Απόφαση

Αριθμός 922/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Δ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Άρη Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντώνιου Γεωργαντίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-7-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1013/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1742/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8-6-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 8.6.2020 και αριθ. κατάθεσης .../12.6.2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) υπ` αριθ. 1742/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ` ουσία την από 18.5.2019 και με αριθ. κατάθ. .../4.6.2019 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ. 1013/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την οποία είχε απορριφθεί η από 18.7.2018 και αριθ. κατάθ. .../27.7.2018 αγωγή του. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 § 3 ΚΠολΔ). 2. Από το άρθρο 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 1 παρ. 1 του Ν. 1346/1983, 13 παρ. 1 του Ν. 3227/2004 και 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 : "1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ' αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α'. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.”. Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 "Κατά τη διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται των συνήθων αποδοχών, ων θα εδικαιούτο εάν απησχολείτο παρά τη υποχρέω επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον" και κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/1966 "Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των, κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν µετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου, όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού”. Και τέλος, από το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β του ίδιου ως άνω νόμου, όπως το εδάφιο β' προστέθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/1957 "Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ' έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, άμα τη λήξει του έτους, καθ' ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηυξημένας κατά 100%”, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού, που απασχολείται στις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του Ν. 539/1945 επιχειρήσεις ή εργασίες, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής). Για τη θεμελίωση της αξίωσής του, όμως, προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει το χαρακτήρα αστικής ποινής, ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλους τους εργοδότες και κατοχυρώνει όλους τους μισθωτούς, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε (ΑΠ 718/2013). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, δηλαδή που εντοπίζεται ακριβώς η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού νόμου. Αν το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 59/2020, 532/2017, 275/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση επί λέξει ότι "το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένη δικαστήριο, το οποίο παρά τις ως άνω παραδοχές του απέρριψε τον δεύτερο λόγο της έφεσής μου (κατά το δεύτερο σκέλος αυτού) με το ως άνω σκεπτικό, εσφαλμένως ερμήνευσε άλλως εσφαλμένως εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945.”. Ωστόσο, δεν καθορίζεται σε ποιο ακριβώς νομικό σφάλμα υπέπεσε το Εφετείο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων, αρκείται στη γενική αναφορά περί παραβίασης των άνω ουσιαστικών διατάξεων, εκθέτων ακολούθως ότι καίτοι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης απασχολήθηκε στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης με την αναφερόμενη στην ένδικη αγωγή ειδικότητα, κατά τον αναφερόμενο σ' αυτή χρόνο και με τις αναφερόμενες επίσης σ' αυτή μηνιαίες αποδοχές, απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμες (αναπόδεικτες) οι αξιώσεις του για τις αποδοχές άδειας, ενώ η αναιρεσίβλητη δεν πρότεινε κάποιον ισχυρισμό (ένσταση) απόσβεσης των ενδίκων αξιώσεών του (εξόφληση, παραγραφή, συμψηφισμό κλπ). Έτσι διατυπούμενος ο ως άνω λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αόριστος, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύεται το νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Εφετείο κατά την εφαρμογή των διατάξεων που επικαλείται ο αναιρεσείων στο αναιρετήριο και μάλιστα με βάση τα ανελέγκτως γενόμενα από την απόφαση πραγματικά περιστατικά. Σε κάθε δε περίπτωση, αφορά κατ` επίφαση απόδοση πλημμέλειας από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ στην πραγματικότητα ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την κατάληξη του Εφετείου σε διαφορετικό πόρισμα από το θεωρούμενο ορθό από τον αναιρεσείοντα και δεν αποδίδει πλημμέλεια με βάση της παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. 3. Κατά το άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Η διάταξη αυτή, αναφερομένη στο υποκειμενικό βάρος απόδειξης που προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του απαιτουμένου αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, και στην κατανομή αυτού (βάρους), προϋποθέτει την έκδοση μη οριστικής (παρεμπίπτουσας) απόφασης για αποδείξεις, τέτοια, όμως, απόφαση δεν εκδίδεται στην διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 670, 671, 674 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μέχρι την 1.1.2016 πριν τη σιωπηρή κατάργησή τους από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και ήδη περιουσιακών- εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621 ΚΠολΔ), κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να ορίζει ποιος από τους διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης, εκτιμά ελεύθερα τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους αποδείξεις και κρίνει εάν αποδείχθηκαν ή όχι οι προβαλλόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί. Κατά συνέπεια, στην διαδικασία αυτήν δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το (υποκειμενικό) βάρος απόδειξης (άρθρο 338 § 1 ΚΠολΔ) και συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθ. 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ (ΑΠ 447/2015, 76/2013, 1710/2012, 233/2011). Αντίθετα, τον προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη λόγο αναίρεσης μπορεί να θεμελιώσει η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας (ΑΠ 447/2015, 233/2011). Εξ άλλου, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΑΝ 539/1945 περί της χορηγήσεως κανονικών αδειών μετ' αποδοχών προκύπτει ότι θεμελιωτικό στοιχείο της αγωγής, με την οποίαν ο εργαζόμενος αιτείται την επιδίκαση αποδοχών αδείας μετά ή άνευ της αστικής ποινής της προσαυξήσεως, είναι η μη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη, ενώ ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι έχει χορηγήσει την άδεια αποτελεί άρνηση της αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, επικουρικά, με τον πρώτο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας άλλως της εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, διότι το Εφετείο καίτοι δέχεται την συνδρομή όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 εσφαλμένως έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν οι αξιώσεις του αναιρεσείοντος, επιφορτίζοντας αυτόν με το επί πλέον δικονομικό βάρος να αποδείξει ότι του χορηγήθηκαν οι άδειες αναψυχής, παρότι την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού έφερε η αναιρεσίβλητη. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, ερευνώντας τους λόγους έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, δέχθηκε ότι " δεν αποδείχθηκε ότι αυτός δεν έλαβε καθόλου ετήσια άδεια, για τα επίδικα έτη, όπως ισχυριζόταν, δεδομένου ότι ούτε οι μάρτυρες καταθέτουν ότι δεν έπαιρνε καθόλου άδεια”, ενώ από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν, προκύπτει ότι "κατά το χρόνο αποχώρησής του από την αναιρεσίβλητη δεν είχε κατ' αυτής τις ένδικες αξιώσεις”, και για το λόγο αυτό απορρίφθηκαν οι αξιώσεις του για αποδοχές άδειας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, αφού ο ενάγων έφερε τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών και, συνακόλουθα, τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως των ένδικων στην προκείμενη υπόθεση αξιώσεών του. Επομένως, ο από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
4. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, και ειδικότερα απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το αγωγικό αίτημα καταβολής της αστικής ποινής του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β' του Α.Ν. 539/1945, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, λόγω μη χορήγησης της νόμιμης κατ' έτος άδειας με αποδοχές από υπαιτιότητα της εργοδότριάς του αναιρεσίβλητης, το οποίο είχε απορριφθεί και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας. Ωστόσο, μετά την απόρριψη των ως άνω λόγων (κύριου και επικουρικού) της αίτησης, για πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος καταβολής αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης αυτούσιας της άδειας αναψυχής των ετών 2013 έως και 2016, αποβαίνει άνευ εννόμου συμφέροντος ο ως άνω τρίτος λόγος της αίτησης, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη ως αορίστου του αγωγικού αιτήματος καταβολής της αστικής ποινής για το ίδιο χρονικό διάστημα, το οποίο προϋποθέτει μη χορήγηση της άδειας αναψυχής και εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας του, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8.6.2020 και αριθ. κατάθεσης .../12.6.2020 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 1742/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ