Αριθμός 964/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα - Εισηγητή, Ευδοξία Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Τ. του Α., 2) Ό. χήρας Α. Τ., το γένος Ν. Δ., κατοίκων ….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μάριο Ξανθόπουλο και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην …..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καναβέλη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/7/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8737/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 243/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/5/2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη, από 17-5-2019, αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 243/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 7-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης .../10-4-2017 έφεση της αναιρεσίβλητης ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας κατά της με αριθμό 8737/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε απορρίψει στην ουσία της, κατόπιν παραδοχής της προταθείσας ένστασης παραγραφής, την από 5-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης .../2014 αγωγής της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζήτησε να απαγγελθεί η διάρρηξη δικαιοπραξίας μεταβίβασης της κυριότητας του περιγραφομένου ακινήτου, ως καταδολιευτικής (άρθρα 939 επ. ΑΚ). Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και δίκασε την παραπάνω αγωγή, την δέχθηκε στην ουσία της και απήγγειλε τη διάρρηξη της επίδικης δικαιοπραξίας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 946 ΑΚ "η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το πενταετές χρονικό διάστημα, εντός του οποίου είναι ενεργός η αξίωση για διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αποτελεί παραγραφή, κατά την έννοια των άρθρων 247 επ. ΑΚ και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το χρόνο της κατάρτισης της πράξης αυτής, οπότε γεννάται η αξίωση του δανειστή προς διάρρηξη και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη και όχι από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε (ΑΠ 258/2021, ΑΠ 1885/2009, ΑΠ 1695/1998, ΑΠ 670/1987, ΑΠ 239/1962). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή η παραγραφή αρχίζει από την μεταγραφή της εκποιητικής δικαιοπραξίας, θα εξαρτούσε τον εναρκτήριο χρόνο της παραγραφής από την αντικειμενική δυνατότητα γνώσης της απαλλοτρίωσης εκ μέρους του δανειστή, ενώ το γεγονός αυτό της γνώσης δεν ευρίσκει έρεισμα στη διατύπωση της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης (άλλως ΑΠ 2005/2017 Ποιν., ΑΠ 667/2015 Ποιν., ΑΠ 1082/2014 Ποιν., ότι χρόνος τέλεσης του αδικήματος της καταδολίευσης δανειστών (άρθρ. 397 παρ.1 ΠΚ) είναι ο χρόνος μεταγραφής της μεταβιβαστικής σύμβασης). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 7/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ) προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία άσκησε κατά των αναιρεσιβλήτων την από 5-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης .../16-7-2014 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού εξέθεσε ότι διατηρεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος, ύψους 127.592,66 ευρώ και 475.926,56 ευρώ, απορρέουσες από οριστικό κλείσιμο σύμβασης ανοικτού λογαριασμού η πρώτη ως άνω απαίτηση και από καταγγελία σύμβασης ομολογιακού δανείου η δεύτερη απαίτηση και ότι την εκπλήρωση των όρων αμφοτέρων των συμβάσεων αυτών εγγυήθηκε ο πρώτος εναγόμενος, ζήτησε να απαγγελθεί η διάρρηξη της δικαιοπραξίας, ως καταδολιευτικής κατά τα άρθρα 939 επ. Α.Κ., η οποία περιβλήθηκε τον τύπο του με αριθμό …/16-7-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα την 23-7-2009, δυνάμει του οποίου ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα μητέρα του, αιτία πωλήσεως, την κυριότητα του περιγραφομένου ακινήτου, ήτοι ενός ισογείου διαμερίσματος εμβαδού 33,315 τ.μ., μετά του υπογείου του αναλόγου επιφανείας, που βρίσκεται στην τοποθεσία ... του .... Οι εναγόμενοι με τις από 30-8-2016 πρωτόδικες προτάσεις τους πρότειναν την κατ' άρθρο 946 ΑΚ ένσταση παραγραφής της ένδικης αγωγής διάρρηξης, ισχυριζόμενοι ότι η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία καταρτίστηκε την 16-7-2009, ενώ η αγωγή επιδόθηκε σε αυτούς την 18-7-2014, ήτοι μετά την παρέλευση πέντε ετών. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αριθμό 8737/2016 οριστική του απόφαση έκρινε την προβληθείσα ένσταση παραγραφής νόμιμη, την δέχθηκε και στην ουσία της και απέρριψε, εξ αυτού του λόγου, την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την από 7-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης .../10-4-2017 εμπρόθεσμη έφεσή της, με τον μοναδικό λόγο της οποίας παραπονέθηκε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 946 ΑΚ, αποδίδοντας το σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση ότι δέχθηκε ως εναρκτήριο χρόνο παραγραφής την κατάρτιση της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ενώ ορθά έπρεπε να δεχθεί ως χρόνο έναρξης της παραγραφής αυτόν της μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου. Το Εφετείο, στη μείζονα σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασής του, σχετική με την ερμηνεία της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 946 ΑΚ, διέλαβε τη νομική παραδοχή ότι η έννοια της λέξης "απαλλοτρίωση" πρέπει διασταλτικά κατά το γράμμα και τελολογικά να συνδυαστεί με τις διατάξεις του ΑΚ περί μεταγραφής δικαιοπραξιών, καθότι απαλλοτρίωση ακινήτου δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την εκποιητική δικαιοπραξία και τη μεταγραφή της. Ακολούθως, ερευνώντας τον λόγο της έφεσης στην ουσία του, δέχθηκε τα εξής: “... Ενόψει όλων αυτών, η ένσταση παραγραφής της αγωγής, (946 ΑΚ), την οποία προέβαλαν οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναφέρουν με τις προτάσεις της κατ' έφεση δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, δεδομένου ότι, η μεταγραφή της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... έγινε, όπως συνομολογείται από αμφοτέρους τους διαδίκους, στις 23-7-2009 και η αγωγή επιδόθηκε στους εναγομένους στις 18-7-2014 (βλ. προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από την ενάγουσα υπ' αρ. ... και .../18.07.2014 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Α. Γ.) και επομένως δεν παρήλθε πενταετία από την μεταγραφή της, ως εκ τούτου η αγωγή ασκήθηκε εντός της πενταετίας από τη μεταγραφή της επίδικης εκποιητικής δικαιοπραξίας, η οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, αποτελεί το εναρκτήριο χρονικό σημείο της παραγραφής της ένδικης παυλιανής αγωγής. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, λαμβάνοντας ως χρόνο έναρξης της παραγραφής το χρόνο κατάρτισης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας και όχι το χρόνο μεταγραφής της, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, δεκτού γενομένου του μοναδικού λόγου της έφεσης”. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δίκασε την αγωγή και την έκανε δεκτή στην ουσία της, απαγγέλλοντας τη διάρρηξη της επίδικης δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε με το αριθ. 3891/16-7-2009 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Δ.. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, όμως, με το να δεχθεί ότι η κατ' άρθρ. 946 ΑΚ παραγραφή της αγωγής διάρρηξης αρχίζει από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε και όχι από το χρόνο κατάρτισης της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, παραβίασε ευθέως την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 946 ΑΚ, δια της εσφαλμένης ερμηνείας της και της μη εφαρμογής της, ενώ ήταν εφαρμοστέα αφού δέχθηκε ότι το πωλητήριο συμβόλαιο καταρτίστηκε την 16-7-2009 και ότι η αγωγή επιδόθηκε στους εναγομένους την 18-7-2014, δηλαδή μετά την παρέλευση πέντε ετών από την κατάρτιση του συμβολαίου. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με το οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την ως άνω πλημμέλεια, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 946 ΑΚ και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση αυτή. Επειδή η αναιρετική εμβέλεια του λόγου τούτου καταλαμβάνει ολόκληρη την απόφαση, παρέλκει εντελώς η έρευνα του πρώτου λόγου της αίτησης, ως προς το δεύτερο σκέλος του, επίσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., καθώς και του δεύτερου και τελευταίου λόγου, από τον αριθ. 19 του ίδιου άρθρου, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, σχετικά με την απορριφθείσα ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που είχαν προτείνει. Εξάλλου, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους αναιρεσείοντες, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αναίρεσης (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτών, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημά τους, σε βάρος της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζομένη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "Οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν”, συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υπόθεσης απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (Ολ. ΑΠ 42/2005, ΑΠ 1305/2018, ΑΠ 1402/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου, που δέχθηκε το μοναδικό λόγο της από 7-4-2017 έφεσης της αναιρεσίβλητης και απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση παραγραφής της από 5-7-2014 αγωγής διάρρηξης, που είχαν πρωτοδίκως προτείνει οι αναιρεσείοντες και στη συνέχεια εξαφάνισε την εκκαλούμενη, με αριθμό 8737/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και έκανε δεκτή στην ουσία της την παραπάνω αγωγή, δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι η παρούσα αναιρετική απόφαση δεσμεύει το Εφετείο ως προς το νομικό ζήτημα της ορθής ερμηνείας του άρθρου 946 ΑΚ, ότι δηλαδή η παραγραφή της αγωγής διάρρηξης αρχίζει από την κατάρτιση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και όχι από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε. Επομένως, υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης, ως προς τη βασιμότητα του μοναδικού λόγου της από 7-4-2017 έφεσης της αναιρεσίβλητης. Πρέπει, έτσι, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η έφεση αυτή, να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί στην ουσία της, αφού αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που έκανε δεκτή την ένσταση παραγραφής της ένδικης αγωγής διάρρηξης, καθόσον από την κατάρτιση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, την 16-7-2009, έως την επίδοση της αγωγής, την 18-7-2014, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, ενώ κατά την εκκαλούσα έπρεπε να δεχθεί ως χρόνο έναρξης της παραγραφής την 23-7-2009, οπότε έλαβε χώρα η μεταγραφή του πωλητηρίου συμβολαίου, σημειουμένου ότι από την επισκόπηση των από 4-4-2015 πρωτοδίκων προτάσεων της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης προκύπτει ο ως άνω χρόνος επίδοσης της αγωγής, από δε την επισκόπηση των ιδίων προτάσεων αυτής, καθώς και την εγγράφων προτάσεών της στο Εφετείο, αλλά και του δικογράφου της έφεσής της, δεν προκύπτει προβολή εκ μέρους της αντένστασης διακοπής της παραγραφής. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, κατά το νόμιμο αίτημά τους που περιέχεται στις από 22-11-2018 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει δε να επισημανθεί ότι τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης είναι διακριτά από τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία προσδιορίζονται από το Εφετείο, στα πλαίσια της συνολικής νίκης και ήττας των διαδίκων σε δεύτερο βαθμό, αν η απόφαση αναιρεθεί, έστω και εν μέρει και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση (ΑΠ 1631/2010), άρα εκκαθαρίζονται από τον Άρειο Πάγο όταν στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ κρατήσει και δικάσει την υπόθεση, αφού τότε αποφαίνεται τελειωτικά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α)
Αναιρεί την με αριθμό 243/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στους αναιρεσείοντες.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Β) Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 7-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης .../10-4-2017 έφεση της εκκαλούσας - ενάγουσας - αναιρεσίβλητης, κατά της με αριθμό 8737/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλοκίνης.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την παραπάνω έφεση.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης.
Καταδικάζει την εκκαλούσα - ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων - εναγομένων, του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Ιουνίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου