Περίληψη

Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως ο εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας. Την ιδιότητα όμως του εργοδότη μπορεί να έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός. Αν τυχόν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης όπου απασχολείται ο μισθωτός, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί. Είναι δυνατόν με συμφωνία ή συναίνεση του εργαζόμενου οι υπηρεσίες του τελευταίου να παρέχονται για ορισμένο χρόνο σε άλλο εργοδότη (δανεισμός εργασίας). Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη συμφωνία μεταξύ αρχικού εργοδότη, εργαζόμενου και τρίτου, η οποία να ρυθμίζει κατά τρόπο διαφορετικό τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης. Η εργασιακή σχέση εξακολουθεί να υφίσταται με τον αρχικό εργοδότη, στην εξουσία του οποίου ανήκει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, αυτός δε βαρύνεται συγχρόνως με όλες τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας, δηλαδή την καταβολή του μισθού, των αποδοχών αδείας, επιδομάτων εορτών κ.λπ. (ΑΠ 755/2020).

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων