Απόφαση

Αριθμός 956/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου - Εισηγήτρια, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, με τον διακριτικό τίτλο “....”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γραβιά. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “....”, που εδρεύει στη …… και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Νεδελκόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-4-2012 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης (Τμήμα Πενταμελές).
Εκδόθηκε η απόφαση 377/2018 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 13 παρ. 4 και 5 του ν. 1418/1984 και ήδη άρθρο 77 παρ. 4 και 5 του κ.ν. 3660/2008, με αριθμό 377/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε, ερήμην της προσφεύγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, η από 9/4/2012 προσφυγή της. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ) Κατά το άρθρο 13 § 6 του Ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 § 3 του Ν. 2940/2001 και κωδικοποιήθηκε με το Ν. 3669/2008 (άρθρο 77 § 6), η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πολιτικού εφετείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 559 αριθμ.1 έως 7, 9, 16, 17, 19 και 20 του ΚΠολΔ. (ΑΠ 900/2019). Επομένως, αφού στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για διαφορά από δημόσιο έργο, οι πρώτος, (κατά το σκέλος του από τον αριθμό 10), δεύτερος (στο σύνολό του) από τον αριθμό 11, ο τρίτος, (κατά το σκέλος του από τους αριθμούς 8 και 10), και πέμπτος (από τους αριθμούς 8 και 14 κατά το πρώτο σκέλος του) λόγοι της αίτησης αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005,7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ 24/2015). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Αντίθετα, η έλλειψη μείζονας πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ' αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Ωσαύτως, με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 849/2007). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 Αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις, που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 43/2021, ΑΠ 1184/2015). Διαφορετικά, αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, η οποία δεν αίρεται με συμπλήρωση στις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (αγωγή ή έφεση) του αναιρεσείοντος (Ολ.ΑΠ 57/90, ΑΠ 1199/2018). Εξάλλου, ο λόγος αυτός αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 701/2011). Τέλος, λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 485/2019, ΑΠ 1611/2008), ενώ λόγος αναίρεσης, όπου η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά επί του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης, απορρίπτεται ως αλυσιτελής. (ΑΠ 344/2021, ΑΠ 1450/2021). Περαιτέρω, το άρθρο 52 του ν.3669/2008 "Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων, το οποίο φέρει τον τίτλο Επιμετρήσεις, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 186 του ν. 4070/2012”, ( ΦΕΚ-82 Α/10-4-12) ορίζει ότι: "1. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου λαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επιμέτρηση των ποσοτήτων των εκτελούμενων εργασιών. Οι Επιμετρήσεις συντάσσονται με μέριμνα και δαπάνη του αναδόχου και υπόκεινται στον έλεγχο της υπηρεσίας. Τα επιμετρητικά στοιχεία λαμβάνονται από κοινού από τον επιβλέποντα και τον εκπρόσωπο του αναδόχου, καταχωρούνται σε επιμετρητικά φύλλα εις διπλούν, που υπογράφονται από τα δύο μέρη και καθένα παίρνει από ένα αντίγραφο. 2. Στο τέλος κάθε μήνα ο ανάδοχος συντάσσει Επιμετρήσεις κατά διακριτά μέρη του έργου για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν τον προηγούμενο μήνα. Η επιμέτρηση περιλαμβάνει για κάθε εργασία συνοπτική περιγραφή της με ένδειξη του αντίστοιχου άρθρου του τιμολογίου ή των πρωτοκόλλων κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών, που εκτελέσθηκαν και τα αναγκαία γι` αυτό επιμετρητικά σχέδια και διαγράμματα, με βάση τα στοιχεία απευθείας καταμέτρησης των εργασιών ή των πρωτοκόλλων της επόμενης παραγράφου. Οι Επιμετρήσεις, συνοδευόμενες από τα αναγκαία επιμετρητικά σχέδια, υποβάλλονται από τον ανάδοχο στη διευθύνουσα υπηρεσία για έλεγχο, αφού υπογραφούν από αυτόν με την ένδειξη όπως συντάχθηκαν από τον ανάδοχο. Η διευθύνουσα υπηρεσία μετά την παραβολή προς τα επιμετρητικά στοιχεία, τον έλεγχο και τυχόν διόρθωση των υπολογισμών, εγκρίνει τις Επιμετρήσεις και τις κοινοποιεί στον ανάδοχο. Η κοινοποίηση αυτή θεωρείται πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος και ο ανάδοχος αν δεν αποδέχεται τις διορθώσεις μπορεί να ασκήσει το προβλεπόμενο δικαίωμα της ένστασης. 3. Όταν πρόκειται για εργασίες που η ποσοτική τους επαλήθευση δεν θα είναι δυνατή στην τελική μορφή του έργου, όπως εργασίες που πρόκειται να επικαλυφθούν από άλλες και δεν θα είναι τελικά εμφανείς, ποσότητες που παραλαμβάνονται με ζύγιση ή άλλα παρόμοια, ο ανάδοχος υποχρεούται να καλέσει τον επιβλέποντα να προβούν από κοινού στην καταμέτρηση ή ζύγιση και να συντάξουν πρωτόκολλο παραλαβής αφανών εργασιών ή πρωτόκολλο ζυγίσεως αντίστοιχα. Η διευθύνουσα υπηρεσία μπορεί σε σοβαρές περιπτώσεις να ορίσει επιτροπή για την παραλαβή των εργασιών και τη σύνταξη των πιο πάνω πρωτοκόλλων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί επίσης και η προϊσταμένη αρχή να παραγγείλει τη συγκρότηση τέτοιων επιτροπών. 4. Ειδικώς ο χαρακτηρισμός των εδαφών που κατασκευάζεται το έργο, γίνεται από δύο ή περισσότερους τεχνικούς υπαλλήλους, που ορίζονται από τη διευθύνουσα υπηρεσία..... 5. Δύο (2) μήνες το αργότερο μετά τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη διευθύνουσα υπηρεσία τυχόν επί μέρους Επιμετρήσεις που λείπουν και την "τελική επιμέτρηση”, δηλαδή τελικό συνοπτικό πίνακα που ανακεφαλαιώνει τις ποσότητες όλων των τμηματικών επιμετρήσεων και των πρωτοκόλλων της παραγράφου 3. Αν αυτές έχουν ελεγχθεί από τη διευθύνουσα υπηρεσία, οι ποσότητες τίθενται όπως διορθώθηκαν, έστω και αν εκκρεμούν κατ` αυτών ενστάσεις του αναδόχου ή αιτήσεις θεραπείας. Η καταχώρηση αυτή στην τελική επιμέτρηση δεν αποτελεί παραίτηση του αναδόχου από τέτοιες αιτήσεις ή ενστάσεις που έχουν ασκηθεί νόμιμα, ούτε παρέχει το δικαίωμα σε αυτόν να υποβάλει νέες. Για τις επί μέρους Επιμετρήσεις που δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί από την υπηρεσία ή γι` αυτές που τυχόν υποβάλλονται για πρώτη φορά μαζί με την τελική επιμέτρηση, καταχωρούνται οι ποσότητες των επιμετρήσεων όπως συντάχθηκαν από τον ανάδοχο πριν από τον έλεγχο της υπηρεσίας. Η τελική επιμέτρηση υπογράφεται από τον ανάδοχο με την ένδειξη "όπως συντάχθηκε από τον ανάδοχο”. Η διευθύνουσα υπηρεσία έχει υποχρέωση να προβεί στον έλεγχο της τελικής επιμέτρησης, μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της και να κοινοποιήσει στον ανάδοχο την ελεγμένη και τυχόν διορθωμένη επιμέτρηση. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 έχει εφαρμογή για την τελική επιμέτρηση...”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, ιδίως δε από τη διατύπωση του τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 52 του ν.3669/2008, συνάγεται ότι πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας, την οποία ο ανάδοχος, εάν δεν αποδέχεται, μπορεί να προσβάλει με ένσταση και, ακολούθως, εάν συντρέχει περίπτωση, να τηρήσει τη διαγραφόμενη στο ανωτέρω άρθρο 76 του ν.3669/2008 διοικητική διαδικασία, αποτελεί μόνο η πράξη, με την οποία η διευθύνουσα υπηρεσία, μετά από έλεγχο και διόρθωση των υπολογισμών των επιμετρητικών στοιχείων και των πρωτοκόλλων παραλαβής αφανών εργασιών, πρωτοκόλλων χαρακτηρισμού εδαφών και πρωτοκόλλων ζυγίσεως, εγκρίνει τις επιμετρήσεις και τις κοινοποιεί στον ανάδοχο. Από αυτά παρέπεται ότι, προκειμένου περί επιμετρήσεων, οποιαδήποτε αιτίαση του αναδόχου, που αφορά είτε τα επιμετρητικά στοιχεία είτε τα πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών και τα λοιπά ως άνω πρωτόκολλα, μπορεί να προβληθεί μόνο με την ένσταση κατά της εγκριτικής των επιμετρήσεων αυτών πράξεως της διευθύνουσας υπηρεσίας (βλ. ΣτΕ 553,3488/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, η προσφεύγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την ένδικη από 9/4/2012 προσφυγή της, ζήτησε την ακύρωση τόσο της από 27/5/2011 απόφασης της Περιφερειακής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης της "ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΕ" (Διευθύνουσας Υπηρεσίας του Έργου), με την οποία εγκρίθηκαν διορθωμένες οι 132, 135 και 139 Αναλυτικές Επιμετρήσεις, όσο και των ιδίων των επιμετρήσεων, επικαλούμενη: Α) ότι δεν ήταν νόμιμες οι περικοπές/διορθώσεις επί των ανωτέρω επιμετρήσεων, καθότι οι εργασίες είχαν εκτελεσθεί (1ος λόγος) και Β) ότι η επιμέτρηση εργασιών σε ποσότητες μικρότερες από αυτές που έχουν ήδη περιληφθεί και πληρωθεί μέχρι και τον 32ο λογαριασμό-πιστοποίηση εργασιών δεν είναι νόμιμη, καθώς προσκρούει στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ενώ οι περικοπές έγιναν κατά κατάχρηση δικαιώματος (3ος λόγος). Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη 377/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, που διενεργήθηκε στις 27-4-2006 από την καθ' ης η προσφυγή (αναιρεσίβλητη), στον οποίο η προσφεύγουσα (αναιρεσείουσα) αναδείχθηκε μειοδότις προσφέροντας μέση τεκμαρτή έκπτωση 28,20%, καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής, ως αναδόχου, και της καθής, ως κυρίας του έργου, η από 20-7-2006 έγγραφη σύμβαση για την εκτέλεση του δημοπρατηθέντος έργου "Κάθετος Άξονας Εγνατίας οδού Δερβένι-Σέρρες - Προμαχώνας: Τμήμα Στρυμωνικό - Α/Κ Λευκώνα - Α/Κ Χριστού (60.2.2)”,συμβατικής προυπολογιζομένης δαπάνης 95.958.507 ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να εκτελέσει η ανάδοχος εντός της καθορισθείσας συμβατικής προθεσμίας των 28 μηνών από την υπογραφή της συμβάσεως, η οποία (προθεσμία) παρατάθηκε μέχρι την 20-11-2009 με την υπ' αριθμ. 569/14-11-2008 απόφαση του ΔΣ της καθής. Κατά την διάρκεια εκτελέσεως του έργου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν απαιτηθείσες διαφοροποιήσεις των συμβατικών εργασιών και των σχετικών κονδυλίων των δαπανών, αλλά και για να ενταχθούν στο συμβατικό αντικείμενο συμπληρωματικές εργασίες, η εκτέλεση των οποίων ήταν αναγκαία λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, προέκυψε η ανάγκη συντάξεως και εγκρίσεως Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (ΑΠΕ) και Πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), καθώς και της συντάξεως και υπογραφής Συμπληρωματικής Συμβάσεως (ΣΣ), με τα οποία το οικονομικό αντικείμενο της αρχικής συμβάσεως διαμορφώθηκε στο ποσό των 137.248.507 ευρώ. Το σχέδιο της ως άνω συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου υπεβλήθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την άσκηση του απαιτουμένου ελέγχου νομιμότητας και με την υπ' αριθμ. 513/2009 πράξη του Ε’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της εν λόγω συμπληρωματικής συμβάσεως. Όμως το εργοτάξιο της προσφεύγουσας υπολειτουργούσε ήδη από τον Δεκέμβριο του έτους 2009, όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τις σχετικές καταγραφές στο ημερολόγιο του έργου, οι δε εργασίες κατασκευής σταμάτησαν τελείως τον Φεβρουάριο του έτους 2010. Παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της καθής η ανάδοχος αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις για την υλοποίηση του αντικειμένου του έργου λόγω αδυναμίας χρηματοδοτήσεώς της. Η αδυναμία αυτή και η προφανής οικονομική της δυσχέρεια οδήγησε την ανάδοχο στην κατάθεση αιτήσεως περί υπαγωγής της στην διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 του ν. 3588/2007. Ενόψει αυτής της καταστάσεως η καθής βασίμως θεώρησε ότι η ανάδοχος, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου, όπως αρχικά αυτό είχε δημοπρατηθεί, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στην εκτέλεση αυξημένου τεχνικού αντικειμένου, όπως αυτό προβλεπόταν στην σχεδιαζόμενη συμπληρωματική σύμβαση. Με την 640/2/20-10-2010 απόφαση του ΔΣ της καθής εγκρίθηκε η ανάκληση της υπ' αριθμ. 598/26/6-8-2009 αποφάσεως του ΔΣ και της 3541/16-12-2009 αποφάσεως της Διευθύνουσας Επιτροπής, με τις οποίες εγκρίθηκαν ο 1ος ΑΠΕ και το 1° ΠΚΤΜΝΕ και η σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως, καθώς και η ματαίωση της αναθέσεως της 1ης ΣΣ, προκειμένου να επαναπροσδιορισθεί το τεχνικό αντικείμενο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό τεχνικοοικονομικό αποτέλεσμα εντός του αρχικού οικονομικού αντικειμένου. Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκαν α) ο 1ος ΑΠΕ για συνολικό ύψος δαπάνης 96.685.022,45 ευρώ, ο οποίος υπογράφηκε με επιφύλαξη από την ανάδοχο και το 1ο ΠΚΤΜΝΕ (άρθρο 1/ΝΤ1 έως άρθρο 1/ΝΤ17), που συνοδεύει τον 1° ΑΠΕ, το οποίο υπογράφηκε με επιφύλαξη από την ανάδοχο. Με το υπ' αριθμ. πρωτ. .../27-5-2010 έγγραφό της η Περιφερειακή Υπηρεσία Θεσσαλονίκης ζήτησε την υποβολή λογαριασμού εκ μέρους της αναδόχου, συνοδευομένου από αναλυτικές επιμετρήσεις, ενώ, με το υπ' αριμ. πρωτ. G 039828/4-6-2010 έγγραφό της ζήτησε την υποβολή των οριστικών επιμετρήσεων των εργασιών που είχαν περιληφθεί στους μέχρι τότε λογαριασμούς. Η ανάδοχος δεν ανταποκρίθηκε στις ανωτέρω δύο επιστολές και η Περιφερειακή Υπηρεσία Θεσσαλονίκης μετά από έλεγχο των διαθεσίμων επιμετρητικών στοιχείων καθώς και των εκτεταμένων εργασιών, διαπίστωσε ότι ορισμένες πιστοποιηθείσες μέχρι τον 32° λογαριασμό ποσότητες δεν είχαν εκτελεσθεί και με το υπ' αριθμ, πρωτ ... έγγραφό της διαβίβασε στην ανάδοχο τον 33° λογαριασμό, ο οποίος είναι αρνητικός κατά το ποσό των 12.506.787,97 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, το οποίο (ποσό) κλήθηκε αυτή να καταβάλει ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Με την από 23-9-2010 και με αριθμ. Πρωτ ... Ειδική Πρόσκληση η καθής κάλεσε την προσφεύγουσα όπως, εντός 15 ημερών από την λήψη της, προβεί στην εκτέλεση των αναφερομένων σε αυτήν εργασιών, άλλως θα κηρυχθεί έκπτωτη κατά τις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 3669/2008, και την 22-10-2010 η Υπηρεσία της κοινοποίησε την από 22-10-2010 και υπ' αριθμ. πρωτ. Α 272840 Κωδ.Εγγρ.Ρ 24/60.2.2-743/521/ΦΑ/305/ΔΙ απόφαση της Διεύθυνσης Εποπτείας Έργων Ανατολικού Τομέα-Τομέα Εκτέλεσης Δημοσίων Έργων της καθής με την οποία κηρύχθηκε έκπτωτη από το Έργο. Η τελική επιμέτρηση του έργου υπεβλήθη την 24-6-2011 και εγκρίθηκε με διορθώσεις με το υπ' αριθμ. ... έγγραφο της Περιφερειακής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, ενώ με την υπ' αριθμ. …/2-5-2012 απόφαση του Εντεταλμένου Γενικού Διευθυντή της καθής συνεστήθη Επιτροπή προσωρινής και Οριστικής παραλαβής του έργου. Η διενέργεια της παραλαβής πραγματοποιήθηκε την 9-8-2012 και εκκρεμεί η σύνταξη του σχετικού πρωτοκόλλου. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι η ανάδοχος με τα υπ' αριθμ. πρωτ. …/24-2-2011 και …/11-4-2011 έγγραφά της υπέβαλε τις 132η, 135η και 139η αναλυτικές επιμετρήσεις. Η Περιφερειακή Υπηρεσία Θεσσαλονίκης με το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφό της επέστρεψε διορθωμένες τις ως άνω αναλυτικές επιμετρήσεις. Η ανάδοχος κατέθεσε την υπ' αριθμ. πρωτ. …/7-6-2011 ένσταση η οποία απορρίφθηκε σιγή από την καθής και ακολούθως την υπ' αριθμ. …/7-11-2011 αίτηση συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς, μετά την σιωπηρή απόρριψη της οποίας ακολούθησε η κατάθεση της ένδικης προσφυγής. Στην 132η αναλυτική επιμέτρηση η μείωση κατά 125.609,84 κ.μ. της ποσότητας του άρθρου τιμολογίου Α-2 "εκσκαφή σε έδαφος γαιώδες-ημιβραχώδες" και η πίστωση ανάλογης ποσότητας στο άρθρο τιμολογίου Α-1 "εκσκαφή ακατάλληλων εδαφών" αφορά στην άρση του επιχώματος προφόρτισης, που έγινε σύμφωνα με την παράγραφο 1.9.3 του άρθρου Β-1 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων του έργου, κατά την οποία "η άρση της προφόρτισης πληρώνεται σαν εκσκαφή χαλαρών εδαφών και περιλαμβάνει την εκσκαφή, φορτοεκφορτώσεις, σταλίες και μεταφορά υλικών μέχρι τον τόπο ενσωμάτωσής τους στο έργο...”. Με το άρθρο του τιμολογίου Α-1 "εκσκαφή ακαταλλήλων εδαφών" πληρώνεται η εργασία "για την εκσκαφή, μετά της μεταφοράς σε οποιαδήποτε απόσταση, φυτικών γαιών, ιλύος, τύρφης και λοιπών επιφανειακών ακαταλλήλων εδαφών...”, που αφορά ακριβώς στην εκσκαφή χαλαρών εδαφών, ενώ, με το άρθρο του τιμολογίου Α-2 "εκσκαφή σε έδαφος γαιώδες-ημιβραχώδες" πληρώνεται η εργασία "για την γενική εκσκαφή, μετά της μεταφοράς σε οπιαδήποτε απόσταση, εδαφών γαιωδών και ημιβραχωδών οποιοσδήποτε συστάσεως....”, που σαφώς δεν αφορά σε χαλαρά εδάφη. Η περικοπή των ποσοστήτων που αφορούν στις ποσότητες κατασκευής επιχώματος προφόρτισης των βάθρων Α1 και Α2 των γεφυρών ΤΥ-3 και ΤΥ-10 έγινε σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν.3669/2008, δοθέντος ότι στην ως άνω 132η αναλυτική επιμέτρηση του έργου, όπως υπεβλήθη από την ανάδοχο, δεν περιλαμβάνονταν επιμετρητικά στοιχεία που αφορούσαν στην προαναφερόμενη εργασία, τα οποία να είχαν ληφθεί από κοινού από τον επιβλέποντα και τον εκπρόσωπο της αναδόχου. Στην 135η αναλυτική επιμέτρηση η περικοπή στο άρθρο τιμολογίου Α-4.1 "διάνοιξη τάφρου σε έδαφος γαιώδες- ημιβραχώδες" ποσότητας 6.703 κ.μ. και η περικοπή στο άρθρο τιμολογίου Β-6 "κατακόρυφη αντιστήριξη" ποσότητας 10.333 κ.μ., καθώς και η διαγραφή των ποσοτήτων (567.312 kg και 5352 τ.μ.) των άρθρων τιμολογίου Β-7.1. Β-7.2, Β-7.3 και Β-7.4 (εργασίες κατασκευής πασαλοσανίδων) έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 3669/2008, δοθέντος ότι στην ως άνω 135η αναλυτική επιμέτρηση του έργου, όπως υπεβλήθη από την ανάδοχο, δεν περιλαμβάνονταν επιμετρητικά στοιχεία που αφορούσαν στις προαναφερόμενες εργασίες, τα οποία να είχαν ληφθεί από κοινού από τον επιβλέποντα και τον εκπρόσωπο της αναδόχου. Οι ποσότητες εργασιών κατασκευής πασαλοσανίδων που περικόπηκαν αφορούν στην κατασκευασμένη κατακόρυφη αντιστήριξη, σε συγκεκριμένα τμήματα της αρτηρίας (κυρίως σε θέσεις διαπλάτυνσης της υφισταμένης οδού). Το. γεγονός δε της υπάρξεως εγκεκριμένων μελετών που προτείνουν την χρήση πασαλοσανίδων για την κατασκευή των θεμελιώσεων των τεχνικών δεν υποχρέωνε την ανάδοχο να τις χρησιμοποιήσει αν αυτό δεν απαιτούνταν από τις επιτόπου συνθήκες. Η μεγάλη μείωση στην ποσότητα των πασαλοσανίδων που περιλαμβάνονται στον 1ο ΑΠΕ, σε σχέση με τις συμβατικές ποσότητες, οφείλεται στο γεγονός ότι στην γέφυρα του Στρυμώνα έγινε χρήση τους σε πολύ μικρότερη έκταση από την προβλεπομένη στην εγκεκριμένη μελέτη. Στην 139η αναλυτική επιμέτρηση η πλήρης διαγραφή του υλικού υπόβασης (ποσότητα 95.103,34 κ.μ.) που είχε υποβληθεί ως υλικό επί τόπου έγινε σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν.3669/2008, δοθέντος ότι στην ως άνω 139η αναλυτική επιμέτρηση του έργου, όπως υπεβλήθη από την ανάδοχο, δεν περιλαμβάνονταν επιμετρητικά στοιχεία που αφορούσαν στην προαναφερόμενη ποσότητα, τα οποία να είχαν ληφθεί από κοινού από τον επιβλέποντα και τον εκπρόσωπο του αναδόχου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ορθώς έγιναν οι διορθώσεις στις προαναφερόμενες αναλυτικές επιμετρήσεις και συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της προσφυγής, με τον οποίο η προσφεύγουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της προσφυγής η ανάδοχος διατείνεται ότι οι εργασίες και οι ποσότητες των παραπάνω εργασιών που είχαν εγκριθεί και πληρωθεί με εγκεκριμένους λογαριασμούς του έργου, έχουν καταστεί οριστικές και δεν μπορούν να μεταβληθούν επ' ευκαιρία επιμετρήσεων, οι οποίες δεν επιτρέπεται να αφίστανται των εργασιών και των ποσοτήτων που έχουν πληρωθεί στον ανάδοχο με συγκεκριμένους λογαριασμούς. Πλέον ειδικότερα η ανάδοχος υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες πράξεις του κυρίου του έργου, αφού οι εργασίες και οι ποσότητες που περικόπηκαν με αυτές είχαν περιληφθεί και στον ως άνω αρχικό ανακεφαλαιωτικό πίνακα εργασιών, ο οποίος όμως δεν υπεγράφη για λόγους που ανάγονται στην αποκλειστική σφαίρα ευθύνης της καθής, και έτσι επέρχεται σαφής παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών καθώς και της αρχής της απαγορεύσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Κατά το πρώτο σκέλος ο παραπάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, αφού στο δικόγραφο δεν αναφέρονται οι συγκεριμένες ποσότητες εργασιών που έχουν περιληφθεί σε εγκεκριμένους λογαριασμούς και ποιοι είναι αυτοί οι λογαριασμοί, οι οποίοι έχουν πληρωθεί στην ανάδοχο, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του ο παραπάνω ισχυρισμός, το βάρος αποδείξεως του οποίου είχε η προσφευγουσα, είναι απορριπτεος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, αφού από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου στοιχεία δεν προέκυψε ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες σκοπήθηκε η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (δια της περικοπής εργασιών, που δεν περιλαμβάνονταν στον συνταχθένα και εγκριθέντα 1ο ΑΠΕ, για τις οποίες δεν είχαν υποβληθεί επιμετρητικά στοιχεία και δεν αποδεικνυόταν η εκτέλεσή τους), παραβιάσθηκαν οι αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ούτε ότι η καθής άσκησε τα σχετικά δικαιώματά της κατά παρέκκλιση του σκοπού των σχετικών διατάξεων του νόμου ή καθ' υπέρβαση των ορίων του”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον μεν πρώτο λόγο της προσφυγής ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς έκρινε ότι "ορθώς έγιναν οι διορθώσεις στις προαναφερόμενες αναλυτικές επιμετρήσεις”, τον δε τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του (παραβίαση καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών) ως αόριστο και κατά το δεύτερο (καταχρηστική άσκηση δικαιώματος) ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, οι εργασίες που περικόπηκαν δεν ταυτίζονταν με τις εγκεκριμένες από την Διευθύνουσα Υπηρεσία τοιαύτες.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει τον Εφετείο την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα, αφού παραθέτει τις παραδοχές της απόφασης με τις οποίες απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της προσφυγής της, επειδή κρίθηκε ότι "ορθώς έγιναν οι διορθώσεις στις προαναφερόμενες αναλυτικές επιμετρήσεις”, αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση ότι: α) με την κρίση του αυτή παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 52 και 53 του ν. 3669/2008, καθώς αποδέχθηκε ότι είναι νόμιμος ο επανέλεγχος των ήδη ελεγχθεισών και εγκριθεισών εργασιών που εκείνη εκτέλεσε (559 αρ. 1) και β) η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, καθώς ενώ δέχεται ότι οι περικοπές έγιναν "σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν.3669/2008 “.... δεν εξειδικεύει ποιες είναι οι προϋποθέσεις του νόμου, πώς αυτές τηρήθηκαν, πότε και με ποιο τρόπο (559 αρ. 19). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού το δικαστήριο δεν δέχεται ότι οι περικοπείσες εργασίες ταυτίζονται με αυτές που είχαν εγκριθεί. Ειδικότερα, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, η προσφεύγουσα με τον πρώτο λόγο της προσφυγής της είχε προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι εργασίες που περικόπηκαν είχαν πράγματι εκτελεσθεί από αυτή και όχι ότι οι ίδιες αυτές εργασίες είχαν εγκριθεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, το δε δικαστήριο δεν απέρριψε τον λόγο αυτό της προσφυγής επειδή οι εγκρίσεις δεν ήταν δεσμευτικές αλλά επειδή δεν αποδείχθηκε ότι οι περικοπείσες περιλαμβάνονταν στις εκτελεσθείσες, κρίνοντας, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, ότι δεν υπήρχε ταύτιση των εργασιών που δεν εκτελέστηκαν και περιεκόπησαν με άλλες που είχαν ήδη εγκριθεί. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σε σχέση με την κρίση του ότι η εταιρεία της έχει ευθύνη για την δυσμενή εξέλιξη της επίδικης εργολαβίας λόγω της υποτιθέμενης δικής της αδυναμίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις, που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, ούτε διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις.. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά επί του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ούτε έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, η οποία αφορά τις περικοπές που έγιναν από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία επί των υποβληθεισών από την ανάδοχο αναλυτικών επιμετρήσεων με αριθμούς 132, 135 και 139. Κατά το άρθρο 281 AK, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο από αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 126/2019). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του, όμως, αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν ή όχι την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 399/2020, ΑΠ 218/2020). Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται: α) ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό της για παραβίαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (α' σκέλος) και β) ότι με εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ απέρριψε τον ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της Κυρίας του Έργου (β' σκέλος). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος κατά το πρώτο σκέλος του ως απαράδεκτος, καθώς η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και συνεπώς δεν ιδρύεται στην προκειμένη περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον λόγο αυτό ως αόριστο. Περαιτέρω και όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του, ο λόγος είναι αβάσιμος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο δεν περιάγουν την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της αναιρεσίβλητης σε προφανή αντίθεση με την καλή πίστη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού και δεν την καθιστούν έτσι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.Εξάλλου, το Εφετείο με τη φράση ότι "με τις προσβαλλόμενες πράξεις...σκοπήθηκε η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος”, δεν έθεσε ένα κριτήριο άσχετο με εκείνα που ορίζει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αφού το κριτήριο αυτό εντάσσεται στις προϋποθέσεις που ερευνώνται για να κριθεί αν συγκροτείται ή όχι η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Περαιτέρω δε τα όσα αναφέρει η αναιρεσείουσα περί αυθαίρετης συμπεριφοράς των οργάνων της αναιρεσίβλητης "που δεν δίστασαν ούτε να κηρύξουν την εταιρεία μας - παρανόμως- έκπτωτη ούτε να διστάσουν να περικόψουν μια σειρά εργασιών με τις επίμαχες διορθώσεις της 132ης, 135ης και 139ης Αναλυτικής Επιμέτρησης...”, απαραδέκτως προβάλλονται (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) καθ` όσον, τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται είναι όσα η ίδια η αναιρεσείουσα έθεσε υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, οι επί των οποίων όμως παραδοχές του είναι αναιρετικά ανέλεγκτες. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την ειδικότερη αιτίαση ότι εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε τον υπό στοιχείο Β (δεύτερο) λόγο της προσφυγής της ως μη νόμιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9/4/2012 προσφυγή της, η προσφεύγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης της ένστασής της και της αίτησης που υπέβαλε προς συμβιβαστική επίλυσης της διαφοράς, για το λόγο ότι αμφότερες οι απορρίψεις στερούντο στοιχειώδους αιτιολογίας. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε κατά λέξη ότι "η εν λόγω προσφυγή ... είναι νόμιμη .... πλην του υπό στοιχ. Β λόγου της προσφυγής περί αναιτιολογήτου της σιωπηρής απόρριψης της ενστάσεως και της σιωπηρής απόρριψης της αιτήσεως προς συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, που υπέβαλε η ανάδοχος, ο οποίος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού η σιωπηρή απόρριψη των ενδικοφανών μέσων που προβλέπεται σαφώς στο άρθρο 76 του ν. 3669/2008, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει αιτιολογία...”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 76 του ν. 3669/2008, που προβλέπει τη δυνατότητα σιωπηρής απόρριψης των ως άνω ενδικοφανών μέσων, η οποία, αυτονόητα, δεν μπορεί να έχει αιτιολογία. Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 17/9/2019 αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ΚΠολΔ495 § 3) και να καταδικαστεί η τελευταία λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις και κατά το νόμιμο αίτημα αυτής μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 ν. 3693/1957, λόγω της ιδιότητας της αναιρεσίβλητης ως ΝΠΙΔ, που εξομοιώνεται με το Ελληνικό Δημόσιο, απολαμβάνοντας όλα τα δικονομικά προνόμια αυτού, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17/9/2019 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “...”, με τον διακριτικό τίτλο “....” για αναίρεση της με αριθμό 377/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ