Απόφαση

Αριθμός 1223/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη - Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 2α Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. συζ. Κ. Κ., το γένος Ε. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Δενέζη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χήρας Α. Π., το γένος Ν. Μ., 2) Α. χήρας Β. Μ., το γένος Ν. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μαντζουράνη που ανακάλεσε την από 1-3-2022 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 51/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2017 μη οριστική, 8/2021 του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-4-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης, κατά τα σημεία που ενδιαφέρουν την κρινόμενη υπόθεση, διαδικαστικής διαδρομής: Οι ενάγουσες ήδη αναιρεσίβλητες Ε. Π. και Α. χήρα Β. Μ. με την απευθυνόμενη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, από12/04/2010 αγωγή τους, ερειδόμενη στον παράγωγο και πρωτότυπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) τρόπο κτήσεως κυριότητας, ζήτησαν να αναγνωρισθούν (συγ)κυρίες, (συν)νομείς και (συγ)κάτοχοι του επίδικου ακινήτου( οικοπέδου), εμβαδού 70,57 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δήμου Χαλκίδας, δικαίωμα το οποίο οι εναγόμενοι(7), από τους οποίους η έκτη Α. Κ. ήδη αναιρεσείουσα, τους αμφισβητούν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 51/2014 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, με την επισήμανση ως ομολογημένη, λόγω ερημοδικίας, από τους εναγομένους, πλην της αναιρεσείουσας . Κατά της απόφασης αυτής η τελευταία άσκησε την από 02/07/2014 έφεση και πρόσθετους λόγους, εκδόθηκε δε η αριθμ. 22/2017 εν μέρει οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας, η οποία, αφού έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας τον σχετικό περί αοριστίας αυτής λόγο εφέσεως, διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από το διορισθέντα δικαστικό πραγματογνώμονα, Μ. Α., αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 8/2021 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, η εκκαλούσα - εναγομένη Α. Κ. άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση αναίρεση, η οποία είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 118, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, από άποψη ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς είναι ο ακριβής προσδιορισμός του ακινήτου, κατά θέση, όρια, είδος και έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, θα πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο να εμφαίνεται. Η ακριβής όμως περιγραφή μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ1089/2019, ΑΠ164/2014, ΑΠ944/ 2013). Εξάλλου, στην περίπτωση που η διεκδικητική αγωγή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, ο ενάγων αρκεί να προβάλλει όσα περιστατικά του δικαιώματος, δηλαδή την αναφορά του μεταβιβαστικού τίτλου και της μεταγραφής του, καθώς και τη μνεία ότι ο δικαιοπάροχός του ήταν κύριος και, αν αμφισβητείται ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχός του είχε το δικαίωμα, οφείλει, επίσης, να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση-χρησικτησία. Η έλλειψη των αμέσως πιο πάνω στοιχείων στη διεκδικητική αγωγή καθιστά το δικόγραφό της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε αυτή δεν είναι νομική, ως συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε η παραβίασή της ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 1 ΚΠολΔ, αλλά είναι ποσοτική, εφόσον στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέροντα με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημά της-αγωγής- οπότε η παραβίασή της ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ.8 και 14, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ1292/2011). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ) και συντρέχει, αν το δικαστήριο, για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας, αντίστοιχα, ορισμένη ή αόριστη την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη στήριξη του αιτήματός της, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 658/2020, ΑΠ1442/2019, ΑΠ45/2016). Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, για να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, να προτείνεται νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Ο ισχυρισμός περί αοριστίας προτεινόμενος ή επαναφερόμενος στο εφετείο, δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρονται οι συγκεκριμένες αοριστίες, σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο είναι αναγκαία για τη γέννηση του ασκούμενου δικαιώματος. Για να είναι όμως ορισμένος και άρα παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να διαλαμβάνεται ότι ο περί αοριστίας ισχυρισμός προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του, επιπλέον δε πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, το ακριβές περιεχόμενο της αγωγής, που κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ ήταν αόριστη, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται το συγκεκριμένο αίτημα παροχής έννομης προστασίας, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος των αποδιδόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελειών (ΑΠ 1305/2019, ΑΠ1291/2010, ΑΠ1631/2009). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο αναιρετικό λόγο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1α', 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την επίκληση της νομικής, ποσοτικής και ποιοτικής, αντίστοιχα, αοριστίας της αγωγής. Ο ανωτέρω λόγος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιο είναι το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής(ΑΠ1090/2017, ΑΠ1567/2014), σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αναγνωριστικής της κυριότητας του επίδικου εδαφικού τμήματος αγωγής, εμβαδού 70, 57 τ.μ., το οποίο εμφανίζεται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή από Μαρτίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ΕΜΠ Α. Σ., με ΚΑΕΚ..., τούτο σαφώς περιγράφεται κατά είδος, έκταση, όρια και θέση, και ως προς την μείζονα εδαφική έκταση των 4 στρεμμάτων, τμήμα της οποίας αποτελεί και της οποίας, επίσης, είναι πλήρης η περιγραφή, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, ενώ για το ορισμένο της ερειδόμενης στον παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας βάσης της αγωγής αναφέρονται οι μεταβιβαστικοί της κυριότητας τίτλοι των εναγουσών, ήτοι τα αριθμ. .../1941 και .../1961 δωρητήρια συμβόλαια του συμβολαιογράφου, Χαλκίδας ..., νομίμως μεταγραφέντα, και οι αληθείς κύριοι δικαιοπάροχοί τους.
Β1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018, Ολ.ΑΠ6/2017). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. β' του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς( ΑΠ 45/2019, ΑΠ2345/2009). Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών (ΑΠ723/2020, ΑΠ20/2019, ΑΠ1662/2012, 2195/2009). Για την πληρότητα δε και το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης της παράβασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παράβαση, διαφορετικά ο λόγος της αναίρεσης είναι αόριστος (ΑΠ828/2020, ΑΠ 103/2013, ΑΠ1270/2008, ΑΠ 1675/2006). Εξάλλου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. (ΑΠ894/2020, ΑΠ799/2020), Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΟλΑΠ12/2016, Ολ. ΑΠ 1/1999). Έλλειψη νόμιμης βάσης, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Για την πληρότητα των άνω από τους αριθμούς 1α'και 19 λόγους πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα (ΑΠ353/2020, ΑΠ1008/2018), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 1040/2010, 651/2010), 2) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ517/2021, ΑΠ1373/2019, ΑΠ892/2019, ΑΠ1305/2019), 3) ο ουσιώδης αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη ή ανεπάρκεια και η σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, καθώς και ότι ο εν λόγω νόμιμος και ουσιώδης ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την απόφαση και 4) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη μνεία ότι δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλειπής αιτιολογία, τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ ΑΠ 20/2005, ΑΠ 121/2014).Τέλος, η αοριστία του λόγου αυτού δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 57/1990, ΑΠ 1265/2017, 674/2016). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο, κατά ένα μέρος, αναιρετικό λόγο, υπό την επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών του άρθρου 559 αριθμοί 1α'και 19 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, την απόφαση του οποίου αναιρεσιβάλλει, ότι παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και εκ πλαγίου τους αναφερόμενους στο λόγο αυτό κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρα 1033, 1041, 1045ΑΚ), στερώντας την προσβαλλομένη νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες. Οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες εξαιτίας της αοριστίας τους, καθόσον δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο με πληρότητα οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την αναγνώριση της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο, ερειδόμενη στον παράγωγο και πρωτότυπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) τρόπο κτήσεως, παρά μόνο, περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν της αναιρεσείουσας αποσπασματικές παραδοχές αυτής, επί του συνόλου των δεκατριών (13) σελίδων αυτών (παραδοχών), που, όμως, δεν αρκούν [σχετικές οι, κατ' επιλογή, στις σελίδες 57, 63, 64 και 67 του αναιρετηρίου, παραδοχές της προσβαλλομένης, στις σελίδες 47 και 59 παραδοχές της αριθμ. 22/2017 εν μέρει οριστικής απόφασης του Εφετείου, κατά της οποίας, ωστόσο, δεν απευθύνεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης (ΑΠ1054/2019) και το διαλαμβανόμενο στην 66η σελίδα αποδεικτικό πόρισμα αυτής (ΑΠ22/2020)].Σε κάθε δε περίπτωση οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και διότι, με το πρόσχημα των αναιρετικών πιο πάνω πλημμελειών, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, εγγράφων) από το Εφετείο, με επαναξιολόγηση αυτών, που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη, κατά την αναιρεσείουσα, για τα πράγματα κρίση (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, οι αιτιάσεις αυτές είναι και αβάσιμες, διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις αναφερόμενες στο λόγο αυτό διατάξεις του ουσιαστικού (άρθρα 1033, 1041, 1045ΑΚ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αλλά διέλαβε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας στο επίδικο από τις αναιρεσίβλητες- ενάγουσες και όχι από την αναιρεσείουσα - εναγομένη, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ766/2013). Περαιτέρω, η διαλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλομένη, η από τον αριθμό 1β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, συνισταμένη στο ότι <<με την παραβίαση των, από τα άρθρα 1033, 1041, 1045ΑΚ, κανόνων ουσιαστικού δικαίου, υπήρξε ευθεία παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ιδία ως προς την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους κανόνες δικαίου αλλά και την ερμηνεία αυτών>> είναι απαράδεκτη, ως αόριστη, καθόσον υπό την επίφαση μη κατονομαζόμενων διδαγμάτων κοινής πείρας, η αναιρεσείουσα αιτιάται την απόφαση ως προς τις παραδοχές της, που κατά τη γνώμη της, δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το οποίο, κατά την άποψη της, προκύπτει αντίθετο πόρισμα, ότι δηλαδή οι ενάγουσες ήδη αναιρεσίβλητες δεν κατέστησαν κυρίες του επιδίκου με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με το λόγο αυτό αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δικ., περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(ΑΠ1025/2014).
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ210/2020, ΑΠ 2234/2013).Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ. υπάρχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση και δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτο από το δικονομικό μόνο δίκαιο(ΑΠ1934/2017). Στην προκείμενη περίπτωση οι αποδιδόμενες στο δεύτερο, επίσης, αναιρετικό λόγο πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 και 14του άρθρου 559 ΚΠολΔ (σελ. 55 και 71), χωρίς, όμως, αναφορά, πλην των παραπάνω αριθμών του άρθρου 559 ΚΠολΔ, των πραγματικών περιστατικών, που να στοιχειοθετούν τις οικείες αναιρετικές πλημμέλειες είναι απαράδεκτες λόγω αοριστίας (ΑΠ 493/2020, ΑΠ824/2014), ειδικότερα δε το αναιρετήριο δεν περιέχει τα ‘‘πράγματα ‘‘, που, παρά το νόμο, το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη, μολονότι προτάθηκαν και ποιά επίδραση άσκησαν στην έκβαση της δίκης ή τα πράγματα που δεν προτάθηκαν και παρά το νόμο έλαβε υπόψη το δικαστήριο (Αριθμός 8 ), ούτε αναφέρεται στο αναιρετήριο το απαράδεκτο ή η ακυρότητα για την οποία η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη(Αριθμός14).
3. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά (ΑΠ1443/2015, ΑΠ 78/2015). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης. Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε έστω και εσφαλμένη για τα "πράγματα" κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ115/2022, ΑΠ31/2019). Ειδικότερα δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ255/2020, ΑΠ1078/2019, ΑΠ232/2017, ΑΠ309/ 2015). Στην προκείμενη περίπτωση με τον ίδιο δεύτερο, κατά ένα, επίσης, μέρος αναιρετικό λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό του πόρισμα σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της απόδειξης της κυριότητας, με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο χωρίς απόδειξη. Στην κρινόμενη περίπτωση, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα της παραδοχής της αγωγής ως βάσιμης κατ' ουσίαν, ανεξάρτητα από την ορθότητά του ή μη, αφού έλαβε υπόψη του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όλα τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων τις τεχνικές εκθέσεις των Μ. Σ. και Ι. Ε., την αριθμ. …./2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνη, τα οποία με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ειδική αξιολόγηση εκάστου εξ αυτών. Έτσι, στην παραδοχή του αυτή το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και οι παραπάνω από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διαλαμβανόμενες στον άνω δεύτερο αναιρετικό λόγο αντίθετες αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Σε κάθε δε περίπτωση οι εν λόγω αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, αφού, υπό το πρόσχημα του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, πλήττουν την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
4. Κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ793/2015), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 42/2002). Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος, όμως, είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Ωστόσο, ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν, παρά τη διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά μέσα, ο Άρειος Πάγος, συνεκτιμώντας και το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καταλήγει ότι δεν καθίσταται οπωσδήποτε βέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το συγκεκριμένο αποδεικτικό έγγραφο, το οποίο, αν το είχε λάβει υπόψη, θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ398/2020, ΑΠ180/2017, ΑΠ 566/2017). Εξάλλου, ο λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, όταν η παράλειψη του δικαστηρίου αφορά στη μη αξιολόγηση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη, σε συνδυασμό με τα άλλα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα ή αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 694/2009). Για την πληρότητα δε του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, δηλαδή κρίσιμου για την έκβαση της δίκης, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ1093/2020, ΑΠ 716/2012, ΑΠ1185/2010, ΑΠ333/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με το δεύτερο, κατά ένα μέρος, αναιρετικό λόγο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ειδικότερα, μέμφεται το Εφετείο ότι, κατέληξε στην κρίση του για το ουσία βάσιμο της ένδικης αγωγής, χωρίς να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει με τις λοιπές αποδείξεις τα έγγραφα που νομίμως με επίκληση είχε προσκομίσει ήτοι, α) το αριθμ. .../09-08-1961 διανεμητήριο συμβόλαιο με το προσαρτημένο σε αυτό τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Ι., β) την έκθεση του τεχνικού του συμβούλου Ι. Ε., αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού και γ) τις αριθμ. .../1971, .../1961, .../1976, .../1966 και …/1992 άδειες οικοδομής. Οι διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις είναι αβάσιμες, καθόσον, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία ρητά βεβαιώνεται ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, πλην των άλλων, και <<... και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι ...>>, σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες αυτής, καμιά αμφιβολία δεν καταλείπεται ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις τα πιο πάνω έγγραφα, κάνοντας, μάλιστα, ειδική αναφορά στην τεχνική έκθεση του Ι. Ε.( φύλλο 4ο, 1η σελίδα) και στο με αριθμό .../09-08-1961 διανεμητήριο συμβόλαιο (φύλλο 5ο, 2η σελίδα), χωρίς, επισημαίνεται να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός εξ αυτών. Σε κάθε δε περίπτωση οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, διότι, με το πρόσχημα της αναιρετικής πιο πάνω πλημμέλειας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο, με επαναξιολόγηση αυτών (αποδεικτικών μέσων) που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή τους, κατέληξε σε εσφαλμένη, κατά την αναιρεσείουσα, για τα πράγματα κρίση (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
5. Κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΑΠ188/2017, ΑΠ1966/2017, ΑΠ759/2016). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2 β' ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά ένα μέρος, λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι διέλαβε στις παραδοχές της αντιφατικές διατάξεις. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, καθόσον η επικαλούμενη ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό της εν λόγω απόφασης δεν μπορεί να θεμελιώσει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ.17 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, σε κάθε δε περίπτωση οι εν λόγω αιτιάσεις είναι αβάσιμες, αφού το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν διαλαμβάνει αντιφατικές διατάξεις, παρά μόνο μία διάταξη περί απορρίψεως κατ' ουσίαν της κρινόμενης έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας.
Συνεπώς, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος είναι, στο σύνολό του, απορριπτέος. Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ εδάφ. ε' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει) και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό(άρθρα176, 183 και 191§2ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27/04/2021 αίτηση της Α. Κ. για αναίρεση της αριθμ.8/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ