Απόφαση

Αριθμός 1246/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Λουκά Μόρφη) Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Τριανταφυλλιά Πατρώνα και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ. Π. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευανθίας Κατσιγιάννη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία "Δήμος Παπάγου-Χολαργού”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Χολαργό Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) των πληρεξουσίων δικηγόρων Ανδρέα Ματθαίου και Παύλου Κελλίδη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ της αναιρεσείουσας: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών" όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα, και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Λεωνίδα Κανέλλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-9-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, και την από 17-11-2016 πρόσθετη παρέμβαση, του ήδη προσθέτως παρεμβαίνοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 57/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1057/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 10-5-2019 αίτησή της και τους από 15-4-2020 πρόσθετους λόγους αυτής, καθώς και το προσθέτως παρεμβαίνων με την από 8-10-2020 πρόσθετη παρέμβασή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου. Ο πληρεξούσιος του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση 1) η από 10.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης .../.../10.5.2019 αναίρεση κατά της 1057/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και 2) οι από 15.4.2020 και με αριθμό κατάθεσης .../2020 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που έχουν ασκηθεί παραδεκτά, καθώς η μεν αναίρεση ασκήθηκε, κατ' άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν παρέλθει διετία από την έκδοση της απόφασης (επίδοση της οποίας δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας), οι δε πρόσθετοι λόγοι με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου και επίδοση αυτού στους αναιρεσιβλήτους μέσα στην προθεσμία των τριάντα πλήρων ημερών πριν από τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά για την αναίρεση, στις 19.5.2020, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετικά την …/15.4.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Π. Ρ.). Επομένως πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), και να ερευνηθούν για το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 82, 556 παρ. 1, 558 εδ.α', 495 και 569 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επιτρέπεται ενώπιον του Αρείου Πάγου η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ κάποιου διαδίκου της αναιρετικής δίκης. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του ν. 4194/2013 "Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: (...) ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης, για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου”.
Εν προκειμένω, η από 13.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης .../2018 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ της αναιρεσείουσας δικηγόρου και μέλους αυτού, με την επίκληση εννόμου συμφέροντος, που συνίσταται στο ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης του Κώδικα των Δικηγόρων που απαιτεί την συνδρομή σπουδαίου λόγου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής, όταν για το προσωπικό του εντολέως ισχύει κανονισμός που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία αυτού, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της αίτησης αναίρεσης, και ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα γενικότερα. Η παρέμβαση αυτή ασκήθηκε νόμιμα, με αυτοτελές δικόγραφο που επιδόθηκε σε αμφότερους τους διαδίκους της κύριας δίκης (βλ. την .../26.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ι. Π. και την .../26.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο ίδιο εφετείο Α. Ζ.). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, αφού συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 908/2017).
Κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγκειται στην ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ δεν υφίστανται οι πραγματικές προϋποθέσεις του, ή αντιστρόφως, όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ υφίστανται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 1671/2011). Κατά την έννοια, δε, του εδαφίου 19 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 536/2009, 757/2015). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών (ΑΠ 2102/2014). Από τις διατάξεις του εφαρμοζόμενου, ως εκ του εδώ κρίσιμου χρόνου, άρθρου 63 παρ.4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 κώδικα δικηγόρων, όπως η περ. δ' της παρ.5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 (παρόμοια είναι και η ρύθμιση στο νέο κώδικα δικηγόρων, με το άρθρο 46 παρ.2 εδ. β' του ν. 4194/2013), συνάγεται ότι η από δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύνεται (εκτός άλλων και) με καταγγελία του εντολέα που συνιστά, κατ' αρχήν, μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Όταν, όμως, για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, όπως η διάταξη του άρθρου 45 του ν. 3584/2007 για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και ανεξάρτητα από το αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον κανονισμό αυτόν, η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Σπουδαίο λόγο συνιστούν διάφορα περιστατικά ή ακόμη και ένα μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξ αιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης από τον ένα εκ των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος του αντισυμβαλλόμενου. Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν, λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης του εντολέα προς το πρόσωπο του εντολοδόχου, έχει επέλθει τόσο σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία τους, ώστε η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης, κατ' αντικειμενική κρίση, να αποβαίνει αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής για τον εντολέα (ΟλΑΠ 21/2004, ΑΠ 908/2017, 935/ 2013). Ως εκ τούτου, η καταγγελία της συμβάσεως έμμισθης εντολής υπό καθεστώς μονιμότητας, που έγινε από τον εντολέα χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης (ΟλΑΠ 21/2004, ΑΠ 140/2020, 139/2019, 908/2017). Τέλος η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι νομική έννοια και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι του λόγου αυτού υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, αν για τη θεμελίωση της αόριστης έννοιας διαλαμβάνονται στην απόφαση περισσότερα από ένα περιστατικά, αρκεί η ορθή υπαγωγή έστω και ενός εξ αυτών στο νομικό κανόνα για να έχει ο τελικός δικανικός συλλογισμός νόμιμη βάση, ενώ η προσβολή, με λόγους αναίρεσης, των υπόλοιπων περιστατικών που εσφαλμένως υπήχθησαν στον ίδιο κανόνα καθίσταται αλυσιτελής. Ο ισχυρισμός περί υπάρξεως σπουδαίου λόγου, ως θετικός, αναγκαίος όρος του κύρους της καταγγελίας, ωφελεί μόνο τον εντολέα, είναι ουσιώδης και έχει αυτοτέλεια, υπό την έννοια ότι η μη προβολή του οδηγεί σε παραδοχή της αγωγής, με την οποία ο ενάγων επιδιώκει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας για την έλλειψη αυτή και ως θετικός ισχυρισμός που άγει στην κατάλυση της αγωγής συνιστά, κατά κανόνα, ένσταση του εναγόμενου εντολέα. Εάν, όμως, ο εντολοδόχος δικηγόρος περιλάβει στην αγωγή του αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας (ΚΠολΔ 70), τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα (ΚΠολΔ 216 παρ.1), μεταξύ των οποίων και την έλλειψη του σπουδαίου λόγου, διότι και αυτή στηρίζει το αντίστοιχο αίτημα και αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής (ΑΠ 460/2013, 624/2008, 216/2002, πρβλ. ΑΠ 749/2020, 1248/2014, 492/2011). Στην περίπτωση αυτή ο ισχυρισμός του εντολέα περί του ότι η καταγγελία έγινε για σπουδαίο λόγο, παρά το γεγονός ότι πρέπει να αποδειχθεί από αυτόν τον ίδιο, λειτουργεί ως άρνηση (ΑΠ 1545/2006) και δεν υπόκειται σε διατυπώσεις για το παραδεκτό της προβολής του. Τούτο διότι η συνδρομή του σπουδαίου λόγου έχει εισφερθεί προς κρίση στο δικαστήριο με την αγωγή, συνιστώντας μάλιστα αναγκαίο στοιχείο του αναγνωριστικού αιτήματός της και έχει ήδη καταστεί αντικείμενο απόδειξης, ώστε να μην απαιτείται η επαναδιατύπωση της υπό μορφή ενστάσεως, κατά τους όρους του άρθρου 591 παρ. 1δ ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση που άσκησε ο αναιρεσίβλητος Δήμος Παπάγου-Χολαργού κατά της 52/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας με την οποία αυτή ζητούσε αφενός να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης δικηγορικής εντολής για το λόγο ότι α) η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να καταγγελθεί η σύμβαση εντολής στερούνταν παντελώς ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας, λήφθηκε δε χωρίς να κληθεί στη συνεδρίαση εμπροθέσμως και χωρίς προηγουμένως να τής επιτραπεί να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως β) είναι καταχρηστική διότι έγινε για λόγους εκδίκησης και με σκοπό να ματαιωθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, η συζήτηση των αιτήσεων ακυρώσεως που είχε ασκήσει ενώπιον του ΣτΕ κατά του ανιρεσιβλήτου, σχετικά με την τοποθέτηση άλλου συναδέλφου της, αντί της ίδιας, στη θέση του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας του Δήμου και γ) επειδή ο επικαλούμενος στην καταγγελία σπουδαίος λόγος δεν είναι αληθής και αφετέρου να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος στην αποδοχή των υπηρεσιών της. Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη με το να λάβει υπόψη της και να αξιολογήσει αποδεικτικά τους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου περί της υπάρξεως σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν προταθεί ως ένσταση με τους όρους της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1δ, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, και, εκτιμώντας αυτούς ως άρνηση, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο δε σχετικός πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, παρίσταται ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω η απόφαση, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι η αναιρεσείουσα προσλήφθηκε την 1.7.1994 από τον Δήμο Χολαργού, καθολικός διάδοχος του οποίου είναι ο αναιρεσίβλητος, με σύμβαση έμμισθης εντολής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 του ν.δ. 3026/1954 (τότε ισχύοντος Κωδικός περί Δικηγόρων) για να παρέχει στο Δήμο τις υπηρεσίες της έναντι πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας. Ότι η σύμβαση αυτή διήρκεσε μέχρι την 1.9.2016 όποτε τής κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή (με θυροκόλληση) η ταυθήμερη καταγγελία της σύμβασης, υπογεγραμμένη από το Δήμαρχο, η οποία έλαβε χώρα σε εκτέλεση της .../13.4.2016 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου που επισυνάφθηκε στο έγγραφο της καταγγελίας. Ότι μέσω του εγγράφου της καταγγελίας, στο οποίο προεισαγωγικά αναφέρεται το σύννομο της διαδικασίας σύγκλησης του Δημοτικού Συμβουλίου σε απαρτία και η λήψη της απόφασης κατ' απόλυτη πλειοψηφία, τής γνωστοποιήθηκε ότι έγινε δεκτή η πρόταση του Δημάρχου και ότι αποφασίστηκε η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής, επειδή συντρέχει σπουδαίος λόγος. Ότι, κατά τα αναφερόμενα στο έγγραφο, α) ο λόγος αυτός συνιστάτο στον κλονισμό της εμπιστοσύνης του Δήμου προς το πρόσωπό της λόγω της εκ μέρους της απόπειρας είσπραξης από το Δήμο, για δεύτερη φορά, χρημάτων που είχε ήδη εισπράξει, β) επιπλέον προέκυπτε προφανής δυσκολία συνεργασίας με τον εντολέα της, όπως αυτή αποδείχθηκε από την καθυστέρηση της αναιρεσείουσας να δώσει εξηγήσεις για την παραπάνω συμπεριφορά της καθώς και την επιλογή της να επικοινωνεί με τον Δήμαρχο με τη μέθοδο της κοινοποίησης εξώδικης δήλωσης για υπηρεσιακά θέματα, γ) τα γεγονότα που αποτέλεσαν το σπουδαίο λόγο για την καταγγελία αναλύθηκαν διεξοδικά στην επισυναπτόμενη στην καταγγελία προμνησθείσα απόφαση του Δ.Σ., δ) η ισχύς της καταγγελίας θα άρχιζε από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και ότι η αποζημίωσή θα καταβαλλόταν στην αναιρεσείουσα σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων (άρθρ. 46 παρ. 2, 3 ν. 4194/2013). Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι η καταγγελία δημοσιεύθηκε την 13.10.2016 και το προσήκον ποσό της αποζημίωσης καταβλήθηκε στην αναιρεσείουσα. Σχετικά δε με τους λόγους ακυρότητας της καταγγελίας που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα με την αγωγή της, η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε τα εξής ειδικότερα: Ότι, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη .../13.4.2016 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η απόφαση ήταν ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς μνημόνευε και μάλιστα εμπεριστατωμένα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν το σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης και τα οποία ήταν ικανά να κλονίσουν και πράγματι κλόνισαν την εμπιστοσύνη του εντολέα της στο πρόσωπό της, παρατίθενται δε στη συνέχεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κρίθηκε και από διοικητικά όργανα επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον απορρίφθηκε η από 11.5.2016 προσφυγή της αναιρεσείουσας, εναντίον της, στον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με την 51981/19846/11.7.2016 απόφαση του τελευταίου, αλλά και η από 1.8.2016 προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της τελευταίας απόφασης στην Επιτροπή του άρθρου 152 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Ότι η αναιρεσείουσα εμφανίσθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της στο Δημοτικό Συμβούλιο, χωρίς να ζητήσει αναβολή συζήτησης του θέματος που την αφορούσε και ανέπτυξε τις θέσεις της διεξοδικά. Ότι πριν κληθεί για να παραστεί στο Δημοτικό Συμβούλιο είχε κληθεί, με το από 8.1.2016 υπηρεσιακό σημείωμα του Δημάρχου, να τοποθετηθεί επί του ζητήματος που αποτέλεσε την αιτία της καταγγελίας της και ότι απάντησε με το από 18.1.2016 σημείωμά της το οποίο κοινοποίησε στο Δήμο την 15.2.2016 με δικαστικό επιμελητή, δηλαδή με μεγάλη καθυστέρηση, που είναι αδικαιολόγητη για το σοβαρό γεγονός για το οποίο τής ζητήθηκαν εξηγήσεις και με μορφή επικοινωνίας (κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή) που είναι ανάρμοστη για να απευθύνεται εντολοδόχος δικηγόρος στον εντολέα του, γεγονότα τα οποία από μόνα τους αποδεικνύουν τη δυσκολία συνεργασίας της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) με το Δήμο (αναιρεσίβλητο). Με βάση αυτά έκρινε ότι δεν συνέτρεχε ο επικαλούμενος από την αναιρεσείουσα λόγος ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και λόγω παρεμποδίσεως της ενάγουσας να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου πριν από τη λήψη της δυσμενούς για την αναιρεσείουσα απόφασης του. Έχοντας το περιεχόμενο αυτό η αναιρεσιβαλλομένη δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος και 6 του ΚΔιοικΔια/σιας, καθώς σύμφωνα με τις παραδοχές της η αναιρεσείουσα, η οποία παραλείπει να αναφέρει εάν κλητεύθηκε και πότε, παραστάθηκε στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά την οποία λήφθηκε η κρίσιμη απόφαση, συνεπικουρούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και εξέθεσε τις απόψεις της. Επομένως ο με αριθμό Α1α και β λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίον η αναιρεσιβαλλομένη, κρίνοντας ότι δόθηκε στην αναιρεσείουσα επαρκής προθεσμία για την προετοιμασία της άμυνάς της, παραβίασε τις ως άνω διατάξεις, παρίσταται ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, ως προς τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου στην επίμαχη καταγγελία η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι η αναιρεσείουσα διέθετε σε βάρος του Δήμου εκτελεστό τίτλο και συγκεκριμένα την τελεσίδικη 6446/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία της είχε επιδικαστεί ως πριμ παραγωγικότητας του άρθρου 25 του ν. 3156/2003 το ποσό των 3706,36 ευρώ, πλέον τόκων, με έναρξη τοκοφορίας από την επίδοση της αγωγής. Ότι επειδή ο Δήμος δεν συμμορφώθηκε με την παραπάνω απόφαση, η αναιρεσείουσα κοινοποίησε σε αυτόν αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία τον επίτασσε να της καταβάλει 3.706,36 ευρώ για κεφάλαιο, 2.200,72 ευρώ για τόκους υπερημερίας, 300 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και 60 ευρώ για την επίδοσή της, συνολικά δε 6.267,08 ευρώ. ‘Ότι ο Δήμος τής κατέβαλε το ποσό των 5.451,82 ευρώ, η δε διαφορά του ποσού των 815,26 ευρώ μεταξύ του επιτασσόμενου και του καταβληθέντος ποσού αφορούσε τους τόκους και οφειλόταν αφενός στον ανακριβή εκ μέρους της ενάγουσας προσδιορισμό της ημέρας έναρξης της τοκοδοσίας, καθώς η ενάγουσα την προσδιόρισε την 18.6.2007, ενώ η αγωγή επιδόθηκε την 28.6.2007 καθώς και στο επιτόκιο υπερημερίας, από 6%, το οποίο δεν διευκρινιζόταν στον ως άνω εκτελεστό τίτλο, αλλά γινόταν απλώς αναφορά "στους νόμιμους τόκους”. Ότι η ενάγουσα δεν διεκδίκησε τότε την διαφορά στο ποσό των τόκων, αλλά μετά παρέλευση διετίας, με το .../30.10.2015 υπηρεσιακό σημείωμα της, το οποίο υπέβαλε αρχικώς χειρόγραφο και, στη συνέχεια, δακτυλογραφημένο, ζήτησε εκ νέου το ποσό της επιταγής με τους επιπλέον τόκους που είχαν στο μεταξύ παραχθεί, εκμεταλλευόμενη προφανώς την παρέλευση του χρόνου και την υποκειμενική (όπως χαρακτηρίζεται στην απόφαση) αδυναμία του Δήμου να αποδείξει το γεγονός της καταβολής, καθώς γνώριζε ότι τα σχετικά αποδεικτικά της καταβολής έγγραφα βρίσκονταν μαζί με πλείστα όσα άλλα έγραφα, μη τακτοποιημένα, στο αρχείο του Δήμου στο υπόγειο του κτηρίου, όπου στεγάζονται τα γραφεία του και ήταν πολύ δύσκολη η ανεύρεσή τους. Ότι η ενάγουσα ανέφερε στο σημείωμα της, επί λέξει, τα ακόλουθα: "Κύριοι, Σας διαβιβάζεται η υπ' αριθμ. 6446/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είναι ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ (βλ. παρακαλώ πιστοποιητικό τελεσιδικίας). Σύμφωνα με το διατακτικό θα καταβληθούν (3.706,36 Ε) τρεις χιλιάδες επτακόσια έξι, κόμμα τριάντα έξι ευρώ-(συμψηφίζει δικαστική δαπάνη)- με το νόμιμο τόκο από 18-6-2007 (επίδοση αγωγής) (βλ. πίσω σελ. της 11) μέχρι ημέρα πλήρους εξόφλησης”, και συνυπέβαλε με την αίτησή της την αναφερόμενη 6446/2012 απόφαση και το με αριθμό …/2013 πιστοποιητικό τελεσιδικίας της, προκειμένου να τής καταβληθεί εντόκως όλο το ποσό. Απαντώντας, δε στο από 16.12.2015 υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο ο Γενικός Γραμματέας του Δήμου τής ζητούσε διευκρινίσεις, με το με αριθμό πρωτοκόλλου ... ταυθήμερο έγγραφό της επανέλαβε το αίτημά της για καταβολή εκ νέου του επιδικασθέντος με την άνω απόφαση κεφαλαίου μετά των νομίμων τόκων αυτού, από την επίδοση της αγωγής μέχρι τη σύνταξη του άνω σημειώματος την 16.12.2015, προσθέτοντας δηλαδή και νέους τόκους κεφαλαίου, πέραν εκείνων που είχε ζητήσει με την από 10.9.2013 επιταγή προς εκτέλεση και το από 30.10.2015 πρώτο σημείωμά της, καθώς και την καταβολή του ποσού των εξόδων σύνταξης και επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Ότι και πάλι (επί λέξει) ανέφερε στο σημείωμα της τα ακόλουθα: "ΘΕΜΑ: Τελεσιδικία της υπ’αριθμ. 6446/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Π.. ΣΧΕΤ. Η υπ' αριθμ. 6446/2013 απόφ. Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εργατική Διαφορά). Κύριοι, Σας επεδόθη στις 10/9/2013 επιταγή της υπ' αριθμ. 6446/2013 τελεσίδικης απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία ο Δήμος οφείλει τα κάτωθι επιδικασθέντα ποσά: 1. Κεφάλαιο: 3.706,36 Ε 2.Νόμιμους τόκους από 18-6-2007 έως 16-12-2015: 2.830,01 Ε 3. Σύνταξη επιταγής:300 Ε 4.Επίδοση επιταγής: 60 Ε Σύνολο 6.896,37 Ε. Η επί πάγια αντιμισθία Δικηγόρος Κ. Π.”. Με τα δεδομένα αυτά η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι κατέστη περισσότερο από σαφές πως η ενάγουσα ζήτησε να τής καταβληθούν εκ νέου τα ποσά που είχε ήδη εισπράξει ως επιδικασθέντες κεφάλαιο και τόκους επί του κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής, πλέον των νομίμων τόκων μέχρι τη χρονολογία του δεύτερου σημειώματος της, δηλαδή μέχρι την 16.12.2015, καθώς και τα έξοδα σύνταξης και επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, τα οποία της είχαν καταβληθεί ήδη, την 4.12.2013. Αξιολογώντας δε τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ζητήθηκε μόνο η διαφορά των τόκων που προέκυψε από τον υπολογισμό τους με διαφορετικό επιτόκιο υπερημερίας εκ μέρους της ενάγουσας από εκείνο με το οποίο τους υπολόγισε ο εναγόμενος Δήμος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τα προπαρατεθέντα σημειώματα προκύπτει ευθέως και σαφώς ότι η ενάγουσα δεν ζήτησε μόνο την από 815,26 ευρώ διαφορά των τόκων, που ακόμη και αν είχαν κεφαλαιοποιηθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 296 ΑΚ, λόγο της παρέλευσης μιας χρήσης δεν ανέρχονταν στο ποσό των 6.896,37 ευρώ, που η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί με το δεύτερο σημείωμά της, αλλά ούτε και στο μερικότερο ποσό των 2.830,10 ευρώ, το οποίο η αναιρεσείουσα ζήτησε να τής καταβληθεί για τόκους που παρήγαγε το κεφάλαιο που επιδικάστηκε μέχρι την 16.12.2015, όταν παρέδωσε το δεύτερο σημείωμά της, και ότι απέκρυψε επιμελώς πως με την εξόφληση του κεφαλαίου την 4.12.2013, αυτό είχε παύσει να παράγει τόκους, αλλά και το γεγονός ότι τής είχαν καταβληθεί τόκοι επί του κεφαλαίου μέχρι την 4.12.2013. Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα απευθύνθηκε και στην ανεξάρτητη αρχή "Συνήγορος του Πολίτη”, παραπονούμενη για αδικαιολόγητη καθυστέρηση καταβολής των επιδικασθέντων ποσών, τα οποία γνώριζε πολύ καλά ότι τής είχαν καταβληθεί ήδη από διετίας περίπου, δυσφημώντας έτσι τον Δήμο για μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις, αφού η άνω αρχή με το από .../4.1.2016 έγγραφο της ζήτησε εξηγήσεις από τον εναγόμενο Δήμο για την αδικαιολόγητη μη καταβολή του ποσού των 6.896,37 ευρώ, ενώ, μετά τους ισχυρισμούς του Δήμου περί εξόφλησης, η Αρχή επανήλθε με νεότερο έγγραφο για το ακριβές ποσό της οφειλής και τις ενέργειες στις οποίες είχε την πρόθεση να προβεί ο αναιρεσίβλητος. Ότι μόνον όταν επισημάνθηκε στην αναιρεσείουσα, με το από 8.1.2016 υπηρεσιακό σημείωμα του Δημάρχου, ότι τής καταβλήθηκε το ποσό των 5.451,82 ευρώ, στο οποίο (σημείωμα) μνημονευόταν το σχετικό χρηματικό ένταλμα που είχε εκδοθεί και είχε βρεθεί μετά από διεξοδικό έλεγχο στο αρχείο του Δήμου που φυλασσόταν στο υπόγειο, μετά από επιμονή του ταμία Ρ., ο οποίος, κατά σύμπτωση, ήταν ο ίδιος που είχε καταβάλει το ποσό στην αναιρεσείουσα και θυμόταν την καταβολή, και τής ζητήθηκαν εξηγήσεις για την απόπειρα είσπραξης εκ νέου του ίδιου ποσού, η αναιρεσείουσα πρόβαλε για πρώτη φορά τον ευφάνταστο ισχυρισμό ότι μετά από μια διετία ζήτησε μόνο τη διαφορά των τόκων από 1.444,55 ευρώ (και πάλι όχι την πραγματική διαφορά από 815,26 ευρώ), η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, προέκυπτε ευχερώς μετ' αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 5.451,28 ευρώ από τον υπολογισμό των τόκων με διαφορετικό επιτόκιο υπερημερίας. Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι στο προμνησθέν από 8.1.2016 υπηρεσιακό σημείωμα του Δημάρχου με το οποίο επισημάνθηκε στην αναιρεσείουσα ότι διαπιστώθηκε η απόπειρα της να εισπράξει και δεύτερη φορά το ίδιο ποσό και κλήθηκε αυτή να δώσει εξηγήσεις, η τελευταία απάντησε με εξώδικη επιστολή, την οποία επέδωσε με δικαστικό επιμελητή με καθυστέρηση τριάντα επτά ημερών, η οποία ήταν γραμμένη σε ανοίκειο ύφος. Ειδικότερα η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι η ενέργεια αυτή συνιστούσε πράξη αναίδειας και θρασύτητας έμμισθου δικηγόρου, απευθυνόμενου προς τον εντολέα του, που τον συνέλαβε μάλιστα να διαπράττει αξιόποινη πράξη σε βάρος του, με αποκλειστικό σκοπό το οικονομικό όφελος του έμμισθου δικηγόρου επί ζημία του εντολέα του, όταν μάλιστα ο τελευταίος συμβαίνει να είναι επιχορηγούμενο από το κράτος ΝΠΔΔ (ΟΤΑ), όπως στην προκείμενη περίπτωση. Και τούτο, πέραν των αναληθών περιστατικών, τα οποία η αναιρεσείουσα αναγράφει στην απάντησή της αυτή, εν γνώσει της αναλήθειας τους, τα οποία συνιστούν τεχνάσματα, με τα οποία επιχειρεί να συγκαλύψει την αξιόποινη πράξη που της αποδόθηκε, όπως λ.χ. ότι στο .../16.12.2015 υπηρεσιακό σημείωμα της ανέφερε ότι στο προηγούμενο .../30.10.2015 σημείωμα είχε επισυνάψει και φωτοτυπία της σελίδας του βιβλιαρίου καταθέσεών της στην τράπεζα ... στο οποίο εμφαίνεται η καταβολή του ποσού των 5.451,82 ευρώ και προέκυπτε ευχερώς η διαφορά των τόκων που ζητούσε, γεγονός το οποίο όμως δεν είναι αληθές, αφού το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα (.../16.12.2015) δεν περιέχει καμία αναφορά της ενάγουσας,σχετικώς με επισύναψη στο προηγούμενο σημείωμα (.../30.10.2015) της φωτοτυπίας της σελίδας του βιβλιαρίου καταθέσεων της. Στην πραγματικότητα (δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη), στο πιο πάνω δεύτερο χρονολογικά σημείωμα της (.../16.12.2015) αναφέρεται μόνο η επισύναψη της 6446/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και μνημονεύεται η από 10.9.2013 επιταγή προς εκτέλεση της, με βάση δε αυτά η αναιρεσείουσα με το εν λόγω σημείωμα της ζήτησε εκ νέου όλο το επιδικασθεί με την άνω απόφαση ποσό, κατά κεφάλαιο και τόκους αυτού και μάλιστα μέχρι τις 16.12.2015, που ένα η χρονολογία του πρωτοκόλλου εισαγωγής του σημειώματος στην υπηρεσία του εναγομένου Δήμου, καθώς και τα έξοδα. Περαιτέρω η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ούτε η επισύναψη της φωτοτυπίας του βιβλιαρίου καταθέσεων στο δεύτερο σημείωμα που απέστειλε η αναιρεσείουσα, ώστε να φαίνεται η καταβολή του ποσού των 5454,82 ευρώ την 4.12.2013, αλλά ότι αντιθέτως με το μεν .../30.10.2015 σημείωμα απαίτησε 6.267,08 ευρώ και με το .../16.12.2015 σημείωμα 6.896,37 ευρώ υπολογίζοντας τους παραχθέντες στο μεταξύ τόκους, χωρίς καμία αναφορά στην καταβολή που είχε προηγηθεί. Κατέληξε δε, κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών της στις οποίες περιλαμβάνεται η πλήρης δικανική πεποίθηση ότι η αναιρεσείουσα επιχείρησε να εισπράξει δυο φορές το ποσό που της επιδικάστηκε, ότι ευλόγως κλονίστηκε, και μάλιστα σοβαρά, η αποφασιστικής σημασίας σχέση εμπιστοσύνης εντολέα και εντολοδόχου και ως εκ τούτου συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της έμμισθης σύμβασης εντολής, η οποία δεν ήταν καταχρηστική. Έτσι κρίνοντας η αναιρεσιβαλλομένη δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 672 ΑΚ, 63 παρ.4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 κώδικα δικηγόρων και ο σχετικός υπό στοιχείο Β λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει, όμως, και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Παραμόρφωση, με την έννοια της πιο πάνω διάταξης, είναι και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για το αποδεικτέο γεγονός. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχημάτισε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα, για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχτηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Παραμόρφωση, με την έννοια της πιο πάνω διάταξης, είναι και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για το αποδεικτέο γεγονός (ΑΠ 1034/2009). Πρέπει ακόμη κατά τη συζήτηση να προσκομίζεται το έγγραφο, αλλιώς ο λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος (ΑΠ 533/2009). Εξάλλου, ως έγγραφα, με την έννοια των αναφερόμενων στα άρθρα 339 και 432 ΚΠολΔ ως αποδεικτικών μέσων, δεν θεωρούνται τα διαδικαστικά, όπως είναι λ.χ. τα πρακτικά της δίκης ή οι εισηγητικές εκθέσεις, που περιέχουν τις μαρτυρικές καταθέσεις (ΑΠ 1412/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλομένη υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ, με το να δεχθεί ότι η αναιρεσείουσα ζήτησε να εισπράξει δυο φορές το ίδιο ποσό από τον αναιρεσίβλητο, συμπέρασμα το οποίο συνήγαγε παραμορφώνοντας το περιεχόμενο συγκεκριμένων εγγράφων. Ειδικότερα στον λόγο αυτό εκθέτει ότι "όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης, αυτή αναφέρει αυτούσιο το περιεχόμενο των με αριθμ. πρωτ. .../30.10.2015 και .../16.12.2015 υπηρεσιακών σημειωμάτων μου προς τις υπηρεσίες του αντιδίκου, καθώς και του από 8.1.2016 υπηρεσιακού σημειώματος του Δημάρχου του αντιδίκου, που μου επέδωσε με κλητήρα και την επ' αυτού απαντητική επιστολή μου με ημερομηνία 18.1.2016, που επέδωσα στον αντίδικο με δικαστικό επιμελητή και τα οποία προσκόμισα μετ' επικλήσεως ....Η προσβαλλόμενη από εσφαλμένη ανάγνωση των εγγράφων αυτών παραμόρφωσε το περιεχόμενό τους...”. Ο λόγος αυτός κατά το μέρος που αφορά στα ανωτέρω έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι πλήττει την ουσιαστική εκτίμηση του Εφετείου επί των αναφερόμενων στα εν λόγω έγγραφα γεγονότων, το περιεχόμενο των οποίων περιλήφθηκε αυτούσιο στην αναιρεσιβαλλομένη, ενώ είναι και απαράδεκτος κατά το μέρος που αναφέρεται στα δυο πρώτα εξ αυτών που δεν προσκομίζονται. Απορριπτέος είναι ο λόγος κατά το μέρος που αιτιάται παραμόρφωση του .../…/10.2.2016 εγγράφου, καθώς το έγγραφο αυτό, όπως και τα υπόλοιπα, συνεκτιμήθηκε με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ δεν αναφέρεται σε τί συνίσταται η παραμόρφωση του εγγράφου και ποιος είναι το αληθινό περιεχόμενό του. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε πως η καταγγελία έλαβε χώρα με αποκλειστική αιτία την εμπάθεια και την εκδικητικότητα προς το πρόσωπο της ενάγουσας και προκειμένου να τής στερήσουν το έννομο συμφέρον για τη συζήτηση αιτήσεων που είχε ασκήσει ενώπιον του ΣτΕ περί ακυρώσεως της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου Δήμου με την οποία θεσπίστηκε νέος Κανονισμός Λειτουργίας του, καθώς και περί ακυρώσεως αποφάσεως του ίδιου οργάνου για την επιλογή άλλου συναδέλφου της ενάγουσας, τον οποίον δεν κατονόμασε στην αγωγή της, αντί της ιδίας στη θέση του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας του Δήμου. Τούτο επειδή, όπως κατέθεσε, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο μάρτυράς της και πληρεξούσιος δικηγόρος της που παραστάθηκε γι αυτήν στο ΣτΕ, η συζήτηση των αιτήσεών της έγινε πριν από τη δημοσίευση της επίμαχης απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε και απέκτησε ισχύ, και επομένως η ενάγουσα δεν απώλεσε το έννομο συμφέρον της για τη συζήτησή τους. Ότι ούτε η εμπάθεια των μελών του Δημοτικού συμβουλίου στο πρόσωπό της αποδείχθηκε, αλλά ότι, αντιθέτως, ακόμη και τα μέλη που ψήφισαν την πρόταση του Δημάρχου για την καταγγελία της σύμβασής της προσπαθούσαν να διευθετήσουν την κατάσταση, αξιώνοντας μόνο την εκ μέρους της ρητή έκφραση συγνώμης για τον επικαλούμενο στην καταγγελία σπουδαίο λόγο, την οποία επιμόνως αρνήθηκε, παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές του δικηγόρου της. Με τον υπ' αριθ. 3α λόγο αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι οι παραπάνω παραδοχές συνιστούν πράγματα που έχουν ουσιώδη έκβαση στη δίκη και τα οποία το δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινά χωρίς απόδειξη, υποπίπτοντας αφενός στην πλημμέλεια του αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και αφετέρου στην πλημμέλεια του αριθμού 20 της ίδιας διάταξης επειδή παραμόρφωσε το περιεχόμενο των πρακτικών της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά το μέρος που πλήττει την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης ότι κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου δεν διαπιστώθηκε εκδικητικότητα και εμπάθεια προς το πρόσωπο της αναιρεσείουσας, αλλά, αντιθέτως, συμπάθεια, αφού με αυτόν προσβάλλεται η ουσιαστική εκτίμηση της αναιρεσιβαλλομένης σχετικά με το τί αποδείχθηκε, αλλά και κατά το μέρος που πλήττει την ανέλεγκτη από το δικαστήριο εκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης για το χρόνο συζήτησης των αιτήσεων ακυρώσεως της αναιρεσείουσας στο ΣτΕ. Περαιτέρω είναι απαράδεκτος κατά το μέρος που στηρίζεται στον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν νοείται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, παραμόρφωση του πρακτικού στο οποίο αποτυπώνονται οι καταθέσεις των μαρτύρων, δηλαδή γραπτού που αποτυπώνει το περιεχόμενο άλλου αποδεικτικού μέσου (βλ. και ΑΠ 44/2003, 1744/2008). Η δε αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλομένη υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ επειδή απέρριψε σιγή τους αγωγικούς ισχυρισμούς ότι στην ως άνω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου γίνεται επίκληση ως δήθεν σπουδαίου λόγου καταγγελίας ότι σύμφωνα με αναφορές απροσδιόριστης προέλευσης τις οποίες έχει ο Δήμαρχος υφίσταται προφανής δυσκολία συνεργασίας ανάμεσα στην αναιρεσείουσα και σε μη κατονομαζόμενη πρόσωπα (λόγος αναίρεσης υπό στοιχείο 2α), εννοώντας ότι έτσι διατυπωμένος ο λόγος αυτός δεν μπορεί να συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής, είναι αλυσιτελής διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, ο σπουδαίος λόγος συνίστατο στην απόπειρα της αναιρεσείουσας να εισπράξει από τον αναιρεσίβλητο χρηματικό ποσό που δεν εδικαιούτο, αρκεί δε η αναφορά σε ένα και μόνο περιστατικό που συνιστά σπουδαίο λόγο για την πληρότητα της αιτιολογίας της. Επομένως αυτός ο λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως απορριπτέος είναι και ο υπό στοιχείο 2β λόγος με τον οποίον πλήττονται οι ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης που εκτίμησε την απάντησή της στην κατηγορία που της απευθύνθηκε ως ανάρμοστη, προπετή κ.τ.λ.
Συνακόλουθα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει ν' απορριφθούν η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, καθώς και η πρόσθετη υπέρ της αναιρεσείουσας παρέμβαση, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ.176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ. 2 του ν. 3463/2006 "Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων”, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, να μην επιβληθεί, όμως, δικαστική δαπάνη σε βάρος του προσθέτως παρεμβάντος ν.π.δ.δ. (Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών) και υπέρ του καθ' ου η πρόσθετη παρέμβαση, αφού σ' αυτόν δεν προκλήθηκε πρόσθετη δαπάνη από την παρέμβαση (ΑΠ 1147/2015, 908/2017).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2019 αίτηση και τους από 15.4.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2020 πρόσθετους λόγους της Κ. Π. για αναίρεση της 1057/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και την υπέρ αυτής ασκηθείσα από 8.10.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2020 πρόσθετη παρέμβαση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών”.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε εννιακόσια (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ