Απόφαση

Αριθμός 962/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Καλλιόπη Πανά - Εισηγήτρια, και Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Γιαλαμά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “….. Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο “…. Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 8/2/2021 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/4/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1538/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 5111/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/11/2019 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση υπ' αριθμ. καταθ. .../2020 από 30-11-2019 του αναιρεσείοντος, ζητείται η αναίρεση της αντιμωλίας των διαδίκων εκδοθείσης, υπ' αριθμ. 5111/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθήνας, η οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 1/10/2018 έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας - εναγομένης, κατά της υπ' αριθμ. 1538/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την από 30/04/2011 (αριθμ. Καταθ. .../2011) αγωγή του αναιρεσείοντος κατ' αυτής, με την οποία εζητείτο η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη αυτός (ενάγων) από αδικοπραξία εξ αιτίας δηλαδή, ασθένειας που του προκλήθηκε, εξ αφορμής της εργασίας του, κατά την εκτέλεση αυτής, ένεκα των παραλείψεων της εναγομένης και των προστηθέντων της να τηρήσουν τα αναγκαία και προβλεπόμενα μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων από τις βλαβερές επιδράσεις του αμίαντου, και στην οποία απασχολείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως η προσβαλλόμενη έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 20.000 ευρώ) αναγνώρισε δε την υποχρέωσή της να του καταβάλει άλλες 160.000 ευρώ για την άνω αιτία, ποσό για το οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται αυτήν για παραβίαση της αρχής αναλογικότητας.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 17-1-2020 (έκδοση προσβαλλόμενης στις 12-9-2019), αφού δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Επειδή, κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8- 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α' ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ' αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής. Θα πρέπει, δηλαδή, αφ' ενός το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η βλάβη, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και αφ' ετέρου η βλάβη να μην μπορούσε να επέλθει χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986). Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ 1401/2013). Εξάλλου, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες, καθορίζονται ειδικότερα: Α) με το π.δ. 17/18-1-1996 "Μέτρα ασφάλειας - υγείας εργαζομένων για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί της ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων προς τις διατάξεις των Οδηγιών 89/391/ΕΟΚ της 12-6-1989 και 91/383/ΕΟΚ της 25-6-1991”, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Στο άρθρο 7 του εν λόγω π.δ. ορίζονται, εκτός των άλλων, και τα ακόλουθα: 1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των τρίτων. [...]. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) [...], γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζόμενους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, [...]. 7. Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, [...], γ) προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, ειδικότερα όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, καθώς και την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας, [...], θ) παροχή των κατάλληλων οδηγιών στους εργαζόμενους. Β) Με το π.δ. 399/1994 "Προστασία Εργαζομένων από καρκινογόνους παράγοντες”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία του Συμβουλίου 90/394/ΕΟΚ, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται και έχει ως αντικείμενο την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται ή μπορούν να προέλθουν από την Έκθεση κατά την εργασία σε καρκινογόνους παράγοντες, καθώς και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων από αυτούς τους κινδύνους. Στο άρθρο 5 περ. θ”, Γ και ιβ' του ως άνω π.δ. ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να ενημερώνει τους εργαζόμενους, να οριοθετεί τις επικίνδυνες ζώνες με τη χρήση κατάλληλων σημάτων προειδοποίησης και ασφάλειας και να χρησιμοποιεί μέσα για την ασφαλή αποθήκευση των καρκινογόνων παραγόντων. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 παρ.2 του ίδιου π.δ., ορίζεται ότι ο εργοδότης πρέπει να παρέχει στους εργαζόμενους κατάλληλο προστατευτικό ιματισμό ή άλλο κατάλληλο ειδικό ιματισμό, ενώ στο άρθρο 11 παρ. 1εδ α' και β' ορίζεται ότι εάν τα αποτελέσματα της εκτίμησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 καταδεικνύουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των εργαζομένων, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση: α) Να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες γιατρού εργασίας, όπως αυτός ορίζεται στο ν. 1568/1985, ανεξάρτητα από τον αριθμό εργαζομένων στην επιχείρηση και β) Να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις υποδείξεις του γιατρού εργασίας, ότι κάθε εργαζόμενος πριν από την Έκθεση και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, υπόκειται σε ιατρική εξέταση για την εκτίμηση της "κατάστασης της υγείας του. Γ) Με το π.δ. 396/1994 "Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την Οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ το οποίο, στο άρθρο 3, ορίζει ότι οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να χρησιμοποιούνται, εφόσον οι κίνδυνοι δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν ή να περιορισθούν επαρκώς με τεχνικά μέσα ή μέσα συλλογικής προστασίας ή με τα μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας και στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους, ενώ στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εργοδότης ενημερώνει εκ των προτέρων τους εργαζόμενους σχετικά με τους κινδύνους, από τους οποίους τους προστατεύει ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας (ΑΠ 981/2015, 1401/2013, 1510/2010, 106/2003). Περαιτέρω, με το π.δ. 70α/1988 "Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται στον αμίαντο κατά την εργασία" που ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο (1990-1996) και με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 83/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1983, ορίζονται τα ειδικά μέτρα ασφαλείας για την προστασία από τον αμίαντο, ήτοι: "Άρθρο 1 "Πεδίο εφαρμογής" 1. Το παρόν Π. Δ/γμα εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις ή τμήματα τους του άρθρο· 1 του νόμου 1568/85 "Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων”, στις οποίες, διενεργούνται εργασίες κατά τη διάρκεια των οποίων οι εργαζόμενοι εκτίθενται ή ενδέχεται να ζουν σε αμίαντο. Ως "αμίαντος" νοείται οποιοδήποτε από τα παρακάτω ινώδη πυριτικά ορυκτά: - ακτινόλιθος αριθ. μητρώου ... (*) του ... (CAS), - αμοσίτης ή γρυνερίτης αριθ. μητρώου ... (*) του CAS.- ανθοφυλλίτης αριθ. μητρώου ... (*) του CAS, - κροκιδόλιθος αριθ. μητρ. ... του CAS, - τρεμολίτης αριθ. μητρώου ... (*) του CAS, - χρυσότιτλος αριθ. μητρώου ... του CAS, και κάθε μίγμα που αποτελείται από ένα ή περισσότερα από αυτά. Άρθρο 2 "Γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών" 1. Οι εργοδότες των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, έχουν την υποχρέωση να προβούν στις πιο κάτω ενέργειες:- μετρήσεις του αμίαντου στον αέρα του χώρου εργασίας (έλεγχος περιβάλλοντος),- τήρηση γενικών μέτρων πρόληψης (τεχνικών και οργανωτικών), - γενική ενημέρωση των εργαζομένων. 2. Οι μετρήσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο αποσκοπούν στην εκτίμηση του κινδύνου για τους εργαζομένους, οι οποίοι εκτίθενται σε αμίαντο κατά την εργασία τους. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών καθορίζουν το εύρος των μέτρων που θα ληφθούν στη συνέχεια σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 του παρόντος Π. Δ/τος. 3. Ο τόπος, ο χρόνος, το είδος των μετρήσεων κατά τον έλεγχο περιβάλλοντος και γενικά κάθε πρόβλημα που είναι δυνατόν να προκύψει ανάλογα με τη φύση και τις συνθήκες εργασίας, αποτελεί αντικείμενο διαβούλευσης μεταξύ εργοδότη και της επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας ή του αντιπροσώπου των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1568/85. Όπου δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή ή αντιπρόσωπος η διαβούλευση γίνεται με τους ίδιους τους εργαζομένους. 4. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων κοινοποιούνται στην επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας ή στον αντιπρόσωπο για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας ή στους εργαζόμενους. 5. Η εκτίμηση του κινδύνου αναθεωρείται με νέες μετρήσεις, όταν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ανακριβής ή όταν έχει γίνει ουσιαστική μεταβολή στην εργασία, που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την έκθεση των εργαζομένων στον αμίαντο. Άρθρο 3 "Μέτρηση αμιάντου στον αέρα" (έλεγχος περιβάλλοντος) 1. Η μέτρηση αμιάντου στον αέρα του χώρου εργασίας διενεργείται με μέτρηση της έκθεσης κάθε εργαζομένου σε αμίαντο. έκθεση σε αμίαντο θεωρείται η έκθεση του εργαζόμενου σε αιωρούμενες στον αέρα ίνες αμιάντου και εκφράζεται σε ίνες ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (ίνες/cm3 αέρα). Για τη μέτρηση της έκθεσης σε αμίαντο "ίνα αμιάντου" θεωρείται κάθε σωματίδιο μήκους τουλάχιστον πέντε μικρομέτρων (5μm) διαμέτρου μικρότερης των τριών μικρομέτρων (3μm) και σχέσεως μήκους προς διάμετρο μεγαλύτερης από 3:1. 2. Για τη μέτρηση του αμιάντου λαμβάνεται δείγμα από τον αέρα που εισπνέει ο εργαζόμενος (δειγματοληψία). Το δείγμα αναλύεται για να καθορισθεί η ποσότητα του αμιάντου που περιέχει (ανάλυση) και να υπολογισθεί η έκθεση του εργαζόμενου σε αμίαντο. Η δειγματοληψία και ανάλυση των δειγμάτων γίνονται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και με κατάλληλα όργανα, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και τις οδηγίες που περιέχονται στο Παράρτημα I αυτού του Π. Δ/τος. Η διάρκεια των δειγματοληψιών πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη και τις απαιτήσεις του σημείου 5γ του Παραρτήματος I, να επιτρέπει τον προσδιορισμό, άμεσα με τη μέτρηση ή έμμεσα με υπολογισμό, της μέσης χρονικά σταθμισμένης Έκθεσης του εργαζόμενου σε αμίαντο για μια περίοδο αναφοράς 8 ωρών (μία βάρδια). 3. Όλες , οι μετρήσεις πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο στον αέρα και για το σκοπό αυτό γίνονται, κατά το δυνατόν, με ατομικές" δειγματοληψίες. Κατά τις μετρήσεις λαμβάνεται υπόψη η φύση των εργασιών που εκτελούνται καθώς επίσης και οι συνθήκες και η διάρκεια έκθεσης των εργαζομένων. 4. Όταν υπάρχει ομάδα εργαζομένων που εκτελούν τις ίδιες ή παρόμοιες εργασίες στον ίδιο χώρο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες, τότε είναι δυνατόν να γίνει μέτρηση., σε ένα (1) τουλάχιστον για κάθε δέκα (10) εργαζόμενους, που ανήκουν στην ίδια ομάδα, ώστε να εκτιμηθεί η έκθεση του, η οποία θεωρείται ότι είναι ίδια και για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Άρθρο 4 "Γενικά μέτρα πρόληψης" (τεχνικά και οργανωτικά) Ο εργοδότης οφείλει να παίρνει όλα τα απαραίτητα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η έκθεση των εργαζομένων σε αμίαντο, όσο είναι πρακτικά δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση η έκθεση πρέπει να διατηρείται σε επίπεδο κατώτερο εκείνου, που ορίζεται από τις οριακές τιμές έκθεσης του άρθρου 12 του παρόντος, με τη λήψη των κατάλληλων κάθε φορά προληπτικών μέτρων από τα αναφερόμενα παρακάτω: Α. Γενικά μέτρα 1. Η ποσότητα αμιάντου που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση, πρέπει να περιορίζεται στην ελάχιστα αναγκαία ποσότητα. Ιδιαίτερα η χρήση του κροκιδόλιθου πρέπει να αποφεύγεται κατά το δυνατόν, και να επιδιώκεται η αντικατάσταση του από άλλα υλικά λιγότερο επικίνδυνα, όσο αυτό είναι πρακτικά εφικτό. 2.Ο αριθμός των εργαζομένων που εκτίθενται ή είναι δυνατόν να εκτεθούν σε αμίαντο καθώς και ο χρόνος έκθεσης τους πρέπει να περιορίζεται από απολύτως αναγκαία όρια. 3. Κατ' αρχήν πρέπει να σχεδιάζονται μέθοδοι και διαδικασίες εργασίας ώστε να μην απελευθερώνεται σκόνη αμιάντου στην ατμόσφαιρα. Αν τούτο δεν είναι πρακτικά δυνατόν να επιτευχθεί, η σκόνη πρέπει να δεσμεύεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο σημείο εκπομπής της. 4. Ο αμίαντος ή μίγματα που περιέχουν ελεύθερο αμίαντο πρέπει να αποθηκεύονται και να μεταφέρονται στους χώρους εργασίας, μέσα σε κατάλληλες κλειστές συσκευασίες, επισημασμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15. 5. Ο χειρωνακτικός χειρισμός του αμίαντου πρέπει να αποφεύγεται, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο από τη φύση της εργασίας, οπότε πρέπει να λαμβάνονται και ειδικά μέτρα ατομικής προστασίας. 6. Απαγορεύεται η εφαρμογή του αμίαντου με τη μέθοδο του ψεκασμού (SPRAY). 7. Όλα τα απορρίμματα των εργασιών που περιέχουν αμίαντο πρέπει να συλλέγονται και να απομακρύνονται από το χώρο εργασίας το συντομότερο δυνατόν, μέσα σε κατάλληλες κλειστές συσκευασίες με ειδική επισήμανση, σύμφωνα με το άρθρο 15. Β. Πρόσθετα τεχνικά μέσα 1. Όσο είναι τεχνικά δυνατό οι διάφορες κατεργασίες ή χρήσεις του αμιάντου πρέπει να διενεργούνται με υγρές μεθόδους, ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η δημιουργία και διασπορά σκόνης στο περιβάλλον. 2. Η αφαίρεση του αμιάντου ή των πρώτων υλών που περιέχουν ελεύθερο αμίαντο από τους σάκους ή δοχεία συσκευασίας κατά την οποία είναι δυνατή η διασπορά του στο περιβάλλον, πρέπει να διενεργείται, όσο είναι πρακτικά δυνατό σε κατάλληλα κλειστά τμήματα με ισχυρό τοπικό εξαερισμό, ώστε να αποφεύγεται η διαφυγή σκόνης στο περιβάλλον. 3. Ο αέρας που εισάγεται στους χώρους εργασίας, κατά τη λειτουργία συστήματος γενικού εξαερισμού για την ανανέωση του αέρα του εργασιακού περιβάλλοντος, πρέπει να είναι κατά το δυνατόν απαλλαγμένος από ίνες αμιάντου, ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνση του εργασιακού περιβάλλοντος. 4. Η σκόνη αμίαντου που δεσμεύεται από τα συστήματα εξαερισμού, πρέπει να συλλέγεται σε κλειστά συστήματα φίλτρων και να μη διαχέεται στο εργασιακό περιβάλλον. 5. Όλα τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση ή την κατεργασία του αμιάντου, πρέπει να καθαρίζονται και να συντηρούνται αποτελεσματικά και τακτικά. Ειδικότερα: α) Ο καθαρισμός πρέπει να διενεργείται, όσο είναι πρακτικά δυνατό, με κατάλληλο σύστημα δημιουργίας κενού ή άλλη κατάλληλη μέθοδο, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία και διασπορά σκόνης αμιάντου στο περιβάλλον, β) Όταν τούτο δεν είναι πρακτικά δυνατό να εφαρμοσθεί, πρέπει οι εργαζόμενοι που εκτελούν τον καθαρισμό να είναι εφοδιασμένοι με κατάλληλο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό. ‘Άλλοι εργαζόμενοι απαγορεύεται να υπάρχουν στον χώρο κατά τη διάρκεια του καθαρισμού. Άρθρο 5 "Γενική ενημέρωση εργαζομένων”. Σε κάθε δραστηριότητα του άρθρου 1, ο εργοδότης πρέπει να λαμβάνει όλα τα μέτρα, ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να πληροφορούνται κατά την πρόσληψή τους και στη συνέχεια σε τακτικά χρονικά διαστήματα γραπτά και προφορικά: α) τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία από την έκθεση σε αμίαντο, β) τα μέτρα υγιεινής που πρέπει να τηρούνται στα οποία περιλαμβάνεται και αποχή από το κάπνισμα, γ) τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται όσον αφορά τη χρήση κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και ενδυμάτων, δ) τα οργανωτικά, τεχνικά ή άλλα μέτρα που λήφθηκαν και αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της έκθεσης σε αμίαντο, ε) τις διατάζεις αυτού του Π. Δ/τος. Άρθρο 6 "Όρια δράσης - Πρόσθετα μέτρα προστασίας" 1. Αν από τις μετρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 2 διαπιστωθεί ότι, χωρίς τη χρήση ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού, η έκθεση των εργαζομένων σε αμίαντο, μετρούμενη ή υπολογιζόμενη σαν μέση χρονικά σταθμισμένη τιμή για οκτάωρη ημερήσια εργασία, βρίσκεται σε επίπεδα ίσα ή μεγαλύτερα από: - 0,25 ίνες/CΜ3 για εργασίες με καθημερινή έκθεση σε αμίαντο ή - μία αθροιστική δόση 15 ινοημερών/CΜ3 επί 3 μήνες για εργασίες με αμίαντο που δεν επαναλαμβάνονται καθημερινά. Οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση, εκτός των μέτρων του Κεφαλαίου β' του παρόντος, να εφαρμόσουν και τα παρακάτω:- γνωστοποίηση εργασιών - τακτικό έλεγχο του περιβάλλοντος - επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων - ειδικά μέτρα πρόληψης - ειδική ενημέρωση που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 7, 8, 9, 10 και 11 αυτού του Κεφαλαίου, και - τήρηση αρχείου και ιατρικών φακέλων όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του Κεφαλαίου Ε’. Τα ανωτέρω αναφερόμενα επίπεδα έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο, η υπέρβαση των οποίων καθιστά υποχρεωτική τη λήψη των πρόσθετων μέτρων προστασίας, καλούνται εφεξής όρια δράσης. 2. Στις παραπάνω επιχειρήσεις οι αναγκαίες μετρήσεις, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, η τήρηση αρχείων και φακέλων διενεργούνται με μέριμνα του τεχνικού ασφαλείας και του γιατρού εργασίας. 3. Ο νόμος 1568/85 "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων" επεκτείνεται σε όλες τις επιχειρήσεις της παρ. 1 ανεξαρτήτως αριθμού εργαζομένων, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση απασχόλησης γιατρού εργασίας της επιχείρησης. Άρθρο 8 "Τακτικός έλεγχος περιβάλλοντος" 1. Κάθε εργοδότης της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργεί τακτικό έλεγχο του περιβάλλοντος κάθε τρείς μήνες τουλάχιστον με τους όρους του άρθρου 3 και με τις τεχνικές προδιαγραφές και οδηγίες που αναφέρει το Παράρτημα I. Εκτός από τους τακτικούς ελέγχους διενεργούνται και άτακτοι έλεγχοι κάθε φορά που αλλάζουν ουσιαστικά οι συνθήκες εργασίας και έκθεσης των εργαζομένων, λόγω τεχνικών αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία. 2. Η ελάχιστη συχνότητα του ελέγχου του περιβάλλοντος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορεί, εφόσον δεν έχει επέλθει ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες εργασίας και έκθεσης των εργαζομένων, να περιορίζεται μέχρι μία φορά το χρόνο αν τα αποτελέσματα των δύο προηγουμένων ελέγχων δεν υπερβαίνουν το μισό των οριακών τιμών που ορίζονται στο άρθρ. 6. 3. Η Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας της επιχείρησης ή ο αντιπρόσωπος των εργαζομένων ή, όπου δεν υπάρχουν, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι γνωμοδοτούν και γενικά συνεργάζονται στην εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου. Άρθρο 9 "Επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων" 1. Κάθε εργοδότης της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος υποχρεούται να παραπέμπει κάθε εργαζόμενο πριν από την έναρξη της έκθεσης σε αμίαντο, σε χώρους εργασίας όπου έχει διαπιστωθεί υπέρβαση των ορίων δράσεως, σε ιατρική εξέταση για την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ειδική εξέταση του θώρακα και διενεργείται σύμφωνα με τις αρχές και την πρακτική της ιατρικής και τις οδηγίες του Παραρτήματος II. Η ιατρική εξέταση επαναλαμβάνεται μια τουλάχιστον φορά κάθε τρία χρόνια για όσο διάστημα διαρκεί η έκθεση σε αμίαντο. 2. Αρμόδιος για την επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων είναι ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης ο οποίος, ανάλογα με τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης διατυπώνει τη γνώμη του σχετικά με τα ενδεχόμενα ατομικά προστατευτικά ή προληπτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ανάλογα με την περίπτωση την αλλαγή της θέσης εργασίας ή και την απαγόρευση της έκθεσης του εργαζόμενου σε αμίαντο. Ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αρμόδιο γιατρό ή και από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας επανεκτίμηση των στοιχείων με βάση τα οποία κρίθηκε αναγκαία η λήψη των παραπάνω μέτρων. 3. Ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης πρέπει να παρέχει στους εργαζόμενους πληροφορίες και συμβουλές, όσον αφορά την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας τους, η οποία μπορεί να γίνεται μετά το πέρας της απασχόλησης τους σε εργασίες στις οποίες είχαν εκτεθεί σε αμίαντο. Άρθρο 10 "Ειδικά μέτρα πρόληψης" Στις επιχειρήσεις όπου διενεργούνται εργασίες στις οποίες διαπιστώθηκε υπέρβαση του ορίου δράσης που αναφέρεται στο άρθρο 6, οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν εκτός από τα μέτρα του άρθρου 4, και τα παρακάτω ειδικά μέτρα: 1. Οι χώροι όπου διεξάγονται οι εργασίες αυτές: α) να μην είναι προσιτοί σε άλλους εργαζόμενους εκτός από εκείνους οι οποίοι πρέπει να εισέρχονται σ' αυτούς, λόγω της εργασίας ή των καθηκόντων τους, β) να αποτελούν περιοχές όπου πρέπει να απαγορεύεται το κάπνισμα, γ) να είναι σαφώς οριοθετημένοι και να έχουν εμφανή σήμανση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 15 παρ. 1 του παρόντος. 2. Να διευθετούνται κατάλληλοι χώροι, όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να τρώγουν και να πίνουν χωρίς κίνδυνο μόλυνσης από τον αμίαντο. 3. Να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλα ενδύματα εργασίας ή προστασίας και άλλα μέσα ατομικής προστασίας, ανάλογα με την περίπτωση. Τα ενδύματα εργασίας ή προστασίας παραμένουν στο χώρο της επιχείρησης. Είναι δυνατόν όμως να δίνονται για καθαρισμό σε επιχειρήσεις που διαθέτουν τον απαιτούμενο για το σκοπό αυτό εξοπλισμό και βρίσκονται έξω από τον χώρο της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή η μεταφορά των ενδυμάτων εκτελείται, σε κλειστά δοχεία ή σάκους, τα οποία είναι επισημασμένα κατάλληλα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του παρόντος, τα δε πρόσωπα που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό ενημερώνονται κατάλληλα από τον εργοδότη για τους ενδεχόμενους κινδύνους. 4. Να παρέχονται στους εργαζόμενους ξεχωριστοί χώροι φύλαξης για τα ενδύματα εργασίας ή προστασίας αφενός και για τα κοινά ενδύματα αφετέρου. 5. Να παρέχονται στους εργαζόμενους κατάλληλες και επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν και ντους. 6. Ο προστατευτικός εξοπλισμός να τοποθετείται σε καθορισμένο χώρο, να ελέγχεται και να καθαρίζεται μετά από κάθε χρήση και να επιδιορθώνεται ή να αντικαθίσταται προτού χρησιμοποιηθεί πάλι. Άρθρο 11 "Ειδική ενημέρωση των εργαζομένων" 1. Η ειδική ενημέρωση είναι συμπληρωματική εκεινής του άρθρου 5 και παρέχεται στους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή χώρους εργασίας στους οποίους από την εκτίμηση του άρθρου 2 διαπιστώθηκε υπέρβαση του ορίου δράσης. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικές με: - τα αποτελέσματα των μετρήσεων της έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο κατά τον έλεγχο του περιβάλλοντος, - τα στατιστικά (όχι ονομαστικά) αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων. - την σημασία των αποτελεσμάτων των μετρήσεων και εξετάσεων. 2. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων ανακοινώνονται ατομικά στον κάθε εργαζόμενο που αφορούν, από το γιατρό εργασίας της επιχείρησης. 3. Τα μέλη της Επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας ή ο αντιπρόσωπος των εργαζομένων και οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι ενημερώνονται, σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών τιμών έκθεσης του άρθρου 12, για την υπέρβαση και τα αίτιά της και γνωμοδοτούν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ή σε επείγουσα περίπτωση ενημερώνονται για τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί. Άρθρο 12 "Οριακές τιμές έκθεσης" Καθορίζονται οι ακόλουθες τιμές έκθεσης: 1. Για όλους τους τύπους αμιάντου, εκτός του κροκιδόλιθου, η χρονικά σταθμισμένη τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου, στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά την 1 ίνα ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (1/iva/CM3). 2. Για τον κροκιδόλιθο η χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά τις 0,5 ίνες ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (0,5 ίνες/ΟΜ3). 3. Για μίγμα κροκιδόλιθου με άλλους τύπους αμιάντου η χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου, στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διαρκεια οποιασδήποτε δωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά την τιμή που υπολογίζεται από τον τύπο ίνες/CM3, όπου: α = ποσοστό (%) του κροκιδόλιθου που περιέχεται στο μίγμα β = ποσοστό (%) των άλλων τύπων αμίαντου που περιέχονται στο μίγμα χ = οριακή τιμή έκθεσης σε κροκιδόλιθο (0,5 ίνες/ΟΜ3 αέρα) ψ = οριακή τιμή έκθεσης σε άλλους τύπους αμιάντου (1 ίνα/CM3 αέρα).
Άρθρο 13 Μέτρα σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών τιμών έκθεσης σε αμίαντο 1. Όταν κατά τον έλεγχο του περιβάλλοντος διαπιστώνεται σε ένα χώρο εργασίας υπέρβαση των οριακών τιμών έκθεσης, πρέπει να προσδιορίζεται η αιτία της υπέρβασης αυτής και να λαμβάνονται το συντομότερο δυνατόν τα κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα. Η εργασία στον παραπάνω χώρο μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν ληφθούν κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα για την προστασία των εκεί εργαζομένων. 2. Αμέσως μετά γίνεται νέος προσδιορισμός της έκθεσης σε αμίαντο, ώστε να εξακριβωθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1. 3. Ο γιατρός εργασίας και ο τεχνικός ασφάλειας, όπου υπάρχει, εισηγούνται τα προφυλακτικά και επανορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν. 4. Στην περίπτωση που η έκθεση δεν μπορεί εύλογα να περιορισθεί με άλλα μέσα και είναι απαραίτητη η χρήση ατομικής προστατευτικής αναπνευστικής συσκευής, η χρήση της συσκευής αυτής δεν επιτρέπεται να είναι μόνιμη και πρέπει να περιορίζεται για κάθε εργαζόμενο, στον απολύτως αναγκαίο ελάχιστο χρόνο. 5. Για ορισμένες δραστηριότητες κατά τις οποίες προβλέπεται υπέρβαση των οριακών τιμών και για τις οποίες δεν είναι εύλογα εφικτό να ληφθούν προληπτικά τεχνικά μέτρα για να περιορισθεί η συγκέντρωση ινών αμιάντου στον αέρα, ο εργοδότης ορίζει εκ των προτέρων τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων κατά τις δραστηριότητες αυτές και ιδίως: - χορηγείται στους εργαζόμενους ένας κατάλληλος αναπνευστικός εξοπλισμός και άλλος αναγκαίος ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός τον οποίο οφείλουν να φέρουν κατά την εργασία τους. - τοποθετούνται πινακίδες προειδοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του παρόντος. Πριν από τις δραστηριότητες αυτές ζητείται η γνώμη της επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας της επιχείρησης ή του εκπροσώπου για την υγιεινή και ασφάλεια ή, όπου δεν υπάρχουν, των ίδιων των εργαζομένων. Άρθρο 16 "Τήρηση στοιχείων" 1. Στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις στις οποίες διενεργείται τακτικός έλεγχος του περιβάλλοντος και επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων, τηρούνται τα βιβλία, οι ατομικοί ιατρικοί φάκελοι και οι κατάλογοι που προβλέπονται από το νόμο 1568/85 "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων”, που καταχωρούνται με ακρίβεια όλα τα στοιχεία των ελέγχων και εξετάσεων. Για την τήρηση των στοιχείων αυτών μπορεί να εφαρμοσθεί το σύστημα τήρησης αρχείου το οποίο ακολουθεί η επιχείρηση ή εκμετάλλευση, αρκεί το σύστημα αυτό να εξασφαλίζει τη συστηματική και οργανωμένη καταχώριση αλλά και την εύκολη και γρήγορη ανεύρεση και αξιολόγηση τους...”. Τέλος, προς εναρμόνιση της ελληνικής έννομης τάξης με τις διατάξεις της 87/217/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Μαρτίου 1997 "σχετικά με την πρόληψη και την μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο" εκδόθηκε η ΚΥΑ 8243/1961 των Υπουργών Εσωτερικών - Εθνικής Οικονομίας - Κοινωνικών Ασφαλίσεων - ΠΕΧΩΔΕ, Βιομηχανίας "Μέτρα για την πρόληψη και την μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από εκπομπές αμιάντου”, η οποία επανέλαβε τις κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεις των υπευθύνων έργων ή δραστηριοτήτων που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την κατεργασία υλικών από αμίαντο.
Περαιτέρω χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη (άρθρα 297, 298, 299, 330, 914, 922, 926, 932 ΑΚ) η ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις όμως του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στην χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτήν μόνο οι γενικές διατάξεις αναφερόμενοι ανωτέρω μόνο συνδυαστικά με τις πρώτες. Οπότε αρκεί για την επιδίκαση αυτής να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του ζημιωθέντος ή του προστηθέντος απ' αυτόν (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, να συντρέχει δηλαδή οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/1915. Εξ’ άλλου για την ύπαρξη της ανωτέρω υποχρέωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του εργοδότη ή των προστηθέντων του και του αποτελέσματος που επήλθε απ' αυτήν. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν, κατά διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 ΚΠολΔ), η πράξη ή η παράλειψη, σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίστασης (άρθρο 298 εδ. β'ΑΚ) ήταν ικανή και πρόσφορη να παράγει το ζημιογόνο αποτέλεσμα "Η κρίση για το αν, από τα φερόμενα ως διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, η πράξη ή η παράλειψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1191/19, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 1510/2010).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (Ολ ΑΠ 7/2014, 2/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014). Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει ( ΑΠ 670/2018, ΑΠ 121/2014, 1504/2011,479/2009).
Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1εδ. γ' του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτή, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτή ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 76/2016).
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι ιδίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 76/2016).
Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, που παραδεκτά επισκοπείται, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Ο ενάγων, γεννηθείς το έτος 1967, φοίτησε στη σχολή ταχύρρυθμης εκπαίδευσης της εναγομένης …… από 3-10-1989 έως 11 -7-1990 και στη συνέχεια προσελήφθη από την εναγομένη και εργάστηκε στον …….. Συντήρησης Οχημάτων …….. (…..) ως μηχανοτεχνίτης αυτοκινήτων, από το έτος 1990 έως το έτος 1992 στο συνεργείο LAND ROVER και από το έτος 1993 έως το έτος 1996 στο συνεργείο HONDA, ενώ στις 16-7-1996 μετατέθηκε στον ……… και εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος. Κατά την πρόσληψή του ήταν ηλικίας 23 ετών και απολύτως υγιής, ασχολείτο με τον αθλητισμό (πολεμικές τέχνες, κωπηλασία) και είχε υπηρετήσει τη θητεία του στις ειδικές δυνάμεις, ήταν δε περιστασιακός καπνιστής. Την άνοιξη του 2007 ο ενάγων, σε ηλικία 39 ετών, εμφάνισε δύσπνοια και πόνους στην πλάτη, συνοδευόμενα από αιμοπτύσεις. Μετά την υποβολή του σε ιατρικές εξετάσεις, διαγνώστηκε ότι πάσχει από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του αριστερού πνεύμονος και μετά από προεγχειρητική χημειοθεραπεία, υποβλήθηκε στις 25-7-2007 σε αριστερή θωρακοτομή-πνευμονεκτομή με ριζικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Από την ιστολογική εξέταση του αριστερού πνεύμονος του ενάγοντος προέκυψε νεοπλασματικός όγκος διαστάσεων 4,3 Χ 3,2 Χ 3 εκ., μ.δ. 4,3 εκ., με θέσεις νέκρωσης που ανεπτύσσετο ενδοβρογχικώς κατά μήκος του κάτω λοβαίου βρόγχου και περιβρογχικά τόσο προς την περιοχή των πυλών όσο και προς το περέγχυμα του κάτω λοβού, ενώ περιβρογχικά βρέθηκαν 29 λεμφαδένες να είναι διογκωμένοι με μ.δ. 0,3 - 2,5 εκ., εκ των οποίων διεπιστώθη μεταστατική νεοπλασματική διήθηση σε πέντε εξ αυτών. Μετά τη χειρουργική επέμβαση ο ενάγων υποβλήθηκε σε σειρά χημειοθεραπειών και ακτινοθεραπειών, έλαβε φαρμακευτική αγωγή και βρίσκεται σε συνεχή έλεγχο της πορείας της υγείας του. Κρίθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές ανίκανος προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και αποχώρησε οριστικά από την εργασία του στις 28- 2-2011, σε ηλικία 43 ετών, του χορηγείται δε σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία. Στο συνεργείο συντήρησης οχημάτων της εναγομένης, όπου ο ενάγων εργάστηκε κατά τα έτη 1990-1996, το αντικείμενο της εργασίας του ήταν ο έλεγχος της λειτουργικότητας των μηχανολογικών εξαρτημάτων των οχημάτων της τελευταίας και κυρίως των φρένων, δίσκων, συμπλεκτών και φιρμουίτ. Τα εν λόγω εξαρτήματα, τα οποία περιείχαν μεγάλες ποσότητες αμιάντου ή ήταν κατασκευασμένα εξολοκλήρου από αμίαντο, ο ενάγων τα αποσυναρμολογούσε, τα έτριβε με γυαλόχαρτο και τα φυσούσε ή τα καθάριζε με αέρα υπό πίεση, σε περίπτωση που αυτά χρειάζονταν επισκευή, ή τα αντικαθιστούσε με νέα όποτε αυτό ήταν αναγκαίο. Κατά την εκτέλεση αυτών των εργασιών απελευθερωνόταν στον αέρα μεγάλος όγκος ινών αμιάντου, καθότι τα προαναφερόμενα εξαρτήματα ήταν μεγάλου μεγέθους που χρησιμοποιούνταν σε βαριά οχήματα εξόρυξης και μεταφοράς λιγνίτη από τα ορυχεία στα εργοστάσια της εναγομένης. Ο ενάγων απαιτείτο να φέρει το πρόσωπο του πολύ κοντά στα ανωτέρω εξαρτήματα προκειμένου να εκτελέσει σωστά τη συντήρησή τους, με αποτέλεσμα να εισπνέει ίνες και σκόνη αμιάντου, ενώ η εναγομένη δεν τον είχε καν ενημερώσει ότι τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσε περιέχουν αμίαντο, ούτε ότι το υλικό αυτό είναι επικίνδυνο για την υγεία του. Ειδικότερα, ο αμίαντος είναι ορυκτό που αποτελείται από μικρές και λεπτές ίνες που σχηματίζουν ένα μονωτικό υλικό, σκληρό και ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείτο κυρίως για κατασκευαστικά υλικά και στην αυτοκινητοβιομηχανία, μέχρι το έτος 2005 που η χρήση του καταργήθηκε και στην Ελλάδα. Η εισπνοή και η είσοδος των ανθεκτικών αυτών ινών στο αναπνευστικό σύστημα συνοδεύεται από πλήρη αδυναμία του οργανισμού να τις μεταβολίσει και από μεγάλη δυσκολία να της αποβάλει, έτσι αποτελούν μια συνεχή εστία φλεγμονής που αποδεδειγμένα κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), μπορεί να προκαλέσει: 1) αμιάντωση 2) βρογχικό καρκίνο 3) κακοήθες μεσοθηλίωμα του υπεζωκότα και του περιτοναίου 4) αμιαντωσικές πλάκες στον υπεζωκότα και πλευριτικές συλλογές.
Ομάδες εργαζομένων υψηλού κινδύνου είναι, μεταξύ άλλων, και οι τεχνίτες φρένων ή συμπλεκτών αυτοκινήτων, ενόψει του ότι τα ανταλλακτικά αυτά περιέχουν αμίαντο. Υπάρχει πολύ μεγάλη "λανθάνουσα περίοδος" από την Έκθεση μέχρι την εκδήλωση της βλάβης. Η περίοδος αυτή κυμαίνεται από 5 έως 10 χρόνια, ξεπερνά όμως ακόμη και τα 40 χρόνια. Δεν υπάρχει κατά τον Π.Ο.Υ. ούτε όριο ασφαλούς επιπέδου Έκθεσης στον αμίαντο, είτε με την έννοια του χρόνου, είτε με την έννοια συγκεντρώσεως των εισπνεόμενων ινών. Ακόμη και ελάχιστη δόση είναι δυνατόν να προκαλέσει νόσο. Η καρκινογενετική επίδραση του αμίαντου σε καπνιστές είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αθροιστικά αναμενόμενη επίδραση καθενός από τους δύο αυτούς παράγοντες χωριστά. Η "δυναμική" αυτή ενέργεια οδηγεί τον καπνιστή που εισπνέει τις ίνες αμιάντου σε 90 φορές μεγαλύτερη συχνότητα καρκίνου πνεύμονος σε σύγκριση με το φυσιολογικό (βλ. άρθρο Παναγιώτη Μπεχράκη, Πνευμονολόγου, Ο αμίαντος και οι επιπτώσεις στην Υγεία, TEE Αθήνα 30-31 Οκτωβρίου 2006). Η διοίκηση της εναγομένης και οι προστηθέντες από αυτήν στην Διεύθυνση του άνω …….., αν και γνώριζαν τις επιβλαβείς επιδράσεις του αμιάντου στην υγεία των εργαζομένων, αλλά και το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που όριζε τις προϋποθέσεις και τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από την έκθεση στον αμίαντο (πρόκειται για μεγάλη εταιρεία που απασχολούσε πλήθος επιστημόνων μεταξύ των οποίων ιατρούς, φυσικούς και νομικούς), δεν λάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της υγείας των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ενάγων. Το γεγονός ότι η χρήση του αμιάντου ως υλικού καταργήθηκε στην Ελλάδα το έτος 2005, δεν αναιρεί την υποχρέωση της εναγομένης προς λήψη των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων της από την έκθεσή τους στο υλικό αυτό, τα οποία είχαν νομοθετηθεί τουλάχιστον από το έτος 1988 και ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1990-1996). Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η Διοίκηση της εναγομένης και οι υπ' αυτής προστηθέντες δεν έλαβαν τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονταν για την αποφυγή εκθέσεως των εργαζομένων σε αμίαντο, όπως προβλέπονταν στο π.δ. 70α/1988, ως τούτο ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λειτουργίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, ήτοι: α) αρχικά, δεν προέβαιναν σε μετρήσεις στον αέρα του χώρου εργασίας του ενάγοντος κατά τους όρους και προϋποθέσεις του νόμου. Να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις του αμιάντου αποσκοπούσαν στην εκτίμηση του κινδύνου για τον εργαζόμενο, συνεπώς ανεξάρτητα από τις τιμές του αμιάντου που θα διαπιστώνονταν (που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν διαπιστωθεί λόγω της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να προβεί σε μετρήσεις), η εναγομένη όφειλε να τηρήσει τα γενικά μέτρα πρόληψης που προβλέπονταν από τα άρθρα 4 και 5, έτσι ώστε η Έκθεση να διατηρείται σε επίπεδο κατώτερο εκείνου που ορίζεται από τις οριακές τιμές του άρθρου 12, και μόνο στην περίπτωση που οι τιμές του αμιάντου υπερέβαιναν τα όρια του άρθρου 6 του άνω πδ/τος η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη στη λήψη των ειδικών μέτρων πρόληψης του άνω π.δ/τος. Το γεγονός ότι το ΕΚΕΦΕ "Δημόκριτος" άρχισε να πραγματοποιεί μετρήσεις ινών αμιάντου στον αέρα το Μάρτιο 1998, όπως προκύπτει από το από 23-7-2015 έγγραφο που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, δεν αναιρεί την υποχρέωση της τελευταίας να τηρήσει τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της, όπως αυτή ισχυρίζεται, απευθυνόμενη σε άλλο ιδιωτικό κέντρο μετρήσεων, β) δεν είχαν υποδείξει ούτε είχαν προμηθεύσει τον ενάγοντα σχετικά ώστε αυτός να εφαρμόζει υγρές μεθόδους κατά τις εργασίες επισκευής, για να περιορίζεται στο ελάχιστο η δημιουργία και διασπορά σκόνης και ινών αμιάντου στο περιβάλλον εργασίας, γ) δεν είχαν χορηγήσει στον ενάγοντα τον κατάλληλο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό, ήτοι προστατευτική μάσκα ή άλλο σχετικό ατομικό εξοπλισμό (φόρμα και γάντια μιας χρήσεως). Η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού προκύπτει, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων και από την από 15-2-1990 αναφορά του ιατρού εργασίας Ι. Δ. μετά την επίσκεψή του στους χώρους των συνεργείων, όπου αναφέρει στις επισημάνσεις του ότι υπάρχει έλλειψη και ακαταλληλότητα μέσων προστασίας (φθαρμένα προστατευτικά γυαλιά, έλλειψη μάσκας-γάντια κλπ), δ) δεν είχε εγκαταστήσει σύστημα εξαερισμού στο χώρου του συνεργείου με κλειστά συστήματα φίλτρων, έτσι ώστε να συλλέγεται η σκόνη αμιάντου και να μην διαχέεται στο εργασιακό περιβάλλον. Αντίθετα, ο εξαερισμός γινόταν μόνο από τις ανοιχτές πόρτες κατά τους θερινούς μήνες, ενώ το χειμώνα το κτίριο ήταν κλειστό και θερμαινόταν από έναν καυστήρα και μια τουρμπίνα που έβγαζε ζεστό αέρα, ανακυκλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ήδη μολυσμένο αέρα, ε) δε διενεργείτο καθαρισμός του χώρου με σύστημα δημιουργίας κενού ή άλλη κατάλληλη μέθοδο ώστε να αποτρέπεται η διασπορά σκόνης στο περιβάλλον, στ) δεν είχαν ενημερώσει τον ενάγοντα για τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία του από την Έκθεση στον αμίαντο, τα μέτρα υγιεινής που έπρεπε να τηρεί στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η αποχή από το κάπνισμα και τις προφυλάξεις που έπρεπε να λαμβάνει όσον αφορά τη χρήση κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και ενδυμάτων. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δηλαδή ενημέρωνε τους εργαζόμενους για τα μέσα προστασίας της αναπνοής με ενημερωτικά φυλλάδια από τον Τομέα Ασφαλείας Εργασίας, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, καθώς τα προσκομιζόμενα φυλλάδια φέρουν χρονολογία έκδοσης κατά τα έτη 1997, 1999 και 2002, μετά δηλαδή τον κρίσιμο για τον ενάγοντα χρόνο. Περαιτέρω, ο χώρος του συνεργείου όπου εργαζόταν ο ενάγων, επιφανείας 1.400 τμ ήταν κατασκευασμένος κατά μεγάλα τμήματα αυτού από φύλλα αμιαντοτσιμέντου-ελενίτ (σκεπή και πλευρικά υπόστεγα), τα οποία λόγω της παλαιότητας και της διάβρωσής τους επιβάρυναν την κατάσταση στην ατμόσφαιρα του χώρου. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εναγομένη προέβη σε αποξήλωση της στέγης και των πλευρικών πετασμάτων του συνεργείου κατά την περίοδο 2007-2008, μετά από καταγγελίες των περιοίκων, παρά τις επισημάνσεις του ιατρού εργασίας για κάλυψη με ειδικό χρώμα ή αντικατάσταση αυτών στις αναφορές του προς την εναγομένη στις 21-2-1991, στις 5-6-1992 και στις 1-4- 1997. Περαιτέρω, ο ανωτέρω τύπος καρκίνου που εμφανίσθηκε στον ενάγοντα (μη μικροκυτταρικός καρκίνος του αριστερού κάτω λοβαίου βρόγχου), απεδείχθη ότι συνδέεται αποκλειστικά με την έκθεση του τελευταίου στον αμίαντο και στην παράλειψη της εναγομένης να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας του από την έκθεση αυτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 22-9-2008 πιστοποιητικό νοσηλείας του ενάγοντος, που υπογράφει ο θωρακοχειρουργός Τ. Ν., "υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στον αμίαντο και της ανάπτυξης βρογχογενούς καρκίνου”. Σύμφωνα, επίσης, με το από 3-6-2014 ιατρικό σημείωμα του Ό. Η., ιατρού ογκολόγου του Κέντρου Καρκίνου στο Γενικό Νοσοκομείο Μασσαχουσέτης και βοηθού καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος μελέτησε τον ιατρικό φάκελο του ενάγοντος, "το μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα αναπτύσσεται τόσο με το κάπνισμα όσο και με την έκθεση στον αμίαντο. Έχει αποδειχθεί στον ιατρικό κόσμο ότι η προσθήκη έκθεσης σε αμίαντο στο κάπνισμα πολλαπλασιάζει τους παράγοντες επικινδυνότητας για ανάπτυξη μη μικροκυτταρικού καρκινώματος. Το σημείο μέσα στο λοβό του πνεύμονα (που αναπτύσσεται ο καρκίνος) δεν διαφοροποιείται στο μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα που οφείλεται στο κάπνισμα ή την έκθεση σε αμίαντο, παρότι υποστηρίζεται ότι η έκθεση σε αμίαντο ευνοεί τον καρκίνο του πνεύμονα στο κάτω τμήμα του λοβού του πνεύμονα (όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση). Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρκινική Εταιρεία και έκθεση του Οργανισμού SEER, η μέση ηλικία εμφάνισης καρκίνου στους άνδρες είναι περίπου τα 50 χρόνια, ενώ ποσοστό μικρότερο του 2,3% των ασθενών με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 40 ετών. Μέχρι την ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα περνά ένα διάστημα περίπου 10 ετών από την έκθεση στον αμίαντο. Ο κύριος Κ. εκτέθηκε κατά τα έτη 1990-1996 και ανέπτυξε μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα το 2007, 11 έτη μετά το τέλος της έκθεσής του, γεγονός που είναι άκρως συμβατό με την άποψη ότι ο αμίαντος είναι η αιτία του μη μικροκυτταρικού καρκινώματος. Τέλος, η απουσία κλινικά εμφανών και ανιχνεύσιμων μωλώπων στην αξονική θώρακος που θα καταδείκνυαν αμιάντωση (όπως ενδιάμεση ινοπάθεια ή υπεζωκοτικές πλάκες), δεν σημαίνει ότι οι πνεύμονες δεν βλάφθηκαν από αμίαντο. Είναι σήμερα πλήρως αποδεδειγμένο ότι η τυπική ακτινολογική εικόνα εμφανίζεται σε ένα μικρό ποσοστό των ασθενών που πάσχουν από αμιάντωση και δεν απαιτείται για να συνδέσει τον αμίαντο με μη μικροκυτταρικά καρκινώματα”. Από τα παραπάνω ιατρικά πορίσματα, ότι δηλαδή υπάρχει αναμφισβήτητη συσχέτιση μεταξύ αμιάντου και βρογχογενούς καρκίνου, ότι η έκθεση σε αμίαντο ευνοεί την ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα στο σημείο που αναπτύχθηκε στον πνεύμονα του ενάγοντος (κάτω λοβό), ότι ο χρόνος εμφάνισης του καρκίνου στον ενάγοντα (μετά από 17 έτη από την πρώτη έκθεση και μετά από 11 έτη από την τελευταία έκθεση στον αμίαντο) είναι συμβατός με το χρόνο εκδήλωσης της ασθένειας λόγω της έκθεσης σε αμίαντο, ότι ο καρκίνος του πνεύμονα σε καπνιστές πριν από την ηλικία των 40 ετών ανέρχεται στατιστικά σε πολύ μικρό ποσοστό (μικρότερο του 2,3%), ενώ η μέση ηλικία εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα στους άνδρες καπνιστές είναι περίπου τα 50 έτη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενάγων κατά την πρόσληψή του ήταν ηλικίας 23 ετών και απολύτως υγιής, ήταν μεν περιστασιακός καπνιστής αλλά ασχολείτο με τον αθλητισμό, ενώ δεν είχε άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες για την εμφάνιση της νόσου (π.χ. κληρονομικότητα), συνάγεται ότι η έκθεση του ενάγοντος κατά τα έτη 1990-1996 σε σκόνη και ίνες αμιάντου κατά την παροχή της εργασίας του στο συνεργείο της εναγομένης, χωρίς να έχει ληφθεί κανένα προστατευτικό μέτρο εκ μέρους της τελευταίας, συνδέεται αιτιωδώς με την εμφάνιση της ασθένειάς του. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν περιστασιακός καπνιστής δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η νόσος που εμφάνισε στην ηλικία των 39 ετών οφείλεται σ'αυτή την αιτία (ως αίτιο ξεχωριστό και αυτοτελές από την έκθεση στον αμίαντο), αντίθετα το γεγονός ότι ο ενάγων, έχοντας άγνοια για τις ιδιαιτέρως επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος σε όσους είναι εκτεθειμένοι στον αμίαντο, (λόγω της παντελούς έλλειψης ενημέρωσής του από την εναγομένη), κάπνιζε, όντας περιστασιακός καπνιστής εντός του χώρου εργασίας του, με αποτέλεσμα οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία του από την εισπνοή αμιάντου να πολλαπλασιάζονται, συνδέεται αιτιωδώς με την εμφάνιση της ασθένειάς του. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά η ασθένεια του ενάγοντος, δηλαδή ο καρκίνος του πνεύμονα, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της εργασίας του, συνιστά εργατικό ατύχημα κατ'άρθρο 1 επ. Ν. 551/1915, διότι προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και δεν οφείλεται σε βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του από τη φύση και το είδος της εργασίας του και των σύμφυτων προς την εργασία αυτή δυσμενών επαγγελματικών όρων, αφού οι δυσμενείς αυτοί όροι μπορούσαν να αποφευχθούν, αν η διοίκηση της …… και τα προστηθέντα από αυτή όργανα διεύθυνσης του …….. είχαν φροντίσει να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων από την έκθεση στον αμίαντο. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αμέλεια της διοίκησης της εργοδότριας εταιρείας και των προστηθένων από αυτή οργάνων, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια για τη λήψη των σχετικών με την εργασία και το χώρο μέτρων ασφαλείας, πρόληψης και ενημέρωσης, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της πνευμονεκτομής, ο ενάγων εμφανίζει σημάδια κόπωσης και στις πλέον απλές και καθημερινές εργασίες, εξαιτίας δε της υποβολής του σε χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες κατέστη ανίκανος προς τεκνοποίηση, ενώ είναι έγγαμος χωρίς παιδιά, έχει δε επηρεαστεί η φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς του, καθόσον εμφανίζει μέτριου βαθμού σφαιρική ελάττωση της συστολικής λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας και ήπια προς μέτρια ανεπάρκεια της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας με ήπια διάταση του αριστερού κόλπου (βλ. το συμπέρασμα μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς του ενάγοντος του θεραπευτηρίου ΥΓΕΙΑ). Οι ως άνω σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ενάγοντος είναι μόνιμες και μη αναστρέψιμες και ενδέχεται βάσιμα στο μέλλον να χειροτερέψουν έτι περαιτέρω. Από την ανωτέρω δε αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης ο ενάγων έχει υποστεί ηθική βλάβη. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε τα ίδια, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ήτοι ότι η ασθένεια του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της εργασίας του και συνιστά εργατικό ατύχημα, οφείλεται δε σε αμέλεια της εναγομένης (παράλειψη αυτής ως προς τη λήψη μέτρων ασφαλείας από την έκθεση στον αμίαντο), σωστά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις προαναφερθείσες συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε το ένδικο εργατικό ατύχημα, το βαθμό πταίσματος της εναγόμενης, το είδος και τη σοβαρότητα της ασθένειας του ενάγοντος, το σωματικό πόνο και την ψυχική ταλαιπωρία που δοκίμασε κατά την αντιμετώπισή της, το γεγονός ότι όταν του εμφανίσθηκε η ασθένεια ήταν ηλικίας 39 ετών και λόγω της ασθένειας αυτής στερήθηκε του δικαιώματος να τεκνοποιήσει, ότι το προσδόκιμο ζωής του έχει μειωθεί, αλλά και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ανέρχεται στο ποσόν των 180.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι έπρεπε να επιδικασθεί στον ενάγοντα το ποσό των 600.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 932 ΑΚ και εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του όγδοου (και τελευταίου) λόγου της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ειδικώς για το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε σε βάρος της, υποστηρίζοντας ότι τούτο πρέπει να μειωθεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το ως άνω πληττόμενο επιτυχώς κεφάλαιο της, στη συνέχεια δε, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 160.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα”.
Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι με εσφαλμένη ερμηνεία παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 932 ΑΚ και άρθρο 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς την αρχή της αναλογικότητας υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού η χρηματική ικανοποίηση που του επιδικάστηκε υπολείπεται καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου αντίληψη καθώς και εκείνης που του επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. Περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη δεν έχει επαρκή αιτιολογία ως προς το ύψος των ποσών που επιδικάστηκαν για την χρηματική ικανοποίηση. Με τις ως άνω κρίσεις και παραδοχές του το Εφετείο, αφού λήφθηκαν υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η νόσος του ενάγοντα, ο βαθμός του πταίσματος της εναγομένης και των προστηθέντων της στην πρόκληση αυτής, τον πόνο που δοκίμασε αυτός από τις επίπονες και πολλαπλές θεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση στο ποσό των 180.000 Ευρώ (20.000 ευρώ καταψηφιστικά και 160.000 ευρώ αναγνωριστικά), δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανής του συνήθως επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να τίθεται ζήτημα σύγκρισης με το ποσό που επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού, μετά την ευδοκίμηση της έφεσης η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίστηκε στο σύνολό της.
Ενόψει όλων αυτών ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από της αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου και της αρχής της αναλογικότητας είναι αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, που ηττήθηκε στα δικαστικά έξοδα της παρασταθείσης αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρο 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30/11/2019 αίτηση για αναίρεση της 5111/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ