Απόφαση

Αριθμός 960/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Καλλιόπη Πανά - Εισηγήτρια, και Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος Γ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γκεσούλη, ανακάλεσε την από 13/1/2021 δήλωσή του άρθρου 242 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Σ. του Α., κατοίκου ..., και 2)Ε. Μ., το γένος Ν. Κ., κατοίκου .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθανασία Σαρρή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γούση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/1/2015 αγωγή του ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκε με την από 24/1/2017 ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3213/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 1611/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/9/2019 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές (όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής), με αρ. 1611/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε ύστερα από την άσκηση της υπ’αριθμ..../2018 έφεσης του αναιρεσείοντα κατά της υπ’αριθμ.3213/2018 οριστικής απόφασης με αριθμό 3213/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκανε μερικά δεκτή την υπ' αριθμ. καταθ. .../2015 αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου για υπόλοιπο αμοιβής του ως μηχανικού και απέρριψε την προσεπίκληση και την επομένη σ' αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή του αναιρεσείοντα σε βάρος της δεύτερης αναιρεσίβλητης, που είχε ασκήσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επ' ευκαιρία συζήτησης της άνω αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 αρ. 1 του ΚΠολΔ) είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης, φέρει τον χαρακτήρα της μισθώσεως έργου, βάσει της οποίας ο μηχανικός έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη (ΑΠ 681) και δικαιούται να λάβει την συμφωνηθείσα αμοιβή (ΑΚ 694) ή, αν αμοιβή δεν συμφωνήθηκε ή η συμφωνηθείσα είναι μικρότερη της κατά νόμον ελάχιστης, να λάβει την αμοιβή που καθορίζεται από το π.δ.696/1974, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει κατά τον ένδικο χρόνο (ΑΠ 245/2020, ΑΠ 1113/1997, ΑΠ 279/2016, ΑΠ 82/2016, ΑΠ 1146/2012). Κατά δε το άρθρο 700 του Α.Κ, το οποίο έχει εφαρμογή και στις μισθώσεις έργου με αντικείμενο την εκπόνηση μελετών κτιριακών έργων, ο εργοδότης έχει δικαίωμα έως την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση, οφείλει όμως τότε στον εργολάβο ολόκληρη την συμφωνηθείσα αμοιβή ή σε περίπτωση μη συμφωνηθείσας τη νόμιμη αμοιβή (ΑΠ 82/2016, 790/2008).
Εξ άλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1α, 3 παρ. 1, 4, 6, 80 παρ. 1, 229 παρ. 2 και 230 παρ. 2 του π.δ.696/1974, όπως τροποποιήθηκαν με το π.δ. 515/1989, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του αρθρ. 59 του ν.δ. της 17 Ιουλίου 1923 "περί σχεδίων πόλεως κ.λπ." προκύπτει ότι η αμοιβή ιδιωτικών μηχανικών για την εκπόνηση των αναφερομένων στο διάταγμα αυτό μελετών κτιριακών έργων καθορίζεται και σε ποσοστά επί τοις εκατό του προϋπολογισμού των μελετωμένων έργων με βάση προβλεπόμενο τύπο. Ο προϋπολογισμός, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής κάθε έργου, είναι αυτός που εξάγεται από τις ποσότητες όλων των κονδυλίων, από την αναλυτική προμέτρηση και τις τιμές μονάδας των σχετικών εργασιών που υπολογίζονται με βάση τις εγκεκριμένες αναλύσεις τιμών και τις βασικές τιμές ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων κατά τον χρόνο συντάξεως του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του διατάγματος αυτού έγκριση από τον εργοδότη του προϋπολογισμού αφορά τα κονδύλια, δηλαδή τις εργασίες αυτού, όπως αυτές αναφέρονται σε σχετικό προϋπολογισμό που συντάσσει ο μηχανικός ως απαραίτητο στοιχείο της μελέτης του, και όχι τον ειδικό και αναλυτικό προϋπολογισμό που διαμορφώνεται με τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία. Έγκριση από τον εργοδότη και των στοιχείων αυτών, που ορίζονται από το νόμο, δεν απαιτείται, ούτε ο αναλυτικός αυτός προϋπολογισμός πρέπει να υποβάλλεται και να παραδίδεται προηγουμένως στον εργοδότη προς έγκριση. Η εκδοχή, ότι για τη θεμελίωση της αξιώσεως του μηχανικού σχετικά με την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ'αυτόν μελέτης, πρέπει να εγκρίνεται από τον εργοδότη και ο διαμορφούμενος, κατά τα ανωτέρω, ειδικός και αναλυτικός προϋπολογισμός ως προς το ύψος των επιμέρους κονδυλίων ή το συνολικό ύψος του, θα οδηγούσε σε αποκλεισμό κάθε αξιώσεως του μηχανικού για την αμοιβή του, αφού ο εργοδότης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν εγκρίνει το ύψος του αναλυτικού προϋπολογισμού. Δηλαδή για την θεμελίωση και τον προσδιορισμό του δικαιώματος μελετητή μηχανικού για την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ' αυτόν μελέτης με βάση ποσοστά του προϋπολογισμού, απαιτείται η έγκριση από τον εργοδότη μόνο του αρχικού προϋπολογισμού, που εξάγεται με τις ποσότητες όλων των εργασιών του εκτελούμενου έργου και όχι του αναλυτικού προϋπολογισμού, ο οποίος συντάσσεται με βάση τα αναφερόμενα στο ίδιο άρθρο αντικειμενικά στοιχεία, που ισχύουν στο χρόνο συντάξεως του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης και λαμβάνεται υπόψη για τον ακριβή προϋπολογισμό της αμοιβής (ΑΠ 82/2016, ΑΠ 2317/2009, ΑΠ 579/2009, ΑΠ 790/2008). Ο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμός της αμοιβής του μελετητή μηχανικού ισχύει και για τα ενδιάμεσα στάδια μελέτης, δηλαδή και για την αρχιτεκτονική προμελέτη και οριστική αρχιτεκτονική μελέτη (ΑΠ 82/2016, ΑΠ 790/2008, ΑΠ 783/2017).
Για το ορισμένο της αγωγής για την επιδίκαση αμοιβής διπλωματούχου μηχανικού από την εκπόνηση και επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί την κατάρτιση της σύμβασης, την εκτέλεση της εργασίας και όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τον καθορισμό της αμοιβής του, τα οποία, κατά τα άρθρα 1 παρ. 2α' και 2-24 του Π.Δ. 696/1974, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 1-15 του Π.Δ.515/1989, είναι το είδος των εργασιών κατά κατηγορία, οι εργασίες που εκτελέσθηκαν και η συμφωνηθείσα αμοιβή ή εφόσον δεν συμφωνήθηκε, η αμοιβή του κατά το ως άνω Π.Δ. (ΑΠ 969/2015). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά τηv εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικό περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτό με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικό περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικό περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Tα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Συνακόλουθα η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 παρ. 1 του ΚΠολΔ) οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσία, και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν κατά τα ήδη προεκτεθέντα στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τα εξής: Ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 α)με εσφαλμένη ερμηνεία, επειδή αποδόθηκε στην διάταξη αυτή έννοια, με τις κρίσεις της περί της αμοιβής με το σύστημα του προϋπολογισμού ως μόνης νόμιμης, διαφορετική της προβλεπόμενης από την άνω διάταξη, ότι νόμιμη είναι και η κατ' αποκοπή αμοιβή, όπως η συμφωνηθείσα β)με εσφαλμένη εφαρμογή της ίδιας διάταξης, καθότι τα δεχθέντα πραγματικά περιστατικά όφειλε να υπαγάγει στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ' του π.δ.696/1974 (της συμφωνίας της νόμιμης δηλαδή αμοιβής της κατ' αποκοπήν) αντιθέτως τα υπήγαγε στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. α' του π.δ. 696/1974.
Από την επισκόπηση των παραδοχών της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε για το άνω κρίσιμο ζήτημα, κατά λέξη τα εξής: "ο εναγόμενος Γ. Κ. είχε καταρτίσει με την Ε. συζ. Φ. Μ. και την αδελφή της Φ. Κ., που απεβίωσε στις 2.8.2013 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την παραπάνω αδελφή της, συγκύριες σε ποσοστό 50% η καθεμία ενός οικοπέδου, εμβαδού 189,27 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου ... στο 56ο οικοδομικό τετράγωνο και συγκεκριμένα επί της οδού ..., το με αριθμ. .../30.3.2010 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστού εξ' αδιαιρέτου του παραπάνω οικοπέδου με δικαίωμα ανοικοδόμησης και σύμβασης εργολαβίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .... Δυνάμει του παραπάνω προσυμφώνου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση, ως εργολάβος, να προβεί με δικές του δαπάνες στην ανέγερση επί του οικοπέδου, πολυώροφης οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο (πυλωτή) και τέσσερις ορόφους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, υπό τους αναφερόμενους αναλυτικά στο προσύμφωνο όρους και προϋποθέσεις. Στο ίδιο προσύμφωνο οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να ανατεθούν οι μελέτες και η επίβλεψη ανέγερσης της οικοδομής στον ενάγοντα Σ. Σ., αρχιτέκτονα μηχανικό, μέλος του TEE με AM .... Στη συνέχεια, στις 15.9.2010, καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγομένου εργολάβου και του ενάγοντος αρχιτέκτονα - μηχανικού, με σχετική έγγραφη εντολή του πρώτου, την οποία αποδέχθηκε ο δεύτερος, σύμβαση με την οποία ανατέθηκε στον ενάγοντα η γενική μελέτη του έργου, η μελέτη περιβάλλοντος χώρου, η μελέτη στατικών, η μελέτη θερμομόνωσης, η μελέτη ενεργητικής και παθητική πυροπροστασίας, η μελέτη ηλεκτρικής εγκατάστασης ισχυρών ρευμάτων, η μελέτη εγκατάστασης ύδρευσης, αποχέτευσης, θέρμανσης, ανυψωτικών συστημάτων, κλιματισμού, καυσίμων αερίων και η μελέτη ΚΕΝΑΚ, καθώς και η επίβλεψη όλων των παραπάνω εργασιών. Λίγες ημέρες μετά την παραπάνω ανάθεση, στις 19.10.2010, ο ενάγων δήλωσε προς τον εναγόμενο, με σχετική έγγραφη προσφορά - δήλωση, ότι με τα τότε ισχύοντα μέτρα και αξίες συντελεστών, το σύνολο των μελετών για την ανέγερση της οικοδομής θα κοστίσει στον εναγόμενο εργολάβο 19.707,90 Ευρώ, με την υποσημείωση ότι σε περίπτωση αλλαγών παραμέτρων υπολογισμού αμοιβών, το σύνολο θα προσαρμοστεί ανάλογα. Με την παραπάνω δήλωση, παρά τη φαινομενική της ασάφεια ως προς το ύψος της αμοιβής του, ο ενάγων δήλωνε προς τον εναγόμενο στην πραγματικότητα ότι η αμοιβή που εδικαιούτο και θα απαιτούσε από αυτόν ήταν η νόμιμη, την οποία απλώς εκτιμούσε, κατά το χρόνο εκείνο, ότι θα ανερχόταν στο παραπάνω ποσό. Εξάλλου, και στην (υποθετική) περίπτωση που ο ενάγων είχε συμφωνήσει με τον εναγόμενο αμοιβή για το σύνολο των μελετών κατώτερη της νόμιμης, η συμφωνία αυτή θα ήταν άκυρη, λόγω των ελαχίστων ορίων των αμοιβών των μηχανικών που ίσχυαν κατά το χρόνο της κατάρτισής της, σύμφωνα με, όσα αναφέρθηκαν στις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν (υπό τον αριθμό 2). Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε διαφορετική διάταξη από την προσήκουσα και ειδικότερα ότι ο ίδιος ο ενάγων ομολογούσε πως μεταξύ τους είχε συναφθεί σύμβαση, με τελικό ποσό αμοιβής του ενάγοντος, υπολογιζόμενο κατ' αποκοπήν, ήτοι με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ' και όχι την περ. α' του πδ. 696/1974 και ότι με βάση τη σύμβαση αυτή η συνολική αμοιβή του ενάγοντος, για τις 6 μελέτες που εκπόνησε, ανερχόταν στο ποσό των 9.707,95 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 2.232,83 Ευρώ και συνολικά 11.940,78 Ευρώ, την οποία και εξόφλησε προς τον ενάγοντα στις 12-10-2010, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου η αμοιβή του ενάγοντος είχε συμφωνηθεί στο ύψος της νόμιμης. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο τοπογράφος μηχανικός Π. Π. συνέταξε, κατ' εντολή του εναγομένου εργολάβου, το από τον Ιούνιο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα, βεβαιώνοντας επ' αυτού ότι το οικόπεδο είναι άρτιο και οικοδομήςιμο. Το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα ο εναγόμενος το παρέδωσε στον ενάγοντα, ο οποίος, σε μερική εκτέλεση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, συνέταξε τις συμφωνηθείσες μελέτες στατικών οικοδομικών έργων, καθώς και τον βάσει των μελετών προϋπολογισμό του έργου και αφού εγκρίθηκαν αυτά από τον εναγόμενο, κατέθεσε αίτηση για την έκδοση της σχετικής πολεοδομικής άδειας στις 2.11.2010, συνοδευόμενη από τις σχετικές μελέτες, τόσο αυτή των στατικών, όσο και τις ηλεκτρομηχανολογικές. Για τις τελευταίες αυτές μελέτες (τις ηλεκτρομηχανολογικές), ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή, διότι, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, ο εναγόμενος τις ανέθεσε τελικά στους Ε. Ε., ηλεκτρολόγο μηχανικό και Α. Π., μηχανολόγο μηχανικό, οι οποίοι και τις συνέταξαν, ενώ ο ενάγων, χωρίς συμμετοχή στη σύνταξή τους, απλά τις συνυπέγραψε, ώστε να υποβληθούν στην αρμόδια πολεοδομική αρχή για την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αναλυτικός προϋπολογισμός του όλου έργου, όσον αφορά τη μελέτη στατικών (οικοδομικές εργασίες), τα κονδύλια (εργασίες) του οποίου εγκρίθηκαν από τον εναγόμενο, με βάση τις τιμές μονάδας, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 430.803,65 Ευρώ που υπολόγισε ο ενάγων, ποσό που άλλωστε ανταποκρίνεται και στο μέγεθος και το είδος του όλου έργου και των επί μέρους εργασιών. Συγκεκριμένα, ο αναλυτικός προϋπολογισμός του όλου έργου αποτελείται από τα εξής επί μέρους κονδύλια: ........" Εκ των άνω παραδοχών προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά δέχθηκε ως συμφωνηθείσα νόμιμη αμοιβή του ενάγοντα - πρώτου αναιρεσίβλητου μηχανικού αυτήν που στηρίζεται σε ποσοστό επί του προϋπολογισμού του έργου με βάση δηλαδή το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α'του π.δ.696/1974 και όχι της έτερης, προβλεπόμενης από το άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ' του αυτού π.δ. της κατ' αποκοπή δηλαδή αμοιβής που ισχυρίζεται ο εναγόμενος - αναιρεσείων. Ούτε προκύπτει άλλωστε από τις άνω παραδοχές της ότι την άνω αμοιβή (του προϋπολογισμού) δέχεται ως την μόνη νόμιμη, αλλά την μία εκ των νομίμων. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις διατάξεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του εξέλαβε ως αληθινά (πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ). Ούτε παραβίασε μ' αυτές (άνω παραδοχές) εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις αυτές (δεύτερος λόγος αναίρεσης - επικουρικός - από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ), διότι αιτιολόγησε επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, διαλαμβάνοντας στην απόφαση του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ότι η συμφωνία αμοιβής του ενάγοντα - μηχανικού ήταν ν' αμειφθεί αυτός με ποσοστά επί τοις εκατό επί του προϋπολογισμού του ανατεθέντος σ' αυτόν από τον ενάγοντα - εργολάβο έργου και όχι "κατ' αποκοπή" και έτσι μπορεί να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως ο πρώτος και δεύτερος από τους λόγους αναίρεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τ' αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Με τους λόγους άλλωστε αυτούς, στην πραγματικότητα, πλήττονται απαραδέκτως (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου.
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του, απέδωσε σε αυτό περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του αληθινού, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Αντιθέτως δεν υπάρχει παραμόρφωση όταν το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από την συνεκτίμηση περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, αφού η κρίση αυτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 972/2015, ΑΠ 272/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ ότι δηλαδή το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 19-10-2010 εγγράφου προσφοράς - δήλωσης του ενάγοντα προς τον εναγόμενο, γιατί "Η αναιρεσιβαλλόμενη δέχθηκε ανελέγκτως ότι συνάψαμε με τον ενάγοντα σύμβαση, με βάση την από 19-10-2010 έγγραφη προσφορά του, την οποία αυθημερόν αποδέχθηκα και πλήρουσα εν συνόλω, με τελικό ποσό αμοιβής του ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΑΠΟΚΟΠΗΝ, ήτοι με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ' του π.δ. 696/1974 και όχι την περ. α' του ίδιου π.δ. και στη συνέχεια ερμήνευσε η σύμβαση αυτή ως ισχύουσα με βάση το σύστημα του προϋπολογισμού”, ενώ το περιεχόμενο αυτού ήταν διαφορετικό. Περαιτέρω αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη: "Δέχθηκε στην σελ. 12 αυτής τα εξής ως προς το αποδεικτικό αυτό έγγραφο: "Με την παραπάνω δήλωση, παρά την φαινομενική της ασάφεια ως προς το ύψος της αμοιβής του, ο ενάγων δήλωνε προς τον εναγόμενο στην πραγματικότητα ότι η αμοιβή που εδικαιούτο και θα απαιτούσε από αυτόν ήταν η νόμιμη, την οποία απλώς εκτιμούσε, κατά το χρόνο εκείνο, ότι θα ανερχόταν στο παραπάνω ποσό. Εξ άλλου, και στην (υποθετική) περίπτωση που ο ενάγων είχε συμφωνήσει με τον εναγόμενο αμοιβή για το σύνολο των μελετών κατώτερη της νόμιμης, η συμφωνία αυτή θα ήταν άκυρη, λόγω των ελαχίστων ορίων των αμοιβών των μηχανικών που ίσχυαν κατά τον χρόνο της κατάρτισής της, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν (υπό τον αριθ. 2)". Όπως διαπιστώθηκε όμως από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο στήριξε την κρίση του ότι η αμοιβή του πρώτου αναιρεσίβλητου συμφωνήθηκε με το σύστημα του προϋπολογισμού (επιζήμια κατά τον αναιρεσείοντα) όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο άνω έγγραφο, που φέρεται ως παραμορφωμένο, αλλά αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα το Εφετείο αναφέρει ότι στήριξε την κρίση του για το άνω ζήτημα επί πλέον στις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνταν και προσκόμισαν οι διάδικοι καθώς και στις επί μέρους ομολογίες τους, αξιολογώντας και εκτιμώντας αυτά συνολικά και τα οποία εξειδικεύει.
Επομένως δεν πρόκειται περί παραμόρφωσης εγγράφου κατά την έννοια που αναφέρθηκε. Άλλωστε, η προβαλλόμενη με τον λόγο αυτό αιτίαση, αφορά όχι σε λανθασμένη ανάγνωση του επίμαχου εγγράφου, αλλά σε (μη ελεγχόμενη αναιρετικά) διαφορετική από την θεωρούμενη από τον αναιρεσείοντα εκτίμησή του από το Δικαστήριο της ουσίας. Έτσι ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, πέραν της αοριστίας του, γιατί δεν εκτίθεται σ' αυτόν το πλήρες περιεχόμενο του άνω εγγράφου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος για τους άνω λόγους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ως ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή ότι δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν, κατά τα οποία είναι, σύμφωνα με τον νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας. Ως νομική αιτία που επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο νοείται ο νομικός κανόνας που διέπει την έννομη σχέση από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αιτίας όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι το δεδικασμένο καλύπτει και το προδικαστικό ζήτημα που κρίθηκε, το ζήτημα δηλαδή που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθύλην αρμόδιο να αποφασίσει για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα (ΑΠ 424/2015, ΑΠ 2168/2014 κ.α.). Τέλος κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση του νόμου”, δηλαδή των ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, αν πληρούν δηλαδή ή όχι τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 324 ΚΠολΔ και σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνο επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου πρέπει να γίνεται ρητή μνεία στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί νόμιμα και με πληρότητα στο δικαστήριο της ουσίας, συνοδευόμενος από το αίτημα αξιολόγησης του δεδικασμένου κατά την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, με σαφήνεια δε πρέπει να γίνεται αναφορά ότι το αντικείμενο της προηγηθείσας δίκης από την οποία η επίκληση του δεδικασμένου, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ'αυτήν με δύναμη δεδικασμένου, αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, οι παραδοχές του Εφετείου και τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης (εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης) (ΑΠ 1685/2018 ΑΠ 1311/2018, ΑΠ 1371/2014).
Περαιτέρω από τον συνδυασμό των άρθρων 86, 87, 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσεπίκληση, δηλαδή η διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης επιτρέπεται σε τρείς μόνο περιπτώσεις και ειδικότερα (α) των ομοδίκων επί αναγκαστικής ομοδικίας (αρθρ. 86 ΚΠολΔ), β)του αληθινού κυρίου ή νομέα, σε περίπτωση εμπράγματης αγωγής (άρθρ. 87 ΚΠολΔ) και γ)του υποχρέου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη δηλαδή, του καλουμένου δικονομικού εγγυητή (αρθρ. 88 ΚΠολΔ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο (α) όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου της κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο ή (β) αποζημίωση για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα.
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι κατά την έννοια του αρθρ. 88 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, σύμφωνα με τον νόμο ή σύμβαση, έννομη σχέση, η οποία σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον αν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την δεύτερη κατά του προσεπικαλουμένου. Επομένως, βάση της κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ ασκούμενη από τον εναγόμενο προσεπίκλησης και της επομένης σ'αυτήν αγωγής (παρεμπίπτουσας) κατά του προσεπικαλουμένου τρίτου, περί καταβολής στον προσεπικαλούντα κάθε ποσού, το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης κατ' αυτού της κύριας αγωγής, ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο ειδική έννομη σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο την αποζημίωση που αξιώνει απ' αυτόν (προσεπικαλούντα) κυρίως ενάγοντα. Ως εκ τούτου στοιχείο απαραίτητο της νομικής βασιμότητας της προσεπίκλησης και ενωμένης σ'αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής είναι η ύπαρξη της ως άνω ειδικής σχέσης μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλουμένου, ενώ σε περίπτωση που η ιστορική βάση αυτής (προσεπίκλησης) περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος, και γενικότερα υπόχρεος έναντι αυτού από την επίδικη έννομη σχέση, υπήρξε ο προσεπικαλούμενος τρίτος, τότε η προσεπίκληση (με την παρεμπίπτουσα αγωγή) είναι νομικά αβάσιμη, αφού η αλήθεια αυτού του αρνητικού της κύριας αγωγής ισχυρισμού που συνεπάγεται την απόρριψή της, αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ, προσεπίκλησης και της ενωμένης σ' αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, ο οποίος είναι η ικανοποίηση ηττηθέντος κυρίου διαδίκου σε μια και την αυτή δίκη, προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 2077/2013, ΑΠ 415/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια από τον αριθμ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αφορά, κατά εκτιθέμενα στην αίτηση, μόνο την δεύτερη αναιρεσίβλητη (άλλωστε ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν ήταν διάδικος στην πιο κάτω δίκη, από την οποία απορρέει το επικαλούμενο δεδικασμένο, ώστε δεν καταλαμβάνεται απ' αυτό). Ειδικότερα με τον λόγο αυτό ο αναιρεσείων παραπονείται για παράβαση δεδικασμένου εκ μέρους του Εφετείου με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που απορρέει από την υπ' αριθμ. 13290/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκρινε τελεσίδικα, δικάσαν ως Εφετείο, ότι η σ'αυτήν εναγομένη, ήδη προσεπικαλούμενη - παρεμπιπτόντως εναγομένη - δεύτερη αναιρεσίβλητη, είναι υπεύθυνη να τον αποζημιώσει από την μεταξύ τους εργολαβική σύμβαση ακόμη και για την αμοιβή του μηχανικού του έργου. Ισχυρίζεται περαιτέρω, όσον αφορά την απόρριψη, με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, της προσεπίκλησης και της ενωμένης μ' αυτήν αγωγής του κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης, ότι κακώς δεν ελήφθη υπόψη αυτό (δεδικασμένο) από το δικάσαν Εφετείο, αφού σύμφωνα με τ' ανωτέρω είναι δικονομική εγγυήτρια του στην προκείμενη υπόθεση. Επ’ αυτών το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη της προσεπίκλησής του ως μη νόμιμης και της σωρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής του ως απαράδεκτης. Ο παραπάνω λόγος της εφέσεως (τέταρτος) πρέπει να απορριφθεί από τώρα διότι α)η προσεπίκληση του ήδη εκκαλούντος ήταν πράγματι μη νόμιμη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν και ορθώς απορρίφθηκε ως τέτοια από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού κατά τα ιστορούμενα σ'αυτήν, επρόκειτο για αποζημίωση του προσεπικαλούντος στηριζόμενη στη μεταξύ αυτού και της προσεπικαλουμένης σύμβαση έργου και όχι για ευθύνη αποτελούσα συνέπεια της αποδοχής της κύριας αγωγής, ώστε να μπορεί η προσεπικαλουμένη να θεωρηθεί δικονομική εγγυήτρια του προσεπικαλούντος και β)η σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ήταν επίσης απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τις ίδιες νομικές σκέψεις....Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος που έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου (με την τελεσίδικη 13290/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) ότι η προσεπικαλούμενη παρεμπιπτόντως εναγομένη είναι υπόχρεη αποζημιώσεώς του για κάθε ζημία που υπέστη και θα υποστεί από τη ματαίωση του έργου, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του μηχανικού, εφόσον ευδοκιμήσει η εναντίον του (κύρια αγωγή), πρέπει να απορριφθεί διότι η ύπαρξη δεδικασμένου δεν καθιστά την προσεπικαλούμενη δικονομική εγγυήτρια του προσεπικαλούντος, με την προεκτεθείσα έννοια, ούτε η σχετική τελεσίδικη κρίση μπορεί να θεωρηθεί δικονομική δικλείδα, η οποία καθιστά παραδεκτή την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών" Με το άνω περιεχόμενο ο τέταρτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το πρώτο σκέλος του δηλαδή, είναι απορριπτέος ως αόριστος, γιατί στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται το περιεχόμενο και οι παραδοχές της απόφασης από την οποία δημιουργείται το δεδικασμένο, ούτε γίνεται ρητή μνεία στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί νόμιμα και με πληρότητα στο δικαστήριο της ουσίας, συνοδευόμενος από το αίτημα αξιολόγησης του δεδικασμένου κατά την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς.
Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη, γιατί παρά τον νόμο απέρριψε την προσεπίκλησή του και την επομένη σ' αυτήν αγωγή κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης - παρεμπιπτόντως εναγομένης, ως απαράδεκτες, κρίνοντας ότι η προσεπίκληση ήταν στηριζόμενη στην μεταξύ αυτού και της προσεπικαλουμένης σύμβασης έργου, παρά την αμετάκλητη δικαστική κρίση περί του αντιθέτου, παραβιάζοντας δεδικασμένο και κηρύσσοντας παρά το νόμο απαράδεκτο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί πέραν της αοριστίας του, αφού δεν εκτίθεται σ' αυτόν το ακριβές περιεχόμενο των άνω δικογράφων καθώς και της αποφάσεως από την οποία πηγάζει το επικαλούμενο δεδικασμένο (γίνεται μόνο αποσπασματική αναφορά στις παραδοχές αυτής στο ιστορικό της αίτησης), στηρίζεται ο λόγος αυτός σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δη ότι τα δικόγραφα που προαναφέρθηκαν απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη ως απαράδεκτα, ενώ μ' αυτήν απορρίφθηκαν ως νόμω αβάσιμα.
Κατόπιν αυτών η αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.
Τέλος, λόγω της ήττας του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-9-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1611/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, το ποσό των οποίων ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ