Απόφαση

Αριθμός 1229/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη - Εισηγήτρια, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 2α Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Π. του Κ. και Θ. Χ., 2) Α. θυγ. Κ. Π. και Θ. Χ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Καλλιμάνη που ανακάλεσε την από 1-3-2022 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Π. του Δ. και Α., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Φούτση με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-10-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5570/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 491/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 26/04/2021 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ' αριθμ. 491/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθ. 5570/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την ένδικη περί κλήρου αγωγή αυτής, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση και, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση κατ' ουσίαν, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1, 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 571, 577 § 3 ΚΠολΔ). Α1. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, "η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (OλΑΠ 17/1995). Αντικειμενική καλή πίστη είναι η ευθύτητα και εντιμότητα που υπαγορεύονται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης, ενώ χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια της κοινωνικής ηθικής που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός δε σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που ενυπάρχει στο δικαίωμα από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή, πρόδηλη και αναμφισβήτητη, αντίθεση προς αυτά (ΑΠ 524/2020, ΑΠ 1723/2017, ΑΠ 641/2013, ΑΠ 615/1994). Περαιτέρω, η κατάχρηση μπορεί ιδίως να οφείλεται α) σε κακοβουλία, όπως όταν ο δικαιούχος ενεργεί από κακότητα, χωρίς εύλογο όφελος, β) σε ανακολουθία, όπως όταν ο δικαιούχος δημιούργησε με την συμπεριφορά του τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά του, εκ των υστέρων δε διαψεύδει την εμπιστοσύνη που με τη διαγωγή του είχε παραγάγει και γ) σε αποδυνάμωση, όπως όταν ο δικαιούχος αδράνησε επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε ο υπόχρεος ευλόγως αποκόμισε την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν επρόκειτο να ασκηθεί, η δε εκ των υστέρων άσκησή του συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο (ΑΠ 472/2020, ΑΠ 95/2020, ΑΠ 1270/1994). Τέλος, η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (OλΑΠ 7/2002), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ' ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1199/2012, ΑΠ 263/2007).
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 6/2017, ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, η ένσταση κλπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΑΠ 42/2020, ΑΠ 581/2018, ΑΠ 207/2016, ΑΠ 303/2016).
2. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984). Ο λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε ρητά ή σιωπηρά, για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΑΠ 116/2020, ΑΠ 404/2019, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 1638/2009). Περαιτέρω, επί ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος, κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό με την έννοια της λέξεως "πράγμα”, η δε παράλειψη της έρευνας των περιστατικών αυτών θεμελιώνει τον από τον ως άνω αριθμό 8β' λόγο αναίρεσης (ΑΠ 461/2019, ΑΠ 1019/2014, ΑΠ 1830/2005). Τέλος, για να ιδρυθεί ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 8β' Κ.Πολ.Δικ. πρέπει ο ισχυρισμός να είχε προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, να είναι νόμιμος και να ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 1437/2017, ΑΠ 2062/2007). Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των από 16-01-2020 προτάσεων των εναγομένων ήδη αναιρεσιβλήτων, που υπέβαλαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτοί είχαν προβάλλει, μεταξύ άλλων, προς απόκρουση της ένδικης περί κλήρου αγωγής της νομίμου μεριδούχου ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης για απόδοση της νόμιμης μοίρας της, την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), εκθέτοντας ότι: "η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε σε βάρος μας, κατά παράβαση των αναφερομένων στο άρθρο 281 ΑΚ κριτηρίων, διότι η ενάγουσα γνώριζε ότι κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας το επίδικο, μοναδικό, κληρονομιαίο ακίνητο (διαμέρισμα) ήταν βεβαρημένο με προσημείωση υποθήκης, υπέρ της Τ. Π. για το χρηματικό ποσό των 325.000ευρώ, προσημείωση που ενεγράφη με τη συναίνεση της διαθέτιδας - κληρονομουμένης Α. Π., προκειμένου ο γιος της και πατέρας μας Κ. Π. να λάβει, κατ' έτος 2007, από την ως άνω Τράπεζα δάνειο 250.000 ευρώ, την αποπληρωμή του οποίου εγγυήθηκαν, ως αυτοφειλέτριες, η μητέρα μας, Θ. Χ. και η γιαγιά μας, Α. Π., σύζυγος και μητέρα του δανειολήπτη, αντίστοιχα. Ότι, ο ανωτέρω δανειολήπτης - πρωτοφειλέτης δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει το εν λόγω δάνειο, εξαιτίας χρεών, καθόσον η επιχείρηση οικιακών συσκευών, στην οποία εδραστηριοποιείτο, έκλεισε. Ότι, μετά την επαγωγή της κληρονομίας, με το θάνατο στις 5/3/2015 της Α. Π., ενόψει του υφιστάμενου στο κληρονομιαίο ακίνητο βάρους (προσημειώσεως), του κινδύνου εκπλειστηριάσεώς του, εξαιτίας της μη εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων δόσεων του ανωτέρω δανείου και των τόκων που το επιβάρυναν, για την εξυπηρέτηση του οποίου, ως μοναδικοί κληρονόμοι της συνεγγυήτριας γιαγιάς μας Α. Π., ευθυνόμασταν ατομικά οι ίδιοι και της περαιτέρω διόγκωσης του χρέους από την προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση, η συνεγγυήτρια μητέρα μας Θ. Χ., προέβη με ίδια κεφάλαια στην εξόφλησή του, καταβάλλοντας στη δανείστρια Τράπεζα στις 10/11/2017 το ποσό των 243.348,42 ευρώ. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2016, προκειμένου το κληρονομιαίο διαμέρισμα να καταστεί εκμεταλλεύσιμο, ενόψει της παλαιότητάς του, καλόπιστα, προέβημεν σε δαπάνες συνολικού ύψους 35.346,50 ευρώ. Ότι, σε περίπτωση, που δεν αποπληρωνόταν άμεσα το χρέος, θα επεκτεινόταν εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και στην προσωπική περιουσία μας, με αποτέλεσμα να υποστούμε σημαντική οικονομική ζημία. Ότι, η ενάγουσα, αν και γνώριζε την ύπαρξη του χρέους, ουδέποτε προσφέρθηκε να αναλάβει έστω μέρος του χρέους ή να συμβάλει προς την εξόφληση του. Αντίθετα καλυπτόταν πίσω από την προστασία, που της παρείχε η διαθήκη και παρέμενε ανύπαρκτη έναντι της Τράπεζας, ως προς το χρέος της κληρονομιάς. Ότι, η ενάγουσα δεν διέθετε περιουσία να καλύψει το χρέος της κληρονομιάς και έτσι να διασώσει το κληρονομιαίο ακίνητο. Ότι η ενάγουσα γνώριζε τον οικονομικό κίνδυνο που διέτρεχαν από την ως άνω δανειακή οφειλή τόσο οι ίδιοι, όσο και η μητέρα μας - συνεγγυήτρια και ανέμενε πριν εκδηλώσει οποιαδήποτε αξίωση, να προβούν σε αποπληρωμή του δανείου. Ότι, η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, από το θάνατο της κληρονομουμένης (5/3/2015) έως την εξόφληση του επίμαχου δανείου (10/11/2017) παρέμεινε αδρανής, ως προς την επιδίωξη του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας της, πρόβαλε δε τελικώς το κληρονομικό δικαίωμά της μόνο μετά την γνώση της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δανείου. Ότι, το 2015 υποβάλαμε πρόταση μαζί με τη μητέρα μας προς την Τράπεζα με σκοπό την απόσβεση της οφειλής του δανείου δια προσφοράς - μεταβίβασης εις αυτήν του κληρονομιαίου ακινήτου. Η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την Τράπεζα. Ότι, η ενάγουσα γνώριζε ότι προσφέραμε το κληρονομιαίο διαμέρισμα (μοναδικό στοιχείο της κληρονομιάς) προς την Τράπεζα, προκειμένου να αποπληρωθεί το ως άνω δάνειο. Αν γινόταν η πρόταση μας αυτή δεκτή από την Τράπεζα, θα έπαυε αυτό να υφίσταται, ως αντικείμενο της κληρονομιάς. Η ενάγουσα δηλαδή είχε αποδεχθεί το ενδεχόμενο να απολέσει το κληρονομιαίο διαμέρισμα, γι αυτό και δεν εναντιώθηκε προς την ενέργειά μας αυτή. Ότι, εάν δεν αποπλήρωνε το χρέος της κληρονομιάς η συνεγγυήτρια μητέρα μας, η κληρονομιά δεν θα είχε ενεργητικό, καθώς η ενάγουσα θα κληρονομούσε μόνο χρέη, και ουδόλως θα ασκούσε την υπό κρίση αγωγή. Ότι, ενάγουσα δεν ενδιαφέρθηκε να πληρώσει ούτε τις μικρές οφειλές της κληρονομιάς (ΕΝΦΙΑ, ΔΕΗ κλπ) και δεν αντέδρασε ούτε στις υλικές πράξεις της ανακαίνισης του διαμερίσματος στις οποίες προβήκαμε περί τα τέλη του έτους 2016. Ότι, η ενάγουσα δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλο το χρόνο που χρησιμοποιούσαμε το κληρονομιαίο διαμέρισμα, ως οικογενειακή στέγη, κατά τους ισχυρισμούς της, ούτε το ζήτησε, αλλά ούτε πρότεινε να το διαχειριστούμε από κοινού. Ότι, η ενάγουσα μετά το θάνατο της κληρονομουμένης και όσο υπήρχε η δανειακή οφειλή, αναγνώριζε τους εναγομένους ως αποκλειστικούς συγκληρονόμους, με την εν γένει συμπεριφορά της. Ότι, η ενάγουσα έχει σημαντικές οφειλές πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, οι οποίες δεν θα μπορούσαν ουσιωδώς να μειωθούν από την επίδικη κληρονομιά και ότι η ενάγουσα γνώριζε τη βούληση της μητέρας μας να περιέλθει το κληρονομιαίο διαμέρισμα σε εμάς, εναγομένους, με διαθήκη και ουδέποτε της είχε εκφράσει αντιρρήσεις για την επιλογή της αυτή, καθώς είχε ήδη λάβει από εκείνη άλλη σημαντική οικονομική βοήθεια”. Την ως άνω ένσταση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, περί καταχρηστικής άσκησης του ασκούμενου με την ένδικη αγωγή δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, η υπ' αριθμ. 5570/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφού την έκρινε νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσίαν, μετά ταύτα, απέρριψε, για το λόγο αυτό, την ένδικη αγωγή. Την παραπάνω ένσταση επανέφερε η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη ενώπιον του Εφετείου με την από 31-07-2020 έφεσή της. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε την ένσταση κατάχρησης του με την αγωγή αξιούμενου δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ως μη νόμιμη, κάνοντας δεκτούς τους σχετικούς λόγους της έφεσής της, με την ακόλουθη επί λέξει αιτιολογία: <<Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προέβαλαν την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, προς στοιχειοθέτηση δε αυτής επικαλέστηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: ότι το κληρονομιαίο ακίνητο ήταν βεβαρημένο με προσημείωση υποθήκης εκ ποσού 325.000 ευρώ που είχε παραχωρήσει η κληρονομούμενη, η οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια σε δανειακή σύμβαση του υιού της Κ. με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…”, την δε οφειλή από το δάνειο αυτό κληρονόμησαν οι ίδιοι ως εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτής, οπότε η συνεγγυήτρια μητέρα τους Θ. Χ. αποπλήρωσε από ίδια κεφάλαια το μη εξυπηρετούμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου εκ 243.343,42 ευρώ απελευθερώνοντας έτσι το κληρονομηθέν από αυτούς ακίνητο του οποίου η εμπορική αξία ανέρχονταν στο ποσό των 175.000 ευρώ. Ότι η ενάγουσα, η οποία γνώριζε την δανειακή οφειλή και το βάρος του κληρονομιαίου ακινήτου, μετά το θάνατο της μητέρας της δεν άσκησε το κληρονομικό της δικαίωμα ούτε αναμείχθηκε στην κληρονομιά καθ' όλο το χρονικό διάστημα που αυτή (κληρονομιά) βαρυνόταν με το ανωτέρω χρέος με συνέπεια να τους δημιουργηθεί εύλογα η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά της. Έτσι η άσκηση αυτού μετά την εξόφληση του δανείου και την ελευθέρωση από χρέη του κληρονομιαίου ακινήτου δημιουργεί σ' αυτούς έντονη αίσθηση αδικίας και ζημίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος για τους ακόλουθους λόγους: α) το χρονικό διάστημα από τον θάνατο της μητέρας της ενάγουσας (15-3-2015) μέχρι την άσκηση του κληρονομικού της δικαιώματος επί της κληρονομιάς αυτής, με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής(16-10-2019), δεν είναι μεγάλο, β) η στάση της ενάγουσας δεν συνοδεύεται από άλλα περιστατικά και κυρίως από υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τα δικαιώματά της αντιλαμβανόμενη ότι οι εναγόμενοι επωμίστηκαν την εξόφληση του δανείου και γ) σε κάθε περίπτωση η έλλειψη ευαισθησίας από την ενάγουσα ή αναγνώρισης από αυτήν ότι πλήρωσαν (πληρώθηκε για λογαριασμό τους) το δάνειο και ελευθερώθηκε από το βάρος το ακίνητο δεν συνιστά παραίτηση από το δικαίωμά της. Εξάλλου δεν έχει αποσβεσθεί το δικαίωμα των εναγόμενων να κατανεμηθούν τα βάρη στους κληρονόμους. Τέλος η υπεράσπιση των συμφερόντων της κατ' αυτό τον τρόπο, που είναι ιδιαίτερα επαχθής για τους εναγόμενους, δεν συνιστά κατάχρηση διότι ο νόμος προστατεύει το συμφέρον του δικαιούχου και όταν αυτό είναι ιδιοτελές, για την άσκησή του δε ο νόμος δεν απαιτεί την επίδειξη ευαισθησίας>>. Με βάση όμως τα εκτιθέμενα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η άνω, περί καταχρηστικής ασκήσεως του αξιούμενου δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ένσταση είναι νόμιμη, δεδομένου ότι συντρέχουν όλες οι κατά ως άνω απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για τη θεμελίωσή της, και ως εκ τούτου έπρεπε να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Το Εφετείο, όμως, αξιώνοντας, για τη θεμελίωση της, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, ένστασης, πέραν από την προεκτιθέμενη συμπεριφορά της δικαιούχου ενάγουσας, την επίκληση και συνδρομή περισσότερων στοιχείων από εκείνα που η αμέσως ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου απαιτεί και, δη, α) μακρά αυτής (ενάγουσας) αδράνεια ως προς την άσκηση του δικαιώματός της προς απόδοση της νόμιμης μοίρας της στο επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο και β) υπόσχεση αυτής (ενάγουσας) ότι δεν θα ασκήσει το άνω δικαίωμά της, έτσι, ώστε από τις ελλείψεις αυτές να μη βρίσκει έδαφος εφαρμογής η απαγόρευση του πιο πάνω άρθρου, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της, από τον αριθμό 1α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ευθείας παραβίασης του άρθρου 281 ΑΚ, προβαίνοντας σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της, κατά τις βάσιμες περί τούτου αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στον πρώτο αναιρετικό λόγο. (ΑΠ 528/2021, ΑΠ 589/2018).
Συνεπώς, ο ανωτέρω πρώτος λόγος της κρινόμενης αναίρεσης είναι βάσιμος. Περαιτέρω, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των προτάσεων τις οποίες οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της ασκηθείσας από την ήδη αναιρεσίβλητη εφέσεώς της, προκύπτει ότι αυτοί (αναιρεσείοντες - εφεσίβλητοι - εναγόμενοι) είχαν επαναφέρει με τις προτάσεις τους (σελ. 7 και 8) τα περιστατικά που και πρωτοδίκως είχαν προτείνει, για τη θεμελίωση της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης και συγκεκριμένα όχι μόνο τα πιο πάνω αναφερόμενα, αλλά επί πλέον και ότι: η ένδικη αξίωση της ενάγουσας - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης ήταν προϊόν κακόβουλης και άρα καταχρηστικής συμπεριφοράς της, καθόσον ουδέν όφελος προσδοκά από τη διεκδίκηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας της, 1/4 εξ αδιαιρέτου, αφού οι προσωπικές οφειλές της, εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, προς τα διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες οδήγησαν σε επίσπευση σε βάρος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, υπερκαλύπτουν την αξία του διεκδικούμενου από αυτήν ποσοστού της νόμιμης μοίρας της στο μοναδικό επίδικο κληρονομιαίο διαμέρισμα, ποσοστό το οποίο αυτή μεν θα απωλέσει, οι δε αναιρεσείοντες θα υποστούν σημαντική βλάβη, καθώς θα στερηθούν το άνω σημαντικό ποσοστό συγκυριότητας επί του κληρονομιαίου διαμερίσματος, το οποίο, λόγω κατακερματισμού της κυριότητας, δεν θα είναι πλέον πρόσφορο για τακτική εκμετάλλευση. Κατόπιν τούτου οι διαλαμβανόμενες στο δεύτερο, κατά το επικουρικό σκέλος του, αναιρετικό λόγο, από τον αριθμό 8β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιάσεις, ότι, δηλαδή, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν αποφάνθηκε επί των επί μέρους πιο πάνω περιστατικών είναι βάσιμες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα νομική σκέψη, συνακόλουθα δε ο ανωτέρω λόγος, κατά το επικουρικό σκέλος του, είναι βάσιμος. Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ' του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΑΠ Ολομ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΑΠ Ολομ. 8/2016). Για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, δηλαδή κρίσιμου για την έκβαση της δίκης, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 717/2020, ΑΠ 716/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν. 4335/2015 και ισχύει από 1.1.2016 κατά τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ίδιου Νόμου, "Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα "1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, "Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι' αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη. Επομένως, μόνη η σχετική μνεία στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, δηλαδή ότι λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, δεν αποδεικνύει και ότι λήφθηκαν υπόψη και οι ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες οι ίδιοι είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει, αφού αυτές δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα (ΑΠ 26/2020, ΑΠ 779/2019, ΑΠ 17/2015, ΑΠ 42/2007). Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, για πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 204/2017, 1461/2013, ΑΠ 481/2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας που εξετάστηκε και εκείνος που τον εξέτασε και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020, ΑΠ 17/2015). Επίσης, κατά το άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ επιτρέπεται οι διάδικοι να επικαλεστούν και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Τέλος, ως νέα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα αλλά απαράδεκτα, είναι δε αδιάφορο, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή το αντιπαρήλθε σιωπηρά και υπό την προϋπόθεση ότι η κρίση περί του απαραδέκτου δεν ήταν εσφαλμένη. Για να ληφθούν υπόψη τα νέα αποδεικτικά μέσα πρέπει να γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση και προσκόμισή τους στο Εφετείο (ΑΠ 781/2020, ΑΠ 876/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις αριθμ. …. και …. ένορκες βεβαιώσεις, των Κ. Κ. και Κ. Χ., αντίστοιχα, που δόθηκαν, με επιμέλειά τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Α., μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους, προς απόδειξη, μεταξύ άλλων, του ισχυρισμού τους, περί παραιτήσεως της ενάγουσας ήδη αναιρεσίβλητης από το διεκδικούμενο με την ένδικη περί κλήρου αγωγή δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της, ισχυρισμό - ένσταση που είχαν προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τις από 16/01/2020 προτάσεις τους και επανέφεραν, ομοίως, στο Εφετείο, ως εφεσίβλητοι, με τις από 03/11/2020 προτάσεις τους, ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες, είχαν επικαλεσθεί με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, νομίμως δε επικαλέσθηκαν αυτές με τις κατατεθείσες στο Εφετείο προτάσεις τους και προσκόμισαν, ως οψιγενές αποδεικτικό μέσο. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των από 3-11-2020 προτάσεων των εναγομένων - εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι αυτοί επικαλέστηκαν, ως σχετικό 32, σελίδα 47 αυτών και προσκόμισαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, ύστερα από τη μνημονευόμενη νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης Μ. Π., με τη μνεία της οικείας εκθέσεως επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Α. Ε. Α., με αριθμό…. , ως σχετικό 32α', ήδη δε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται και, προσκομίζουν και στην παρούσα δίκη, όπως απαιτείται, τις επίμαχες αυτές ένορκες βεβαιώσεις με την έκθεση επίδοσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Το Εφετείο, ωστόσο, δεν έλαβε υπόψη του τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, με την αιτιολογία ότι προσκομίσθηκαν από τους εναγομένους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την προσθήκη - αντίκρουση, και δεν αφορούσαν την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονταν στις προτάσεις της ενάγουσας, αλλά την απόδειξη των διαλαμβανόμενων στις προτάσεις των ιδίων ισχυρισμών. Έτσι, όμως, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων, καθόσον έπρεπε να λάβει υπόψη τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, που οι εφεσίβλητοι ήδη αναιρεσείοντες είχαν, όπως προεκτέθηκε, προσκομίσει ενώπιόν του, με νόμιμη επίκληση, με τις κατ' έφεση προτάσεις τους (σελ. 47 προτάσεων) ως νέο, πλέον, αποδεικτικό μέσο (άρθρο 529 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι δεν γίνεται απόκρουση αυτών λόγω πρόθεσης στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας.
Συνεπώς, είναι βάσιμος, ο, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως. Γ. Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1α'του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, η ένσταση κλπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΑΠ 42/2020, ΑΠ 581/2018, ΑΠ 207/2016, ΑΠ 303/2016). Επίσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο όρος "επιδίκασε" του εν λόγω άρθρου νοείται με την ευρεία έννοια, δηλαδή αν το δικαστήριο αποφάσισε για μη αιτηθέν ή περισσότερο από το αιτηθέν (ΑΠ 2023/2014, ΑΠ 704/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο, αναιρετικό λόγο, αποδίδονται στην προσβαλλομένη οι, από τους αριθμούς 1α', κυρίως, και 9 επικουρικώς, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, συνισταμένες στο ότι το Εφετείο, κατά την κύρια αιτίαση, έκρινε νόμιμο το αίτημα της ένδικης περί κλήρου αγωγής με το οποίο η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε να αναγνωρισθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της Α. Π. σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαθέτου, αν και με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά είχε την ιδιότητα του νομίμου, κατά το ίδιο ποσοστό, μεριδούχου, παραβιάζοντας ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία τις σχετικές περί της αναγκαστικής διαδοχής διατάξεις των άρθρων 1825 επομ. του ΑΚ και εκείνες περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις των άρθρων 1813 επομ. του ΑΚ και κατά την επικουρική αιτίαση, επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη μη αιτηθέν και ειδικότερα, ενώ με την ένδικη αγωγή ζήτησε να αναγνωρισθεί εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητέρας της Α. Π. σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαθέτου, η προσβαλλομένη την αναγνώρισε νόμιμη μεριδούχο κατά το ως άνω ποσοστό . Ο λόγος αυτός, είναι, απορριπτέος ως αβάσιμος, και κατά την κύρια και επικουρική αιτίαση, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι από προφανή παραδρομή η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) στο αιτητικό της αγωγής ζήτησε να αναγνωρισθεί ως "εξ αδιαθέτου κληρονόμος" της μητέρας της Α. Π. σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και όχι ως "νόμιμη μεριδούχος" αυτής, κατά το ίδιο ποσοστό, όπως σαφώς προκύπτει από την ιστορική βάση της αγωγής (ιδίως σελ 4, 5) και σαφώς εκτίμησε το Εφετείο. Κατόπιν των ανωτέρω παρελκούσης της έρευνας των υπόλοιπων λόγων αναίρεση, που επίσης αποβλέπουν στην παραδοχή αυτής (αναίρεσης) και πλήττουν τα ίδια κεφάλαια της απόφασης, πρέπει να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες, σε αυτούς (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).Τέλος, η αναιρεσίβλητη που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την αριθμ. 491/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνου που την εξέδωσε.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που έχουν καταθέσει.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη Μ. Π., στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων (3.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ