Απόφαση

Αριθμός 913/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Ε. Δ., 2) Γ. Ι. Δ., 3) Ε. Ι. Δ., 4) Π. Ι. Δ., 5) Π. χας Ε. Δ., κατοίκων ... και 6) Ά. χας Γ. Α., κατοίκου ..., εκ των οποίων οι 1ος, 2ος, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Δικαίο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι οι αναιρεσείοντες παραιτούνται από το δικόγραφο της από 8-8-2018 αιτήσεώς τους για αναίρεση της 3890/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους 2η, 3η, 4η και 5ο των αναιρεσιβλήτων, ενώ οι 5η και 6η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…….ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. θυγ. Ι. Π., κατοίκου ..., 3) αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού ιδιοκτητών λεωφορείων - πούλμαν Συν.Π.Ε. με την επωνυμία “……..Συν.Π.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…….ΟΕ”, που εδρεύει στο Γαλάτσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) G. F. D., κατοίκου ..., εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργουλόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι 2η, 3ος, 4η και 5ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-9-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων (ατομικά ο 1ος και ως ασκούντος με την Μ. Γ. Α., τη γονική μέριμνα του ανήλικου τότε υιού τους και ήδη 2ου αναιρεσείοντος), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 11-11-2011 αγωγή της ήδη 4ης των αναιρεσιβλήτων, με τις από 24-10-2011 (αρ.κατ. …/2011 και …/2011) και από 3-4-2012 και 4-4-2012 παρεμπίπτουσες αγωγές της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων, καθώς και με τις αγωγές άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3690/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3890/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-8-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι 1ος, 2ος, 3ος και 4ος των αναιρεσειόντων και η 1η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 573 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, ορίζεται ότι "Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται”.. Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται για συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο η από 8-8-2018 αίτηση για αναίρεση της 3890/2017 απόφασης του Mονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η από 18-12-2014 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση των αναιρεσειόντων και έγινε δεκτή (ως προς τους αναιρεσείοντες) η από 22-6-2015 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση της πρώτης αναιρεσίβλητης κατά της με αριθμό 3690/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει μερικά δεκτή η από 15-11-2011 αγωγή των εναγόντων - αναιρεσειόντων, στρεφόμενη κατά των αναιρεσιβλήτων. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας, κατά την εκφώνηση και συζήτηση της υπόθεσης με την σειρά της από το οικείο πινάκιο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 4-2-2022, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι εκ των αναιρεσειόντων πέμπτη και έκτη δηλαδή η Π. χήρα Ε. Δ. και η Ά. χήρα Γ. Α. και εκ των αναιρεσιβλήτων οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτος δηλαδή η Α. θυγ. Ι. Π., ο στην Αθήνα εδρεύων αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός ιδιοκτητών λεωφορείων πούλμαν ΣΥΝ. Π.Ε., με την επωνυμία “…… ΣΥΝ. Π.Ε., η στην Αθήνα εδρεύουσα ομόρρυθμος εταιρεία, με την επωνυμία “……Ο.Ε." και ο G. F. D., οι οποίοι ήταν απόντες, ούτε κατέθεσαν δήλωση μη παραστάσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, μεταξύ των απόντων αυτών διαδίκων και υφισταμένης εν προκειμένω απλής ομοδικίας, πρέπει να ματαιωθεί τη συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 260 παρ. 1 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ ΑΠ.593/2020) Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1, 97 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, υπογράφοντας την απαιτουμένη κλήση και την παραγγελία προς τον δικαστικό επιμελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον Άρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπούμενο διάδικο, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πιο πάνω πράξεων της προδικασίας και τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 110 παρ.2, 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δε λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η τελευταία γίνεται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, εφόσον όμως ο πληρεξούσιός του, που υπέγραψε την κλήση, ήταν νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος αυτού, εάν δε τη συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικος του απολιπομένου διαδίκου, ο Άρειος Πάγος ερευνά αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα τον απολιπόμενο. Εάν δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις αυτές, ο Άρειος Πάγος, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο (4-2-2022), από την σειρά του οικείου πινακίου και τη συζήτηση που επακολούθησε, εκπροσωπήθηκαν οι μεν τέσσερεις πρώτοι αναιρεσείοντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Δικαίο, η δε πρώτη αναιρεσίβλητη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργουλόπουλο, ενώ οι λοιποί διάδικοι (5η και 6η των αναιρεσειόντων και 2η, 3ος, 4η και 5ος των αναιρεσιβλήτων), όπως ηδη προαναφέρθηκε, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν δήλωση μη παραστάσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμό .../1-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών Α. Σ., την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι προαναφερθέντες, νομίμως παραστάμενοι αναιρεσείοντες, που επισπεύδουν τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού της αναφερομένης παραπάνω αρχικής δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στην πρώτη αναιρεσίβλητη, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου όλων των αναιρεσειόντων Π. Δ.. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο ως άνω δικηγόρος Παναγιώτης Δικαίος, είχε ρητή πληρεξουσιότητα και από τις ανωτέρω απούσες αναιρεσείουσες να επισπεύσει τη συζήτηση. Επομένως δεν αποδεικνύεται, ότι ως προς αυτές αυτός επισπεύδει νόμιμα την παρούσα συζήτηση, είναι δε άκυρη η κλήση, με την οποία οι αμέσως παραπάνω αναιρεσείουσες εμφανίζονται ως επισπεύδουσες τη συζήτηση. Εξάλλου, δεν προκύπτει, ότι οι μη παριστάμενες πέμπτη και έκτη αναιρεσείουσες κλητεύθηκαν με επιμέλεια της πρώτης αναιρεσίβλητης (ούτε άλλου διαδίκου). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης μεταξύ πέμπτης και έκτης των αναιρεσειουσών αφενός και πρώτης αναιρεσίβλητης αφετέρου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1 εδ. α', 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, το οποίο έχει ασκηθεί, (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει ή με δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, ή με δήλωση στις προτάσεις πριν αρχίσει η προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου και την κλήτευσή του στην ορισθείσα συζήτηση, αφού αυτός και αν ακόμη είχε κληθεί και παρασταθεί, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην παραίτηση αυτή (ΑΠ 351/2004). (ΑΠ 109/2013, ΑΠ 2199/2009, ΑΠ 649/2003, ΑΠ 1305/1999). Η νομότυπη δε ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια, ότι η αναίρεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη, (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκτασή της), κατάργηση της δίκης (ΑΠ 369/2013, ΑΠ 148/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, με δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Π. Δ., που έγινε νόμιμα στο ακροατήριο και με τις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νόμιμα την 14-1-2022, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της υπό κρίση από 8-8-2018 αίτησής τους για αναίρεση της υπ’αριθμ. 3890/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς τους 2η, 3ο, 4η και 5ο των αναιρεσιβλήτων. Ενόψει των εκτεθέντων, η γενόμενη με τον προαναφερόμενο τρόπο παραίτηση των παρισταμένων αναιρεσειόντων από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς τους προαναφερθέντες αναιρεσιβλήτους, είναι έγκυρη (άρθρο 297 ΚΠολΔ), κατά τα προεκτεθέντα, και επέφερε τα αποτελέσματά της, δηλαδή η αίτηση αναίρεσης θεωρείται αναδρομικά, ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς (άρθρα 295 παρ. 1, 299 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η προκείμενη δίκη να κηρυχθεί καταργημένη μεταξύ των τεσσάρων πρώτων αναιρεσειόντων και των τεσσάρων τελευταίων αναιρεσιβλήτων, ενώ δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων, που παραιτήθηκαν, διότι οι τέσσερεις τελευταίοι αναιρεσίβλητοι δεν παρέστησαν και δεν υπέβαλαν σχετικό αίτημα.
Η κρινόμενη από 8-8-2018 (αρ. κατ..../2019) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αρ. 3890/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο, καθώς και από την σύμβαση ασφάλισης του, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ) μεταξύ των παρισταμένων διαδίκων δηλαδή μεταξύ των τεσσάρων πρώτων αναιρεσειόντων και της πρώτης αναιρεσίβλητης Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης και κατά το μέρος που αφορά στους παριστάμενους διαδίκους προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 15-9-2011 και με αρ. κατάθεσης.../2011 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες, στρεφόμενοι κατά των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων, ισχυρίστηκαν, ότι από υπαιτιότητα τόσο οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧ.Ε. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προξενούμενες από αυτό σε τρίτους σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές στην πρώτη εναγόμενη ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, όσο και από υπαιτιότητα του πέμπτου εναγομένου οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ... Δ.Χ. λεωφορείου, ιδιοκτησίας της τέταρτης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προξενούμενες από αυτό σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές στην τρίτη εναγόμενη, προκλήθηκε στην περιοχή Παπάγου Αττικής την 8-11-2009 αυτοκινητικό ατύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του Γεωργίου Δικαίου, γιού του πρώτου ενάγοντος ήδη πρώτου αναιρεσείοντος και αδελφού των τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των εναγόντων, ήδη λοιπών παρισταμένων αναιρεσειόντων. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες - αναιρεσείοντες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, μετά την τροπή του αιτήματός τους σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο κάθε ένας, σε κάθε ένα εξ αυτών τα αναφερόμενα ποσά, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Επί της αγωγής αυτής (που συνεκδικάστηκε με άλλες αγωγές άλλων διαδίκων, αφορώσες το ίδιο ατύχημα) εκδόθηκε η με αρ.3690/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή (αγωγή),όσον αφορά στους αναιρεσείοντες, απορρίφθηκε ως προς τους τρείς τελευταίους εναγόμενους και έγινε μερικά δεκτή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, αφού κρίθηκε ότι υπαίτιος για το ένδικο ατύχημα είναι ο θανών, εξ αιτίας αυτού (ατυχήματος), οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧ.Ε. αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε ο συγγενής τους. Κατά της απόφασης αυτής, μεταξύ άλλων εφέσεων, που ασκήθηκαν από άλλους διαδίκους, οι οποίοι δεν μετέχουν στην δίκη αυτή, ασκήθηκαν και από τους ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες ως και από την πρώτη εναγόμενη ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη αντίθετες εφέσεις, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, και μάλιστα ασκήθηκε η από 18-12-2014 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση των αναιρεσειόντων ως και η από 22-6-2015 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση της πρώτης αναιρεσίβλητης, για τις οποίες έγινε ήδη μνεία παραπάνω, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 3890/2017 προσβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή απορρίφτηκε η έφεση των εναγόντων - εκκαλούντων, ήδη αναιρεσειόντων και έγινε δεκτή η έφεση της πρώτης εναγομένης εκκαλούσας, ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά στους αναιρεσείοντες και, αφού κρατήθηκε και δικάστηκε η υπόθεση, έγινε μερικά δεκτή η αγωγή τους ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη και επιδικάστηκαν σε αυτούς μικρότερα ποσά από αυτά που τους είχαν πρωτοδίκως επιδικαστεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007, ΑΠ 1056/2014, Α.Π.1373/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο και δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 300 Α.Κ. τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε, με το να δεχθεί, ότι ο θανών συγγενής τους ετύγχανε συνυπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού του κατά ποσοστό 30%, διότι αποδέχτηκε την μεταφορά του με το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Ο. Σ., χωρίς μάλιστα να αντιδράσει στον τρόπο οδήγησης αυτού, αν και γνώριζε, ότι ο παραπάνω οδηγός βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος και είχε μειωμένη ικανότητα οδήγησης και διότι το Εφετείο, αν και δέχεται, ότι ο θανών συγγενής τους διασκέδαζε πριν το ατύχημα μαζί με τον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου και κατανάλωσαν οινοπνευματώδη ποτά, στην συνέχεια δέχτηκε αντιφατικά, ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά την οδήγηση του οχήματος τελούσε σε κατάσταση μέθης, γεγονός που γνώριζε (μπορούσε να αντιληφθεί) ο θανών συγγενής τους, χωρίς όμως να λάβει υπόψη, ότι κατά λογική ακολουθία ήταν και αυτός υπό την επήρεια οινοπνεύματος και δεν ήταν σε θέση να σταθμίσει, αν ο οδηγός βρισκόταν σε κατάσταση νηφαλιότητας, εν όψει μάλιστα ότι αυτός (οδηγός) δεν παρουσίαζε εμφανείς ενδείξεις ανικανότητας προς οδήγηση, η δε διανυθείσα από το σημείο εκκίνησης απόσταση ήταν ελάχιστη, μη υπερβαίνουσα τα 500 μέτρα, ώστε να μην δύναται ο συγγενής τους να αντιληφθεί την κατάσταση του οδηγού. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστοι, διότι με αυτούς οι αναιρεσείοντες, πέραν του ότι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, ούτε με ποια ιδιότητα εμπλέκεται η πρώτη αναιρεσίβλητη στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, περιορίζονται στο να αναφέρουν τις απόψεις και τα επιχειρήματά τους, χωρίς όμως να διαλάβουν στο αναιρετήριο τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά στις συνθήκες του ατυχήματος και στην υπαιτιότητα των εμπλακέντων σε αυτό, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παραβίαση με τη εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αρκούν προς τούτο οι επιλεκτικώς και αποσπασματικώς μόνον αναφερόμενες από τους αναιρεσείοντες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι, κατά νόμο, αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς της διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρεται το σύνολο των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τις οποίες η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, χωρίς να αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της, κατ' επιλογήν αυτού, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα, η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε σχέση με το πόρισμά της ότι ο θανών συγγενής τους τυγχάνει συνυπαίτιος για τον θανάσιμο τραυματισμό του. Ειδικότερα σε σχέση με τις αντιφατικές αιτιολογίες αιτιώνται, ότι αν και δέχεται το Εφετείο ότι ο θανών συγγενής τους διασκέδαζε πριν το ατύχημα μαζί με τον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου και κατανάλωσαν οινοπνευματώδη ποτά, στην συνέχεια δέχτηκε αντιφατικά, ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά την οδήγηση του οχήματος τελούσε σε κατάσταση μέθης, γεγονός που γνώριζε (μπορούσε να αντιληφθεί) ο θανών συγγενής τους, χωρίς όμως να λάβει υπόψη, ότι κατά λογική ακολουθία ήταν και αυτός υπό την επήρεια οινοπνεύματος και δεν ήταν σε θέση να σταθμίσει, αν ο οδηγός βρισκόταν σε κατάσταση νηφαλιότητας, εν όψει μάλιστα ότι αυτός (οδηγός) δεν παρουσίαζε εμφανείς ενδείξεις ανικανότητας προς οδήγηση, η δε διανυθείσα από το σημείο εκκίνησης απόσταση ήταν ελάχιστη μη υπερβαίνουσα τα 500 μέτρα, ώστε να μην δύναται ο συγγενής τους να αντιληφθεί την κατάσταση του οδηγού. Σε σχέση με τις ανεπαρκείς αιτιολογίες αιτιώνται, ότι δεν αιτιολογείται το συμπέρασμα της προσβαλλομένης, ότι ο θανών συγγενής τους γνώριζε πέραν της μέθης του οδηγού, αφού από τις βραδινές ώρες διασκέδαζαν μαζί και την ανικανότητά του να οδηγεί. Με το περιεχόμενο αυτό, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του είναι προεχόντως αόριστος, διότι σε αυτόν δεν διαλαμβάνονται, παρά μόνο επιλεκτικά και αποσπασματικά, οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος και την υπαιτιότητα του θανόντος συγγενή των αναιρεσειόντων ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την κατ' ουσίαν παραδοχή της συνυπαιτιότητας του ως άνω θανόντος συγγενή των αναιρεσειόντων, ούτως ώστε να κριθεί από το σύνολο των παραδοχών, εάν πράγματι στερείται νομίμου βάσης, ως έχουσα ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Ακόμη δεν προσδιορίζεται, όσον αφορά στις ανεπαρκείς αιτιολογίες, ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος, που με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των αναφερομένων σ' αυτόν επί μέρους παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, που διαλαμβάνονται επιλεκτικά και αποσπασματικά, ως κατ' ουσίαν εσφαλμένη, είναι, κατά το μέρος αυτό, απαράδεκτος, διότι η επ' αυτών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο κατ' άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολ.Δ.
Από τις διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο αυτό, δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου εξ αδικοπραξίας, αφού συνεκτιμήσει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, τα πραγματικά περιστατικά (κριτήρια καθορισμού) που τίθενται υπόψη του, όπως είναι οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου - δράστη, το είδος και οι συνέπειες της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και η περιουσιακή κατάσταση των μερών, πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 405/2015, ΑΠ 532/2012), χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1361/2013). Ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (ΚΠολΔ 561 § 1), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, ερειδόμενη επί του άρθρου 25 § 1 (εδάφ. δ`) του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ. 10/2017, 9/2015, ΑΠ 1864/2017).Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο - παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 747/2017).
Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο προέβη στον καθορισμό της οφειλόμενης εκ του άρθρου 932 ΑΚ εύλογης αποζημιώσεως κατά παράβαση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας που επιβάλλουν τα άρθρα 2 παρ.1 και 25 § 1 του Συντάγματος, ως και η διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, άλλως καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, επιδικάζοντάς τους ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, το ποσό των 50.000 ευρώ στον πρώτο και 25.000 σε κάθε έναν από τους λοιπούς, αντίστοιχα, που υπολείπεται καταφανώς των επιδικαζομένων ποσών σε ανάλογες περιπτώσεις. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αρ.19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενοι ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο παραπάνω πόρισμα του περί επιδίκασης των προαναφερθέντων ποσών ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, στερώντας την απόφαση του από νόμιμη βάση. Ο λόγος αυτός και κατά τα δύο σκέλη του είναι προεχόντως αόριστος και απορριπτέος, διότι οι αναιρεσείοντες αναφέρουν κατ' επιλογή αποσπασματικά μόνο παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αφορώσες την επίδραση του θανάτου του συγγενή των αναιρεσειόντων στον ψυχικό τους κόσμο, χωρίς να διαλαμβάνουν τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης, όσον αφορά στην υπαιτιότητα των εμπλακέντων και στις συνθήκες του ατυχήματος, τις οποίες έλαβε υπόψη το δικαστήριο για τον καθορισμό του ύψους του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής λόγω ψυχικής οδύνης ικανοποίησης, πέραν του ότι δεν προσδιορίζουν, όπως ήδη ειπώθηκε, με ποια ιδιότητα εμπλέκεται η πρώτη αναιρεσίβλητη στο ένδικο τροχαίο ατύχημα. Ειδικότερα δε όσον αφορά στον λόγο αυτό κατά το δεύτερο σκέλος του επιπλέον δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της αποφάσεως, δηλαδή δεν προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008, Α.Π. 73/2020). Δηλαδή "Πράγματα" υπό την ως άνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι της εφέσεως ή αντεφέσεως, οι οποίοι όμως αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 845/2011). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά ούτε και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΑΠ Ολομ. 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 - 425/2009). Εξ άλλου κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ήτοι από την ανάγνωση μόνο της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί και, μάλιστα, παραδεκτά και νόμιμα από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που στηρίζει το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή, ανάλογα, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ή πρόκειται για ισχυρισμό, που παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, που, επίσης, πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα νομίμως προταθέντα από αυτούς και μάλιστα τον ισχυρισμό τους ότι ο θανών συγγενής τους δεν διασκέδαζε με τους λοιπούς επιβαίνοντες του αυτοκινήτου και δεν γνώριζε, ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος και κατά την οδήγηση αυτού τελούσε σε μέθη. Ότι άλλως και επικουρικά, εάν γίνει δεκτό, ότι ο θανών συγγενής τους διασκέδαζε με τους λοιπούς, τότε τελούσε σε μέθη και δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί, ότι ο οδηγός του οχήματος ήταν ανίκανος να οδηγήσει και ότι επρόκειτο να οδηγήσει με υπερβολική ταχύτητα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι προτάθηκε νόμιμα στα δικαστήρια της ουσίας και επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης ή με τις προτάσεις αντίστοιχα στο Εφετείο, δεν συνιστά πράγμα, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αιτιολογημένη άρνηση στον ισχυρισμό περί υπαιτιότητας του θανόντος στο ένδικο ατύχημα. Επομένως, μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, που νικήθηκαν στη δίκη, πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει την δίκη ματαιωμένη μεταξύ των δύο τελευταίων αναιρεσειουσών δηλαδή μεταξύ της Π. χήρας Ε. Δ. και της Ά. χήρας Γ. Α. και των τεσσάρων τελευταίων αναιρεσιβλήτων δηλαδή της Α. θυγ. Ι. Π., του στην Αθήνα εδρεύοντος αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού ιδιοκτητών λεωφορείων πούλμαν ΣΥΝ. Π.Ε. με την επωνυμία “…….ΣΥΝ. Π.Ε.”, της στην Αθήνα εδρεύουσας ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία “…….Ο.Ε." και του G. F. D..
Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση μεταξύ των δύο τελευταίων αναιρεσειουσών δηλαδή μεταξύ της Π. χήρας Ε. Δ. και της Ά. χήρας Γ. Α. και της πρώτης αναιρεσίβλητης δηλαδή της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία “…..Α.Ε."
Κηρύσσει κατηργημένη την δίκη μεταξύ των τεσσάρων πρώτων αναιρεσειόντων δηλαδή των Ι. Δ., Γ. Δ., Ε. Δ. και Π. Δ. και των τεσσάρων τελευταίων αναιρεσιβλήτων δηλαδή της Α. θυγ. Ι. Π., του στην Αθήνα εδρεύοντος αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού ιδιοκτητών λεωφορείων πούλμαν ΣΥΝ. Π.Ε., με την επωνυμία “……ΣΥΝ. Π.Ε.”, της στην Αθήνα εδρεύουσας ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία “…..Ο.Ε." και του G. F. D..
Απορρίπτει την από 8-8-2018 (με αύξοντα αριθμό κατάθεσης .../31-7-2019) αίτηση για αναίρεση της 3890/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών μεταξύ των τεσσάρων πρώτων αναιρεσειόντων δηλαδή των Ι. Δ., Γ. Δ., Ε. Δ. και Π. Δ. και της πρώτης αναιρεσίβλητης δηλαδή της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία “….. Α.Ε." Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους παριστάμενους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ