Απόφαση

Αριθμός 980/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. χας Χ. Β., το γένος Α. Σ., κατοίκου …., 2) Γ. Β. του Χ., κατοίκου ..., 3) Α. Β. του Χ., κατοίκου ….., 4) Χ. Β. του Γ. (ανηλίκου), κατοίκου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του Γ. Β. του Χ. και Κ. Β. του Κ., 5) Μ. - Σ. Β. του Γ. (ανηλίκου), κατοίκου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής γονείς της Γ. Β. του Χ. και Κ. Β. του Κ., 6) Χ. - Κ. - Δ. Β. του Α., κατοίκου …. και 7) Μ. - Β. Β. του Α. (ανηλίκου), κατοίκου Βόλου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής γονείς της Α. Β. του Χ. και Δ. Σ. του Χ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Σαμαρά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Κ. του Δ., κατοίκου ….. και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαπέτρο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παντελίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 337/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-6-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 19-6-2020 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/19-6-2020) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 337/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ήτοι διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού, άρθρα 591 παρ. 1, 614 αριθμ. 1, 6 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Kατά τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντoς, ή σε περίπτωση θανάτου, λόγω ψυχικής οδύνης των οικείων του θύματος, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του δράστη, β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, ήτοι η παράνομη συμπεριφορά πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του δράστη [με εξαίρεση τις περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης (βλ. ΝΠΝ/1911)] και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας που επήλθε, περιουσιακής ή μη. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης πράξεως ή παραλείψεως και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ., εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε, αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 874/2020, ΑΠ 322/2020, ΑΠ 759/2019, ΑΠ 806/2019, ΑΠ 526/2011). Εξάλλου, η ύπαρξη πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου, με την παραπάνω έννοια, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσαν και ιδιαίτερες περιστάσεις του βλαβέντος ή ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν ήδη το βλαπτόμενο πρόσωπο εξαιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 874/2020, ΑΠ 806/2019, ΑΠ 1257/2001). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 Αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ.. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και συνεπώς, διαφεύγει τον αναιρετικό έλεγχο (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 806/2019).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. (Ολ. ΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδαφίου β' του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά, ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 1106/2020, ΑΠ 79/2018, ΑΠ 1333/2018, ΑΠ 1512/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 337/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, προκύπτει ότι το Εφετείο αυτό, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα : "Στο Βόλο, την 4η Μαΐου 2016 και περί ώρα 9.15 π.μ., η πρώτη εναγόμενη οδηγώντας το με αριθμ. κυκλ. … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της και ασφαλισμένο κατά τον ανωτέρω χρόνο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, επιχειρώντας οπισθοπορεία προκειμένου να εξέλθει από το χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας επί της οδού ..., επί του οποίου ήταν σταθμευμένο, παρέσυρε τον Χ. Β., ο οποίος κατά την ανωτέρω χρονική στιγμή βάδιζε επί του πεζοδρομίου της ανωτέρω οδού με αποτέλεσμα την πτώση αυτού επί του πεζοδρομίου και τον τραυματισμό του. Το ανωτέρω ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ανωτέρω οδηγού, πρώτης εναγόμενης, ως προς την οποία (αποκλειστική υπαιτιότητα) άλλωστε η εκκαλούμενη απόφαση δεν προσβλήθηκε με έφεση από την τελευταία. Περαιτέρω όμως, αποδείχθηκε, ότι ο θάνατος του ανωτέρου την 29-10-2016, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Τμήμα ... δεν οφείλεται σε επιδείνωση της υγείας του, κατόπιν του ανωτέρω τραυματισμού του, την 4-5-2016, ήτοι αποδείχθηκε ότι δεν συνδέεται αιτιακά με τον τραυματισμό του συνεπεία του περιγραφόμενου παραπάνω ατυχήματος. Ειδικότερα, ο Χ. Β. συνεπεία της παράσυρσης του από το αυτοκίνητο της πρώτης εναγόμενης υπέστη κάκωση αριστερού ισχίου, κάταγμα του ηβικού οστού και κάταγμα της κοτύλης του μηριαίου και νοσηλεύθηκε στο ... από 4-5-2016 μέχρι 6-5-2016, οπότε και εξήλθε με έκβαση νοσηλείας "βελτίωση”, με εντολή για επανέλεγχο στα εξωτερικά ιατρεία της ορθοπεδικής κλινικής του ανωτέρω νοσοκομείου την 7-6-2016, με συνέχιση τη αντιπηκτικής αγωγής με τη χορήγηση του φαρμακευτικού σκευάσματος sintrom, όπως άλλωστε και έκανε και προ του ατυχήματος και του συστήθηκε κλινοστατισμός για έξι (6) εβδομάδες. Πάντα τα ανωτέρω προκύπτουν από το συνδυασμό των ακόλουθων εγγράφων: 1) του με αριθμ. πρωτ. …/26-7-2016 πιστοποιητικού του ..., 2) τη με αριθμ. πρωτ. …/6-5-2016 ιατρική βεβαίωση της Ορθοπεδικής Κλινικής του ανωτέρω νοσοκομείου και 3) το υπογεγραμμένο από τον ιατρό της Ορθοπεδικής Κλινικής του ..., Δ. Π. εξιτήριο του ανωτέρω. Πέραν του συγκεκριμένου τραυματισμού του, δεν προκλήθηκε στον ανωτέρω καμία άλλη επιπλοκή στην υγεία του, η οποία να διαμορφώσει κατάσταση επικίνδυνη για τη ζωή του. Οι παρεπόμενες συνέπειες του τραυματισμού του, που περιγράφονται τόσο στην από 1-7-2016 ιατρική έκθεση του Κ. Α., νευρολόγου - ψυχιάτρου, συνιστώμενες σε έντονο άλγος στο αριστερό του ισχίο, με κεφαλαλγία και απώλεια της μνήμης για τα συμβάντα μετά τον τραυματισμό του (μετατραυματική αμνησία) και ζάλη με αστάθεια βαδίσεως, όσο και στην από 21-7-2016 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου-ιατρού Ν. Π., συνιστώμενες στην εκδήλωση γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, με επεισόδια αποπροσανατολισμού σε χώρο, χρόνο και πρόσωπα και σύγχυση ιδιαίτερα κατά τις νυκτερινές ώρες, αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις εγκεφαλικής διασείσεως, όπως σημειώνει στην από 1-7-2016 ιατρική έκθεσή του, ο πρώτος εκ των ανωτέρω ιατρών (Κ. Α.) και αποτέλεσαν πρόσκαιρες συνέπειες της ταλαιπωρίας, που αυτός υπέστη από τον πόνο του κατάγματος, αλλά και από το γεγονός ότι αυτός παρέμεινε κατακλιμένος καθ' όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του στην οικία του. Ωστόσο στη συνέχεια η σωματική και πνευματική του κατάσταση βελτιώθηκε, αποδεικτικό δε γεγονός αυτής της βελτίωσης απετέλεσε και το ότι την 12-7-2016 ο ίδιος κατέθεσε προανακριτικά για τις συνθήκες του σε βάρος του ατυχήματος, αλλά και ότι αυτός ανέκτησε έστω και με τη βοήθεια τρίτου προσώπου και πιο συγκεκριμένα της συζύγου του, τη δυνατότητα να περπατάει σε εξωτερικό περιβάλλον, γεγονός που βεβαίωσε πρωτόδικα και η μάρτυρας των εναγόντων, η οποία κατέθεσε ότι έβγαινε εκτός της οικίας του, καθώς και ότι είχε την αίσθηση του χώρου. Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους μαζί με τη σύζυγό του, την 26-8-2016, ήτοι μετά την πάροδο τριών και πλέον μηνών από το επίδικο ατύχημα, έπεσε, οπότε διακομίστηκε εκ νέου στην Ορθοπεδική Κλινική του ... με διάγνωση διατροχαντήριο κάταγμα και κάκωση δεξιού γόνατου και δεξιού ισχίου, παρέμεινε δε κλινήρης από την 26-8-2016 μέχρι την 8-9-2016, όταν και μεταφέρθηκε στο Τμήμα .... Η δεύτερη αυτή πτώση του Χ. Β. δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί άμεση συνέπεια του αρχικού του τραυματισμού, οφειλόμενη σε επιδείνωση συνεπεία της σωματικής και ψυχικής υγείας του και συνακόλουθα να αποδοθεί σε υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης, καθόσον έχει μεσολαβήσει ικανός χρόνος από αυτόν (αρχικό τραυματισμό), τουλάχιστον οκτώ (8) εβδομάδων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ανωτέρω έχει ανακτήσει την κινητική του δυναμική, με τη βοήθεια και της συζύγου του, γεγονός όμως (βοήθεια τρίτου προσώπου) ιατρικώς αναμενόμενο μετά από τραυματισμό λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας του (84 ετών) και σε κάθε περίπτωση δεν έχει εμφανίσει μέχρι του χρονικού σημείου της δεύτερης πτώσης κανένα παθολογικό εύρημα, ενόψει του ότι δεν προσκομίζεται ουδεμία ιατρική βεβαίωση από την οποία να προκύπτει η επί τα χείρω εξέλιξη της υγείας του μετά την αρχική του πτώση από το αυτοκίνητο τη πρώτης εναγόμενης, από το οποίο (παθολογικό εύρημα) να προκαλείται κατάσταση κινδύνου για την υγεία και τη ζωή του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εντός του Τμήματος ..., μετά τη δεύτερη πτώση, ο ανωτέρω την 29-10-2016 απεβίωσε με αναφερόμενη αιτία θανάτου στο από 29-10-2016 ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου αυτού, που συνέταξε ο θεράπων ιατρός αυτού, την καρδιακή ανακοπή συνεπεία καρδιοαναπνευστικής ανεπάρκειας και μικροβιακής λοίμωξης, αιτία που επιβεβαιώνει ο ανωτέρω ιατρός και στη χρονικώς μεταγενέστερη του πιστοποιητικού θανάτου, από 14-11-2016 συνταχθείσα από τον ίδιο ιατρική έκθεση. Σημειωτέον δε, ότι στην τελευταία ιατρική έκθεση προκύπτει, ότι η επιδείνωση της υγείας του θανόντος ακολούθησε τη δεύτερη πτώση του, την 26-8-2016 και ειδικά μετά την είσοδό του την 8-9-2016 στην ... του ..., όπου ο θανών εισήλθε με πλήρη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης και αδυναμία επικοινωνίας, στοιχεία που δεν υπήρχαν μετά την ανάρρωσή του εκ της πρώτης πτώσης του, ήτοι αυτής που επήλθε συνεπεία της παράσυρσής του από το αυτοκίνητο της πρώτης εναγόμενης. Ενόψει πάντων των ανωτέρω, μεταξύ του επισυμβάντος θανάτου του Χ. Β. και της πτώσης και τραυματισμού του από το αυτοκίνητο της πρώτης εναγόμενης, την 4-5-2016 δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι σχέση αιτίας και αποτελέσματος, συνθήκης αναγκαίας για την κατάφαση της αδικοπραξίας και της εντεύθεν θεμελίωσης της υποχρέωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης για τους ενάγοντες, καθόσον αυτός (αιτιώδης σύνδεσμος) διεκόπη από παράγοντες που δεν ανάγονται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη της πρώτης εναγόμενης, ήτοι τη δεύτερη πτώση του και την μικροβιακή λοίμωξη, που αυτός υπέστη.
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με τη με αριθμ. 46/2017 οριστική απόφαση απέρριψε την από 21-12-2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/21-12-2016 αγωγή ως ουσία αβάσιμη για τους ανωτέρω λόγους δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός με το ανωτέρω ζήτημα περί του αντιθέτου λόγος της ένδικης έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, όπως και η ένδικη έφεση. Κατόπιν τούτων η από 12-10-2017 με αριθμό κατάθεσης …/12-10-2017 έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων - εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 46/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 21-12-2016 αγωγή τους, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, στις 04-5-2016, οδηγώντας το ... αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική της υπαιτιότητα το σοβαρό τραυματισμό του συζύγου της πρώτης, πατέρα του δεύτερου και τρίτου και παππού των λοιπών εναγόντων, Χ. Β. του Γ., με αποτέλεσμα την επέλευση γεγονότων αναγόμενων στον ως άνω τραυματισμό του, που επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του, με συνέπεια, ως γενεσιουργού αιτίας, να επέλθει τελικά ο θάνατος αυτού στις 29-10-2016 και, με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησαν την επιδίκαση των αναφερόμενων χρηματικών ποσών σε καθένα από αυτούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι ο θάνατος του άνω τραυματισθέντος από αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, οικείου των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, Χ. Β., δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον τραυματισμό που αυτός υπέστη στο αναφερόμενο αυτοκινητιστικό ατύχημα και ότι συνεπώς έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Έτσι που έκρινε και με αυτά που ανωτέρω δέχθηκε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ., παραβιάζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Και τούτο διότι ο σοβαρός τραυματισμός, που υπέστη ο άνω παθών κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, οφειλόμενο κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης αναιρεσίβλητης, συνιστάμενος σε βαριές κακώσεις και ειδικότερα σε κάκωση αριστερού ισχίου, κάταγμα του ηβικού οστού και κάταγμα της κοτύλης του μηριαίου, που είχαν ως συνέπεια να μην ανακτήσει ο παθών την ικανότητα της αυτοδύναμης κίνησης (την οποία αντιθέτως αυτός είχε έως το χρόνο του ατυχήματος), αφού κατά τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως μετά το ατύχημα είχε δυνατότητα να βαδίζει μόνο με τη βοήθεια τρίτου προσώπου (γεγονός που κατά λογική αναγκαιότητα σημαίνει κινητική αδυναμία αυτόνομου βαδίσματος), τελεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και υπό τα άνω γενόμενα δεκτά περιστατικά, σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια προς την επελθούσα στις 26-08-2016 πτώση του, από την οποία υπέστη διατροχαντήριο κάταγμα και κάκωση δεξιού γόνατου και δεξιού ισχίου και εξ αιτίας των οποίων νοσηλεύτηκε αρχικά στο ... και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Τμήμα ..., όπου απεβίωσε στις 29-10-2016, με αναφερόμενη αιτία θανάτου την καρδιακή ανακοπή συνεπεία καρδιοαναπνευστικής ανεπάρκειας και μικροβιακής λοίμωξης, της παραμονής του στο ως άνω Τμήμα του ..., όπου επήλθε ο θάνατός αυτού, αναγομένης, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, στην κατάσταση της υγείας του μετά την κατά τα άνω πτώση του. Ειδικότερα, εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την επέλευση του άνω αρχικού σοβαρού τραυματισμού του παθόντος κατά το αυτοκινητικό ατύχημα, επήλθε άλλο γεγονός και ειδικότερα η πτώση αυτού στις 26-8-2016, η οποία επέτεινε τα αποτελέσματα που είχαν επέλθει, με τελικό επακόλουθο το θάνατό του, στην επίταση δε αυτή συνέτεινε η, κατά τα άνω, κατάσταση στην οποία ήδη βρισκόταν ο παθών εξ αιτίας του αρχικού τραυματισμού του και πιο συγκεκριμένα η μη ανάκτηση έκτοτε της ικανότητας αυτοδύναμης βαδίσεως, αλλά μόνο με τη βοήθεια τρίτου προσώπου, δεν διακόπηκε στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς της πρώτης αναιρεσίβλητης και του άνω τελικού αποτελέσματος, καθόσον κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και υπό τα ανωτέρω γενόμενα ανελέγκτως δεκτά περιστατικά, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα. Δεν αίρεται η ύπαρξη του άνω αιτιώδους συνδέσμου λόγω του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ του αρχικού τραυματισμού του από το αυτοκινητικό ατύχημα και της κατά τα άνω πτώσης του στις 26-8-2016, καθόσον τα αποτελέσματα του ανωτέρω αρχικού τραυματισμού του, που κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του παθόντος (84 ετών), μπορούσαν να επιφέρουν την πτώση του και ειδικότερα η δυνατότητα βαδίσεως μόνο με τη βοήθεια τρίτου προσώπου και κατά λογική αναγκαιότητα ανικανότητα αυτοδύναμης βαδίσεως, δεν είχαν εκλείψει κατά το χρόνο της ως άνω πτώσης του και αυτός δεν είχε ανακτήσει τότε την ικανότητα να βαδίζει χωρίς τη βοήθεια τρίτου προσώπου (όπως είχε πριν το τροχαίο ατύχημα), αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το χρόνο της πτώσεως βάδιζε υποβοηθούμενος από τρίτο πρόσωπο (τη σύζυγό του) και ως εκ τούτου, υφισταμένων των ως άνω αποτελεσμάτων του αρχικού τραυματισμού του κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο της πτώσης αυτού, δεν υπήρξε άρση, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και σύμφωνα με τα ως άνω περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Εφετείο, του πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του αρχικού τραυματισμού του και της επακολουθήσασας πτώσης του, όπου ανάγεται το τελικό επιζήμιο αποτέλεσμα του θανάτου του. Επομένως ο πρώτος αναιρετικός λόγος με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφασή την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 εδαφ. β' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ., παραβιάζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου πρώτου λόγου της, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αυτής και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου ο οποίος εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 αριθμ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης σ' αυτούς (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττωμένοι διάδικοι, πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Αναιρεί την υπ. αριθμ. 337/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
-Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
-Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέθεσαν. Και -
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ