Απόφαση

Αριθμός 957/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου , Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Μαρί Δεργαζαριάν - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Δ. του Α. - Α., κατοίκου ..., 2) ομόρρυθμης τεχνικής εταιρείας, με την επωνυμία “…. Ο.Ε." και με τον διακριτικό τίτλο “…Ο.Ε.”, πρώην “… Α.Ε. .. Ο.Ε.”, που εδρεύει στην … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, και τον διακριτικό τίτλο “… ΑΕΚΤΕ”, που εδρεύει στην Ανθούσα Αττικής, με την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…. ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο “.. Α.Τ.Ε.Ε.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος και 2η αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Χριστίνα Μπαλωμένου και Αθανάσιο Δημόπουλο, ενώ η 3η αναιρεσείουσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Μπαλωμένου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ….και 9) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος έως και 8ος αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Πανταζή, ενώ η 9η αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ζέμπερη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-07-2012 αγωγή των ήδη 1ου έως και 7ης αναιρεσιβλήτων, την από 17-06-2014 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη τρίτης αναιρεσείουσας, την από 17-06-2014 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή των ήδη δύο πρώτων αναιρεσειόντων και την από 21-09-2015 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή εταιρείας που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 409/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 32/2020 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-07-2020 αίτησή τους και τους από 2-11-2020 προσθέτους αυτής λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα με αριθμό 32/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτή [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ.α ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 684/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 32/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της ως άνω αίτησης ορίστηκε η δικάσιμος της 8-11-2021, οι δε αιτούντες άσκησαν πρόσθετο λόγο αναιρέσεως με το από 2-11-2020 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε αυθημερόν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Από τις υπ' αριθ. …/1-10-2021, …/1-10-2021, …/1-10-2021, …/1-10-2021, …/1-10-2021, …/1-10-2021 και …/1-10-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Ιωαννίνων Σ. Β. και την υπ' αριθ. …./1-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ά. Κ., τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι αναιρεσείοντες, προκύπτει ότι αντίγραφο του δικογράφου του άνω πρόσθετου λόγου επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους την 1-10-2021, ήτοι τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο. Επομένως, ο πρόσθετος αυτός λόγος ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτός και πρέπει, συνεκδικαζόμενος με την αίτηση αναίρεσης, να ερευνηθεί περαιτέρω. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β' 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν ή μη το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη δύναται να θεωρηθεί αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, ως κρίση νομική αναγομένη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συναφείας, ενώ η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη απετέλεσε ή δεν απετέλεσε την αιτία της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ως αναγομένη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται κατ' άρθρο 561 παρ. 1 στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 800/2021, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 75/2020). Είναι ενδεχόμενο η αιτιώδης συνάφεια να διακοπεί, οπότε δεν οφείλεται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) από τη μετά τη διακοπή περαιτέρω σειρά των γεγονότων. Τέτοια διακοπή επέρχεται όταν το γεγονός ήταν, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ικανό, να επιφέρει και θα επέφερε το επιβλαβές αποτέλεσμα, πλην όμως τούτο δεν επήλθε από το γεγονός αυτό, γιατί επήλθε άλλο γεγονός, εντελώς άσχετο προς το προηγούμενο, το οποίο επέφερε το επιβλαβές αποτέλεσμα (ΑΠ 1479/2013), όχι όμως και όταν το δεύτερο αυτό γεγονός, από το οποίο επήλθε η ζημία, είχε ως προϋπόθεση το πρώτο ή ήταν συνέχεια του πρώτου. Η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενέστερων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε ενεργειών τρίτων προσώπων. Σε δικονομικό επίπεδο, ο ζημιωθείς ενάγων έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας. Η έλλειψη αυτής αποδεικνύεται ανταποδεικτικά από τον εναγόμενο. Σ` αυτόν εναπόκειται η επίκληση και απόδειξη περιστατικών, τα οποία καθιστούν απρόσφορη την αιτιώδη συνάφεια την οποία επικαλείται ο ενάγων. Η επίκληση από τον εναγόμενο λόγου που διακόπτει κατά τα ανωτέρω την αιτιώδη συνάφεια αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 536/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τις ανωτέρω διατάξεις λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ10/2021, ΑΠ 2090/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 3-5-2009 και περί ώρα 14.15 ο Β. Ε., οδηγώντας το ΙΝΕ- ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο εκινείτο επί της Εγνατίας Οδού, με κατεύθυνση από το Μέτσοβο προς Ιωάννινα. Στο αυτοκίνητο αυτό συνεπέβαινε η Σ. Ε., σύζυγος του οδηγού, καθήμενη στη θέση του συνοδηγού, η οποία ήταν μητέρα του πρώτου και τέταρτης των εναγόντων, πεθερά της δεύτερης και πέμπτου εξ αυτών (εναγόντων) και γιαγιά των λοιπών. Στην ανωτέρω οδό, καθ' όλο το μήκος της στην ως άνω περιοχή στο δεξιό μέρος αυτής και πέραν της λωρίδας έκτακτης ανάγκης και του ερείσματος, υπήρχαν μεταλλικά στηθαία ασφαλείας (μπάρες), πέραν δε αυτών υπήρχε περίφραξη με τσιμεντένιους πασσάλους και συρμάτινο δικτυωτό πλέγμα. Στο ύψος του 2ου χιλιομέτρου από Ανισόπεδο Κόμβο Παμβώτιδος προς Ανισόπεδο Κόμβο Ιωαννίνων της εν λόγω Οδού, ο ανωτέρω οδηγός του αυτοκινήτου Β. Ε., κινούμενος με το ως άνω αυτοκίνητό του στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, λόγω του ότι αυτός δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, προς αποφυγή ατυχήματος με αποτέλεσμα να εκτραπεί της πορείας του προς το άκρο δεξιό τμήμα του οδοστρώματος και να προσκρούσει σε μεταλλικό στοιχείο (μπάρα), το οποίο δεν βρισκόταν σε συνέχεια με τα προηγούμενα αυτού μεταλλικά στοιχεία, διότι τμήμα αυτού είχε αφαιρεθεί, με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να υπάρχει άνοιγμα ίσο προς το μήκος του ελλείποντος στοιχείου ήτοι των 7,70 μέτρων. Το ως άνω αυτοκίνητο εξετράπη ακριβώς στο ύψος του ανοίγματος αυτού και προσέκρουσε με το εμπρόσθιο μέρος του (εμπρόσθια δεξιά γωνία του) στο ύψος του δεξιού φανού στην άκρη του μεταλλικού στηθαίου, λόγω δε της σφοδρότητας της πρόσκρουσης το επίμηκες μεταλλικό στηθαίο εισχώρησε στο αμάξωμα του αυτοκινήτου και διεμβόλισε αυτό από εμπρός προς τα πίσω, εξήλθε δε από το πίσω δεξιό μέρος. Αποτέλεσμα της εισχώρησης αυτής του μεταλλικού στηθαίου στον χώρο των επιβατών και της διάσχισης αυτού ήταν να πληγεί η ανωτέρω συνοδηγός Σ. Ε., στο μέσον του κορμού της και να υποστεί πολλαπλές σωματικές βλάβες όπως αιμορραγική διήθηση μαλακών μορίων μετωπιαίας και αριστερής κροταφικής χώρας και αριστερού κροταφίτη μυός, αιμορραγική διήθηση μαλακών μορίων πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος και μεσοπλεύριων διαστημάτων σε αμφότερα τα ημιθωράκια, καθολικά συντριπτικά κατάγματα στέρνου και πλευρών σε αμφότερα τα ημιθωράκια, κάταγμα Θ2-Θ3 θωρακικών σπονδύλων με εφίππευση της σπονδυλικής στήλης, πολλαπλές θλάσεις και διασχίσεις αμφότερων των πνευμόνων, αιμορραγικές θλάσεις κατά το πρόσθιο και οπίσθιο τοίχωμα της καρδιάς, εκτεταμένη διάσχιση κατά το πρόσθιο τοίχωμα της αριστερής κοιλίας, σύνθλιψη των μαλακών μορίων πρόσθιου και αριστερού πλάγιου κοιλιακού τοιχώματος, με συνοδό εκσπλάγχωση των ενδοκοιλιακών οργάνων, αιμορραγική διήθηση οπισθοπεριτοναϊκού χώρου, πολλαπλές ρήξεις του παρεγχύματος του δεξιού λοβού του ήπατος, ρήξη σπληνός, καθώς και πολλαπλά συντριπτικά κατάγματα του ιερού οστού και αμφότερων των ανώνυμων οστών, από τις οποίες κακώσεις επήλθε άμεσα ο θάνατός της, όπως αυτές (κακώσεις) περιγράφονται στην …/20-5-2009 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Θ. Β., σύμφωνα με την οποία ως αιτία θανάτου αναφέρονται οι βαριές κακώσεις θώρακος, κοιλίας, σπονδυλικής στήλης λεκάνης και άκρων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τη συντήρηση και λειτουργία του τμήματος του ως άνω αυτοκινητόδρομου από τα Ιωάννινα έως το Περιστέρι είχε αναλάβει, μετά από δημόσιο διαγωνισμό, η εταιρεία με την επωνυμία “…..Α.Τ.Ε.Ε.”, δυνάμει της από 27-1-2006 σύμβασης, που καταρτίσθηκε με την εταιρεία με την επωνυμία “…..Α.Ε." (τέταρτη εναγόμενη και μη διάδικο στην παρούσα δίκη), η οποία είχε αναλάβει την κατασκευή του έργου του οδικού άξονα ……Οδός. Καθολική διάδοχος της ως άνω εταιρείας “…..Α.Τ.Ε.Ε." είναι η τρίτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία “……ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο “….” (τρίτη αναιρεσείουσα), λόγω απορρόφησης από την τελευταία του κατασκευαστικού κλάδου της πρώτης, η οποία εγκρίθηκε με την …/2009 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο …/14-7-2009 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. - ΕΠΕ) και καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και έτσι αυτή υποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφηθείσας εταιρείας “…..Α.Τ.Ε.Ε.”. Ακολούθως η τρίτη εναγόμενη εταιρεία με σύμβαση υπεργολαβίας που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία “…..Α.Ε. - Ο.Ε.”, της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος είναι η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (δεύτερη αναιρεσείουσα) με την επωνυμία “….Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο “….Ο.Ε." ανέθεσε σ' αυτήν το ανωτέρω έργο, δηλαδή τη συντήρηση και λειτουργία του ως άνω τμήματος της Εγνατίας Οδού, η τελευταία δε ανέθεσε στον πρώτο εναγόμενο (πρώτο αναιρεσείοντα) Ε. Δ. την επίβλεψη των συνεργείων συντήρησης, λειτουργίας και ασφάλειας του ανωτέρω τμήματος, ορίζοντας αυτόν υπεύθυνο του έργου, στα καθήκοντα του οποίου ανάγονταν και η επίβλεψη των συνεργείων τεχνικής αστυνόμευσης της Οδού προς πρόληψη ατυχημάτων. Σύμφωνα δε με την αριθ. πρωτ. Δ3β/156/10-Ω/30-06-2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., που δημοσιεύθηκε νόμιμα, εγκρίθηκαν οι Οδηγίες Συντήρησης Αυτοκινητοδρόμων (Τεύχος 1) Στοιχειώδης Συντήρηση και έγινε Αποδοχή Ενδεικτικού Σχεδίου Οργανωτικής Δομής, Λειτουργίας και Χωροθέτησης Κέντρων Διοίκησης Αυτοκινητοδρόμων και Υποσταθμών (Τεύχος 2). Σύμφωνα με τις Οδηγίες αυτές το τεύχος Στοιχειώδους Συντήρησης Αυτοκινητοδρόμων χωρίζεται σε δύο μέρη ήτοι το Μέρος 1: Στοιχειώδης Συντήρηση Οδού, κεφάλαιο του οποίου αποτελεί και η τεχνική αστυνόμευση της Οδού, δηλαδή το σύνολο ενεργειών και δράσεων που απαιτούνται για την επισήμανση των φθορών των στοιχείων αυτής και τον εντοπισμό επικείμενων κινδύνων για τους χρήστες και το Μέρος 2: Στοιχειώδης Συντήρηση Τεχνικών. Για την υλοποίηση της τεχνικής αστυνόμευσης προβλέπονται α) περιπολίες ασφάλειας και β) δύο τύποι επιθεωρήσεων επί του αυτοκινητόδρομου (επιθεωρήσεις ασφάλειας και λεπτομερείς επιθεωρήσεις). Οι περιπολίες ασφάλειας πραγματοποιούνται καθημερινά παρεμβαλλόμενες στις εβδομαδιαίες επιθεωρήσεις ασφάλειας, από αρμόδιο τεχνικό που κινείται με όχημα με χαμηλή ταχύτητα και παρέχει συχνή και οργανωμένη επιτήρηση του οδικού δικτύου με σκοπό τον εντοπισμό προφανών κινδύνων. Οι επιθεωρήσεις ασφάλειας διενεργούνται, εβδομαδιαίως και έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τον εντοπισμό φθορών που συνιστούν άμεσο ή επικείμενο κίνδυνο για το κοινό. Οι φθορές που αντιμετωπίζονται από την τεχνική αστυνόμευση εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: Την κατηγορία 1, στην οποία υπάγονται οι φθορές που χρήζουν άμεσης προσοχής καθώς συνεπάγονται άμεσο ή επικείμενο κίνδυνο για τους χρήστες του αυτοκινητόδρομου (π.χ. λακούβες, καταπτώσεις, φθορές στην περίφραξη και τα στηθαία ασφαλείας, σε κολώνες φωτισμού και σε ρυθμιστικές πινακίδες κλπ) και κατηγορία 2, στην οποία υπάγονται όλες οι λοιπές φθορές. Εξάλλου, σύμφωνα με τις ως άνω Οδηγίες Στοιχειώδους Συντήρησης Αυτοκινητοδρόμων (Τεύχος 1) η συντήρηση των περιφράξεων και των στηθαίων ασφάλειας περιλαμβάνει πρωτίστως την επισκευή των τμημάτων που φέρουν ζημίες και τη διασφάλιση της ορθής συναρμολόγησης και λειτουργίας και οι φθορές αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φθορές κατηγορίας 1 ήτοι φθορές που χρήζουν άμεσης προσοχής καθώς συνεπάγονται άμεσο ή επικείμενο κίνδυνο για τους χρήστες του αυτοκινητόδρομου, ως τέτοιες δε ορίζονται ενδεικτικά και η απώλεια τμήματος σε οποιοδήποτε στοιχείο ασφάλειας και προστασίας του αυτοκινητόδρομου, το οποίο εφόσον έχει μήκος έως 50 μέτρα πρέπει να αποκαθίσταται αμέσως. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο πρώτος εναγόμενος υπό την ιδιότητά του ως υπεύθυνος για την επίβλεψη των συνεργείων τεχνικής αστυνόμευσης της Οδού, προστηθείς προς τούτο από την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, την οποία επίσης είχε προστήσει ως υπεργολάβο η τρίτη εναγόμενη εταιρεία (εργολάβος του έργου συντήρησης και ασφαλούς λειτουργίας του τμήματος αυτού της Εγνατίας Οδού) είχε υποχρέωση, σύμφωνα με την ως άνω Υπουργική απόφαση και τις Οδηγίες Στοιχειώδους Συντήρησης Αυτοκινητοδρόμων να επιμεληθεί την άμεση αποκατάσταση της φθοράς του στηθαίου ασφαλείας στο ως άνω σημείο, προκειμένου να αποτραπούν ατυχήματα. Αποδείχθηκε δε ότι η αφαίρεση του προαναφερθέντος τμήματος του στηθαίου ασφαλείας είχε γίνει αρκετές ημέρες πριν από τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος. Τούτο συνάγεται από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους ενάγοντες φωτογραφίες, που ελήφθησαν από την Τροχαία Ιωαννίνων, αμέσως μετά το ατύχημα, στις οποίες σαφώς απεικονίζεται ότι στο σημείο εκείνο είχε δημιουργηθεί έξοδος από την οδό, η οποία, μέσω χωματόδρομου, οδηγούσε σε υπάρχοντα σε μικρή απόσταση χώρο στάθμευσης οχημάτων και εναπόθεσης αδρανών υλικών, στο σημείο δε του ανοίγματος το έδαφος ήταν εμφανώς πεπιεσμένο από μεγάλη κίνηση οχημάτων με επίσης εμφανή τα ίχνη τροχών μεγάλων διαστάσεων οχημάτων, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άνοιγμα αυτό υπήρχε για αρκετές ημέρες και δεν είχε ανοιχθεί μόνο ολίγες ώρες πριν, δηλαδή σε χρόνο μικρότερο του εικοσιτετραώρου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Εξάλλου, εκτός από το στηθαίο είχαν αφαιρεθεί και τα στηρίγματα αυτού, όπως και η πέραν του στηθαίου περίφραξη από τσιμεντοπασσάλους και συρμάτινο δικτυωτό πλέγμα για την οποία εργασία απαιτείται χρόνος και τα κατάλληλα εργαλεία. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους ενάγοντες από 10-12-2009 ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στα πλαίσια της διενεργηθείσας προανάκρισης Ι. Μ. ενώπιον του Υπαρχιφύλακα Π. Φ., ο οποίος κατέθεσε ότι είχε δει το άνοιγμα (στο στηθαίο ασφαλείας) δυο - τρεις ημέρες τουλάχιστον πριν από το ατύχημα και μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα να μπαίνουν και να βγαίνουν από το σημείο αυτό και ότι την ίδια ημέρα του ατυχήματος, λίγες ώρες μετά από αυτό, είδε συνεργείο να αποκαθιστά την φθορά και να προβαίνει στο κλείσιμο του στηθαίου. Με βάση τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το ένδικο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού θάνατος της Σ. Ε. οφείλεται και σε αμέλεια του πρώτου εναγόμενου της κύριας αγωγής Ε. Δ., ο οποίος από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, ενόψει της παραπάνω ιδιότητάς του και κατά παράβαση των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεών του, που απέρρεαν από την ιδιότητά του ως υπεύθυνου για την επίβλεψη του έργου της συντήρησης της Εγνατίας Οδού στο παραπάνω τμήμα αυτής, καθώς και τον κανονισμό Οδηγιών και την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα των παραλείψεών του, το οποίο και πράγματι επήλθε ήτοι δεν μερίμνησε ώστε να αποκατασταθεί η βλάβη του στηθαίου ασφαλείας και συγκεκριμένα να προστεθεί το αφαιρεθέν τμήμα του στηθαίου ή να ληφθούν μέτρα προειδοποίησης των οδηγών, όπως σχετική σήμανση ή αποκλεισμός της κυκλοφορίας στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, καθώς, εάν είχε λάβει τα μέτρα αυτά, όπως όφειλε, θα είχε αποτραπεί το ατύχημα ή τουλάχιστον θα ήταν διαφορετικές οι συνέπειές του. Συνυπεύθυνοι με τον πρώτο εναγόμενο είναι και η προστήσασα αυτόν δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (υπεργολάβος), καθώς και η τρίτη εναγόμενη εταιρεία που ήταν η εργολάβος που ανέθεσε (ως προστήσασα) το εν λόγω έργο στην δεύτερη. Η έλλειψη του στηθαίου ασφάλειας, οφειλόμενη στην παραπάνω αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα και τον θάνατο της Σ. Ε., διότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το αυτοκίνητο προσέκρουσε μετωπικά στο άκρο του στηθαίου, το οποίο και διαπέρασε κατά μήκος το εσωτερικό του αυτοκινήτου και το σώμα της θανούσας, ενώ, αν δεν ήταν αποκομμένο το στηθαίο στο σημείο εκείνο, θα προσέκρουε στο επίμηκες στηθαίο η εξωτερική επιφάνεια του αυτοκινήτου και οπωσδήποτε τα αποτελέσματα της πρόσκρουσης θα ήταν διαφορετικά, εφόσον η θανούσα θα προστατευόταν από το εξωτερικό περίβλημα (κλωβό) του αυτοκινήτου και δεν θα πληττόταν με σφοδρότητα στην κοιλιακή και θωρακική χώρα, οπότε θα είχε αποτραπεί το θανατηφόρο, τουλάχιστον, αποτέλεσμα. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το ατύχημα και για τον θανάσιμο τραυματισμό της Σ. Ε. ήταν τρίτος και μάλιστα ο οδηγός του οχήματος, στο οποίο αυτή επέβαινε, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η επίκληση της συνυπαιτιότητας του (τρίτου) οδηγού του αυτοκινήτου Β. Ε. γίνεται αλυσιτελώς, αφού δεν συντρέχει εν προκειμένω νόμιμη περίπτωση προβολής από τους εναγόμενους κατά των εναγόντων του συντρέχοντος πταίσματος του τρίτου προσώπου. Πρόκειται για περίπτωση εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων υπόχρεων κατά το άρθρο 926 ΑΚ και ο παθών μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση για ολόκληρη τη ζημία από οποιονδήποτε από τους οφειλέτες, μεταξύ των οποίων είναι δυνατό να ακολουθήσει αναγωγή κατά το άρθρο 927 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι συνυπαίτιοι για τον θάνατο της συγγενούς των εναγόντων είναι οι εναγόμενοι ο πρώτος ως προστηθείς και η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων ως προστήσαντες υπεργολάβος και εργολάβος αντίστοιχα και απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόμενων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του αυτοκινήτου δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τον σχετικό δεύτερο λόγο των εφέσεών τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά το μέρος δε που η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση συνυπαιτιότητας του οδηγού του αυτοκινήτου, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε, συνεπώς, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ο σχετικός δεύτερος λόγος των εφέσεων των εναγόμενων, με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν την ως άνω ένσταση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης και ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ο θάνατος της ως άνω Σ. Ε. είχε ήδη επέλθει από άλλη αιτία πριν από την πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο μεταλλικό στηθαίο και συνεπώς δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο στηθαίο και την διεμβόλισή του με αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. Η κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίος έχων την ιδιότητα του ιατροδικαστή κατέθεσε ότι ο θάνατος της οικείας των εναγόντων δεν επήλθε από την διεμβόλισή της από το αποκομμένο τμήμα του στηθαίου, αλλά είχε ήδη επέλθει πριν από αυτό, δεν κρίνεται πειστική, καθώς αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η θανούσα έφερε τραύματα στη θωρακική χώρα, τα οποία, κατά την γνώμη του, ήταν αυτά που επέφεραν ακαριαία τον θάνατό της, θεωρώντας, όμως, εσφαλμένα ότι τα τραύματα αυτά επήλθαν από προηγούμενη πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο στηθαίο και όχι από την διεμβόλισή του από το αποκομμένο τμήμα του. Ωστόσο από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε η θανούσα, πριν από την πτώση του στο αποκομμένο τμήμα του στηθαίου, είχε προσκρούσει με το πλάγιο μέρος του επί του στηθαίου που βρισκόταν δεξιά στην πορεία του και τότε τραυματίσθηκε θανάσιμα η συνεπιβάτης, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Αντίθετα από την από 3-5-2009 έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτή πρόχειρο σχεδιάγραμμα αποδεικνύεται ότι η μοναδική πρόσκρουση του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε η θανούσα, είναι αυτή που περιγράφηκε παραπάνω στο κομμένο δηλαδή τμήμα του στηθαίου, ενώ τα 17 κολωνάκια που επικαλούνται οι εναγόμενοι είναι αυτά που υπήρχαν στο στηθαίο, που διεμβόλισε το αυτοκίνητο και τα οποία καταστράφηκαν από την εφίππευση του αυτοκινήτου επ' αυτού σε μήκος αρκετών μέτρων, όπως τούτο σαφώς αποτυπώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τμήματος τροχαίας Ιωαννίνων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς με την αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, καθώς επήλθε από την προπεριγραφείσα πρόσκρουση του αυτοκινήτου, στο οποίο ήταν συνεπιβάτης και την διεμβόλισή του αυτοκινήτου αλλά και της ίδιας από το τμήμα του μεταλλικού στηθαίου, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τον σχετικό πρώτο λόγο των εφέσεών τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η θανούσα κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν ηλικίας 77 ετών και ήταν μητέρα του πρώτου και της τέταρτης των εναγόντων, πεθερά των δεύτερης και πέμπτου και γιαγιά των λοιπών εναγόντων, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τους ενάγοντες πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Ιωαννιτών, χωρίς άλλωστε να αμφισβητείται η πιο πάνω συγγενική σχέση αυτών με την θανούσα από τους εναγόμενους. Η θανούσα συμβίωνε στην ίδια οικία με τον σύζυγό της και την οικογένεια του πρώτου ενάγοντος, ενώ η θυγατέρα της (τέταρτη ενάγουσα) διαβιούσε με την οικογένειά της σε χωριστή κατοικία, συνδέονταν δε όλοι οι ενάγοντες μαζί της με δεσμούς αγάπης, στοργής και σεβασμού και ο αιφνίδιος θάνατός της προκάλεσε έντονα συναισθήματα πόνου και θλίψης τόσον στους ενήλικους ενάγοντες όσο και στα ανήλικα τότε εγγόνια της. Όλοι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες ήταν μέλη της οικογένειάς της, κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, και ως εκ τούτου δικαιούνται αυτοί να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που πράγματι υπέστησαν από τον θάνατο του συγγενικού τους προσώπου. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερόμενες παραπάνω συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα, τον βαθμό και το είδος της αμέλειας που βαρύνει τον πρώτο εναγόμενο, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (θάνατος), την ηλικία της θανούσας, τη μέχρι το ατύχημα κατάσταση της υγείας της, τον βαθμό συγγένειας καθενός από τους ενάγοντες με την θανούσα, την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι το ύψος χρηματικής ικανοποίησης που κρίνεται εύλογο και δίκαιο και πρέπει να επιδικασθεί στους ενάγοντες, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν, πρέπει να ορισθεί στα ακόλουθα ποσά: α) των 30.000 ευρώ σε καθένα από τους πρώτο και τέταρτη των εναγόντων Κ. Ε. και Φ. Ε. σύζυγο Κ. Ρ., β) το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθένα από τους δεύτερη και πέμπτο των εναγόντων Α. σύζυγο Κ. Ε. και Κ. Ρ. και γ) το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες εγγονούς της θανούσας ήτοι Β. Ε., Η. Ε. (εκπροσωπούμενη από τους γονείς της) και Ο. και Σ. Ρ. Τα ποσά αυτά είναι εύλογα (αρθρ. 932 του ΑΚ), δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που επιδίκασε στους ενάγοντες μεγαλύτερα ποσά και ειδικότερα σε καθένα από τους πρώτο και τέταρτη των εναγόντων 30.000 ευρώ, σε καθένα από τους δεύτερη και πέμπτο 10.000 ευρώ και σε καθένα από τους λοιπούς 15.000 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο σχετικός τέταρτος λόγος εκάστης των εφέσεων των εναγόμενων, με τον οποίο ζητούν να απορριφθεί το παραπάνω κονδύλιο, άλλως να επιδικασθούν μικρότερα ποσά και να απορριφθεί ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο ζητούν να επιδικασθούν μεγαλύτερα ποσά..... Ως προς τις παρεμπίπτουσες αγωγές αποζημίωσης, τις ασκηθείσες από τους πρώτο, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων της κύριας αγωγής, κατά της Ασφαλιστικής εταιρείας λεκτέα τα εξής : Δυνάμει του προσκομιζόμενου με επίκληση υπ' αριθ. ... Ασφαλιστήριου συμβολαίου γενικής αστικής ευθύνης της Ασφαλιστικής εταιρείας και την υπ' αριθ. ... πρόσθετη πράξη αυτού, που καταρτίστηκε μεταξύ της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “….ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ" και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…..ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο “…….ΑΤΕΕ" ως ασφαλισμένης, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η παρεμπιπτόντως ενάγουσα της υπό στοιχείο "Β" παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “…..ΕΤΑΙΡΕΙΑ" ασφαλίστηκε, για το από 24-01-2006 έως 24-01-2010 χρονικό διάστημα, η αστική ευθύνη της τελευταίας, έναντι τρίτων για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες, που τυχόν προξενηθούν από την ίδια ή τα πρόσωπα που είναι ή θα είναι στην υπηρεσία της κατά τη διάρκεια εργασιών για το έργο "Στοιχειώδης συντήρηση και λειτουργία του τμήματος Ηγουμενίτσα μέχρι Α/Κ Περιστεριού, καθώς και για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων για τις ζημίες που τυχόν προκληθούν από τους υπεργολάβους ή άτομα μη εξαρτώμενα από την ασφαλισμένη, των οποίων όμως την εργασία επωφελείται κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες της υπό στοιχείο "Γ" παρεμπίπτουσας αγωγής και ήδη εκκαλούντες (υπεργολάβος και προστηθείς από αυτήν). Στους γενικούς και ειδικούς όρους, που συνοδεύουν το ως άνω Ασφαλιστήριο συμβόλαιο, περιλαμβάνονται οι γενικοί όροι αστικής ευθύνης προς τρίτους και οι ειδικοί ασφαλιστικοί όροι. Μεταξύ των όρων που περιλαμβάνονται στο παραπάνω Ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο κεφάλαιο "ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ" είναι ο ειδικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο "Προϋπόθεση κάλυψης: Δηλώνεται και συμφωνείται ότι ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη των ατυχημάτων και ζημιών και να τηρεί απαρεγκλίτως τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς με την ασφάλεια του κοινού...”. Επικαλούμενη τους τελευταίους όρους, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη Ασφαλιστική εταιρεία ισχυρίστηκε πρωτοδίκως με τις έγγραφες προτάσεις της, κατά τη δέουσα εκτίμηση των ισχυρισμών της, ότι η ίδια απαλλάσσεται από οποιαδήποτε ευθύνη, σε περίπτωση που οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες (ασφαλισμένοι) δεν είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται από τους νόμους προς αποτροπή του ατυχήματος, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, αφού οι τελευταίοι δεν είχαν λάβει τα απαιτούμενα από το νόμο και τις ειδικές για το επίδικο έργο διατάξεις και Οδηγίες μέτρα ασφαλείας, με αποτέλεσμα το επίδικο ατύχημα να εξαιρείται της Ασφαλιστικής κάλυψης. Ο παραπάνω πράγματι όρος τήρησης των μέτρων ασφαλείας εκ μέρους των ασφαλιζόμενων, καθιδρύει περίπτωση συμβατικής απαλλαγής της παρεμπιπτόντως εναγόμενης - εφεσίβλητης από την υποχρέωσή της να εκπληρώσει την παροχή, δηλαδή να καταβάλει το ασφάλισμα μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, παρά το γεγονός ότι, ο όρος αυτός χαρακτηρίζεται στη σύμβαση ασφάλισης, ως προϋπόθεση, υπό την οποία ισχύει η ασφάλιση αυτή.
Συνεπώς, ο όρος αυτός συνιστά λόγο εξαίρεσης από την Ασφαλιστική κάλυψη, που κρίνεται συμβατός με το νόμο,..., ενόψει του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες - ασφαλισμένοι ενεργούσαν στο πλαίσιο της σύμβασης για την Ασφαλιστική κάλυψη έναντι επαγγελματικών κινδύνων και το επίδικο ατύχημα προκλήθηκε από αμέλεια του προστηθέντος από τις ασφαλισμένες εταιρείες. Άλλωστε, ο παραπάνω όρος έγινε αποδεκτός από την ασφαλισμένη εταιρεία, η οποία δεν εναντιώθηκε γραπτά ως προς αυτόν, μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2496/1997 προθεσμία από την καταβολή του ασφαλίστρου. Επισημαίνεται δε, ότι το Ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στο οποίο διαλαμβάνεται ο όρος αυτός, προσκομίζουν και επικαλούνται οι ίδιοι οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες-εκκαλούντες, τόσο πρωτόδικα, όσο και με τις έγγραφες προτάσεις, που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ως εκ τούτου, η εκ μέρους τους προσκομιδή και επίκληση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, συνεπάγονται, ως προς αυτούς τους διαδίκους, δεσμευτικότητα και Αποδοχή όλων των όρων αυτού του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αφού, μάλιστα, οι ίδιοι στηρίζουν σ' αυτό τις ένδικες αξιώσεις τους (ΑΠ 156/2014, ΑΠ 1995/2013, ΑΠ 76/2005 ΕλλΔ/νη 46, 1415 δημοασίευση σε ΤΝΠ "ΝΟΜΟΣ”), Επομένως, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο της ένδικης σύμβασης ασφάλισης, η υπό κρίση περίπτωση εξαιρείται από την ασφάλιση και η παρεμπιπτόντως εναγόμενη Ασφαλιστική εταιρία δεν υποχρεούται στην καταβολή του αιτηθέντος ποσού και ως εκ τούτου, η σχετική ένσταση απαλλαγής από το ασφάλισμα, που πρότεινε η εκκαλούσα - εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφερε με τις προτάσεις της στο Δικαστήριο τούτο, η οποία είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ και 7 παρ. στ' του Ν. 2496/1997, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν. Σημειώνεται εδώ ότι η ένσταση αυτή παραδεκτά προβλήθηκε από την τελευταία με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απαντώντας στις παρεμπίπτουσες αγωγές, νόμιμα δε, κατ' άρθρο 238 Κ.Πολ.Δ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 24 Ν. 3994/2011 - Φ.Ε.Κ. Α’ 165/25-7-2011 - η ένσταση αυτή δεν καταχωρήθηκε στα πρακτικά που τήρησε η Γραμματέας, μετά τη δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της παρεμπιπτόντως εναγόμενης που καταχωρήθηκε στα πρακτικά ότι ως προς τους ισχυρισμούς της αναφέρεται αναλυτικά στις έγγραφες προτάσεις της (στις σελ. 6 έως 11 των οποίων αναπτύσσεται η άνω ένσταση, χωρίς να τιτλοφορείται ως ένσταση ιδίας κυριότητας, καθώς δεν απαιτούνταν). Σε κάθε δε περίπτωση με τις προτάσεις που κατέθεσε η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ως εφεσίβλητη, επανέφερε παραδεκτά την ένσταση αυτή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την επίκληση των έγγραφων αποδείξεων που αποδεικνύουν την βασιμότητά της (άρθρο 269 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ), αλλά και ως εφεσίβλητη αμυνόμενη κατά των εφέσεων των παρεμπιπτόντως εναγόντων. Κατόπιν δε της παραδοχής αυτής, θα πρέπει οι ένδικες παρεμπίπτουσες αγωγές να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, δεχόμενο την παραπάνω ένσταση της εναγόμενης, απέρριψε τις παρεμπίπτουσες αγωγές, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες - παρεμπιπτόντως ενάγοντες με τον σχετικό τέταρτο λόγο των εφέσεών τους, ισχυριζόμενοι ότι η παραπάνω ένσταση έπρεπε ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι δεν υποβλήθηκε προφορικά πριν από την έναρξη της στο ακροατήριο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ώστε να καταχωρηθεί στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά η προβολή της έγινε μόνο με τις προτάσεις, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων ως προς την κύρια αγωγή, καθώς και τις εφέσεις της τρίτης αναιρεσείουσας και των δύο πρώτων αναιρεσειόντων κατά της ένατης αναιρεσίβλητης Ασφαλιστικής εταιρείας ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή, δέχθηκε, ακολούθως, τις ίδιες ως άνω εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά των αναιρεσιβλήτων ως προς την κύρια αγωγή, εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση και, στη συνέχεια, δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι - αναιρεσείοντες οφείλουν στους ενάγοντες - αναιρεσιβλήτους, καθένας εις ολόκληρο, τα προαναφερόμενα ποσά, ήτοι α) σε καθένα από τους πρώτο και τέταρτη των εναγόντων Κ. Ε. και Φ. θυγατέρα Β. Ε. (τέκνα της θανούσας) το ποσό των 30.000 ευρώ, β) σε καθέναν από τους δεύτερη και πέμπτο από αυτούς, Α. σύζυγο Κ. Ε. και Κ. Ρ. (γαμβρό και νύφη της θανούσας), αντίστοιχα, το ποσό των 5.000 ευρώ, γ) στους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων Κ. Ε. και Α. σύζυγο Κ. Ε. με την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα επί του ανήλικου τέκνου τους Η. Ε. (εγγονής της θανούσας) το ποσό των 10.000 ευρώ και δ) σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες Β. Ε. και Ο. και Σ. Ρ. (εγγονούς της θανούσας) το ποσό των 10.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εκτιθέμενης υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του πρώτου αναιρεσείοντος, προστηθέντος από τη δεύτερη αναιρεσείουσα, που επίσης είχε προστηθεί από την τρίτη αναιρεσείουσα, και του επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι του θανάτου της ανωτέρω συγγενούς των αναιρεσιβλήτων κατά το ένδικο ατύχημα, καθόσον διέλαβε σ' αυτή επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης στην ανωτέρω διάταξη και θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι ο θάνατος της Σ. Ε. συνδέεται αιτιωδώς με την αμελή συμπεριφορά του πρώτου αναιρεσείοντος, δεδομένου ότι η προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και πρόσφορη να προκαλέσει το θάνατο της συγγενούς των αναιρεσιβλήτων, τον οποίο και προκάλεσε κατά τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδεδειγμένα περιστατικά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης Απόφασης, α) ο πρώτος αναιρεσείων, κατά παράβαση των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεών του, που απέρρεαν από την ιδιότητά του ως υπεύθυνου για την επίβλεψη του έργου της συντήρησης της Εγνατίας Οδού, καθώς και τον κανονισμό Οδηγιών και την υπ' αριθ. πρωτ. Δ3β/156/10-Ω/30-06-2003 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., δεν μερίμνησε ώστε να αποκατασταθεί η βλάβη του στηθαίου ασφαλείας, και συγκεκριμένα να προστεθεί το αφαιρεθέν τμήμα αυτού, με αποτέλεσμα στο συγκεκριμένο σημείο το στηθαίο να μη βρίσκεται σε συνέχεια με τα προηγούμενα αυτού μεταλλικά στοιχεία και να δημιουργείται άνοιγμα ίσο προς το μήκος του ελλείποντος στοιχείου, β) το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Β. Ε., μετά την εκτροπή από την πορεία του προς το άκρο δεξιό τμήμα του οδοστρώματος, προσέκρουσε μετωπικά στο ανωτέρω άκρο του στηθαίου, το οποίο και διαπέρασε κατά μήκος το εσωτερικό του αυτοκινήτου και το σώμα της θανούσας, ενώ, αν δεν ήταν αποκομμένο το στηθαίο στο σημείο εκείνο, θα προσέκρουε στο επίμηκες στηθαίο η εξωτερική επιφάνεια του αυτοκινήτου και τα αποτελέσματα της πρόσκρουσης θα ήταν διαφορετικά, εφόσον η θανούσα θα προστατευόταν από το εξωτερικό περίβλημα (κλωβό) του αυτοκινήτου και δεν θα πληττόταν με σφοδρότητα στην κοιλιακή και θωρακική χώρα, οπότε θα είχε αποτραπεί το θανατηφόρο αποτέλεσμα και γ) δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος της ως άνω Σ. Ε. είχε ήδη επέλθει από άλλη αιτία και ειδικότερα κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο μεταλλικό στηθαίο, πριν αυτό διεμβολίσει το αυτοκίνητο, δηλαδή ότι επήλθε από την πρόσκρουση του σώματος της θανούσης εντός των επιφανειών του αυτοκινήτου και λόγω των βαρυτικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν από την απότομη διακοπή της κίνησης του αυτοκινήτου. Δέχθηκε δηλαδή το Εφετείο, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν διακόπηκε με την μεσολάβηση της προγενέστερης χρονικά πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο στηθαίο, απορρίπτοντας τον σχετικό αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ο οποίος σημειωτέον ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Ανεξαρτήτως αυτού, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, η προγενέστερη αυτή πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο άκρο του υπάρχοντος (αποκομμένου) στηθαίου, δεν αποτελεί γεγονός, εντελώς άσχετο με το γεγονός της προαναφερόμενης παράλειψης του πρώτου αναιρεσείοντος, αλλά συνδέεται με αυτό, αφού και η μετωπική πρόσκρουση του αυτοκινήτου με το άκρο του στηθαίου είχε ως προϋπόθεση τη συγκεκριμένη παράλειψη, με αποτέλεσμα τη μη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του αιτίου (παράλειψης του πρώτου αναιρεσείοντος) και του επελθόντος αποτελέσματος (θανάτου της συγγενούς των αναιρεσιβλήτων), δεδομένου ότι, κατά τη μείζονα σκέψη, τέτοια διακοπή υπάρχει, όταν μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος παρενεβλήθη άλλο γεγονός, εντελώς άσχετο προς το προηγούμενο, το οποίο επέφερε καθεαυτό την προσγενομένη ζημία, όχι όμως και όταν το δεύτερο γεγονός, από το οποίο επήλθε η ζημία, είχε ως προϋπόθεση το πρώτο ή ήταν συνέχεια του πρώτου. Επομένως, ο πρώτος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 274/2018, ΑΠ 944/2017).
Συνεπώς, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως στοιχεία που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει ή αντιστρόφως παρέλειψε να λάβει υπόψη στοιχεία που ήταν αναγκαία για τον σχηματισμό της κρίσεώς του (ΑΠ 2081/2017, ΑΠ 160/2017, ΑΠ 179/2014). Το συντρέχον πταίσμα του οδηγού του αυτοκινήτου δεν καταλογίζεται κατ' αρχήν στον επιβάτη του αυτοκινήτου, ο οποίος θανατώθηκε, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 300 ΑΚ.
Συνεπώς ένα τέτοιο συντρέχον πταίσμα δεν επιτρέπεται κατά νόμο να ληφθεί υπόψη ως προσδιοριστικός παράγοντας, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως των μελών της οικογενείας του θανατωθέντος. Υπό την αντίθετη εκδοχή παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ. Εξάλλου, κατά τις εφαρμοζόμενες στην περίπτωση αυτή διατάξεις των άρθρων 926 και 927 ΑΚ, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των πλειόνων υποχρέων και οι παθόντες, δικαιούνται να απαιτήσουν ολόκληρη τη ζημία τους από καθένα εξ αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να επικαλεσθεί, έναντι των παθόντων, το πταίσμα του τρίτου ως λόγο μειώσεως της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 13/2002, ΑΠ 2083/2009). Περαιτέρω, όμως, κατά τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/2017, ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1136/2018). Και τούτο, διότι μία Απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο - παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 184/2021, ΑΠ 160/2021, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 43/2020). Στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου "οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, λόγω της φύσης του, υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της διάταξης αυτής, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι συγγενείς του θανόντος, που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, ανεξάρτητα από το αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (ΟλΑΠ 16/2011). Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί του θανόντος, καθώς και οι αγχιστείς πρώτου βαθμού, ήτοι πεθερός, πεθερά, γαμβρός και νύφη, ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανηψιός του, δεν περιλαμβάνονται (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 675/2013). Η επιδίκαση πάντως, της από το άρθρο 932 εδ.3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα της ύπαρξης, κατ' εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 382/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, διότι επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στους δεύτερη και πέμπτο των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, αντιστοίχως νύφη και γαμπρό της θανούσης, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των "μελών της οικογένειας”. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, είναι αβάσιμος, καθόσον στην έννοια της "οικογένειας" περιλαμβάνονται και οι αγχιστείς πρώτου βαθμού, ήτοι πεθερός, πεθερά, γαμπρός και νύφη. Εξάλλου, με τον ίδιο ως άνω λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, καθόσον επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στους δεύτερη και πέμπτο των εναγόντων- αναιρεσιβλήτων, αντιστοίχως νύφη και γαμπρό της θανούσης, καθώς επίσης και στους τρίτη και όγδοο των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων (ανήλικα, κατά τον χρόνο θανάτου της, εγγόνια της Σ. Ε.), και έκτη και έβδομη των εναγόντων (ενήλικα εγγόνια της θανούσης Σ. Ε.), χωρίς να περιλάβει στην ελάσσονα πρόταση πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη αληθούς ψυχικού δεσμού αυτών με τη θανούσα. Περαιτέρω, με τον πρόσθετο λόγο της αναίρεσης μέμφονται την προσβαλλομένη ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον αναγνώρισε ότι οι αναιρεσείοντες είναι υπόχρεοι να καταβάλουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσού 5.000 ευρώ σε έκαστο των δεύτερης και πέμπτου των αναιρεσιβλήτων, ποσού 10.000 ευρώ σε έκαστο της τρίτης, έκτου, έβδομης και όγδοου των αναιρεσιβλήτων. Επίσης παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως ως προς όλους, αλλά και ως προς τους πρώτο και τέταρτη των αναιρεσιβλήτων, διότι δεν έλαβε υπόψη απομειωτικά για τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης και το γεγονός ότι το ατύχημα προκλήθηκε από τον σύζυγο της θανούσης Σ. Ε., οδηγό του αυτοκινήτου. Ωστόσο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθόσον διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, όσον αφορά τον ψυχικό δεσμό μεταξύ της θανούσας και των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής τους κατά τον καθορισμό του ποσού χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι εξαιτίας της περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων. Επίσης, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας, ούτε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αυτού κατά την εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 (εδ. δ`) του Συντάγματος και 932 του ΑΚ, καθόσον, υπό τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και με βάση τα κριτήρια καθορισμού εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ, σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στη με μείζονα σκέψη, τα εν λόγω ποσά, κατά τη κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου αντίληψη δεν υπερτερούν και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων ποσών σε παρόμοιες περιπτώσεις. Εξάλλου, το Εφετείο, προκειμένου να καθορίσει το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως των αναιρεσιβλήτων μελών της οικογενείας της συνεπεία του ατυχήματος θανούσας, η οποία επέβαινε στον οδηγούμενο από το σύζυγό της αυτοκίνητο, εφόσον δεν δέχθηκε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, ότι βάρυνε την ίδια συντρέχον πταίσμα ούτε και ότι συνέτρεχε κατά νόμο περίπτωση ώστε να δύναται να καταλογισθεί σ' αυτήν το συντρέχον πταίσμα του οδηγού του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε, ορθώς δεν έλαβε υπόψη συντρέχον πταίσμα του ως άνω οδηγού του αυτοκινήτου. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του κυρίως δικογράφου, και μοναδικός πρόσθετος λόγος, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Από τον συνδυασμό των άρθρων, 1 παρ. 1, 2, 7 παρ. 3 εδ. α`, 6 εδ. 1, 7 του Ν. 2496/1997, για την "Ασφαλιστική σύμβαση και τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση κ.λπ.”, συνάγονται τα ακόλουθα: Με την Ασφαλιστική σύμβαση, η Ασφαλιστική επιχείρηση, που είναι ο Ασφαλιστής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενό της, που είναι ο λήπτης της ασφάλισης, ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν, επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (Ασφαλιστική περίπτωση). Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται, κατά την πραγματοποίηση του κινδύνου, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή ή μείωση της ζημίας και να ακολουθεί τις οδηγίες του Ασφαλιστή, σε περίπτωση δε υπαίτιας παράβασης αυτών των υποχρεώσεων του η ευθύνη του έγκειται στο να αποζημιώσει τον Ασφαλιστή. Η Ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον Ασφαλιστή, δηλαδή από τον νόμο ορίζεται ως αποδεικτικός τύπος της πιο πάνω δικαιοπραξίας το έγγραφο. Ακριβώς δε, εξαιτίας του αποδεικτικού χαρακτήρα του ασφαλιστηρίου παρέπεται, ότι, για την απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης αυτής μεταξύ των συμβαλλομένων, δεν επιτρέπονται μάρτυρες, παρά μόνο αν το έγγραφο που είχε συνταχθεί έχει χαθεί τυχαία (ΑΠ 1701/1995), ενώ οι γενικοί και ειδικοί όροι ασφάλισης, που περιέχονται σ' αυτό, δεσμεύουν τον ασφαλισμένο και αν ακόμη δεν το υπέγραψε, εφόσον σ' αυτό στηρίζει τις αξιώσεις του, ενώ το επικαλείται και το προσκομίζει στο Δικαστήριο (ΑΠ 156/2014, ΑΠ 1995/2013). Περαιτέρω με το άρθρο 7 παρ. 5 του άνω νόμου, ορίζεται ότι ο Ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της Ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ. α` του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, με την Ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του Ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Με βάση τις τελευταίες διατάξεις, επιτρέπεται η συνομολόγηση, στην περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης, απαλλαγών του Ασφαλιστή πέραν των προβλεπόμενων από τον Νόμο. Οι όροι απαλλαγής αποτελούν εξαίρεση από την Ασφαλιστική κάλυψη και συνιστούν καταλυτική της αγωγής ένσταση του Ασφαλιστή περί απαλλαγής του από την υποχρέωση για καταβολή του ασφαλίσματος. Εξάλλου, η δυνατότητα διεύρυνσης με την Ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του Ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την "κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω Νόμου, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, έκτος αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή, εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις "ημιαναγκαστικού" κατ' αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την Ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Αντίθετα, στις περιπτώσεις της Ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας (ΑΠΟλ 18/2015, ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 957/2021, ΑΠ 1880/2017, ΑΠ 854/2014). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 και 6 αυτού. Έτσι, κατά την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας, που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της προτάσεως απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, υπό την προϋπόθεση, ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ` έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής (ή την ένσταση παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως), αλλά και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απερρίφθησαν ως αόριστοι (ΑΠ 796/2020, ΑΠ 1674/2017). Εξάλλου, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνον όσοι τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων (ΑΠ 74/2020, ΑΠ 364/2018). Περαιτέρω, με τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). "Πράγματα" κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αποτελούν και οι επί μέρους λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του αντιδίκου του (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 1434/2010), όχι όμως και οι λόγοι έφεσης που αφορούν ισχυρισμούς αρνητικούς της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ήτοι έλαβε υπόψη την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της ένατης αναιρεσίβλητης (Ασφαλιστικής εταιρίας), με την οποία η τρίτη εναγομένη-αναιρεσείουσα είχε συνάψει Ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης ζημιών και αστικής ευθύνης από το έργο συντήρησης της Εγνατίας Οδού, σε τμήμα της οποία συνέβη το ατύχημα, με ασφαλισμένους την τρίτη των αναιρεσειόντων αλλά και τους εκάστοτε υπεργολάβους του έργου, όπως η δεύτερη των αναιρεσειόντων και ο υπό της τελευταίας προστηθείς πρώτος των αναιρεσειόντων, καίτοι η ένσταση αυτή προβλήθηκε απαραδέκτως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθόσον δεν προτάθηκε προφορικά ούτε και καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Ωστόσο, η ως άνω αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και ειδικότερα των από 20-5-2019 προτάσεων που αυτή κατέθεσε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί των εφέσεων που άσκησαν κατά της πρωτόδικης απόφασης οι αναιρεσείοντες (παρεμπιπτόντως ενάγοντες), προέβαλε εκ νέου την πιο πάνω ένστασή της ως εφεσίβλητη προς απόκρουση των εν λόγω εφέσεων, αλλά και με την επίκληση έγγραφης απόδειξης της βασιμότητας της ως άνω ένστασή της (άρθρ. 527 αρ. 1 και 6 ΚΠολΔ). Επομένως, το Εφετείο, που έλαβε υπόψη την παραπάνω ένσταση της ένατης αναιρεσίβλητης, κρίνοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, παραδεκτά προβλήθηκε από αυτήν με τις προτάσεις της, δεν έλαβε υπόψη παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παράβολου, που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας τους, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό (άρθ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση και τον πρόσθετο λόγο 1) του Ε. Δ. του Α.-Α., 2)της ομόρρυθμης Τεχνικής Εταιρίας, με την επωνυμία “…..Ο.Ε." και με τον διακριτικό τίτλο “….Ο.Ε." πρώην “…Α.Ε. " και 3) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…..ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και με τον διακριτικό τίτλο “….. ΑΕΚΤΕ”, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……ΕΤΑΙΡΕΙΑ και τον διακριτικό τίτλο “……. Α.Τ.Ε.Ε.”, για αναίρεση της υπ` αριθ. 32/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ