Απόφαση

Αριθμός 970/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. (Α. Ν.) Ε. Μ. {K. (A. N.) E. B.}, μόνιμου κατοίκου ... και διαμένοντος στην ….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Χόρτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Κ. του Γ., κατοίκου ….., ατομικά και ως διαχειριστή της κείμενης επί της ... πολυκατοικίας και 2) Γ. Κ. του Σ., κατοίκου ….., ατομικά και ως συνδιαχειρίστριας της κείμενης επί της ... πολυκατοικίας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κυριαζή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-2-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 639/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 548/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3-5-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 03-5-2019 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../03-5-2016) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 548/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρα 591, 614 περ. 2 Κ.Πολ.Δ. (διαφορές από οριζόντια ιδιοκτησία), όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015], έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 εδ. α' και 13 του Ν. 3741/1929,"περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού νόμου αυτού, 1002 και 1117 του Α.Κ., συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ' όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική και όχι αποκλειστική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι "αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν”, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινόκτητων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του (ΑΠ 1655/2018, ΑΠ 92/2017).
Συνεπώς κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της όλης οικοδομής, που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρετής (αποκλειστικής) ιδιοκτησίας, είναι, εκτός από τα ενδεικτικώς αναφερόμενα από τις παραπάνω διατάξεις, πράγματα, και εκείνα που είχαν από την κατασκευή τους προοριστεί για κοινή χρήση των συνιδιοκτητών, καθώς και όσα έχουν χαρακτηριστεί ως κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα με κοινή συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, ανεξαρτήτως του αν πράγματι γίνεται ή όχι χρήση τους από τους συνιδιοκτήτες ή δεν προσφέρονται σ' αυτούς για τον παραπάνω σκοπό (ΑΠ 1143/1976). Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 Α.Κ. και 1 επ. του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α' του Α.Κ., οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ' εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (Ολ. ΑΠ 23/2000, ΑΠ 166/2020, ΑΠ 532/2019, ΑΠ 519/2019, ΑΠ 746/2018, ΑΠ 200/2018, ΑΠ 92/2017). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται να προβαίνει σε απόλυτη χρήση των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, να ενεργεί επισκευές και ανανεώσεις αυτών, καθώς και μεταβολές και προσθήκες, με τον όρο ότι δεν μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό αυτών, δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών και δεν παρεμποδίζει τη σύγχρηση εκ μέρους αυτών, δεν επιφέρει μεταβολές στην αισθητική του κτιρίου, δεν δημιουργεί κίνδυνο για τη στατική της οικοδομής ή των διαμερισμάτων της και δεν θίγει την ασφάλειά τους (ΑΠ 1655/2018, ΑΠ 92/2017). Επίσης, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 3741/1929 προκύπτει ότι με τον κανονισμό πολυώροφης οικοδομής εγκύρως τίθενται περιορισμοί και απαγορεύσεις ως προς τη χρήση των κοινόχρηστων και κοινόκτητων πραγμάτων της πολυκατοικίας και ότι αν με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή ισχύει και αν ακόμη από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών, ούτε μειώνεται η ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος και έτσι δεν είναι αναγκαία η έρευνα των προϋποθέσεων αυτών για να κριθεί αν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη, ως αντικείμενη στον κανονισμό, ενέργεια συνιδιοκτήτη, όταν επιδιώκεται να αρθεί η παράνομη αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε ( ΑΠ 1829/2007, ΑΠ 1713/1991, ΑΠ 179/1980). Εξάλλου οι ανωτέρω διατάξεις του Κανονισμού με τους οποίους χαρακτηρίζονται ορισμένα μέρη της οικοδομής ως κοινόκτητα ή κοινόχρηστα και τίθενται περιορισμοί και απαγορεύσεις ως προς τη χρήση τους, δεν καταργούνται ούτε από ενδεχόμενη αχρηστία τους και συνεπώς κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί να απωλέσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση τούτων (ΑΠ 1143/2019), ούτε και από την κατ` επανάληψη παραβίασή τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες (ΑΠ 179/1980). Ενέργειες, στα κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής πέραν των ανωτέρω όρων, είναι δυνατό να επέλθουν μόνο με κοινή απόφαση όλων των συνιδιοκτητών. Ειδικότερα, η διαφορετική συμμετοχή των συνιδιοκτητών στη χρήση κοινοχρήστου μέρους της οικοδομής ή ο αποκλεισμός του κοινοχρήστου χαρακτήρα του και η περιέλευση αυτού αποκλειστικά σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες είναι δυνατή λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3741/1929, αλλά προϋποθέτει, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 αυτού, συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί (ΑΠ 1655/2018, ΑΠ 92/2017). Εξάλλου, εάν επί του ίδιου οικοδομήματος έχει μεν συσταθεί διαιρεμένη κατ' ορόφους (οριζόντια) ιδιοκτησία, χωρίς όμως (είτε με τη συστατική πράξη, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συγκυρίων) να έχουν οριστεί τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη του όλου ακινήτου, τότε, εάν ορισμένη οριζόντια ιδιοκτησία έχει αποκλειστική είσοδο που εξυπηρετεί μόνο αυτήν, η συγκεκριμένη είσοδος συνιστά συστατικό μέρος της και επομένως, κατά νομική επιταγή, ανήκει στον κύριο της εν λόγω ιδιοκτησίας, συστατικό δε μέρος της αποτελεί και η κλίμακα ανόδου που χρησιμεύει αποκλειστικά και μόνον για την πρόσβαση στην ευρισκόμενη άνωθεν του ισογείου ιδιοκτησία, εφόσον, εάν αποχωριστεί απ' αυτήν, όχι μόνον θα επέλθει βλάβη στην αυτοτελή ιδιοκτησία, που αποτελεί το κύριο πράγμα, αλλά θα καταστεί, ενδεχομένως, ανέφικτη η χρησιμοποίησή της, αφού δεν θα υπάρχει δυνατότητα, εξ ιδίου δικαίου, προσβάσεως σ' αυτήν, με αλλοίωση της ουσίας και του προορισμού της (ΑΠ 746/2018). Περαιτέρω, η απαγόρευση, από τα πιο πάνω άρθρα του Ν. 3741/1929, του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου πολυώροφης οικοδομής, που υπάγεται στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του νόμου αυτού και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ., να ενεργεί κατασκευές στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, οι οποίες παρεμποδίζουν τη σύγχρηση των κοινόχρηστων αυτών χώρων από τους κυρίους των λοιπών αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, δεν αίρεται από την, κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση, με την πληρωμή των σχετικών προστίμων της πολεοδομικής αρχής. Και τούτο, διότι, με τον τρόπο αυτόν, οι εν λόγω κατασκευές ούτε νομιμοποιούνται έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, ούτε παύει η εξ αυτών παρακώλυση της ελεύθερης και απρόσκοπτης χρήσης των κοινόχρηστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες (ΑΠ 70/2019, ΑΠ 442/2019, ΑΠ 881/2019, ΑΠ 1655/2018, ΑΠ 1300/2014).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 του Α.Κ. "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, "καλή πίστη" θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, δηλαδή η στην κοινωνική συμβίωση επιβαλλόμενη ευθύτητα και εντιμότητα, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών" χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 1658/2017). Η υπέρβαση θεωρείται προφανής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όταν η συμπεριφορά του ενάγοντος απέναντι στον εναγόμενο υπήρξε τέτοια, ώστε να δημιουργήσει στον τελευταίο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το ένδικο δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου θα ήταν γι' αυτόν (εναγόμενο) ιδιαίτερα επαχθής στα συμφέροντά του. Επίσης, η υπέρβαση αυτή είναι προφανής και όταν η ικανοποίηση του προβαλλόμενου από τον ενάγοντα δικαιώματος προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσει ο δικαιούχος, ή όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και ως προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΑΠ 442/2019, ΑΠ 881/2019, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 123/2017, ΑΠ 1658/2017). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του ( βλ. ΑΠ 442/2019, ΑΠ 70/2019, ΑΠ 480/2018, ΑΠ 151/2014, ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή του άρθρου 281 Α.Κ., έχει εφαρμογή και ως προς τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των επιμέρους ιδιοκτησιών, τα οποία απορρέουν από τη σύσταση της κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ειδικότερα η αξίωση, με την οποία επιδιώκεται η συμμόρφωση στις διατάξεις της περί κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας νομοθεσίας, μπορεί να αποκρουστεί ως καταχρηστική, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 281 A.K. ( ΑΠ 70/2019, ΑΠ 442/2019, ΑΠ 1871/1985). Εξάλλου, η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του, όμως αυτή, ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια, είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή διατακτικού. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη, ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 19/2017, ΑΠ 130/2016). Στην περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με το λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια και γ) οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013, Ολ. ΑΠ 20/2005, Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 1106/2020). Δεν αρκεί, για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, διότι μόνο με βάση τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ ( ΑΠ 551/2020, ΑΠ 96/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ. ΑΠ 15/2006, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 638/2019, ΑΠ 98/2017). Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ. ΑΠ 1/2020, ΑΠ 551/2020). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, "αιτιολογία" της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011), καθόσον, ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 502/2020, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 565/2018, ΑΠ 813/2017). Εξάλλου, για την πληρότητα και δη για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Αριθμός 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.), εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση, ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία της, ενώ, στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποία αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για "ανεπάρκεια" και "αντίφαση" (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 510/2021, ΑΠ 1106/2020, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για το ορισμένο των αναιρετικών λόγων από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη απόφαση κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (Ολ. ΑΠ 28/1998, ΑΠ 1106/2020, ΑΠ 965/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Συνακόλουθα η ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσίαν, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (Ολ. ΑΠ 27/1998, Ολ. ΑΠ 32/1996, ΑΠ 1106/2020), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΑΠ 1106/2020). Με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ( ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, καθόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 508/2020, ΑΠ 90/2020, ΑΠ 198/2015).
Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. [που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και της αρχής της ακροάσεως των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)], ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, "πράγματα" είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση) και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού οι τελευταίοι αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων, ούτε επίσης και τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (Ολομ. ΑΠ 14/2004, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου του εγγράφου και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά ούτε και τα συμπεράσματα ή επιχειρήματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 833/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ρητά για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολομ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), ή όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολομ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 - 425/2009), ή στην περίπτωση που το δικαστήριο τον απέρριψε ακόμη και σιωπηρώς, όταν είναι φανερό ότι όντως τον απέρριψε (ΑΠ 98/2020, ΑΠ 7/2020, ΑΠ 74/2019, ΑΠ 656/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 548/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 09-2-2015 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι είναι συνδιαχειριστές, αλλά και κύριοι, όπως και ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων, των περιγραφόμενων διηρημένων οριζόντιων ιδιοκτησιών ο καθένας, μιας πολυώροφης οικοδομής, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και από τους επιμέρους όρους της μνημονευόμενης συμβολαιογραφικής πράξεως συστάσεως οροφοκτησίας μετά του κανονισμού της, που μεταγράφηκε νόμιμα και ότι ο εναγόμενος - αναιρεσείων κατέλαβε τον περιγραφόμενο κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο και ειδικότερα ένα τμήμα του διαδρόμου του έκτου ορόφου, επί του οποίου ενήργησε ανεπίτρεπτες μεταβολές και προσθήκες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, να αναγνωριστεί ο χαρακτήρας του άνω χώρου ως κοινόχρηστου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, κατά τα ειδικότερα αιτούμενα, καθώς και να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 639/2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή αυτή, κατά παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμης της από το άρθρο 281 του Α.Κ. προβληθείσας ενστάσεως του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου αγωγικού δικαιώματος των εναγόντων. Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως οι ενάγοντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 548/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η άνω πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως, αφού κρατήθηκε και δικάστηκε από το Εφετείο η υπόθεση, έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η ένσταση του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγόντων και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποκαταστήσει τη χρήση ως κοινόχρηστου χώρου του επίδικου τμήματος του διαδρόμου, που κατέλαβε και να καθαιρέσει τις επ' αυτού κατασκευές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Ήδη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενος, κατ' ορθή εκτίμηση των όσων εκτίθενται για τη θεμελίωσή του στα αντίστοιχα τρία σκέλη του λόγου αυτού, ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων : α) 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, με το να δεχθεί ότι το επίδικο τμήμα του διαδρόμου αποτελεί κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, χωρίς τούτο να προβλέπεται ούτε από το νόμο, ούτε από τη συστατική πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού της πολυκατοικίας, β) 1001 του Α.Κ., σε συνδυασμό με άρθρο 953 του Α.Κ., με το να μη δεχθεί ότι το επίδικο τμήμα του διαδρόμου αποτελεί αποκλειστική είσοδο των οριζοντίων ιδιοκτησιών του (διαμερισμάτων του) και συστατικό μέρος αυτών και όχι κοινόχρηστο χώρο και γ) 281 του Α.Κ., με το να απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένστασή του περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων. Ο πρώτος αυτός αναιρετικός λόγος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αόριστος και κατά τα τρία ανωτέρω σκέλη του και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, διαλαμβάνονται περιορισμένες, μεμονωμένες και αποσπασματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος και όχι, όπως απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, το σύνολο, έστω και συνοπτικά, των κρίσιμων παραδοχών της προσβαλλόμενης αυτής αποφάσεως, δηλαδή όλη η ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του άνω δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της ουσίας και ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε ως αποδεδειγμένα και στα οποία θεμελίωσε την κρίση του ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και την ουσιαστική αβασιμότητα της προβληθείσας από τον αναιρεσείοντα ενστάσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη από τον αναιρεσείοντα παράβαση των άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου και με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, σε δυσμενές για τον ίδιο συμπέρασμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 548/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα : "Οι ενάγοντες είναι συνδιαχειριστές της πολυκατοικίας επί της ... στην Αθήνα και κύριοι ο μεν πρώτος του υπ' αριθμ. 1 διαμερίσματος του έκτου (ΣΤ) ορόφου, η δε δεύτερη του υπ' αριθμ. 1 διαμερίσματος του πρώτου (Α) ορόφου της πολυκατοικίας αυτής. Η ως άνω οικοδομή έχει υπαχθεί στο καθεστώς του ν. 3741/1929 περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβ/φου Αθηνών Γ. Ν., νομίμως μετ/νη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τομ. 2245 και αριθ. 58), όπως τροποποιήθηκε με τις υπ' αριθμ. …/1965, …/1966, …/1966 και …/1966 πράξεις του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένες. Ο εναγόμενος είναι κύριος δύο όμορων διαμερισμάτων του έκτου ορόφου, ήτοι του υπ' αριθμ. 2 (διαθέτοντος και την αποκλειστική χρήση του υπό στοιχ. Γ τμήματος του δώματος επί της προσόψεως της ...) και του υπ' αριθμ. 3 της ίδιας πολυκατοικίας. Στα δικαιώματα των συνιδιοκτητών ανήκει σύμφωνα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας και αυτό της απόλυτης και προσήκουσας χρήσης των κοινόχρηστων χώρων αυτής, μεταξύ των οποίων και οι διάδρομοι της πολυκατοικίας, όπως εμφαίνονται στο από Αυγούστου 1965 σχεδιάγραμμα κάτοψης του αρχιτέκτονα Ρ. Κ., που προσαρτάται στην προαναφερθείσα υπ' αριθμ. ... πράξη σύστασης οροφοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας. Επίσης, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού, ο κύριος διαμερίσματος, καταστήματος ή χώρου δύναται μεν μετά από προηγούμενη άδεια της αρμόδιας Δημόσιας Αρχής, να μεταρρυθμίσει ή επισκευάσει εσωτερικώς την ιδιοκτησία του, υπό τον όρο όμως ότι ουδόλως δι' αυτής θα θίγονται οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι και έργα, οι εξωτερικοί της οικοδομής τοίχοι κλπ. Σύμφωνα δε με το ίδιο άρθρο απαγορεύεται απολύτως από οποιονδήποτε ιδιοκτήτη κάθε μεταρρύθμιση ή επισκευή, εξωτερικώς είτε προς τις οδούς, είτε προς την αυλή, προς φωταγωγούς, διαδρόμους και κλιμακοστάσια ή άλλους κοινόχρηστους χώρους. Τέλος, κατά το άρθρο 9 του Κανονισμού της πολυκατοικίας, κάθε ιδιοκτήτης χωριστής ιδιοκτησίας έχει επί των κοινοκτήτων και κοινόχρηστων χώρων και έργων όλα τα δικαιώματα που προσιδιάζουν στον συγκύριο αναλόγως της φύσεως, είδους και προορισμού αυτών εφόσον δεν παρακωλύει την χρήση αυτών από τους άλλους συνιδιοκτήτες. Οι κοινόχρηστοι χώροι δέον να είναι πάντοτε ελεύθεροι, απαγορεύεται δε η χρησιμοποίηση αυτών πέραν του αναγκαίου χρόνου. Περαιτέρω ως προέκυψε την 23-8-2014 ο εναγόμενος προκειμένου να δημιουργήσει κοινή είσοδο στα διαμερίσματά του, κατέλαβε, κατά παράβαση του κανονισμού, τμήμα του κοινοχρήστου διαδρόμου του ΣΤ ορόφου της πολυκατοικίας, διαστάσεων 1,20 Χ 2,30 τμ., επιφάνειας 2,76 τμ., που βρίσκεται μπροστά από τις αντικριστές εισόδους των δύο ως άνω διαμερισμάτων του, όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία ... στην από 4-2-2015 κάτοψη τμήματος διαδρόμου β' εσοχής της πολιτικού μηχανικού Α. Κ. και το ενσωμάτωσε στην ιδιοκτησία του, κατασκευάζοντας τοιχοποιία. (Μάλιστα προέβη και σε διάνοιξη οπής διαστάσεων 0,90 Χ 3,50 τ.μ. πάχους 0,17 μ., στην πλάκα του δώματος της πολυκατοικίας, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο δώμα από το εσωτερικό του διαμερίσματός του, την οποία όμως μεταγενέστερα έκλεισε με σκυρόδεμα). Σημειωτέον ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, η εκ των ανωτέρω άρθρων του καταστατικού, απαγόρευση διενέργειας κατασκευών στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, δεν αίρεται από την ύπαρξη πολεοδομικών αδειών ή την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση, δια της πληρωμής των σχετικών προστίμων. Και αυτό γιατί με τον τρόπο αυτό οι ανωτέρω κατασκευές ούτε νομιμοποιούνται έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, ούτε παύει η εξ αυτών παρακώληση της ελεύθερης και απρόσκοπτης χρήσεως των κοινοχρήστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, ούτε τελικά οι πολεοδομικές διατάξεις κατισχύουν του κανονισμού της πολυκατοικίας [...]. Τέλος απορριπτέα ως αβάσιμη κρίνεται και η παραδεκτώς κατ' άρθρον 527 περ. 1 προβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής κατ' άρθρο 281 ΑΚ, αφού κατ' αρχήν ουδόλως προέκυψε ότι είχε δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση στον εναγόμενο περί του ότι οι ενάγοντες δε θα ασκήσουν το ένδικο δικαίωμά τους. Τουναντίον στην προκειμένη περίπτωση ουδέποτε έγιναν αποδεκτές, από την διαχείριση της πολυκατοικίας, οι ενέργειες του εναγόμενου. Από όταν διεφάνησαν οι προθέσεις του εναγόμενου υπήρξε άμεση αντίδραση αρχικά δια της συγκλήσεως έκτακτης γενικής συνέλευσης (ήδη στις 16-5-2013), ενώ ακολούθησαν κι άλλες (8-10-2014, 10-12-2014, 14-5-2015 και 25-11-2015). Επίσης του είχε επιδοθεί εξώδικη μαρτυρία (ήδη από 17-6-2013), ενώ είχαν γίνει και καταγγελίες τόσον στην Πολεοδομία, όσο και στο αρμόδιο Α/Τ, νέες εξώδικες διαμαρτυρίες και τελικά αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, που έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 7639/ 2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εν τέλει την ένδικη αγωγή. Εξάλλου, η επικαλούμενη από τον εναγόμενο επιθυμία λειτουργικής ενοποίησης των διαμερισμάτων του σε συνδυασμό με την θέση του καταληφθέντος κοινοχρήστου χώρου, δεν αρκεί προς θεμελίωση του άρθρου 281 ΑΚ, αφού εξ αυτών και μόνον δεν υφίσταται προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος των δικαιούχων από την άσκηση του δικαιώματός του. Αντιθέτως, δεν παρίσταται δικαία η προς ικανοποίηση της εν λόγω επιθυμίας του εναγόμενου ουσιαστικά κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα και δημιουργία δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του από αυτόν. Κατά συνέπεια έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απέρριψε την αγωγή κάνοντας δεκτή την (απαραδέκτως μάλιστα, λόγω της μη προφορικής πρότασής της και της καταχώρισής της στα πρακτικά, ως απαιτείται, κατ' άρθρο 591 περ. δ ΚΠολΔ) προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ. Κατ' αποδοχή λοιπόν του σχετικού λόγου της, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ'ουσίαν (αρθ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και κατά τα ειδικότερον διαλαμβανόμενα στο διατακτικό”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, όπως προεκτέθηκε, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 εδ. α' και 13 του Ν. 3741/1929, 1001 εδαφ. α', 953 και 281 του Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δικαιολογούν την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ορθότητα του ανωτέρω σαφούς αποδεικτικού του πορίσματος, τόσο σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα του ένδικου αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων, όσο και σχετικά με την ουσιαστική αβασιμότητα της ενστάσεως του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός τους αυτού. Επίσης, το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του αιτιολογίες επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις, λογικά κενά ή ενδοιαστικές κρίσεις, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη ως προς το χαρακτήρα του επίδικου τμήματος του διαδρόμου, ως κοινόχρηστου και την κατά παράβαση του Κανονισμού της πολυκατοικίας κατάληψη αυτού από τον αναιρεσείοντα και τη διενέργεια επ' αυτού απαγορευμένων από τον Κανονισμό κατασκευών, καθώς και ως προς την ουσιαστική αβασιμότητα της ενστάσεως από το άρθρο 281 του Α.Κ., που πρότεινε ο αναιρεσείων, οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ή μη των ανωτέρω διατάξεων, με την έννοια αυτών, που διαλαμβάνεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για την πληρότητα του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δέχεται διττώς το χαρακτήρα ως κοινόχρηστου χώρου του επίδικου τμήματος, εμβαδού 2,76 τ.μ., του διαδρόμου του έκτου ορόφου της αναφερόμενης πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) και ειδικότερα δέχεται το χαρακτήρα αυτού ως κοινόχρηστου χώρου: α) κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1001 εδ. α' του Α.Κ. και δη ως υπαγόμενου του άνω επίδικου τμήματος αυτοδικαίως από το νόμο στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και ως εκ τούτου θεωρούμενο ως κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος της άνω πολυκατοικίας, αφού δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, όπως τούτο θεμελίωσε αποδεικτικά το Εφετείο στο από Αυγούστου 1965 σχεδιάγραμμα κάτοψης του αρχιτέκτονα Ρ. Κ., που προσαρτάται στην υπ' αριθμ. ... πράξη σύστασης οροφοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, δεχόμενο έτσι ανελέγκτως αποδεικτικά ότι μεταξύ των κοινόχρηστων χώρων της ως άνω πολυκατοικίας περιλαμβάνονται και οι διάδρομοι αυτής και β) κατ' εφαρμογή της διατάξεως του τρίτου (3ου) άρθρου του Κανονισμού της πολυκατοικίας [που κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταρτίστηκε με την υπ' αριθμ. ... πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Ν. και μεταγράφηκε νόμιμα], με το οποίο (άρθρο 3) απαγορεύεται απολύτως κάθε μεταρρύθμιση ή επισκευή από οποιοδήποτε ιδιοκτήτη στους κοινόχρηστους χώρους, στους οποίους ρητά στο άρθρο αυτό του Κανονισμού αναφέρονται, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, και οι διάδρομοι της ως άνω πολυκατοικίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3741/1929 στην οποία δεν αναφέρονται οι διάδρομοι μεταξύ των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η απαρίθμηση των ως άνω μερών στη διάταξη αυτή είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική και συνεπώς στον προσδιορισμό των κοινόκτητων και κοινοχρήστων αυτών μερών, που γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφεται, μπορούν νόμιμα να χαρακτηρισθούν ως κοινόκτητα και κοινόχρηστα και άλλα μέρη της οικοδομής, όπως στην ένδικη περίπτωση στην οποία, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, με το ως άνω άρθρο 3 του Κανονισμού της ως άνω πολυκατοικίας περιελήφθησαν στα κοινόχρηστα μέρη και οι διάδρομοι της πολυκατοικίας αυτής, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το γεγονός ότι δεν αναφέρονται οι διάδρομοι στο πρώτο (1ο) άρθρο του ανωτέρω Κανονισμού, όπου γίνεται η αναφορά των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της πολυκατοικίας, καθόσον ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι στο άρθρο αυτό (1ο) του Κανονισμού γίνεται αποκλειστική αναφορά και απαρίθμηση των ως άνω μερών, ώστε να αποκλείονται οι διάδρομοι από τα κοινόχρηστα μέρη, [αλλά αντίθετα η πληττόμενη απόφαση νόμιμα δέχθηκε τον καθορισμό ως κοινόχρηστων μερών και των διαδρόμων, με το τρίτο (3ο) άρθρο του εν λόγω Κανονισμού, που καταρτίστηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφηκε νόμιμα], ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων προβάλλει σαφώς τέτοιο ισχυρισμό και δη ότι η αναφορά των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών στο πρώτο (1ο) άρθρο του ανωτέρω Κανονισμού, είναι αποκλειστική. Περαιτέρω, εφόσον το Εφετείο, σύμφωνα με τις ανωτέρω σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε ανελέγκτως ότι στο άρθρο 3 του Κανονισμού της πολυκατοικίας καθορίζονται και οι διάδρομοι της πολυκατοικίας ως κοινόχρηστοι χώροι, ακολούθως κατ' ορθή νομική ακολουθία δέχθηκε ότι το επίδικο τμήμα του διαδρόμου, αν και βρίσκεται μπροστά από τις αντικριστές εισόδους των δύο ως άνω διαμερισμάτων του αναιρεσείοντος, συνιστά κοινόχρηστο χώρο και όχι αποκλειστική είσοδο που εξυπηρετεί μόνο τα εν λόγω διαμερίσματα, ούτε και συστατικό μέρος αυτών, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, καθόσον αυτό, ήτοι ο χαρακτηρισμός του επιδίκου, ως αποκλειστικής εισόδου, που εξυπηρετεί μόνο συγκεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες και ως συστατικό μέρος αυτών, προϋποθέτει, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ότι επί του ίδιου οικοδομήματος έχει μεν συσταθεί διαιρεμένη κατ' ορόφους (οριζόντια) ιδιοκτησία, χωρίς όμως, είτε με τη συστατική πράξη, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συγκυρίων, να έχουν οριστεί τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη του όλου ακινήτου και στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση, καθόσον με τον ανωτέρω Κανονισμό της πολυκατοικίας έχουν καθοριστεί ρητά τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής αυτής, μεταξύ των οποίων και οι διάδρομοι, που αναφέρονται ως κοινόχρηστοι χώροι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στο άρθρο 3 του ανωτέρω Κανονισμού και, συνεπώς, το επίδικο τμήμα του ανωτέρω διαδρόμου, ως κοινόχρηστος, κατά τα προεκτιθέμενα, χώρος, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαιρετής (αποκλειστικής) ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, ούτε και χώρο αποκλειστικής χρήσεως των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών του, όπως κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, κρίθηκε με τις ανωτέρω σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες της πληττόμενης αποφάσεως, ενώ η ιδιότητα του επίδικου αυτού χώρου ως κοινοχρήστου, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, [σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού, αλλά και κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1001 εδ. α' του Α.Κ.], διατηρείται ανεξαρτήτως του αν πράγματι γίνεται ή όχι χρήση του από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες και δεν μπορεί να καταργηθεί ούτε από ενδεχόμενη αχρηστία του, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί να απωλέσει με αχρησία το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση των κοινόχρηστων χώρων και, επομένως, δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως να αναφέρεται ούτε με ποιο τρόπο οι αναιρεσίβλητοι και οι λοιποί συνιδιοκτήτες χρησιμοποιούσαν τον επίδικο χώρο, ούτε αν πράγματι τον χρησιμοποιούσαν. Επίσης, εφόσον το Εφετείο, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές τις προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε ανελέγκτως ότι με το άρθρο 3 του Κανονισμού της πολυκατοικίας απαγορεύεται απολύτως από οποιονδήποτε ιδιοκτήτη κάθε μεταρρύθμιση ή επισκευή στους διαδρόμους και άλλους κοινόχρηστους χώρους και με το άρθρο 9 του ιδίου Κανονισμού ότι οι κοινόχρηστοι χώροι πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθεροι και ότι απαγορεύεται η χρησιμοποίηση αυτών πέραν του αναγκαίου χρόνου, οι δε συνιδιοκτήτες έχουν επί των κοινοκτήτων και κοινόχρηστων χώρων όλα τα δικαιώματα που προσιδιάζουν στον συγκύριο αναλόγως της φύσεως, είδους και προορισμού αυτών, εφόσον δεν παρακωλύουν την χρήση τους από τους άλλους συνιδιοκτήτες, ορθώς κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η κατάληψη του άνω κριθέντος ως κοινοχρήστου επίδικου χώρου και οι επ' αυτού διενεργηθείσες από τον αναιρεσείοντα κατασκευές είναι αντίθετες προς τις άνω διατάξεις του Κανονισμού και ακολούθως, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 εδ. α' και 13 του Ν. 3741/1929, 1001 εδ. α', 953, 1002 και 1117 του Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσίβλητων ως κατ' ουσία βάσιμη. Επομένως, όλες οι ανωτέρω σχετικές αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται στο πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου αναιρετικού λόγου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνονται στα ανωτέρω σκέλη του πρώτου αναιρετικού λόγου, είναι απαράδεκτες, καθόσον ανάγονται στην αξιολόγηση, στάθμιση, ανάλυση και εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, καθώς και σε επιχειρήματα του αναιρεσείοντος προς επιστήριξη της προβληθείσας από αυτόν εκδοχής περί της ιδιότητας του επίδικου χώρου ως αποκλειστικής εισόδου και συστατικού μέρους των οριζοντίων ιδιοκτησιών του, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, με τις αιτιάσεις δε αυτές, και υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττεται απαραδέκτως η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων και με το σαφές και μη αντιφατικό εκτιθέμενο στην προσβαλλομένη απόφαση αποδεικτικό πόρισμα.
Συνεπώς, όλες οι αιτιάσεις που περιέχονται στο πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος τους, με το οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμός 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., είναι [πέραν του απαραδέκτου λόγω της αοριστίας αυτού], απορριπτέες ως αβάσιμες και απαράδεκτες, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Περαιτέρω, κατά το μέρος που προβάλλεται με τον κρινόμενο πρώτο αναιρετικό λόγο, κατά τα ανωτέρω πρώτο και δεύτερο σκέλη αυτού, η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον: α) όλα όσα επικαλείται ο αναιρεσείων ότι δεν λήφθηκαν υπόψη, δεν συνιστούν "πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμός 8 Κ.Πολ.Δ., ώστε να δύναται να ιδρυθεί ο, από τον αριθμό αυτό του εν λόγω άρθρου, λόγος αναιρέσεως, αλλά συνιστούν αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, καθώς και νομικά και ουσιαστικά επιχειρήματα, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, για την υποστήριξη των απόψεων του αναιρεσείοντος ότι το επίδικο τμήμα δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, αλλά αποκλειστική είσοδος και συστατικό μέρος των οριζοντίων ιδιοκτησιών του, β) υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, προβάλλονται αιτιάσεις για την, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και τους απέρριψε καταλήγοντας σε αντίθετο πόρισμα από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό. Περαιτέρω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το σύνολο των επικληθέντων, από τον αναιρεσείοντα, περιστατικών, σε συνδυασμό και με το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφορικά με την προβληθείσα από τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγόντων - αναιρεσίβλητων, έλαβε υπόψη τα "πράγματα" και δη τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα προς θεμελίωση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του εκ του άρθρου 281 του Α.Κ. και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δεν παραβίασε, όπως προεκτέθηκε, ούτε ευθέως ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καταλήγοντας σε ορθό πόρισμα. Ειδικότερα, το Εφετείο, δεχόμενο ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, μεταξύ των οποίων και οι καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι: α) δεν αποδείχθηκε ότι είχε δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση στον αναιρεσείοντα ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν θα ασκήσουν το ένδικο αγωγικό τους δικαίωμα, αλλά αντιθέτως οι τελευταίοι ουδέποτε αποδέχθηκαν τις ενέργειες του και όταν διαφάνηκαν οι προθέσεις του αντέδρασαν άμεσα με τις ειδικότερα αναφερόμενες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες τους [και δη συγκλήσεις έκτακτων γενικών συνελεύσεων, επιδόσεις προς αυτόν εξώδικων διαμαρτυριών, καταγγελίες στην Πολεοδομία και στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα, αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και άσκηση της ένδικης αγωγής], β) η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα επιθυμία λειτουργικής ενοποίησης των διαμερισμάτων του σε συνδυασμό με τη θέση του καταληφθέντος κοινοχρήστου χώρου, δεν αρκεί προς θεμελίωση του άρθρου 281 ΑΚ, αφού εξ αυτών και μόνον δεν υφίσταται προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος των δικαιούχων από την άσκηση του δικαιώματός του, γ) δεν παρίσταται δικαία η προς ικανοποίηση της ως άνω επιθυμίας του αναιρεσείοντος προς ενοποίηση των διαμερισμάτων του, κατάργηση ουσιαστικά του κοινόχρηστου χαρακτήρα του επίδικου τμήματος και δημιουργία δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του από αυτόν και δ) η εκ των ανωτέρω άρθρων του καταστατικού, απαγόρευση διενέργειας κατασκευών στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, δεν αίρεται από την ύπαρξη πολεοδομικών αδειών ή την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση, με την πληρωμή των σχετικών προστίμων της πολεοδομικής αρχής και τούτο διότι με τον τρόπο αυτό οι ανωτέρω κατασκευές ούτε νομιμοποιούνται έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, ούτε παύει η εξ αυτών παρακώλυση της ελεύθερης και απρόσκοπτης χρήσης των κοινόχρηστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος σε σχέση με την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων και οι εν γένει περιστάσεις που δέχθηκε το Εφετείο ανελέγκτως αναιρετικά, ότι αποδείχθηκαν, δεν συνιστούσαν κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια και δεν πληρούσαν το πραγματικό του ανωτέρω ουσιαστικού κανόνα δικαίου, τον οποίο επομένως δεν παραβίασε ευθέως, αλλά ούτε και εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Επομένως, όλες οι σχετικές αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται στο τρίτο σκέλος του πρώτου αναιρετικού λόγου, με τις οποίες ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός κατά το ανωτέρω σκέλος του [πέραν του απαραδέκτου, όπως προεκτέθηκε, λόγω της αοριστίας αυτού], είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και διότι, υπό την επίφαση της παραβίασης της ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την ανωτέρω ένσταση από το άρθρο 281 του Α.Κ. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 8 εδαφ. β' Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, πλήττεται απαραδέκτως η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα προς θεμελίωση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του εκ του άρθρου 281 του Α.Κ και τον απέρριψε καταλήγοντας σε αντίθετο πόρισμα από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας οφείλει, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του, κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του, αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν παραδεκτά και νόμιμα και τα οποία ήταν χρήσιμα για άμεση ή έμμεση (με συναγωγή τεκμηρίων) απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νόμιμων πραγματικών ισχυρισμών, που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν για την απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων και, ως εκ τούτου, επιδρούν στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης (ΑΠ 876/2019, ΑΠ 85/2019, ΑΠ 1684/2018, ΑΠ 42/2012). Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο μέσο απόδειξης. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναιρέσεως θεμελιώνεται στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη και τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αλλά και όταν, παρά την περί αυτού βεβαίωση, δεν καθίσταται αδιστάκτως (απολύτως) βέβαιο, από το περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα ή ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα (ΑΠ 68/2020). Αντίθετα δεν γεννάται ο λόγος αυτός, αν από τη γενική μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ' είδος έστω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενο της απόφασης καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο που επικαλείται ο αναιρεσείων (ΑΠ 879/2019, ΑΠ 1719/2017, ΑΠ 545/2017, ΑΠ 149/2016). Εξάλλου, ως αποδεικτικά μέσα των οποίων η μη λήψη υπόψη ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως δεν νοούνται τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης όπως είναι το δικόγραφο της αγωγής, της εφέσεως, οι προτάσεις των διαδίκων, η πρωτόδικη απόφαση, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ή η εισηγητική έκθεση εξετάσεως μαρτύρων (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 1670/2018, ΑΠ 506/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσεως, από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε, κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματός του, τα ακόλουθα έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε νόμιμα: 1) σχολιασμένες φωτογραφίες ως σχετ. 25στ, 25ζ, 2) την από 09-11-2016 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν., 3) τα υπ' αριθμ. 639/2017 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, 4) το από 28-07-2015 σημείωμά του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων των αναιρεσίβλητων, 5) την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 639/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 6) τις φωτογραφίες ως σχετ. 44 α, 44 β, 44 γ, 44 δ, 44 ε και 44 στ, 7) το στέλεχος της οικοδομικής άδειας ... και 8) την κάτοψη του ΣΤ ορόφου της πολυώροφης οικοδομή, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια της άδειας ανέγερσης αυτής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, όσο μεν αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται πιο πάνω με τους αριθμούς 3 και 5 [ήτοι τα υπ' αριθμ. 639/2017 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και την ταυτάριθμη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου], ως απαράδεκτος διότι αυτά δεν είναι αποδεικτικά, αλλά διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης και, συνεπώς, ως προς αυτά δεν ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθμός 11γ Κ.Πολ.Δ., όσον αφορά δε τα λοιπά έγγραφα ως αβάσιμος, διότι από τη γενική μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του "από την εκτίμηση ... και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται”, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενο και τις προπαρατεθείσες παραδοχές της, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία και καθίσταται απολύτως βέβαιο, ότι τα άνω φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου, χωρίς αυτό να υποχρεούται να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτών και καθενός εγγράφου. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός κατά το ανωτέρω μέρος του, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, καθόσον από το περιεχόμενό του σαφώς προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν διατυπώνει παράπονο για τη μη λήψη υπόψη από το Εφετείο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε, όπως απαιτεί για τη θεμελίωσή του ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, αλλά παραπονείται επειδή το Εφετείο από το περιεχόμενο των αποδεικτικών αυτών μέσων, κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από αυτό το οποίο ο ίδιος θεωρεί ορθό. Δηλαδή, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ανάγονται στην πραγματικότητα σε εσφαλμένη αποδεικτική αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων και αποτελούν ουσιαστικές, εκ μέρους του, προσεγγίσεις, που εκτιμά διαφορετικά το περιεχόμενο των αποδεικτικού αυτών μέσων, οι οποίες όμως απαραδέκτως προβάλλονται, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων για την άσκηση της αναιρέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Απορρίπτει την από 03-5-2019 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../03-5-2016) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 548/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ