Αριθμός 947/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μ. Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη - Εισηγήτρια, Μ. Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Δ. και Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μηνά Γρηγοριάδη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Γ. του Σ. και Ά., κατοίκου Γιαννιτσών, 2) Σ. Γ., χήρας Α., το γένος Α. Ν., κατοίκου Γιαννιτσών, 3) Μ. Β. συζ. Α., το γένος Λ. και Χ. Γ., κατοίκου ... του Δήμου Πέλλας, 4) Ε. Α. συζ. Ν., το γένος Λ. και Χ. Γ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, 5) Η. Κ. του Γ. και Μ., κατοίκου Γιαννιτσών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικής δεύτερης ενάγουσας, Μ. Κ. χήρας Γ., το γένος Δ. Γ., η οποία απεβίωσε και τη δίκη στην οποία μετείχε συνεχίζει ως κληρονόμος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, 6) Δ. Κ. του Γ. και Μ., κατοίκου Αθηνών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικής δεύτερης ενάγουσας, Μ. Κ. χήρας Γ., το γένος Δ. Γ., η οποία απεβίωσε και τη δίκη στην οποία μετείχε συνεχίζει ως κληρονόμος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Χατζημιχαηλίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-1-2015 (υπ. αριθμ. κατάθεσης …-7-2015) αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 451/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2703/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-12-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 2703/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης . Με την απόφαση αυτή έγινε τυπικά δεκτή και κατ' ουσίαν η έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της 451/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, με την οποία είχε απορριφθεί ως αόριστη αγωγή αναγνώρισης κυριότητάς (συγκυριότητάς) τους, και μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας επί της ως άνω αγωγής, την δέχθηκε ως βάσιμη κατ'ουσίαν και αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους του επίδικου ακινήτου. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ' αυτού μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίαση αυτού. Έτσι, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.
Συνεπώς η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό (corpus) και το βουλητικό (animus domini), το πρώτο από τα οποία εκδηλώνεται με υλικές (όχι απλώς νομικές) πράξεις φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος, το δε animus, δηλαδή το πνευματικό στοιχείο της νομής, υποδηλώνεται, είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, με πράξεις, τις οποίες επιχειρεί συνήθως ο ιδιοκτήτης του πράγματος ή ο αντιπρόσωπος του. Άσκηση νομής η οποία απαιτείται για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη (αλλά και με τακτική) χρησικτησία, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες πάνω σ' αυτό, που προσιδιάζουν στη/φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει με διάνοια κυρίου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων, οι ενέργειες για ένταξή του στο σχέδιο πόλεως, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση αυτού και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στα/χρόνο της χρησικτησίας. Μόνη η σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων ή άλλων νομικών πράξεων δεν αποτελεί πράξη νομής, όπως επίσης η υποβολή δηλώσεων ενώπιον φορολογικών αρχών και των αναδοχών κατά την κτηματογράφηση στα πλαίσια του Εθνικού Κτηματολογίου, όπως επίσης δεν αποτελεί πράξη νομής η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων και η χρήση τους στις διάφορες υπηρεσίες, καθώς περιορίζεται σε εντολή προς τον συντάκτη για επίσκεψη και περιγραφή του ακινήτου, αν όμως οι παραπάνω πράξεις συνδυάζονται και με άλλες πράξεις, τότε προσμετρώνται στις πράξεις νομής (ΑΠ 1079/2019, ΑΠ 80/2015, ΑΠ 26/2015). Για την έναρξη της εικοσαετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων, όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας. Η νομή που άπαξ έχει κτηθεί, εξακολουθεί να διατηρείται από το νομέα, εφόσον υφίσταται πάντοτε η θέλησή του να κατέχει το πράγμα και η επ' αυτού άσκηση φυσικής εξουσίας, αλλά δεν είναι απαραίτητο τη φυσική εξουσία να ασκεί διαρκώς και αδιαλείπτως δι'ενεργείας έργων επί του πράγματος ,ούτε να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει αδιάκοπα κατευθυνόμενη τη διάνοια κυρίου προς αυτό. Αρκεί να υφίσταται η δυνατότητα του νομέα να επενεργεί επί του πράγματος έργα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε προσωπική επαφή του νομέα προς το πράγμα, αρκούσας της δυνατότητας προσεγγίσεως του νομέα προς το πράγμα και της δυνατότητας τούτου όπως αποκλείσει τρίτον από τη φυσική εξουσία του. Εξάλλου, η απώλεια της νομής επέρχεται (άρθρο 981 ΑΚ) όταν παύσει η φυσική εξουσία επί του πράγματος ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα. Εάν όμως το ακίνητο πράγμα καταλήφθηκε από άλλον εν αγνοία του νομέα, η νομή επ' αυτού δεν χάνεται πριν ο νομέας πληροφορηθεί την κατάληψη και εφησυχάσει η επιχειρήσει την ανάκληση αυτοδυνάμως ή δικαστικώς και αποτύχει (ΑΠ 933/2012, ΑΠ 388/2010). Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 980, 981, 982, 984, 994, 1113 και 1884 AK προκύπτει ότι αν ο συγκύριος από κληρονομιά κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει αυτό για λογαριασμό και των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, εκτός αν καταστήσει γνωστό ότι νέμεται ολόκληρο το κοινό ή μεγαλύτερο από τη μερίδα του αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό (ΟλΑΠ 485/1982, ΑΠ 1526/2006) . Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση εκούσιας παράδοσης της νομής μετά από άτυπη διανομή ή δωρεά μεταξύ των συγκυρίων, εφόσον έκτοτε ο κατέχων το κοινό σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, οι δε υπόλοιποι που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούληση αυτή. Κατά μείζονα λόγο τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται, όταν ο ένας συγκληρονόμος παραχωρεί το μερίδιο του σε άλλο συγκληρονόμο (ΑΠ 1713/2006, ΑΠ 1410/2003). Τέλος, κατά τα άρθρα 1846, 1198, 1199 ΑΚ ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει επαγωγή, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 1198 ΑΚ, που ορίζει ότι χωρίς μεταγραφή στις περιπτώσεις των άρθρων 1192 ΑΚ εδάφια 2 έως 4 και 1193 ΑΚ δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο. Με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 ΑΚ η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του κληρονομούμενου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η μεν κυριότητα του κληρονομιαίου ακινήτου με το θάνατο του κυρίου παύει να υπάρχει γι' αυτόν, με την αυτοδίκαιη δε περιέλευση της περιουσίας του ως συνόλου στον κληρονόμο του, ο τελευταίος αποκτά αυτοδικαίως το κληρονομικό δικαίωμα που αποτελεί την ιδιάζουσα λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής, νομική αιτία κτήσεως της κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου.
Συνεπώς, μέχρι της μεταγραφής της αποδοχής η κυριότητα του κληρονόμου επί του κληρονομιαίου ακινήτου είναι μετέωρη, επέρχεται δε μόνον από τη διενέργεια αυτής, αναδρομικώς από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, χωρίς, πάντως, η αναδρομική αυτή ενέργεια να συνεπάγεται και την κατάλυση δικαιωμάτων τρίτων, που έχουν νόμιμα αποκτηθεί επί ακινήτου της κληρονομίας, όπως κυριότητα αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι τον χρόνο της μεταγραφής (ΑΠ 281/2019, ΑΠ 11/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 4979/2020, ΑΠ 1103/2011). Ο παραπάνω από τις διατάξεις του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως αυτός θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 893/2020, ΑΠ 462/2019). Επίσης, ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατά κανόνα ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ., 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ' άρθρο 340 ΚΠολΔ εκτιμηθούν "ελεύθερα”. Ο παραπάνω λόγος ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο και όχι αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αυτά αποδεικτικά μέσα, αφού τούτο ανήκει στην ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του (ΑΠ 601/2020, ΑΠ 208/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της 2703/2019 προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σε αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί αναγνώρισης της συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ’αριθμ. 18151/19-10-1987 τίτλου κυριότητας της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας Πέλλας, που μεταγράφηκε νόμιμα, στις 30-10-1987, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γιαννιτσών, ... περιήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΝΔ 1189/1972 και την υπ’αριθμ. 9203/87 απόφαση του Νομάρχη, στον Δ. Γ. του Α., παππού των πρώτου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτου και έκτης των εκκαλούντων και πεθερού της δεύτερης εκκαλούσας, γεωργικός κλήρος, αποτελούμενος από το υπ’αριθμ. ... αγροτεμάχιο (λαχανόκηπος) εμβαδού 9.500 τ.μ., που βρίσκεται εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος ……και αποτελεί τεμάχιο της οριστικής διανομής του έτους 1929, η οποία κυρώθηκε με το υπ’αριθμ. ΝΔ 4857/1930, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 396/30.... Ο Δ. Γ. του Α. απεβίωσε την 26-1-1970, πριν δε το θάνατο του συνέταξε... την υπ’αριθμ. ... δημόσια διαθήκη του με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του, τη σύζυγο του Σ. ... και τα τέκνα του από τον πρώτο του γάμο με την Ε. Γ., δηλαδή τον Α., σύζυγο της τρίτης ενάγουσας, τον Σ., πατέρα του πρώτου ενάγοντος, τη Μ., αρχικά δεύτερη ενάγουσα και δικαιοπάροχο των νυν πέμπτου και έκτου εκκαλούντων και τον Λ., πατέρα των τρίτης και τέταρτης των εναγόντων. Συγκεκριμένα, με την παραπάνω διαθήκη του ο κληρούχος εγκατέστησε κληρονόμους του επί του προαναφερόμενου υπ' αριθμ. ... αγρού του, εμβαδού 9.500 τ.μ., σε έκταση μεν τριών στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου, τη σύζυγο του Σ., σε έκταση τριών στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου, τον υιό του Α., σε έκταση δύο στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου, τον υιό του Σ. και σε έκταση ενός και ήμισυ στρεμμάτων, τον υιό του Λ.. Το προαναφερόμενο, αγροτεμάχιο (λαχανόκηπο), κατείχε ο κληρούχος πριν την οριστική παραχώρησή του σ' αυτόν, καλλιεργώντας τον με λαχανικά. Μετά το θάνατο του κληρούχου, η σύζυγος του Σ., την άνοιξη του έτους 1972, δώρισε άτυπα το εξ αδιαιρέτου μερίδιό της στον πιο πάνω αγρό, ανερχόμενο σε 3.000 τ.μ. (επίδικο) στα τέσσερα τέκνα του συζύγου της, τον Α., τον Σ., τον Λ. και τη Μ., καθώς η ίδια δεν είχε αποκτήσει τέκνα από το γάμο της, τα τελευταία δε, συνέχισαν να καλλιεργούν το πιο πάνω δωρηθέν από τη σύζυγο του πατέρα τους εξ αδιαιρέτου ποσοστό του αγροτεμαχίου, από κοινού με την υπόλοιπη έκταση του υπ' αριθμ. ... αγροτεμαχίου, που όπως προαναφέρθηκε, με την ίδια διαθήκη είχε καταλείψει ο διαθέτης-πατέρας τους σ' αυτούς, ως μια ενιαία καλλιέργεια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ασκούσαν επί του αρχικού ακινήτου (αγροτεμαχίου) όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής με την καλλιέργεια αυτού, κατά μεν τη χρονική περίοδο από το έτος 1972, οπότε εγκαταστάθηκαν στη νομή του, τα τέκνα του κληρούχου, Α.ς, Σ.ς και Λ.ς, καλλιεργώντας το με σαλάτες εποχής (λάχανα, μαρούλια, ντομάτες, παντζάρια, πράσα, κρεμμύδια κλπ), τις οποίες πωλούσαν εν συνεχεία σε λαϊκές αγορές, ενώ μετά τη μεταβίβαση των περιελθόντων σ' αυτούς ποσοστών τους ο Α.ς και ο Σ.ς στις συζύγους τους Σ. και Ά., αντίστοιχα, η καλλιέργεια του επιδίκου από κοινού με το όλο αγροτεμάχιο συνεχίστηκε από τις τελευταίες, καλλιέργεια που εξακολούθησε και μετά την ένταξη του αγροτεμαχίου στο σχέδιο πόλης με την υπ' αριθμ. ... πράξη εφαρμογής και έως το έτος 2010, και τούτο διότι στο επίδικο, ευρισκόμενο στα όρια της πόλης των Γιαννιτσών, δεν επήλθε καμία μεταβολή ως προς τη μορφολογία του, ενώ για την επόμενη διετία, το όλο αγροτεμάχιο οι προαναφερθέντες ενάγοντες το καλλιεργούσαν με σιτηρά, μετά δε το έτος 2012 το όλο αγροτεμάχιο έμεινε μεν ακαλλιέργητο, πλην όμως οι ενάγοντες δεν έπαψαν να εμφανίζονται ως συγκύριοι αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, ενώπιον των αρμοδίων αρχών ασκώντας με τους προαναφερόμενους τρόπους, όλα τα δικαιώματά τους για την προστασία της κυριότητάς τους, επιτηρώντας αυτό. Ειδικότερα, εντός του επιδίκου υπήρχε κτίσμα εμβαδού 30 τ.μ. και σπιτάκι για τις αγροτικές δουλειές, καθώς και γεώτρηση, το τίμημα για το ηλεκτρικό ρεύμα για τη λειτουργία της οποίας κατέβαλε, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση αντίγραφα των λογαριασμών της ΔΕΗ, ο Α. Γ.. Για τις παραπάνω πράξεις νομής των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους, μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσών, ο Η. Κ., ο οποίος περιέγραψε τόσο την καλλιέργεια του επιδίκου από τους ενάγοντες, κατά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους, όσο και τα διαφορετικά είδη καλλιέργειας αυτού, ανέφερε δε και το χαρακτηριστικό περιστατικό του ότι η επιτροπή του ιερού ναού της Αγίας Παρασκευής, που κείται έναντι του επιδίκου, επιθυμώντας να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο του ναού καθώς και το γειτνιάζον μ' αυτό τμήμα του επιδίκου, που κατά τον χρόνο εκείνο είχε αφεθεί ακαλλιέργητος, απευθύνθηκε στους ενάγοντες προκειμένου να λάβει τη σχετική άδεια από τους τελευταίους για την φύτευση κάποιων δένδρων ελιάς. Η καλλιέργεια του επιδίκου από πλευράς των εναγόντων προκύπτει άλλωστε και από τα προσκομιζόμενα με επίκληση τιμολόγια πώλησης κηπευτικών, χωρίς ασφαλώς από το γεγονός ότι στα τιμολόγια αυτά αναγράφεται ότι η διεύθυνση της μεν παραγωγού - πωλήτριας Μ. Β., είναι το Παλαίφυτο του νομού Πέλλας, του δε Λ. Γ. οι ….. του νομού Πέλλας, να προκύπτει, όπως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος ότι τα αγροτεμάχια από τα οποία συγκομίσθηκαν τα κηπευτικά αυτά κείνται στο Παλαίφυτο και στους Γαλατάδες, αλλά αντίθετα το Παλαίφυτο και οι Γαλατάδες αντίστοιχα είναι ο τόπος κατοικίας των παραγωγών αυτών ... Η κρίση του Δικαστηρίου περί άσκησης πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους ενάγοντες" συνεχίζει το Εφετείο, "δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Ε. Κ., τοπογράφου, ο οποίος στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας και κατ'εντολή του νυν εφεσίβλητου, επισκέφθηκε για πρώτη φορά το επίδικο το έτος 2002, οπότε και προέβη σε εμβαδομέτρηση του όλου ακινήτου και ασφαλώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιος το κατείχε μέχρι τότε, εάν εκαλλιεργείτο μέχρι τότε και με τι είδους καλλιέργειες. Το έτος 2002 , ο πιο πάνω μάρτυρας προέβη σε οριοθέτηση του όλου ακινήτου, τοποθετώντας απλώς πασαλάκια στις τέσσερεις γωνιές, όπως κατέθεσε, σε ακίνητο που εκείνη τη στιγμή ήταν ακαλλιέργητο, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου περί άσκησης πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους ενάγοντες κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, δεδομένου ότι και οι ίδιοι οι ενάγοντες αναφέρουν και ο μάρτυράς τους κατέθεσε ότι η καλλιέργεια του επιδίκου σταμάτησε το έτος 2002 και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούν την εμφάνιση του ως άνω μάρτυρος στο επίδικο, το οποίο σε κάθε περίπτωση κατά το χρονικό εκείνο σημείο επιτηρούσαν μεν, αλλά ασφαλώς όχι όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου και όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Επιπλέον και η αναφορά του ίδιου μάρτυρος, ότι ο εργάτης που είχε μαζί του κατά την καταμέτρηση του επιδίκου, ενδιαφερόμενος για τη μίσθωση αυτού μια και το είδε ακαλλιέργητο, απευθύνθηκε στον εφεσίβλητο, δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα ως προς την άσκηση πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους ενάγοντες και τούτο διότι η πρόταση αυτή του εργάτη προς τον εφεσίβλητο, αποτελεί λογική ακολουθία του γεγονότος ότι ο τελευταίος (εφεσίβλητος) εμφανιζόμενος ως συγκύριος του επιδίκου ζήτησε από τον μάρτυρα την εμβαδομέτρηση αυτού και συνεπώς, αληθής υποτιθέμενος ο πιο πάνω ισχυρισμός, κατά την κοινή πείρα και λογική είναι προφανές ότι ο υποψήφιος μισθωτής θα απευθυνόταν στον εφεσίβλητο, φερόμενο συγκύριο του επιδίκου και όχι στους άγνωστους σ' αυτόν ενάγοντες. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι σε όλες τις παραπάνω πράξεις νομής επί του επιδίκου οικοπέδου, προέβησαν οι εκκαλούντες, ως αποκλειστικοί συγκύριοι αυτού, με βάση την προηγηθείσα άτυπη δωρεά του τμήματος των 3.000 τ.μ. από τη Σ. προς αυτούς χωρίς ασφαλώς να απαιτείται για την κατάρτιση αυτής η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εφεσίβλητος, μέχρι δε το έτος 2011, δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, η άτυπη μεταβίβαση του εν λόγω ποσοστού εξ αδιαιρέτου, από τη Σ. προς τους ενάγοντες και τους δικαιοπαρόχους τους, ούτε προβλήθηκε καμία αξίωση επί του ακινήτου αυτού από κανένα, ούτε ασκήθηκαν ποτέ πράξεις νομής από κανένα άλλο και ειδικότερα από την αδελφή της Σ., Τ. Β.. Η τελευταία, μόνη πλησιέστερη συγγενής της Σ.ς χήρας Δ. Γ., με την υπ' αριθμ. ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του άλλοτε συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, αφενός αποδέχθηκε την κληρονομιά της αποβιώσασας αδελφής της, Σ.ς, αφετέρου αποδέχθηκε για λογαριασμό της αδελφής της την κληρονομιά που της κατέλιπε ο κληρούχος-σύζυγός της. Εν συνεχεία την 28-9-1995 απεβίωσε στα Γιαννιτσά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, η Τ. συζ. Ε. Κ., κληρονομήθηκε δε εξ αδιαθέτου από το σύζυγο της Ε. Κ. και τα τρία τέκνα της, Χ., Ι. και Δ., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από τον καθένα. Εν συνεχεία την 12-10-1995 απεβίωσε στα Γιαννιτσά, ο Ε. Κ., καταλείποντας την υπ’αριθμ. ... δημόσια διαθήκη του που είχε συντάξει ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ..., που δημοσιεύθηκε νόμιμα, εγκατέστησε κληρονόμους του τα τέκνα του υιού του Δ., δηλαδή τους Ι., Χ. και Ε., αρχικώς υπό στοιχ. 6, 7 και 8 εναγομένους και ήδη ο τελευταίος από αυτούς, μοναδικός εφεσίβλητος. Με την προαναφερθείσα διαθήκη του ο κληρονομούμενος δεν ανέφερε ρητά ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του στην οποία εγκατέστησε τους προαναφερθέντες εγγονούς του, αλλά κατέλειπε στους τελευταίους "και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό του στοιχείο ήθελε βρεθεί κατά την ημέρα του θανάτου του, οι εγγονοί του δε με την υπ’αριθμ. ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος παππού τους, την κληρονομιά που είχε περιέλθει σ'αυτόν από τη σύζυγο του και γιαγιά των ιδίων, Τ., στην οποία περιέλαβαν και το επίδικο ακίνητο. Παράλληλα, ο πατέρας των αρχικώς 6ου, 7ου και 8ου των εναγομένων και σύζυγος της 9ης εναγομένης Δ. Κ., ο οποίος είχε αποδεχθεί με την υπ' αριθμ. ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά της μητέρας του Τ., ανερχόμενη σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, μεταξύ των άλλων, αποδέχθηκε και το επίδικο ακίνητο, μετά δε τον επισυμβάντα στις 17-8-2009 θάνατο αυτού, χωρίς διαθήκη, τον κληρονόμησαν κατά ποσοστό 0,75/12 καθένα από τα προαναφερθέντα τέκνα του, δηλαδή ο Ι., Χ. και Ε. (εφεσίβλητος) και η σύζυγος του Α., αρχικά 9η των εναγομένων, από τους οποίους οι τρεις πρώτοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ'αυτούς κληρονομιά του πατέρα τους με την υπ’αριθμ. ... πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Γιαννιτσών ..., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα και με τρόπο αυτό, ο νυν εφεσίβλητος φέρεται να κατέστη συγκύριος κατά ποσοστό 1,75/12 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου. Όμως, κατά το χρονικό σημείο αυτό, οι ενάγοντες είχαν ήδη αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά ο καθένας, με έκτακτη χρησικτησία (πρωτότυπο τρόπο), νεμόμενοι το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας το, ενώ πριν απ'αυτούς στη νομή του βρίσκονταν οι δικαιοπάροχοι γονείς τους, από το έτος 1972, με συνέπεια με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους να έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπο των εναγόντων, το 1992, εικοσαετής χρόνος νομής (άρθρα 1045 και 1051 ΑΚ), του κείμενου στην επαρχία Γιαννιτσών του ν. Πέλλας, επίδικου ακινήτου. ‘Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, εφόσον οι ενάγοντες είχαν αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, που συμπληρώθηκε το έτος 1992, ήτοι σε χρόνο, που η κυριότητα αυτού, ως κληρονομιαίου, ήταν μετέωρη και τελούσε υπό την αίρεση της μεταγραφής της κληρονομιάς, δεν μπορεί να καταλυθεί, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής της αποδοχής από πλευράς του εναγομένου, το εν λόγω δικαίωμα κυριότητος των εναγόντων. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι λοιποί φερόμενοι συγκύριοι του επιδίκου, δηλαδή τα τέκνα της Τ., Χ. και Ι., όχι μόνο δεν προέβησαν στην αποδοχή της κληρονομιάς, αλλά αντίθετα η σύζυγος του τελευταίου, Έ. - Έ. Κ., το γένος Φ. Β., εξεταζόμενη ως μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως, αφενός μεν ότι ο σύζυγος της όσο και ο αδελφός του, δεν ενδιαφερόταν για το επίδικο, προσέθεσε δε και ένα χαρακτηριστικό περιστατικό αναφορικά με τις συνθήκες αποδοχής της κληρονομιάς του επιδίκου από την Τ., καταθέτοντας ότι αυτή (αποδοχή) έγινε κατόπιν "πιέσεων" της μητέρας του νυν εφεσίβλητου και αρχικά ένατης εναγομένης, Α., χήρας Δ. Κ., αφετέρου δε ότι η Τ. δεν επιθυμούσε να προβεί στην αποδοχή της κληρονομιάς της αδελφής της, όσον αφορά το επίδικο ακίνητο, το οποίο (ακίνητο) σε κάθε περίπτωση δεν καταλείφθηκε σ' αυτήν με διαθήκη της αδελφής της. Στο συμπέρασμα αυτό, περί ελλείψεως βούλησης της Τ. να αποδεχθεί την κληρονομιά της αδελφής της, οδηγήθηκε η μάρτυρας από το γεγονός ότι η Τ. έκλαιγε παρουσία της ίδιας, δηλώνοντας ότι δεν θέλει να προβεί στην αποδοχή κληρονομιάς, για να μη χαλάσει τις σχέσεις της με την οικογένεια των εναγόντων, γνωρίζοντας προφανώς ότι η αδελφή της είχε εν ζωή μεταβιβάσει το επίδικο στα παιδιά του συζύγου της, δικαιοπαρόχους των εναγόντων. Επομένως, απορριπτέα ως κατ'ουσίαν αβάσιμη κρίνεται η από τον 8° εναγόμενο και ήδη μοναδικό εφεσίβλητο προταθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφερόμενη κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ένσταση ιδίας κυριότητας κατά ποσοστό 1,75/12 εξ αδιαιρέτου. Εξάλλου, οι λοιποί αρχικά εναγόμενοι, δήλωσαν ότι δεν διεκδικούν το επίδικο ακίνητο, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις των εναγόντων - εκκαλούντων, λόγο άλλωστε για τον οποίο οι τελευταίοι παραιτήθηκαν, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από τη σε βάρος τους ασκηθείσα κρινόμενη αγωγή”. Και καταλήγει το Εφετείο ότι από "όλα τα παραπάνω, εφόσον, οι εκκαλούντες ενάγοντες νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο ως αποκλειστικοί κύριοι αυτού, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά ο καθένας και με τον ειδικότερο τρόπο, από το χρόνο της δωρεάς αυτού (1972) στους δικαιοπαρόχους τους και μέχρι την άσκηση της ένδικης υπ' αριθμ. καταθέσεως .../2015 αγωγής τους, δηλαδή, για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών, συμπληρώθηκε στο πρόσωπο τους η απαιτούμενη για την κτήση κυριότητας, με έκτακτη χρησικτησία, εικοσαετής νομή (άρθρο 1045 ΑΚ) και έτσι, κατέστησαν συγκύριοι του εν λόγω ακινήτου, όπως βάσιμα ισχυρίζονται αυτοί, με την αγωγή τους, χωρίς να έχει διακοπεί η χρησικτησία τους, αφενός μεν από το γεγονός ότι από το έτος 2012 ο αγρός παρέμεινε ακαλλιέργητος, αφετέρου δε από τη σύνταξη των προαναφερομένων αποδοχών κληρονομιάς από πλευράς του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του και τούτο διότι η μεν νομή του επιδίκου δεν απωλέσθηκε λόγω της μη καλλιέργειας του από το 2012 και επέκεινα, αλλά αντίθετα οι ενάγοντες συνέχισαν και μετά το χρόνο εκείνο (2012) να νέμονται το επίδικο με την επίβλεψη αυτού, αφετέρου δε οι επικαλούμενες από τον εναγόμενο πράξεις (αποδοχές κληρονομιάς), οι οποίες κατά το χρόνο εκείνο μετεγράφοντο στη μερίδα του κυρίου και όχι του ακινήτου, δεν εντάσσονται... στις πράξεις εκείνες που σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 1048 και 1049 ΑΚ, διακόπτουν τη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με τις προαναφερθείσες ενέργειες ο εναγόμενος αμφισβητεί την συγκυριότητα των εναγόντων επί του επιδίκου, η δε αναγνώριση του δικαιώματός τους είναι το πρόσφορο μέσο για την αποτροπή βλάβης των εναγόντων από την αβεβαιότητα που δημιουργείται και έτσι έχουν έννομο συμφέρον. Με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων, εξαφάνισε την 451/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, που είχε απορρίψει την αγωγή τους ως αόριστη, και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της αγωγής αυτής, την έκανε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου τον καθένα του επιδίκου ακινήτου. Ειδικότερα δέχθηκε το Εφετείο: α) ότι το έτος 1972, η σύζυγος του πατέρα των δικαιοπαρόχων των εναγόντων δώρισε άτυπα σε αυτούς το εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητάς της 3.000 τ.μ. επί του κείμενου στην κτηματική περιφέρεια Γιαννιτσών του Νομού Πέλλας μείζονος ακινήτου, το οποίο οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, κύριοι ποσοστών εξ αδιαιρέτου του ίδιου ακινήτου και στη συνέχεια οι ίδιοι οι ενάγοντες νεμήθηκαν με διάνοια κυρίου, ενεργώντας σε αυτό εμφανείς πράξεις νομής δια της καλλιέργειάς του με διάφορα είδη λαχανικών και μεταγενέστερα με την επιτήρησή του, και συνεπώς, μετά την πάροδο εικοσαετίας το έτος 1992, είχαν αποκτήσει επί του επιδίκου, δικαίωμα κυριότητας στο πρόσωπο τους με την προσμέτρηση στη δική τους νομή και της νομής των δικαιοπαρόχων τους, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, β) ότι η χρησικτησία των εναγόντων δεν διακόπηκε από το γεγονός, ότι από το έτος 2012 ο αγρός παρέμεινε ακαλλιέργητος, αλλά οι ίδιοι συνέχισαν να το νέμονται και μετέπειτα με την επίβλεψη αυτού, ούτε από τις επικαλούμενες από τον εναγόμενο πράξεις (αποδοχές κληρονομιάς), οι οποίες δεν εντάσσονται στις πράξεις εκείνες που σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 1048 και 1049 ΑΚ, διακόπτουν τη χρησικτησία, γ) ότι εφόσον η χρησικτησία των εναγόντων είχε ήδη αποκτηθεί σε χρόνο (1992), που η κυριότητα του ως κληρονομιαίου, ήταν μετέωρη και τελούσε υπό την αίρεση της μεταγραφής της κληρονομιάς, δεν μπορεί να καταλυθεί, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της μεταγραφής της αποδοχής από πλευράς του εναγομένου, δ) ότι στην περίπτωση, όπως η συγκεκριμένη, που παραχωρήθηκε μερίδιο επί του όλου ακινήτου από συγκληρονόμο στους άλλους συγκληρονόμους, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 980, 982, 984, 1113, 1884, από τις οποίες προκύπτει ότι, αν ο συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το ακίνητο, θεωρείται ότι το κατέχει για λογαριασμό και των λοιπών συγκοινωνών και δεν ασκεί νομή χρησικτησίας, πριν να γνωστοποιήσει στους λοιπούς συγκληρονόμους ότι νέμεται ολόκληρο το ακίνητο αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ως άνω διατάξεις, ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον περιέλαβε σ' αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και ειδικότερα με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του Δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και συγκεκριμένα σχετικά με το ότι οι ενάγοντες απέκτησαν συγκυριότητα επί του επίδικου εξ αδιαιρέτου ποσοστού των 3.000 τ.μ. του ως άνω μείζονος ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, τη νομή του οποίου ουδέποτε απώλεσαν, ούτε καταλύθηκε το δικαίωμα συγκυριότητας τους επί τούτου. Επομένως είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως κατά το μέρος τους, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του αριθμού 19 του άρθρου ΚΠολΔ. Τα παραπάνω δε ισχύουν ανεξαρτήτως της αοριστίας του μέρους του πρώτου ως άνω λόγου, εξαιτίας του ότι ο αναιρεσείων δεν μνημονεύει στο αναιρετήριο, τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, ανεπάρκεια ή αντίφαση αιτιολογιών (ΑΠ 829/2019, 1551/2018, ΑΠ 766/2017). Επιπλέον, αμφότεροι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως κατά τα λοιπά είναι απαράδεκτοι, επειδή, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στις ως άνω διατάξεις του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του Εφετείου (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο ίδιος δε πρώτος λόγος αναιρέσεως, ως προς μέρος του, με το οποίο, ο αναιρεσείων αποδίδει πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι αυτή παραβίασε σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων τους ορισμούς των άρθρων 432 και 438 ΚΠολΔ, αποδίδοντας μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη σε αποδεικτικά μέσα των αναιρεσιβλήτων, χωρίς να αξιολογεί τα εξ ίσου σημαντικά αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε μετ'επικλήσεως αυτός, είναι αβάσιμος, καθόσον, το Εφετείο, κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα εκτιμώντας ελεύθερα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, όλα τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει σε κάποιο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν είχε από το νόμο .
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 7/2002). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται στον υπαίτιο αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 8/2001). Ειδικότερη μορφή καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος συνιστά η αποδυνάμωση δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αποδυναμώνεται και, άρα, δεν μπορεί να ασκηθεί, όταν ο δικαιούχος, αφενός αδράνησε επί μακρόν και αφετέρου δημιούργησε με τη συμπεριφορά του εύλογα στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν επιθυμεί να ασκήσει πλέον το δικαίωμά του, υπό τις συνθήκες δε αυτές η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο, εφόσον συνεπάγεται δυσμενείς - επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, αποτελεί ενέργεια ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά του δικαιούχου και αντίκειται, προφανώς, στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών της ΑΚ 281 είναι δηλαδή καταχρηστική (ΑΠ 502/2021, ΑΠ 200/2018). Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως μπορεί να αντιταχθεί και κατά της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής δικαιώματος επί ακινήτου το οποίο αποτελεί τεμάχιο παραχωρηθέντος, κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, αγροτικού κλήρου. Εντεύθεν δε η μακροχρόνια αδράνεια του κληρούχου να ασκήσει κατά του τρίτου τις προαναφερόμενες προστατευτικές της νομής του εξουσίες, συνδυαζόμενη με ειδικές περιστάσεις και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί προεκτεθέντες όροι του άρθρου 281 ΑΚ, μπορεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση, από τον κληρούχο ή τους διαδόχους του .διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητος αγωγής κατά του τρίτου, μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου και την συνακόλουθη έκτοτε απόκτηση δικαιώματος κυριότητος (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1473/2012).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήσαν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 1/2013). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ενώ ο έλεγχος γίνεται με βάση τις παραδοχές της απόφασης και μόνον (ΑΠ 571/2017, ΑΠ 1682/2013, ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι το Εφετείο, το οποίο με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, την παραδεκτά προβαλλόμενη ένσταση του ίδιου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων προς απόκρουση της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, παραβίασε ευθέως την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Σχετικά δε με την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων για την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: " ...
Εν προκειμένω ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε... ότι η άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων παρίσταται καταχρηστική, γιατί ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του προέβησαν σε πράξεις εκδήλωσης της συγκυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο, με τις αλλεπάλληλες, συνεχείς και αδιάκοπες αποδοχές κληρονομιάς και τις μεταγραφές των παραπάνω τίτλων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, καταβάλλοντος τον ανάλογο φόρο καθώς και με την υποβολή της αίτησης από τη θυγατέρα του αρχικά πρώτου εναγομένου και μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, περί μεταγραφής του τίτλου κυριότητας του αρχικού κληρούχου αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, ο οποίος εκδόθηκε μετά το θάνατο του κληρούχου καθώς και με την άσκηση των υλικών εμφανών πράξεων νομής επί του ακινήτου αυτού, οι δε ενάγοντες αποσκοπούν στην ιδιοποίηση του επιδίκου, επειδή αυτό καταλείφθηκε από τον πατέρα τους όχι στους ίδιους αλλά στη δεύτερη σύζυγο του, απώτερη δικαιοπάροχη του ίδιου. Από τα ως άνω όμως αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ασκούν το αγωγικό τους δικαίωμα καθ' υπέρβαση των ορίων που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά η άσκηση ένδικης αγωγής οφείλεται στην ανάγκη προστασίας του δικαιώματος συγκυριότητάς τους επί του τμήματος των 3.000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου, δικαίωμα το οποίο αμφισβητεί με τις ενέργειές του ο εναγόμενος και χρήσει συνεπώς δικαστικής προστασίας”. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση ελέγχεται, από τον αναιρεσείοντα, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, το Εφετείο, το οποίο διαλαμβάνοντας στις παραδοχές του ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν άσκησαν παράνομα και καταχρηστικά με την ένδικη αγωγή τους το δικαίωμα συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου τμήματος των 3.000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, το οποίο αμφισβητεί με τις ενέργειές του ο αναιρεσείων και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, την έχουσα το συγκεκριμένο περιεχόμενο ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό του και δικαιολογούσαν την εφαρμογή του, ενόψει και των κατά τα ως άνω παραδοχών του περί μη βασιμότητας των επικαλουμένων από τον αναιρεσείοντα πραγματικών περιστατικών προς θεμελίωση της σχετικής ενστάσεως αυτού. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της 2703/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων ως ηττηθείς διάδικος στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2020 αίτηση του Ε. Κ. για αναίρεση της 2703/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ