Απόφαση

Αριθμός 1249/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Τ.-Μ. Τ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μίχου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Χρηματοδοτικές Μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρεία" (δ.τ.... ...), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης δι' απορροφήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Εταιρεία Χρηματοδοτικής Μίσθωσης" πρώην "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ Α.Ε." και 2) Κ. Δ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αγγελικής Βαλσαμάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-11-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2177/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3014/2016 μη οριστική και 2744/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 22-4-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δήμητρα Ζώη. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 22-4-2020 αίτηση διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, υπ' αριθμ. 2744/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου συντελείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι, κατά τις παραδοχές της σχετικής αποφάσεώς του, δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του, η παραβίαση δε αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή, όπως με την υπαγωγή σε συγκεκριμένο αλλά μη εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής συνδέεται µε τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί δε παράβαση που ελέγχεται µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή, αξίωσε στοιχεία περισσότερα από τα απαιτούμενα από τον νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να µην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται µε πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόµου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση ελέγχεται µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό, όμως και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (ΑΠ 874/2018, 18/2018, 86/2016, 1650/2012). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 232, 67, 68, 70, 349, 351 ΑΚ, και 94 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954 -που ίσχυε πριν την ισχύ του νέου Κώδικα Δικηγόρων-ν.4194/2013) και των άρθρων 18 παρ.1, 3 και 22 του Ν. 2190/1920 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου, που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρείας από πρόσωπο ή όργανο αυτής, το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση, είναι ανυπόστατη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη έναντι του δικηγόρου, ο οποίος έπαυσε να εκτελεί τα καθήκοντά του, εξαιτίας της ανυπόστατης καταγγελίας, για την πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας του, λόγω υπερημερίας του νομικού προσώπου. Αν όμως, μετά την ανυπόστατη αυτή καταγγελία, ο δικηγόρος προσέφερε τις υπηρεσίες του και το νομικό πρόσωπο τις απέκρουσε, τότε τούτο περιέρχεται πλέον σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλλει σ` αυτόν τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες. Κατ' ακολουθίαν, η αγωγή δικηγόρου, ο οποίος παρέχει τις νομικές του υπηρεσίες με έμμισθη εντολή, πρέπει για την πληρότητα αυτής, όταν έχει αίτημα την επιδίκαση αμοιβών υπερημερίας λόγω ανυπόστατης καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής, η οποία έγινε στο όνομα του εργοδότη νομικού προσώπου από πρόσωπο ή όργανο αυτού που δεν είχε εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση, να διαλαμβάνει την σύμβαση της έμμισθης εντολής, την συμβατική ή νόμιμη αμοιβή και την υπερημερία του εντολέως περί την αποδοχή των υπηρεσιών που προσέφερε ο δικηγόρος. Η υπερημερία αυτή δεν προκύπτει αυτομάτως, όπως συμβαίνει επί άκυρης καταγγελίας (στην οποία εμπεριέχεται και δήλωση της βούλησης του εργοδότη για τη μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος), αλλά δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη αφού η παρ' αναρμόδιου προσώπου γενόμενη καταγγελία δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή για να είναι ορισμένη, ότι ο δικηγόρος και μετά την καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής του από τα μη νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα, προσέφερε πράγματι, ενόψει του ανυπόστατου της καταγγελίας, τις υπηρεσίες του στον εργοδότη και ότι ο τελευταίος τις απέκρουσε, περιερχόμενος έτσι σε υπερημερία. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 349 ΑΚ, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, που κατά το νόμο επάγονται την υπερημερία του εργοδότη ήτοι προσφορά από μέρους του δικηγόρου της εργασίας του και μετά την ανυπόστατη καταγγελία, η προσφορά αυτή να είναι πραγματική και να γίνεται κατά τον προσήκοντα τρόπο και άρνηση αποδοχής αυτής από τον εργοδότη νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1401/2014, 1650/2012, 1636/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την ένδικη από 6-11-2012 αγωγή της, κατά την κυρία βάση αυτής (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εξέθεσε μεταξύ άλλων ότι, με την από 15-5-2003 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου προσλήφθηκε ως δικηγόρος από την λειτουργούσα τότε υπό την επωνυμία "... Χρηματοδοτική Μίσθωση ΑΕ”, αρχικώς πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... A.Ε. Χρηματοδοτικής Μίσθωσης”, της οποίας καθολική διάδοχος με απορρόφηση μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής κατέστη η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Χρηματοδοτικές Μισθώσεις Ανώνυμη -Εταιρεία" και δ.τ. "... ...”, αμειβόμενη με πάγια αντιμισθία. Ότι στις 6-9-2012 η αρχικώς πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως, δια της διευθύνουσας συμβούλου της, δεύτερης εναγομένης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, τη σύμβαση αυτή, λόγω της σε βάρος της ασκηθείσας ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση και της επιβληθείσας με την .../11-4-2012 διάταξη του αρμόδιου Ανακριτή απαγόρευσης κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της, με προσφορά της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ποσού 52.000,00 ευρώ, την οποία εισέπραξε με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματός της. Ότι η καταγγελία αυτή είναι ανυπόστατη, διότι έγινε από όργανο της αρχικώς πρώτης εναγομένης που δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση και συγκεκριμένα από τη δεύτερη εναγομένη Κ. Δ., διευθύνουσα σύμβουλο, η οποία είχε μεν εξουσία εκπροσώπησης της αρχικώς εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, όχι όμως μόνη αλλά σε σύμπραξη με έναν από τους αναφερόμενους στο υπ' αριθμ. 29-6-2012 πρακτικό του ΔΣ της εταιρείας και συγκεκριμένα τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο της εταιρείας, διατήρησε δε η ίδια επιφύλαξη κατά την παραλαβή της ανυπόστατης αυτής καταγγελίας και προσέφερε έκτοτε πραγματικά τις υπηρεσίες της στην αρχικώς εναγόμενη εταιρεία μέχρι την άσκηση της από 6-11-2012 αγωγής της στην οποία επανέλαβε την προς αυτή προσφορά των υπηρεσιών της, τις οποίες όμως αρνήθηκε και αρνείται μέχρι σήμερα η εναγομένη να αποδεχθεί. Με βάση τα παραπάνω ζήτησε, να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο της καταγγελίας της συμβάσεώς της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να δέχεται τις νομικές υπηρεσίες της και να της καταβάλλει το ποσό των 92.800 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, ως προς την ως άνω κύρια βάση της, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αόριστη. Πράγματι, η ένδικη αγωγή, ως προς την εν λόγω βάση της είναι αόριστη, καθόσον δεν περιέχει τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά και δη, αν και μετά την καταγγελία της συμβάσεως έμμισθης εντολής της αναιρεσείουσας από μη νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, προσέφερε πράγματι, ενόψει του ανυπόστατου της καταγγελίας τις υπηρεσίες της σ' αυτή, η οποία και τις απέκρουσε, περιελθούσα έτσι σε υπερημερία. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει αν η αναιρεσείουσα αμέσως μετά την (ανυπόστατη) καταγγελία εξακολούθησε να προσέρχεται για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην πρώτη αναιρεσίβλητη, στον τόπο και κατά το χρόνο που ορίζει η σύμβασή της και ότι αυτές αποκρούστηκαν και κατά ποιό χρόνο, από τα αρμόδια για να εκφράσουν την άρνηση της πρώτης αναιρεσίβλητης περί την αποδοχή της εργασίας της, όργανα αυτής. Δεν συνιστούν δε επίκληση του γεγονότος τούτου, τα διαλαμβανόμενα, εντελώς αόριστα, στην ένδικη αγωγή, ότι αν και προσφέρεται η αναιρεσείουσα στην παροχή των υπηρεσιών της, η πρώτη αναιρεσίβλητη τις αποκρούει, ενόψει του ότι, για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεώς της, δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (προσφοράς των υπηρεσιών της και απόκρουσης αυτών από την πρώτη αναιρεσίβλητη). Ούτε συνιστούν επίκληση του γεγονότος αυτού, τα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ότι "ήδη πριν χωρήσει η άνω καταγγελία με την από 2-8-2012 εξώδικη δήλωσή της είχε δηλώσει προς την εναγόμενη ότι η προαναγγελθείσα αυτή καταγγελία είναι άκυρη, εμμένουσα στην εκπλήρωση της σύμβασης εντολής”, ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για περιστατικό που ανάγεται σε χρόνο αμέσως μετά την (φερόμενη ως ανυπόστατη) καταγγελία της σχέσεως έμμισθης εντολής της από το μη νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Εφετείο, το οποίο ομοίως έκρινε, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και εφόσον ορθά έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς την ως άνω κύρια βάση της, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου, από τους αριθ. 1 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται οι αντίστοιχες πλημμέλειες. Από τις διατάξεις του εφαρμοζόμενου, ως εκ του κρίσιμου χρόνου κατάρτισης της συμβάσεως, άρθρου 63 παρ. 4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 κώδικα δικηγόρων, όπως η περ. δ' της παρ.5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 (παρόμοια είναι και η ρύθμιση στο νέο κώδικα δικηγόρων, με το άρθρο 46 παρ. 2 εδ. β' του ν. 4194/2013), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 349 και 350 ΑΚ, συνάγεται ότι η παροχή από δικηγόρο νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύεται (εκτός άλλων και) με καταγγελία του εντολέα που συνιστά, κατ' αρχήν, μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Όταν όμως για το προσωπικό του εντολέα ισχύει Κανονισμός που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία (ανεξάρτητα προς το αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον Κανονισμό αυτό), η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δε μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την έγκυρη λύση με καταγγελία εκ μέρους του εντολέως της έμμισθης εντολής δικηγόρου, απαιτείται η συνδρομή σπουδαίου λόγου αν ισχύει Κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα του προσωπικού του εντολέως (ΑΠ 941/1992, 928/1990). Αν δεν υπάρχει τέτοιος Κανονισμός, η καταγγελία αποτελεί δικαίωμα του εντολέως και είναι αναιτιώδης (ΑΚ 167), δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να δικαιολογείται και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αγωγή της, κατά την πρώτη επικουρική βάση αυτής, επικαλούμενη ότι η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ήταν άκυρη λόγω έλλειψης "σπουδαίου λόγου”, ο οποίος να δικαιολογεί τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης, αφού οι επικληθέντες με αυτή (έγγραφη καταγγελία) λόγοι δε συγκροτούν κατά νόμο αντικειμενικά την έννοια του "σπουδαίου λόγου”, ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, την αποδοχή των υπηρεσιών της και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η υπό κρίση αγωγή, κατά την ως άνω επικουρική βάση της, είναι μη νόμιμη, διότι, η σύμβαση έμμισθης εντολής των δικηγόρων περί παροχής υπηρεσιών έναντι πάγιας αντιμισθίας, είναι αορίστου χρόνου, και η καταγγελία της σύμβασης αυτής είναι πάντοτε αναιτιώδης, για την έγκυρη δε λύση με καταγγελία εκ μέρους του εντολέως της έμμισθης εντολής δικηγόρου, απαιτείται η συνδρομή σπουδαίου λόγου μόνο στην περίπτωση που ισχύει Κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα του προσωπικού του εντολέως, τέτοιος όμως Κανονισμός που να καθιερώνει μονιμότητα στην υπηρεσία του προσωπικού της αρχικώς πρώτης εναγομένης (Τ- ... A.E. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ) δεν υπήρχε, ούτε επικαλείται συγκεκριμένα η ενάγουσα και ως εκ τούτου για την καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, δεν ήταν απαραίτητη η συνδρομή "σπουδαίου λόγου”. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ουδόλως παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, που προαναφέρθηκαν και ο περί του αντιθέτου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, της μη υπέρβασης, δηλαδή των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όταν η υπέρβαση των ορίων αυτών είναι προφανής, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη και, κατά συνέπεια, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας και, κατ' αναλογία, της σύμβασης παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, καθίσταται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσης της σύμβασης. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εντολέα, συμπεριφοράς του δικηγόρου. Αντιθέτως, δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν, απλώς, λείπει κάποια εμφανής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, με μόνο περιορισμό τη μη άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που, ως εκ περισσού, επικαλέσθηκε γι' αυτήν ο εντολέας ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρξε εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικηγόρος και εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εντολέα υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1420/2006). Παρομοίως, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η με υπαιτιότητα αυτού σοβαρή διαταραχή του κλίματος εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας, που πρέπει να επικρατεί γενικώς στο χώρο μιας επιχείρησης και, ειδικότερα, μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου (ΑΠ 245/2015, 1650/2012, 1324/2002, 740/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του "ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 9/2016, 1/1999). Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου, δηλαδή από τις παραδοχές της αποφάσεως επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από τη νόμιμη βάση της, κατά την έννοια του άρθρου 559 Αριθμός 19 ΚΠολΔ, νοούνται μόνον οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και οι ελλείψεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς. Αν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο ή αν αυτά πλεοναστικά διατυπώθηκαν ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αξιούμενου με την αγωγή δικαιώματος και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε μη προταθέντα κατ' ένσταση ή αντένσταση ισχυρισμό των διαδίκων, τότε οι σχετικές προς θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι (ΑΠ 869/2017, 214/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, αναφορικά με την δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι "η καταγγελία της συμβάσεώς της είναι άκυρη, διότι έγινε εκδικητικά και κατά κατάχρηση δικαιώματος και έλαβε χώρα κατά τρόπο προσβάλλοντα την προσωπικότητά της, ενώ είναι αντίθετη στον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας που επιφυλάχθηκε σ' αυτήν με την από 15-5-2003 σύμβαση και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, αφού αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στη βλάβη της επαγγελματικής και ηθικής της υπόστασης, προβαίνοντας σε αυθαίρετες κρίσεις και αξιολογήσεις της ποινικής διαδικασίας, που βρίσκονταν σε εξέλιξη, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας”, δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω και κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, Τ.-Μ. Τ., δικηγόρος Αθηνών, προσλήφθηκε στις 15-5-2003 από την λειτουργούσα τότε υπό την επωνυμία "... Χρηματοδοτική Μίσθωση ΑΕ”, αρχικώς πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Τ-... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ”, (της οποίας καθολική διάδοχος με απορρόφηση μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής κατέστη η ήδη πρώτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Χρηματοδοτικές Μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρεία" και δ.τ. "... ...”), με την από 15-5-2003 έγγραφη σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών, για αόριστο χρόνο με πάγια μηνιαία αμοιβή 2.200,00 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενη ύστερα από κοινή συμφωνία των μερών κατ' έτος και συμφωνήθηκε ότι θα της καταβάλλονται 14,5 πάγιες μηνιαίες αμοιβές ετησίως. Σύμφωνα με τη σύμβαση ο τόπος όπου η εντολοδόχος δικηγόρος θα παρείχε τις υπηρεσίες της δεν περιοριζόταν σε συγκεκριμένο τοπικό σημείο, αλλά ανάλογα με το είδος των υπηρεσιών και τις εκάστοτε περιστάσεις, ως "τόπος παροχής υπηρεσιών" νοούνταν όχι μόνο το γραφείο της εντολέως εταιρείας, αλλά και το δικηγορικό γραφείο της εντολοδόχου-δικηγόρου το οποίο διατηρούσε ή θα διατηρεί στο μέλλον ή οποιοδήποτε άλλο τοπικό σημείο από το οποίο είναι δυνατή η παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στη φύση και τις ανάγκες της εντολέως. Ρητά ορίστηκε στην ως άνω σύμβαση ότι είναι εκ του νόμου αορίστου χρόνου, αλλά μπορεί να λυθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από την παρ.5 του άρθρου 63 του Κώδικα περί Δικηγόρων διατάξεις. Με βάση την ως άνω έγγραφη σύμβαση η ενάγουσα δικηγόρος παρείχε τις νομικές της υπηρεσίες στην αρχικώς πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία έως την 5-9-2012, οπότε το διοικητικό συμβούλιο της τελευταίας συνεδρίασε την 5-9-2012 και αποφάσισε ομόφωνα την καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής της ενάγουσας, επικαλούμενο σπουδαίο λόγο, ο οποίος συνίστατο στον επελθόντα ισχυρό κλονισμό συνεπεία της σε βάρος της ασκηθείσας ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και της επιβληθείσας με διάταξη του αρμόδιου Ανακριτή απαγόρευσης κίνησης των τραπεζικών της λογαριασμών, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο αριθ. 544/5-9-2012 πρακτικό συνεδρίασης του δ.σ. της εταιρείας. Το έγγραφο της καταγγελίας το οποίο υπέγραψε κατ' εξουσιοδότηση του δ.σ. της αρχικώς πρώτης εναγόμενης, η δεύτερη εναγόμενη, Κ. Δ., ως διευθύνουσα σύμβουλος αυτού και στο οποίο προσφερόταν παράλληλα η αποζημίωση καταγγελίας ποσού 52.000 ευρώ, περιήλθε στην ενάγουσα με κοινοποίηση του στις 6-9-2012 . Από την ημέρα εκείνη η καταγγελία επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της ήτοι τη λήξη της συνδέουσας την ενάγουσα και την αρχικώς πρώτη εναγόμενη σύμβασης έμμισθης εντολής. Στην ενάγουσα καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασής της, ήτοι το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων διακοσίων ευρώ (52.200,00 ευρώ), την οποία αυτή εισέπραξε με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός της. Η καταγγελία έγινε αιτιολογημένα, αν και δεν ήταν αναγκαίο κατ' άρ. 63 παρ.5 του Κώδικα περί Δικηγόρων για το κύρος της καταγγελίας, αφού εν προκειμένω δεν υπήρχε κατά το επίμαχο χρόνο κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα του προσωπικού της εντολέως εταιρείας και η καταγγελία η οποία αποτελεί δικαίωμά της είναι αναιτιώδης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στην οικεία θέση της παρούσας απόφασης. Συγκεκριμένα όπως επί λέξει αναγραφόταν στο έγγραφο της καταγγελίας, "η καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου γινόταν για σπουδαίο λόγο, ο οποίος συνίστατο στον επελθόντα ισχυρό κλονισμό της (αποτελούσας βασικό συστατικό της μεταξύ τους έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών) μεταξύ τους σχέσης εμπιστοσύνης, συνεπεία, α) της σε βάρος της ενάγουσας, ασκηθείσας ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και β) της, σε βάρος της, έκδοσης της υπ' αριθμ. …/11-4-2012 Διάταξης του Ανακριτή του Ν.4022/2011, με την οποία απαγορεύτηκε η κίνηση όλων των τηρούμενων από τραπεζικά ιδρύματα λογαριασμών, μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών επενδυτικών προϊόντων, καθώς και το άνοιγμα τυχόν τηρούμενης θυρίδας θησαυροφυλακίου με δικαιούχο ή συνδικαιούχο την ενάγουσα, η οποία μερικώς μόνο ανακλήθηκε με το υπ αριθμ.2351/21-6-2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, (κοινοποιηθέν προς τη μέτοχο της αρχικώς πρώτης εναγόμενης, "... Ελλάδος Α.Τ.Ε" την 27-7-2012), δεδομένου ότι κατά τη διατυπούμενη στο άνω βούλευμα κρίση του Συμβουλίου προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση του εγκλήματος”. Η ενάγουσα υποστηρίζει με τη δεύτερη επικουρική βάση της ένδικης αγωγής της ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστική καθόσον έγινε εκδικητικά επειδή αρνήθηκε την πρόταση της πρώτης εναγόμενης στις 31-7-2012 να υποβάλει την παραίτησή της και να λάβει τις καθυστερούμενες δεδουλευμένες αποδοχές της ή διαφορετικά να απολυθεί λόγω απώλειας εμπιστοσύνης στο πρόσωπο της με απώτερο σκοπό να παραιτηθεί της νόμιμης αποζημίωσής της, αλλά και κατά κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον, όπως ισχυρίζεται, έλαβε χώρα κατά τρόπο προσβάλλοντα την προσωπικότητα της, είναι δε αντίθετη στον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας που επιφυλάχθηκε στην αρχικώς πρώτη εναγόμενη με την από 15-5-2003 σύμβαση και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και η καλή πίστη, αφού αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνον στη βλάβη της επαγγελματικής και ηθικής της υπόστασης, προβαίνοντας με την καταγγελία αυτή σε αυθαίρετες κρίσεις και αξιολογήσεις της ποινικής διαδικασίας, που βρισκόταν σε εξέλιξη και παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας της. Επί των ισχυρισμών αυτών της ενάγουσας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Όπως η ίδια η ενάγουσα δικηγόρος αναφέρει στην ένδικη αγωγή της, (σελίδα 5 αυτής) κατά το χρονικό διάστημα 2004 έως 2010 παρείχε νομικές υπηρεσίες στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “...” με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Τον Ιούνιο του 2010 ξεκίνησε η διεξαγωγή ποινικής έρευνας σε σχέση με την δραστηριότητα της εταιρείας αυτής και ειδικότερα όσον αφορά ακίνητο ευρισκόμενο επί της οδού ... στην Αθήνα το οποίο η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία φερόταν να απέκτησε και να μεταβίβασε στην σύζυγο .... Η ποινική έρευνα αφορούσε-κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή- τον ίδιο τον ... και πιθανών συνεργών του, προς διακρίβωση πιθανών αξιόποινων πράξεων με σκοπό την νομιμοποίηση παράνομων εσόδων μέσω της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας. Στη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών συμπεριελήφθη και η ενάγουσα. Συγκεκριμένα η τελευταία φερόταν να εκπροσώπησε την ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατά την περαιτέρω ως άνω μεταβίβαση του ακινήτου. Τον Απρίλιο του έτους 2012 ξεκίνησε η κύρια ανάκριση επί της ως άνω ποινικής υποθέσεως, ενώ δυνάμει της 1/11-4-2012 διάταξης του Ανακριτή του Νόμου 4022/2011, διατάχθηκε η απαγόρευση κίνησης του συνόλου των τραπεζικών λογαριασμών των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και του λογαριασμού της ενάγουσας στο ..., στον οποίο καταβάλλονταν οι αποδοχές (πάγια αντιμισθία) της ενάγουσας από την αρχικώς πρώτη εναγόμενη. Με το υπ' αριθμ. .../12-4-2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος διαβιβάστηκε στη Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης του "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ" η ανωτέρω διάταξη όπως σε περίπτωση ύπαρξης λογαριασμών και θυρίδων γίνει άμεση δέσμευση. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ' αριθμ. 2351/21-6-2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η ως άνω 1/11.4.2012 διάταξη ανακλήθηκε μερικώς μόνο ως προς την δέσμευση κάποιων εκ των λογαριασμών της ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένου του προαναφερθέντος λογαριασμού στο ... και ο οποίος ανοίχθηκε την 27-5-2003 προκειμένου να καταβάλλονται σ' αυτόν οι αποδοχές που λαμβάνει η ενάγουσα ως δικηγόρος με πάγια αντιμισθία από την εταιρεία Τ-... ΑΕ, θυγατρική του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, μόνο όμως ως προς την λήψη χρημάτων που λαμβάνει από την εργασία της σ' αυτή (... ΑΕ) και μία άλλη εταιρεία και δη την “...”. Στο ως άνω, δε, βούλευμα αναφέρεται, ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ενάγουσα τέλεσε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Το ανωτέρω βούλευμα γνωστοποιήθηκε δια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στο "…”, το οποίο εν συνεχεία διαβίβασε αυτό στην θυγατρική του αρχικώς πρώτη εναγόμενη εταιρεία Τ- ... ΑΕ. Η ενάγουσα είχε ήδη γνωστοποιήσει το γεγονός της σε βάρος της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης από το έτος 2010 στη διεύθυνση της αρχικώς πρώτης εναγόμενης, ενώ λόγω της εκτεταμένης δημοσιότητας της υπόθεσης στην οποία η ενάγουσα, ήταν μία εκ των κατηγορουμένων η διεύθυνση της αρχικώς πρώτης εναγόμενης πληροφορήθηκε ότι ήδη η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της ανάκρισης. Στις 31-7-2012 η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος Κ. Δ. (δεύτερη εναγόμενη) και ο Φ. Π., νομικός σύμβουλος της αρχικώς πρώτης εναγόμενης κάλεσαν την ενάγουσα σε συνάντηση, κατά τη διάρκεια της οποίας ζήτησαν από αυτήν να παραιτηθεί με την καταβολή όμως εκ μέρους της αρχικώς εναγόμενης εταιρείας της νόμιμης αποζημίωσης και όχι χωρίς αποζημίωση όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα. Η τελευταία αρνήθηκε να παραιτηθεί και επέδωσε την από 2-8-2012 εξώδικη δήλωσή της προς την αρχικώς πρώτη εναγόμενη, τη δεύτερη εναγόμενη καθώς και το Φ. Π., δηλώνοντας ότι δε διατίθεται να υποβάλει την παραίτησή της εξακολουθώντας να παρέχει τις νομικές της υπηρεσίες και ότι τυχόν γενόμενη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της αρχικώς πρώτης εναγόμενης θα είναι απολύτως άκυρη και καταχρηστική. Ωστόσο, η σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ εντολέα και δικηγόρου δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται, την ακαταλληλότητα του δικηγόρου για την παροχή των υπηρεσιών, για την οποία έχει, συναφθεί, η σύμβαση. Η αποδιδόμενη και μόνον εμπλοκή της ενάγουσας και η διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης σε βάρος της για σοβαρό αδίκημα (κακούργημα) γύρω από ένα οικονομικό σκάνδαλο που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, το οποίο μάλιστα σχετίζεται με την επαγγελματική της δραστηριότητα, μέσω της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, έστω και χωρίς να είχε κριθεί μέχρι τότε εάν η ενάγουσα έχει πράγματι υποπέσει στο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της αρχικώς πρώτης εναγόμενης εταιρείας ως εντολέως στο πρόσωπο της ενάγουσας εντολοδόχου δικηγόρου, στοιχείου απαραίτητου για την συνέχιση της εκτέλεσης της μεταξύ τους συμβάσεως έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών. Η μεγάλη έκταση και δημοσιότητα που έλαβε η αποδιδόμενη εμπλοκή της ενάγουσας στο ως άνω οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο, καθώς το όνομα της αντιδίκου εμφανιζόταν σε πλήθος δημοσιευμάτων για την πορεία της ποινικής υποθέσεως, κατέστησε αδύνατη την συνέχιση της συνεργασίας της αρχικώς πρώτης εναγόμενης με την ενάγουσα και την νομική εκπροσώπηση της αρχικώς πρώτης εναγόμενης εταιρείας από την ενάγουσα δικηγόρο έναντι τρίτων. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχικώς πρώτη εναγόμενη βάσει του αντικειμένου της (εταιρεία Χρηματοδοτικής μίσθωσης), στην ουσία οιονεί Τράπεζα, υποκείμενη σε εποπτεία και έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρ. 2 Ν. 1665/86) έχει ιδιαίτερη ευαισθησία σε σχέση με την απόλυτη τήρηση της νομιμότητας και την εικόνα της στους συναλλακτικούς κύκλους.
Συνεπώς η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας έγινε νόμιμα για την προστασία και διαφύλαξη του καλώς νοούμενου συμφέροντος της αρχικώς πρώτης εναγόμενης και δεν οφείλεται, ούτε μπορεί να αποδοθεί σε δήθεν εκδικητικότητα προς την ενάγουσα. Εξάλλου είναι γεγονός ότι η αρχικώς πρώτη εναγόμενη καλόπιστα ενεργώντας δεν προέβη στην καταγγελία στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία είχε περιέλθει σε γνώση από δημοσιεύματα λόγω της ευρείας δημοσιότητας που είχε λάβει το ζήτημα, αλλά και από την ίδια την ενάγουσα ήδη από τον Ιούνιο του 2010, παρά μόνον μετά την διενέργεια τακτικής ανάκρισης που όπως η ίδια η ενάγουσα ομολογεί άρχισε στο τέλος Απριλίου 2012 και αφού έλαβε γνώση με την κοινοποίηση του βουλεύματος στις 31-7-2012 της δέσμευσης των λογαριασμών της ενάγουσας. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2010 και Σεπτεμβρίου 2012, οπότε έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, η αρχικώς πρώτη εναγόμενη, όπως στην ένδικη αγωγή της η ενάγουσα παραδέχεται, εξακολούθησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της τελευταίας, θεωρώντας ότι η αποδιδόμενη εμπλοκή της ενάγουσας στην εν λόγω υπόθεση, η οποία βρισκόταν στο στάδιο της ποινικής έρευνας πριν την άσκηση ποινικών διώξεων, δεν έπρεπε να επηρεάσει την επαγγελματική σχέση της αρχικώς εναγόμενης εταιρείας με την ενάγουσα. Εντούτοις, όταν τον Σεπτέμβριο του 2012 η υπόθεση πλέον βρισκόταν στο στάδιο της ολοκλήρωσης της κύριας ανάκρισης και είχε ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας, με δεδομένη μάλιστα την τεράστια δημοσιότητα που είχε λάβει η εν λόγω υπόθεση λόγω της εμπλοκής ..., η εμπιστοσύνη της αρχικώς πρώτης εναγόμενης στο πρόσωπο της ενάγουσας κλονίστηκε ανεπανόρθωτα και η αρχικώς εναγόμενη εταιρεία ενεργώντας με καλή πίστη, έκρινε ότι δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συνέχισης της συνεργασίας με την ενάγουσα. Εξάλλου ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι με την καταγγελία της σύμβασης παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητάς της τυγχάνει παντελώς αβάσιμος, καθόσον η αρχικώς πρώτη εναγόμενη απώλεσε την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο της ενάγουσας, από την αποδιδόμενη και μόνο εμπλοκή της ενάγουσας στην ως άνω περιγραφόμενη ποινική υπόθεση η οποία σχετιζόταν μάλιστα με την επαγγελματική της δραστηριότητα μέσω της παροχής υπηρεσιών από εκείνη στην αλλοδαπή ως άνω εταιρεία, χωρίς να προχωρήσει σε πρόκριση της ενοχής της. Ο λόγος που οδήγησε στον κλονισμό της εμπιστοσύνης της αρχικώς εναγόμενης εταιρείας προς το πρόσωπο της ενάγουσας ήταν η αποδιδόμενη και μόνον εμπλοκή της ενάγουσας στην ως άνω ποινική υπόθεση με την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον της και η δέσμευση των τραπεζικών της λογαριασμών, γεγονότα τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση θεωρούμενα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την μεταξύ τους επαγγελματική σχέση. Τα όσα, δε, ισχυρίζεται η ενάγουσα σχετικά με την παύση καταβολής των αποδοχών της τα οποία συνδέει με προσπάθεια της αρχικώς πρώτης εναγόμενης να την εξωθήσει σε παραίτηση είναι παντελώς αβάσιμα και απορριπτέα. Η αλήθεια είναι ότι μετά την δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας (στον οποίο καταβαλλόταν η πάγια αντιμισθία της) και την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον της, υπήρξε προβληματισμός από την αρχικώς πρώτη εναγόμενη σε σχέση με τον τρόπο καταβολής της αντιμισθίας της ενάγουσας. Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόφαση της αρχικώς πρώτης εναγόμενης για την καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής της ενάγουσας, οι πάγιες αντιμισθίες για το ενδιάμεσο διάστημα από την δέσμευση του λογαριασμού της έως την καταγγελία της σύμβασης της καταβλήθηκαν ακέραιες στην ενάγουσα. Συνακόλουθα των όσων προαναφέρθηκαν, η καταγγελία, για τον παραπάνω λόγο, της έμμισθης εντολής της ενάγουσας δικηγόρου δεν ενέχει στοιχεία εκδικητικότητας, ούτε κρίνεται ως καταχρηστική με την έννοια της υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (281 ΑΚ), αφού, μάλιστα, η απασχόληση, στην αρχικώς εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, της ενάγουσας, που διέθετε οργανωμένο δικηγορικό γραφείο, (αμειβόμενη με πάγια αντιμισθία και από άλλη εταιρεία, όπως προαναφέρθηκε), δεν αποτελούσε την αποκλειστική επαγγελματική της δραστηριότητα, αλλά (η εν λόγω καταγγελία) έγινε επειδή κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα (Σεπτέμβριος του 2012), είχε για τους ανωτέρω λόγους εκλείψει η προς το πρόσωπο της ενάγουσας-δικηγόρου εμπιστοσύνη της διοίκησης της αρχικώς πρώτης εναγόμενης, και τους οποίους (λόγους) ως εκ περισσού αναπτύσσει παραπάνω το παρόν δικαστήριο, αφού η καταγγελία της έμμισθης εντολής είναι αορίστου χρόνου και παραμένει αναιτιώδης. Ούτε η επί εννέα (9) έτη μη διατύπωση μομφής από την αρχικώς πρώτη εναγόμενη κατά της παροχής νομικών υπηρεσιών της ενάγουσας δικηγόρου, χωρίς την αναφορά άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, συνιστά συμπεριφορά αυτής τέτοια ώστε η μετά ταύτα καταγγελία της σύμβασης, να μαρτυρεί κακοπιστία και ανηθικότητα αυτής στις συναλλαγές. Η λόγω της λύσης δε της εντολής απώλεια από την ενάγουσα των αποδοχών της, είναι αναγκαία συνέπεια της καταγγελίας, λόγω της οποίας ο νόμος (αρθρ. 94 ν.δ. 3026/54) και προς αντιμετώπιση των δαπανών διαβίωσης του εντολοδόχου δικηγόρου, μέχρι ανεύρεσης άλλης απασχόλησης, προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης, την οποία ο ενάγουσα εισέπραξε όπως ομολογεί. Ο δε ισχυρισμός της τελευταίας, που περιέχεται στην αγωγή της, περί μη λήψης υπόψη ηπιότερων μέσων, όπως λήψη πειθαρχικών μέτρων, προς αποφυγή του βαρύτερου μέτρου της καταγγελίας, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι ο λόγος καταγγελίας δεν αφορά σε πειθαρχική παράβαση. Ως εκ τούτου η καταγγελία αυτή είναι έγκυρη και επέφερε τη λύση της σύμβασης έμμισθης εντολής της ενάγουσας. Επομένως η αρχικώς πρώτη εναγομένη δεν περιήλθε σε υπερημερία και ως εκ τούτου η αγωγή ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση της περί ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως λόγω καταχρηστικότητας και (εντεύθεν) περί αποδοχής υπηρεσιών της ενάγουσας και καταβολής μισθών υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας συντελέσθηκε κάτω από συνθήκες, οι οποίες συνιστούν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της, στην έκφανση της επαγγελματικής της υπόστασης, από την αρχικώς πρώτη εναγόμενη ως εντολέα και ατομικά από τη δεύτερη εναγόμενη με την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου, ούτε ότι η ενάγουσα προσβλήθηκε στην προσωπικότητά της καθ' οιονδήποτε τρόπο από τις αντιδίκους της, ώστε να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, λαμβανομένου υπόψη σε κάθε περίπτωση ότι η καταγγελία της σύμβασης αυτής δε συνιστά από μόνη της και άνευ ετέρου αδικοπραξία, που θα δικαιολογούσε την επιδίκαση σε βάρος των εναγόμενων εύλογου χρηματικού ποσού για την ανωτέρω αιτία. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί στη μείζονα σκέψη, ουδόλως παραβίασε ευθέως τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ και των διατάξεων των άρθρων 57, 932 ΑΚ, στις οποίες στηριζόταν η δεύτερη ως άνω επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, ενώ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ότι η ένδικη καταγγελία της συμβάσεως έμμισθης εντολής της αναιρεσείουσας δεν ασκήθηκε καταχρηστικά, αλλά έγινε νόμιμα για την προστασία και διαφύλαξη του καλώς νοούμενου συμφέροντος της αρχικώς πρώτης εναγομένης και δεν οφείλεται, ούτε μπορεί να αποδοθεί σε εκδικητικότητα αυτής προς την ενάγουσα, καθώς και ως προς το ότι η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας συντελέσθηκε κάτω από συνθήκες, οι οποίες δεν συνιστούν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της, στην έκφανση της επαγγελματικής της υπόστασης, από την αρχικώς πρώτη εναγόμενη ως εντολέα και ατομικά από τη δεύτερη εναγόμενη με την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου, ούτε ότι η ενάγουσα προσβλήθηκε στην προσωπικότητά της καθ' οιονδήποτε τρόπο από τις αντιδίκους της, ώστε να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, λαμβανομένου υπόψη σε κάθε περίπτωση ότι η καταγγελία της σύμβασης αυτής δε συνιστά από μόνη της και άνευ ετέρου αδικοπραξία, που θα δικαιολογούσε την επιδίκαση σε βάρος των εναγόμενων εύλογου χρηματικού ποσού για την ανωτέρω αιτία. Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ότι, η αποδιδόμενη και μόνον εμπλοκή της ενάγουσας και η διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης σε βάρος της για σοβαρό αδίκημα (κακούργημα) γύρω από ένα οικονομικό σκάνδαλο που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, το οποίο μάλιστα σχετίζεται με την επαγγελματική της δραστηριότητα, μέσω της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, έστω και χωρίς να είχε κριθεί μέχρι τότε εάν η ενάγουσα έχει πράγματι υποπέσει στο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της αρχικώς πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ως εντολέα, στο πρόσωπο της ενάγουσας εντολοδόχου δικηγόρου, στοιχείο απαραίτητο για την συνέχιση της εκτέλεσης της μεταξύ τους συμβάσεως έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών, καθώς και ότι η μεγάλη έκταση και δημοσιότητα που έλαβε η αποδιδόμενη εμπλοκή της ενάγουσας στο ως άνω οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο, αφού το όνομα της ενάγουσας εμφανιζόταν σε πλήθος δημοσιευμάτων για την πορεία της ποινικής υποθέσεως, κατέστησε αδύνατη την συνέχιση της συνεργασίας της αρχικώς πρώτης εναγόμενης εταιρείας με την ενάγουσα και την νομική εκπροσώπηση της πρώτης από την ενάγουσα δικηγόρο έναντι τρίτων και ότι κατά συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας έγινε νόμιμα για την προστασία και διαφύλαξη του καλώς νοούμενου συμφέροντος της αρχικώς πρώτης εναγόμενης και δεν οφείλεται, ούτε μπορεί να αποδοθεί σε δήθεν εκδικητικότητα προς την ενάγουσα. Επομένως ο, τέταρτος κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του λόγος, με τον οποίο προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι με τον ίδιο λόγο προβαλλόμενες αιτιάσεις, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις, με το να δεχθεί ότι στοιχεία από τη σε βάρος της αναιρεσείουσας ποινική δικογραφία, και δη του υπ' αριθμ. 2351/21-6-2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και της υπ' αριθμ…./11.4.2012 Διάταξης του Ανακριτή, απετέλεσαν λόγους καταγγελίας της συμβάσεως, κατά παραβίαση της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, 5 παρ.δ του ΕΚΠ-ΟΤΕ, είναι αβάσιμες, αφού τα προβαλλόμενα με αυτές στοιχεία, πλεοναστικά διατυπώθηκαν ως παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να είναι αναγκαία για τη στήριξη κατά τούτο του διατακτικού της, αφού σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές της, η αποδιδόμενη εμπλοκή της ενάγουσας και η διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης σε βάρος της για σοβαρό αδίκημα (κακούργημα) γύρω από ένα οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο μάλιστα σχετιζόταν με την επαγγελματική της δραστηριότητα, είχε λάβει μεγάλη δημοσιότητα, αφού το όνομά της εμφανιζόταν σε πλήθος δημοσιευμάτων σχετικά με την πορεία της ποινικής υποθέσεως και τούτο αρκούσε για να κλονίσει την εμπιστοσύνη της αρχικώς ενάγουσας ως εντολέως στο πρόσωπο αυτής (ενάγουσας).
Από τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο απ' αυτήν προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γι' αυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό πόρισμα, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 217/2016, 242/2014, 273/2011, 2031/2007, 499/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, για τη διατύπωση του αποδεικτικού της πορίσματος περί μη ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεώς της, ως μη αληθείς τους προβληθέντες από αυτή λόγους για καταχρηστική άσκηση της καταγγελίας, χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, μη δυνάμενη να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο (ούτε), η μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εσφαλμένη, κατά το αναιρετήριο, δικαστική κρίση, αφού η τελευταία, ως αναφερομένη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (πραγμάτων) είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, κατ' άρθρο 561 παρ. 1, ο δε λόγος αυτός ερείδεται επί αιτιάσεων που στο σύνολό τους αφορούν εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας.
Σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α 118), και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε ο Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (ΦΕΚ Α 50). Αντικείμενο του ανωτέρω νόμου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου αυτού, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (Ιούλιος του 2012), μετά τις τροποποιήσεις της ως προς τα στοιχεία (β) και (ε) αυτής με το άρθρο 18 παρ.1 και 2 του Ν. 3471/2006 (ΦΕΚ Α 133) και υπό τον παράτιτλο "ορισμοί" ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων ... β) "Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή) καθώς και τη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ) "Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, διατήρηση ή αποθήκευση, η προσαρμογή, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, η οργάνωση, συσχέτιση, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή σύστημα αρχειοθέτησης" ή ("αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Τους όρους του νόμου πληρούν μόνο κριτήρια υπό τα οποία το περιεχόμενο του αρχείου οργανώνεται "ελλόγως, ενιαίως και ομοιομόρφως”. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν τα δεδομένα καταστρώνονται ανά υποκείμενο κατά την αλφαβητική σειρά του ονόματός του (ΣτΕ 3679/2007), στ) ..., ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρει επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα.... Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3 του ιδίου νόμου, όπως η παρ.2 αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 1 του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α 290) ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο (παρ.1)”. Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου αυτού προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον "χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο”. Τέλος, κατά το άρθρο 23 του εν λόγω νόμου με τίτλο "αστική ευθύνη”, προβλέπονται και αστικές κυρώσεις, ειδικότερα δε η παράγραφος 1 αυτού ορίζει ότι, "φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση, η οποία επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη (παρ. 2)”. Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται με βάση: α) το σκοπό του Ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσώρευσης και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του ανθρώπου και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κλπ, μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του, η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο, αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αόριστης νομικής εννοίας "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Σε περίπτωση δε παραβίασής τους, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. (ΑΠ 637/2013, 174/2011, 476/2009). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, διότι εκλείπει η κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 474/2016, 1372/2015 επί ποινικών υποθέσεων). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της ισχυρίστηκε περαιτέρω, ότι, περί τον μήνα Ιούνιο του έτους 2010 ενημερώθηκε από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές ότι διεξάγεται ποινική έρευνα σε βάρος της αλλοδαπής εταιρείας “...”, με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στην οποία η ίδια παρείχε τις νομικές υπηρεσίες της από το έτος 2004 έως το 2010, αναφορικά με τη δραστηριότητα αυτής (εταιρείας) και συγκεκριμένα σχετικά με την κτήση κυριότητας από την ίδια (εταιρεία) ακινήτου ευρισκομένου επί της οδού ... στην Αθήνα και τη μεταβίβαση αυτού στην Β. Σ.-Τ., καθώς και τη διακρίβωση πιθανών αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους του ... Α. Τ. και πιθανών συνεργατών του, με σκοπό νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα αυτού και συγκεκριμένα τη λήψη ωφελημάτων κατά τη διάρκεια της θητείας του ως .... Ότι αφ'ης στιγμής πληροφορήθηκε την έναρξη της ποινικής δίωξης, ενημέρωσε σχετικά τα τότε μέλη της διοίκησης της πρώτης εναγομένης, καθώς και τη δεύτερη εναγομένη, ενώ προϊούσης της προκαταρκτικής εξέτασης της υπόθεσης ενημέρωσε εκ νέου τα αναφερόμενα στελέχη της πρώτης εναγομένης και το νομικό της σύμβουλο για την πορεία της υπόθεσης και παρέσχε σ' αυτούς τις αναγκαίες διευκρινήσεις αναφορικά με τη φερόμενη εμπλοκή της ίδιας στην υπόθεση αυτή. Ότι μετά την άσκηση σε βάρος της ποινικής δίωξης για την αποδιδομένη σε αυτήν πράξη της κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, εκδόθηκε στις 11-4-2012 η υπ' αριθ. …/11-4-2012 διάταξη του Ανακριτή, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση από αυτή κάθε είδους τραπεζικού λογαριασμού που τηρείτο στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, μεταξύ των οποίων και του τραπεζικού λογαριασμού της που τηρείτο στο "...”, όπου καταβαλλόταν η αμοιβή της από την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία "... Ανώνυμη Εταιρεία Χρηματοδοτικής Μίσθωσης”, με την οποία συνδεόταν με σχέση εντολής. Ότι στη συνέχεια, κατόπιν της από 7-5-2012 αίτησής της (ενάγουσας) προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών για ανάκληση της ως άνω διάταξης του Ανακριτή, εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 2351/2012 βούλευμα αυτού, το οποίο, κατά μερική παραδοχή της αίτησής της, ανακάλεσε την ως άνω ανακριτική διάταξη, ως προς την ανάληψη χρημάτων από τον Τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στο "... Ελλάδος Α.Ε.”. Ότι στις 27-7-2012 με έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών διαβιβάσθηκε στο "...”, το ως άνω με αριθ. 2351/2012 βούλευμα, με το οποίο ήρθη η απαγόρευση κίνησης του τηρούμενου σ' αυτό ως άνω τραπεζικού λογαριασμού. Ότι στο βούλευμα αυτό, περιέχονταν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, που αφορούσαν την σε βάρος της άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη της κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και την σε βάρος της έκδοση της με αριθ. .../11-4-2012 διάταξης του Ανακριτή. Ότι, στη συνέχεια το "..." προέβη σε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία του ως άνω βουλεύματος, διαβιβάζοντας περαιτέρω αυτό προς την αρχικώς πρώτη εναγομένη εταιρεία "... Ανώνυμη Εταιρεία Χρηματοδοτικής Μίσθωσης”, (θυγατρική εταιρεία του ιδίου ομίλου), με την οποία η ενάγουσα συνδεόταν με σχέση εντολής. Ότι ακολούθως η πρώτη εναγομένη με την από 6-9-2012 καταγγελία, επικαλούμενη ως σπουδαίο λόγο τον ισχυρό κλονισμό της μεταξύ αυτής και της ενάγουσας σχέσης εμπιστοσύνης, συνεπεία της σε βάρος της ενάγουσας ασκηθείσας ποινικής δίωξης, της εκδόσεως της με υπ' αριθ. …/2012 διάταξης του Ανακριτή και του με αριθ. 2351/2012 βουλεύματος, στο οποίο περιεχόταν κρίση περί συνδρομής σοβαρών ενδείξεων τέλεσης της αποδιδομένης σε αυτήν αξιόποινης πράξης, κατήγγειλε την από 15-5-2003 σύμβαση έμμισθης εντολής. Ότι η εκ μέρους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου διαβίβαση στην πρώτη εναγομένη εταιρεία του ως άνω βουλεύματος και η στη συνέχεια εκ μέρους της τελευταίας χρήση αυτού με την συμπερίληψη στην επίμαχη έγγραφη καταγγελία των αναφερομένων σ' αυτό ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας περί της ποινικής της δίωξης, έλαβε χώρα κατά παράβαση των άρθρων 4, 5, 11 παρ.3 και 7 παρ.1 του Ν. 2472/1997. Ότι η ίδια από την παράνομη και αθέμιτη ως άνω επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε ως χρηματική ικανοποίηση, την επιδίκαση του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 2177/2014 απόφασή του απέρριψε σιωπηρά το αίτημα αυτό της αγωγής. Ακολούθως, το Εφετείο στα πλαίσια εξέτασης σχετικού λόγου της έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ως προς το αίτημά της αυτό είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, για το λόγο ότι το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δε θεωρείται δεδομένο κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, καθόσον περιήλθε σε γνώση των εναγομένων με διαβίβασή του προς αυτές από το "...”, στο οποίο είχε διαβιβαστεί κατ' επιταγή του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και σε εκτέλεσή του, χωρίς να προηγηθεί, τόσο από τις ίδιες, όσο και από το "..." επέμβαση στο αρχείο του Δικαστηρίου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ουδόλως παραβίασε με εσφαλμένη μη εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2472/1997, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, το εν λόγω βούλευμα, του οποίου οι εναγόμενες έκαναν χρήση, με τη συμπερίληψη στην επίμαχη έγγραφη καταγγελία των σχετικών με την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της ενάγουσας, περιήλθε σε γνώση αυτών χωρίς να προηγηθεί από τις ίδιες έρευνα του αρχείου του δικαστηρίου, ενώ διαβιβάστηκε σ' αυτές από το "...”, χωρίς και πάλι να προηγηθεί από το τελευταίο έρευνα του αρχείου του δικαστηρίου, οι δε εναγόμενες, κάνοντας κατά τα παραπάνω περαιτέρω χρήση αυτού, ουδόλως το περιέλαβαν σε τηρούμενο από τις ίδιες αρχείο. Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα εκτιθέμενα, δεν πρόκειται περί έρευνας "αρχείου" από τις εναγόμενες, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, ούτε περί χρήσης πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση των εναγομένων από τρίτο, από τον οποίο είχε προηγηθεί σχετική έρευνα αρχείου, αλλά ούτε και περί τήρησης εκ μέρους των εναγομένων αρχείου, με την έννοια της συμπερίληψης των πληροφοριών που περιείχοντο στο ως άνω βούλευμα σε τηρούμενο από τις ίδιες αρχείο και μάλιστα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, όπως απαιτείται κατά το νόμο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις πιο πάνω σκέψεις της παρούσας, προκειμένου περί μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Σε κάθε δε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές- κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή - είχαν περιέλθει σε γνώση των εναγομένων και από την ίδια την ενάγουσα, με την ενημέρωση των τότε μελών του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την ποινική έρευνα, που αφορούσε τον ... και πιθανούς συνεργάτες του, προς διακρίβωση πιθανών αξιόποινων πράξεων με σκοπό την νομιμοποίηση παράνομων εσόδων μέσω της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, στην οποία διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών συμπεριελήφθη και η ενάγουσα. Επομένως δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2472/1997, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 παρ.1, 4 παρ.1 εδ. α' και β', 5 παρ.1, 7 παρ.1, 11 παρ.3 του ιδίου νόμου και εκείνες των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ και ο σχετικός από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-4-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2744/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών . Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, ποσού χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ