Απόφαση

Αριθμός 958/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεοδώρα Παπαϊωάννου, η οποία ανακάλεσε την από 10-12-2021 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ν. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-7-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 5816/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-7-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ολΑΠ 14/2015). Περαιτέρω, στο άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19, ορίζεται ότι "Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου... Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που η συζήτηση αίτησης αναιρέσεως ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID- 19, με πράξη του προέδρου του αντίστοιχου τμήματος του Αρείου Πάγου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατ' αναλογική δε εφαρμογή των όσων ισχύουν σε περίπτωση αναβολής της υπόθεσης με αίτημα των διαδίκων και εγγραφής της στο πινάκιο από το γραμματέα (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ. β' αυτού), προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής λόγω της εγγραφής στο πινάκιο είναι ότι ο απολιπόμενος, κατά την νέα δικάσιμο, διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση δεν συζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθ. …/14-12-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Σ. Π., την οποία επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, με επιμέλεια της οποίας προσδιορίστηκε η συζήτηση της ένδικης αίτησης για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 25-11-2019, προκύπτει ότι αντίγραφο της άνω αίτησης των αναιρεσειόντων, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 12-4-2021, κατά την οποία όμως η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων συνεπεία της πανδημίας COVID-19. Ακολούθως, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, εκδόθηκε η από 12-5-2021 πράξη του Προέδρου του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως ως νέα ημέρα συζήτησης της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως στο ακροατήριο η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (13-12-2021) και με πρωτοβουλία του γραμματέα η υπόθεση ενεγράφη στο οικείο πινάκιο, η εγγραφή δε αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο της υποθέσεως (13-12-2021), κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσίβλητος ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, δυνάμει του προαναφερόμενου αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της συζήτησης για την παρούσα δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και ο απολιπόμενος αναιρεσίβλητος είχε κλητευθεί νομίμως για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 25-11-2019, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Κατά μεν το άρθρο 553 παρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν την όλη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, κατά δε το άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους. Γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους. Επομένως, εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι μόνον η (μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Έτσι τα τυχόν σφάλματα της απόφασης του πρώτου βαθμού, αφού επικυρώνονται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την άσκηση αναίρεσης, ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτά (Ολ.ΑΠ 16/1990, ΑΠ 641/2017, ΑΠ 322/2015). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 και 554 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται πλέον σε αναίρεση, μόνο αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματος άσκησής της (ΑΠ 1382/2019, ΑΠ 819/2017, ΑΠ 268/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ' αριθ. 5816/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας της, την έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, κατά της υπ' αριθ. 95/2017 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Από την προσκομιζόμενη από 5-6-2018 βεβαίωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ε. Π. επί του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της απόφασης αυτής, δημοσιευθείσας στις 31-5-2018, επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 5-6-2018, ενώ η αναίρεση ασκήθηκε στις 19-7-2018, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, και συνεπώς, η απόφαση αυτή είχε τελεσιδικήσει κατά τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εφόσον είχε παρέλθει η οριζόμενη στο άρθρο 503 παρ. 1 ΚΠολΔ δεκαπενθήμερη προθεσμία από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Επομένως, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, εφόσον κατά τα λοιπά ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΑΠ 765/2021).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε τον νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) ..., γ) "Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) ..., ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ...(παρ.2)”. Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ' της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων.... β) ... γ)... δ) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας ... (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)”. Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου... (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως”, ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού, ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε', εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας... (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή...”. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, τον σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στη με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια' του ν. 2472/1997, και γι' αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, τον σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ' του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α' του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του "και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του”, αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον "τρίτο”, όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ' του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών”, στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (ΟλΑΠ 3/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 95/2017 οριστική απόφασή του, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ενσωματώθηκε στην προσβαλλομένη με την αίτηση αναίρεσης υπ' αριθ. 5816/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: "Στις 26-1-1990 καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος (αναιρεσιβλήτου) και της εναγόμενης Τραπεζικής εταιρείας (αναιρεσείουσας), σύμβαση ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου ποσού 3.721.000 δρχ. Ακολούθως ο ενάγων συμβλήθηκε με την εναγόμενη ως εγγυητής στη με αριθμό ... ιδιωτική σύμβαση δανείου τοκοχρεολυτικού 93.880 ευρώ μεταξύ της εναγόμενης ως δανείστριας και των Ι. Π. και Π. Κ. ως δανειοληπτών, εξοφλητέου σε 240 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Την 1-4-2014 υπεγράφη μεταξύ της εναγόμενης των δανειοληπτών και του ενάγοντος ως εγγυητή πρόσθετη Πράξη στην παραπάνω σύμβαση με την οποία η εναγόμενη χορήγησε στους δανειολήπτες περίοδο χάριτος δύο ετών, διάστημα κατά το οποίο οι τελευταίοι θα πλήρωναν στην εναγόμενη μόνο τόκους. Κατά την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών η εναγόμενη συνέλεξε από τον ενάγοντα, προσωπικά δεδομένα του, που ήταν απαραίτητα για την κατάρτιση των συμβάσεων δηλαδή επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία και τόπο γέννησης, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου σταθερού και κινητού, επάγγελμα. Όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ο πρωτοφειλέτης του δανείου, τη σύμβαση του οποίου είχε υπογράψει ως εγγυητής ο ενάγων, καθυστέρησε να καταβάλει στην εναγόμενη τη τοκοχρεολυτική δόση του δανείου του μηνός Ιουνίου 2016. Τότε η εναγόμενη ανέθεσε στην εταιρεία με το διακριτικό τίτλο “...”, που είναι εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές, με την οποία συνεργάζεται βάσει της από 6-11-2009 σύμβασης και την από 3-2-2012 πρόσθετη Πράξη στη σύμβαση αυτή, να ενημερώσει τον ενάγοντα για την καθυστέρηση καταβολής της ληξιπρόθεσμης δόσης του πρωτοφειλέτη. Συγχρόνως της διαβίβασε τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της υπάρχουσας οφειλής χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Ακολούθως προστηθέντες υπάλληλοι της αποδέκτριας εταιρείας κάλεσαν σε διάφορες ημερομηνίες τον ενάγοντα στο τηλέφωνο της οικείας του, και αφού επαλήθευαν τα στοιχεία του, τα οποία είχαν στη διάθεσή τους, τον ενημέρωναν για την καθυστέρηση καταβολής από τον πρωτοφειλέτη και του δήλωναν ότι είναι υποχρεωμένος να καλύψει ο ίδιος τη δόση. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των τηλεφωνημάτων αυτών οι προστηθέντες υπάλληλοι της αποδέκτριας εταιρείας επεξεργάστηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος με την καταχώρισή τους σε αρχείο τους και τη χρήση τους κατά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους με τον ενάγοντα. Η εναγόμενη δεν αρνήθηκε τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, γεγονός, που κατέθεσε και ο μάρτυρας, που εξετάστηκε με επιμέλειά της. Ισχυρίστηκε όμως ότι ο ενάγων κατά την υπογραφή της ως άνω πρόσθετης Πράξης της με αριθμό ... δανειακής συμβάσεως συναίνεσε εγγράφως στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, αφού στην εν λόγω σύμβαση αναφέρεται ότι συνομολογείται ρητά ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής από τη σύμβαση δανείου η δανείστρια δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενών ποσών ή και να αναθέσει σε τρίτα προς την Τράπεζα φυσικά ή νομικά πρόσωπα [όπως π.χ. σε νομίμως ενεργούσες κατά το ν.3758/09 εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών ή σε δικηγόρους ή δικαστικούς επιμελητές] την εντολή ενεργώντας για λογαριασμό της Τράπεζας, είτε να ενημερώνουν τον οφειλέτη ή και τον εγγυητή για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του ή και να διαπραγματεύονται ως προς το χρόνο, τον τρόπο και τους λοιπούς όρους αποπληρωμής, είτε να διενεργούν τις απαιτούμενες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εξώδικη ή και δικαστική επιδίωξη της είσπραξης από την Τράπεζα των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών προς αυτή. Στα παραπάνω πρόσωπα είναι επιτρεπτή η γνωστοποίηση από την Τράπεζα όσων προσωπικών στοιχείων του οφειλέτη ή του εγγυητή είναι απαραίτητα για τη διεκπεραίωση των εντολών, που προαναφέρθηκαν, πάντοτε τηρούμενων των νομοθετικών διατάξεων, που ισχύουν κάθε φορά. Από το περιεχόμενο του όρου αυτού, όπως είναι διατυπωμένος, δεν προκύπτει ότι η εναγόμενη ως υπεύθυνη επεξεργασίας κατά το χρόνο συλλογής των δεδομένων από τον ενάγοντα τον είχε ενημερώσει κατά τρόπο σαφή για την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του εκπροσώπου του, για το σκοπό της επεξεργασίας και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών της διαβίβασης, όπως απαιτεί το άρθρο 11 παρ. 1 α, β, γ, ν.2472/1997. Άλλωστε, ως "συγκατάθεση" υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την Τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η αποδέκτρια εταιρεία δεν είναι τρίτη ως προς τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, εφόσον εν προκειμένω ενήργησε ως αντιπρόσωπος της ίδιας λόγω της υπάρχουσας συμβάσεως συνεργασίας μεταξύ τους δεν είναι βάσιμος, διότι και στην περίπτωση διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές πρέπει να προηγηθεί η ενημέρωση του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν.2472/1997 [20/2001 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων]. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της πρώτης των εναγόμενων (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη διότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει σε τρίτα πρόσωπα χωρίς καμμία απολύτως ενημέρωσή του. Τα όργανα δε της εναγόμενης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του ενάγοντος, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η αποδέκτρια εταιρεία ενήργησε εν προκειμένω τηρώντας απαρεγκλίτως τη διαδικασία, που προβλέπει για τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών ο ν. 3758/2009 προτείνεται αλυσιτελώς διότι ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του στην έλλειψη συγκατάθεσής του και στη μη ενημέρωσή του για την επεξεργασία και διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων από την εναγόμενη στην αποδέκτρια εταιρεία όπως αυτά ορίζονται στο ν. 2472/97. Η εναγόμενη εξ άλλου προτείνει την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων επιδιώκει την επιδίκαση χρηματικού ποσού υπέρ του έχοντας σκοπό την προσπόριση οικονομικού οφέλους, όπως προκύπτει από το ύψος του αιτούμενου ποσού και όχι την προστασία της προσβληθείσας προσωπικότητάς του. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος. Ως προς δε το ύψος του αιτούμενου ποσού αυτό είναι το ελάχιστο, που προβλέπεται ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης από το άρθρο 23 του ν.2472/97...”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Ειρηνοδικείο δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ' αυτόν το ποσό των 5.869,61 ευρώ”.
Έτσι που έκρινε το Ειρηνοδικείο, με την 95/2017 απόφασή του, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη, δεχόμενο δηλαδή ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα, εκτός από την πραγματοποιηθείσα, κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων, ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, όφειλε να προβεί σε ενημέρωση αυτού για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, και κατά τον χρόνο διαβίβασης αυτών στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 2472/1997, με εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθόσον με βάση τα περιστατικά αυτά συγκροτείται το πραγματικό της εν λόγω διάταξης και συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, δεδομένου ότι η γενόμενη κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με σχετικό όρο της πρόσθετης Πράξης της δανειακής σύμβασης, ενημέρωση αυτού ως υποκειμένου των δεδομένων, πληρούσε την οφειλόμενη από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, υποχρέωση ενημέρωσης του αναιρεσιβλήτου, κατά τρόπο πρόσφορο και σαφή, για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και το σκοπό επεξεργασίας αυτών, ο δε αναιρεσίβλητος συνήνεσε εγγράφως στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών και, συνεπώς, η αναιρεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για τη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα και η οποία θα τον καλούσε, όπως και συνέβη, προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του. Και τούτο, διότι, ειδικότερα, κατά τις ως άνω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην προαναφερόμενη πρόσθετη πράξη της δανειακής σύμβασης συνομολογείται ρητά ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής από τη σύμβαση δανείου η αναιρεσείουσα δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερούμενων ποσών ή και να αναθέσει σε τρίτα προς την Τράπεζα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και σε νομίμως ενεργούσες κατά το ν.3758/09 εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, την εντολή, ενεργώντας για λογαριασμό της Τράπεζας, είτε να ενημερώνουν τον οφειλέτη ή και τον εγγυητή για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του ή και να διαπραγματεύονται ως προς τον χρόνο, τον τρόπο και τους λοιπούς όρους αποπληρωμής, είτε να διενεργούν τις απαιτούμενες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εξώδικη ή και δικαστική επιδίωξη της είσπραξης από την Τράπεζα των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών προς αυτή, στην κατηγορία δε των πιο πάνω εταιρειών υπάγεται και η προαναφερόμενη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, ενώ, εξάλλου, λόγω της υπογραφής της πρόσθετης πράξης, ο αναιρεσίβλητος έλαβε γνώση και της ταυτότητας της αντισυμβαλλομένης αυτού αναιρεσείουσας Τράπεζας, με έννομη συνέπεια να μην καταφάσκεται ευθύνη της τελευταίας, λόγω της παράλειψής της να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών και, έτσι, να μη θεμελιώνεται αξίωση του αναιρεσίβλητου για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, ο πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου, ο οποίος καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βασίμου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 5816/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία ενσωματώθηκε η υπ' αριθ. 95/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου, ο οποίος εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ