Αριθμός 948/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 12η Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέα Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Β. του Α. και Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Αρώνη, η οποία διορίστηκε σύμφωνα με το ν.3226/2004 και την υπ' αριθμ. …/2020 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Λ. Ι., το γένος Τ. (G.) και Κ. (C.) Μ. (B.), χήρας Δ. Ι., 2) Ε.-Ζ. Ι. του Δ. και Μ. (M.), κατοίκων ... Η.Π.Α., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11680/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1422/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο αναιρεσείων παραστάθηκε όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔικ προκύπτει, ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο διάδικος που δεν εμφανίσθηκε ή αν και εμφανίσθηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν όμως κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προχωρεί η συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση από την προσκομιζόμενη με επίκληση, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση της υποθέσεως αναιρεσείοντα, .../2.10.2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ... του …, προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας , επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρεξούσια δικηγόρο Θεσσαλονίκης, ..., η οποία παραστάθηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τη δικάσιμο της 7ης.2.2020, εκπροσωπώντας τις αναιρεσίβλητες και υπέγραψε τις από 7.2.2020 προτάσεις τους. Οι αναιρεσίβλητες δεν εμφανίσθηκαν, κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατατέθηκε δήλωση κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 576 &1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. η συζήτηση της υποθέσεως πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία τους.
Η υπό κρίση, από 10.9.2020 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 1422/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 11680/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή αναγνώρισης συννομής των αναιρεσιβλήτων και απόδοσης του επιδίκου ακινήτου. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 και 987 ΑΚ προκύπτει ότι κάθε προσβολή της νομής, δηλαδή κάθε αποβολή ή διατάραξη αυτής που γίνεται παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα, παρέχει στον τελευταίο αγωγή που τείνει σε αποκατάσταση της πριν από την προσβολή κατάστασης. Προσβολή δε της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα που επάγεται είτε αποβολή του νομέα από τη νομή, είτε διατάραξη στην άσκηση της νομής του. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ οι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη. Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την αποβολή ή τη διατάραξη, ανεξαρτήτως γνώσης ή άγνοιας του νομέα (ΑΠ 647/2016, ΑΠ 306/2004, ΑΠ 771/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ. 334/2021, ΑΠ 65/2020). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήσαν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 1/2013). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ενώ ο έλεγχος γίνεται με βάση τις παραδοχές της απόφασης και μόνον (ΑΠ 571/2017, ΑΠ 1682/2013, ΑΠ 10/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες είναι συννομείς κατά ποσοστό 9,375% εξ αδιαιρέτου η πρώτη και 65,625% η δεύτερη ενός ακινήτου συγκεκριμένα ενός αυτοτελούς και διηρημένου διαμερίσματος του τελευταίου εν εσοχή ορόφου (8ος όροφος) που βρίσκεται επί της οδού ..., στην Θεσσαλονίκη, με πρόσοψη στην οδό …, εμβαδού 118,60 τ.μ... με μία αποθήκη στο υπόγειο της οικοδομής, εμβαδού 2 τ.μ. περίπου, ως παρακολούθημά του, με ποσοστό 4,34% εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους της ως άνω οικοδομής. Συννομέας δε του επίδικου ακινήτου, κατά το λοιπό εξ αδιαιρέτου ποσοστό 25%, καθίσταται και η μη διάδικος εν προκειμένω Ε. - Ε. Ι., θυγατέρα του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Το ανωτέρω διαμέρισμα ανήκε αρχικά στον Α. Ι. και μετά το θάνατο του δυνάμει της με αρ. ... πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που μεταγράφηκε νόμιμα... περιήλθε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή α) κατά ποσοστό 3/8 (37,5%) εξ αδιαιρέτου στον δικαιοπάροχο των εναγουσών και υιό του Δ. Ι., β) κατά ποσοστό 3/8 (37,5%) εξ αδιαιρέτου στον εναγόμενο, επίσης υιό του και γ) κατά ποσοστό 2/8 (25%) εξ αδιαιρέτου στη σύζυγο του Ε. χήρα Α. Ι.... Στη συνέχεια, δυνάμει του με αρ. ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, ..., που μεταγράφηκε νόμιμα... ο εναγόμενος πώλησε το ιδανικό του μερίδιο επί του επιδίκου, στη δεύτερη των εναγουσών Ε. - Ζ. Ι.. Ακολούθως, ο Δ. Ι. αποβίωσε στις 21-2-2013, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τις ενάγουσες, ήτοι την χήρα και την κόρη του, κατά ποσοστό 25% η πρώτη και κατά ποσοστό 75% η δεύτερη. Οι τελευταίες, δυνάμει της με αρ. ... πράξεως δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, ..., η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα, στις 26-5-2016 και με αριθμό (καταχώρησης) … στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Θεσσαλονίκης... αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομιά και έτσι κατέστησαν συννομείς του επιδίκου κατά ποσοστό 9,375% η πρώτη και κατά ποσοστό 65,625% (28,125% + 37,5%) η δεύτερη. Τέλος, η τρίτη κληρονόμος του Α. Ι., μητέρα του εναγομένου, απεβίωσε στις 8-2-2016, καταλείποντας με την με αρ. ... δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ... και δημοσιεύθηκε με το υπ'αρ. ... πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κατέλιπε το ιδανικό της μερίδιο των 2/8 (25%) εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου, στη θυγατέρα του εναγομένου, Ε. - Ε. Ι. του Β., ενώ ταυτοχρόνως κατέλειψε στον εναγόμενο το δικαίωμα συνοίκησης στο ως άνω ακίνητο κατά το ανήκον σε αυτήν εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Αν και με την ως άνω διαθήκη δεν συνεστήθη νομίμως, δικαίωμα οικήσεως, επί του επιδίκου ακινήτου, καθότι, η δουλεία οικήσεως, είναι δικαίωμα αδιαίρετο, και στην προκειμένη περίπτωση η σύσταση αφορούσε ιδανικό μόνο μερίδιο του επιδίκου ακινήτου διαμερίσματος... τόσο οι ενάγουσες, οι οποίες κατοικούν μόνιμα στο εξωτερικό (Πενσυλβάνια Αμερικής), όσο και η μη διάδικος, εν προκειμένω Ε. - Ε. Ι. του Β. συννομέας του λοιπού εξ αδιαιρέτου ποσοστού (25%) θεωρούσαν ότι συνεστήθη νομίμως και ότι ο εναγόμενος είχε δικαίωμα συνοίκησης επί του επιδίκου ακινήτου. Έτσι ο εναγόμενος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο επίδικο ακίνητο το έτος 2003, προκειμένου να φροντίζει την υπέργηρη μητέρα του εξακολούθησε να διαμένει σ'αυτό και μετά το θάνατο της, δυνάμει πλέον του ως άνω (μη νομίμως) συνεστημένου δικαιώματος (συν)οίκησης. Με την ιδιότητά του μάλιστα αυτή, ο εναγόμενος συνέπραξε στην κατάρτιση του από 1.9.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού (όρος 2) με θέμα την εκποίηση του ως άνω ακινήτου, το οποίο υπέγραψε για λογαριασμό των εναγουσών ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος του. Με το περιεχόμενο του ως άνω συμφωνητικού συμφωνήθηκε η πώληση του επιδίκου ακινήτου, με το ανώτατο δυνατό τίμημα και χαμηλότερο τίμημα, το ποσό των 245.000 ευρώ, και ακόμα την μείωση αυτού "εάν παρά τις προσπάθειες των μερών το επίδικο ακίνητο δεν πωληθεί μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 2016”, στο χαμηλότερο τίμημα των 235.000 ευρώ. Μάλιστα, στο περιεχόμενο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, υπάρχει ειδική συμφωνία για τη συμμετοχή του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος στο ποσό του τιμήματος (όρος 4) Συγκεκριμένα αναφέρεται επί λέξει "προς το σκοπό συμβιβασμού των διαφορών που έχουν ανακύψει μεταξύ των μερών, αναφορικά με το δικαίωμα συνοίκησης του τέταρτου συμβαλλόμενου και προς αποφυγή μακρόχρονου και πολυέξοδου δικαστικού αγώνα τα μέρη συμφωνούν το τίμημα της πώλησης να επιμερισθεί ως εξής α) τα πρώτα δύο συμβαλλόμενα μέρη θα λάβουν το 62% του τιμήματος πώλησης και β) το τρίτο συμβαλλόμενο μέρος θα λάβει ποσοστό 38% του τιμήματος πώλησης, από το οποίο θα αποζημιώσει το τέταρτο συμβαλλόμενο μέρος, για το δικαίωμα συνοίκησής του. Ακόμα, με τον πέμπτο όρο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, ο εναγόμενος, αναλαμβάνει την υποχρέωση, να παραιτηθεί από το δικαίωμα συνοίκησης πριν ή μετά την υπογραφή του συμβολαίου πώλησης. Από όλα ανωτέρω, συνάγεται η ασφαλής κρίση, ότι ο εναγόμενος διέμενε κατά τον παραπάνω χρόνο στο επίδικο ακίνητο, δυνάμει του δικαιώματος συνοίκησης που αναφέρθηκε, και όχι δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου, που είχε συνάψει με τις ενάγουσες συγκύριες και συννομείς του επιδίκου ακινήτου ή έστω κάποιας άλλης ενοχικής συμφωνίας, δυνάμει της οποίας του παραχωρήθηκε η κατοχή του, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε ο ίδιος, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει και πάλι προς κρίση με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ'ουσία. Σημειώνεται ότι, προκειμένου να προβληθεί λυσιτελώς εκ μέρους του εναγομένου σε δίκη αποβολής από τη. νομή (συννομή) τέτοιου είδους ισχυρισμός, ότι δηλαδή αυτός, ενεργεί δυνάμει δικαιώματος που του παρέχει εξουσία στο πράγμα, το επικαλούμενο από αυτόν δικαίωμα κατοχής του, πρέπει να έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, στοιχεία, τα οποία εν προκειμένω, ουδόλως, ο εναγόμενος επικαλέστηκε κατά την προβολή του ως άνω ισχυρισμού του. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, το έτος 2017, δημιουργήθηκαν διενέξεις μεταξύ των διαδίκων, με αιτία την προσπάθεια πώλησης του επιδίκου ακινήτου (διαμερίσματος) σε τρίτο πρόσωπο, και την λύση της κοινωνίας και συγκεκριμένα την πώλησή του, στον Γερμανικής καταγωγής J. H.. Ο ανωτέρω αγοραστής είχε ενδιαφερθεί για την αγορά του επιδίκου ακινήτου, προσφέροντας το ποσό 265.000 ευρώ, η οποία (προσφορά) απωλέσθη, κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών, εξ αιτίας των χειρισμών του εναγομένου. Βέβαια ,ο εναγόμενος, αρνούμενος ότι, εξαιτίας της συμπεριφοράς του, απωλέσθη η ως άνω ευκαιρία για την πώληση του επιδίκου ακινήτου, η οποία και προκάλεσε, την διάρρηξη των σχέσεών του με τις ενάγουσες, ισχυρίζεται ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, ως προς το θέμα αυτό, προσκομίζοντας, για την απόδειξη του ισχυρισμού του, τα με ημερομηνία 24.5.2016, 1.6.2016 και 8.6.2016 έγγραφα, που περιλαμβάνουν προσφορές για την πώληση του επιδίκου ακινήτου, εκ μέρους του μεσιτικού γραφείου με την επωνυμία “….” προς όλους τους συνιδιοκτήτες. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι οι προφορές αυτές περιήλθαν σε γνώση των εναγουσών, ενώ και το προσκομιζόμενο, από τον ίδιο με ημερομηνία 6.2.2020 έγγραφο, που περιέχει επίσης προσφορά για την πώληση του επιδίκου ακινήτου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του, απεστάλη στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση, μετά την έγερση της ένδικης αγωγής σε βάρος του. Ούτε άλλωστε, από τα όσα αναφέρουν οι εξετασθέντες με επιμέλεια του μάρτυρες ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, οι καταθέσεις των οποίων περιλαμβάνονται στις με αριθμούς …/2018, …/2018 ένορκες βεβαιώσεις, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του εναγομένου, καθώς οι μάρτυρες αυτοί δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες σχετικά με την πώληση του επιδίκου ακινήτου στον ενδιαφερόμενο Γερμανό αγοραστή, πώληση που αποτέλεσε και την αιτία για την έναρξη της μεταξύ τους αντιδικία. Ούτε, τέλος, δύναται να συναχθεί αντίθετη κρίση , για το ως άνω γεγονός, από όσα καταθέτει η ενόρκως εξετασθείσα μάρτυρας Ε. - Ε. Ι., θυγατέρα του εναγομένου και συννομέας ποσοστού 25% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, στο περιεχόμενο της με αριθμό …/2018 ένορκης βεβαίωσης, καθόσον όπως η ίδια αναφέρει " είχε δώσει εν λευκώ εντολή στον πατέρα της για την πώληση του επιδίκου ακινήτου" και αποδίδει την αδυναμία πώλησης αυτού, σε αλλαγή της συμπεριφοράς των εναγουσών, χωρίς βέβαια να δικαιολογεί επαρκώς τον λόγο αυτής της μεταστροφής τους, ούτε αν συνέβαλε σ'αυτή η συμπεριφορά του εναγομένου πατέρα της, στο θέμα της πώλησης του επίδικου ακινήτου, στον επίδοξο γερμανό αγοραστή. Επ’αφορμή αυτού του γεγονότος, οι ενάγουσες αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ότι το δικαίωμα οικήσεως του εναγομένου δεν είχε συσταθεί νόμιμα. Έτσι, απέστειλαν σ'αυτόν την από 20-7-2017 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε σ'αυτόν στις 2-8-2017 ... με το περιεχόμενο της οποίας, τον κάλεσαν να αποδώσει τη σύννομη τους, εντός 3 ημερών από τη λήψη της. Όμως ο εναγόμενος, αδιαφόρησε και εξακολούθησε να διαμένει στο διαμέρισμα, αποβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τις ενάγουσες από τη συννομή τους στο επίδικο ακίνητο..”. Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε ως βάσιμη κατ'ουσίαν την αγωγή νομής των εναγουσών, τις οποίες αναγνώρισε συννομείς του επιδίκου ακινήτου κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου την κάθε μία και υποχρέωσε τον εναγόμενο να τους αποδώσει τη νομή τους σε αυτό κατά τα ιδανικά τους μερίδια. Επίσης, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι "η αποβολή των εναγουσών, έλαβε χώρα την 5-8-2017, με αποτέλεσμα, έως την άσκηση της αγωγής (20-4-2018) να μην έχει παρέλθει διάστημα μείζον του έτους..." και απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν την ένσταση ενιαυσίας παραγραφής που είχε προβάλλει ο εναγόμενος, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και την οποία επανέφερε προς κρίση με το περιεχόμενο του πρώτου λόγου της εφέσεώς του, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχθεί τα ίδια.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 1α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση, ότι το Εφετείο που την εξέδωσε, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 992 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, ο αφετήριος χρόνος της ενιαύσιας παραγραφής των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή ή τη διατάραξη της νομής κατά περίπτωση, είναι η αποβολή ή η διατάραξη, ανεξάρτητα από τη γνώση του νομέα, ως προς το γεγονός αποβολής ή διατάραξης. Ειδικότερα, αιτιάται ο αναιρεσείων ότι ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στις παραδοχές της, ότι ο ίδιος από το έτος 2014 ποιεί αποκλειστική χρήση του επίδικου διαμερίσματος, διαμένοντας σε αυτό, δέχθηκε ότι η αποβολή των αναιρεσιβλήτων από τη συννομή τους στο επίδικο έλαβε χώρα τον Μάιο του έτους 2017, όταν οι ίδιες αντιλήφθηκαν ότι αυτός δεν είχε νόμιμο δικαίωμα συνοίκησης σε αυτό, κατά παράβαση των ως άνω περί παραγραφής διατάξεων των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή της νομής και απέρριψε την σχετική ένστασή του. Το Εφετείο που δέχθηκε και έκρινε, ότι η αποβολή των αναιρεσιβλήτων από τη συννομή τους στο επίδικο διαμέρισμα άρχισε στις 5.8.2017, όταν δηλαδή παρήλθε ο χρόνος των τριών ημερών, από την από 2.8.2017 επίδοση στον αναιρεσείοντα της ως άνω εξώδικης δήλωσης τούτων, με την οποία κλήθηκε ο ίδιος, να αποδώσει τη νομή (συννομή) των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο διαμέρισμα, εντός του προαναφερόμενου χρόνου, και έτσι μέχρι τις 20.4.2018, οπότε ασκήθηκε η ένδικη αγωγή και ο αναιρεσείων εξακολουθούσε να παραμένει στο επίδικο διαμέρισμα, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα νομής (συννομής) τους σε αυτό, δεν είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον του έτους, και συνεπώς δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή η σχετική αξίωσή τους, και απέρριψε την ένσταση παραγραφής του αναιρεσείοντος, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 984, 987 και 992 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι η εκ μέρους του αναιρεσείοντος (εναγομένου) προσβολή της συννομής των αναιρεσιβλήτων (εναγουσών) με αποβολή απ' αυτήν έλαβε χώραν κατά τα ως άνω στις 5-8-2017, οπότε κατά τα συναγόμενα από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης έπαυσε να υφίσταται συναίνεση των τελευταίων για τη διαμονή του πρώτου στο επίδικο ακίνητο (διαμέρισμα), με αποτέλεσμα, μετά και την κοινοποίηση της παραπάνω εξώδικης δήλωση και την άρνηση του αναιρεσείοντος να αποδώσει τη συννομή των αναιρεσιβλήτων, να θεμελιώνεται η επικαλούμενη από τις τελευταίες αποβολή κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο από τη συννομή τους παράνομα και χωρίς τη θέλησή τους. Ως εκ τούτου, ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε ως αφετηρία της αποβολής των αναιρεσιβλήτων από τη συννομή τους από το επίδικο ακίνητο το χρονικό σημείο της γνώσης τους περί του ότι ο αναιρεσείων διέμενε σε αυτό από το έτος 2014, βάσει μη νομίμως συσταθέντος και συνεπώς ανύπαρκτου δικαιώματος οίκησης (συνοίκησης), είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος , καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 7/2002). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις , που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, οπότε δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται στον υπαίτιο αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη. (ΟλΑΠ 8/2001). Ειδικότερη μορφή καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος συνιστά η αποδυνάμωση δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αποδυναμώνεται και, άρα, δεν μπορεί να ασκηθεί, όταν ο δικαιούχος, αφενός αδράνησε επί μακρόν και αφετέρου δημιούργησε με τη συμπεριφορά του εύλογα στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν επιθυμεί να ασκήσει πλέον το δικαίωμά του, υπό τις συνθήκες δε αυτές η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο, εφόσον συνεπάγεται δυσμενείς - επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, αποτελεί ενέργεια ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά του δικαιούχου και αντίκειται, προφανώς, στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών της ΑΚ 281 είναι δηλαδή καταχρηστική (ΑΠ 502/2021, ΑΠ 200/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ4979/2020, ΑΠ1103/2011). Η ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις και ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή μη νόμιμο (ΑΠ 1082/2020, ΑΠ 395/2018, ΑΠ 734/2013). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι "πράγματα" κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίμων ή βάσιμων των θεμελιωτικών της αγωγής ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 104/2020, ΑΠ 1021/2019, ΑΠ 1346/2018, ΑΠ 178/2014). Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ' ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ ΑΠ 3/1997). Επίσης, δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1021/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση αντιστοίχως των αναιρετικών λόγων από τους αριθμούς 19 και 8 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι στερείται νόμιμης βάσης, καθόσον με ανύπαρκτη αιτιολογία απέρριψε την ένστασή του περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, η οποία προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε νομίμως με την έφεση, και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως προς το ζήτημα αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στις παραδοχές της, ότι ο αναιρεσείων, επικαλέσθηκε, ότι η τετραετής αδράνεια των αναιρεσιβλήτων να ασκήσουν τον Σεπτέμβριο του έτους 2017 το αγωγικό τους δικαίωμα περί απόδοσης της νομής (συννομής) του επιδίκου ακινήτου (διαμερίσματος), στο οποίο ο ίδιος διαμένει μόνος του από το έτος 2014, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς συνέπειες που θα του προκαλέσει η απόδοση της νομής τούτου σε αυτές λόγω της κακής του οικονομικής κατάστασης, επειδή είναι άνεργος τα τελευταία χρόνια, καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού των αναιρεσιβλήτων. Ακολούθως δε απέρριψε τον ως άνω εκ του άρθρου 281 ΑΚ ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι “... και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του περιστατικά δεν αρκούν για να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, που επικαλείται, ήτοι την κατά κατάχρηση άσκηση δικαιώματος της ένδικης αγωγής ...Τούτο δε διότι τα περιστατικά αυτά, συγκεκριμένα δε επικαλούμενη από τον εναγόμενο τετραετής αδράνεια εκ μέρους των εναγουσών δε συνιστά μακροχρόνια αδράνεια”. Κατά συνέπεια, εφόσον το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων ως μη νόμιμο, είναι απαράδεκτος ο ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως προς την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., καθόσον κατά τα προεκτιθέμενα, η ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις και ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει ισχυρισμό ως μη νόμιμο, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, ο τρίτος ως άνω λόγος αναιρέσεως ως προς την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα είναι αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της τον ισχυρισμό αυτό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε ως μη νόμιμο. Επί πλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 106, 335,338-340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 1381/2019, 1708/2018, 1782/2017). Ενόψει δε και των διατάξεων των άρθρων 117,118 αρ. 4 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο του ανωτέρω λόγου αναίρεσης από το άρθρο 11 γ, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν.4335/2015 και ισχύει από 1.1.2016 κατά την ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ίδιου Νόμου "Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, "1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα , 2... 3..." ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, "Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 204/2017, 1461/2013, ΑΠ 481/ 2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας που εξετάστηκε και εκείνος που τον εξέτασε και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 17/2015). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν αυτές λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων στα οποία αυτές περιέχονται. Αν το δικαστήριο της ουσίας εξαιρέσει παντελώς τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, ακόμη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ (ΑΠ 1312/2019, ΑΠ 736/2016).
Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ7 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τις με αριθμούς …/24.1.2020 και …/15.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες προσκόμισε και επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του, διαλαμβάνοντας ρητά στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του ότι για τη συναγωγή του δικαστικού του πορίσματος δεν έλαβε υπόψη τις "με αριθμούς …/24.1.2020 και …/15.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις που επικαλείται και προσκομίζει, για πρώτη φορά στην παρούσα κατ' έφεση δίκη, ο εκκαλών -εναγόμενος καθώς δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων του...... Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, πρωτίστως ως αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ως έδει, ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα. Τα παραπάνω δε ισχύουν, ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος και γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των από 12.2.2020 προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, αυτός προσκόμισε και επικαλέσθηκε για πρώτη φορά τις ως άνω με αριθμούς …/24.1.2020 και …/15.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ε. - Ε. Ι. και Δ. Π., χωρίς να αναφέρει για το παραδεκτό της δεύτερης, ότι αυτή δόθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως των αναιρεσιβλήτων, προϋπόθεση η οποία δεν είχε λάβει χώραν, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο αναιρεσείων αποδέχεται, οπότε η ένορκη αυτή βεβαίωση, κατά τα προεκτιθέμενα, ορθώς δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, ούτε ως δικαστικό τεκμήριο. Όσον αφορά δε στην πρώτη ένορκη βεβαίωση, της θυγατέρας του αναιρεσείοντος και συνιδιοκτήτριας το επίδικου διαμερίσματος σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, έγινε μνεία στις ίδιες προτάσεις ότι αυτή λήφθηκε στα πλαίσια της εκδίκασης προηγούμενης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων. Το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη την ως άνω ένορκη βεβαίωση ως δικαστικό τεκμήριο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον με τη συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση, μνεία του περιεχομένου της οποίας γίνεται στο αναιρετήριο, η μάρτυρας κατέθεσε για το επουσιώδες ζήτημα της διένεξης των διαδίκων σχετικά με το ποιος είχε την ευθύνη για τη ματαίωση της πώλησης του επίδικου ακινήτου (διαμερίσματος), δηλαδή για πραγματικά γεγονότα μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που αφορούσαν στην απόδοση της νομής (συννομής) των αναιρεσιβλήτων, από τον αναιρεσείοντα, και που δεν είχαν επίδραση στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προϋπόθεση, η οποία πρέπει να συντρέχει, ώστε να είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να λάβει υπόψη του συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Τέλος, ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης”) με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011) Ως έγγραφα νοούνται μόνο αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 339 και 432 επ, ως αποδεικτικά, ήτοι εκείνα που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη. Έτσι δεν θεωρούνται έγγραφα, υπό την ως άνω έννοια, τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι και τα δικόγραφα των προτάσεων, της εφέσεως κλπ. (ΑΠ 640/2021, ΑΠ 791/2020, ΑΠ 625/2018). Ήδη ο αναιρεσείων με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των πρωτοδίκως κατατεθέντων προτάσεών του προς αντίκρουση της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, τις οποίες προσκόμισε μετ'επικλήσεως και στην κατ'έφεση δίκη, της εφέσεώς του, καθώς και των ενώπιον του Εφετείου προτάσεών του. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι τα δικόγραφα αυτά των προτάσεων και της εφέσεως, ως διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, δεν θεωρούνται αποδεικτικά έγγραφα, υπό την ως άνω έννοια.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η από 10.9.2020 αίτηση αναίρεσης του Β. Ι. κατά της 1422/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος, διότι η συζήτηση της υποθέσεως έγινε με την απουσία των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες, συνεπώς, δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια έξοδα, ούτε υπέβαλαν σχετικό αίτημα. Επίσης δεν θα περιληφθεί διάταξη στην παρούσα απόφαση περί της τύχης του παραβόλου της αναιρέσεως, διότι τέτοιο δεν κατατέθηκε, καθόσον ο αναιρεσείων με την 183/2020 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου απαλλάχθηκε από την καταβολή του συνόλου των δικαστικών εξόδων για την άσκηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, περιλαμβανομένης και της υποχρεώσεώς του για κατάθεση σχετικού παραβόλου δικαιούχος παροχής νομικής βοήθειας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.9.2020 αίτηση του Β. Ι. για αναίρεση της 1422/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ