Απόφαση

Αριθμός 938/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1……και 25……, κατοίκου ... που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνα Παυλάτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού" (Ο.Α.Ε.Δ.), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευφροσύνης Συρμού, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-6-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Εκδόθηκαν η 1510/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4752/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-10-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη από 15-10-2019 (υπ' αριθ. καταθ. .../16-10-2019) αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθ. 4752/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 21-11-2013 (υπ' αριθ. καταθ. …/12-12-2013) έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθ. 1510/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η από 24-6-2010 (υπ' αριθ. καταθ. …/29-6-2010) αγωγή αυτών και των λοιπών εναγόντων (μη διαδίκων στη δίκη αυτή). Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 217/2017, 509/2016, 104/2016). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, ορίζεται ότι "είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, ενώ κατά τη γραμματική της διατύπωση αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο Ν.2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που στη πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης με αριθμό 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 907/2017, 509/2016, 1664/2007). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994 , όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 61 παρ.1α ν. 4765/2021 (ΦΕΚ 6/15-1-2021 τ. Α) και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής, ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 περ. ε του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται αυτεπαγγέλτως για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και παραπέμπονται υποχρεωτικά στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, διαφέρουσες αυτών ως προς τη διάρκεια του χρόνου των συμβάσεων εργασίας (πέντε μήνες για την κάλυψη εποχιακών ή περιοδικών αναγκών, ένα έτος για τη κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, δυνάμενες να ανανεωθούν για τρεις μήνες και ένα έτος αντίστοιχα) περιείχαν και οι διατάξεις των άρθρων 65 (σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 64) και 72 παρ. 1 και 73 του Π.Δ/τος 410/1988, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά τη κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Επιπλέον, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής : "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (Ν. 2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου.
Συνεπώς στις συναφθείσες μετά τις 17.4.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19 και 20/2007). Σε κάθε περίπτωση όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του Ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση (κα') στο άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) καθόσον η σύναψη αυτών, ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 186/2019, 2024/2017, 780/2017, 775/2017, 217/2017) και κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Εξ άλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού, και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι' αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Αντιθέτως, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισµένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύµβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, οπότε η εκμάθηση εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές, εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύµβασης αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αµοιβής, και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύµφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 217/2017, 933/2015, 126/2015, 1080/2014, 885/2014, 1592/2009). Επίσης, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη - μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C - 212/2004, ΔΕΕ C-184/15 και C 197/15). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Ειδικότερα με το Π.Δ/μα 164/2004 "Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα" (ΦΕΚ Α 134) που άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004 θεσπίσθηκαν νομοθετικά μέτρα που λήφθηκαν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 του Ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, καθώς και για το προσωπικό δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων (άρθ. 2 παρ.1 και 3 στοιχ. γ αυτού), με σκοπό την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των ρυθμίσεων της ως άνω με αριθμό 1999/70 Οδηγίας. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ.1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Σημειώνεται δε, ότι με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίσθηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και ήσαν ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19.7.2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγουμένου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Η διάταξη αυτή όμως δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής, εφόσον η αρχική πρόσληψη έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα μετά τις 19-7-2004. Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007). Σε κάθε δε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι με βάση τη ρήτρα 2 της ως άνω Οδηγίας παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής αυτής τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας (περ. α), ως και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης (περ. β), της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής του Π.Δ/τος 164/2004, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 αυτού, τις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζομένου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού.
Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την C-760/18 της 21ης Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου ότι "η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”. Όμως η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω C -760/18 απόφαση). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 288 εδ. 3 της ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας των εθνικών δικαστηρίων ως προς την επαρκή ή μη αποτελεσματικότητά τους, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου, έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (C-212/04, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 123, C-282/2019, σκέψη 123). Όπως προεκτέθηκε, έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολουμένους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης. Την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία για τους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πδ 164/2004, με τα οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, και προβλέπουν για τις συμβάσεις που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις) α) την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, β) την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές και γ) τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλεια τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του πδ 164/2004. Σημειωτέον ότι το προδικαστικό ερώτημα στο οποίο απαντά η C -760/18 απόφαση του ΔΕΕ αφορά σε συμβάσεις (για τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι με διάταξη νόμου συνεχόμενες παρατάσεις της ίδιας σύμβασης ορισμένου χρόνου εξομοιώνονται, ως προς το επίπεδο προστασίας του εργαζόμενου, με περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου) οι οποίες συνήφθησαν πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το πδ 164/2004, καθώς η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω πδ, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016 και το άρθρο 10 παρ. 4 ν. 4506/2017, δηλαδή με διατάξεις νεότερες, ειδικότερες και αυξημένης τυπικής ισχύος σε σχέση με το πδ 164/2004. Το ζήτημα τίθεται επειδή με τις ως άνω διατάξεις αφενός δεν προβλέπεται ρητά η καταβολή αποζημιώσεως στους απασχοληθέντες, αφετέρου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 και 3 του ν. 4528/2018, ουσιαστικά αίρεται αναδρομικά η πειθαρχική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των φορέων που τους απασχόλησαν με τον πιο πάνω τρόπο, ματαιώνοντας τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 7 πδ 164/2004 ποινικό και δημοσιονομικό καταλογισμό. Υπό την έννοια αυτή, στις ως άνω συμβάσεις θα μπορούσε κατ' αρχήν να υποστηριχθεί ότι ελλείπουν τα "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" που επιβάλλει η ρήτρα 5 σημείο 1 της από 18.3.1999 συμφωνίας πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP), για την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η Οδηγία 1999/70/ΕΚ και ότι, ελλείψει των ισοδύναμων μέτρων, ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε ενδεχομένως να ενεργοποιήσει τον ερμηνευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 και να χαρακτηρίσει τις ως άνω διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως μια ενιαία αορίστου χρόνου σύμβαση, η οποία θεωρείται ότι καταγγέλλεται ατύπως με τη μη ανανέωση της τελευταίας από τις διαδοχικές συμβάσεις και την άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί, έκτοτε, τις υπηρεσίες του μισθωτού, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες σχετικά με την εγκυρότητα της καταγγελίας και τις υποχρεώσεις που γεννώνται από αυτήν. Όμως η ως άνω θέση εκκινεί από την άποψη ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει αναλογικά τη διάταξη του άρθρου 7 του πδ 164/2004 στις περιπτώσεις εκείνες που η ορισμένου χρόνου εργασία υπερβαίνει τα ανώτατα όρια απασχόλησης, όταν η παράταση της λήξης των συμβάσεων λαμβάνει χώρα δυνάμει ειδικών ρυθμίσεων του νόμου, οι οποίες της στερούν το χαρακτήρα της άκυρης σύμβασης εργασίας. Τούτο επειδή η ακυρότητα της σύμβασης συνιστά, κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεως, λόγω της μη περαιτέρω ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η άποψη αυτή είναι τελολογικώς εσφαλμένη, καθώς η πρόβλεψη στην ως άνω διάταξη για καταβολή αποζημίωσης - σε αντίθεση με την πρόβλεψη του καταλογισμού των σχετικών δαπανών στους υπευθύνους των φορέων που συνήψαν τις άκυρες συμβάσεις εργασίας, η οποία έχει αμιγώς αποτρεπτικό χαρακτήρα - συνιστά ταυτόχρονα και μέτρο προστασίας του εργαζομένου, που αν και απασχολούμενος με άκυρη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβάνει την αποζημίωση που θα λάμβανε στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (καταγγελία), εξάλλου, επιτρέπεται κατά το εσωτερικό μας δίκαιο και ουδόλως εξασφαλίζει τη "μονιμοποίηση" εργαζομένου, συνδεόμενου με το Δημόσιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Με τον όρο "άκυρη σύμβαση" ο νομοθέτης επιθυμεί να στερήσει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που επαναλαμβάνεται παρανόμως, από τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης του μισθωτού, η σχέση εργασίας του οποίου διακόπτεται αιφνιδίως, ως εάν είχε καταγγελθεί, όχι όμως να θέσει την ακυρότητα της σύμβασης που διακόπτεται ως προϋπόθεση για την λήψη της αποζημίωσης, στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η κατ' όνομα σύμβαση ορισμένου χρόνου υποκρύπτει σύμβαση αόριστης διάρκειας. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ που έκρινε ότι με την καταβολή της αποζημίωσης αντισταθμίζονται οι συνέπειες της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (πρβλ. και την C-619/17, σκέψεις 94 και 95). Σημειώνεται δε ότι κατά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, επί του οποίου απάντησε η εν λόγω απόφαση (C -760/18), δεν τέθηκε υπόψη του ΔΕΕ -το οποίο επαναλαμβάνει ρητά τη θέση πως δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (C-619/17, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, C-103/18, C-429/18, σκέψη 89) και ότι στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσουν εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (C-103/18, C-429/18, σκέψη 90)- η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου 7 πδ 164/2004, σε αντίθεση με τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που προτάθηκε ευθέως από το αιτούν δικαστήριο, ως το μοναδικό εφαρμόσιμο ισοδύναμο μέτρο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Αλλά, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΕ, καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της, που είναι η πρόθεσή του εργοδότη να καταστρατηγήσει την προστασία του μισθωτού, η οποία του παρέχεται από τις διατάξεις για την σύμβαση αορίστου χρόνου. Η καταστρατήγηση θεωρείται ότι τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν αποκλειστεί αιτιολογημένα η εκδοχή ότι η νομοθετική επιταγή για την με νόμο παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (όπως συνέβη με τις προμνησθείσες διατάξεις για το ειδικό καθεστώς των οποίων απεφάνθη το ΔΕΕ με την C-760/1918 απόφασή του) δεν εξυπηρετεί υφιστάμενες δημοσιονομικές ανάγκες. Οι τελευταίες, εξάλλου, μπορεί να προκληθούν αιφνιδίως και από νομοθετήματα άσχετα με την δια νόμου παράταση υφιστάμενων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως η διάταξη του άρθρου 63 ν. 4430/2016, η οποία θεσπίστηκε, κατά τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του εν λόγω νόμου, λόγω "της ανορθολογικής λειτουργίας των κανόνων ανταγωνισμού”, των "εκτεταμένων παθογενειών" και της "ενίσχυσης της εργατικής ανασφάλειας”, κατά το σύστημα ανάθεσης των υπηρεσιών καθαριότητας στο δημόσιο τομέα μέσω δημόσιων ανοιχτών διαγωνιστικών διαδικασιών, καθώς και της ανάγκης διασφάλισης του δημοσιονομικού οφέλους και η οποία οδήγησε σε παράταση των συμβάσεων των εργαζομένων στην καθαριότητα σε συγκεκριμένους φορείς του Δημοσίου, δημιουργώντας έκτακτες και απρόβλεπτες καταστάσεις (πρβλ. ΟλΣτΕ 943/2020).
Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι, υπό το πρίσμα της οδηγίας, κάμπτεται η αντίθεση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στις συνταγματικές επιταγές, η τελευταία δεν θα μπορούσε, άνευ ετέρου, να αναχθεί σε ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1 του παραρτήματος της Οδηγίας, χωρίς την ταυτόχρονη διαπίστωση της πρόθεσης του εργοδότη (Δημοσίου) να καταστρατηγήσει την αυξημένη εργασιακή ασφάλεια που παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο από τη σύμβαση εργασίας αορίστου σε σχέση με της αντίστοιχης διάρκειας διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επομένως, ούτε υπό την εκδοχή αυτή καταλείπεται πεδίο γενικής και άνευ όρων εφαρμογής της ως άνω διάταξης, ως υποκατάστατης ελλείποντος ισοδύναμου μέτρου. Αντιθέτως, ορατός είναι ο κίνδυνος η υιοθέτηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 ως ισοδύναμου προς την Οδηγία 70/1999 μέτρου να οδηγήσει στην παράκαμψη της ειδικής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 103 παρ. 8, καταλείποντας ευρύτατο περιθώριο μη ορθής εφαρμογής της και στο μέλλον, με προφανή βλάβη του σημαντικού δημόσιου σκοπού που υπηρετείται από τη διάταξη αυτή, πριν από τη θεσμοθέτηση της οποίας υπήρχαν πράγματι, στον τομέα αυτό, διαπιστωμένες κατ' επανάληψη παθογένειες. Σποραδικές δε, πρόσκαιρες και μεμονωμένες, νομοθετικές ή μη επιλογές, που καταστρατηγούν τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, δεν είναι ικανές για να χαρακτηρίσουν, στην κρίση του Έλληνα Δικαστή, τις ρυθμίσεις του πδ 164/2004 ως αναποτελεσματικά ισοδύναμα μέτρα της ρήτρας 5 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016) . Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες με την από 24-6-2010 αγωγή που άσκησαν μαζί με άλλους ενάγοντες (μη διαδίκους στη δίκη αυτή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίστηκαν ότι με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος κατάρτισης ανέργων (stage), προσέφεραν σ' αυτό τις υπηρεσίες τους κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους για καθένα απ' αυτούς με την ιδιότητα του διοικητικού υπαλλήλου, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, το οποίο δια των οργάνων του καθόριζε τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας, ασκώντας διαρκή έλεγχο και εποπτεία αυτών. Ότι κατά την ημερομηνία λήξης των συμφωνητικών συνεργασίας, το εναγόμενο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, καταγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό σιωπηρά τη σύμβασή τους, πλην όμως η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, γιατί έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ότι με βάση τα ανωτέρω και την επίκληση ότι, στην πραγματικότητα η συνδέουσα τα διάδικα μέρη σύμβαση ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, αφού η απασχόλησή τους ήταν όπως και των άλλων τακτικών υπαλλήλων στις υπηρεσίες που τοποθετήθηκαν, έφερε, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εξ αρχής, διότι η πρόσληψή τους με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας που παρείχαν, ούτε υπαγορευόταν από άλλο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες των υπηρεσιών του εναγομένου, αλλά έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, καθόσον με τις υπηρεσίες τους κάλυπταν συνεχώς από την πρόσληψή τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ζήτησαν, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, τα εξής: α) να αναγνωρισθεί ότι αυτοί συνδέονταν εξ υπαρχής με το εναγόμενο με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της σιωπηράς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτών, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και δ) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας σύμφωνα με τις νόμιμες αποδοχές τους με βάση την έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και με το νόμιμο τόκο. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 1510/2013 οριστική απόφασή του απέρριψε στο σύνολό της ως μη νόμιμη την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες με την από 21-11-2013 έφεσή τους ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του και όπως αυτό προκύπτει από αυτή, έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, σε σχέση με αυτά που ενδιαφέρουν τον αναιρετικό έλεγχο, με το ακόλουθο σκεπτικό: Ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη και τούτο διότι οι επίδικες συμβάσεις (αρχικές και οι ανανεώσεις τους) αποτελούν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβαση εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, σε κάθε δε περίπτωση α) εν λόγω συμβάσεις καταρτίστηκαν μετά την ισχύ των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (6-4-2001), οπότε, οποιαδήποτε σύμβαση με το Δημόσιο, με ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και επιχειρήσεις που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον δεν ακολουθηθεί η από το νόμο οριζόμενη διαδικασία για τη σύναψή της, αφενός μεν είναι άκυρη και αφετέρου δεν επιτρέπεται η μετατροπή οποιασδήποτε συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε αορίστου, και συνεπώς, η κατ' αυτόν τον τρόπο και χωρίς την τήρηση των προβλεπόμενων από την παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος διατυπώσεων μονιμοποίηση των συμβασιούχων και, κατ' επέκταση, η δικαστική αναγνώριση ύπαρξης μιας τέτοιας (παράνομης) εργασιακής σχέσης. Ότι ούτε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ. 164/2004, και ειδικότερα του (μεταβατικού χαρακτήρα) άρθρου 11 αυτού, αφού οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις καταρτίστηκαν μεταγενέστερα του χρόνου έναρξης ισχύος του (19-7-2004), ήτοι από 1-10-2004 και μετά. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επομ. ΑΚ, 21 του ν. 2190/1994, 20 παρ. 1 και 15 Ν. 2639/1998, καθόσον από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, με βάση τα όσα αναλυτικά εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ότι με βάση τα στην αγωγή εκτιθέμενα δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στις εν λόγω διατάξεις, ακόμη και εάν οι αναιρεσείοντες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου. Ούτε επίσης με την μη εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 παραβίασε τις ρυθμίσεις της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, οι οποίες αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Π.Δ/τος 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα, όπου απασχολούνται, σε κάθε δε περίπτωση από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 αυτής και το άρθρο 2 του Π.Δ/τος 164/2004 εκφεύγουν οι συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, υποστηριζομένου από τον ΟΑΕΔ, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως είναι αβάσιμα τα όσα αντιθέτως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως προέβη σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 2639/1988, παρόλο που δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ότι απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και της μη αφορώσας και ισχύουσας στην περίπτωσή τους διάταξης του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ και της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, (η οποία δεν περιέχει διατάξεις ουσιαστικού δικαίου) υπό το πρίσμα των όσων δέχθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συναφείς υποθέσεις. Την ίδια αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδουν οι αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον ένατο αναιρετικό λόγο, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο με το να κρίνει ότι η ένδικη σύμβαση των αναιρεσειόντων δεν αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις επικαλούμενες στο αναιρετήριο ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 22 του Συντάγματος αναφορικά με την ομοιόμορφη μεταχείριση των εργαζομένων, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ και άρθρ. 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού η επιβαλλόμενη από τις ως άνω διατάξεις αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων προϋποθέτει οι εργαζόμενοι αυτοί, αφενός μεν να έχουν τα ίδια προσόντα και να εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αφετέρου δε να τελούν κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας (ΑΠ 1450/2017, 509/2016, 933/2015, 883/2014) και κατά συνέπεια προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας (ΑΠ 25/2018, 1052/2018, 109/2017, 1805/2017), πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε εν προκειμένω, αφού με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι ενάγοντες, αφενός μεν είχαν προσληφθεί με σύμβαση προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, γνωρίζοντας ότι θα απασχολούταν για τη κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του φορέα παροχής της εργασίας της, αφετέρου δε η πρόσληψη αυτών έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ ΑΠ 8/2013, 14/2004, 2/1989). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 12/1991), τούτο δε συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα ισχυρισμό (Ολομ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 217/2017, 984/2013). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τους τρίτο, έβδομο και όγδοο λόγους αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτούς και ειδικότερα τους αγωγικούς ισχυρισμούς τους, αναφορικά, α) με την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως "ισοδύναμο μέτρο" που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, β) με την εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 648, 669 ΑΚ και καταλήγοντας ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση οι διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και τη συμμόρφωση της Ελλάδας στα οριζόμενα στην Ευρωπαϊκή αυτή οδηγία με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 και γ) με την εφαρμογή των διατάξεων της ίδιας ως άνω οδηγίας, οι οποίοι (ισχυρισμοί) είναι ουσιώδεις για τη θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεών τους. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, καθόσον τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο για τη θεμελίωση αυτών, συνιστούν νομικά και πραγματικά επιχειρήματα, που διατυπώνονται από τους αναιρεσείοντες για να στηρίξουν τη βασιμότητα της αγωγής τους και επομένως δεν αποτελούν "πράγμα”, κατά την προεκτεθείσα έννοια. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008,14/2005, 42/2002), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για σφάλματα που έγιναν κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή τα σφάλματα αυτά αναφέρονται σε αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν μπορεί να δημιουργηθεί όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών(Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 497/2020, 1809/2008). Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν λάβει υπόψη του δικαστικές αποφάσεις που επιλύουν νομικά ζητήματα, δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ (ΑΠ 1469/1988). Στη προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ως αποδεικτικά μέσα τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία είχαν νόμιμα προσκομίσει και επικαλεστεί με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού, από τα οποία προέκυπτε η νομιμότητα της αγωγής τους. Ειδικότερα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του: α) τις υπ' αριθ. 18/2006 και 7/2011 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι οποίες επιλύουν τα σχετικά νομικά ζητήματα, στα οποία στηρίζεται εν μέρει η αγωγή τους και β) υπεύθυνες δηλώσεις μονίμων υπαλλήλων του αναιρεσιβλήτου, στις οποίες επιβεβαίωναν ότι αυτοί παρείχαν όμοια με αυτούς εργασία, τηρούσαν το νόμιμο ωράριο εργασίας και τελούσαν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο των προϊσταμένων και διευθυντών αυτού, αντίγραφα βεβαιώσεων, από τις οποίες προέκυπτε ο χρόνος παροχής της εργασίας τους, αντίγραφα των εγγράφων που εγχείριζαν στους συναλλασσόμενους και των παρουσιολογίων που τηρούσαν, εκ των οποίων πιστοποιείται το ενιαίο της εργασιακής σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους και έγγραφα από τα οποία προέκυπτε η συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, με τους ίδιους όρους και στις ίδιες θέσεις που κατείχαν μέχρι την απόλυσή τους. Οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως ελέγχονται ως απαράδεκτοι, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αγωγή και δεν προέβη σε έρευνα των πραγματικών ισχυρισμών των αναιρεσειόντων, ώστε να στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, ενώ η μη λήψη υπόψη των αποφάσεων της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσδίδει σε κάποιο αποδεικτικό μέσο αποδεικτική δύναμη μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που ορίζει ο νόμος. Στη προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ της ως άνω διάταξης αιτίαση, ότι, δηλαδή, δεν απέδωσε το Εφετείο την αποδεικτική δύναμη που είχαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 18/2006 και 7/2011, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν.2112/1920 παρέχουν πληρέστερη προστασία από αυτή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό αυτής ως ορισμένου χρόνου. Και ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προεκτέθηκε, το δικαστήριο της ουσίας δεν εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, αλλά απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη.
Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, κατά την σαφή έννοια του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. β ΚΠολΔ., η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι δε και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της υπάρξεως ή μη πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΟλΑΠ 2/2008, 10/2005, Α.Π. 1237/2014, 160/2013, 1662/2010). Πρέπει δε, για το ορισμένο του λόγου αυτού, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάστηκαν, καθώς και ο κανόνας δικαίου, την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου τα διδάγματα αυτά αφορούν, γιατί αλλιώς καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 960/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την προεκτεθείσα διάταξη πλημμέλεια που συνίσταται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγήθηκε στην κρίση της, κατά παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, τα οποία διδάγματα αυτά, ήτοι οι γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα, αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως λόγω της αοριστίας του, αφού δεν επικαλούνται οι αναιρεσείοντες ποιος κανόνας δικαίου παραβιάστηκε από το Εφετείο με τη μη εφαρμογή των επικαλούμενων διδαγμάτων κοινής πείρας, αλλά και διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά στην ερμηνεία κανόνων δικαίου, αλλά η χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας γίνεται για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη πραγματικών περιστατικών, η οποία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της σκέψης, δεν θεμελιώνει το λόγο αυτό από το άρθρο 559 αρ. 1 εδ β ΚΠολΔ.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του τελευταίου, το οποίο κατέθεσε προτάσεις (ΚΠολΔ 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-10-2019 (υπ' αριθ. καταθ. .../16.10.2019) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 4752/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ