Απόφαση

Αριθμός 1251/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 17 Μαΐου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Πανούση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις
Του αναιρεσίβλητου: Ν. Α. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) λόγω της δικηγορικής του ιδιότητος, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-11-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η 3866/2012 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 12136/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησε το αναιρεσείον με την από 9-9-2014 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 412/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της υπόθεσης. Την υπόθεση επανέφερε το αναιρεσείον με την από 29-7-2021 κλήση του, για εκ νέου συζήτηση.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Ζώη, ανέγνωσε την από 27-12-2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία, αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Μαχαίρα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 29-7-2021 κλήση του αναιρεσείοντος φέρεται προς συζήτηση η ένδικη από 9-9-2014 αίτηση, με την οποία διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας των άρθρων 678 έως 681 ΚΠολΔ, υπ' αριθμ. 12.136/2014 αποφάσεως του δικάσαντος ως εφετείο Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζητήσεως αυτής με την υπ' αριθμ. 412/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την ως άνω απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την από 29-8-2012 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. κατά της υπ' αριθμ. 3.866/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 29-11-2011 αγωγή του αναιρεσίβλητου δικηγόρου, με την οποία αυτός ζήτησε την επιδίκαση της οφειλόμενης αμοιβής του. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ. 1, 98 και 100 παρ. 1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση λόγω του χρόνου γενέσεως των επίδικων αξιώσεων, συνάγεται ότι, ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη και αμοιβή, το ύψος της οποίας, εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επομ. του ίδιου Κώδικα. Κατά το άρθρο 100 παρ.1 και 2 του Κώδικα αυτού, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της. Ως αντικείμενο της αγωγής, εφόσον ζητείται η επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, νοείται το ποσό αυτής, που ζητείται ως κεφάλαιο, επαυξημένο με τους τυχόν αξιούμενους τόκους μέχρι της ημέρας κατά την οποία αυτή εγέρθηκε, ή αν επακολουθήσει συζήτηση αυτής μέχρι της πρώτης συζητήσεώς της στον α` βαθμό, κατά την οποία διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, το αντικείμενό της (ΑΠ 122/2015, 1295/2010). Για την αξίωση της δικηγορικής αμοιβής είναι αδιάφορο αν έγινε εν όλω ή εν μέρει δεκτό το πιο πάνω αίτημα της αγωγής, ή αν τούτο, μετά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επαυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου με τη γέννηση και άλλων τόκων, ή αν τούτο απορρίφθηκε ολοσχερώς (ΑΠ 727/2018, 1264/2017, 122/2015). Εξαίρεση υπάρχει μόνον αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 102 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή όταν το αγωγικό αίτημα είναι προφανώς εξογκωμένο, κάτι που μπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος, αν εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, οπότε ο κανονισμός της αμοιβής δεν θα γίνει με βάση το αίτημα της αγωγής, αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιμελημένη εξακρίβωση των πραγμάτων (ΑΠ 180/2008, 1647/2007, 140/2007). Επιπλέον, προκειμένου περί συντάξεως προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοδικείου, ρητώς ορίζεται από το άρθρο 107 παρ.1 του ως άνω Κώδικα ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου, του μεν εναγομένου είναι ίσο με εκείνο που ορίζεται στα άρθρα 100 και επόμενα για τη σύνταξη της αγωγής, του δε δικηγόρου του ενάγοντος το ήμισυ αυτής, το οποίο είναι καταβλητέο, επίσης, κατά το άρθρο 107 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, ως αμοιβή των δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων για τη σύνταξη προτάσεων των επομένων συζητήσεων ενώπιον του αυτού δικαστηρίου. Περαιτέρω, για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του εφετείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου αμφοτέρων των διαδίκων ορίζεται από το άρθρο 110 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για μεν την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο διπλάσιο εκείνου που ορίζεται στο άρθρο 107 παρ. 1 αυτού για το δικηγόρο του ενάγοντος, για δε τις επόμενες στο διπλάσιο του οριζόμενου στο άρθρο 107 παρ. 2 αυτού ορίου. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 107 παρ. 1 και 110, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 100 του ως άνω Κώδικα, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του εφετείου, καθορίζεται για αμφότερους τους διαδίκους, σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 727/2018, 1264/2017, 503/2017, 122/2015, 16/2013). Επιπλέον, κατά το άρθρο 111 Κώδ. Δικηγόρων, για παράσταση προς συζήτηση κάθε φύσεως υποθέσεων ενώπιον του Εφετείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής είναι δραχμές 50. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 101 και 107 του ίδιου ως άνω Κώδικα συνάγεται ότι την ως άνω αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος και σε περίπτωση συνεκδικάσεως είτε αντιθέτων εφέσεων κατά της αυτής αποφάσεως είτε εφέσεων κατά διαφορετικών αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αντιθέτων αγωγών των αυτών διαδίκων. Έτσι, ο παριστάμενος κατά τη συζήτηση των συνεκδικαζομένων αυτών εφέσεων πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για την παράστασή του κατά τη συζήτηση κάθε μιας εφέσεως και όχι μια αμοιβή συλλήβδην και για τις δύο παραστάσεις (ΑΠ 538/2014, 1117/2000). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 23 του π.δ. 282/1996 "Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 4 του ν. 2873/2000, "η αμοιβή των δικηγόρων του Δημοσίου διέπεται από τις διατάξεις του ν.δ. 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954 "Περί του Κώδικος των Δικηγόρων”, όπως εκάστοτε ισχύουν και καθορίζεται στο διπλάσιο από εκείνο που προβλέπεται από αυτές ελάχιστου ορίου για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια. Σε δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, για τις οποίες από διατάξεις του Κώδικα η αμοιβή ορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης, οι δικηγόροι του Δημοσίου αμείβονται, με το διπλάσιο του ελαχίστου ορίου που ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 100 παράγραφος 4, 107 παράγραφος 1 εδάφιο 2 και 110 παράγραφος 1 του πιο πάνω Κώδικα στην πρώτη περίπτωση και από το άρθρο 161 παράγραφος 4 στη δεύτερη περίπτωση. Οι αμοιβές αυτές μπορούν κατά την εκκαθάρισή τους είτε να μειωθούν μέχρι του ελάχιστου ορίου που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα, όταν πρόκειται για χειρισμό μεγάλου αριθμού ομοίων υποθέσεων ή όταν ο δικηγόρος του Δημοσίου δεν χειρίστηκε την υπόθεση με την προσήκουσα επιμέλεια, είτε να αυξηθούν μέχρι το τετραπλάσιο του ελάχιστου αυτού ορίου όταν επιδείχθηκε από τον δικηγόρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια”. Το ίδιο ακριβώς ορίζεται και με το άρθρο 24 παρ. 5 του ήδη, από 23-12-2002, ισχύοντος, Ν. 3086/2002 "Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και Κατάσταση των Λειτουργών και Υπαλλήλων”. Εξάλλου, στο άρθρο 51 του ν. 2238/1994 "Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος”, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2753/1999 "Καθαρό Εισόδημα Ελεύθερων Επαγγελματιών”, ορίζεται ότι "Για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους καθορίζεται το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της Χώρας. Η ελάχιστη αμοιβή, που προβλέπεται από την απόφαση της προηγουμένης παραγράφου, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπα γραμμάτια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών που αναγράφονται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο...”. Σε εκτέλεση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 (ΦΕΚ 2422 Β/24-12-2007) κοινή απόφαση (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί "Προσδιορισμού των ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων, με την οποία καθορίστηκαν οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, η οποία δεν καταργεί τις προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, τις αναγόμενες στον καθορισμό των ελαχίστων ορίων της δικηγορικής αμοιβής, όλων των δικηγόρων και εκείνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., αλλά ο σκοπός της είναι καθαρά φορολογικός. Έτσι το ρυθμιστικό πεδίο των ανωτέρων εξουσιοδοτικών διατάξεων και της βάσει αυτών εκδοθείσας ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως περιορίζεται στην ταχύτερη και αποτελεσματική σύλληψη της φορολογικής ύλης των δικηγόρων και στην εξυπηρέτηση φορολογικών σκοπών και δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων και συνεπώς η αμοιβή των δικηγόρων, στους οποίους ανατίθενται υποθέσεις από τα Ν.Π.Δ.Δ., δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα - όρια, που προβλέπονται από τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα (ΑΠ 1376/2009, 797/2007). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ.1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου... Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), δέχθηκε τα ακόλουθα: Το εναγόμενο - εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης”, δυνάμει της υπ' αριθμ. …/24-05-2011 αποφάσεως του Διοικητή του, διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, Α. Ν., δικηγόρο Θεσσαλονίκης (A.M. ...), προκειμένου να παρασταθεί και να καταθέσει προτάσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στη δικάσιμο της 26-5-2011, δικάζοντος ως δικαστήριο β' βαθμού, κατά της συζήτηση των υπ' αριθμ. καταθ. .../2009 και .../2009 αντίθετων εφέσεων κατά της υπ' αριθμ. 2120/2009 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε μετά από την άσκηση της υπ' αριθμ. καταθ. .../8-10-2008 αγωγής του Μ. Δ. και άλλων 44 ειδικευόμενων ιατρών κατά του εναγομένου ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσαν να τους επιδικαστεί, για τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο χρονικά διαστήματα, το επίδομα ειδικής απασχόλησης του άρθρου 35 του Ν. 3329/2005, συνολικού ποσού 215.000 ευρώ. Σε εκτέλεση της προαναφερόμενης ληφθείσας εντολής ο ενάγων - εφεσίβλητος παραστάθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την ως άνω δικάσιμο της 26-05-2011, ενώ συνέταξε και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, προς αντίκρουση και υποστήριξη αντίστοιχα των εν λόγω εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2037/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Το ύψος της αμοιβής του εφεσίβλητου - ενάγοντος δεν είχε ρητά συμφωνηθεί μεταξύ τους, ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος - εναγομένου, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι υπήρχε ρητή συμφωνία μεταξύ του ιδίου και του ενάγοντος να παρίσταται ο τελευταίος για λογαριασμό του ενώπιον των Δικαστηρίων στις υποθέσεις που του ανέθετε και να αμείβεται γι' αυτές κατ' αποκοπήν, με βάση τα οριζόμενα στις εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 2753/1999 και ισχύουσες κάθε φορά κοινές αποφάσεις (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και ότι επομένως η αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 368 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 (ΦΕΚ 2422 Β’/24-12-2007) κοινή απόφαση (Κ.Υ.Α.) των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθώς δεν αποδεικνύεται από κανένα προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος υπολόγιζε την αμοιβή του με βάση τα ελάχιστα όρια αμοιβών που προβλέπονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων για τις ενέργειες του αυτές, αφού και για την εκπροσώπηση και την παράστασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η αμοιβή του υπολογίστηκε με βάση τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται από το Ν.Δ. 3026/1954 (βλ. την υπ' αριθμ. .../05-12-2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το από 19-01-2009 έγγραφο που απευθυνόταν προς το εκκαλούν - εναγόμενο, που προσκομίζει μετ' επικλήσεως ο εφεσίβλητος - ενάγων). Σε προγενέστερες περιπτώσεις, που το εκκαλούν - εναγόμενο ανέθεσε στον εφεσίβλητο - ενάγοντα τη νομική εκπροσώπηση υποθέσεων του, εκ παραδρομής χρεωνόταν από συνεργάτιδα του τελευταίου η αμοιβή του σύμφωνα με τις κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 2753/1999 κοινές υπουργικές αποφάσεις, ο ίδιος όμως ουδέποτε αποδέχθηκε να αμείβεται σύμφωνα με αυτές. Έτσι, όταν η καθοριζόμενη με βάση τον Κώδικα Δικηγόρων για κάθε κατά περίπτωση ενέργεια ελάχιστη αμοιβή είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που καθορίζεται με βάση την ισχύουσα κάθε φορά Κ.Υ.Α., τότε οφείλεται η μεγαλύτερη αυτή αμοιβή. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος για τις εκτεθείσες ανωτέρω υπηρεσίες του προς το εναγόμενο -εκκαλούν, δικαιούται: α) Για παράστασή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 26ης Μαΐου 2011, προς υποστήριξη της υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. .../2009 εφέσεως του εντολέως του, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Ν.Δ. 3026/1954, το ποσό των 20,54 ευρώ (50 μεταλλικές δραχμές Χ 140 δραχμές = 7.000 δραχμές /340.75 = 20,54 ευρώ) και β) για παράσταση του στο ίδιο Δικαστήριο, προς απόκρουση της υπ' αριθμ. καταθ. .../2009 έφεσης των αντιδίκων του εντολέα του, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Ν.Δ. 3026/1954, το ποσό των 20,54 ευρώ (50 μεταλλικές δραχμές Χ 140 δραχμές = 7.000 δραχμές /340.75 = 20,54 ευρώ). Περαιτέρω η αμοιβή του ενάγοντος για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων προς υποστήριξη της εφέσεως του εντολέα του κατά της υπ' αριθμ. 2120/2009 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ανέρχεται στο ποσό των 4.300,04 ευρώ, με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2011 αγωγής, κατά το χρόνο της συζήτησης αυτής στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 108, σε συνδυασμό με τα άρθρα 110 παρ. 1, 107 παρ. 1 και 100 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι 215.002 ευρώ Χ 2% = 4.300,04 ευρώ. Επίσης η αμοιβή του για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων προς αντίκρουση της αντίθετης εφέσεως των αντιδίκων του εντολέα του, με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της ως άνω αγωγής, κατά το χρόνο της συζήτησης αυτής στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 108, σε συνδυασμό με τα άρθρα 110 παρ. 1, 107 παρ. 1 και 100 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι 215.002 ευρώ Χ 2 % = 4.300,04 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο και ειδικότερα, με το να δεχθεί ότι ο αναιρεσίβλητος δικηγόρος, για την παράστασή του κατά τη συζήτηση, με συνεκδίκασή τους, των αντίθετων υπ' αριθμ. καταθ. .../2009 και .../2009 εφέσεων του αναιρεσείοντος- εναγομένου, εντολέα του και των τότε αντιδίκων του εντολέα του (45 ειδικευόμενων ιατρών) αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθμ. 2120/2009 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε επί της από .../8-10-2008 αγωγής των ανωτέρω κατά του αναιρεσείοντος, δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή για την παράστασή του κατά τη συζήτηση κάθε μιας εφέσεως και όχι μια αμοιβή συλλήβδην και για τις δύο παραστάσεις επί των εφέσεων, και να καθορίσει στη συνέχεια το ύψος της αμοιβής αυτού (αναιρεσίβλητου) για κάθε παράσταση με βάση τον Κώδικα Δικηγόρων και όχι με την ως άνω ισχύουσα Κ.Υ.Α., με την οποία καθορίζονταν μικρότερες αμοιβές, ουδόλως παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο σχετικός πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακόμη το Εφετείο, με το προσδιορίσει την αιτούμενη από τον αναιρεσίβλητο αμοιβή για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων προς υποστήριξη της ως άνω εφέσεως του εντολέα του κατά της υπ' αριθμ. 2120/2009 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της ως άνω αγωγής κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ανερχόμενου σε 215.000 ευρώ), καθώς και στο ίδιο ποσοστό (2%) επί της ως άνω αξίας του αντικειμένου της αγωγής για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων προς αντίκρουση της αντίθετης εφέσεως των αντιδίκων του εντολέα του, ουδόλως παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ.1, 107 παρ.1 και 100 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ο δε δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επικαλούμενο ότι το Εφετείο, έπρεπε να υπολογίσει την αμοιβή αυτή του αναιρεσίβλητου, για μεν τις προτάσεις προς υποστήριξη της έφεσης του εντολέα του, επί του ποσού των 144.448 ευρώ, το οποίο είχε επιδικαστεί στους ενάγοντες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ως προς το οποίο είχε μεταβιβαστεί η υπόθεση προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την ασκηθείσα από αυτό (αναιρεσείον) έφεση, για δε τις προτάσεις προς αντίκρουση της έφεσης των εναγόντων και αντιδίκων του εντολέα του, επί του ποσού των 70.554 ευρώ, ως προς το οποίο είχε απορριφθεί η αγωγή και ως προς το οποίο είχε μεταβιβαστεί η υπόθεση προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση αυτών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 108, σε συνδυασμό με τα άρθρα 110 παρ. 1, 107 παρ. 1 και 100 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, το ελάχιστο όριο αμοιβής για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δικάζοντος ως δικαστηρίου β' βαθμού, ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο έγερσής της, και είναι αδιάφορο για την αξίωση της δικηγορικής αμοιβής αν έγινε εν όλω ή εν μέρει δεκτό το αίτημα της αγωγής. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία μιας αξίωσης μέχρι την άσκησή της, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή, με επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ιδιαίτερες συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και όταν δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού. Απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της επί μακρόν διαμορφωθείσας κατάστασης, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 8/2001, 17/1995, 62/1990). Το ζήτημα αν οι συνέπειες από την άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος καθίσταται μη ανεκτή από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελαχίστης αμοιβής για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1, 98, 100 επ. του ν.δ. 3026/1954 "περί Κώδικος των Δικηγόρων" (Ολομ. ΑΠ 34/2005, 33/2005, ΑΠ 1453/2018, 976/2011, 259/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την επικουρικά προταθείσα από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά τις ως άνω αξιώσεις του, αφού από την αρχή της συνεργασίας τους γνώριζε πως οι δαπάνες για δικηγορικές αμοιβές υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από την υπηρεσία του Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εκκαθαρίζει τις σχετικές αμοιβές μόνο με βάση τα οριζόμενα στις εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 2753/1999 και ισχύουσες κάθε φορά κοινές αποφάσεις (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ενώ με την υπό κρίση αγωγή, για μια και μόνο απλή υπόθεση, της οποίας η νομική βασιμότητα έχει λυθεί νομολογιακά και το αντικείμενο της συνιστά σώρευση επιμέρους μικρών απαιτήσεων, αξιώνει αμοιβή που υπερβαίνει το ένα τρίτο της ετήσιας δαπάνης σύστασης θέσης δικηγόρου με πάγια αντιμισθία σε νοσοκομεία, ενώ περαιτέρω, ο ενάγων παραστάθηκε για λογαριασμό του σε υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων για ικανό χρονικό διάστημα και αμείφθηκε βάσει των ισχυουσών κάθε φορά Κ.Υ.Α., χωρίς να εκφράσει οποιαδήποτε αντίρρηση, δέχθηκε τα ακόλουθα: Από την εκτίμηση των ίδιων ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, δεν αποδείχθηκε ότι η υπηρεσία του Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον προληπτικό έλεγχο της οποίας υπόκεινται οι δαπάνες του εκκαλούντος - εναγομένου, εκκαθαρίζει τις αμοιβές των δικηγόρων στις οποίες το εκκαλούν αναθέτει τον χειρισμό των υποθέσεών του, μόνο με βάση τα οριζόμενα στις εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 2753/1999 και ισχύουσες κάθε φορά κοινές αποφάσεις (Κ.Υ.Α.) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Αντίθετα, για την εκπροσώπηση και την παράσταση του εφεσίβλητου - ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στην προκειμένη περίπτωση, η αμοιβή του υπολογίστηκε με βάση τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται από το Ν.Δ. 3026/1954. Σε προγενέστερες περιπτώσεις που το εκκαλούν - εναγόμενο ανέθεσε στον εφεσίβλητο - ενάγοντα τη νομική εκπροσώπηση των υποθέσεών του, εκ παραδρομής χρεωνόταν από συνεργάτιδα του τελευταίου η αμοιβή του σύμφωνα με τις Κ.Υ.Α. του Ν. 2753/1999, ο ίδιος όμως ουδέποτε αποδέχθηκε στο παρελθόν, χωρίς αντίρρηση, να αμείβεται βάσει των ισχυουσών κάθε φορά κοινών υπουργικών αποφάσεων. Έτσι, η άσκηση από τον εφεσίβλητο - ενάγοντα του δικαιώματος του για πληρωμή της νόμιμης αμοιβής του για τις ως άνω δικαστικές ενέργειες, με βάση τα ελάχιστα προβλεπόμενα όρια αμοιβής από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και η προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με την εν λόγω υπό τις ως άνω παραδοχές κρίση του το Εφετείο περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή η μη εφαρμογή της προαναφερθείσας ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και ειδικότερα: α) δεν αναφέρει αριθμό προγενέστερων περιπτώσεων, ούτε σε ποιο βάθος χρόνου έλαβαν χώρα αυτές, β) δεν αναφέρει περιστατικά από τα οποία συνάγεται ότι η χρέωση από συνεργάτιδα κατά τις διατάξεις του Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. γινόταν από αμέλεια, γ) δεν αναφέρει εάν αντέδρασε ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή του με μειωμένη αμοιβή και με ποιόν τρόπο και δ) δε συγκεκριμενοποιεί την παραδοχή "δεν αποδέχθηκε τον τρόπο πληρωμής”. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε το σχετικό λόγο της από 29-8-2012 έφεσης του εναγομένου, κατά της υπ' αριθμ. 3866/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η ως άνω ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος. Στη συνέχεια και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκασή στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή (αρθ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να καταδικαστεί το αναιρεσείον, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 12136/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ