Απόφαση

Αριθμός 977/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “...” (....), που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ανδριανή Κατσαρού, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Χ. του Κ., κατοίκου …. και 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “...” (πρώην “...”) και ήδη “...”, που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων o 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φαίδωνα Κουλούρη και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χονδρόπουλο, που δήλωσε στο ακροατήριο καθώς και με τις από 14-2-2022 κατατεθείσες προτάσεις του την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-10-2014 αίτηση του ήδη 1ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1016/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 190/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 8-7-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και ο πληρεξούσιος της 2ης αναιρεσίβλητης την παραδοχή της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 8.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 190/2020 οριστική απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρο 15 του Ν. 3869/2010 "ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”), ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία “...” και ήδη “...”.
Συνεπώς, για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα της τελεσιδικίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την ανωτέρω ερήμην δικασθείσα ανώνυμη εταιρεία.
Κατά την διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 περ. β' του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη την δίκη ή μόνο την δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Έτσι, η ύπαρξη ερήμην αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός εκ των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στην συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (Ολ.ΑΠ 15/2001), ενεργοποιεί αυτόματα την δυνατότητα ασκήσεως κατ' αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρο 502 Κ.Πολ.Δ.), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η άσκηση κατά της ερήμην αποφάσεως αναιρέσεως, η οποία, αν παρά ταύτα ασκηθεί, είναι απορριπτέα, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. β' περ. β' του Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από την δημοσίευσή τους. Αντίθετα, δηλαδή, με την καθιερούμενη με την διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην αποφάσεως είναι επιτρεπτή, μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή, αναλόγως, έφεση (Ολ.ΑΠ 11/1998, ΑΠ 884/2020, 739/2019, 33/2019), δηλαδή καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής ασκήσεως των προβλεπομένων ενδίκων μέσων (Α.Π. 329/2019, 215/2018). Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλομένη απόφαση, που επιτρεπτά επισκοπείται για την έρευνα του ανωτέρω δικονομικού ζητήματος, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ως δικογράφου (άρθρο 577 παρ. 1, σε συνδ. 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε ερήμην της δευτέρας των εφεσιβλήτων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία “....” και ήδη δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, η οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σελ. 2 αυτής), είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παρασταθεί στην δικάσιμο της 21-1-2020 ενώπιον του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και ότι η συζήτηση της υποθέσεως (κατά την ανωτέρω δικάσιμο) εχώρησε σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 764 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ως προς την ανωτέρω τραπεζική εταιρεία, η προσβαλλομένη απόφαση έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη, καθ' όσον, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 3869/2010, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας. Συνακόλουθα, η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά ως δικόγραφο, κατ' άρθρο 553 παρ. 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 741 και 769 του Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά την διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., αν κατά την συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως την συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν την συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν αυτός (απολειπόμενος διάδικος) κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθμ. .../12.5.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Δ. Π., που προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, το οποίο επισπεύδει την συζήτηση της υποθέσεως, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 8.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (8-2-2022), επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη δεύτερη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία “....”. Κατά συνέπειαν, αφού η ως άνω αναιρεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται, κατά την διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στην διαδικασία της αναιρετικής δίκης, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων...”), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε (και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως, στις 24-11-2014, της ένδικης, από 28-10-2014, αιτήσεως), πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α. 4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α. 4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να την αποδείξει και η οποία δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή (ΑΠ 656/2021, ΑΠ 644/2020, ΑΠ 735/2019). Ειδικότερα, βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη μόνιμη και όχι απλώς παροδική περιέλευση αυτού σε γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, η οποία, πάντως, δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του (ΑΠ 552/2020, ΑΠ 1460/2019, ΑΠ 418/2019, ΑΠ 632/2019, ΑΠ 551/2018). Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, δηλαδή ελλείψεως όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά, με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη, τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση - εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβιώσεως του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 735/2019, ΑΠ 641/2019, ΑΠ 1208/2017). H μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της καταθέσεως της αιτήσεως και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο και μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως απόλυση από την εργασία, μείωση μισθού ή συντάξεως, σοβαρό πρόβλημα υγείας κ.λπ. Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον (ΑΠ 656/2021, 552/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1208/2017). Εξ άλλου, με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι "Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου, συνοδευόμενη από τα έγγραφα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η αίτηση του οφειλέτη πρέπει να αναφέρει: α) την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και της συζύγου του και τα πάσης φύσεως εισοδήματά τους, β) τους πιστωτές του και τις απαιτήσεις τους, αναλυόμενες σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 4α του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, γ) τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων του επί ακινήτων, στις οποίες ο οφειλέτης προέβη την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, δ) τυχόν αίτημα για διαγραφή των χρεών του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5ο του παρόντος νόμου ή σχέδιο για την διευθέτηση των οφειλών του, που λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογενείας του και την προστασία της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εισοδήματα του οφειλέτη, που πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση, είναι τα αναμενόμενα εισοδήματα, τόσο του αιτούντος οφειλέτη, όσον και της συζύγου του, κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως. Σύμφωνα δε με την διάταξη της παρ. 2 εδάφ. β' του ως άνω άρθρου 4 του νόμου 3869/2010, που δεν έχει θιγεί, κατά το σημείο τούτο, από τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 4161/ 2013 και 1 παρ. 4 της υποπαρ. Α4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση, για την οποία ισχύει η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στην περιπτώσεις α' και β' της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν, μεταξύ άλλων, τόσο την κατάσταση της περιουσίας του, όσο και τα εισοδήματα από κάθε πηγή του ιδίου και της συζύγου του. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδάφ. α' και β' του ίδιου νόμου, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά την διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αιτήσεως της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από την ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευσή της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγουμένης αιτήσεως ή την τελεσιδικία της αποφάσεως για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής καταστάσεως του οφειλέτη, σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για "αίτηση" του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση, μέχρι την περάτωση της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 745 Κ.Πολ.Δ.). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης, όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση, που δεν ανταποκρίνεται δηλαδή στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο. Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις δεν απαιτείται με την συμπεριφορά αυτή του οφειλέτη να έχει μειωθεί (βλαβεί) η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις αυτού είναι πρόσφορες να μειώσουν (ζημιώσουν) την ικανοποίηση των πιστωτών. Όταν, όμως, οι παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Ο οφειλέτης, πάντως, πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, κατά την δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποιήσεως ή εισπράξεως, καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι' αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπληρώσεως των οφειλών του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση - εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχειρήσεως του νόμου (ΑΠ 1397/2019, ΑΠ 438/2019, ΑΠ 1384/2018, ΑΠ 1206/2018). Περαιτέρω, ο Ν. 3869/2010, στην αρχική του διατύπωση, με τη διάταξη του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, κατά την οποία "Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο”, προέβλεπε ως υποχρεωτική την τήρηση εκ μέρους του οφειλέτη, που επιθυμούσε να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου, του σταδίου του εξωδικαστικού συμβιβασμού μεταξύ αυτού και των πιστωτών του, και μάλιστα με όλους τους πιστωτές του και όλα τα χρέη του, χωρίς να έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ αυτών.
Συνεπώς, αν κατά το στάδιο αυτό είχε παραληφθεί, ακουσίως ή συνειδητά, κάποιος πιστωτής, τότε η σχετική αίτηση του οφειλέτη να υπαχθεί στη ρύθμιση του ως άνω νόμου ήταν απορριπτέα, ως απαράδεκτη, αφού δεν είχε τηρηθεί έναντι του παραληφθέντος πιστωτή η προδικασία της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η παράγραφος όμως 1 του άρθρου 11 του Ν. 4161/2013, που ισχύει από 14-6-2013, ορίζει πλέον ότι "Τα μέρη δύνανται πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 § 1 του παρόντος να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης”, ενώ η μεταβατική διάταξη του άρθρου 19 § 3 του ιδίου νόμου ορίζει ότι "Για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του παρόντος”. Με τις διατάξεις αυτές, καταργήθηκε η υποχρεωτικότητα του σταδίου του εξωδικαστικού συμβιβασμού για τις αιτήσεις που κατατίθενται μετά την έναρξη της ισχύος (14-6-2013) του ως άνω Ν. 4161/2013, η τήρηση του οποίου είναι πλέον δυνητική (ΑΠ 801/2019). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (9.7.2020), η οποία είναι ταυτόσημη με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο πιο πάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015 και αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΑΠ 665/2020, 30/2020, 1373/2019). Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/ 1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 122/2020, ΑΠ 918/2019). Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Α.Π. 472/2020, Α.Π. 291/2020, ΑΠ 30/2020, Α.Π. 1347/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη 190/2020 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β' του ν. 3869/2010, 741 επ. Κ.Πολ.Δικ.), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), τα ακόλουθα, κρίσιμα για τη διερεύνηση των λόγων αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά: “.......Ο αιτών [...........] είναι συνταξιούχος του Ελληνικού Δημοσίου και λαμβάνει: α) καθαρές μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές 680,00 ευρώ (κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης) και ήδη από 01/2019, 540,00 ευρώ (βλ. ενημερωτικά σημειώματα πληρωμής σύνταξης που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών) και β) από το Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού 178,00 ευρώ (όπως συνομολογεί ο αιτών στο δικόγραφο της έφεσης), ήτοι συνολικά κάθε μήνα λαμβάνει 858,00 ευρώ και ήδη 718,00 ευρώ. Σημειώνεται ότι το παραπάνω ποσό των συντάξιμων αποδοχών του διαμορφώνεται σε αυτό το ύψος μετά την παρακράτηση του ποσού των 425,02 ευρώ που γίνεται υπέρ του 1ου εφεσίβλητου για την πληρωμή των μηνιαίων δόσεων για τα δάνεια που έχει λάβει ο αιτών από το Ταμείο [.............]. Ο αιτών σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει από τις μετέχουσες πιστώτριες τα παρακάτω χρέη, που θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης και οφείλει σε αυτές (πιστώτριες) τα εξής ποσά: 1) Στο πρώτο μετέχον πιστωτικό ίδρυμα “...”: α) από την υπ' αριθ. …/105013 σύμβαση στεγαστικού δανείου, μέχρι την 31-12-2013, το ποσό των 77.962,40 ευρώ (βλ. υπ' αριθ. …./27-05-2014 έγγραφο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων) και β) από την υπ' αριθ. …/75629 σύμβαση μικροεπισκευών, μέχρι την 31-12-2013 το ποσό των 9.586,07 ευρώ (βλ. υπ' αριθ. …/27-05-2014 έγγραφο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων), ήτοι συνολικά στο πρώτο μετέχον πιστωτικό ίδρυμα το ποσό των 87.548,47 ευρώ και 2) Στην δεύτερη μετέχουσα “...”, από την υπ' αριθ. … σύμβαση καταναλωτικού δανείου, μέχρι την 18-11-2015, το ποσό των 10.034,59 ευρώ (κεφάλαιο: 8.272,65 ευρώ, τόκοι: 1.761,94 ευρώ και έξοδα: 0). Ωστόσο, από το ανωτέρω τελευταίο ποσό που οφείλει ο αιτών στην δεύτερη μετέχουσα τράπεζα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.118,00 ευρώ, που ο αιτών της κατέβαλε δυνάμει της υπ' αριθ. 236/2015 προσωρινής διαταγής του Ειρηνοδικείου Πατρών (βλ. τις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα 43 αποδείξεις πληρωμής προς την ως άνω τράπεζα, από τις οποίες αποδεικνύεται μηνιαία καταβολή ύψους 26,00 ευρώ).
Συνεπώς η οφειλή του προς την δεύτερη μετέχουσα ανέρχεται στα 8.916,59 ευρώ. Επομένως, το σύνολο των οφειλών του αιτούντος προς τα μετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα ανέρχεται σε 96.465,06 ευρώ. Τα ως άνω έσοδα του αιτούντος, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του από τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών του, η δε αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών του κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Έτσι συντρέχει στην περίπτωση του αιτούντος μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, η οποία είναι ανυπαίτια και δεν οφείλεται σε δόλο του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το πρώτο μετέχον πιστωτικό ίδρυμα. Ειδικότερα, το τελευταίο ισχυρίζεται ότι [...............] συντρέχει περίπτωση δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης του αιτούντος λόγω απόκρυψης [............] των ποσών που έλαβε αναδρομικά ήδη από τον Δεκέμβριο του έτους 2018. Ο παραπάνω ισχυρισμός [...........], πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθότι [.........] από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών προέβη σε δόλια παράβαση του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το πρώτο μετέχον πιστωτικό ίδρυμα......”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το, ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την από 10.10.2018 έφεση του αιτούντος ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου, κατά της, εκδοθείσας ερήμην του, υπ' αριθμ. 1016/2018 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πατρών, που είχε απορρίψει την αίτησή του, την οποία και εξαφάνισε και, στην συνέχεια, αφού κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση, έκανε δεκτή την ένδικη από 28.10.2014 αίτηση αυτού. Το αναιρεσείον, με τους πρώτο και δεύτερο (υπό στοιχεία Α και Β) λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., επικαλούμενο, με τον μεν πρώτο λόγο, εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, λόγω παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας, άλλως ανεπαρκούς αιτιολογίας, ως προς το ουσιώδες, για την υπαγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου, ζήτημα της περιελεύσεως αυτού σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, με τις αιτιάσεις ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε, εν πάση περιπτώσει, διευκρινίζονται: α) τα εισοδήματα του πρώτου αναιρεσιβλήτου- αιτούντος κατά το έτος αναλήψεως των δανειακών του υποχρεώσεων, β) η εξέλιξη των εισοδημάτων του από το χρόνο του δανεισμού έως το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αιτήσεως, ώστε, σε συνδυασμό με τις βιοτικές του ανάγκες, να καταλήξει στο συμπέρασμα της προοδευτικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων του και της εκ του λόγου τούτου μεταβάσεώς του σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής, γ) το ακριβές ύψος των εισοδημάτων του κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως, αφού δεν συνυπολογίζεται σ' αυτά το, ύψους 178 ευρώ, ποσό της επικουρικής του σύνταξης και δ) εάν, πριν την υποβολή της ένδικης αιτήσεως, είχε υποβάλει προς αυτό (αναιρεσείον) αίτηση για συμβατική ρύθμιση των οφειλών του (με μείωση της δόσεως και επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου) και άρνηση αυτού να προβεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση, με τον δεύτερο δε λόγο, εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 4 και 10 του Ν. 3869/2010, λόγω παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας, άλλως ανεπαρκούς αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του ουσιώδους ισχυρισμού του περί αποκρύψεως εκ μέρους του πρώτου αναιρεσιβλήτου, με το δικόγραφο της εφέσεώς του, του ποσού που έλαβε κατά το έτος 2018, ως αναδρομικά, λόγω των κριθέντων ως παράνομων μνημονιακών περικοπών των συντάξιμων αποδοχών του. Με τις ως άνω όμως παραδοχές του το, ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 και 10 και του Ν. 3869/2010 και διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία, τόσο η περιέλευση του αιτούντος και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, όσο και η μη υποβολή εκ μέρους του ανειλικρινούς δηλώσεως. Ειδικότερα, το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με σαφήνεια και επάρκεια, τα εισοδήματα του αιτούντος κατά το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αιτήσεως, δεν ήταν δε αναγκαία η αναφορά των εισοδημάτων παρελθόντων ετών, αφού αυτά δεν συνιστούν στοιχεία του ορισμένου της αιτήσεως για τη ρύθμιση χρεών (άρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010), ούτε προαπαιτούμενα της δικαστικής διάγνωσης ως προς την εφαρμογή ή όχι του συστήματος του νόμου αυτού και, συνεπώς, αφού τα περιστατικά αυτά δεν ήταν αναγκαία κατά το νόμο για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, η οποία και εφαρμόστηκε, δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 6 του Κ.Πολ.Δ., απορριπτομένων ως αβασίμων των υπό στοιχεία α' και β' αιτιάσεων του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Επίσης, κατά τη διερεύνηση του κρίσιμου ζητήματος της περιέλευσης του πρώτου αναιρεσιβλήτου σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, το ως άνω Δικαστήριο παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση το σύνολο των κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως (αλλά και της εφέσεως) εισοδημάτων αυτού, περιλαμβανομένης και της, ανερχόμενης στο ποσό των 178 ευρώ, επικουρικής του συντάξεως (βλ. 2ο και 3ο φύλλο της προσβαλλομένης αποφάσεως), απορριπτομένης ως αβάσιμης της υπό στοιχείο γ' αιτιάσεως του ίδιου λόγου αναιρέσεως. Ενόψει δε του ότι η υποχρεωτικότητα του σταδίου του εξωδικαστικού συμβιβασμού (που ίσχυε, κατ' άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και η μη τήρησή του είχε ως συνέπεια την απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης), καταργήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, με την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 4163/2013, που ισχύει από 14-6-2013, η δε ένδικη αίτηση κατατέθηκε κατά το έτος 2014, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση της τηρήσεως ή μη του σταδίου αυτού της προδικασίας, απορριπτομένης ως αβάσιμης της υπό στοιχείο δ' αιτιάσεως του ίδιου λόγου αναιρέσεως. Τέλος, το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη αιτιολογία, δέχτηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί o ουσιώδης ισχυρισμός του ήδη αναιρεσείοντος, περί αποκρύψεως εκ μέρους του πρώτου αναιρεσιβλήτου, με το δικόγραφο της εφέσεώς του, του ποσού που έλαβε κατά το έτος 2018, ως αναδρομικά, λόγω των κριθέντων ως παράνομων μνημονιακών περικοπών των συντάξιμων αποδοχών του (βλ. οπίσθια όψη 4ου φύλλου της αναιρεσιβαλλόμενης) και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, χωρίς να περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 746 του Κ.Πολ.Δικ., έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδάφ. β' του ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β' του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο “...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 951/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 αίτηση για αναίρεση της 190/2020 αποφάσεως του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ