Απόφαση

Αριθμός 978/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μ. Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. Ρ. του Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Βερβερίδου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 24-1-2022 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ”, που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ανδριανή Κατσαρού, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-1-2014 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 76/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-3-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και το 2ο των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 576 παρ. 1-2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με αριθ. .../18-1-20201 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών Β. Γ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 14-3-2020 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ../1-6-2020, αίτησης αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση, στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων, η οποία δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή. Κατά συνέπεια, αφού η τελευταία δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την εν λόγω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της. Κατά την διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 Κ.Πολ.Δ, όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4), αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο έτη και αρχίζει από την δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την δίκη. Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 577 §§ 1 και 2 του αυτού Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το εμπρόθεσμο της άσκησης αναίρεσης είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής τη συνδρομή δε της εν λόγω προϋπόθεσης εξετάζει ο Άρειος Πάγος, ανεξαρτήτως πρότασής της κατά το άρθρο 570 Κ.Πολ.Δ., και αυτεπαγγέλτως, βάσει των αποδεικτικών εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, απορρίπτοντας την αναίρεση σε περίπτωση έλλειψης της προϋπόθεσης αυτής (Α.Π.300/2020). Kατά την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 74 του ν.4690/2020 το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 - 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη με αριθμό 76/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και η οποία δεν επιδόθηκε, δημοσιεύτηκε την 21-3-2018. Η κρινόμενη από 14-3-2020 (αριθμός κατάθεσης …/1-6-2020) αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω με αριθμό 76/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης ασκήθηκε την 1-6-2020, δηλαδή εμπρόθεσμα, αφού το χρονικό διάστημα από 21-3-2020 μέχρι 31-5-2020 δεν υπολογίζεται στην παραπάνω προθεσμία των δύο ετών, η οποία ανεστάλη για το χρονικό αυτό διάστημα και η οποία άρχισε να τρέχει και πάλι από την 1-6-2020 (ημερομηνία κατά την οποία κατατέθηκε η ένδικη αναίρεση) και σε κάθε περίπτωση στο χρονικό αυτό σημείο δεν είχε συμπληρωθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αρθ.3.ν.3869/2010 σε συνδυασμό με το αρθ 739 επ. Κ.Πολ.Δ.) εκδοθείσης υπ' αρ. 76/2018 οριστικής απόφασης του σε δεύτερο βαθμό δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1,769 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων..."), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (ν.3969/2010), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 ν.4161/2013 και ισχύει από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (Φ.Ε.Κ.143/Α/14-6-2013) κατ' άρθρο 24 αυτού και εφαρμοζόταν στην προκειμένη περίπτωση, πριν αντικατασταθεί με την παρ.17 άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 άρθρου 2 Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 του αυτού άρθρου και νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του, τον υποχρεώνει να καταβάλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών, κατά την κρίση του, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο." Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 8 παρ.2 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να την αποδείξει και η οποία δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από τον πιστωτή (ΑΠ 1208/2017). Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του, η δε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΑΠ 1208/2017). Συνακόλουθα, η εξόφληση των πιστωτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια που το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους και τα οποία δάνεια οι δανειολήπτες εξοφλούν με εκχώρηση υπέρ του δανειστή ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη, όταν η εξόφληση των πιστωτών γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Και τούτο γιατί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει να χαρακτηρισθεί ως αδυναμία πληρωμών η περίπτωση του οφειλέτη που ικανοποιεί το σύνολο των οφειλών του, αν διαθέτει για το σκοπό αυτό ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του. Και το πρόσωπο αυτό βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, ενώ η μοναδική οφειλή του προς το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων από το στεγαστικό δάνειο μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της ληξιπρόθεσμης οφειλής του άρθρου 1 ν.3869/2010. Διαφορετική αντιμετώπιση θα προέτασσε την ικανοποίηση των πιστωτών σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του οφειλέτη ακόμη και της επιβίωσής του, κατάσταση που δεν γίνεται αποδεκτή από το γράμμα και το σκοπό του Ν. 3869/2010 (AΠ 1379/2019). Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την από 29-1-2014 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης …/30-1-2014 αίτησή της η αιτούσα και ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της προς το ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.”, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ L.M.D.”, ήδη αναιρεσίβλητους που απορρέουν από την σύμβαση στεγαστικού και καταναλωτικού δανείου, αντίστοιχα, ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης επικουρικά δε την ρύθμιση των χρεών της με εξαίρεση από την ρευστοποίηση της περιγραφομένης κυρίας κατοικίας της, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση και με σκοπό την απαλλαγή της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αρ. 41/2016 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την παραπάνω αίτηση, την δέχτηκε στην συνέχεια ως ουσιαστικά βάσιμη, ρύθμισε τα χρέη της αιτούσας - αναιρεσείουσας προς τους αναιρεσίβλητους και εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία αυτής κατά τα αναφερόμενα σε αυτή. Κατά της απόφασης αυτής το δεύτερο αναιρεσίβλητο "ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ" άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, την από 9-5-2016 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης …/2016 έφεση, η οποία με την με αρ.76/2018 απόφαση, του ως Εφετείου δικάσαντος πιο πάνω δικαστηρίου, έγινε δεκτή και στην συνέχεια το δικαστήριο εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την αίτηση, την απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία, δεχόμενο, κατά το μέρος που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, τα ακόλουθα: "Η αιτούσα ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της αίτησης 52 ετών, έγγαμη και μητέρα τεσσάρων ενηλίκων τέκνων. Η μεγαλύτερη από τα τέκνα της αιτούσας, Δ., ηλικίας … ετών ζεί μόνη της και δεν επιβαρύνει οικονομικά τους γονείς της. Ο Α., ηλικίας … ετών, απόφοιτος του ΤΕΦΑΑ ... διαμένει σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στην … και δεν επιβαρύνει επίσης τους γονείς του, καθώς δεν καταβάλει μίσθωμα και εισπράττει επίδομα 300 ευρώ μηνιαίως. Ο Β., ηλικίας … ετών, ο οποίος διαμένει με τους γονείς του και ήταν άνεργος κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης, κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της αίτησης ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, εργαζόταν στον Δήμο … και συνεπώς δεν επιβαρύνει οικονομικά τους γονείς του. Τέλος, η Μ., ηλικίας … ετών, απόφοιτη του Τμήματος Προσχολικής Αγωγής του Πανεπιστημίου ..., διαμένει με τους γονείς της. Η αιτούσα εργάζεται ως καθαρίστρια στον Δήμο …, με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 1.002 ευρώ, από τις οποίες ποσό 596,85 ευρώ παρακρατούσε το εκκαλούν ΤΠΔ για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού της δανείου μέχρι τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής, με την οποία ορίσθηκε η καταβολή ποσού 200 ευρώ μηνιαίως προς τις πιστώτριες τράπεζες. Άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η αιτούσα, απορριπτομένων των ισχυρισμών του εκκαλούντος ότι λαμβάνει επιπλέον αμοιβή για υπερωριακή εργασία, καθώς οι αποδοχές των δημοτικών υπαλλήλων εμφανίζονται όλες στο εκκαθαριστικό τους. Ο σύζυγος της αιτούσας Κ. Χ. κατά την κατάθεση της αίτησης ήταν άνεργος, πλην όμως, μέχρι τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εργάσθηκε για χρονικό διάστημα δεκατριών μηνών, χωρίς να αποδεικνύονται οι αποδοχές του. Τα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας είναι τα εξής: α) είναι αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος εμβαδού 80 τ.μ., το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειάς της και βρίσκεται στην …, επί της οδού ..., αντικειμενικής αξίας 81.068,24 ευρώ, το οποίο απέκτησε δυνάμει του με αριθμό .../2009 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Ξάνθης ..., για την αγορά του δε έλαβε στεγαστικό δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, β) έχει τη νομή ενός αυτοκινήτου, με παρακράτηση κυριότητας, εργοστασίου κατασκευής SEAT, μοντέλου ΙΒΙΖΑ, 1390 κ.εκ. και έτους κυκλοφορίας 2009. Ο σύζυγος της αιτούσας έχει τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: α) είναι συγκύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου έκτασης 5.562 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή ..., β) είναι συγκύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου έκτασης 943 τ.μ., που βρίσκεται στον ... και εντός αυτού είναι κτισμένη μια ισόγεια οικία εμβαδού 110 τ.μ. και μία αποθήκη εμβαδού 55 τ.μ., τα οποία απέκτησε δυνάμει της με αριθμό .../2014 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ξάνθης και γ) είναι κύριος ενός αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής SEAT, μοντέλου CORDOBA, 1390 κ.εκ., ηλικίας περίπου 10 ετών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησής, είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη: 1) Προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων οφείλει από στεγαστικό δάνειο ποσό 112.531,08 ευρώ, το οποίο είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένο με υποθήκη και 2) Προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ" οφείλει από καταναλωτικό δάνειο ποσό 2.765,64 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η οφειλή της αιτούσας προς το ΤΠΔ εξυπηρετούνταν μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης με παρακράτηση του μισθού της και συνεπώς αυτό δεν ήταν ληξιπρόθεσμο. Η ληξιπρόθεσμη δε απαίτησή της για ποσό οφειλής 2.765 ευρώ δεν δηλώνει μόνιμη αδυναμία πληρωμής της αιτούσας, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό είναι πολύ μικρό. Επίσης η επικαλούμενη από την αιτούσα αδυναμία πληρωμής του χρέους της προς το ΤΠΔ δεν κρίνεται μόνιμη για τους ακόλουθους λόγους. Όπως προαναφέρθηκε, οι αιτούσα λαμβάνει από την εργασία της καθαρά 1.002 ευρώ και μετά την παρακράτηση του δανείου της της απομένει υπόλοιπο 406 ευρώ. Διαμένει σε ιδιόκτητο διαμέρισμα χωρίς να καταβάλει μίσθωμα, ενώ αποδείχθηκε ότι δεν επιβαρύνεται με διατροφή των τέκνων της τα οποία είναι ενήλικα και εργάζονται. Ο σύζυγος της μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να ήταν άνεργος αλλά στη συνέχεια ανέλαβε εργασία και συνεισέφερε στα οικογενειακά έξοδα. Το γεγονός ότι κατά τη συζήτηση της αίτησης είχε 10 ημέρες άνεργος δεν σημαίνει ότι θα είναι και στο μέλλον μόνιμα άνεργος, καθώς όπως βρήκε εργασία μετά την κατάθεση της αίτησης μπορεί να εξεύρει και στο μέλλον, συμβάλλοντας στις οικογενειακές δαπάνες. Άλλωστε το γεγονός ότι η αιτούσα και ο σύζυγος της διατηρούν δύο αυτοκίνητα αποδεικνύει ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα συντηρούν. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε, πέραν της προσωρινής ανεργίας του συζύγου της αιτούσας, ότι τα εισοδήματα της ίδιας μειώθηκαν από τη λήψη του δανείου μέχρι τη συζήτηση της αίτησης. Αντίθετα, οι οικογενειακές δαπάνες μειώθηκαν, καθώς αποδείχθηκε, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, ότι από τα τέσσερα τέκνα της αιτούσας τα δύο δεν διαμένουν μαζί της, το τρίτο εργάζεται και το τέταρτο ολοκλήρωσε τις σπουδές του, οπότε δύναται να εργαστεί. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι η αιτούσα, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων της, της ίδιας και του συζύγου της, καθώς και της περιουσιακής τους κατάστασης, δεν βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία και, κατά την ορθότερη άποψη, σε γενική - καθολική αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της, δεδομένου ότι η πρόσκαιρη οικονομική στενότητα, η παροδική-περιοδική αδυναμία πληρωμών, κάποιες μεταβατικές καταστάσεις, ακόμα και η απλή δυστροπία, δεν οδηγούν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αιτούσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου 3869/2010 προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αίτηση και ρύθμισε τα χρέη της αιτούσας σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3869/2010, ενώ εξαίρεσε και την πρώτη κατοικία της αιτούσας από την εκποίηση, κρίνοντας ότι αυτή περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνακόλουθα, δεκτού γενόμενου του δεύτερου λόγου έφεσης περί έλλειψης μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των χρεών της αιτούσας, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη κατ' ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια, διακρατούμενης και εκδικαζόμενης της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ν' απορριφθεί η αίτηση ως ουσία αβάσιμη Κρίνοντας, όμως, έτσι, το εν λόγω δικαστήριο, διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών της αναιρεσείουσας, ανεπαρκείς αιτιολογίες με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 3869/2010 που προπαρατέθηκε, την οποία, εκ πλαγίου, παραβίασε, στερώντας, με τον τρόπο αυτόν, την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται μεν τα μηνιαία εισοδήματα της αναιρεσείουσας, όχι όμως και οι βασικές, τουλάχιστον, βιοτικές ανάγκες της ίδιας και της οικογένειάς της (συζύγου της και προστατευομένων μελών), προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος, από την αντιπαραβολή των εισοδημάτων της (ρευστότητα) με τις (μηνιαίες) δαπάνες της για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών, παράλληλα με την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών, αν η αναιρεσείουσα - οφειλέτης μπορεί να ικανοποιήσει όλα αυτά, ώστε να μην περιέλθει σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμών και, επομένως, να μην υπαχθεί στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης. Κατά συνέπεια, ο σχετικός, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο το δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του διέλαβε, ως προς το ζήτημα της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών της αναιρεσείουσας ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού, για την διαπίστωση του ζητήματος αυτού, δεν προσδιόρισε και δεν συνεκτίμησε το ύψος των μηνιαίων βιοτικών αναγκών της είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου της, ενώ παρέλκει η έρευνα του δεύτερου από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, λόγου, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός στο σύνολο της πληττόμενης απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή του, και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε' του ΚΠολΔ). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 εδάφ. β' του ν. 3869/ 2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β' του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο “...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 636/2017, ΑΠ 951/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την από 14-3-2020 με αριθμό κατάθεσης …/2020 αίτηση αναίρεσης.
Αναιρεί την 76/2018 οριστική απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ