Απόφαση

Αριθμός 1248/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α)Του αναιρεσείοντος: Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας- Νέας Χαλκηδόνος νομίμως εκπροσωπουμένου υπό του Δημάρχου του κ. Ι. Β. που κατοικοεδρεύει στην Ν.Φιλαδέλφεια Αττικής, όπως μετονομάσθη ο Δήμος Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνος και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ζαμπέτας Δρόσου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων:1) Κ. Π. του Π., κατοίκου ..., 2) Χ. Δ. του Ν., κατοίκου ... 3) Α. - Ρ. Π. του Θ., κατοίκου ... ως μόνης εκ διαθήκης κληρονόμου της Α. Τ. του Ε., η οποία απεβίωσε την 4-2- 2018, 4) Γ. Μ. του Α., 5) Β. Π. του Δ., κατοίκων ..., 6) Ε. Π. του Θ., 7) Χ. Β. του Ι., κατοίκων ..., 8)Σ. Σ. του Β., κατοίκου ..., 9)Σ. Α. του Δ., κατοίκου ..., 10) Δ. Π. του Α., κατοίκου ...,11)Β. Κ. του Δ., κατοίκου ..., ως μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Δ. Κ. του Β., ο οποίος απεβίωσε την 25-2-2015, 12) Ι. Υ. του Β., κατοίκου ..., εκ των οποίων ο με α/α 11ος αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε, όλοι δε οι λοιποί παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντώνιου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, 13) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης ΑΕ" που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευάγγελου Μπαρμπούρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις Β)Των αναιρεσειόντων:1) Κ. Π. του Π., κατοίκου ..., 2) Χ. Δ. του Ν., κατοίκου ... 3) Α. - Ρ. Π. του Θ., κατοίκου ... ως μόνης εκ διαθήκης κληρονόμου της Α. Τ. του Ε., η οποία απεβίωσε την 4-2-2018, 4) Γ. Μ. του Α., 5) Β. Π. του Δ., κατοίκων ..., 6) Ε. Π. του Θ., 7) Χ. Β. του Ι., κατοίκων ..., 8)Σ. Σ. του Β., κατοίκου ..., 9)Σ. Α. του Δ., κατοίκου ..., 10) Δ. Π. του Α., κατοίκου ...,11)Β. Κ. του Δ., κατοίκου ..., ως μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του Δ. Κ. του Β., ο οποίος απεβίωσε την 25-2-2015, 12) Ι. Υ. του Β., κατοίκου ... και 13) Α. Α. του Ε., κατοίκου ..., εκ των οποίων οι με α/α 11ος και 13ος αναιρεσειόντες δεν παραστάθηκαν, όλοι δε οι λοιποί παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντώνιου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις Του αναιρεσίβλητου: Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας- Νέας Χαλκηδόνος νομίμως εκπροσωπουμένου υπό του Δημάρχου του κ. Ι. Β. που κατοικοεδρεύει στην Ν.Φιλαδέλφεια Αττικής, όπως μετονομάσθη ο Δήμος Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνος και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ζαμπέτας Δρόσου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2008 αγωγή των ήδη Α) αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 853/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5961/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν: ο Α) αναιρεσείων με την από 2-3-2020 αίτησή του και οι Β) αναιρεσείοντες με την από 6-3-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται για συζήτηση οι υπό στοιχεία (Α) και (Β), από 2.3.2020 (αριθμ. καταθ. .../5.3.2020 αριθμ. πιν. 13) και από 6.3.2020 (αριθμ. καταθ..../9.3.2020, αριθμ. πιν. …), αντίστοιχα, αιτήσεις αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 5961/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το οποίο, κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αφορούν τους ίδιους διαδίκους, με τη συνεκδίκασή τους δε, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ο ίδιος ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση της αναίρεσης με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν αυτός παρών, υπό την επιφύλαξη όμως ότι η από αυτόν επίσπευση της συζήτησης είχε λάβει χώρα εγκύρως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική Πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Με το άρθρο 63 του Ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α 201/22.12.2017) προστέθηκε εδάφιο στην τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 96 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίσθηκε ότι ειδικά για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα (ενώπιον του Αρείου Πάγου) μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή. Εξ άλλου κατά το άρθρο 104 του ΚΠολΔ για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Κατά δε το δεύτερο εδάφιο της τελευταίας αυτής διάταξης το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι εάν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση απουσιάζει ή παρίσταται αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, αυτός θεωρείται δικονομικά απών και κηρύσσεται άκυρη η κλήση αυτού με την οποία εμφανίζεται ως επιμελούμενος τη συζήτηση, με αποτέλεσμα να μην χωρεί εφαρμογή της τελευταίας διάταξης για συζήτηση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΟλΑΠ 39/2005, 9/2003, 9/1992). Στην περίπτωση αυτή, εάν δεν προκύπτει άλλοθεν κλήτευση του απολιπομένου ή μη προσηκόντως παρισταμένου διαδίκου, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς αυτόν (ΑΠ 1374/2017, 526/2016, 1622/2013, 453/2011, 340/2011). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 εδ. β του ιδίου Κώδικα, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Περαιτέρω, στο άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19, ορίζεται ότι "Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με Πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου... Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που η συζήτηση αίτησης αναιρέσεως ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με Πράξη του προέδρου του αντίστοιχου τμήματος του Αρείου Πάγου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατ' αναλογική δε εφαρμογή των όσων ισχύουν σε περίπτωση αναβολής της υπόθεσης με αίτημα των διαδίκων και εγγραφής της στο πινάκιο από το γραμματέα (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ. β' αυτού), προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής λόγω της εγγραφής στο πινάκιο είναι ότι ο απολιπόμενος, κατά την νέα δικάσιμο, διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση δεν συζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται προς συζήτηση Α) η από 2.3.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../5.3.2020 - Εφετείο Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Δήμου Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος, ως καθολικού διαδόχου του Δήμου Ν. Φιλαδελφείας), στρεφόμενη κατά δέκα τριών (13) συνολικά αναιρεσιβλήτων, και Β) η από 6.3.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2020) αίτηση αναίρεσης των αναιρεσειόντων 1) Κ. Π. κλπ (σύν. 13) στρεφόμενη κατά του ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ - ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ" η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2 Μαρτίου 2021. Κατά την ως άνω δικάσιμο οι υποθέσεις δεν εκφωνήθηκαν λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων συνεπεία της πανδημίας COVID-19. Ακολούθως δε, δυνάμει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, με Πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως ως νέα ημέρα συζήτησης των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως στο ακροατήριο η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (2 Νοεμβρίου 2021), και με πρωτοβουλία του γραμματέα οι υποθέσεις ενεγράφησαν στο οικείο πινάκιο, η εγγραφή δε αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η επίσπευση των ενδίκων ως άνω αιτήσεων αναιρέσεως, έλαβε χώρα με την επιμέλεια όλων των αναιρεσιβλήτων-αναιρεσειόντων (εναγόντων), όπως προκύπτει από τη σχετική παραγγελία προς επίδοση της αίτησης αναίρεσης του Αντωνίου Ρουπακιώτη, ως πληρεξουσίου δικηγόρου αυτών, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενες με επίκληση την υπ' αριθμ. .../20.10.2020 έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Χ. Γ. κατ' αυτών (αναιρεσιβλήτων - εναγόντων) και την υπ' αριθμ. .../20.10.2020 έκθεση επιδόσεως του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητού κατά του αναιρεσιβλήτου Δήμου Νέας Φιλαδελφείας - Χαλκηδόνος. Κατά τη συζήτηση, όμως, των άνω αιτήσεων, κατά την εκ νέου ορισθείσα δικάσιμο, οπότε αυτές εκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο πινάκιο, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ο 11ος αναιρεσίβλητος, όσον αφορά την από 2.3.2020 αίτηση αναίρεσης και οι 11ος και 13ος των αναιρεσειόντων, όσον αφορά την από 6.3.2020 αίτηση αναίρεσης ενώ, παρέστησαν οι λοιποί, αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω Αντώνιο Ρουπακιώτη, ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους (βλ. σχετικές εξουσιοδοτήσεις - ιδιωτικά έγγραφα), αντίστοιχα οι παρασταθέντες (11) αναιρεσίβλητοι - αναιρεσείοντες, με βεβαίωση, αρμοδίως, του γνησίου της υπογραφής τους και η 13η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης ΑΕ" από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μπαρμπούρη. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο ως άνω δικηγόρος που έδωσε την παραγγελία για τις ως άνω επιδόσεις είχε πληρεξουσιότητα να επισπεύσει τη συζήτηση των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης και από τους απολιπόμενους ως άνω 11ο (αναιρεσίβλητο - αναιρεσείοντα) και από 13ο (αναιρεσείοντα), αφού δεν προσκομίζονται έγγραφες περί τούτου εξουσιοδοτήσεις των εν λόγω διαδίκων προς τον ως άνω δικηγόρο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εντολέως από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή ή συμβολαιογραφικά προς αυτόν πληρεξούσια. Κατά συνέπεια ακύρως αυτοί επέσπευσαν τη συζήτηση των ενδίκων αίτησης αναίρεσης. Εξάλλου, από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ο 11ος αναιρεσίβλητος (στην από 2.3.2020 αίτηση αναίρεσης) και οι 11ος και 13ος των αναιρεσειόντων (στην από 6.3.2020 αίτηση αναίρεσης) κλητεύθηκαν, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον αντίδικο αυτών αναιρεσείοντα - αναιρεσίβλητο Δήμο ή από τους παριστάμενους, ομοδίκους, αναιρεσιβλήτους - αναιρεσείοντες που επισπεύδουν έγκυρα τη συζήτηση για να παραστούν κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 2 Μαρτίου 2021. Επομένως, εφόσον οι ως άνω απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι - αναιρεσείοντες δεν επέσπευσαν νομίμως τη συζήτηση των ως άνω αιτήσεων αναίρεσης, ούτε κλητεύθηκαν νομίμως από τον αντίδικο Δήμο ή τους λοιπούς παρισταμένους ομοδίκους τους, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς αυτούς, οι οποίοι συνδέονται με τους τελευταίους με σχέση απλής ομοδικίας, και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση α) της από 2.3.2020 αίτησης αναίρεσης ως προς τον 11ο αναιρεσίβλητο και β) της από 6.3.2020 αίτησης αναίρεσης ως προς τους 11ο και 13ο αναιρεσείοντες, να ερευνηθούν δε περαιτέρω οι υπό κρίση αιτήσεις ως προς τους υπόλοιπους παρισταμένους προσηκόντως αναιρεσίβλητους - αναιρεσείοντες. Κατά το άρθρο 556 Κ.Πολ.Δικ., "δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικηθούν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι, που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι. Αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δικ., σύμφωνα με την οποία "δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον”, προκύπτει ότι, κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννομο συμφέρον. Το έννομο αυτό συμφέρον προκύπτει κυρίως από την βλάβη, που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Βλάβη, εξάλλου, του διαδίκου υπάρχει, όταν, κατά κανόνα, απορρίπτονται μερικά ή ολικά οι προτάσεις του (αγωγή, ανταγωγή, ενστάσεις) ή γίνονται μερικά ή ολικά δεκτές έναντι αυτού οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη δηλαδή του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του, η δε προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά κανόνα, να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του αναιρεσείοντος (ΑΠ 401/2017, 154/2017, 640/2015, 226/2014). Επομένως, η αναίρεση δεν πρέπει να απευθύνεται εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντα, αλλά μόνο εναντίον εκείνων από αυτούς από τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατ' εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορά η αποδιδόμενη με αυτήν πλημμέλεια και ως προς τους οποίους συνεπώς, δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, ακόμη και αν ευδοκιμήσει ο λόγος της αναίρεσης και ως προς τους οποίους ο αναιρεσείων προεχόντως στερείται εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 796/2020, 1416/2018, 1521/2007, 731/2005).
Με τις υπό κρίση από 2.3.2020 και από 6.3.2020 αιτήσεις αναίρεσης του εναγομένου και των εναγόντων, αντίστοιχα, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. 5961/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν τυπικά δεκτές και απορρίφθηκαν κατ' ουσία η από 11.7.2014 και με αριθμό κατάθ. .../2014 έφεση του εναγομένου Δήμου Νέας Φιλαδελφείας και ήδη αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου και η από 23.10.2014 και με αριθμό κατάθ. …/2014 έφεση των εναγόντων 1) Κ. Π. κλπ (σύν. 13) και ήδη αναιρεσιβλήτων - αναιρεσειόντων, κατά της υπ' αριθμ. 853/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν την από 1.12.2008 και με αριθμ. κατάθ. .../2008 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων - αναιρεσειόντων, ενώ απέρριψε την αγωγή ως προς τη 2η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ" και ως προς τον 12ο ενάγοντα - Α. Α.. Η από 2.3.2020 αίτηση αναίρεσης του εναγομένου Δήμου Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ' όσον στρέφεται κατά της άνω απλής ομοδίκου του ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ”, ως προς την οποία απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, ελλείψει εννόμου συμφέροντος (άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ), το οποίο ερευνάται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης και συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 51/2019, 1429/2018) και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας αυτού (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της 13ης αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, μειωμένα κατά το άρθρο 281 παρ.2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006),όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτές (ΚΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (ΚΠολΔ 577 § 3). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 §1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 §3 και 87 §2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, με το π.δ. 164/2004, που άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 19.7.2004, και αφορά τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, που είναι η αποτροπή της καταχρήσεως συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω π.δ/τος απαγορεύθηκε κατ' αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ' εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Όμως, ενόψει του ότι οι παραπάνω διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, από τις 19.7.2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις, που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10.7.2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην ως άνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκαν, λοιπόν, στο εν λόγω π.δ/γμα, οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11, που είναι συνταγματικώς ανεκτές ως μεταβατικές διατάξεις τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 διά της προσθήκης παραγράφων 7 και 8 στο άρθρο 103, να εργάζονται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τελούντες εν αγνοία των δικαιωμάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, δεδομένης της καθυστέρησης προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν, ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις, για τη διαπίστωση της συνδρομής των οποίων ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος π.δ/τος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και, όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 π.δ. 164/2004 επακολούθησε ο ν. 3320/2005, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι: "Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής του (παρ. 1). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ' εφαρμογή του π.δ. 164/2004 (παρ. 2). Η κατάταξη του προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (παρ. 3). Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσομένων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (παρ. 4). Για τους κατατασσόμενους ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 70 του Ν. 2683/1999 "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις" για τη μετάταξη σε ανώτερη βαθμίδα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν. 3230/2004 (ΦΕΚ 44 Α). Ως ημερομηνία πρόσληψης, νοείται η ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης ... (παρ. 5)”. Και ναι μεν το άρθρο 1 παρ. 1 - 5 ν. 3320/2005 αναφέρεται στο προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού, που συνδεόταν με τους φορείς αυτούς με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση και συνιστούσαν στην ουσία συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 π.δ. 164/2004, και καθορίζει τις συνέπειες της διαπίστωσης αυτής της τελευταίας σχέσης, ωστόσο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να τύχουν ανάλογης εφαρμογής και στο προσωπικό που απασχολήθηκε με ανάλογες σχέσεις σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η ύπαρξη σύμβασης αορίστου χρόνου αναγνωρίστηκε είτε με δικαστική απόφαση είτε με την προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο διοικητική διαδικασία. Πράγματι, εφόσον με την παρ. 1 του άρθρου 8Α π.δ. 81/2003, όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 180/2004, ορίσθηκε ότι και στους φορείς που ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11 του ως άνω π.δ. 164/2004, ο αυτός δικαιολογητικός λόγος συντρέχει για αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 - 5 ν. 3320/2005 σε όσους απασχολήθηκαν με ανάλογες σχέσεις στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενόψει του ότι ο ν. 3320/2005, και ειδικότερα το άρθρο 1 αυτού, εκδόθηκε προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 π.δ. 164/2004. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι απασχοληθέντες σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στον οποίο ανήκουν και οι Ο.Τ.Α., με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που αναγνωρίστηκαν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής τους, είτε σε συνιστώμενες κατά τους ορισμούς της παρ. 2 του ως άνω άρθρου οργανικές θέσεις, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η κατάταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ ρητά προβλέπεται ότι οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Από τις αυτές διατάξεις, και ειδικότερα αυτές του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. α' και β' του ν. 3320/2005, "Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους ΟΤΑ”, προκύπτει περαιτέρω ότι για τους απασχοληθέντες σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, οι οποίες αναγνωρίσθηκαν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είτε με δικαστική απόφαση είτε με τη διαδικασία που προβλέπεται στο ως άνω π.δ. 164/2004, και καταταγέντες σε οργανικές θέσεις, ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου λογίζεται για όλες τις άλλες συνέπειες (επιδόματα εορτών, άδειας, χρόνου υπηρεσίας για κατάταξη στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια κλπ) ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ αντιθέτως τις αποδοχές της θέσεως στην οποία εντάχθηκαν δικαιούνται αυτοί μόνο από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης και εφεξής. Αν ο νομοθέτης ήθελε και ως προς τις αποδοχές να λογίζεται ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν θα περιελάμβανε στην ως άνω ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3320/2005 το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, αφού η θέλησή του αυτή θα υλοποιείτο με μόνο το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου. Ειδικότερα, ο δικαιολογητικός λόγος των ρυθμίσεων αυτών συνίσταται στο ότι δεν θα ήταν δίκαιο αυτοί που εργάσθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, καλύπτοντας ωστόσο πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου κλπ, και η απασχόλησή τους αυτή αναγνωρίσθηκε ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με δικαστική απόφαση ή με την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία (που περιλαμβάνει και κρίση του ΑΣΕΠ), να στερηθούν των παροχών εκείνων (δώρων εορτών, επιδομάτων αδείας κλπ) που δεν είχαν λάβει υπό το καθεστώς της απασχολήσεώς τους με σύμβαση μισθώσεως έργου. Έτσι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 11 π.δ. 164/2004, ο νομοθέτης επέλεξε να καταταγούν μεν οι απασχοληθέντες σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για το λόγο ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, να αρχίσουν όμως να αμείβονται με τις αποδοχές της θέσεως στην οποία εντάσσονται από το χρόνο της κατατάξεώς τους, οπότε και ολοκληρώνεται πλέον κατά νομοθετική παραχώρηση η πρόσληψή τους, για δε το προγενέστερο χρονικό διάστημα να δικαιούνται αυτοί να αναζητήσουν εκείνες μόνο τις παροχές που δεν έλαβαν εξαιτίας του χαρακτηρισμού της απασχολήσεώς τους αυτής ως συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η θέση αυτή, εξάλλου, δεν αντίκειται στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, η οποία δεν καθορίζει το ύψος των αποδοχών των απασχολούμενων, αλλά θέτει χρονικό όριο προσαρμογής της ως άνω Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών (Ολ. ΑΠ 16/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη, είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση ο νόμος αυτός καταλαμβάνει χρονικά την επίδικη έννομη σχέση (Ολ.ΑΠ7/2011). Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998 "Ο ΟΑΕΔ μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ΝΠΙΔ, σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε ΑΕΙ - ΤΕΙ και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό τους προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" (παρ. 1, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 2956/2001) και "Ο ΟΑΕΔ μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΔ, καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο Αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου" (παρ. 15 εδ. α' και β'). (ΑΠ 1411/2019, 879/2017, 332/2015 430/2014). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι με την ΥΑ 34100/1999 (ΦΕΚ Β’ 2131), που εκδόθηκε μετά την 2701/1999 γνώμη του ΔΣ του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) και κατ' εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998, καταρτίσθηκε Πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας από άνεργους απόφοιτους λυκείου, ηλικίας 25 ως 64 ετών, στη φύλαξη σχολικών κτηρίων, διάρκειας 24 μηνών. Ότι το Πρόγραμμα προέβλεπε δύο φάσεις, την πρώτη, διάρκειας 11 μηνών, με αντικείμενο τη θεωρητική και πρακτική ενημέρωση των συμμετεχόντων και την τοποθέτησή τους σε θέσεις για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, με χρηματοδότηση από τον ΟΑΕΔ και τη δεύτερη, διάρκειας 13 μηνών, με αντικείμενο την απασχόληση των συμμετεχόντων στη φύλαξη σχολικών κτηρίων, με χρηματοδότηση από το Υπουργείο Εσωτερικών (ΥΠΕΣΔΔΑ). Ότι δικαιούχοι του Προγράμματος ήταν πρωτοβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). Ότι στο πλαίσιο της ως άνω υπουργικής απόφασης καταρτίσθηκαν οι προβλεπόμενες απ' αυτήν προγραμματικές συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ) για την πραγματοποίηση του Προγράμματος και εκπονήθηκε από τους εν λόγω φορείς το κανονιστικό πλαίσιο εφαρμογής αυτού. Ότι, στη συνέχεια, αφού έγινε η επιλογή των 145 δικαιούχων ΟΤΑ, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσείων) Δήμος Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος και των συμμετεχόντων ανέργων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι, πλην ενός, του Α. Α., ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η αγωγή), καταρτίσθηκαν, στο πλαίσιο του Προγράμματος, μεταξύ αφ ενός της ΕΕΤΑΑ και του εναγομένου Δήμου και αφ' ετέρου των εναγόντων οι από 27.2.2001 συμβάσεις συνεργασίας με διάρκεια 11 μήνες. Προβλέφθηκε ότι το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης των δικαιούχων ανέργων θα ανέρχεται στο ποσό των 35,22 ευρώ, με την υποχρέωση καθημερινής οκτάωρης παρουσίας τους στο σχολικό κτήριο που θα τοποθετηθούν, για 22 ημέρες το μήνα Ότι, σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, οι ενάγοντες, ως ασκούμενοι φύλακες, ανέλαβαν την υποχρέωση να παρακολουθήσουν επιμορφωτικό σεμινάριο για ζητήματα φύλαξης σχολικών κτηρίων και, προκειμένου να αποκτήσουν αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία, να απασχοληθούν σε καθημερινή βάση, με τρεις βάρδιες εργασίας, στη φύλαξη των σχολικών κτηρίων, στα οποία θα τοποθετούσε τον καθένα από αυτούς ο εναγόμενος ΟΤΑ. Ότι, αντίστοιχα, ο Δήμος Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος ανέλαβε την υποχρέωση να κατανείμει τους ενάγοντες στα σχολικά κτήρια που έπρεπε να επιλέξει, να προμηθευθεί και διαθέσει σ' αυτούς τον απαραίτητο εξοπλισμό, να διενεργεί τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας αυτών κατά τις ημέρες και ώρες της βάρδιας ενός εκάστου, να διατηρεί τακτική επικοινωνία με τους διευθυντές των σχολείων για τον έλεγχο της συνεργασίας με τους ασκούμενους φύλακες και την επίλυση τυχόν προβλημάτων, να αποστέλλει στην ΕΕΤΑΑ πίνακες με τα στοιχεία των ασκουμένων φυλάκων και με το χρόνο της πραγματικής απασχόλησης αυτών, να συγκεντρώνει τα ημερήσια δελτία συμβάντων και παρουσιών, να συμπληρώνει, με βάση τα δελτία αυτά, το μηνιαίο δελτίο παρουσίας των ασκουμένων, προς πιστοποίηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους και καταβολή της μηνιαίας αποζημίωσης αυτών από την ΕΕΤΑΑ και, τέλος, να εποπτεύει την εν γένει οργάνωση και εφαρμογή του Προγράμματος εντός της εδαφικής του αρμοδιότητας. Ότι, παράλληλα, η ΕΕΤΑΑ ανέλαβε την οικονομική διαχείριση του Προγράμματος και περιορίσθηκε στο να καταβάλλει σε κάθε ασκούμενο φύλακα την ορισθείσα αποζημίωση για τη συμμετοχή του σ' αυτό. Ότι οι συμβάσεις αυτές, μετά τη λήξη τους, ανανεώθηκαν με παρόμοια συμφωνητικά συνεργασίας με αλλεπάλληλες 11 διαδοχικές συμβάσεις συνεργασίας, η τελευταία εκ των οποίων διήρκεσε από 1.5.2006 έως 31.8.2006, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ως φύλακες σχολικών κτηρίων στην περιοχή του Δήμου Νέας Φιλαδελφείας -Νέας Χαλκηδόνος. Ότι, τελικώς, κατ' εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 και σε εκτέλεση της 6/2005 αποφάσεως της ολομέλειας του ΑΣΕΠ, οι ενάγοντες εντάχθηκαν σε προσωποπαγείς θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου της υπηρεσίας του Νέας Φιλαδέλφειας, με συμβάσεις αορίστου χρόνου, διότι κρίθηκε ότι παρείχαν εξαρτημένη εργασία και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση την ιδιότητα του εργοδότη των εναγόντων είχε αποκτήσει ο εναγόμενος Δήμος Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος, ο οποίος, ως υπεύθυνος για τη φύλαξη των σχολικών κτηρίων που βρίσκονται μέσα στην περιοχή του, ήταν το πρόσωπο που αποδεχόταν την προσφορά των υπηρεσιών των εναγόντων και ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία επ' αυτών. Περαιτέρω δέχθηκε ότι οι ενάγοντες τα έτη 2005, 2006 δικαιούνται τα χρηματικά ποσά τα οποία επιδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για διαφορές αποδοχών, επιδόματα αδείας, επιδόματα εορτών, προσαυξήσεις νυχτερινής εργασίας, εργασίας Κυριακών και αργιών και αποζημίωση για άδεια μητρότητας. Μετά από αυτά, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος Δήμος οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες τα ακόλουθα ποσά: στην πρώτη ενάγουσα 14.604,90 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα 13.581,24 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα 13.581,24 ευρώ, στην τέταρτη ενάγουσα 14.910,90 ευρώ, στην πέμπτη ενάγουσα 15.018,90 ευρώ, στην έκτη ενάγουσα 13.581,24 ευρώ, στην έβδομη ενάγουσα 15.648,90 ευρώ, στην όγδοη ενάγουσα 15.846,90 ευρώ, στον ένατο ενάγοντα 13.581,24 ευρώ, στη δέκατη ενάγουσα 13.581,24 ευρώ, στον ενδέκατο ενάγοντα 14.604,90 ευρώ, στη δέκατη τρίτη ενάγουσα 15.432,90 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και κατά συνέπεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο είχε κρίνει ομοίως, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία τις ένδικες εφέσεις.
Με την ως άνω κρίση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε ευθέως τις προπαρατεθείσες διατάξεις και ειδικότερα του άρθρου 1 παρ.4 εδ. α' και β' του ν. 3320/2005, του άρθρου 11 π.δ. 164/2004 και της 6/2005 αποφάσεως του ΑΣΕΠ, ως προς το ζήτημα καταβολής στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους των νομίμων αποδοχών της αντίστοιχης οργανικής θέσης σχολικού φύλακα για το πριν την κατάταξη τους χρονικό διάστημα, όπου πράγματι με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. α του Ν. 3320/2005 "Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους ΟΤΑ" ορίζεται ότι οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους, καθ' όσον εσφαλμένα εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις και για το πριν την κατάταξή τους χρονικό διάστημα ήτοι πριν την 30.11.2006. Κατά συνέπεια, ο σχετικός πρώτος λόγος κατά το οικείο σκέλος της αιτήσεως αναιρέσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων Δήμος και προσάπτει την αιτίαση ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι δικαιούνται τις νόμιμες αποδοχές της οργανικής τoυς θέσης στην οποία κατετάγησαν από την κατάταξη τους και εφεξής, ενώ για το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν θεμελιώνουν δικαίωμα λήψης άλλων αποδοχών, ούτε βάσει των διατάξεων του Π.Δ/τος 164/2004, ούτε βάσει της με αριθμ. 6/2005 απόφασης του ΑΣΕΠ για τη μετατροπή της σχέσης εργασίας αυτών ως σχολικών φυλάκων σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφόσον αυτές δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αλλά δικαιούνται μόνο τις παροχές που προβλέπουν τα συμφωνητικά συνεργασίας που αυτοί είχαν καταρτίσει με τον αναιρεσείοντα Δήμο και την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ”, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Καθ' ο μέρος όμως αφορά τις αποδοχές για νυχτερινή εργασία, εργασία σε ημέρες Κυριακές και αργίες, επιδόματα εορτών και αδείας και αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, ο εν λόγω λόγος είναι αβάσιμος καθ' όσον τις αποδοχές αυτές δικαιούνται εκ του νόμου οι μισθωτοί και με απλή σχέση εργασίας ( άκυρη) ( ΑΠ 260/2012). Εξ άλλου, οι πρώτος, τέταρτος και πέμπτος κατά τα οικεία σκέλη τους λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα Δήμο, ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές του, ότι οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν αρχίσει να ισχύουν πριν την έναρξη ισχύος των συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7,8 και 9, είχαν προσλάβει τον χαρακτήρα αορίστου χρόνου και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και το ΑΣΕΠ, εφαρμόζοντας το άρθρο 11 του Π.Δ.164/2004, αναγνώρισε τη φύση αυτών, ως αορίστου χρόνου και οι συμβάσεις αυτές συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι την έκδοση αποφάσεως του ΑΣΕΠ περί μονιμοποίησής τους, πράγμα το οποίο δεν αρνείται και ο αναιρεσείων και με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι ενάγοντες παρείχαν εξαρτημένη εργασία δεν ερμήνευσε τους όρους των μεταξύ αυτών και του εναγομένου ΟΤΑ συμβάσεων, αλλά προέβη στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων αυτών, είναι ομοίως αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος τους από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, καθ' όσον αριθμητικώς απλώς γίνεται επίκληση της διάταξης που τους προβλέπει, χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένου σφάλματος της νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, ως πράγματα, τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και των οποίων η λήψη υπ' όψη, αν και δεν προτάθηκαν, ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 11/1996). Για το ορισμένο του λόγου αυτού δεν αρκεί να αναγράφεται στο αναιρετήριο ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη συγκεκριμένο ισχυρισμό, αλλά θα πρέπει να παρατίθενται και όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ήταν νόμω βάσιμος και ότι αν γινόταν δεκτός θα επηρέαζε ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1742/2006). Με τον τελευταίο (έβδομο) κατά το δεύτερο σκέλος του αναιρετικό λόγο, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ήτοι ότι απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής ασκήσεως (άρθρο 281 ΑΚ) της ένδικης αγωγής χωρίς ωστόσο να διαλαμβάνει για το ορισμένο αυτού εάν τον είχε παραδεκτά προβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εάν τον είχε επαναφέρει νόμιμα στο Εφετείο με λόγο εφέσεως. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος.
Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 ν. 4507/1966, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με άρθρο 2 του ΑΝ 539/1945 και άρθρ. 1 παρ. 2 19040/81 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας. Ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ.2 και 3 της ανωτέρω ΥΑ 19:430/1930, ορίζεται ότι "όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσης εργοδότες τους: α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό, και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. 2. Τα ανωτέρω - επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από. 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου και του επιδόματος Πάσχα από. 1η Ιανουαρίου έως 30η Απριλίου κάθε έτους. 3. Από τους ανωτέρω μισθωτούς, εκείνοι που η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο, στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εργοδότη, δε διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται: α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια, ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης τους, μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου και β) ως επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης. Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ήμερου ή του 8ήμερου, αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα”. Εξάλλου, το επίδομα αδείας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 § 16 του ν.δ. 4504/1966, καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και σε 13 ημερομίσθια για όσους εργαζομένους αμείβονται με ημερομίσθια. Στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί ο βασικός χρόνος της 12μηνης εργασιακής σχέσης οι αποδοχές αδείας για τους μισθωτούς πριν πάρουν την κανονική άδεια υπολογίζονται σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής τους. Επίσης ανάλογο επίδομα αδείας καταβάλλεται σ' αυτούς. Περαιτέρω, στις τακτικές ή συνήθεις αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας (ΑΠ 1474/2018, 183/2016). Εξάλλου για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που- εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ, 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής τους, η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα αντιστοίχως, η τελευταία δε ημέρα του ημερολογιακού έτους, το αργότερο, για την χορήγηση της άδειας και για το επίδομα αδείας, η οποία και θεωρείται ως δήλη ημέρα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΑΠ 286/2013). Κατά το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 "Περί δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους”, που εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν.δ. 496/1974, 3 του ν.δ. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το π.δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίμου εδώ χρόνου), "Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της”. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου κλπ, από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α' ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων [του Δημοσίου και] των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ' άρθρο 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις των εργατών και υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος (η συνδρομή των οποίων δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων, ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων (του Δημοσίου και) των ΟΤΑ, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι (πολίτες ή) δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ των ΟΤΑ επιβαρύνσεων (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 93 περ. α' και β' του ίδιου νόμου, η οποία κατά περιεχόμενο είναι εν μέρει παρόμοια με εκείνη του άρθρου 261 του ΑΚ, όπως η τελευταία ίσχυε πριν τη τροποποίησή της με το άρθρο 101 παρ.1 του Ν. 4139/2013, η παραγραφή διακόπτεται "Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών" και "Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως των κατά του δημοσίου αξιώσεων, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση [...] της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η δημόσια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. [...]”η οποία ουδόλως αποκλείεται να λάβει χώρα με επίδοση της σχετικής αίτησης με δικαστικό επιμελητή. Μάλιστα δεν απαιτείται ο προσδιορισμός στην αίτηση συγκεκριμένου ποσού ή η λεπτομερής αναφορά των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, αρκούντος του καθορισμού των στοιχείων που προσδιορίζουν τη ταυτότητα της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις (ΑΠ 1728/2010). Εάν λάβει χώρα υποβολή της ανωτέρω αίτησης και παραλείψει η διοίκηση να απαντήσει, νέα ισόχρονη παραγραφή αρχίζει από της επομένης της συμπληρώσεως εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης ( ΑΠ 796/2018,879/2017). Στην προκείμενη περίπτωση και πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής, ουσιώδη πραγματικά περιστατικά επί του ζητήματος της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων: Ότι οι αξιώσεις των εναγόντων (τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων - αναιρεσειόντων) ανάγονται στο χρονικό διάστημα από την κατάρτιση της σύμβασης ενός εκάστου (8.3.2001) μέχρι την ημερομηνία ένταξης αυτών σε προσωποπαγείς θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου της υπηρεσίας του εναγομένου (τότε εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσείοντος) Δήμου Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος (30.11.2006). Ότι ο εναγόμενος είχε προτείνει παραδεκτώς, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρισμό παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων. Ότι οι ενάγοντες, απαντώντας στην ένσταση παραγραφής, είχαν προτείνει παραδεκτώς, επίσης, ισχυρισμό διακοπής αυτής. Ότι, ειδικότερα, για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεων οι ενάγοντες είχαν υποβάλει προς την αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου τις από 22.12.2006 αιτήσεις τους. Ότι με τις αιτήσεις αυτές διακόπηκε, πράγματι, η παραγραφή, αλλά ξανάρχισε την 23.6.2007, έξη μήνες μετά αφ' ότου δεν υπήρξε απάντηση του εναγομένου επί της αιτήσεως. Ότι έκτοτε (23.6.2007) έτρεξε εκ νέου, εξ αρχής, ο χρόνος της παραγραφής, αλλά και πάλι διακόπηκε πριν από τη συμπλήρωση διετίας, με την άσκηση αρχικά της από 14.12.2007 αγωγής, η οποία επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο την 28.12.2007 και στη συνέχεια την ένδικη αγωγή, η επίδοση της οποίας επήλθε την 30.12.2008 με την προφανή νοηματική έννοια ότι το περιεχόμενο των δύο αγωγών ήταν ταυτόσημο. Κατόπιν αυτών, το εφετείο έκρινε ότι όσες από τις ένδικες αξιώσεις είχαν γεννηθεί μέχρι την 22.12.2004 (ήτοι δύο χρόνια πριν από την υποβολή των αιτήσεων προς την αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου) είχαν υποκύψει στη βραχυπρόθεσμη παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995. Γι' αυτό και προχώρησε στην κατ' ουσία διερεύνηση μόνο των μεταγενεστέρων καθώς και το μισθό για τις ημέρες κατά τις οποίες εργάστηκαν το έτος 2004 του επιδόματος αδείας έτους 2004 και επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2004, τα οποία επιδίκασε όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας αφ' ενός εφάρμοσε προσηκόντως τις περί παραγραφής διατάξεις που αναφέρθηκαν και αφ' ετέρου ουδόλως έλαβε υπ' όψη πράγμα που δεν είχαν προταθεί από τους ενάγοντες. Διότι, όπως καταφάσκεται από τον αναιρεσείοντα και προκύπτει, άλλωστε, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο προς απόκρουση της ενστάσεως παραγραφής ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων (αντένσταση) συνίστατο στο ότι ο χρόνος αυτής είχε διακοπεί με την υποβολή των από 22.12.2006 αιτήσεων προς την υπηρεσία του Δήμου Νέας Φιλαδελφείας - Νέας Χαλκηδόνος, περί ικανοποιήσεως των ενδίκων αξιώσεων. Οπότε, ο προσδιορισμός του χρονικού σημείου επανεκκίνησης του χρόνου παραγραφής, το οποίο κατά νόμο τοποθετείται έξι μήνες μετά τη διακοπή, εκτός εάν η αρμόδια υπηρεσία ήθελε απαντήσει νωρίτερα, δεν είχε αυτοτέλεια σε σχέση με την αντένσταση των αναιρεσιβλήτων, αλλά αποτελούσε πραγματικό γεγονός που συνδεόταν με την περαιτέρω ουσιαστική έρευνα της ενστάσεως παραγραφής του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο έβδομος κατά το πρώτο μέρος του από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 (και, κατ' εκτίμηση, αριθμ. 8) ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, οι αναιρεσείοντες της από 6.3.2020 αίτησης αναίρεσης με τον δεύτερο λόγο αυτής προβάλλουν αιτιάσεις ότι δεν λήφθηκε υπ' όψη από το Εφετείο ο ισχυρισμός τους περί διακοπής της παραγραφής και δεν επιδικάσθηκαν το επίδομα αδείας έτους 2004 και το επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2004. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με τις προαναφερθείσες ανέλεγκτες παραδοχές του Εφετείου είναι αβάσιμος καθ' όσον σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης έλαβαν έκαστος των αναιρεσιβλήτων: για αποδοχές αδείας έτους 2004 ποσό 971,55 ευρώ, για επίδομα αδείας έτους 2004 ποσό 457,86 ευρώ και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2004 ποσό 880,50 ευρώ και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί.
Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη (Ολ ΑΠ 8/2016). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 466/2019, 1557/2018, 1349/2017). Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησης, αναίρεσης ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμ. 11γ' του άρθρου του 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 12982/2008 βεβαίωση του Δημάρχου Ν. Φιλαδελφείας και τις υπ' αριθμ. 992,993, 994, 995, 996, 997 και 998 /86/4.11.2009 αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ν. Φιλαδελφείας, από τις οποίες προκύπτει ότι κατετάγησαν σε προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου την 22.8.2006 και απόρριψη ενστάσεων για καταβολή αποζημιώσεων σε μερικούς προσφεύγοντες για το χρονικό διάστημα από 27.2.2001 έως 28.7.2006, καθώς και την υπ' αριθμ. πρωτ. .../13.11.2009 βεβαίωση της Γενικής Γραμματέως του Δήμου Ν. Φιλαδελφείας Β. Φ.. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι από τη βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι λήφθηκαν υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, και όλα τα έγγραφα "που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων...”, σε συνδυασμό με τις σκέψεις που περιέχει για τη στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και τα επικαλούμενα ως άνω έγγραφα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής καθιερώνεται ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη για αυτά (ΑΠ104/2014). Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο της ουσίας, μετά από την εκτίμηση προσκομισθέντων και αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, καταλήξει έστω και σε εσφαλμένη περί των πραγμάτων κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 562 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 31/2019, 1241/2019, 717/2016) ούτε απαιτείται να αξιολογούνται τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ούτε να αναφέρεται σε ποιο συγκεκριμένο μέσο στηρίζεται καθεμία από τις πραγματικές παραδοχές του (ΑΠ 625/2018, 45/2014, 259/2007). Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος τους από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας, καθόσον αριθμητικώς απλώς γίνεται επίκληση της διάταξης που τον προβλέπει, χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένου σφάλματος. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Δήμος προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι εσφαλμένως δεν απέρριψε (τουλάχιστον εν μέρει) την ως άνω αγωγή ως παθητικά ανομιμοποίητη, καθόσον από τις προσκομισθείσες με επίκληση στις προτάσεις του επίδικες συμβάσεις - συμφωνητικά συνεργασίας και τη λοιπή αλληλογραφία, που δεν έλαβε υπ' όψη της η προσβαλλομένη απόφαση, προέκυπτε ότι η ΕΕΤΑΑ (ενν. την πρώτη αρχικώς εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ”) είχε αναλάβει την ασφάλιση των ασκουμένων σχολικών φυλάκων και την καταβολή της αποζημίωσής τους και συνεπώς η τελευταία ήταν υπόχρεη για τη καταβολή των ένδικων απαιτήσεων των εναγόντων. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως πολλαπλά απαράδεκτος, καθότι: α) δεν διαλαμβάνονται για το ορισμένο αυτού οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την παθητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος Δήμου, ως έχοντος την ιδιότητα του εργοδότη των αναιρεσιβλήτων (ή ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει σχετικές παραδοχές), β) υπό την επίφαση αναιρετικού λόγου και μάλιστα με αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου περί της υποχρέωσης του αναιρεσείοντος Δήμου, ως εργοδότη των αναιρεσιβλήτων, να καταβάλει στους αναιρεσίβλητους τις επίδικες παροχές (άρθ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (ΑΠ 1143/2003). Περαιτέρω, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου απ' αυτή λόγου αναίρεσης απαιτείται η παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων να υπάρχει τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό (ΑΠ 696/2019, 751/2019, 788/2006). Οι αναιρεσείοντες της υπό στοιχεία (Β) αιτήσεως αναιρέσεως με τον πρώτο λόγο αυτής προβάλλουν την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο άφησε αδίκαστο το αίτημά τους για καταβολή τόκων επί των επιδικασθέντων ποσών, το οποίο - αίτημά τους επανέφεραν με σχετικό λόγο εφέσεως και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και παρ' όλο που δέχθηκε ότι τα επιδικασθέντα ποσά είναι τοκοφόρα από την επομένη της επίδοσης της ένδικης από 1.12.2008 αγωγής τους, δεν εξαφάνισε κατά τούτο την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δεν είχε περιλάβει σχετική διάταξη. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατά τα ανωτέρω, ως προς τον πρώτο λόγο της και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 5961/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς την προαναφερθείσα διάταξη του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας και λόγω του χρόνου δημοσιεύσεως της άνω αποφάσεως την 29.10.2019, τον περιορισμού του επιτοκίου της υπερημερίας σε ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 30.4.2019 και για το διάστημα από 1.5.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση το οριζόμενο από το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 (Α’ 65/24-4-2019) επιτόκιο ήτοι σε ποσοστό 3% ετησίως καθ' όσον σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρο 45 του ν. 4607/2019, η παρ. 1 του παραπάνω άρθρου εφαρμόζεται σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του ν.4607/2019 ήτοι από 1.5.2019.
Κατ' ακολουθία πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθ' ο μέρος α) έχουν κριθεί ορθώς επιδικασθέντα για το διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 30.11.2006 για διαφορές αποδοχών ποσό 2.707,52 ευρώ σε έκαστο ενάγοντα, για επίδομα γάμου ποσό 1023,66 ευρώ σε έκαστο των 1ης, 4ης , 5ης, 7ης, 8ης, 11ου και 13ης των εναγόντων, για επίδομα τέκνου ποσό 306,414,1044,1242 και 828 ευρώ στις 4η, 5η, 7η, 8η και 13η των εναγόντων, αντίστοιχα, β) δεν έχει περιληφθεί διάταξη σχετική με την τοκοδοσία των λοιπών πρωτοδίκως επιδικασθέντων ποσών και γ) έχουν συμψηφισθεί τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Αφού δε η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω έρευνας, πρέπει να κρατηθεί και να εκδικασθεί από το Τμήμα τούτο, να γίνει εν μέρει δεκτή η από 11.7.2014 έφεση του Δήμου Ν.Φιλαδελφείας- Ν.Χαλκηδόνος και δεκτή η από 23.10.2014 έφεση των εναγόντων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 853/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τα αντίστοιχα ως άνω κεφάλαια αυτής περί διαφορών αποδοχών, επιδόματος γάμου, επιδόματος τέκνου και δικαστικών εξόδων, να απορριφθεί η αγωγή κατά τα αιτούμενα ποσά του διαστήματος από 1.1.2005 μέχρι 30.11.2006 για διαφορές αποδοχών, επίδομα γάμου και επίδομα τέκνου, να ορισθεί ότι τα λοιπά επιδικασθέντα ποσά οφείλονται νομιμότοκα, με ποσοστό 6% από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι της 30ης Απριλίου 2019 και 3% από 1ης Μαΐου 2019 μέχρις εξοφλήσεως και να συμψηφισθούν καθ' ολοκληρία τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου διαδίκου ( άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον χωρισμό της υποθέσεως, όσον αφορά την από 2.3.2020 αίτηση αναίρεσης: ως προς τον 11ο των αναιρεσιβλήτων, Β. Κ. και όσον αφορά την από 6.3.2020 αίτηση αναίρεσης: ως προς τους 11ο και 13ο των αναιρεσειόντων, Β. Κ. και Α. Α., αντίστοιχα. ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς αυτούς. Συνεκδικάζει τις από 2.3.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2020) και από 6.3.2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2020) αιτήσεις για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5961/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Κηρύσσει απαράδεκτη την από 2.3.2020 αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που απευθύνεται ως προς την 13η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης ΑΕ”. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή ποσού χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της ως άνω αναιρεσίβλητης.
Αναιρεί την 5961/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Κρατεί και εκδικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την από 23.10.2014 έφεση των εναγόντων και εν μέρει την από 11.7.2014 έφεση του Δήμου Ν.Φιλαδελφείας - Ν.Χαλκηδόνος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 853/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τα κεφάλαια αυτής περί διαφοράς αποδοχών, επιδόματος γάμου, επιδόματος τέκνου και δικαστικών εξόδων.
Απορρίπτει την ένδικη αγωγή κατά τα αιτούμενα ποσά του διαστήματος από 1.1.2005 μέχρι 30.11.2006 για διαφορές αποδοχών, επίδομα γάμου και επίδομα τέκνου. Ορίζει ότι τα λοιπά επιδικασθέντα ποσά οφείλονται νομιμοτόκως με ποσοστό 6% από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι της 30ης Απριλίου 2019 και 3% από 1ης Μαΐου 2019 μέχρις εξοφλήσεως. Και Συμψηφίζει καθ' ολοκληρία τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης μεταξύ των εναγόντων και του Δήμου Ν.Φιλαδελφείας - Ν.Χαλκηδόνος.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ