Αριθμός 975/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Σ. του Ε., 2) Μ. Σ. του Ε., κατοίκων ….., ως νόμιμων εκ διαθήκης κληρονόμων και καθολικών διαδόχων της αποβιωσάσης αρχικώς ενάγουσας Μ. (Ε.) χας Κ. Σ. και 3) Β. Σ. του Ι., χας Κ. Τ., κατοίκου ……, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Λύρο. Του αναιρεσιβλήτου: ..., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον ..., που κατοικοεδρεύει στην ….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Βασιλική Παπαγιαννοπούλου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2009 αγωγή της ήδη 3ης των αναιρεσειόντων και της ήδη αποβιωσάσης Ε. χας Κ. Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 120/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 110/2016 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας Απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-11-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15-11-2018 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/16-11-2018) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 110/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι επομένως παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 110/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 01-10-2009 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου οι ενάγουσες : α) Ε. Κ. Σ. [στη θέση της οποίας υπεισήλθαν λόγω θανάτου της, πριν από τη συζήτηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι της, ο πρώτος και η δεύτερη των αναιρεσειόντων] και β) Β. Σ. του Ι. (τρίτη αναιρεσείουσα) ιστορούσαν ότι δυνάμει της υπ' αριθ. 1075698/5164/0010/25-7-1997 Κοινής Υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (ΦΕΚ Δ’ 704/8-8-1997) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την κατασκευή του έργου "Αυτοκινητόδρομος Δυτικής Ελλάδας (Ιόνια Οδός)" στα υποτμήματα από Χ.θ. 0+500 έως Χ.Θ. 5+740, έκτασης συνολικού εμβαδού 414.648,23 τ.μ., που βρίσκεται στη περιοχή Κεφαλόβρυσου Αιτωλικού. Ότι στην απαλλοτριούμενη έκταση, για την οποία καθορίστηκε οριστική τιμή μονάδας αποζημιώσεως με την υπ' αριθ. 441/2000 απόφαση του Εφετείου Πατρών, συμπεριλήφθησαν και τα αναφερόμενα ακίνητά τους, για τα οποία τους καταβλήθηκε η αναλογούσα σε αυτά αποζημίωση. Ότι, αν και είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα, δεν επιδικάστηκε σε αυτές, με την προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Πατρών, αποζημίωση για τα εναπομείναντα τμήματα των απαλλοτριωμένων ιδιοκτησιών τους, τα οποία είτε αχρηστεύθηκαν εντελώς, είτε υπέστησαν σοβαρή μείωση της αξίας τους, καθόσον για τα υπόλοιπα αυτά τμήματα θεωρήθηκε ότι δεν δικαιούνται αποζημιώσεως ως ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες. Επικαλούμενες δε ότι υφίστανται ζημία και όχι ωφέλεια, ως παρόδιοι ιδιοκτήτες από την κατασκευή του ως άνω έργου (υπερυψωμένου αυτοκινητόδρομου), ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλει, ως αποζημίωση για την αξία των απαλλοτριουμένων τμημάτων των ακινήτων τους, για τα οποία μη νομίμως θεωρήθηκε ότι δεν δικαιούνται αποζημίωση (αυταποζημίωση και επιβάρυνση με την αποζημίωση των παρόδιων ιδιοκτητών), το ποσό των 33.438,97 ευρώ στην πρώτη και το ποσό των 10.368,2 ευρώ στη δεύτερη εξ αυτών, για την ανωτέρω αιτία, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, γιατί το εναγόμενο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο σε βάρος τους, ωφελούμενο κατά τα ανωτέρω ποσά, τα οποία δεν τους έχει καταβάλει ως οφειλόμενη αποζημίωση, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους μέχρι την εξόφληση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, μετά από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στις 14-11-2013, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 120/2014 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή κατά την κυρία βάση της, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη λόγω παραγραφής της ένδικης αξιώσεως των εναγουσών και κατά την επικουρική βάση της, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγουσες άσκησαν έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. 110/2016 απόφασή του, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση, δεχόμενο ειδικότερα το Εφετείο, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η αγωγική αξίωση των εναγουσών υπέπεσε τη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 797/1971.
Οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 3 και 4 του ν. 653/1977 "περί υποχρεώσεως των παρόδιων ιδιοκτητών για την διάνοιξη εθνικών οδών κ.λπ.”, που εισάγουν αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας για τα ακίνητα, τα οποία αποκτούν πρόσοψη επί των διανοιγόμενων εθνικών οδών, η ισχύς των οποίων επεκτάθηκε με το άρθρο 62 παρ. 9 και 10 ν. 947/1979 και στις νέες χαράξεις και διαπλατύνσεις των εθνικών οδών και στους επαρχιακούς και δημοτικούς δρόμους, αντίκεινται στο άρθρο 1 εδάφιο α` του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία, μετά την επικύρωσή της εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει από κάθε άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, άρα και της προαναφερόμενης διάταξης του ν. 653/1977, κατ` άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό δεν καταργείται, αλλά εξακολουθεί να ισχύει ως μαχητό και συνεπώς, αν οι παρόδιοι ιδιοκτήτες θεωρούν ότι δεν ωφελούνται από την απαλλοτρίωση, μπορούν να το καταρρίψουν, αποδεικνύοντας ότι δεν ωφελούνται και να διεκδικήσουν την αντίστοιχη αποζημίωση, ήτοι ρύθμιση που προβλέπεται ρητά πλέον και από το άρθρο 33 ν. 2971/2001 (Ολ. ΑΠ 7/2013, ΑΠ 465/2020). Ειδικότερα, με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 2971/2001 "περί αιγιαλού και παραλίας και άλλων διατάξεων" ορίζεται, ότι το κατά τις διατάξεις του Ν. 653/1977 τεκμήριο της ωφέλειας των ιδιοκτητών είναι μαχητό και κρίνεται μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης από το αρμόδιο, για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, Εφετείο, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου αυτού. Περαιτέρω, στις παραγράφους 2 έως 5 του ιδίου άρθρου ορίζεται η ειδική διαδικασία για τη διαπίστωση της ωφέλειας, η οποία δεν αναστέλλει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, ούτε επηρεάζει τη συντέλεσή της και εξασφαλίζει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα των εικαζόμενων ιδιοκτητών, με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης και μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης (βλ. εισηγητική έκθεση του Ν. 2971/2001). Τέλος, στο άρθρο 37 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 33 αρχίζει μετά την πάροδο μηνός από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι την 19-1-2002 και εφαρμόζεται και για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, που δεν έχουν μέχρις της ισχύος του συντελεσθεί, ενώ στις περιπτώσεις που κατά την έναρξη της ισχύος του ιδίου αυτού άρθρου έχει παρέλθει η ανατρεπτική προθεσμία της παραγράφου 3 αυτού, η τελευταία αυτή προθεσμία παρατείνεται για δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του, ήτοι μέχρι 19-3-2002. Από το γράμμα των ως άνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (2971/2001), καθώς και στις απαλλοτριώσεις που είναι ήδη εκκρεμείς και δεν έχουν ακόμη συντελεσθεί, κατά την έναρξη της ισχύος του. Αντιθέτως, οι ως άνω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στις απαλλοτριώσεις, οι οποίες έχουν ήδη συντελεσθεί, κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2971/2001 (Ολ. ΑΠ 7/2013, ΑΠ 465/2020, ΑΠ 396/2020). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 ν. 653/1997, 33 παρ. 1, 37 ν. 2971/2001 και 10 παρ. 1 ν. 2882/2001 η αξίωση του παρόδιου ιδιοκτήτη αφενός για την αναγνώριση της μη συνδρομής του, από την πρώτη απ' αυτές (διατάξεις) προβλεπομένου, τεκμηρίου ωφελείας και αφετέρου για την καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης, στηρίζεται σε αυτοτελή νομική βάση, δηλαδή στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (περί πλήρους αποζημίωσης) και δικάζεται από το καθ' ύλην αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία και υπόκειται στην παραγραφή, που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 ν. 2882/2001, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 126 παρ. 4 ν. 4070/2012 (ΦΕΚ Α` 82/10-04-2012), το οποίο ισχύει και στις συντελεσμένες κατά την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου, απαλλοτριώσεις (ΑΠ 396/2020, ΑΠ 982/2018, ΑΠ 816/2018, ΑΠ 198/2017). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ΚΑΑΑ - ν. 2882/2001 [που εφαρμόζεται και επί των απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 κατ' άρθρο 29 παρ. 3 του ίδιου νόμου (ΑΠ 4/2021, ΑΠ 982/2018)], όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 126 του ν. 4070/ 2012, (ΦΕΚ Α` 82/10-04-2012) και, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 146 του ίδιου νόμου, ισχύει και στις συντελεσμένες κατά την έναρξη ισχύος του αυτού νόμου (10-4-2012), απαλλοτριώσεις : "1. Η αξίωση για την είσπραξη της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά παραγράφεται μετά την παρέλευση οκταετίας από την αποδεδειγμένη κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση δεκαετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7. Εάν η οριστική αποζημίωση καθορισθεί μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη του ακινήτου, η αξίωση για την είσπραξη της τυχόν διαφοράς μεταξύ οριστικής και προσωρινής αποζημίωσης παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη δημοσίευση της Απόφασης που καθορίζει την οριστική τιμή. 2. Η παραγραφή διακόπτεται... 3. Το δικαίωμα για δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης δεν υπόκειται στην παραγραφή του παρόντος άρθρου”. Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις (βλ. και άρθρο 10 ν.δ. 797/1971 που ίσχυε πριν) συνάγεται ότι, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, η αξίωση του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη για απόληψη της προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης, που προσδιορίστηκε δικαστικά, υπόκειται πλέον σε οκταετή παραγραφή που αρχίζει από την αποδεδειγμένη κατάληψη του ακινήτου και, σε κάθε περίπτωση, σε δεκαετή παραγραφή με αφετηρία τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Η αξίωση, όμως, του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη για το δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, δεν υπόκειται στην παραγραφή του παρόντος άρθρου, αλλά στη γενική παραγραφή, η οποία, μετά την εισαγωγή του Α.Κ., είναι εικοσαετής κατά το άρθρο 249 αυτού, αν ληφθεί υπόψη και η διάταξη του άρθρου 18 ΕισΝΑΚ (ΑΠ 92/2020, ΑΠ 124/2020, ΑΠ 595/2018). Σημειώνεται ότι η παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 126 παρ. 4 του ν. 4070/2012, ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, και για τις ήδη συντελεσμένες κατά την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου (10-4-2012), απαλλοτριώσεις, με στόχο να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον με την εκκαθάριση των οικονομικών εκκρεμοτήτων μέσα σε εύλογο χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαιούχος της αποζημίωσης είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει έγκαιρα για την είσπραξή της, δεν εφαρμόζεται όμως επί υποθέσεων που κατά την έναρξη ισχύος (10-4-2012) του τελευταίου νόμου 4070/2012, είχαν ήδη εισαχθεί και συζητηθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 4/2021). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2882/2001, η οποία ταυτίζεται με τη διάταξη του άρθρου 7 του προϊσχύσαντος Ν.Δ. 797/1971, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης, που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο, ή με τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γνωστοποίησης, ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το επόμενο άρθρο 8 (ΑΠ 92/2020).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με την μορφή διατακτικού (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013, Ολ. ΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 965/2020, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 948/2019, ΑΠ 130/2016). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει, επίσης, να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013, Ολ. ΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (Ολ. ΑΠ 28/1998, ΑΠ 649/2020, ΑΠ 948/2018, ΑΠ 319/2017). Δεν αρκεί, για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, διότι μόνο με βάση τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 96/2020). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 578 Κ.Πολ.Δ., εάν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό αυτής ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός εάν υπάρχει έννομο συμφέρον προς αποτροπή δεδικασμένου, οπότε αναιρείται η απόφαση κατά την εσφαλμένη μόνον αιτιολογία της. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθό, απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 10/2007), εκτός εάν υφίσταται έννομο προς τούτο συμφέρον του αναιρεσείοντος, οπότε η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς τις αιτιολογίες της (ΑΠ 18/2020, ΑΠ 1389/2019, ΑΠ 540/2017, ΑΠ 2077/2014). Εσφαλμένο αιτιολογικό κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Ως αιτιολογικό δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που συγκροτούν τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ. ΑΠ 30/1998, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 18/2020). Επομένως η ευδοκίμηση του λόγου αναίρεσης, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 18/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., στην πραγματικότητα όμως και κατ' εκτίμηση των όσων εκτίθενται για τη θεμελίωσή του, μόνο από τον αριθμό 1, αιτιώμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 797/1971, δεχόμενο δεκαετή παραγραφή της αξίωσης των αναιρεσειόντων από τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, πλην όμως η συντέλεση της απαλλοτριώσεως δεν έγινε πριν το έτος 1999, αφού η κατάληψη των ιδιοκτησιών τους και επομένως η συντέλεση της απαλλοτριώσεως συνέβη το νωρίτερο το έτος 2000 και συνεπώς η αγωγή τους δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ο πρώτος αυτός αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, δεν διαλαμβάνονται, όπως απαιτείται, κατά τα αναφερθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, έστω και συνοπτικά, οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία το Εφετείο δέχθηκε ως αποδεδειγμένα και στα οποία θεμελίωσε την κρίση του ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως παραγραφής, που προβλήθηκε από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη από τους αναιρεσείοντες παράβαση του άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου και με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, σε δυσμενές γι' αυτούς συμπέρασμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 110/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, όσον αφορά την ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξιώσεως των αναιρεσειόντων, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), τα ακόλουθα : "Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και με τις έγγραφες προτάσεις του, ισχυρίστηκε κατ' ένσταση, μεταξύ άλλων, ότι η αξίωση των εναγουσών να επιδιώξουν δικαστική προστασία με την υπό κρίση αγωγή, σε κάθε περίπτωση, έχει υποπέσει σε παραγραφή, δοθέντος ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 22-2-2010, ήτοι δέκα και πλέον έτη από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, που έλαβε χώρα με την παρακατάθεση της αποζημίωσης στις 31-12-1998. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση παραγραφής, που είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 247 και 251 ΑΚ και εφόσον δεν είχε υποβληθεί από τις ενάγουσες αντένσταση περί διακοπής της εν λόγω παραγραφής, έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, τόσο από τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όσο και από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι από την 31η-12-1998 -οπότε συντελέστηκε η ένδικη απαλλοτρίωση με την ειδοποίηση παρακατάθεσης της αποζημίωσης, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο ΦΕΚ Δ’ 1106/31-12-1998- μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-10-2009 και επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 22-2-2010 (βλ. τη προσκομιζόμενη υπ' αριθ. .../22-2-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Π.), έχει περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 1 Ν. 797/1971, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, καθόσον η ένδικη απαλλοτρίωση είχε ήδη συντελεστεί [...]. Ειδικότερα, αν ουδείς των εικαζομένων δικαιούχων ούτε και το Ελληνικό Δημόσιο είχαν προσφύγει στο καθ' ύλη αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου για προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ακινήτων αναγκαστικά απαλλοτριωθέντων, δυνάμει της υπ' αρ. 1075658/5164/25-7-1997 κ.υ.α. τότε, το δικαίωμα για προσδιορισμό της αποζημίωσης θα υπόκεινταν στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες, ήτοι θα δικαιούνταν να προσφύγουν οι εκκαλούσες το αργότερο 20 έτη από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της ως άνω αποφάσεως. Αντίθετα, εντελώς διαφορετική είναι η παραγραφή του άρθρου 10 παρ. 1 ν.δ/τος 797/1971, η οποία εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση, που η ένδικη απαλλοτρίωση έχει συντελεστεί. Ήδη δια της υπ' αριθ. 147/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου καθορίστηκε προσωρινά η τιμή μονάδας αποζημίωσης των αναγκαστικά απαλλοτριωθέντων ακινήτων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και εκείνα των εκκαλουσών. Ακολούθησε δε και οριστικός δικαστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης δια της υπ' αρ. 441/2000 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Συνεπώς, το δικαίωμά τους για είσπραξη της ήδη προσωρινά και οριστικά καθορισθείσας αποζημίωσης (και μετά την ανατροπή του τεκμηρίου ωφέλειας), παραγράφεται εντός 10 ετών από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Κρίνοντας έτσι το δίκασαν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 ΝΔ 797/1971, καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται περί αξιώσεως καταβολής αποζημιώσεως από απαλλοτρίωση, κατόπιν ανατροπής του τεκμηρίου ωφελείας, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω υπόκειται στην προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη δεκαετή παραγραφή, η οποία ως ειδική κατισχύει της γενικής του άρθρου 249 ΑΚ “. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση, δεχόμενο ειδικότερα, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η αγωγική αξίωση των αναιρεσειόντων υπέπεσε τη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 797/1971. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, αν και εφάρμοσε τη μη εφαρμοστέα στην ένδικη περίπτωση διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 797/1971, σε ορθό, κατ' αποτέλεσμα, διατακτικό κατέληξε, όσον αφορά την παραγραφή της αγωγικής αξιώσεως των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, η ένδικη αγωγική αξίωση των αναιρεσειόντων [στηριζόμενη στην αυτοτελή νομική βάση των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (περί πλήρους αποζημίωσης) και εκδικαζόμενη από το καθ' ύλην αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία], υπόκειται στην παραγραφή, που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 ν. 2882/2001, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 126 παρ. 4 ν. 4070/2012, το οποίο ισχύει και για τις ήδη συντελεσμένες, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (4070/2012), απαλλοτριώσεις και εφαρμόζεται σε υποθέσεις που συζητήθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου (10-4-2012), και τούτο διότι στην ένδικη περίπτωση η συντέλεση της επίμαχης απαλλοτρίωσης [που κηρύχθηκε με την υπ' αριθ. 1075698/5164/0010/25-7-1997 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (ΦΕΚ Δ’704/8-8-1997)], έλαβε χώρα κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, στις 31-12-1998, δηλαδή αυτή είχε ήδη συντελεστεί κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4070/2012, πλην όμως καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση του τελευταίου αυτού νόμου, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ισχύει και στις συντελεσμένες κατά την έναρξη ισχύος του, απαλλοτριώσεις και επιπλέον η ένδικη αγωγή συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 14-11-2013, ήτοι μετά την ως άνω έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου ν. 4070/2012, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα όλα προεκτεθέντα, η παραγραφή της επίδικης αγωγικής αξιώσεως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής όχι του άρθρου 10 του Ν. 797/1971, όπως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη Απόφαση, αλλά του άρθρου 10 παρ. 1 ν. 2882/2001, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 126 παρ. 4 ν. 4070/2012. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εφαρμοζόμενη στην ένδικη υπόθεση, διάταξη του άρθρου 10 του ΚΑΑΑ - ν. 2882/2001, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 126 του ν. 4070/2012, η αξίωση για την είσπραξη της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά παραγράφεται "σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση δεκαετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7”, και στην ένδικη περίπτωση η επίμαχη απαλλοτρίωση, συντελέστηκε κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στις 31-12-1998 με τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στο ΦΕΚ Δ’ 1106/31-12-1998, της γνωστοποίησης, ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, [ήτοι, όπως ο τρόπος αυτός συντέλεσης ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2882/2001, που είναι ταυτόσημη με αυτή του 7 του Ν.Δ. 797/1971], ενώ η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-10-2009 και επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 22-2-2010, παρήλθε συνεπώς δεκαετία από την κατά τα άνω συντέλεση της απαλλοτριώσεως (31-12-1998) μέχρι την, κατά τα άνω, άσκηση της αγωγής και συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η ένδικη αγωγική αξίωση των αναιρεσειόντων έχει υποπέσει στην προαναφερόμενη δεκαετή παραγραφή. Εξάλλου, και υπό την εκδοχή που αναφέρουν οι αναιρεσείοντες ότι η κατάληψη των απαλλοτριωθέντων ακινήτων τους έλαβε χώρα κατά το έτος 2000, και πάλι μέχρι την, κατά τα άνω, άσκηση της ένδικης αγωγής τους έχει παρέλθει οκταετία, όπως ορίζεται στην ανωτέρω εφαρμοζόμενη διάταξη, από τον άνω αναφερόμενο χρόνο καταλήψεως, και ως εκ τούτου και υπό την εκδοχή αυτή η ένδικη αγωγική τους αξίωση έχει υποπέσει σε παραγραφή. Επομένως, το Εφετείο, δεχόμενο την παραγραφή της ένδικης αγωγικής αξιώσεως των αναιρεσειόντων, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, σε ορθό κατ' αποτέλεσμα κατέληξε διατακτικό και εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, προϋπόθεση αναγκαία για να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της, πρέπει κατ' άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση, όπως ορθά εκτιμάται, ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 249 του Α.Κ., σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν. 2882/2001 που είναι ταυτόσημη με αυτή του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν.797/1971, με τις οποίες προβλέπεται εικοσαετής παραγραφή για το δικαστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, ενώ κατά τους ισχυρισμούς τους ήταν εφαρμοστέες. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, καθόσον στην ανωτέρω γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ., υπόκειται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του v. 2882/2001 (και την αντίστοιχη του προϊσχύσαντος π.δ. 797/1971), η αξίωση του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη για το δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, ενώ με την ένδικη αγωγή δεν ασκείται τέτοια αξίωση περί δικαστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η ως άνω εικοσαετής παραγραφή, όπως αβάσιμα διατείνονται οι αναιρεσείοντες, αλλά ασκείται αξίωση για καταβολή της οριστικής αποζημίωσης για τα εναπομείναντα τμήματα των απαλλοτριωθέντων ακινήτων τους, μετά την άρση του τεκμηρίου ωφέλειας, η οποία (αποζημίωση) έχει ήδη προσδιοριστεί δικαστικά, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή, με την υπ' αριθμ. 441/2000 απόφαση του Εφετείου Πατρών και η οποία, αγωγική αξίωση, που αφορά την απόληψη και όχι τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, υπόκειται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην ανωτέρω προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 2882/2001, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 126 του ν. 4070/2012, παραγραφή, που δεν είναι εικοσαετής. Επομένως, το Εφετείο με την προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε ευθέως την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 249 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καθόσον δεν ήταν στην ένδικη υπόθεση εφαρμοστέες και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον κρινόμενο δεύτερο αναιρετικό λόγο είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 110/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δέχθηκε τα ακόλουθα : "Επίσης, απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή τους, ως προς την επικουρική της βάση περί καταβολής της αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πέραν της νομιμότητας ή μη και ως αόριστος, καθόσον δεν αναφέρουν πώς ανατράπηκε το τεκμήριο του αρ.1 ν. 673/1977, ήτοι δεν παραθέτουν τις ακριβείς δικαστικές αποφάσεις Εφετείου και Αρείου Πάγου, δυνάμει των οποίων το τεκμήριο ανατράπηκε για τα συγκεκριμένα ακίνητα ιδιοκτησίας τους, που απαλλοτριώθηκαν με την προαναφερόμενη κ.υ.α.”. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1, 8, 17 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., στην πραγματικότητα όμως, μόνο από τον αριθμό 1, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως κατά πιστή αντιγραφή αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι : “...στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάση την οποία επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη - εναγομένου, πλην, όμως εν προκειμένω οι ενάγουσες εκθέτουν στο δικόγραφό τους υπαρκτή και νόμιμη αιτία, δηλαδή την συντελεσθείσα απαλλοτρίωση και την εξ αυτής οφειλόμενη αποζημίωση...”, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, καθόσον δεν προσβάλλει και δεν πλήττει τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου, όσον αφορά την επικουρική αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι οποίες είναι οι ανωτέρω εκτιθέμενες, αλλά πλήττει παραδοχές που δεν περιέχονται στην αναιρεσιβαλλόμενη αυτή απόφαση και ειδικότερα πλήττει τις διαφορετικές παραδοχές, όσον αφορά την επικουρική αυτή αγωγική βάση, της υπ' αριθμ. 120/2014 πρωτόδικης αποφάσεως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) επισκόπηση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, τις οποίες και παραθέτει στο αναιρετήριο, και συνεπώς οι αιτιάσεις του αναιρετικού αυτού λόγου αφορούν, όχι την πληττόμενη απόφαση του Εφετείου, αλλά την πρωτόδικη απόφαση, κατά της οποίας όμως δεν στρέφεται και δεν απευθύνεται η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και ως εκ τούτου όλες οι αιτιάσεις του ερευνώμενου αυτού τρίτου αναιρετικού λόγου, είναι απαράδεκτες.
Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναιρέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ), τα οποία θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1, 3 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν. ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Απορρίπτει την από 15-11-2018 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/16-11-2018) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 110/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
- Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ