Αριθμός 974/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “...” (....), που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ανδριανή Κατσαρού, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Μ. του Δ. και 2) Μ. Μ. του Ι., συζ. Φ. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Πανάγου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-10-2015 αίτηση των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2019, όπως αυτή διορθώθηκε με την 145/2019, οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 99/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 4-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Βάρκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων..."), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) και εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση (άρθρο 2 ΥΠΟΠΑΡ. Α4 άρθρο 2 παρ.5 του ίδιου νόμου 4336/2015), ως εκ του χρόνου υποβολής - κατάθεσης, στις 8-10-2015, της ένδικης αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 ν.3869/2010, "φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν.3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου από τα χρέη του, όπως αυτά περιγράφονται στην αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, επιτρέπεται μόνο μία φορά. Απαίτηση πιστωτή, η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στην αίτηση, δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος κατά τον παρόντα νόμο”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να αποδείξει και που δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου), πάντως, η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα χρέη του που καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (όταν επέλθει ο χρόνος εκπλήρωσής τους, όπως αυτός καθορίζεται από τη δικαιοπραξία ή από τις περιστάσεις ή από τη φύση της ενοχικής σχέσης, κατ' άρθρα 323 και 340 ΑΚ), έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Δεν χρειάζεται να είναι όλες οι απαιτήσεις ληξιπρόθεσμες κατά τη στιγμή της αδυναμίας των πληρωμών. Αρκεί να είναι έστω και μία, ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας του ν.3869/2010, με την εξαίρεση που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, εφόσον, βέβαια, συντρέχει και η άλλη πιο πάνω προϋπόθεση της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, αλλιώς, ο οφειλέτης ασκεί πρόωρα το δικαίωμά του και η αίτησή του θα απορριφθεί. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 257/2020, ΑΠ882/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018). Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του (ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 1208/2017), δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του, η δε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΑΠ 1208/2017), μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως απόλυση από την εργασία, μείωση μισθού ή σύνταξης, σοβαρό πρόβλημα υγείας κ.λπ. (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 551/2018). Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον. Πράξεις που φανερώνουν μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη για την αντιμετώπιση ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του μπορούν ενδεικτικά να αποτελέσουν διαμαρτυρικά συναλλαγματικών για τη μη πληρωμή, επιταγές που δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή, διαταγές πληρωμής πιστωτικών τίτλων, τελεσίδικες καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις, αιτήματα του οφειλέτη που διατυπώνονται σε επιστολές προς δανειστές για φιλικό διακανονισμό κ.λπ. (ΑΠ 1208/2017, ΑΠ 951/2015). Συνακόλουθα, η εξόφληση των πιστωτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια που το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους και τα οποία δάνεια οι δανειολήπτες εξοφλούν με εκχώρηση υπέρ του δανειστή ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη, όταν η εξόφληση των πιστωτών γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Και τούτο, γιατί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει να χαρακτηριστεί ως αδυναμία πληρωμών η περίπτωση του οφειλέτη που ικανοποιεί το σύνολο των οφειλών του, αν διαθέτει για το σκοπό αυτόν ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του. Και το πρόσωπο αυτό βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών. Διαφορετική αντιμετώπιση θα προέτασσε την ικανοποίηση των πιστωτών σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του οφειλέτη, ακόμη και της επιβίωσής του, κατάσταση που δεν γίνεται αποδεκτή από το γράμμα και το σκοπό του ν. 3869/2010 (ΑΠ 451/2022, ΑΠ 1379/2019). Εξάλλου, δεν προκύπτει εξαίρεση υπαγωγής στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, των οφειλών από στεγαστικά δάνεια, τα οποία το ΤΠΔ χορήγησε σε υπαλλήλους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας και τα οποία οι δανειολήπτες εξοφλούν με επιτρεπόμενη, κατά νόμο, (προ)εκχώρηση του οριζόμενου ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, από τη ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 6 του ν. 3867/2010, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στον δανειολήπτη να ζητήσει - επιτύχει με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΠΔ ευνοϊκότερους όρους εξυπηρέτησης των δανειακών συμβάσεων (ΑΠ 883/2020, ΑΠ 1031/2015). Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της οφειλής προς το ΤΠΔ από παροχή στεγαστικού δανείου με την παράλληλη, από το νόμο, υποχρέωση του δανειολήπτη να συνάψει με το ΤΠΔ σύμβαση εκχώρησης, ανακύπτει ανάγκη ο τελευταίος, έστω και αν το δάνειό του φέρεται να εξυπηρετείται κανονικά, λόγω της εκχώρησης του μισθού του κ.λπ., να επιδιώξει και επιτύχει ένταξη και υπαγωγή στη ρύθμιση του ν.3869/2010, αν έχει υποστεί σημαντική μείωση του μισθού ή της σύνταξής του, καθόσον η εκχώρηση που έγινε στο παρελθόν παραμένει, αναλογικά, σε υψηλό ποσό, αφού αυτή υπολογίστηκε στο αρχικό αυξημένο ποσό του μισθού ή της σύνταξης του δανειολήπτη - οφειλέτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με την προεκτεθείσα αυτή διάταξη του ν. 3869/2010, απαραίτητη προϋπόθεση, για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., που ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν υφίσταται αυτής. Αντίθετα με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Εξάλλου, από τη διατύπωση της προεκτεθείσας διατάξεως, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις Πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων, κατά τα ανωτέρω, αντικειμενικών στοιχείων (π.χ. εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος κλπ). Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 452/2022, ΑΠ 59/2021, ΑΠ1460/2019, ΑΠ 156/2018, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/ 2017). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δικ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ των άλλων, και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού), όπως είναι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του λόγου αυτού αναιρέσεως, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο πιο πάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν υπάρχει, επομένως, ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 550/2018, 1361/2013, 1266/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δύο λόγους της αναίρεσης, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον , παραθέτοντας τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης που ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη, προσάπτει στην απόφαση αυτή την αιτίαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, και ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει, άλλως ότι ανεπαρκώς και αντιφατικώς διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει : α) αφενός ότι οι αιτούντες και ήδη αναιρεσίβλητοι περιήλθαν πράγματι σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών των οφειλών τους, ώστε να δύνανται να υπαχθούν στις διατάξεις του ως άνω νόμου και β) αφετέρου ότι αυτοί περιήλθαν στην ως άνω κατάσταση (αδυναμίας πληρωμών) άνευ δόλου, δεδομένου ότι χωρίς αιτιολογία, απέρριψε ως αβάσιμη την σχετική ένσταση ενδεχόμενου δόλου, που αυτό (καθ'ου η αίτηση και ήδη αναιρεσείον) με σχετικό λόγο εφέσεως του, είχε προτείνει.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 99/2020 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 3 εδαφ. β' του ν. 3869/2010, 739 επ. ΚΠολΔ) δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Οι εκκαλούντες της α' έφεσης-αιτούντες είναι σύζυγοι και γονείς δύο ανήλικων τέκνων, ηλικίας σήμερα 11 και 6 ετών. Ο 1ος εκκαλών- αιτών της α' έφεσης, ηλικίας σήμερα 40 ετών, υπηρετεί ως υπαξιωματικός στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν, μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2019, στο ποσό των 1.055, 77 ευρώ..., ενώ από το Δεκέμβριο του έτους 2019 και εντεύθεν ανέρχονται στο ποσό των 1.110,35 ευρώ, καθόσον εξοφλήθηκε το δάνειό του προς το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας, ποσού 3.000 ευρώ, για την εξυπηρέτηση του οποίου παρακρατούνταν από το μισθό του, μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2019, το ποσό των 54,58 ευρώ μηνιαίως. Η 2η εκκαλούσα της α' έφεσης - αιτούσα εργάζεται ως ιδιωτική σε καφεζαχαροπλαστείο με καθαρό μηνιαίο μισθό 210 ευρώ. Στο ανωτέρω εισόδημά τους προστίθεται και το επίδομα τέκνων, ποσού 639,96 ευρώ ετησίως και άρα μηνιαίως ποσού 53,33 ευρώ. Με βάση τα προαναφερθέντα, το συνολικό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται στο ποσό των 1.373,68 ευρώ (1.110,35+210+53,33). Διαμένουν σε οικία που ανήκει στη συγκυριότητά τους και συνεπώς δεν βαρύνονται με δαπάνες στέγασης. Οι λοιπές δαπάνες διαβίωσής τους, οι οποίες περιλαμβάνουν όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών τους αναγκών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, χρήσης των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους προς τη φορολογική διοίκηση, ανέρχονται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένου υπόψη και του ότι αυτοί, όπως και κάθε οφειλέτης που αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσουν στο ελάχιστο τις δαπάνες τους, δηλαδή μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τριών ετών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ανωτέρω ποσό ανταποκρίνεται στην Απαίτηση διατήρησης του ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και στις συνθήκες διαβίωσης των εκκαλούντων-αιτούντων και της οικογένειάς τους, όπως το όρο προσδιορίζεται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η οποία σημειωτόν, λειτουργεί μόνο ως κατευθυντήρια γραμμή για το Δικαστήριο ... Περαιτέρω, η χρηματική οφειλή των εκκαλούντων της α' έφεσης- αιτούντων, την οποία είχαν αναλάβει σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, με την ιδιότητα του κυρίως οφειλέτη (ο 1ος) και της εκ τρίτου συμβαλλομένης (η 2η) και η οποία δεν περιλαμβάνεται στις εξαιρούμενες περιπτώσεις της ρύθμισης (άρθρου 2 του ν. 3869/2010), συμπεριλαμβανομένων των τόκων και εξόδων, μέχρι το χρονικό σημείο χορήγησης της σχετικής βεβαίωσης οφειλής του εφεσίβλητου-μετέχοντος στη δίκη πιστωτή και εκκαλούντος της β' έφεσης, ανέρχεται στο ποσό των 92.896,60 ευρώ, Απαίτηση που είναι ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες της α'έφεσης-αιτούντες, οι οποίοι δε διαθέτουν την εμπορική ιδιότητα και, συνεπώς, στερούνται πτωχευτικής ικανότητας, λόγω του μεγάλου ποσού του δανείου και του συνακόλουθου υψηλού ποσού μηνιαίας δόσης που απαιτείται για την εξυπηρέτησή του, έχουν περιέλθει, πλέον, σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων δόσεων αυτού, καθόσον η σχέση της ρευστότητας των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των βιοτικών τους αναγκών είναι αρνητική, με την έννοια ότι η υπολειπόμενη ρευστότητά τους, μετά την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού περί του αντιθέτου 2ου λόγου της β' έφεσης του εκκαλούντος. Εξάλλου, η ανωτέρω μόνιμη και διαρκής αδυναμία των εκκαλούντων της α'έφεσης - αιτούντων, παρά τα αντιθέτω υποστηριζόμενα από το εκκαλούν της β'έφεσης, δεν οφείλεται σε δόλο τους. Ειδικότερα, κατά το έτος 2010, όταν και ανέλαβαν το δάνειο, τα μηνιαία εισοδήματά τους ήταν αρκετά υψηλά, καθόσον εργάζονταν και οι δύο και, ως εκ τούτου, είχαν την εύλογη πεποίθηση ότι θα ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Η καλή οικονομική τους κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι και το έτος 2012, καθόσον τα μηνιαία εισοδήματα του 1ου από αυτούς ανέρχονταν στο ποσό των 15.302,58 ευρώ, της δε 2ης, στο ποσό των 6.482,67 ευρώ... Από το έτος 2013 και έπειτα, όμως οι αποδοχές τους άρχισαν να μειώνονται, και συγκεκριμένα ανήλθαν για μεν τον 1ο στο ποσό των 15.104,15 ευρώ, για δε τη 2η στο ποσό των 226,71 ευρώ. Ακολούθως, κατά το έτος 2014, οι αποδοχές του 1ου εκκαλούντος της α'έφεσης-αιτούντος ανήλθαν στο ποσό των 13.151,62 ευρώ, της δε 2ης στο ποσό των 5.816,46 ευρώ..ενώ για το ίδιο ως άνω έτος, η γέννηση του 2ου παιδιού τους, επιβάρυνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Περαιτέρω, κατά το έτος 2015 οι αποδοχές τους ανήλθαν στο ποσό των 14.657,58 ευρώ και των 4.856,77 ευρώ, αντίστοιχα, ... κατά το έτος 2016, στο ποσό των 14.657,58 ευρώ και 4.856,77 ευρώ, αντίστοιχα,....και, κατά το έτος 2017 στο ποσό των 14.577,74 ευρώ και των 3.844,70 ευρώ, αντίστοιχα. Με βάση τα προαναφερθέντα, η περιέλευση των εκκαλούντων της α' έφεσης-αιτούντων σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δεν οφείλεται σε δόλο τους, αλλά στη γενικευμένη οικονομική κρίση, που έπληξε και αυτούς, η οποία, ειδικότερα, επέφερε μείωση στα εισοδήματά τους, χωρίς μείωση του κόστους ζωής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, ο σχετικός περί του αντιθέτου 3ος λόγος έφεσης του εκκαλούντος της β'έφεσης πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του..... Περαιτέρω, στην περιουσία των αιτούντων περιλαμβάνονται τραπεζικές καταθέσεις, ύψους 5.600 ευρώ, ποσό που, απλώς, μπορεί να διατεθεί για την κάλυψη τυχόν έκτακτων οικογενειακών αναγκών”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την από 29-10-2019 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης 57/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή κατ' ουσίαν η ένδικη από 8-10-2015 αίτησή τους και μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως και την εκδίκαση αυτής κατ' ουσίαν, δέχθηκε την αίτηση εν μέρει ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και ρύθμισε τα χρέη των αναιρεσιβλήτων, όπως ακριβώς αναγράφεται στο διατακτικό της. Από τις προεκτεθείσες παραδοχές προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα ως άνω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο πρώτος αιτών-εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, υπηρετεί ως υπαξιωματικός στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν μέχρι και τον Νοέμβριο του 2019 στο ποσό των 1.055,77 ευρώ, ενώ από το Δεκέμβριο του 2019 και εντεύθεν ανέρχονται στο ποσό των 1.110,35 ευρώ. Ότι η δεύτερη αιτούσα-εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος σε καφεζαχαροπλαστείο με καθαρό μηνιαίο μισθό 210 ευρώ. Ότι το συνολικό μηνιαίο εισόδημά τους, προστιθεμένου και του μηνιαίου επιδόματος τέκνων, ποσού 53,33 ευρώ, ανέρχεται σε 1.373,68 ευρώ. Ότι οι μηνιαίες βιοτικές ανάγκες διαβίωσής τους, ανέρχονται στο ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Ότι, λόγω της οικονομικής κρίσεως και των, συνεπεία αυτής, περικοπών των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων από το έτος 2013 και εντεύθεν, έχουν υποστεί σημαντική μείωση των εισοδημάτων τους, αφού οι συνολικές ετήσιες αποδοχές τους μέχρι το έτος 2012 ανήρχοντο στο ποσό των 15.308,58 ευρώ για τον πρώτο αιτούντα και στο ποσό των 6.482,67 ευρώ για την δεύτερη αιτούσα, μειωνόταν δε συνεχώς, όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω η διαχρονική μείωση των εισοδημάτων τους. Ότι αφενός λόγω των προαναφερθεισών περικοπών του μισθού τους, αφετέρου δε του ύψους των βιοτικών αναγκών τους, αλλά και της δεδομένης γενικότερης δυσμενούς οικονομικής κρίσης που έπληξε και αυτούς, η οποία επέφερε μείωση στα εισοδήματά τους, χωρίς μείωση του κόστους ζωής, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί σταδιακά η οικονομική δυνατότητά τους να εξυπηρετούν τα δάνειά τους, μεταξύ των οποίων και εκείνο προς το Τ.Π.Δ, περιήλθαν τελικά, άνευ δόλου, σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρετήσεως του ήδη ληξιπροθέσμου χρέους τους προς το ως άνω νπδδ, καθ' ου η αίτηση -πιστωτή τους και ήδη αναιρεσείον, ανερχομένου στο ποσό των 92.896,60 ευρώ. Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3869/2010, καθ' όσον διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς λογικά κενά αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας της διατάξεως που εφαρμόστηκε και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η ανωτέρω κρίση του. Τούτο δε: Α) καθ'όσον ειδικότερον αφορά τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι στη συνδρομή της μόνιμης και γενικής αδυναμίας των αιτούντων πληρωμής των χρεών τους, εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση, τα επικαλούμενα από το αναιρεσείον, ασκούντα ουσιώδη επιρροή στο ζήτημα της περιελεύσεως σε αδυναμία πληρωμών, πραγματικά περιστατικά, και δη: α) προσδιορίζεται επακριβώς το μηνιαίο αλλά και το ετήσιο εισόδημα, ενός εκάστου εξ αυτών κατά το έτος 2010, οπότε και ανέλαβαν το δάνειο από το αναιρεσείον (φύλλο 6ο αποφάσεως), β) εκτίθεται με σαφήνεια, η εξέλιξη και η μείωση των εισοδημάτων τους από το χρόνο δανεισμού έως τον χρόνο συζήτησης της αίτησής τους (δεύτερες σελίδες του 5ου και 6ου φύλλων της αποφάσεως), γ) εκτίθεται το ποσό δανεισμού τους από το αναιρεσείον, ανερχόμενο σε 92.896,60 ευρώ, από το οποίο σε συνδυασμό με το συνακόλουθο υψηλό ποσό μηνιαίας δόσης που απαιτείται για την εξυπηρέτησή του προκύπτει η αρνητική σχέση ρευστότητας των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των βιοτικών αναγκών τους (6ο φύλλο). Εξάλλου, δεν απαιτείται η αναφορά στην απόφαση του ύψους των μηνιαίων δόσεων προς τους πιστωτές για να κρίνει το δικαστήριο της ουσίας αν συντρέχει η μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών (ΑΠ 640/2020), ενώ τέλος, δεν προκύπτει ελλιπής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι δεν εκτίθεται στις παραδοχές της το εάν ερευνήθηκε ή όχι αίτηση των αναιρεσιβλήτων προς αυτό (αναιρεσείον-πιστωτή) για συμβατική ρύθμιση των οφειλών τους και αντίστοιχα άρνηση αυτού (αναιρεσείοντος) να προβεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση, αφού η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3867/2010, για εξωδικαστική ρύθμιση του χρέους, δεν αναιρεί οποιαδήποτε άλλη διαδικασία δικαστική, όπως η προκείμενη του ν. 3869/2010 (ΑΠ 883/2020), πέραν του ότι η εν λόγω αιτίαση είναι, προεχόντως, απαράδεκτη, εξαιτίας της αοριστίας της, διότι το αναιρεσείον δεν επικαλείται ποία επίδραση θα είχε η σχετική αυτή αιτιολογία στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, η παραδοχή της τήρησης τραπεζικών καταθέσεων ύψους 5.600 ευρώ εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, αφού επακριβώς αιτιολογείται ότι το ως άνω ποσόν "απλώς, μπορεί να διατεθεί για την κάλυψη τυχόν έκτακτων οικογενειακών αναγκών”. Β) Καθ’όσον αφορά τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι την δόλια περιέλευση των αιτούντων σε αδυναμία πληρωμών, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση, άλλως εκτίθενται ελλιπώς, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία θα προέκυπτε η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου τους, ήτοι ότι προέβλεπαν ως πιθανή την περιέλευσή τους σε αδυναμία πληρωμών ενόψει του ύψους του δανείου από το Τ.Π.Δ., των εισοδημάτων και της περιουσίας τους κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων (προς το Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας και Τ.Π.Δ.), της αγοράς αυτοκινήτου το έτος 2013 εκ μέρους της δεύτερης αναιρεσίβλητης και της ήδη αρξαμένης οικονομικής κρίσης της χώρας και των περικοπών που άρχιζαν για τους μόνιμους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα και των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά και του ιδιωτικού τομέα, πέραν της, κατά τα προεκτεθέντα αβασιμότητας της υπ' αριθμ. 3 αιτιάσεως, ανάγονται σε επιχειρήματα αυτού (Τ.Π.Δ) προς επιστήριξη αφενός του ισχυρισμού του ως προς την ανυπαρξία συνδρομής της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων των χρηματικών τους οφειλών και αφετέρου της προβληθείσας από αυτό εκδοχής περί της δόλιας περιελεύσεως αυτών σε αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών τους, που όμως δεν έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που το αναιρεσείον θεωρεί ορθό. Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω αναφερόμενες αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι με αυτές, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δικ., πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με τα πιο πάνω ουσιώδη ζητήματα για την έκβαση της δίκης. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δικ. προβλεπόμενη πλημμέλεια, που αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση με τους δύο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν κατά τις προαναφερόμενες διακρίσεις.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδάφ.β' του ν.3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ.6 εδάφ.β' του πιο πάνω ν.3869/2010, κατά το οποίο “...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1400/2019, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 426/2019).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-9-2020 και με αριθμό κατάθεσης …/7-9-2020 αίτηση του νπδδ με την επωνυμία "Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων" για αναίρεση της 99/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ