Αριθμός 979/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Ν. του Γ. και 2) Π. Ν. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Καρούζο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ΟΤΑ με την επωνυμία "Δήμος Άργους - Μυκηνών”, που εδρεύει στο Άργος και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Σ. του Θ., κατοίκου ... και 3) ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλειών με την επωνυμία “...”, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Τσαμασίρο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσούτσο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-8-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 374/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 324/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-5-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 14-5-2019 (αρ. κατ..../2019) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθ. 324/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο, καθώς και από την σύμβαση ασφάλισης του (άρθρο 681Α Κ.Πολ.Δ. όπως ίσχυε πριν το ν.4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ) αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 28-8-2014 και με αρ. κατάθεσης .../3-9-2014 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσείοντες, ισχυρίστηκαν, ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του πρώτου αναιρεσίβλητου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προξενούμενες από αυτό σε τρίτους σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές στην τρίτη αναιρεσίβλητη, προκάλεσε από υπαιτιότητα του και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται στην αγωγή, τροχαίο ατύχημα και συγκεκριμένα την σύγκρουση του ως άνω αυτοκινήτου, που οδηγούσε αυτός, με την με αριθμό ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας της δεύτερης αναιρεσείουσας, την οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσείων, με συνέπεια τον τραυματισμό του τελευταίου και τις αναφερόμενες υλικές ζημιές που επήλθαν στην μοτοσυκλέτα και επέφεραν την καταστροφή της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ήδη αναιρεσιβλήτων, να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο κάθε ένας, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 179.950 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του, οφειλομένου στο παραπάνω τροχαίο ατύχημα και στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 1.500 ευρώ, δηλαδή την αξία της μοτοσυκλέτας, λόγω ολοσχερούς, εξ αιτίας του ατυχήματος, καταστροφής της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ.374/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, με την οποία αυτή έγινε μερικά δεκτή, κατά τα ειδικότερα σε αυτή αναφερόμενα. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από τους διαδίκους, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, αντίθετες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Επ’ αυτών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την από 10-8-2015 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση, που άσκησαν οι ενάγοντες αναιρεσείοντες και δέχτηκε ως βάσιμη στην ουσία της την από 25-7-2015 με αριθμό κατάθεσης …/2015 έφεση, που άσκησαν οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και στην συνέχεια, αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή, την δέχτηκε μερικά ως βάσιμη στην ουσία της, επιδικάζοντας στους ενάγοντες τα αναφερόμενα, μικρότερα των πρωτοδίκως επιδικασθέντων, ποσά. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ.β' και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, από το γεγονός, ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο, κατ' ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό - τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια. Τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούστηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, άρα, και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται κατά τη λειτουργία του αυτοκινήτου, κατ' άρθρ. 4 ν. ΓΠΝ/1911. Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ' εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Τέλος, κατά, τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη παραπάνω 324/2018 απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561παρ.1ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 19-7-2013 και περί ώρα 12.20 ο πρώτος ενάγων οδηγώντας την υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, που ανήκει στην ιδιοκτησία της θυγατέρας του-δεύτερης ενάγουσας, εκινείτο επί της επαρχιακής οδού Άργους- Ναυπλίου, με κατεύθυνση από το Άργος προς Ναύπλιο. Κατά τον ίδιο χρόνο ο δεύτερος εναγόμενος Α. Σ., οδηγώντας το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής IVECO magirus, που ανήκει στην ιδιοκτησία του πρώτου εναγόμενου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Άργους-Μυκηνών" και ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “....”, εκινείτο επί της ιδίας ως άνω επαρχιακής οδού με την ιδία κατεύθυνση·) προς Ναύπλιο, έμπροσθεν της ως άνω μοτοσυκλέτας. Η ως άνω οδός είναι διπλής κατευθύνσεως, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, συνολικού πλάτους 12,20 μέτρων, ευθεία, ενώ, κατά τον ως άνω χρόνο, η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά, επικρατούσε φυσικός φωτισμός ημέρας, οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και η ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο εμπόδιο. Στο 1ο χλμ της ως άνω οδού επαρχιακής οδού, στο ύψος της διασταυρώσεως αυτής με ανώνυμη δημοτική οδό, κατά το χρόνο που ο δεύτερος εναγόμενος επιχειρούσε στροφή προς τα δεξιά, για να εισέλθει στην ανώνυμη δημοτική οδό, έχοντας ανάψει εγκαίρως το δεξιό δείκτη κατεύθυνσης (φλας) του αυτοκινήτου, επέπεσε με την οπίσθια δεξιά πλευρά του οχήματος του στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα της μοτοσυκλέτας, με αποτέλεσμα να την παρασύρει και να εγκλωβιστεί αυτή, μετά του επιβαίνοντος οδηγού της, στον οπίσθιο δεξιό τροχό του φορτηγού, το οποίο ο οδηγός του ακινητοποίησε αμέσως, όταν αντιλήφθηκε τον πρώτο ενάγοντα, μετά από ειδοποίηση του διερχόμενου οδηγού Κ. Κ.. Συνυπαίτιοι για το ατύχημα είναι και οι δύο οδηγοί των οχημάτων, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού οδηγού κάτω από τις ίδιες συνθήκες, την οποία όφειλαν να καταβάλουν. Συγκεκριμένα ο δεύτερος εναγόμενος, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να δύναται κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και μολονότι επρόκειτο να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην ανώνυμη δημοτική οδό, δεν βεβαιώθηκε ότι μπορεί να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούνταν πίσω του ή ετοιμάζονταν να τον προσπεράσουν, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση. την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους, αλλά πραγματοποίησε αιφνίδια και ανέλεγκτα τον ελιγμό προς τα δεξιά. Αλλά και ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1,19 παρ. 1,2, 7, 23 παρ. 4 και 94 του Κ.Ο.Κ, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του, ώστε να δύναται κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του, λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται σε ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, μολονότι δε εκινείτο όπισθεν άλλου οχήματος, δεν τηρούσε αρκετή απόσταση για την αποφυγή της σύγκρουσης, αν το προ αυτού κινούμενο όχημα μειώσει ξαφνικά την ταχύτητά του ή διακόψει την πορεία του και μολονότι ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος του γνωστοποίησε την πρόθεση του να αλλάξει κατεύθυνση δεν τον διευκόλυνε προς τούτο με μείωση της ταχύτητας του δικού του οχήματος, αλλά αντιθέτους, ενόψει και της απειρίας του περί την οδήγηση μοτοσυκλέτας, κυβισμού I25cc, καθόσον δεν είχε την απαιτούμενη άδεια ικανότητας οδήγησης, προχώρησε ευθεία με την ίδια ταχύτητα που οδηγούσε και επέπεσε με δύναμη επάνω στο αυτοκίνητο. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά η συνυπαιτιότητα του δευτέρου εναγομένου εκτιμάται σε 40% και του οδηγού του δικύκλου μοτοποδηλάτου σε 60%, γενομένης εν μέρει δεκτής της ενστάσεως των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος στην ένδικη σύγκρουση." Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 300,330 και 914 Α.Κ., είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, ούτε εκ πλαγίου, όσον αφορά την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, που εφαρμόστηκαν και, επομένως, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Δεν ήταν δε αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσείοντα, στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, αφού αναπτύσσονται με επάρκεια και σαφήνεια οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, η συμπεριφορά του πρώτου αναιρεσείοντος τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του ατυχήματος και τον εξ αυτού τραυματισμό του, καθώς και η οδηγική συμπεριφορά του οδηγού του με αριθμό ... ΙΧΦ αυτοκινήτου και η υπαιτιότητα που αποδίδεται σε κάθε έναν εξ αυτών. Η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών, δεν ήταν αναγκαία, διότι οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή, ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια αμφοτέρων των εμπλακέντων οδηγών και συγκεκριμένα σε αμέλεια α) του δεύτερου αναιρεσίβλητου, διότι αυτός από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο και κινούμενος με αυτό επί της οδού Άργους Ναυπλίου, με κατεύθυνση προς Ναύπλιο, μπροστά από την με αριθμό κυκλοφορίας ..., δίκυκλη μοτοσυκλέτα, την οποία οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσείων, κινούμενος ομόρροπα και όπισθεν του αυτοκινήτου, αν και επρόκειτο να πραγματοποιήσει στροφή δεξιά, προκειμένου να εισέλθει στην δεξιά σε σχέση με την πορεία του ανώνυμη δημοτική οδό δεν βεβαιώθηκε, ότι μπορεί να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση και των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούντο όπισθεν αυτού ή ετοιμάζονταν να τον προσπεράσουν, λαμβάνοντας υπόψη την θέση, την κατεύθυνση και την ταχύτητά τους, αλλά αντίθετα πραγματοποίησε τον προς τα δεξιά ελιγμό ανέλεγκτα και β) του πρώτου αναιρεσείοντος, διότι αυτός αν και κινείτο με την προαναφερθείσα μοτοσυκλέτα όπισθεν του ως άνω αυτοκινήτου δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του, ώστε να είναι σε θέση κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και δεν ρύθμισε την ταχύτητά του, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες κυκλοφορίας, ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του σε οποιοδήποτε εμπόδιο παρουσιαστεί, το οποίο μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται σε ορατό σημείο της οδού, μολονότι δε κινείτο όπισθεν του ως άνω φορτηγού, δεν τηρούσε αρκετή απόσταση από αυτό για την αποφυγή σύγκρουσης, αν το προ αυτού κινούμενο όχημα μειώσει αιφνίδια την ταχύτητά του ή διακόψει την πορεία του και μολονότι ο οδηγός του προπορευομένου αυτοκινήτου γνωστοποίησε την πρόθεσή του να αλλάξει κατεύθυνση, πραγματοποιώντας ελιγμό προς τα δεξιά, δεν μείωσε την ταχύτητα του, αλλά συνέχισε ευθεία με την ίδια ταχύτητα, με αποτέλεσμα να επιπέσει επί του προπορευομένου οχήματος, καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα. Οι επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες, ελλείψεις και αντιφάσεις, πέραν του ότι, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνιστούν τέτοιες, αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το προαναφερόμενο σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, υπό την επίκληση δε της προβαλλομένης πλημμέλειας της παραβάσεως εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και, συνεπώς, απαραδέκτως προτείνονται. Δεν συντρέχει επομένως, η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογιών, αλλά ούτε και της παραθέσεως ανεπαρκών ή αντιφασκουσών αιτιολογιών στην προσβαλλομένη απόφαση.
Συνεπώς, ο πρώτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ανεξαρτήτως του ότι απαραδέκτως προβάλλεται σύμφωνα με τα παραπάνω. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του αριθμού 1 του άρθρου 559Κ.Πολ.Δ., διότι το δικαστήριο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 300, 330 και 914 Α.Κ. οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε. Επομένως, μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, οι αναιρεσείοντες που νικήθηκαν στη δίκη πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της τρίτης των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη υπέρ των λοιπών αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν με διαφορετικό δικηγόρο, δεν επιδικάζεται ελλείψει σχετικού αιτιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-5-2019 (με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …/2019) αίτηση για αναίρεση της 324/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της τρίτης των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ