από την πώληση πατάτας που καλλιεργούσε και ότι το ποσό των 15.000 ευρώ ο ενάγων σύζυγός της μεταβίβασε στον αδελφό της, κατόπιν παρακλήσεων του πατέρα της, επειδή ο εναγόμενος υιός του είχε οικονομικά με κίνδυνο να του κατασχεθεί η οικία του, το οποίο ποσό ο ενάγων ανέλαβε μέσω Τράπεζας. Πράγματι, ο τελευταίος στις 15-10-2009 κατέφυγε σε τραπεζικό δανεισμό χρηματικού ποσού 20.000 ευρώ, που εκταμιεύθηκε στις 19-10-2009 και εξ αυτού του ποσού μεταβίβασε στον εναγόμενο το ποσό των 15.000 ευρώ. Η απόδειξη των ανωτέρω συμβάσεων ήταν επιτρεπτή με μάρτυρες, διότι υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισης εγγράφως των ανωτέρω δύο συμβάσεων δανείου μεταξύ των διαδίκων, λόγω στενής συγγενικής σχέσης τους, η οποία δικαιολογεί την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας στον ενάγοντα να ζητήσει να εξασφαλιστεί η απόδειξη των συμβάσεων με κάποιο έγγραφο..., δεδομένου ότι μέχρι το θάνατό του στις 31-8-2011, ο πατέρας της συζύγου του και του εναγομένου συγκατοικούσε στη δική του οικία και τον φρόντιζε κυρίως η σύζυγός του και κατόπιν παρακλήσεων του τελευταίου, ο ενάγων εν γνώσει της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης του εναγομένου προσπάθησε στα πλαίσια της οικογενειακής αυτής σχέσης να συνδράμει τον κουνιάδο του τόσο από δικά του εισοδήματα, καθόσον ο ίδιος εργαζόταν ως υπάλληλος στην αεροπορία και είχε και εισοδήματα από γεωργικές εργασίες, όσο και με ατομικό δανεισμό, όπως προεκτέθηκε, αφού ο ίδιος ο εναγόμενος λόγω των οικονομικών εκκρεμοτήτων του προς τρίτους δεν είχε πιστοληπτική ικανότητα και δεν μπορούσε να τύχει δανεισμού από πιστωτικά ιδρύματα. Σε κάθε δε περίπτωση αυτή καθεαυτή η μη κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων εγγράφως ουδόλως αναιρεί το ως άνω αποδειχθέν γεγονός ότι πράγματι αυτές συνήφθησαν. Επίσης, αποδείχθηκε ότι το έτος 2007 η ως άνω αδελφή του εναγομένου και σύζυγος του ενάγοντος είχε και αυτή δανειστεί από την πρώην Εμπορική Τράπεζα το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο μεταβίβασε στον εναγόμενο προς κάλυψη οικονομικών υποχρεώσεών του, με την υπόσχεση του τελευταίου να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις. Πλην, όμως, αυτός δεν τήρησε τη συμφωνία τους, με αποτέλεσμα η αδελφή του να καταστεί υπερήμερη οφειλέτιδα. Στα πλαίσια διευθέτησης των κληρονομικών εκκρεμοτήτων τους στις 7-12-2011 συντάχθηκαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά και με το ένα εξ αυτών ο εναγόμενος αναγνώρισε την εν λόγω οφειλή του προς την αδελφή του και ανέλαβε την υποχρέωση εκ νέου να εξοφλήσει αυτός το συγκεκριμένο δάνειο (στο οποίο και ο ίδιος είχε συμβληθεί ως εγγυητής) εντός ενός έτους από τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα τους, ενώ τόσο σ' αυτή την έγγραφη αναγνώριση, όσο και στο άλλο ιδιωτικό συμφωνητικό (μεταξύ του εναγομένου, της συζύγου του ενάγοντος και του αδελφού τους Ν. Γ.) που αφορούσε τη ρύθμιση των κληρονομικών τους διαφορών, δεν συμπεριλήφθηκαν και οι οφειλές του προς τον ενάγοντα, εξαιτίας των ανωτέρω δύο δανείων, δεδομένου ότι με τα συμφωνητικά αυτά η βούληση των συμβαλλομένων ήταν να ρυθμίσουν τις κληρονομικές διαφορές τους και να δεσμευτεί ο εναγόμενος ότι θα αποπληρώσει τα δάνεια, που είχε αναλάβει για λογαριασμό του ο αποβιώσας πατέρας τους, δυνάμει των οποίων είχε υποθηκευτεί η κληρονομιαία περιουσία, όσο και το προαναφερόμενο δάνειο με το οποίο είχε επιβαρυνθεί η αδελφή του. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι δεν συμπεριλήφθηκε η επίδικη οφειλή των 25.000 ευρώ από τα δάνεια που του χορήγησε ο εφεσίβλητος στα ως άνω από 7-12-2011 ιδιωτικά συμφωνητικά καταδεικνύεται ότι ουδέποτε συνήφθη μεταξύ τους σύμβαση δανείου και ουσιαστικά καταδεικνύει την ανυπαρξία τοιαύτης οφειλής. Το γεγονός αυτό που επικαλείται ο εκκαλών ουδόλως αναιρεί την κατά τα ανωτέρω απόδειξη συνάψεως των επιδίκων συμβάσεων δανείου και τούτο διότι με τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά ρυθμίστηκαν αποκλειστικά και μόνο τα αναφερόμενα σε αυτά ζητήματα μεταξύ των αδελφών και σχετικά με την πατρική κληρονομιαία περιουσία χωρίς να σχετίζονται αυτά με τις σχέσεις και τις οικονομικές δοσοληψίες του εναγομένου με τον ενάγοντα γαμπρό του, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι με το ιδιωτικό συμφωνητικό που αφορούσε το δάνειο των 20.000 ευρώ που έλαβε ως οφειλέτης η αδελφή του εναγομένου και του το μεταβίβασε για την κάλυψη των τότε οικονομικών υποχρεώσεών του προς τρίτους, ο εναγόμενος αναγνώρισε εγγράφως την υποχρέωσή του να το αποπληρώσει δεδομένου ότι την πληρωμή του εν λόγω δανείου είχε και ο ίδιος εγγυηθεί συνυπογράφοντας με την ιδιότητα του εγγυητή τη σχετική από το 2004 σύμβαση με την Εμπορική Τράπεζα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου-αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας έτσι την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, ενιαία εκτιμώμενους ως εκ του περιεχομένου τους, ο αναιρεσείων κατ' επίκληση παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 8, 11 και 19 ΚΠολΔ, αποδίδει αντίστοιχα στο Εφετείο τις πλημμέλειες, ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του ότι δεν υπήρχε ηθική αδυναμία απόκτησης αποδεικτικού εγγράφου για τη σύναψη των δύο επιδίκων δανειακών συμβάσεων και ιδιαίτερα της δεύτερης εξ αυτών, που κατά την αγωγή του αναιρεσιβλήτου συνήφθη το έτος 2009 και ότι, επίσης, το Εφετείο έλαβε υπόψη ένορκες καταθέσεις για την απόδειξη ύπαρξης δανειακών συμβάσεων, ενώ τούτο απαγορεύεται από το άρθρο 393 ΚΠολΔ, κάνοντας δεκτό ότι πράγματι υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισης εγγράφου για τις επίδικες συμβάσεις δανείου, λόγω της στενής συγγενικής του σχέσης με τον αναιρεσίβλητο σύζυγο της αδελφής του, ενώ τέτοια αδυναμία δεν υπήρχε, υποπίπτοντας έτσι και στην πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί καθό μέρος προβάλλονται οι από τους αρ. 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι, καθόσον το Εφετείο, δεχόμενο ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για τήρηση έγγραφου τύπου μεταξύ των διαδίκων, παραδεκτώς έλαβε υπόψη ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις για την απόδειξη των συμβάσεων δανείου, η κρίση δε αυτή του Εφετείου, ότι δηλαδή υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση ηθική αδυναμία απόκτησης αποδεικτικού εγγράφου από τον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο, σχηματισθείσα εκ των ενόντων με ελεύθερη απόδειξη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Συνεπώς, το Εφετείο έλαβε υπόψη τον προβληθέντα από τον αναιρεσείοντα σχετικό ισχυρισμό και τον απέρριψε ως αβάσιμο ως εκ του αποτελέσματος, αφού δέχθηκε τα αντίθετα στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ, εξάλλου, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα από το νόμο. Περαιτέρω, η επικαλούμενη ως άνω τρίτη αναιρετική πλημμέλεια είναι απαράδεκτη, διότι η φερομένη ως παραβιασθείσα, με τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, διάταξη του άρθρου 393 ΚΠολΔ είναι δικονομική και η παράβασή της δεν ελέγχεται με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος ιδρύεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, μόνο αν παραβιάστηκε εκ πλαγίου κανόνας ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου (ΑΠ 630/2019). Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στους ίδιους λόγους αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απαράδεκτες καθ' όσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια και μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε ο αναιρεσείων στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικαστούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, καθώς ο αναιρεσίβλητος δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-7-2019 αίτηση του Δ. Γ. για αναίρεση της 104/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε ο αναιρεσείων στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ