Αριθμός 961/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Καλλιόπη Πανά - Εισηγήτρια, και Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε." (Δ.Ε.Η. Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 8/2/2021 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Γιαλαμά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/4/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1538/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 5111/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 14/10/2019 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση, υπ' αριθμ. καταθ. .../2019 από 14/10/2019 της αναιρεσείουσας εταιρίας, ζητείται η αναίρεση της, αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσης, υπ' αριθμ. 5111/2019 απόφασης τους Μονομελούς Εφετείου Αθήνας, η οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 1/10/2018 έφεσή της, κατά της υπ’αριθμ. 1538/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την από 30/4/2011 (αριθ. καταθ. .../2011 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατ' αυτής, με την οποία εζητείτο η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων από αδικοπραξία, εξ αιτίας της ασθενείας που του προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας κατά την εκτέλεση της, ένεκα των παραλείψεων της εναγομένης και των προστηθέντων της να τηρήσουν τα αναγκαία και προβλεπόμενα μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων από τις βλαβερές επιδράσεις του αμιάντου, και στην οποί απασχολείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως η προσβαλλόμενη έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 20.000 ευρώ, αναγνώρισε δε την υποχρέωσή της να του καταβάλει άλλες 160000 ευρώ για την άνω αιτία.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 16-10-2019 (έκδοση προσβαλλόμενης 12-9-2019), αφού δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο. Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 120/2015, ΑΠ 529/2015, ΑΠ 918/2012, ΑΠ 480/2010).
Για να ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης, τόσο για την νομική, όσο και την ποσοτική ή ποιοτική αοριστίας ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται αυτό και να παρατίθεται, το περιεχόμενο της αγωγής, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένη ή απορρίφθηκε ως αόριστη, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 65/2017, 791/2015, ΑΠ 192/2015, ΑΠ 918/2012).
Πέραν τούτων για το παραδεκτό του άνω δεύτερου λόγου (αριθμ. 14) που ισχύει για όλους τους λόγους αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο ή η ακυρότητα νομίμως είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είχε επαναφερθεί στο δευτεροβάθμιο (άρθρ. 562 ΚΠολΔ), καθοριζομένου συγχρόνως του νομίμου τρόπου προβολής του σχετικού ισχυρισμού στο πρωτοβάθμιο κατά την πρώτη συζήτηση και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με λόγο έφεσης, είτε νομίμως με τις προτάσεις στο εφετείο (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 14/2017, ΑΠ 259/2017, ΑΠ 142/2013, ΑΠ 1705/2008, 2013/2008), έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, εκτός αν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 562 παρ. 2 και αυτό πρέπει ν' αναφέρεται στην αίτηση (ΑΠ 2246/2009). Δηλαδή πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΑΠ 564/2008). Δεν αρκεί για το παραδεκτό της σχετικής πρότασης το γεγονός ότι ο αναιρεσείων είχε προτείνει την αοριστία της αγωγής με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό δικαστήριο, γιατί στις εργατικές διαφορές όπου η κατάθεση των προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική ο σχετικός ισχυρισμός για το παραδεκτό της προβολής του, θα πρέπει να περιέχεται απαραίτητα και στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με σχετική αναφορά και συνοπτική Έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (Ολ ΑΠ 2/2005, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 145/2014). Οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης δημιουργούνται μόνο προκειμένου για παράβαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, αντίστοιχα, κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, όχι όμως και κανόνων του δικονομικού δικαίου. Δικονομικοί θεωρούνται οι κανόνες δικαίου εκείνοι που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και τη μορφή της έννομης προστασίας (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 1897/2009). Τέτοιοι κανόνες είναι εκείνοι των διατάξεων των άρθρων 106 (ΑΠ 394/2002, ΑΠ 1104/2000) και 110 (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 84/1989) του ΚΠολΔ.
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠοΛΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014). Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποιά δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 976/2020, ΑΠ 638/2019, ΑΠ 1389/2018, ΑΠ 670/2018, ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί: α) παρά τις προβλέψεις των άρθρων 106, 111, 118 και 216 ΚΠολΔ δεν κήρυξε απαράδεκτο και δη έκρινε ορισμένη την αγωγή του αναιρεσίβλητου, ενώ ήταν αόριστη, αφού δεν ισχυριζόταν ότι η νόσος του συνιστά εργατικό ατύχημα, κάτι που έπραξε με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ούτε ότι η παροχή της εργασίας του ελάμβανε χώρα κάτω από τελείως εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, ούτε ότι η εργοδότρια γνώριζε δήθεν την εκδήλωση της νόσου του και ότι παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να τον απασχολεί. ‘Οτι δεν αναφέρει επίσης με ποιο τρόπο επέδρασε στην υγεία του ο αμίαντος, ποια ήταν η συγκέντρωση του αμίαντου στους άνω χώρους ή ότι ήταν μεγαλύτερα της επιτρεπόμενης ή οποιασδήποτε μέτρησης της συγκέντρωσης του αμίαντου. Ότι έτσι δεν μπορεί να συναχθεί αν είναι εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσος (αριθ. 14 άρθρ. 559 ΚΠολΔ), β) παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και δη τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 551/1915 και 216 ΚΠολΔ με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή αυτών κρίνοντας ορισμένη την αγωγή (άρθρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) και γ) ότι αναιτιολόγητα και με ελλειπείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης έκανε την αγωγή δεκτή. Πάντα δε τ' ανωτέρω σχετικά με τον χαρακτηρισμό της νόσου του ενάγοντα ως "εργατικού ατυχήματος" ή "επαγγελματικής νόσου”, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως τέτοιας.
Ο άνω λόγος και κατά το σκέλος του από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το άνω απαράδεκτο της αγωγής (αοριστία) είχε παραδεκτά προταθεί ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με προφορική δήλωση στο ακροατήριο που περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του (αυτό άλλωστε δεν προκύπτει), όπως θα έπρεπε και όχι μόνο με αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, που δεν αρκεί για τις διαφορές της εργατικής διαδικασίας, όπως εν προκειμένω.
Περαιτέρω είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί δεν αναφέρεται σ'αυτόν το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη σφάλμα, δηλαδή, αν η αγωγή περιέχει επαρκή Έκθεση των στοιχείων που είναι αναγκαία για την στήριξη της αγωγικής αξίωσης ή όχι, και στην τελευταία περίπτωση, εάν το Εφετείο, θεωρώντας εσφαλμένα ότι τα στοιχεία αυτής είναι επαρκή την έκρινε ορισμένη ενώ δεν ήταν. Περαιτέρω οι λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, γιατί τόσο η αγωγή, όσο και το διατακτικό της προσβαλλόμενης στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ και όχι σ' αυτές του ν. 551/1915 (ΑΠ 145/2014). Η αναφορά της προσβαλλόμενης στις διατάξεις του νόμου αυτού γίνεται συνδυαστικά με τις προαναφερθείσες για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς ήτοι αδικοπραξία επ'ευκαιρία εργασιακής σχέσης πλεοναστικά βεβαίως γίνεται με τις παραδοχές της αναφορά και σε εργατικό ατύχημα, πλέον της αδικοπραξίας, αφού με την αγωγή ζητείται η εκδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία της εναγομένης και των προστηθέντων της λόγω παραβίασης των όρων ασφαλείας στην εργασία από πταίσμα της δηλαδή. Η σχετική δε αξίωση δεν προβλέπεται από τον νόμο αυτό (551/1915), αλλά από τις περί αδικοπραξιών πιο πάνω διατάξεις όπως θα αναλυθεί κατωτέρω (ΑΠ 88/2018). Επί πλέον ως προς τον αριθμ. 19 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ δεν γίνεται αναφορά στην αίτηση, με βάση τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης, οι κατά την αναιρεσείουσα υπάρχουσες ανεπάρκειες ή αντιφάσεις των αιτιολογιών σχετικά με τις εφαρμοστέες πιο πάνω διατάξεις, ή τι επι πλέον έπρεπε να περιλαμβάνει αυτή για την επάρκεια των αιτιολογιών της.
Τέλος ο πρώτος λόγος από τους αριθμ. 1 και 19 αναφορικά με την αιτίαση ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 106 και 110 ΚΠολΔ, οι οποίοι, όμως, είναι σαφώς κανόνες δικονομικού δικαίου (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 394/2002, ΑΠ 84/1989, στηριζόμενος στους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος και εξ αυτού του λόγου.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσαν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8- 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α' ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ' αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής. Θα πρέπει, δηλαδή, αφ' ενός το αίτιο, στο οποίο οφείλεται η βλάβη, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και αφ' ετέρου η βλάβη να μην μπορούσε να επέλθει χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986). Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ 1401/2013). Εξάλλου, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες, καθορίζονται ειδικότερα: Α) με το π.δ. 17/18-1-1996 "Μέτρα ασφάλειας - υγείας εργαζομένων για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί της ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων προς τις διατάξεις των Οδηγιών 89/391/ΕΟΚ της 12-6-1989 και 91/383/ΕΟΚ της 25-6-1991”, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Στο άρθρο 7 του εν λόγω π.δ. ορίζονται, εκτός των άλλων, και τα ακόλουθα: 1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των τρίτων. [...]. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) [...], γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζόμενους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, [...]. 7. Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, [...], γ) προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, ειδικότερα όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, καθώς και την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας, [...], θ) παροχή των κατάλληλων οδηγιών στους εργαζόμενους. Β) Με το π.δ. 399/1994 "Προστασία Εργαζομένων από καρκινογόνους παράγοντες”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία του Συμβουλίου 90/394/ΕΟΚ, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται και έχει ως αντικείμενο την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται ή μπορούν να προέλθουν από την Έκθεση κατά την εργασία σε καρκινογόνους παράγοντες, καθώς και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων από αυτούς τους κινδύνους. Στο άρθρο 5 περ. θ', Γ και ιβ' του ως άνω π.δ. ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να ενημερώνει τους εργαζόμενους, να οριοθετεί τις επικίνδυνες ζώνες με τη χρήση κατάλληλων σημάτων προειδοποίησης και ασφάλειας και να χρησιμοποιεί μέσα για την ασφαλή αποθήκευση των καρκινογόνων παραγόντων. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 παρ.2 του ίδιου π.δ., ορίζεται ότι ο εργοδότης πρέπει να παρέχει στους εργαζόμενους κατάλληλο προστατευτικό ιματισμό ή άλλο κατάλληλο ειδικό ιματισμό, ενώ στο άρθρο 11 παρ. ιεδ α' και β' ορίζεται ότι εάν τα αποτελέσματα της εκτίμησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 καταδεικνύουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των εργαζομένων, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση: α) Να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες γιατρού εργασίας, όπως αυτός ορίζεται στο ν. 1568/1985, ανεξάρτητα από τον αριθμό εργαζομένων στην επιχείρηση και β) Να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις υποδείξεις του γιατρού εργασίας, ότι κάθε εργαζόμενος πριν από την Έκθεση και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, υπόκειται σε ιατρική εξέταση για την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του. Γ) Με το π.δ. 396/1994 ‘Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την Οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ”, το οποίο, στο άρθρο 3, ορίζει ότι οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να χρησιμοποιούνται, εφόσον οι κίνδυνοι δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν ή να περιορισθούν επαρκώς με τεχνικά μέσα ή μέσα συλλογικής προστασίας ή με τα μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας και στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους, ενώ στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εργοδότης ενημερώνει εκ των προτέρων τους εργαζόμενους σχετικά με τους κινδύνους, από τους οποίους τους προστατεύει ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας (ΑΠ 981/2015, 1401/2013, 1510/2010,106/2003). Περαιτέρω, με το π.δ. 70α/1988 "Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται στον αμίαντο κατά την εργασία" που ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο (1990-1996) και με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 83/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1983, ορίζονται τα ειδικά μέτρα ασφαλείας για την προστασία από τον αμίαντο, ήτοι; "Άρθρο 1 "Πεδίο εφαρμογής" 1. Το παρόν Π. Δ/γμα εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις ή τμήματα τους του άρθρο 1 του νόμου 1568/85 Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων”, στις οποίες διενεργούνται εργασίες κατά τη διάρκεια των οποίων οι εργαζόμενοι εκτίθενται ή ενδέχεται να ζουν σε αμίαντο. Ως "αμίαντος" νοείται οποιοδήποτε από τα παρακάτω ινώδη πυριτικά ορυκτά: - ακτινόλιθος αριθ. μητρώου ... (*) του ... (...), - αμοσίτης ή γρυνερίτης αριθ. μητρώου ... (*) του ....- ανθοφυλλίτης αριθ. μητρώου ... (*) του ..., - κροκιδόλιθος αριθ. μητρ. ... του ..., - τρεμολίτης αριθ. μητρώου ... (*) του ..., - χρυσότιτλος αριθ. μητρώου ... του ..., και κάθε μίγμα που αποτελείται από ένα ή περισσότερα από αυτά. Άρθρο 2 "Γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών" 1. Οι εργοδότες των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, έχουν την υποχρέωση να προβούν στις πιο κάτω ενέργειες:- μετρήσεις του αμίαντου στον αέρα του χώρου εργασίας (έλεγχος περιβάλλοντος),- τήρηση γενικών μέτρων πρόληψης (τεχνικών και οργανωτικών), - γενική ενημέρωση των εργαζομένων. 2. Οι μετρήσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο αποσκοπούν στην εκτίμηση του κινδύνου για τους εργαζομένους, οι οποίοι εκτίθενται σε αμίαντο κατά την εργασία τους. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών καθορίζουν το εύρος των μέτρων που θα ληφθούν στη συνέχεια σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 του παρόντος Π. Δ/τος. 3. Ο τόπος, ο χρόνος, το είδος των μετρήσεων κατά τον έλεγχο περιβάλλοντος και γενικά κάθε πρόβλημα που είναι δυνατόν να προκύψει ανάλογα με τη φύση και τις συνθήκες εργασίας, αποτελεί αντικείμενο διαβούλευσης μεταξύ εργοδότη και της επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας ή του αντιπροσώπου των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1568/85. Όπου δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή ή αντιπρόσωπος η διαβούλευση γίνεται με τους ίδιους τους εργαζομένους. 4. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων κοινοποιούνται στην επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας ή στον αντιπρόσωπο για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας ή στους εργαζόμενους. 5. Η εκτίμηση του κινδύνου αναθεωρείται με νέες μετρήσεις, όταν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ανακριβής ή όταν έχει γίνει ουσιαστική μεταβολή στην εργασία, που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την έκθεση των εργαζομένων στον αμίαντο. Άρθρο 3 "Μέτρηση αμιάντου στον αέρα" (έλεγχος περιβάλλοντος) 1. Η μέτρηση αμιάντου στον αέρα του χώρου εργασίας διενεργείται με μέτρηση της έκθεσης κάθε εργαζομένου σε αμίαντο. έκθεση σε αμίαντο θεωρείται η έκθεση του εργαζόμενου σε αιωρούμενες στον αέρα ίνες αμιάντου και εκφράζεται σε ίνες ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (ίνες/ cm3 αέρα). Για τη μέτρηση της έκθεσης σε αμίαντο "ίνα αμιάντου" θεωρείται κάθε σωματίδιο μήκους τουλάχιστον πέντε μικρομέτρων (5μm) διαμέτρου μικρότερης των τριών μικρομέτρων (3μm) και σχέσεως μήκους προς διάμετρο μεγαλύτερης από 3:1. 2. Για τη μέτρηση του αμιάντου λαμβάνεται δείγμα από τον αέρα που εισπνέει ο εργαζόμενος (δειγματοληψία). Το δείγμα αναλύεται για να καθορισθεί η ποσότητα του αμιάντου που περιέχει (ανάλυση) και να υπολογισθεί η έκθεση του εργαζόμενου σε αμίαντο. Η δειγματοληψία και ανάλυση των δειγμάτων γίνονται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και με κατάλληλα όργανα, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και τις οδηγίες που περιέχονται στο Παράρτημα I αυτού του Π. Δ/τος. Η διάρκεια των δειγματοληψιών πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη και τις απαιτήσεις του σημείου 5γ του Παραρτήματος I, να επιτρέπει τον προσδιορισμό, άμεσα με τη μέτρηση ή έμμεσα με υπολογισμό, της μέσης χρονικά σταθμισμένης έκθεσης του εργαζόμενου σε αμίαντο για μια περίοδο αναφοράς 8 ωρών (μία βάρδια). 3. Όλες οι μετρήσεις πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο στον αέρα και για το σκοπό αυτό γίνονται, κατά το δυνατόν, με ατομικές" δειγματοληψίες. Κατά τις μετρήσεις λαμβάνεται υπόψη η φύση των εργασιών που εκτελούνται καθώς επίσης και οι συνθήκες και η διάρκεια έκθεσης των εργαζομένων. 4. Όταν υπάρχει ομάδα εργαζομένων που εκτελούν τις ίδιες ή παρόμοιες εργασίες στον ίδιο χώρο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες, τότε είναι δυνατόν να γίνει μέτρηση σε ένα (1) τουλάχιστον για κάθε δέκα (10) εργαζόμενους, που ανήκουν στην ίδια ομάδα, ώστε να εκτιμηθεί η έκθεση του, η οποία θεωρείται ότι είναι ίδια και για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Άρθρο 4 "Γενικά μέτρα πρόληψης" (τεχνικά και οργανωτικά). Ο εργοδότης οφείλει να παίρνει όλα τα απαραίτητα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η έκθεση των εργαζομένων σε αμίαντο, όσο είναι πρακτικά δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση η έκθεση πρέπει να διατηρείται σε επίπεδο κατώτερο εκείνου, που ορίζεται από τις οριακές τιμές έκθεσης του άρθρου 12 του παρόντος, με τη λήψη των κατάλληλων κάθε φορά προληπτικών μέτρων από τα αναφερόμενα παρακάτω: Α. Γενικά μέτρα 1. Η ποσότητα αμιάντου που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση, πρέπει να περιορίζεται στην ελάχιστα αναγκαία ποσότητα. Ιδιαίτερα η χρήση του κροκιδόλιθου πρέπει να αποφεύγεται κατά το δυνατόν, και να επιδιώκεται η αντικατάσταση του από άλλα υλικά λιγότερο επικίνδυνα, όσο αυτό είναι πρακτικά εφικτό. 2. Ο αριθμός των εργαζομένων που εκτίθενται ή είναι δυνατόν να εκτεθούν σε αμίαντο καθώς και ο χρόνος έκθεσης τους πρέπει να περιορίζεται από απολύτως αναγκαία όρια. 3. Κατ' αρχήν πρέπει να σχεδιάζονται μέθοδοι και διαδικασίες εργασίας ώστε να μην απελευθερώνεται σκόνη αμιάντου στην ατμόσφαιρα. Αν τούτο δεν είναι πρακτικά δυνατόν να επιτευχθεί, η σκόνη πρέπει να δεσμεύεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο σημείο εκπομπής της. 4. Ο αμίαντος ή μίγματα που περιέχουν ελεύθερο αμίαντο πρέπει να αποθηκεύονται και να μεταφέρονται στους χώρους εργασίας, μέσα σε κατάλληλες κλειστές συσκευασίες, επισημασμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15. 5. Ο χειρωνακτικός χειρισμός του αμίαντου πρέπει να αποφεύγεται, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο από τη φύση της εργασίας, οπότε πρέπει να λαμβάνονται και ειδικά μέτρα ατομικής προστασίας. 6. Απαγορεύεται η εφαρμογή του αμίαντου με τη μέθοδο του ψεκασμού (SPRAY). 7. Όλα τα απορρίμματα των εργασιών που περιέχουν αμίαντο πρέπει να συλλέγονται και να απομακρύνονται από το χώρο εργασίας το συντομότερο δυνατόν, μέσα σε κατάλληλες κλειστές συσκευασίες με ειδική επισήμανση, συμφωνά με το άρθρο 15. Β. Πρόσθετα τεχνικά μέσα 1. Όσο είναι τεχνικά δυνατό οι διάφορες κατεργασίες ή χρήσεις του αμιάντου πρέπει να διενεργούνται με υγρές μεθόδους, ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η δημιουργία και διασπορά σκόνης στο περιβάλλον. 2. Η αφαίρεση του αμιάντου ή των πρώτων υλών που περιέχουν ελεύθερο αμίαντο από τους σάκκους ή δοχεία συσκευασίας κατά την οποία είναι δυνατή η διασπορά τού στο περιβάλλον, πρέπει να διενεργείται, όσο είναι πρακτικά δυνατό σε κατάλληλα κλειστά τμήματα με ισχυρό τοπικό εξαερισμό, ώστε να αποφεύγεται η διαφυγή σκόνης στο περιβάλλον. 3. Ο αέρας που εισάγεται στους χώρους εργασίας, κατά τη λειτουργία συστήματος γενικού εξαερισμού για την ανανέωση του αέρα του εργασιακού περιβάλλοντος, πρέπει να είναι κατά το δυνατόν απαλλαγμένος από ίνες :αμιάντου, ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνση του εργασιακού περιβάλλοντος. 4. Η σκόνη αμίαντου που δεσμεύεται από τα συστήματα εξαερισμού, πρέπει να συλλέγεται σε κλειστά συστήματα φίλτρων και να μη διαχέεται στο εργασιακό περιβάλλον. 5. Όλα τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση ή την κατεργασία του αμιάντου, πρέπει να καθαρίζονται και να συντηρούνται αποτελεσματικά και τακτικά. Ειδικότερα: α) Ο καθαρισμός πρέπει να διενεργείται, όσο είναι πρακτικά δυνατό, με κατάλληλο σύστημα δημιουργίας κενού ή άλλη κατάλληλη μέθοδο, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία και διασπορά σκόνης αμιάντου στο περιβάλλον, β) Όταν τούτο δεν είναι πρακτικά δυνατό να εφαρμοσθεί, πρέπει οι εργαζόμενοι που εκτελούν τον καθαρισμό να είναι εφοδιασμένοι με κατάλληλο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό. Άλλοι εργαζόμενοι απαγορεύεται να υπάρχουν στον χώρο κατά τη διάρκεια του καθαρισμού. Άρθρο 5 "Γενική ενημέρωση εργαζομένων”. Σε κάθε δραστηριότητα του άρθρου 1, ο εργοδότης πρέπει να λαμβάνει όλα τα μέτρα, ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να πληροφορούνται κατά την πρόσληψή τους και στη συνέχεια σε τακτικά χρονικά διαστήματα γραπτά και προφορικά: α) τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία από την έκθεση σε αμίαντο, β) τα μέτρα υγιεινής που πρέπει να τηρούνται στα οποία περιλαμβάνεται και αποχή από το κάπνισμα, γ) τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται όσον αφορά τη χρήση κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και ενδυμάτων, δ) τα οργανωτικά, τεχνικά ή άλλα μέτρα που λήφθηκαν και αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της έκθεσης σε αμίαντο, ε) τις διατάξεις αυτού του Π. Δ/τος Άρθρο 6 "Όρια δράσης - Πρόσθετα μέτρα προστασίας" 1. Αν από τις μετρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 2 διαπιστωθεί ότι, χωρίς τη χρήση ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού, η έκθεση των εργαζομένων σε αμίαντο, μετρούμενη ή υπολογιζόμενη σαν μέση χρονικά σταθμισμένη τιμή για οκτάωρη ημερήσια εργασία, βρίσκεται σε επίπεδα ίσα ή μεγαλύτερα από: - 0,25 ίνες/CΜ3 για εργασίες με καθημερινή έκθεση σε αμίαντο ή - μία αθροιστική δόση 15 ινοημερών/CΜ3 επί 3 μήνες για εργασίες με αμίαντο που δεν επαναλαμβάνονται καθημερινά. Οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση, εκτός των μέτρων του Κεφαλαίου β' του παρόντος, να εφαρμόσουν και τα παρακάτω:- γνωστοποίηση εργασιών - τακτικό έλεγχο του περιβάλλοντος - επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων - ειδικά μέτρα πρόληψης - ειδική ενημέρωση που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 7, 8, 9, 10 και 11 αυτού του Κεφαλαίου, και - τήρηση αρχείου και ιατρικών φακέλων όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του Κεφαλαίου Ε’. Τα ανωτέρω αναφερόμενα επίπεδα έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο, η υπέρβαση των οποίων καθιστά υποχρεωτική τη λήψη των πρόσθετων μέτρων προστασίας, καλούνται εφεξής όρια δράσης. 2. Στις παραπάνω επιχειρήσεις οι αναγκαίες μετρήσεις, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, η τήρηση αρχείων και φακέλων διενεργούνται με μέριμνα του τεχνικού ασφαλείας και του γιατρού εργασίας. 3. Ο νόμος 1568/85 "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων" επεκτείνεται σε όλες τις επιχειρήσεις της παρ. 1 ανεξαρτήτως αριθμού εργαζομένων, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση απασχόλησης γιατρού εργασίας της επιχείρησης. Άρθρο 8 "Τακτικός έλεγχος περιβάλλοντος" 1. Κάθε εργοδότης της παρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργεί τακτικό έλεγχο του περιβάλλοντος κάθε τρείς μήνες τουλάχιστον με τους όρους του άρθρου 3 και με τις τεχνικές προδιαγραφές και οδηγίες που αναφέρει το Παράρτημα I. Εκτός από τους τακτικούς ελέγχους διενεργούνται και άτακτοι έλεγχοι κάθε φορά που αλλάζουν ουσιαστικά οι συνθήκες εργασίας και έκθεσης των εργαζομένων, λόγω τεχνικών αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία. 2. Η ελάχιστη συχνότητα του ελέγχου του περιβάλλοντος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορεί, εφόσον δεν έχει επέλθει ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες εργασίας και έκθεσης των εργαζομένων, να περιορίζεται μέχρι μία φορά το χρόνο αν τα αποτελέσματα των δύο προηγουμένων ελέγχων δεν υπερβαίνουν το μισό των οριακών τιμών που ορίζονται στο άρθρ. 6. 3. Η Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας της επιχείρησης ή ο αντιπρόσωπος των εργαζομένων ή, όπου δεν υπάρχουν, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι γνωμοδοτούν και γενικά συνεργάζονται στην εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου. Άρθρο 9 "Επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων" 1. Κάθε εργοδότης της παρ. 1 του άρθρου 6 τoυ παρόντος υποχρεούται να παραπέμπει κάθε εργαζόμενο πριν από την έναρξη της έκθεσης σε αμίαντο, σε χώρους εργασίας όπου έχει διαπιστωθεί υπέρβαση των ορίων δράσεως, σε ιατρική εξέταση για την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ειδική εξέταση του θώρακα και διενεργείται σύμφωνα με τις αρχές και την πρακτική της ιατρικής και τις οδηγίες του Παραρτήματος II. Η ιατρική εξέταση επαναλαμβάνεται μια τουλάχιστον φορά κάθε τρία χρόνια για όσο διάστημα διαρκεί η έκθεση σε αμίαντο. 2. Αρμόδιος για την επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων είναι ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης ο οποίος, ανάλογα με τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης διατυπώνει τη γνώμη του σχετικά με τα ενδεχόμενα ατομικά προστατευτικά ή προληπτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ανάλογα με την περίπτωση την αλλαγή της θέσης εργασίας ή και την απαγόρευση της έκθεσης του εργαζόμενου σε αμίαντο. Ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αρμόδιο γιατρό ή και από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας επανεκτίμηση των στοιχείων με βάση τα οποία κρίθηκε αναγκαία η λήψη των παραπάνω μέτρων. 3. Ο γιατρός εργασίας της επιχείρησης πρέπει να παρέχει στους εργαζόμενους πληροφορίες και συμβουλές, όσον αφορά την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας τους, η οποία μπορεί να γίνεται μετά το πέρας της απασχόλησης τους σε εργασίες στις οποίες είχαν εκτεθεί σε αμίαντο. Άρθρο 10 "Ειδικά μέτρα πρόληψης”. Στις επιχειρήσεις όπου διενεργούνται εργασίες στις οποίες διαπιστώθηκε υπέρβαση του ορίου δράσης που αναφέρεται στο άρθρο 6, οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν εκτός από τα μέτρα του άρθρου 4, και τα παρακάτω ειδικά μέτρα: 1. Οι χώροι όπου διεξάγονται οι εργασίες αυτές: α) να μην είναι προσιτοί σε άλλους εργαζόμενους εκτός από εκείνους οι οποίοι πρέπει να εισέρχονται σ' αυτούς, λόγω της εργασίας ή των καθηκόντων τους, β) να αποτελούν περιοχές όπου πρέπει να απαγορεύεται το κάπνισμα, γ) να είναι σαφώς οριοθετημένοι και να έχουν εμφανή σήμανση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 15 παρ. 1 του παρόντος. 2. Να διευθετούνται κατάλληλοι χώροι, όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να τρώγουν και να πίνουν χωρίς κίνδυνο μόλυνσης από τον αμίαντο. 3. Να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλα ενδύματα εργασίας ή προστασίας και άλλα μέσα ατομικής προστασίας, ανάλογα με την περίπτωση. Τα ενδύματα εργασίας ή προστασίας παραμένουν στο χώρο της επιχείρησης. Είναι δυνατόν όμως να δίνονται για καθαρισμό σε επιχειρήσεις που διαθέτουν τον απαιτούμενο για το σκοπό αυτό εξοπλισμό και βρίσκονται έξω από τον χώρο της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή η μεταφορά των ενδυμάτων εκτελείται, σε κλειστά δοχεία ή σάκκους, τα οποία είναι επισημασμένα κατάλληλα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του παρόντος, τα δε πρόσωπα που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό ενημερώνονται κατάλληλα από τον εργοδότη για τους ενδεχόμενους κινδύνους. 4. Να παρέχονται στους εργαζόμενους ξεχωριστοί χώροι φύλαξης για τα ενδύματα εργασίας ή προστασίας αφενός και για τα κοινά ενδύματα αφετέρου. 5. Να παρέχονται στους εργαζόμενους κατάλληλες και επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν και ντούς. 6. Ο προστατευτικός εξοπλισμός να τοποθετείται σε καθορισμένο χώρο, να ελέγχεται και να καθαρίζεται μετά από κάθε χρήση και να επιδιορθώνεται ή να αντικαθίσταται προτού χρησιμοποιηθεί πάλι. Άρθρο 11 "Ειδική ενημέρωση των εργαζομένων" 1.
Η ειδική ενημέρωση είναι συμπληρωματική εκεινής του άρθρου 5 και παρέχεται στους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή χώρους εργασίας στους οποίους από την εκτίμηση του άρθρου 2 διαπιστώθηκε υπέρβαση του ορίου δράσης. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικές με: - τα αποτελέσματα των μετρήσεων της έκθεσης των εργαζομένων σε αμίαντο κατά τον έλεγχο του περιβάλλοντος, - τα στατιστικά (όχι ονομαστικά) αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων. - την σημασία των αποτελεσμάτων των μετρήσεων και εξετάσεων. 2. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων ανακοινώνονται ατομικά στον κάθε εργαζόμενο που αφορούν, από το γιατρό εργασίας της επιχείρησης. 3. Τα μέλη της Επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας ή ο αντιπρόσωπος των εργαζομένων και οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι ενημερώνονται, σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών τιμών Έκθεσης του άρθρου 12, για την υπέρβαση και τα αίτιά της και γνωμοδοτούν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ή σε επείγουσα περίπτωση ενημερώνονται για τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί. Άρθρο 12 "Οριακές τιμές Έκθεσης" Καθορίζονται οι ακόλουθες τιμές Έκθεσης: 1. Για όλους τους τύπους αμιάντου, εκτός του κροκιδόλιθου, η χρονικά σταθμισμένη τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου, στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 8ωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά την 1 ίνα ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (1/iva/CM3). 2. Για τον κροκιδόλιθο η χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 8ωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά τις 0,5 ίνες ανά κυβικό εκατοστόμετρο αέρα (0,5 ίνες/CΜ3). 3. Για μίγμα κροκιδόλιθου με άλλους τύπους αμιάντου η χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή συγκέντρωσης ινών αμιάντου, στον αέρα του χώρου εργασίας, στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 8ωρης ημερήσιας εργασίας μιας 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν πρέπει να ξεπερνά την τιμή που υπολογίζεται αχ-βφ από τον τύπο ίνες/CΜ3, όπου: 100 α = ποσοστό (%) του κροκιδόλιθου που περιέχεται στο μίγμα, β = ποσοστό (%) των άλλων τύπων αμίαντου που περιέχονται στο μίγμα, χ = οριακή τιμή Έκθεσης σε κροκιδόλιθο (0,5 ίνες/CΜ3 αέρα), ψ = οριακή τιμή έκθεσης σε άλλους τύπους αμιάντου (1 iva/CM3 αέρα).
Άρθρο 13 Μέτρα σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών τιμών έκθεσης σε αμίαντο 1. Όταν κατά τον έλεγχο του περιβάλλοντος διαπιστώνεται σε ένα χώρο εργασίας υπέρβαση των οριακών τιμών έκθεσης, πρέπει να προσδιορίζεται η αιτία της υπέρβασης αυτής και να λαμβάνονται το συντομότερο δυνατόν τα κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα. Η εργασία στον παραπάνω χώρο μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν ληφθούν κατάλληλα προφυλακτικά μέτρα για την προστασία των εκεί εργαζομένων. 2. Αμέσως μετά γίνεται νέος προσδιορισμός της έκθεσης σε αμίαντο, ώστε να εξακριβωθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1. 3. Ο γιατρός εργασίας και ο τεχνικός ασφάλειας, όπου υπάρχει, εισηγούνται τα προφυλακτικά και επανορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν. 4. Στην περίπτωση που η Έκθεση δεν μπορεί εύλογα να περιορισθεί με άλλα μέσα και είναι απαραίτητη η χρήση ατομικής προστατευτικής αναπνευστικής συσκευής, η χρήση της συσκευής αυτής δεν επιτρέπεται να είναι μόνιμη και πρέπει να περιορίζεται για κάθε εργαζόμενο, στον απολύτως αναγκαίο ελάχιστο χρόνο. 5. Για ορισμένες δραστηριότητες κατά τις οποίες προβλέπεται υπέρβαση των οριακών τιμών και για τις οποίες δεν είναι εύλογα εφικτό να ληφθούν προληπτικά τεχνικά μέτρα για να περιορισθεί η συγκέντρωση ινών αμιάντου στον αέρα, ο εργοδότης ορίζει εκ των προτέρων τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων κατά τις δραστηριότητες αυτές και ιδίως: - χορηγείται στους εργαζόμενους ένας κατάλληλος αναπνευστικός εξοπλισμός και άλλος αναγκαίος ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός τον οποίο οφείλουν να φέρουν κατά την εργασία τους. - τοποθετούνται πινακίδες προειδοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του παρόντος. Πριν από τις δραστηριότητες αυτές ζητείται η γνώμη της επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας της επιχείρησης ή του εκπροσώπου για την υγιεινή και ασφάλεια ή, όπου δεν υπάρχουν, των ίδιων των εργαζομένων. Άρθρο 16 "Τήρηση στοιχείων" 1. Στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις στις οποίες διενεργείται τακτικός έλεγχος του περιβάλλοντος και επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων, τηρούνται τα βιβλία, οι ατομικοί ιατρικοί φάκελοι και οι κατάλογοι που προβλέπονται από το νόμο 1568/85 "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων”, που καταχωρούνται με ακρίβεια όλα τα στοιχεία των ελέγχων και εξετάσεων. Για την τήρηση των στοιχείων αυτών μπορεί να εφαρμοσθεί το σύστημα τήρησης αρχείου το οποίο ακολουθεί η επιχείρηση ή εκμετάλλευση, αρκεί το σύστημα αυτό να εξασφαλίζει τη συστηματική και οργανωμένη καταχώριση αλλά και την εύκολη και γρήγορη ανεύρεση και αξιολόγησή τους...”. Τέλος, προς εναρμόνιση της ελληνικής έννομης τάξης με τις διατάξεις της 87/217/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Μαρτίου 1987 "σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο" εκδόθηκε η ΚΥΑ 8243/1991 των Υπουργών Εσωτερικών-Εθνικής Οικονομίας - Κοινωνικών Ασφαλίσεων - ΠΕΧΩΔΕ, Βιομηχανίας "Μέτρα για την πρόληψη και την μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από εκπομπές αμιάντου”, η οποία επανέλαβε τις κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεις των υπευθύνων έργων ή δραστηριοτήτων που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την κατεργασία υλικών από αμίαντο”.
Περαιτέρω χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη (άρθρ. 298, 298, 299, 330, 914, 922, 926, 932 ΑΚ) ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις όμως του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 αναφέρονται στην εκδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στην χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτήν μόνο οι γενικές διατάξεις αναφερόμενες ανωτέρω μόνο συνδυαστικά με τις πρώτες. Οπότε αρκεί για την επιδίκαση αυτής να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του ζημιωθέντος ή του προστηθέντος απ' αυτόν (άρθρ. 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, να συντρέχει δηλαδή οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 ν.551/1915. Εξ άλλου για την ύπαρξη της ανωτέρω υποχρέωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του εργοδότη ή των προστηθέντων του και του αποτελέσματος που επήλθε απ' αυτήν. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 ΚΠολΔ) η πράξη ή η παράλειψη, σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίστασης (άρθρ. 928 εδ. β ΑΚ) ήταν ικανή και πρόσφορη να παράγει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Η κρίση για το αν, υπό τα φερόμενα ως διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, η πράξη ή η παράλειψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1191/19, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 1510/2010).
Για την πληρότητα, κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα πρέπει να εκτίθενται σ' αυτήν η ύπαρξη εργασιακής σχέσεως μεταξύ του παθόντος και του υποχρέου, η βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου, η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα, δηλαδή οποιαδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του και ότι το ατύχημα δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της (ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 1048/2018, ΑΠ 1801/2017, ΑΠ 534/2017). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου και οι συμπαραμαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 534/2017, ΑΠ 981/2015, ΑΠ 212/2014).
Το Δικαστήριο της ουσίας εκτιμά αυτεπαγγέλτως, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής ο ενάγων ως παραγωγικά του επιδίκου δικαιώματος και με βάση αυτή την ιστορική της βάση και το αίτημα προσδίδει τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει την αγωγή στον προσήκοντα κανόνα δικαίου καταλήγοντας στην παραδοχή ως ορισμένης της αγωγής και όχι με βάση τις αποδείξεις και την αποδιδόμενη εσφαλμένη εκτίμηση αυτών από το Εφετείο ή τους περιεχόμενους στις προτάσεις ισχυρισμούς ή την νομική έννοια που δίδει ο ενάγων (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 258/2019).
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των άρθρων 914, 932, 1 Ν. 551/1915, αλλά και για μη κήρυξη απαραδέκτου, παρά τις προβλέψεις των άρθρων 216, 224, 237 ΚΠολΔ, αφού κατ' εφαρμογή αυτών, όφειλε ν' απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, αλλά και για την επιχειρηθείσα μεταβολή της νομικής της βάσης με τις προτάσεις του αναιρεσίβλητου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (αριθ. 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αντίστοιχα).
Ο λόγος αυτός ως προς το πρώτο μέρος του δεύτερου σκέλους του (απαραδέκτου λόγω αοριστίας) είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος για τους λόγους που αναφέρθηκαν και για τον πρώτο λόγο (μη αναφορά στο αναιρετήριο ότι σχετικός ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μη αναφορά του περιεχομένου της αγωγής, όπως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω).
Επίσης ο άνω λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, για παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου 914, 932 ΑΚ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί στο λόγο αυτό, δεν προσδιορίζεται το νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Εφετείο ως προς αυτές κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των κανόνων αυτών ουσιαστικού νόμου. Δεν εξειδικεύεται μ' αυτό, ποιο ήταν το νομικό σφάλμα που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη και υπό ποία πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συντελέστηκε, δεδομένου ότι δεν αρκεί η διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας από εκείνη που θεωρεί ορθή η αναιρεσείουσα για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. ‘Οσο αφορά την παραβίαση του ν. 551/1915 είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής γιατί το διατακτικό της προσβαλλόμενης δεν στηρίχθηκε σ' αυτόν, όπως αναλυτικά αναφέρεται και στον πρώτο λόγο.
Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι ο ενάγων φοίτησε στην σχολή ταχυρρύθμου εκπαίδευσης στα οχήματα της εναγομένης κατά τα έτη 1989-1990. Περαιτέρω ότι εργάστηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως τεχνίτης στον Υποτομέα Συντήρησης Οχημάτων Φαλήρου, της εναγομένης, κατά τα έτη 1990-1996. Ότι στην συνέχεια εργάστηκε σ'αυτήν ως διοικητικός υπάλληλος στον ΟΑΠ. Ότι το έτος 2007 διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα, ο οποίος συνδέεται με την εισπνοή ινών αμιάντου, για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Ότι για την βλάβη αυτή της υγείας του ευθύνεται η εναγομένη, η οποία δεν είχε λάβει τα προβλεπόμενα από το νόμο αναγκαία μέτρα ασφάλειας και υγιεινής για την προστασία του από τις βλαβερές επιδράσεις του αμιάντου στο χώρο εργασίας του, ενόψει του ότι, τόσο ο χώρος στον οποίο φοίτησε όσο και αυτός στον οποίο εργάστηκε, ήταν μολυσμένος με αμίαντο στη σκεπή, αλλά και η κύρια απασχόληση του, μέχρι το έτος 1996 αφορούσε στην επισκευή των κατασκευασμένων από αμίαντο φρένων και συμπλεκτών των οχημάτων της εναγομένης, υπό τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις που αναλυτικά εκτίθενται σ' αυτήν. Ότι η εναγομένη δεν τον είχε ενημερώσει ότι τα ανταλλακτικά, τα οποία επισκεύαζε, περιείχαν αμίαντο και ότι οι εργαζόμενοι δεν έπρεπε να καπνίζουν στον χώρο εργασίας, δεν είχε φροντίσει για σύστημα αερισμού του χώρου εργασίας και την επισκευή των ανταλλακτικών με την μέθοδο της ταυτόχρονης διαβροχής, δεν απομάκρυνε τα απορρίμματα που προέρχονταν από το τρίψιμο των ανταλλακτικών δεν του είχε χορηγήσει προστατευτική μάσκα και ειδική ενδυμασία και δεν προέβαινε στις απαραίτητες μετρήσεις για την διαπίστωση της επιβάρυνσης του χώρου εργασίας από τον αμίαντο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει (ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός του) το ποσό των 20000 ευρώ, να αναγνωριστεί δε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 1.180.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, την οποία υπέστη εξαιτίας της νόμου που του προκλήθηκε από πταίσμα της εναγομένης και των προστηθέντων της. Μ’ αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, όπως παραδεκτά επισκοπείται το περιεχόμενό της, είναι ορισμένη, γιατί περιέχονται σ' αυτήν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την νομική της θεμελίωση, στα άρθρα 299, 914, 932 ΑΚ. Σ’ αυτές τις διατάξεις στηρίζεται τόσο το αίτημα της αγωγής, όσο και το διατακτικό της προσβαλλόμενης, όπως και προηγούμενα αναφέρθηκε, ώστε δεν τίθεται ζήτημα απαράδεκτης μεταβολής της νομικής της βάσης και επομένως απαραδέκτου της εξαυτού του λόγου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Η αναφορά δε τόσο του ενάγοντα στις πρωτόδικες προτάσεις του στον ν. 551/1915 καθώς και της προσβαλλόμενης σ'αυτόν, έγινε συνδυαστικά με τις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ και αυτές των γενικών και ειδικών νόμων που εκτίθενται στα άνω δικόγραφο και προβλέπουν μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων όταν εργάζονται σε επαφή με τον αμίαντο, για την περιγραφή του πταίσματος της εναγομένης και των προστηθέντων της. Επομένως ο λόγος αυτός (δεύτερος) κατά το δεύτερο μέρος του δεύτερου σκέλους του (απαράδεκτο λόγω μεταβολής της βάσης της αγωγής), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί δεν γίνεται αναφορά στην αίτηση τόσο στο περιεχόμενο της αγωγής, ώστε να κριθεί από την επισκόπησή της η τυχόν μεταβολή της νομικής της βάσης, ούτε και αν αυτός προβλήθηκε παραδεκτά και με ποιο τρόπο (η αναφορά στις προτάσεις δεν αρκεί, όπως εκτέθηκε ανωτέρω) ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. ‘Αλλωστε αυτός είναι και αβάσιμος για τους προαναφερθέντες λόγους.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη για παραβίαση του άρθρου 1 Ν. 551/1915 και για ανεπαρκείς και εσφαλμένες αιτιολογίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό της νόσου του ενάγοντα ως εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, αφού η νόσος του εργαζομένου θεωρείται ως εργατικό ατύχημα αν προήλθε ή επιδεινώθηκε όχι από βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του εξ αιτίας του είδους και της φύσεως της συμφωνημένης εργασίας, αλλά από την παροχή αυτής κάτω από τελείως εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες ή από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο ενάγων, ούτε αποδείχθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ότι έλαβαν χώρα κατά την παροχή της εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1990-1996 (αριθμ. 1 και 19 αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔ). Και ο λόγος αυτός, κατά τα δύο σκέλη του είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, δεν στήριξε το διατακτικό της στην άνω διάταξη, πλεοναστικά δε γίνεται αναφορά σ' αυτές περί εργατικού ατυχήματος. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη για παραβίαση των άρθρων 330, 914 επομ. ΑΚ, 1 επομ. Ν. 551/1915, της Υπουργικής απόφασης 16/1/1979 "Περί αντικαταστάσεως του άρθρου 40 του Κανονισμού Ασθένειας του ΙΚΑ" και γιατί ταυτόχρονα στέρησε την προσβαλλόμενη νομίμου βάσεως, αφού περιέχει ανεπαρκείς και εσφαλμένες αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης σχετικά με την δήθεν γνώση της περί των συνεπειών στην υγεία του ατόμου από την έκθεσή του στον αμίαντο, αφού μόλις το 2012 (ΠΔ 41/2012) αναγνωρίστηκε η εισπνοή αμιάντου ως αίτιο πρόκλησης καρκίνου του πνεύμονα και περαιτέρω ν' αποφανθεί ότι συνέτρεξε αμελειά τους, με αποτέλεσμα να κάνει μερικά δεκτή την αγωγή του ενάγοντα εναντίον της, ενώ με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και προσδίδοντας νόμιμη βάση στην προσβαλλόμενη απόφαση θα οδηγείτο στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατόν να τους αποδοθεί οποιαδήποτε υπαιτιότητα και θα απέρριπτε την αγωγή ως αβάσιμη.
Από την επισκόπηση των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν κατά λέξη τα εξής:
"Ο ενάγων, γεννηθείς το έτος 1967, φοίτησε στη σχολή ταχύρρυθμης εκπαίδευσης της εναγομένης ΔΕΗ από 3-10-1989 έως 11-7-1990 και στη συνέχεια προσελήφθη από την εναγομένη και εργάστηκε στον Υποτομέα Συντήρησης Οχημάτων Ν. Φαλήρου (ΥΣΟΦ) ως μηχανοτεχνίτης αυτοκινήτων, από το έτος 1990 έως το έτος 1992 στο συνεργείο LAND ROVER και από το έτος 1993 έως το έτος 1996 στο συνεργείο HONDA, ενώ στις 16-7-1996 μετατέθηκε στον OA Π/ΔΕΗ και εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος. Κατά την πρόσληψή του ήταν ηλικίας 23 ετών και απολύτως υγιής, ασχολείτο με τον αθλητισμό (πολεμικές τέχνες, κωπηλασία) και είχε υπηρετήσει τη θητεία του στις ειδικές δυνάμεις, ήταν δε περιστασιακός καπνιστής. Την άνοιξη του 2007 ο ενάγων, σε ηλικία 39 ετών, εμφάνισε δύσπνοια και πόνους στην πλάτη, συνοδευόμενα από αιμοπτύσεις. Μετά την υποβολή του σε ιατρικές εξετάσεις, διαγνώστηκε ότι πάσχει από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του αριστερού πνεύμονος και μετά από προεγχειρητική χημειοθεραπεία, υποβλήθηκε στις 25-7-2007 σε αριστερή θωρακοτομή-πνευμονεκτομή με ριζικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Από την ιστολογική εξέταση του αριστερού πνεύμονος του ενάγοντος προέκυψε νεοπλασματικός όγκος διαστάσεων 4,3 Χ 3,2 Χ 3 εκ., μ.δ. 4,3 εκ., με θέσεις νέκρωσης που ανεπτύσσετο ενδοβρογχικώς κατά μήκος του κάτω λοβαίου βρόγχου και περιβρογχικά τόσο προς την περιοχή των πυλών όσο και προς το περέγχυμα του κάτω λοβού, ενώ περιβρογχικά βρέθηκαν 29 λεμφαδένες να είναι διογκωμένοι με μ.δ. 0,3 - 2,5 εκ., εκ των οποίων διεπιστώθη μεταστατική νεοπλασματική διήθηση σε πέντε εξ αυτών. Μετά τη χειρουργική επέμβαση ο ενάγων υποβλήθηκε σε σειρά χημειοθεραπειών και ακτινοθεραπειών, έλαβε φαρμακευτική αγωγή και βρίσκεται σε συνεχή έλεγχο της πορείας της υγείας του. Κρίθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές ανίκανος προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και αποχώρησε οριστικά από την εργασία του στις 28-2-2011, σε ηλικία 43 ετών, του χορηγείται δε σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία. Στο συνεργείο συντήρησης οχημάτων της εναγομένης, όπου ο ενάγων εργάστηκε κατά τα έτη 1990-1996, το αντικείμενο της εργασίας του ήταν ο έλεγχος της λειτουργικότητας των μηχανολογικών εξαρτημάτων των οχημάτων της τελευταίας και κυρίως των φρένων, δίσκων, συμπλεκτών και φιρμουίτ. Τα εν λόγω εξαρτήματα, τα οποία περιείχαν μεγάλες ποσότητες αμιάντου ή ήταν κατασκευασμένα εξολοκλήρου από αμίαντο, ο ενάγων τα αποσυναρμολογούσε, τα έτριβε με γυαλόχαρτο και τα φυσούσε ή τα καθάριζε με αέρα υπό πίεση, σε περίπτωση που αυτά χρειάζονταν επισκευή, ή τα αντικαθιστούσε με νέα όποτε αυτό ήταν αναγκαίο. Κατά την εκτέλεση αυτών των εργασιών απελευθερωνόταν στον αέρα μεγάλος όγκος ινών αμιάντου, καθότι τα προαναφερόμενα εξαρτήματα ήταν μεγάλου μεγέθους που χρησιμοποιούνταν σε βαριά οχήματα εξόρυξης και μεταφοράς λιγνίτη από τα ορυχεία στα εργοστάσια της εναγομένης. Ο ενάγων απαιτείτο να φέρει το πρόσωπο του πολύ κοντά στα ανωτέρω εξαρτήματα προκειμένου να εκτελέσει σωστά τη συντήρησή τους, με αποτέλεσμα να εισπνέει ίνες και σκόνη αμιάντου, ενώ η εναγομένη δεν τον είχε καν ενημερώσει ότι τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσε περιέχουν αμίαντο, ούτε ότι το υλικό αυτό είναι επικίνδυνο για την υγεία του. Ειδικότερα, ο αμίαντος είναι ορυκτό που αποτελείται από μικρές και λεπτές ίνες που σχηματίζουν ένα μονωτικό υλικό, σκληρό και ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείτο κυρίως για κατασκευαστικά υλικά και στην αυτοκινητοβιομηχανία, μέχρι το έτος 2005 που η χρήση του καταργήθηκε και στην Ελλάδα. Η εισπνοή και η είσοδος των ανθεκτικών αυτών ινών στο αναπνευστικό σύστημα συνοδεύεται από πλήρη αδυναμία του οργανισμού να τις μεταβολίσει και από μεγάλη δυσκολία να της αποβάλει, έτσι αποτελούν μια συνεχή εστία φλεγμονής που αποδεδειγμένα κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), μπορεί να προκαλέσει: 1) αμιάντωση 2) βρογχικό καρκίνο 3) κακοήθες μεσοθηλίωμα του υπεζωκότα και του περιτοναίου 4) αμιαντωσικές πλάκες στον υπεζωκότα και πλευριτικές συλλογές. Ομάδες εργαζομένων υψηλού κινδύνου είναι, μεταξύ άλλων, και οι τεχνίτες φρένων ή συμπλεκτών αυτοκινήτων, ενόψει του ότι τα ανταλλακτικά αυτά περιέχουν αμίαντο. Υπάρχει πολύ μεγάλη "λανθάνουσα περίοδος" από την Έκθεση μέχρι την εκδήλωση της βλάβης. Η περίοδος αυτή κυμαίνεται από 5 έως 10 χρόνια, ξεπερνά όμως ακόμη και τα 40 χρόνια. Δεν υπάρχει κατά τον Π.Ο.Υ. ούτε όριο ασφαλούς επιπέδου Έκθεσης στον αμίαντο, είτε με την έννοια του χρόνου, είτε με την έννοια συγκεντρώσεως των εισπνεόμενων ινών. Ακόμη και ελάχιστη δόση είναι δυνατόν να προκαλέσει νόσο. Η καρκινογενετική επίδραση του αμίαντου σε καπνιστές είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από την αθροιστικά αναμενόμενη επίδραση καθενός από τους δύο αυτούς παράγοντες χωριστά. Η "δυναμική" αυτή ενέργεια οδηγεί τον καπνιστή που εισπνέει τις ίνες αμιάντου σε 90 φορές μεγαλύτερη συχνότητα καρκίνου πνεύμονος σε σύγκριση με το φυσιολογικό (βλ. άρθρο Π. Μ., Πνευμονολόγου, Ο αμίαντος και οι επιπτώσεις στην Υγεία, TEE Αθήνα 30-31 Οκτωβρίου 2006). Η διοίκηση της εναγομένης και οι προστηθέντες από αυτήν στην Διεύθυνση του άνω ΥΣΟΦ, αν και γνώριζαν τις επιβλαβείς επιδράσεις του αμιάντου στην υγεία των εργαζομένων, αλλά και το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που όριζε τις προϋποθέσεις και τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από την έκθεση στον αμίαντο (πρόκειται για μεγάλη εταιρεία που απασχολούσε πλήθος επιστημόνων μεταξύ των οποίων ιατρούς, φυσικούς και νομικούς), δεν λάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της υγείας των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ενάγων. Το γεγονός ότι η χρήση του αμιάντου ως υλικού καταργήθηκε στην Ελλάδα το έτος 2005, δεν αναιρεί την υποχρέωση της εναγομένης προς λήψη των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων της από την έκθεσή τους στο υλικό αυτό, τα οποία είχαν νομοθετηθεί τουλάχιστον από το έτος 1988 και ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (1990-1996). Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η Διοίκηση της εναγομένης και οι υπ' αυτής προστηθέντες δεν έλαβαν τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονταν για την αποφυγή εκθέσεως των εργαζομένων σε αμίαντο, όπως προβλέπονταν στο π.δ. 70α/1988, ως τούτο ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λειτουργίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, ήτοι: α) αρχικά, δεν προέβαιναν σε μετρήσεις στον αέρα του χώρου εργασίας του ενάγοντος κατά τους όρους και προϋποθέσεις του νόμου. Να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις του αμιάντου αποσκοπούσαν στην εκτίμηση του κινδύνου για τον εργαζόμενο, συνεπώς ανεξάρτητα από τις τιμές του αμιάντου που θα διαπιστώνονταν (που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν διαπιστωθεί λόγω της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να προβεί σε μετρήσεις), η εναγομένη όφειλε να τηρήσει τα γενικά μέτρα πρόληψης που προβλέπονταν από τα άρθρα 4 και 5, έτσι ώστε η έκθεση να διατηρείται σε επίπεδο κατώτερο εκείνου που ορίζεται από τις οριακές τιμές του άρθρου 12, και μόνο στην περίπτωση που οι τιμές του αμιάντου υπερέβαιναν τα όρια του άρθρου 6 του άνω πδ/τος η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη στη λήψη των ειδικών μέτρων πρόληψης του άνω π.δ/τος. Το γεγονός ότι το ΕΚΕΦΕ "Δημόκριτος" άρχισε να πραγματοποιεί μετρήσεις ινών αμιάντου στον αέρα το Μάρτιο 1998, όπως προκύπτει από το από 23-7-2015 έγγραφο που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, δεν αναιρεί την υποχρέωση της τελευταίας να τηρήσει τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της, όπως αυτή ισχυρίζεται, απευθυνόμενη σε άλλο ιδιωτικό κέντρο μετρήσεων, β) δεν είχαν υποδείξει ούτε είχαν προμηθεύσει τον ενάγοντα σχετικά ώστε αυτός να εφαρμόζει υγρές μεθόδους κατά τις εργασίες επισκευής, για να περιορίζεται στο ελάχιστο η δημιουργία και διασπορά σκόνης και ινών αμιάντου στο περιβάλλον εργασίας, γ) δεν είχαν χορηγήσει στον ενάγοντα τον κατάλληλο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό, ήτοι προστατευτική μάσκα ή άλλο σχετικό ατομικό εξοπλισμό (φόρμα και γάντια μιας χρήσεως). Η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού προκύπτει, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων και από την από 15-2-1990 αναφορά του ιατρού εργασίας Ι. Δ. μετά την επίσκεψή του στους χώρους των συνεργείων, όπου αναφέρει στις επισημάνσεις του ότι υπάρχει έλλειψη και ακαταλληλότητα μέσων προστασίας (φθαρμένα προστατευτικά γυαλιά, έλλειψη μάσκας-γάντια κλπ), δ) δεν είχε εγκαταστήσει σύστημα εξαερισμού στο χώρου του συνεργείου με κλειστά συστήματα φίλτρων, έτσι ώστε να συλλέγεται η σκόνη αμιάντου και να μην διαχέεται στο εργασιακό περιβάλλον. Αντίθετα, ο εξαερισμός γινόταν μόνο από τις ανοιχτές πόρτες κατά τους θερινούς μήνες, ενώ το χειμώνα το κτίριο ήταν κλειστό και θερμαινόταν από έναν καυστήρα και μια τουρμπίνα που έβγαζε ζεστό αέρα, ανακυκλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ήδη μολυσμένο αέρα, ε) δε διενεργείτο καθαρισμός του χώρου με σύστημα δημιουργίας κενού ή άλλη κατάλληλη μέθοδο ώστε να αποτρέπεται η διασπορά σκόνης στο περιβάλλον, στ) δεν είχαν ενημερώσει τον ενάγοντα για τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία του από την έκθεση στον αμίαντο, τα μέτρα υγιεινής που έπρεπε να τηρεί, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η αποχή από το κάπνισμα και τις προφυλάξεις που έπρεπε να λαμβάνει όσον αφορά τη χρήση κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και ενδυμάτων. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δηλαδή ενημέρωνε τους εργαζόμενους για τα μέσα προστασίας της αναπνοής με ενημερωτικά φυλλάδια από τον Τομέα Ασφαλείας Εργασίας, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, καθώς τα προσκομιζόμενα φυλλάδια φέρουν χρονολογία έκδοσης κατά τα έτη 1997, 1999 και 2002, μετά δηλαδή τον κρίσιμο για τον ενάγοντα χρόνο. Περαιτέρω, ο χώρος του συνεργείου όπου εργαζόταν ο ενάγων, επιφανείας 1.400 τμ ήταν κατασκευασμένος κατά μεγάλα τμήματα αυτού από φύλλα αμιαντοτσιμέντου-ελενίτ (σκεπή και πλευρικά υπόστεγα), τα οποία λόγω της παλαιότητας και της διάβρωσής τους επιβάρυναν την κατάσταση στην ατμόσφαιρα του χώρου. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εναγομένη προέβη σε αποξήλωση της στέγης και των πλευρικών πετασμάτων του συνεργείου κατά την περίοδο 2007-2008, μετά από καταγγελίες των περιοίκων, παρά τις επισημάνσεις του ιατρού εργασίας για κάλυψη με ειδικό χρώμα ή αντικατάσταση αυτών στις αναφορές του προς την εναγομένη στις 21-2-1991, στις 5-6-1992 και στις 1-4-1997. Περαιτέρω, ο ανωτέρω τύπος καρκίνου που εμφανίσθηκε στον ενάγοντα (μη μικροκυτταρικός καρκίνος του αριστερού κάτω λοβαίου βρόγχου), απεδείχθη ότι συνδέεται αποκλειστικά με την Έκθεση του τελευταίου στον αμίαντο και στην παράλειψη της εναγομένης να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας του από την έκθεση αυτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 22-9-2008 πιστοποιητικό νοσηλείας του ενάγοντος, που υπογράφει ο θωρακοχειρουργός Τ. Ν., "υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στον αμίαντο και της ανάπτυξης βρογχογενούς καρκίνου”. Σύμφωνα, επίσης, με το από 3-6-2014 ιατρικό σημείωμα του Ό. Η., ιατρού ογκολόγου του Κέντρου Καρκίνου στο Γενικό Νοσοκομείο Μασσαχουσέτης και βοηθού καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος μελέτησε τον ιατρικό φάκελο του ενάγοντος, "το μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα αναπτύσσεται τόσο με το κάπνισμα όσο και με την έκθεση στον αμίαντο. Έχει αποδειχθεί στον ιατρικό κόσμο ότι η προσθήκη έκθεσης σε αμίαντο στο κάπνισμα πολλαπλασιάζει τους παράγοντες επικινδυνότητας για ανάπτυξη μη μικροκυτταρικού καρκινώματος. Το σημείο μέσα στο λοβό του πνεύμονα (που αναπτύσσεται ο καρκίνος) δεν διαφοροποιείται στο μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα που οφείλεται στο κάπνισμα ή την έκθεση σε αμίαντο, παρότι υποστηρίζεται ότι η έκθεση σε αμίαντο ευνοεί τον καρκίνο του πνεύμονα στο κάτω τμήμα του λοβού του πνεύμονα (όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση). Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρκινική Εταιρεία και Έκθεση του Οργανισμού SEER, η μέση ηλικία εμφάνισης καρκίνου στους άνδρες είναι περίπου τα 50 χρόνια, ενώ ποσοστό μικρότερο του 2,3% των ασθενών με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα εμφανίζονται πριν από την ηλικία των 40 ετών. Μέχρι την ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα περνά ένα διάστημα περίπου 10 ετών από την Έκθεση στον αμίαντο. Ο κύριος Κ. εκτέθηκε κατά τα έτη 1990-1996 και ανέπτυξε μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα το 2007, 11 έτη μετά το τέλος της έκθεσής του, γεγονός που είναι άκρως συμβατό με την άποψη ότι ο αμίαντος είναι η αιτία του μη μικροκυτταρικού καρκινώματος. Τέλος, η απουσία κλινικά εμφανών και ανιχνεύσιμων μωλώπων στην αξονική θώρακος που θα καταδείκνυαν αμιάντωση (όπως ενδιάμεση ινοπάθεια ή υπεζωκοτικές πλάκες), δεν σημαίνει ότι οι πνεύμονες δεν βλάφθηκαν από αμίαντο. Είναι σήμερα πλήρως αποδεδειγμένο ότι η τυπική ακτινολογική εικόνα εμφανίζεται σε ένα μικρό ποσοστό των ασθενών που πάσχουν από αμιάντωση και δεν απαιτείται για να συνδέσει τον αμίαντο με μη μικροκυτταρικό καρκινώματα”. Από τα παραπάνω ιατρικά πορίσματα, ότι δηλαδή υπάρχει αναμφισβήτητη συσχέτιση μεταξύ αμιάντου και βρογχογενούς καρκίνου, ότι η έκθεση σε αμίαντο ευνοεί την ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα στο σημείο που αναπτύχθηκε στον πνεύμονα του ενάγοντος (κάτω λοβό), ότι ο χρόνος εμφάνισης του καρκίνου στον ενάγοντα (μετά από 17 έτη από την πρώτη έκθεση και μετά από 11 έτη από την τελευταία έκθεση στον αμίαντο) είναι συμβατός με το χρόνο εκδήλωσης της ασθένειας λόγω της έκθεσης σε αμίαντο, ότι ο καρκίνος του πνεύμονα σε καπνιστές πριν από την ηλικία των 40 ετών ανέρχεται στατιστικά σε πολύ μικρό ποσοστό (μικρότερο του 2,3%), ενώ η μέση ηλικία εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα στους άνδρες καπνιστές είναι περίπου τα 50 έτη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενάγων κατά την πρόσληψή του ήταν ηλικίας 23 ετών και απολύτως υγιής, ήταν μεν περιστασιακός καπνιστής αλλά ασχολείτο με τον αθλητισμό, ενώ δεν είχε άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες για την εμφάνιση της νόσου (π.χ. κληρονομικότητα), συνάγεται ότι η έκθεση του ενάγοντος κατά τα έτη 1990-1996 σε σκόνη και ίνες αμιάντου κατά την παροχή της εργασίας του στο συνεργείο της εναγομένης, χωρίς να έχει ληφθεί κανένα προστατευτικό μέτρο εκ μέρους της τελευταίας, συνδέεται αιτιωδώς με την εμφάνιση της ασθένειάς του. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν περιστασιακός καπνιστής δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η νόσος που εμφάνισε στην ηλικία των 39 ετών οφείλεται σ'αυτή την αιτία (ως αίτιο ξεχωριστό και αυτοτελές από την έκθεση στον αμίαντο), αντίθετα το γεγονός ότι ο ενάγων, έχοντας άγνοια για τις ιδιαιτέρως επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος σε όσους είναι εκτεθειμένοι στον αμίαντο, (λόγω της παντελούς έλλειψης ενημέρωσής του από την εναγομένη), κάπνιζε, όντας περιστασιακός καπνιστής εντός του χώρου εργασίας του, με αποτέλεσμα οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία του από την εισπνοή αμιάντου να πολλαπλασιάζονται, συνδέεται αιτιωδώς με την εμφάνιση της ασθένειάς του. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά η ασθένεια του ενάγοντος, δηλαδή ο καρκίνος του πνεύμονα, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της εργασίας του, συνιστά εργατικό ατύχημα κατ'άρθρο 1 επ. Ν. 551/1915, διότι προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και δεν οφείλεται σε βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του από τη φύση και το είδος της εργασίας του και των σύμφυτων προς την εργασία αυτή δυσμενών επαγγελματικών όρων, αφού οι δυσμενείς αυτοί όροι μπορούσαν να αποφευχθούν, αν η διοίκηση της ΔΕΗ και τα προστηθέντα από αυτή όργανα διεύθυνσης του Υποτομέα Συντήρησης Οχημάτων Ν. Φαλήρου είχαν φροντίσει να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων από την έκθεση στον αμίαντο. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αμέλεια της διοίκησης της εργοδότριας εταιρείας και των προστηθένων από αυτή οργάνων, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια για τη λήψη των σχετικών με την εργασία και το χώρο μέτρων ασφαλείας, πρόληψης και ενημέρωσης, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της πνευμονεκτομής, ο ενάγων εμφανίζει σημάδια κόπωσης και στις πλέον απλές και καθημερινές εργασίες, εξαιτίας δε της υποβολής του σε χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες κατέστη ανίκανος προς τεκνοποίηση, ενώ είναι έγγαμος χωρίς παιδιά, έχει δε επηρεαστεί η φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς του, καθόσον εμφανίζει μέτριου βαθμού σφαιρική ελάττωση της συστολικής λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας και ήπια προς μέτρια ανεπάρκεια της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας με ήπια διάταση του αριστερού κόλπου (βλ. το συμπέρασμα μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς του ενάγοντος του θεραπευτηρίου ΥΓΕΙΑ). Οι ως άνω σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ενάγοντος είναι μόνιμες και μη αναστρέψιμες και ενδέχεται βάσιμα στο μέλλον να χειροτερέψουν έτι περαιτέρω. Από την ανωτέρω δε αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης ο ενάγων έχει υποστεί ηθική βλάβη. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε τα ίδια, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ήτοι ότι η ασθένεια του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της εργασίας του και συνιστά εργατικό ατύχημα, οφείλεται δε σε αμέλεια της εναγομένης (παράλειψη αυτής ως προς τη λήψη μέτρων ασφαλείας από την Έκθεση στον αμίαντο), σωστά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις προαναφερθείσες συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε το ένδικο εργατικό ατύχημα, το βαθμό πταίσματος της εναγόμενης, το είδος και τη σοβαρότητα της ασθένειας του ενάγοντος, το σωματικό πόνο και την ψυχική ταλαιπωρία που δοκίμασε κατά την αντιμετώπισή της, το γεγονός ότι όταν του εμφανίσθηκε η ασθένεια ήταν ηλικίας 39 ετών και λόγω της ασθένειας αυτής στερήθηκε του δικαιώματος να τεκνοποιήσει, ότι το προσδόκιμο ζωής του έχει μειωθεί, αλλά και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ανέρχεται στο ποσόν των 180.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι έπρεπε να επιδικασθεί στον ενάγοντα το ποσό των 600.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 932 ΑΚ και εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του όγδοου (και τελευταίου) λόγου της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ειδικώς για το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε σε βάρος της, υποστηρίζοντας ότι τούτο πρέπει να μειωθεί. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το ως άνω πληττόμενο επιτυχώς κεφάλαιο της, στη συνέχεια δε, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 160.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο εργατικό ατύχημα”.
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο έκρινε ως αποδειχθέντα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και δη 1) ότι η διοίκηση της εναγομένης και οι προστηθέντες απ' αυτήν στην Διεύθυνση του ΥΣΟΦ, αν και γνώριζαν τις επιβλαβείς επιδράσεις του αμιάντου στην υγεία των εργαζομένων, αλλά και το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, το οποίο εκθέτει στο σκεπτικό της, που όριζε τις προϋποθέσεις και τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από την έκθεση στον αμίαντο (πρόκειται για μεγάλη εταιρία που απασχολούσε πλήθος επιστημόνων, μεταξύ των οποίων ιατρούς, φυσικούς και νομικούς), δεν λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της υγείας των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων και ότι οι δυσμενείς αυτοί όροι μπορούσαν να αποφευχθούν αν η εναγομένη και οι προστηθέντες της είχαν φροντίσει να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων, τα οποία αναλυτικά εκθέτει, από την έκθεση στον αμίαντο ως μόνη πρόσφορη αιτία συνεπεία της οποίας κατά την εκτέλεση της εργασίας του, όπως ειδικότερα αναλύει, ασθένησε αυτός (ενάγων) από καρκίνο του πνεύμονα, 2) ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αμέλεια της διοίκησης της εργοδότριας εταιρίας και των προστηθέντων απ' αυτήν οργάνων, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια για τη λήψη των σχετικών με την εργασία και το χώρο μέτρων ασφάλειας πρόληψης και ενημέρωση, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων της, 3) ότι το γεγονός πως η χρήση του αμιάντου ως υλικού καταργήθηκε στην Ελλάδα το έτος 2005, δεν αναιρεί την υποχρέωση της εναγομένης προς λήψη των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων της από την έκθεσή τους στο υλικό αυτό, τα οποία είχαν νομοθετηθεί τουλάχιστον από το 1988 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο (1990-1996), 4) ότι δεν ελήφθησαν τα προβλεπόμενα στο ΠΔ 70α/1988 μέτρα προστασίας, όπως τούτο ίσχυε τον ένδικο χρόνο λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντα, τα οποία αναλυτικά εκθέτει, α) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 330, 914 επομ. ΑΚ. Ο λόγος που αφορά στο Ν. 551/1915 είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αλλά και γιατί η αναφορά της για την ύπαρξη εργατικού ατυχήματος στην περίπτωση του ενάγοντα γίνεται πλεοναστικά στις παραδοχές της. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που μέμφεται την προσβαλλόμενη για παραβίαση της Υ.Α. της 16/1/1979 περί αντικαταστάσεως του άρθρου 40 του Κανονισμού του ΙΚΑ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί το Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στις διατάξεις αυτού για την περιγραφή της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, ούτε άλλωστε ήταν αναγκαίο. β) καταλήγοντας ακολούθως στο αποδεικτικό του πόρισμα, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τις παραλείψεις της εναγομένης και των προστηθέντων στην πρόκληση της νόσου του και της αιτιώδους συνάφειάς τους σ' αυτή και έτσι ο σχετικός λόγος και κατά τα δύο σκέλη του (αριθ. 1 και 19) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αλλά και εν μέρει απαράδεκτος ως ανωτέρω. Κατά τα λοιπά, μ' αυτόν από τον αριθ. 1982 πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη για την ουσία κρίση της προσβαλλόμενης.
Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη για παραβίαση ουσιαστικών κανόνων δικαίου (αριθμ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα των διατάξεων του Π.Δ. 17/1996 "Μέτρα ασφαλείας-υγείας εργαζομένων για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί της ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων προς τις διατάξεις των Οδηγιών 89/391/ΕΟΚ της 12-6-1989 και 91/383/ΕΟΚ της 25/6/1991" με αποτέλεσμα να κάνει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει, γιατί οι άνω διατάξεις του ΠΔ αυτού εισήχθηκαν κατά το χρόνο που ο αναιρεσίβλητος μετατέθηκε από τον ΥΣΟΦ Νέου Φαλήρου σε θέση υπαλλήλου σε διοικητική υπηρεσία, δηλαδή αυτές δεν ίσχυαν την ένδικη περίοδο από 1990-1996 κατά την οποία αυτός εργαζόταν ως μηχανοτεχνίτης αυτοκινήτων.
Ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η προσβαλλόμενη δεν στηρίζει το διατακτικό της στο άνω ΠΔ αλλά στην αδικοπραξία, συνδυαστικά με τις λοιπές διατάξεις που αναφέρει στο σκεπτικό της και εκτέθηκαν και για τους προηγούμενους λόγους.
Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί το ΠΔ 17/1996 δημοσιεύθηκε στις 18/1/1996, ενώ σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ο ενάγων εργάστηκε ως μηχανοτεχνίτης στα συνεργεία της εναγομένης ως τις 16/7/1996, οπότε μετατέθηκε στον ΟΑΠ/ΔΕΗ και έκτοτε εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος. Επομένως τον ένδικο χρόνο το άνω ΠΔ ήταν σε ισχύ.
Με τον έκτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη, γιατί όπως ισχυρίζεται, εσφαλμένα το Εφετείο εφάρμοσε τις διατάξεις του ΠΔ 70α/1988, παραβιάζοντας ευθέως και εκ πλαγίου αυτό καθώς και του άρθρου 1 του Ν. 51/1915 στερούμενη νομίμου βάσεως (αριθμό 1 και 19 αρθρ. 559 ΚΠολΔ), γιατί δεν γίνεται αναφορά σ' αυτήν αν η Έκθεση του ενάγοντα σε αμίαντο ξεπερνούσε τα νομοθετικά τιθέμενα όρια, ώστε να μπορεί ν' αποδοθεί σ' αυτήν η νόσος του και να θεμελιωθεί η μεταξύ αυτής της Έκθεσης και της νόσου του εναγομένου αιτιώδης συνάφεια με αποτέλεσμα να κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή. Δεν εξέθεσε δηλαδή με θετικό τρόπο αν οι εκλυόμενες στον αέρα ίνες αμιάντου στον ΥΣΟΦ Νέου Φαλήρου, κατά την περίοδο 1990-1996 είχαν τα χαρακτηριστικά του άρθρου 3 παρ. 1 του ΠΔ 70α/1988, ώστε να θεωρηθούν ίνες αμιάντου, δεχόμενο αντιφατικά, αφενός ότι δεν διαπιστώθηκαν οι τιμές του αμιάντου και αφετέρου πως αυτές ξεπερνούσαν τις οριακές τιμές του άρθρου 12, ώστε περαιτέρω να κρίνει ότι δεν τηρήθηκαν εκ μέρους της τα μέτρα ασφάλειας και ν' αποδοθεί η νόσος του σε εργατικό ατύχημα.
Ο λόγος αυτός αφενός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος για την αιτία που αναφέρθηκε και για τον προηγούμενο λόγο (στήριξη του διατακτικού στις περί αδικοπραξιών διατάξεις και όχι στον ν. 559/1915), αφετέρου είναι αβάσιμος, ως προς τα αναγκαία στοιχεία για την περιγραφή του πταίσματος της εναγομένης και πρέπει ν' απορριφθεί, γιατί με βάση τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο έκρινε ως αποδειχθέντα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των παραδοχών της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, και δη, κατά λέξη, τα εξής: " ... Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η Διοίκηση της εναγομένης και οι υπ' αυτής προστηθέντες δεν έλαβαν τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονταν για την αποφυγή εκθέσεως των εργαζομένων σε αμίαντο, όπως προβλέπονταν στο π.δ. 70α/1988, ως τούτο ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λειτουργίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, ήτοι: α) αρχικά, δεν προέβαιναν σε μετρήσεις στον αέρα του χώρου εργασίας του ενάγοντος κατά τους όρους και προϋποθέσεις του νόμου. Να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις του αμιάντου αποσκοπούσαν στην εκτίμηση του κινδύνου για τον εργαζόμενο, συνεπώς ανεξάρτητα από τις τιμές του αμιάντου που θα διαπιστώνονταν (που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν διαπιστωθεί λόγω της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να προβεί σε μετρήσεις), η εναγομένη όφειλε να τηρήσει τα γενικά μέτρα πρόληψης που προβλέπονταν από τα άρθρα 4 και 5, έτσι ώστε η Έκθεση να διατηρείται σε επίπεδο κατώτερο εκείνου που ορίζεται από τις οριακές τιμές του άρθρου 12, και μόνο στην περίπτωση που οι τιμές του αμιάντου υπερέβαιναν τα όρια του άρθρου 6 του άνω πδ/τος η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη στη λήψη των ειδικών μέτρων πρόληψης του άνω π.δ/τος. Το γεγονός ότι το ΕΚΕΦΕ "Δημόκριτος" άρχισε να πραγματοποιεί μετρήσεις ινών αμιάντου στον αέρα το Μάρτιο 1998, όπως προκύπτει από το από 23-7-2015 έγγραφο που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, δεν αναιρεί την υποχρέωση της τελευταίας να τηρήσει τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της, όπως αυτή ισχυρίζεται, απευθυνόμενη σε άλλο ιδιωτικό κέντρο μετρήσεων, β) δεν είχαν υποδείξει ούτε είχαν προμηθεύσει τον ενάγοντα σχετικά ώστε αυτός να εφαρμόζει υγρές μεθόδους κατά τις εργασίες επισκευής, για να περιορίζεται στο ελάχιστο η δημιουργία και διασπορά σκόνης και ινών αμιάντου στο περιβάλλον εργασίας, γ) δεν είχαν χορηγήσει στον ενάγοντα τον κατάλληλο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό, ήτοι προστατευτική μάσκα ή άλλο σχετικό ατομικό εξοπλισμό (φόρμα και γάντια μιας χρήσεως). Η έλλειψη προστατευτικού εξοπλισμού προκύπτει, πέραν των μαρτυρικών καταθέσεων και από την από 15-2-1990 αναφορά του ιατρού εργασίας Ι. Δ. μετά την επίσκεψή του στους χώρους των συνεργείων, όπου αναφέρει στις επισημάνσεις του ότι υπάρχει έλλειψη και ακαταλληλότητα μέσων προστασίας (φθαρμένα προστατευτικά γυαλιά, έλλειψη μάσκας-γάντια κλπ), δ) δεν είχε εγκαταστήσει σύστημα εξαερισμού στο χώρου του συνεργείου με κλειστά συστήματα φίλτρων, έτσι ώστε να συλλέγεται η σκόνη αμιάντου και να μην διαχέεται στο εργασιακό περιβάλλον. Αντίθετα, ο εξαερισμός γινόταν μόνο από τις ανοιχτές πόρτες κατά τους θερινούς μήνες, ενώ το χειμώνα το κτίριο ήταν κλειστό και θερμαινόταν από έναν καυστήρα και μια τουρμπίνα που έβγαζε ζεστό αέρα, ανακυκλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ήδη μολυσμένο αέρα, ε) δε διενεργείτο καθαρισμός του χώρου με σύστημα δημιουργίας κενού ή άλλη κατάλληλη μέθοδο ώστε να αποτρέπεται η διασπορά σκόνης στο περιβάλλον, στ) δεν είχαν ενημερώσει τον ενάγοντα για τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία του από την Έκθεση στον αμίαντο, τα μέτρα υγιεινής που έπρεπε να τηρεί στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η αποχή από το κάπνισμα και τις προφυλάξεις που έπρεπε να λαμβάνει όσον αφορά τη χρήση κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και ενδυμάτων. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δηλαδή ενημέρωνε τους εργαζόμενους για τα μέσα προστασίας της αναπνοής με ενημερωτικά φυλλάδια από τον Τομέα Ασφαλείας Εργασίας, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, καθώς τα προσκομιζόμενα φυλλάδια φέρουν χρονολογία έκδοσης κατά τα έτη 1997, 1999 και 2002, μετά δηλαδή τον κρίσιμο για τον ενάγοντα χρόνο. Περαιτέρω, ο χώρος του συνεργείου όπου εργαζόταν ο ενάγων επιφανείας 1.400 τμ ήταν κατασκευασμένος κατά μεγάλα τμήματα αυτού από φύλλα αμιαντοτσιμέντου-ελενίτ (σκεπή και πλευρικά υπόστεγα), τα οποία λόγω της παλαιότητας και της διάβρωσής τους επιβάρυναν την κατάσταση στην ατμόσφαιρα του χώρου. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εναγομένη προέβη σε αποξήλωση της στήλης και των πλευρικών πετασμάτων του συνεργείου κατά την περίοδο 2007-2008, μετά από καταγγελίες των περιοίκων, παρά τις επισημάνσεις του ιατρού εργασίας για κάλυψη με ειδικό χρώμα ή αντικατάσταση αυτών στις αναφορές του προς την εναγομένη στις 21-2-1991, στις 5-6-1992 και στις 1-4-1997...”, α) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις του άνω ΠΔ, το οποίο άλλωστε συνδυαστικά έλαβε υπόψη του για την περιγραφή της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης. Την περί αυτού κρίση του, δε, στήριξε και σε άλλες διατάξεις του άνω ΠΔ καθώς και σε διατάξεις που αναλυτικά εκθέτει για παραβίαση γενικών όρων, που προβλέπονται μ' αυτές, που αρκούσε, δεδομένης της αξίωσης του ενάγοντα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης όπως έχει αναλυθεί και για τους προηγούμενους λόγους.
β) καταλήγοντας ακολούθως στο αποδεικτικό του πόρισμα, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τις παραλείψεις της εναγομένης και των προστηθέντων της, που προκάλεσαν την νόσο του ενάγοντα και της αιτιώδους συνάφειας τους μεταξύ αυτής, και έτσι ο σχετικός λόγος και κατά τα δύο σκέλη του (αριθμ. 1 και 19) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (όσο αφορά το άνω ΠΔ).
Ενόψει όλων αυτών πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολ’Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-10-2019 αίτηση για αναίρεση της 5111/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθήνας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ