Απόφαση

Αριθμός 983/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Μαριάνθη Παγουτέλη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 18η Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “...” και τον διακριτικό τίτλο “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην …, 2) Ε. Κ. του Β., και 3) Ε. Σ. του Γ., πρώην συζύγου Ε. Κ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Εμμανουηλίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Θ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Σταυρούλας Γκούμα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-12-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν η 14/2017 μη οριστική και η 481/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 240/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-7-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαριάνθη Παγουτέλη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 18.7.2019 και με αριθ. κατάθ. …/25.7.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθ. 240/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε επί της από 2-10-2017 και με αριθ. κατάθ. ../4-10-2017 στο Πρωτοδικείο Βόλου έφεσης του ηττηθέντος, πρωτοδίκως, ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της, υπ' αριθ. 481/2017, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, επί της, από 19-12-2014 και με αριθ. κατάθ. …/2014, αγωγής του ήδη αναιρεσίβλητου - ενάγοντος. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 25-7-2019, πριν από κάθε κοινοποίηση και εντός της διετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έγινε στις 10-6-2019 (άρθρα 552, 553, 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων, σε αυτή, λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
2. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα των σχετικών αναιρετικών λόγων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής: Με την από 19-12-2014 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία κατασκευής προκατασκευασμένων κατοικιών, τον Μάϊο του 2004, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε προφορικά με τον νόμιμο εκπρόσωπο και ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας, δεύτερο εναγόμενο, και ότι ομόρρυθμο μέλος της εργοδότριας εταιρείας είναι και η τρίτη εναγομένη, προκειμένου να εργαστεί ως διπλωματούχος ηλεκτροσυγκολλητής Β’ τάξεως, πραγματοποιώντας τις αναφερόμενες ειδικότερα στην αγωγή εργασίες τόσο στο εργοστάσιο όσο και στον τόπο παράδοσης κάθε έργου που αναλάμβανε η εναγομένη εταιρεία και να οδηγεί τα οχήματα της εταιρείας, καθόσον κατέχει άδεια οδηγήσεως γ' κατηγορίας, με αποδοχές τις προβλεπόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων όλης της χώρας, όπως ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων. Ότι προ της αναλήψεως υπηρεσίας, που έλαβε χώρα στις 21.5.2004, είχε γνωστοποιήσει νομίμως την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση, καθώς και την προϋπηρεσία του στην ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή, ωστόσο αμειβόταν με αποδοχές κατώτερες των προβλεπομένων στις οικείες Σ.Σ.Ε. του επίδικου χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο 2009 έως 15-5-2014 και με βάση το είδος της εργασίας που παρείχε, καθόσον εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή κάθε εβδομάδα όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, επί εννέα (9) ώρες ημερησίως, υπερβαίνοντας το νόμιμο ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας και πραγματοποιώντας υπερωριακή εργασία και υπερεργασία, καθώς επίσης εργαζόταν και τα αναφερόμενα Σάββατα και Κυριακές, επί οκτάωρο, αντιστοίχως, χωρίς όμως να αμείβεται από την εναγομένη για την έκτακτη αυτή εργασία του, στερώντας του την εβδομαδιαία ανάπαυση, όπως ειδικότερα εκθέτει. Ότι, επιπλέον, η πρώτη εναγομένη, εργοδότρια εταιρεία, δεν του κατέβαλε τις αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εορτών, ενώ παρέλειψε να του χορηγήσει την οριζόμενη από τον νόμο άδεια αναψυχής, παρότι το ζήτησε. Ότι στις 11.11.2013 αναγκάστηκε, υπό την απειλή της απόλυσης, να υπογράψει με την πρώτη εναγομένη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας δύο ημερών, Δευτέρα και Τρίτη, από ώρα 8.00 έως ώρα 16.00, η οποία όμως ήταν εικονική, γεγονός που γνώριζαν από τη σύναψή της οι συμβαλλόμενοι και η οποία (τροποποιητική σύμβαση) δεν εφαρμόστηκε καθόσον η εργοδότρια στην πραγματικότητα τον απασχολούσε καθημερινά επί εννέα (9) ώρες, όπως και τα Σάββατο και τις Κυριακές. Ότι ζητούσε επανειλημμένα την καταβολή των οφειλόμενων σ' αυτόν διαφορών αποδοχών με βάση τις ΣΣΕ της ειδικότητάς του, ως ηλεκτροσυγκολλητή, και ότι μετά το Πάσχα του 2014 ζήτησε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, δεύτερο εναγόμενο, την καταβολή τους έως τις 28.7.2014, επισημαίνοντας ότι με την πάροδο της ημεροχρονολογίας αυτής θα απευθυνόταν στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι στις 28.7.2014 προσήλθε στον χώρο του εργοστασίου για να προσφέρει τη συμφωνηθείσα εργασία του, πλην όμως του απαγορεύτηκε η είσοδος και ο εργοδηγός της εναγομένης του δήλωσε ότι, δήθεν, δεν υπάρχει γι' αυτόν αντικείμενο εργασίας. Ότι εξαιτίας της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εκ μέρους της εναγομένης εργοδότριας, στις 28.7.2014, δήλωσε σε αυτή ότι ασκεί το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, αρνούμενος στις προσχηματικές κλήσεις της εργοδότριας να εργασθεί μέχρις ότου η τελευταία ικανοποιήσει τις αξιώσεις του για καταβολή των οφειλομένων αποδοχών και για απασχόληση του με τους όρους της αρχικής, από τον Μάιο του 2004, συμβάσεως εργασίας, παραλλήλως δε προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων προσβλήθηκε η προσωπικότητά του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε, εν μέρει, αναγνωριστικό: Α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της, από 11.11.2013, συμβάσεως εκ περιτροπής απασχόλησής του. Β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 25-7-2014, αφενός μεν για διαφορές μεταξύ των νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών του (μισθούς) το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, αφετέρου δε για απαιτήσεις του από αμοιβή υπερεργασίας το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ. Γ) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν: α) Για το ανωτέρω χρονικό διάστημα : 1) Για διαφορές μεταξύ των νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών του (μισθούς) το συνολικό ποσό των 68.230,52 ευρώ. 2) Για απαιτήσεις του από αμοιβή υπερεργασίας το συνολικό ποσό των 5.161,95 ευρώ. 3) Για απαιτήσεις του από, κατ' εξαίρεση, υπερωριακή απασχόληση το συνολικό ποσό των 3.812,29 ευρώ. 4) Για απαιτήσεις του για πρόσθετη εργασία το συνολικό ποσό των 2.103,57 ευρώ. 5) Για απασχόλησή του κατά τα Σάββατα το συνολικό ποσό των 10.808,06 ευρώ. 6) Για απασχόλησή του τις Κυριακές το συνολικό ποσό των 5.866,63 ευρώ. 7) Για αποδοχές αδείας το συνολικό ποσό των 9.561,87 ευρώ. 8) Για επιδόματα αδείας το συνολικό ποσό των 4.780,37 ευρώ. 9) Για επίδομα εορτών Πάσχα το συνολικό ποσό των 4.531,76 ευρώ. β) Για το χρονικό διάστημα των ετών 2009 - 2013: 1) Για αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια το συνολικό ποσό των 6.284,90 ευρώ. 2) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων το συνολικό ποσό των 18.439,33 ευρώ. γ) Για αποδοχές υπερημερίας (ήτοι μισθούς χρονικού διαστήματος Ιουλίου - Δεκεμβρίου 2015, επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015, επίδομα εορτών Πάσχα 2015, αποδοχές και επίδομα αδείας 2015) το συνολικό ποσό των 34.691,12 ευρώ, νομιμοτόκως τα ως άνω ποσά από της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μερικότερης παροχής, άλλως από της επίδοσης της αγωγής. Δ) Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ε) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδέχονται την νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του ως ηλεκτροσυγκολλητή, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγομένου, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου. ΣΤ) Άλλως και όλως επικουρικώς να αναγνωρισθεί ότι στις 28.7.2014 οι εναγόμενοι προέβησαν σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας και να υποχρεωθούν να του καταβάλλουν το ποσό των 14.082,78 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, νομιμοτόκως από 29.7.2014, άλλως από την επίδοση της παρούσας. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η πρωτόδικη, υπ' αριθ. 481/2017, οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως κατ' ουσία αβάσιμη. Ο ενάγων άσκησε κατά της απόφασης αυτής έφεση στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας, το οποίο με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. 240/2019, απόφασή του εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού αναγνώρισε ότι η, από 11-11-2013, έγγραφη τροποποιητική σύμβαση, της εκ περιτροπής εργασίας του ενάγοντος με την εργοδότρια εταιρεία, δεν έχει έννομες συνέπειες, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή, κατά τα αναφερόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κονδύλια.
3. Κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται: "αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού(ΟλΑΠ 3/2020, Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 1/2016 ).Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων ) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017ΑΠ 130/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, συντρέχει όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου πραγματικά περιστατικά ‘‘έλλειψη αιτιολογίας'' ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ‘‘ ανεπαρκής αιτιολογία'' ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ‘‘αντιφατική αιτιολογία'' (Ολ ΑΠ 1/1999).Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σ' αυτή και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου , του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς,δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006). 4. Από τον συνδυασμό των άρθρων 22 παρ. 2 του Συντάγματος και 3 παρ. 1, 7, 8 παρ. 2, 10 παρ. 2 , 11 παρ. 2 και 16 παρ. 6 του ν. 1876/1990 ‘‘Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις''( ΦEK Α 27) συνάγονται τα ακόλουθα: Κατά τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία κατά παραχώρηση του Κράτους. Ως εκ τούτου, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ ή των εξομοιούμενων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων (ΔΑ) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου και, αν είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των τυπικών νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους ΣΣΕ ή ΔΑ, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. Οι κλαδικές ΣΣΕ και Δ.Α. περιέχουν τους όρους εργασίας και αμοιβής που αφορούν στους εργαζόμενους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων μιας πόλης ή περιφέρειας ή και ολόκληρης της χώρας. Υπό την έννοια αυτή, ως ομοειδείς θεωρούνται οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και ως συναφείς αυτές που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό περίπου όμοιες συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, προέχον κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας ΣΣΕ ή ΔΑ ως κλαδικής είναι το είδος της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητα του εργαζόμενου με την οποία παρέχεται η συμφωνημένη εργασία. Αντίθετα, οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ ή ΔΑ ρυθμίζουν τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων που ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα. Επομένως, προέχον κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας ΣΣΕ ή ΔΑ ως ομοιοεπαγγελματικής είναι το είδος του επαγγέλματος ή της ειδικότητας του εργαζόμενου,ανεξάρτητα από το είδος της επιχειρήσεως στην οποία παρέχεται η συμφωνημένη εργασία. Περαιτέρω, οι ΣΣΕ ή ΔΑ (πλην των εθνικών γενικών) δεσμεύουν κατ' αρχήν τους εργοδότες και εργαζόμενους που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο Υπουργός Εργασίας, όμως, με απόφαση που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, μπορεί να επεκτείνει την ισχύ και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική, για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ ή ΔΑ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Στην περίπτωση αυτή η ΣΣΕ ή ΔΑ δεσμεύει όλους τους εργοδότες του κλάδου ή τους εργαζόμενους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (ΟλΑΠ. 2/2002, ΟλΑΠ 540/1980, ΑΠ 56/2012, ΑΠ 1015/2006), με την επιφύλαξη ότι μια κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη, ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ ή ΔΑ (ΑΠ 74/2009).Το δικαστήριο αναζητεί αυτεπαγγέλτως και εφαρμόζει την προσήκουσα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., με βάση τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στην αγωγή και αποδεικνύονται, όπως η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, ο κλάδος της οικονομικής ζωής στον οποίο αυτή λειτουργεί, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο εκάστοτε ζητείται η παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 924/2019, ΑΠ 49/2011, ΑΠ. 1143/2004). Εξ άλλου, με την 69.005/3224/6-10-2008 (ΦΕΚ Β 2107/2008) Υπουργική απόφαση κηρύχθηκε υποχρεωτική ( από 18-7-2008) η από 24-6-2008 ΣΣΕ ‘‘για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων Μετάλλου και Μεταλλουργικών Επιχειρήσεων όλης της χώρας'' με διετή διάρκεια από 1-1-2008 έως 31-2-2009 ( Πράξη Κατάθεσης Υπουργείου Εργασίας …9/18-7-2008) επί όλων των εργοδοτών και εργαζομένων του κλάδου που αυτή αφορά. Επακολούθησε η από 16-10-2010 ΣΣΕ (Πράξη Κατάθεσης Υπουργείου Εργασίας …/9-12-2010), η οποία είχε ισχύ από 1-1-2010 έως 31-12-2012 και με το άρθρο 2 παρ. 2 και 4 της ΠΥΣ 6/2012 παρατάθηκε η ισχύς της μέχρι 14-5-2013 και στη συνέχεια η από 17-6-2013 ΣΣΕ (Πράξη Κατάθεσης Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας …/26-7-2013) , η οποία είχε ισχύ έως τις 15-5-2014 και λόγω της τρίμηνης μετενέργειας ίσχυσε έως 15-8-2014.Oι δύο τελευταίες ΣΣΕ δεν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές. Από την περιγραφή των ορίων εφαρμογής των εν λόγω ΣΣΕ προκύπτει ότι αυτές έχουν εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους των κάθε είδους μεταλλουργικών επιχειρήσεων και των τμημάτων αυτών που απασχολούνται στην παραγωγή, επεξεργασία, επισκευή, συναρμολόγηση, συσκευασία κλπ μετάλλου άλλων επιχειρήσεων ή εκμετάλλευσης ή εργολήπτες ή υπό-κατασκευαστές και εργολάβους που ασχολούνται με εργασίες επί κάθε είδους μετάλλων. Επίσης υπάγονται οι ηλεκτροσυγκολλητές που εργάζονται σε ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις ή σε διαλύσεις πλοίων, σε διάφορες κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και σε διάφορες επιχειρήσεις μετάλλου ή τμήματα επεξεργασίας μετάλλου άλλων επιχειρήσεων. 5. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., το Μονομελές Εφετείο Λάρισας δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον πρώτο αναιρετικό λόγο, τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία, με έδρα στη … (7ο χλμ ...), έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τα προκατασκευασμένα κτήρια με σκελετό από μέταλλο, για την κατασκευή των οποίων προμηθεύεται, μεταξύ άλλων υλικών, σίδερα, τα οποία πρέπει να κοπούν και να συγκολληθούν από τους εργαζομένους της, βάσει σχεδίου της. Ότι προς εκτέλεση των εργασιών αυτών προσέλαβε τον ενάγοντα, πτυχιούχο ηλεκτροσυγκολλητή Β’ τάξεως με αριθ. αδείας .../17.10.1978, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε, προφορικά, τον Μάϊο του 2004, μεταξύ αυτού (ενάγοντα) και του δεύτερου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, με τον οποίο συνδέεται με συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς από ετών, προκειμένου ο ενάγων να παρέχει τις υπηρεσίες του ηλεκτροσυγκολλητή, που περιελάμβαναν την κοπή σε συγκεκριμένες διαστάσεις και την ηλεκτροσυγκόλληση μεταλλικών βεργών καθώς και την τελική συναρμολόγησή τους, σύμφωνα με τα σχέδια της πρώτης εναγομένης, που θα αποτελούσαν τον σκελετό επί του οποίου θα τοποθετούνταν η ξύλινη ή μεταλλική, εσωτερική και εξωτερική, τοιχοποιία της προκατασκευασμένης οικίας, καθώς και να παρέχει τις τελικές βελτιωτικές-διορθωτικές εργασίες κατά την τοποθέτηση αυτών στον τόπο παράδοσής τους, χρησιμοποιώντας, όπου ήταν αναγκαίο, ικριώματα και σκάλες. Ότι η απασχόλησή του ορίστηκε πενθήμερη επί οκταώρου καθημερινά. Κατά την πρόσληψη του δε ο ενάγων γνωστοποίησε στην εναγομένη - εργοδότρια την οικογενειακή του κατάσταση και ειδικότερα ότι είναι έγγαμος με δύο ενήλικα τέκνα και ότι είχε προϋπηρεσία εννέα (9) ετών στην ειδικότητά του, στοιχεία τα οποία, εξάλλου, γνώριζε ο δεύτερος εναγόμενος λόγω της συγγενικής τους σχέσεως (σύζυγος της πρώτης ξαδέλφης του) αλλά και της μακροχρόνιας φιλίας του με τον ενάγοντα από τα νεανικά τους χρόνια. Ότι οι όροι αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος διέπονταν και καθορίζονταν από τις διαδοχικά ισχύουσες κάθε φορά εθνικές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων”, που για τα έτη που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, 2009 έως 2014, είχαν κηρυχθεί υποχρεωτικές. Ως γενικώς υποχρεωτικές, η ισχύς των ΣΣΕ επεκτάθηκε και πέρα από τα μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που τις είχαν συνάψει και δη στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η εν λόγω σύμβαση αφορά, όπως οι συμβαλλόμενοι εν προκειμένω, οι οποίοι, αν και δεν αποδείχθηκε ότι είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν στην υπογραφή των Σ.Σ.Ε., καταλαμβάνονται όμως από την ισχύ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 ν. 1876/1990, η μεν πρώτη εναγομένη ως συναφής επιχείρηση έχουσα ως αντικείμενο δραστηριότητας την επεξεργασία μετάλλου, ο δε εργαζόμενος-ενάγων ως ηλεκτροσυγκολλητής, δοθέντος ότι στις διατάξεις της ΣΣΕ, όπως ορίζεται, υπάγονται οι εργαζόμενοι, υπάλληλοι, τεχνίτες που ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την επεξεργασία, τη συναρμολόγηση κ.λ.π κάθε είδους μετάλλου και σε τμήματα επεξεργασίας μετάλλου άλλων επιχειρήσεων και ρητά συμπεριλαμβάνει τους ηλεκτροσυγκολλητές με και άνευ πτυχίου. Στη συνέχεια, βάσει των ως άνω ΣΣΕ υπολόγισε το Εφετείο τις αξιώσεις του ενάγοντος από διαφορές αποδοχών μεταξύ των νόμιμων και καταβαλλόμενων, από υπερεργασία, από αμοιβές για εργασία κατά το Σάββατο, από αποδοχές και επιδόματα αδείας του επίδικου χρονικού διαστήματος, από επιδόματα εορτών και για μισθούς υπερημερίας από 30-7-2014 έως 25-9-2014. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι οι ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων όλης της χώρας, τις οποίες εφάρμοσε, δεν έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον η πρώτη εναγομένη εταιρεία κατασκευής προκατασκευασμένων οικιών δεν έχει ως αντικείμενο εργασίας αυτοτελείς μεταλλουργικές εκμεταλλεύσεις, δηλαδή αυτοτελώς οργανωμένα σύνολα μέσων, πρόσφορων προς επίτευξη ορισμένου επί μέρους μεταλλουργικού αποτελέσματος, εντασσόμενου στον γενικότερο οικονομικό σκοπό της όλης επιχείρησης της πρώτης αναιρεσείουσας. Η παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι αυτή είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την κοπή σε συγκεκριμένες διαστάσεις και την ηλεκτροσυγκόλληση μεταλλικών βεργών καθώς και την τελική συναρμολόγησή τους σε υπό κατασκευή μεταλλική οικοδομή και την τοποθέτησή τους, με την έννοια ότι η μεταλλική κατασκευή αποτελούσε τον σκελετό της οικοδομής, επί του οποίου θα τοποθετούνταν η ξύλινη ή μεταλλική, εσωτερική και εξωτερική τοιχοποιία της προκατασκευασμένης οικίας, δεν την καθιστά επιχείρηση μετάλλου, ούτε μεταλλουργική επιχείρηση, ούτε διατηρεί η αναιρεσείουσα εταιρεία μεταλλουργικά τμήματα, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια, με όσα δέχθηκε ως προς το αντικείμενο της εργασίας της το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά είναι μια οικοδομική επιχείρηση, που απλώς συναρμολογεί έτοιμα μεταλλικά υλικά και μόνο για τον σκελετό της οικοδομής που θα τα εφαρμόσει, τα οποία δεν παράγει, ούτε μεταποιεί, ούτε επεξεργάζεται η ίδια. Περαιτέρω, οι ΣΣΕ και ΔΑ για τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων δεν μπορούν να επεκταθούν στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης διότι αυτή δεν θα μπορούσε να είναι μέλος, ως εργοδότρια, των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη των κλαδικών αυτών συμβάσεων, ούτε υπάγεται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν συμβληθεί, ούτε απασχολεί ως ηλεκτροσυγκολλητές το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, που θα μπορούσαν να είναι μέλη τέτοιων κλαδικών συμβάσεων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, δεν υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχή πραγματικών περιστατικών τέτοιων που να επιτρέπουν τη νόμιμη επέκταση των ανωτέρω κλαδικών συλλογικών συμβάσεων για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης - εργοδότριας εταιρείας, κατά τον ένδικο χρόνο, διότι με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα, ούτε θα μπορούσε να είναι μέλος των οργανώσεων, που είχαν συμβληθεί, αφού δεν έχει τέτοιο αντικείμενο εργασίας, ούτε η επιχείρησή της είναι ομοειδής με τις επιχειρήσεις μετάλλου, ούτε συναφής με αυτές, εφόσον λειτουργεί με εντελώς ανόμοιες συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, και δεν δικαιολογείται η επέκταση της εφαρμογής των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης επιπροσθέτως και για το λόγο ότι, η επέκταση μιας κλαδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, ισχύει από της χρονολογίας εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και εφόσον η ΣΣΕ καταχωρηθεί στο Γενικό Μητρώο και αναρτηθεί αυτουσίως στον δικτυακό τόπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Άλλωστε δεν υφίσταται παραδοχή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις που επιβάλλει το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 1876/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66/11-5-2010), για το κύρος και την ισχύ των δύο τελευταίων ΣΣΕ, εφόσον αυτές συνήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3846/2010, δηλαδή η καταχώριση αυτών στο γενικό Μητρώο που τηρείται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το κείμενο αυτών (ΣΣΕ) να αναρτηθεί αυτούσιο στο δικτυακό τόπο του ίδιου Υπουργείου. Σε κάθε δε περίπτωση εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι από 16-10-2010 και 17-6-2013 ΣΣΕ κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, ενώ , όπως προεκτέθηκε, γενικώς υποχρεωτική κηρύχθηκε μόνο η από 28-6-2008 ΣΣΕ. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό, ότι μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος θα λαμβάνει για την παρεχόμενη εργασία του την αμοιβή που προβλέπουν κάθε φορά οι ΣΣΕ για τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων των επιχειρήσεων μετάλλου και των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής αυτής σύμβασης δεν ήταν μέλη των οργανώσεων που κατάρτισαν τις ως άνω ΣΣΕ, ώστε οι όροι αυτών να καταστούν περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος και να δικαιούται αυτός να αξιώνει τις διαφορές αποδοχών κλπ με βάση τις εν λόγω ΣΣΕ. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου παραβιάσθηκαν και εκ πλαγίου οι διατάξεις των ανωτέρω ΣΣΕ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία για ουσιώδη ως προς την έκβαση της δίκης ζητήματα, εφόσον δεν αιτιολογείται επαρκώς ότι συνέτρεξαν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις για την επέκταση της εφαρμογής των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου και μεταλλουργικών επιχειρήσεων στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης στην ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και ούτε υφίσταται παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο ως ηλεκτροσυγκολλητής, όπως θα έπρεπε, αντίθετα υπάρχει παραδοχή ότι εκτελούσε και χρέη οδηγού στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης. Πρέπει, επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 1 εδ. α' και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να γίνει δεκτός ως βάσιμος. 6.Με το άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε και τελικά τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 του ν. 3899/2010, ρυθμίζεται η δυνατότητα του εργοδότη και του εργαζομένου να συμφωνήσουν κατά τη σύναψη της εργασιακής σύμβασης την παροχή εργασίας κατά μερική απασχόληση, καθώς και τη δυνατότητα να μετατρέψουν σε σύμβαση μερικής απασχόλησης μια εργασιακή σύμβαση που καταρτίστηκε ως σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Όπως επισημαίνεται, στην εν λόγω διάταξη, η μερική απασχόληση μπορεί να αφορά εργασία ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική. Μπορεί, δηλαδή, να αναφέρεται στο ημερήσιο ωράριο εργασίας, το οποίο θα είναι μικρότερο του κανονικού, μπορεί όμως να αφήνει άθικτο το ημερήσιο ωράριο και να περιορίζει την εβδομαδιαία ή μηνιαία απασχόληση. Υποπερίπτωση της μερικής απασχόλησης αποτελεί η, εκ περιτροπής, εργασία, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από την παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990. Ο όρος "εκ περιτροπής εργασία”, που συνδέεται με την εναλλαγή προσωπικού - χρονικών διαστημάτων εργασίας, ως μέτρο γενικής εφαρμογής, πρωτοεμφανίστηκε με τον α.ν. 2000/1939 "Περί λήψεως μέτρων καταπολεμήσεως της ανεργίας”. Η εκ περιτροπής εργασία, ήδη, εντάχθηκε στον θεσμό της "μερικής απασχόλησης”. Στο ισχύον δίκαιο και δη στο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2874/2000 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 του ν. 3899/2010 [ΦΕΚ Α’ 212/17-12-2010], ορίζεται στην παρ. 3 εδ. α' και β' ότι "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου”. Και στο εδ. δ' "Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας" (ΑΠ 1044/2020, ΑΠ 958/2020, ΑΠ 771/2017). Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δυο ειδικότερες μορφές: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση η σχέση εκ περιτροπής εργασίας ιδρύεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, είτε πρωτογενώς με την αρχική σύμβαση εργασίας είτε κατά τη λειτουργία μιας σύμβασης πλήρους απασχόλησης με μεταγενέστερη νεότερη συμφωνία των μερών. Με τη σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης συμφωνείται ότι, μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης είναι συνεχής, ο μισθωτός θα παρέχει την εργασία του απασχολούμενος κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας αλλά κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και με συνδυασμό αυτών, αμειβόμενος με ανάλογα μειωμένο μισθό. Εξ αυτού προκύπτει ότι η εκ περιτροπής εργασία ενέχει εναλλαγή ενοτήτων εργασίας και μη εργασίας, οι οποίες επιτρέπεται να συμφωνηθούν ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς, με μόνο περιορισμό να παρέχεται η ημερήσια εργασία κατά πλήρες ωράριο. Έτσι, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μειωμένη εβδομαδιαία εργασία (όπως επί συστήματος πενθήμερης εργασίας να παρέχεται η εργασία από μία έως τέσσερις ημέρες την εβδομάδα), ή συνδυασμός μειωμένης εβδομαδιαίας εργασίας για κάποιες μόνο εβδομάδες του μήνα (όπως τρεις ημέρες εργασίας κάθε δεύτερη εβδομάδα) ή η εναλλαγή πλήρους μηνιαίας εργασίας με μήνες περιορισμένου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Πάντως, ο όποιος συνδυασμός εκ περιτροπής εργασίας, θα πρέπει να επιτρέπει εναλλαγή ενοτήτων απασχόλησης με μη απασχόληση, χωρίς όμως οι χρονικές ενότητες εργασίας και μη εργασίας να είναι απαραίτητα της ίδιας χρονικής έκτασης. Επίσης, ο νόμος δεν θέτει περιορισμούς ως προς την χρονική έκταση της συμβατικής εκ περιτροπής εργασίας, όπως αντίθετα κάνει στην περίπτωση της μονομερούς επιβολής της. Η ίδρυση της σχέσης αυτής δεν συνδέεται με καμία πρόσθετη ουσιαστική προϋπόθεση (όπως ορισμένους λόγους επιλογής της). Θα πρέπει, όμως, η σχετική συμφωνία, να είναι έγγραφη. Ο έγγραφος τύπος έχει συστατική ισχύ, υπό την έννοια ότι η έλλειψη του εγγράφου επιφέρει ακυρότητα της σχετικής συμφωνίας, η συμφωνία δε (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) ή η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) πρέπει να κοινοποιηθεί εντός οκτώ [8] ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 697/2018). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 138 ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βουλήσεως που εν γνώσει του δηλούντος δεν έγινε σπουδαίως παρά μόνο φαινομενικώς είναι εικονική, πάσχουσα ακυρότητα εκ του λόγου αυτού. Σκοπός της εν λόγω δηλώσεως είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής καταστάσεως άνευ υπάρξεως στον δηλούντα προθέσεως τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική δυνατόν να είναι η δήλωση βουλήσεως όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, όπως σύμβαση εταιρείας, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της συμβάσεως προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος (ΑΠ1450/2021, ΑΠ 752/2020, ΑΠ 25/2016, ΑΠ 681/2016). Επομένως, για την ακυρότητα μιας συμβάσεως ως εικονικής, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των, κατά τον χρόνο της καταρτίσεώς της, συμβαλλομένων, για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας (ΑΠ 563/2016). Στο σχετικό περί εικονικότητας ισχυρισμό εμπεριέχεται και το στοιχείο ότι κατά τον χρόνο καταρτίσεως της όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας (ΑΠ 874/1996).
Συνεπώς δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής συμφώνως προς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 138 ΑΚ (ΑΠ 752/2020, ΑΠ 502/2018, ΑΠ 502/2018). Ο εικονικώς δικαιοπρακτήσας μπορεί να αντιτάξει την εικονικότητα και την ακυρότητα της δικαιοπραξίας απ` αυτή τόσο κατά του αντισυμβληθέντος όσο και κατά του τρίτου, που συναλλάχθηκε εν γνώσει της εικονικότητας, όχι δε και κατά εκείνου που αγνοούσε οπωσδήποτε αυτή (ΑΠ 446/2018, ΑΠ 2260/2014, ΑΠ 160/2013). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 του ΑΚ, απειλή είναι η εξαγγελία κάποιου κακού για τον απειλούμενο, με την οποία ο τελευταίος περιάγεται σε κατάσταση ψυχολογικής πιέσεως και συνεπεία της οποίας αυτός φρονεί, ότι πρέπει να προβεί στην υπό του απειλούντος επιδιωκόμενη δήλωση βουλήσεως, προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του κακού. Για την εφαρμογή δε των ως άνω διατάξεων απαιτείται: α) απειλή επικείμενου κακού για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία του απειλουμένου ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν, β) ο κίνδυνος επελεύσεως του κακού να είναι άμεσος και σπουδαίος, δηλαδή επικείμενος και πραγματικός και να είναι ικανός και προκαλέσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο, γ) η απειλή να έγινε προς το σκοπό να εξαναγκάσει τον απειλούμενο σε δήλωση, να οδήγησε πράγματι στη δήλωση βουλήσεως και μάλιστα παράνομα ή εναντίον των χρηστών ηθών (ΑΠ 82/2021, ΑΠ 314/2021, ΑΠ 1040/2018). Επιπλέον, η απειλή πρέπει να είναι παράνομη, δηλαδή το εξαγγελλόμενο κακό πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Επομένως, δεν μπορεί να συνίσταται στην άσκηση νόμιμου δικαιώματος. Εναλλακτικά, όμως, μπορεί να πρόκειται για ανήθικη απειλή, όταν το εξαγγελλόμενο κακό αντίκειται στα χρηστά ήθη ή δεν τελεί σε συνάφεια η απειλή με την επιδιωκόμενη δήλωση βούλησης, παρότι αποτελεί άσκηση νόμιμου δικαιώματος ή όταν το απειλούμενο κακό δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για το σκοπό που επιδιώκεται και ο επιδιωκόμενος ή ο απειλούμενος σκοπός είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1272/2004). Η κρίση δε για αντίθεση της απειλούμενης πράξης στα χρηστά ήθη θα πρέπει να αναζητείται στις κρατούσες για την ηθική αντιλήψεις της δεδομένης εποχής, του δεδομένου τόπου και στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1040/2018). Συνακόλουθα τούτων, δεν πρόκειται περί απειλής, στην περίπτωση απλών υποδείξεων ή προειδοποιήσεων, αναφερομένων είτε σε κάποια υφιστάμενη ήδη δυσμενή κατάσταση για τον απειλούμενο, είτε σε γεγονότα, τα οποία θα επέλθουν ούτως ή άλλως και χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του απειλούντος.
7. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, περαιτέρω, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει την εργασία του στην πρώτη εναγομένη έως τις 4.11.2013 οπότε συνήψε, καθ' υπόδειξη και απαίτηση της εναγομένης εργοδότριας και υπό την απειλή της απολύσεώς του, νέα, τροποποιητική σύμβαση εργασίας για την οποία υπεγράφη η, από 11.11.2013, έγγραφη σύμβαση εργασίας μερικής - εκ περιτροπής- απασχόλησης σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να εργάζεται τις ημέρες Δευτέρα και Τρίτη κάθε εβδομάδας, επί οκτάωρο, από ώρα 05.00 έως ώρα16.00, ως τεχνίτης, αμειβόμενος σύμφωνα με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Εργατοτεχνιτών, με ωρομίσθιο 26,18 €. Παρά ταύτα ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους -ήτοι ως ηλεκτροσυγκολλητής- με τον καταβαλλόμενο πριν από τη σύμβαση αυτή μισθό, γεγονός που γνώριζε και αποδέχθηκε η εργοδότρια, από του χρόνου κατάρτισης της τελευταίας αυτής συμβάσεως. Ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της εικονικότητας της συμβάσεως εργασίας μερικής απασχόλησης σχηματίστηκε από την συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και ενισχύθηκε από το γεγονός ότι την ημέρα κατά την οποία ο ενάγων τραυματίστηκε, ήτοι στις 3.7.2014, εργαζόταν για την εναγομένη εταιρεία και ήταν ημέρα Πέμπτη και όχι μία από τις ημέρες που κατά την, από 11.11.2013, σύμβαση έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Επομένως δέχεται το Εφετείο, η σύμβαση αυτή μερικής απασχόλησης είναι εικονική και δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες και άρα ο ενάγων δικαιούται τις νόμιμες αποδοχές για πλήρη απασχόληση. Ότι η υπόδειξη και προτροπή του δευτέρου εναγομένου προς τον ενάγοντα να υπογράψει την τελευταία αυτή σύμβαση , σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τελευταίος ήταν ήδη 63 ετών κατά το χρόνο εκείνο και με τη σύμβαση αυτή μερικής απασχόλησης καταστρατηγούνταν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, δημιούργησαν στον ενάγοντα ανασφάλεια για τούτο και ζήτησε από τον δεύτερο εναγόμενο να του καταβληθούν οι οφειλόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές (διαφορά νόμιμου -καταβαλλόμενου, υπερεργασίες, επιδόματα αδείας και εορτών) και να τον ασφαλίσει ως ηλεκτροσυγκολλητή εργαζόμενο με πλήρες ωράριο επί πενθήμερο, όπως και πράγματι συνέβαινε. Ο δεύτερος εναγόμενος αρνήθηκε και στη συνέχεια ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει τις καταστάσεις μισθοδοσίας Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2014, βάσει των οποίων αμείβονταν για εργασία δύο ημερών την εβδομάδα. Ακολούθως ο ενάγων δέχθηκε και έλαβε τις αποδοχές των επομένων μηνών πλην όμως ζητούσε από τον δεύτερο εναγόμενο να του καταβάλει τα οφειλόμενα και να τον ασφαλίσει θέτοντας ως καταληκτική ημερομηνία τακτοποίησης των οφειλομένων από την εργοδότρια εταιρεία την 28η.7.2014, διαφορετικά προειδοποίησε ότι θα προσέφευγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στις 28.7.2014, ημέρα Δευτέρα, ο ενάγων προσήλθε στο εργοστάσιο της πρώτης εναγομένης για να προσφέρει τη συμφωνηθείσα εργασία πλην όμως βρήκε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας κλειδωμένες και ο εργοδηγός, ενεργώντας για λογαριασμό της εργοδότριας εταιρείας και κατ' εντολή του δευτέρου εναγομένου, τον ενημέρωσε ότι την ημέρα εκείνη πραγματοποιούνταν επισκευαστικές εργασίες και ότι "δεν υπάρχει αντικείμενο εργασίας" γι' αυτόν, απαγορεύοντάς του την είσοδο στον χώρο. Τότε ο ενάγων προσέφυγε αυθημερόν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας... κατήγγειλε το γεγονός της μη ασφαλίσεώς του στο ΙΚΑ, ταυτόχρονα δε απέστειλε εξώδικη δήλωση στην εναγομένη εταιρεία, που επιδόθηκε στις 30.7. 2014, με την οποία δήλωνε ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας μέχρις ότου η εργοδότρια εξοφλήσει τις οφειλόμενες και ληξιπρόθεσμες αποδοχές του, τις οποίες αναλυτικά εξειδίκευσε . Ότι η εργοδότρια στις 19.9.2014, λίγες ημέρες πριν τη, μετ' αναβολή, συζήτηση της υποθέσεως επί της καταγγελίας του ενάγοντος στα αρμόδια διοικητικά όργανα στις 24.9.2014, απέστειλε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση-απάντηση, με την οποία τον καλούσε να προσέλθει στην εργασία του με τους όρους της συμβάσεως μερικής απασχόλησης, άλλως θα θεωρούσε ότι έλαβε χώρα οικειοθελής αποχώρησή του. Με την από 23.9.2014 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στην εναγομένη εργοδότρια εταιρεία αυθημερόν, ο ενάγων δήλωσε ότι είναι σε ετοιμότητα να παράσχει εργασία σ' αυτή κατά τους όρους όμως της από τον Μάιο του 2004 συμβάσεως. Κατόπιν αυτών η εναγομένη εταιρεία ανήγγειλε στις 24.9.2014 στις αρμόδιες αρχές την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος και κατέθεσε στις 26.9.2014 στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του ενάγοντος, το ποσό των 377,22 € για αποδοχές και επίδομα αδείας 2014 και αποδοχές Σεπτεμβρίου 2014 και το ποσό των 177, 30 € για επίδομα δώρου Χριστουγέννων. Ότι υπό τα ως άνω αποδειχθέντα ο ενάγων, έχοντας τις ως άνω ληξιπρόθεσμες αξιώσεις κατά της εναγομένης εργοδότριας, νομίμως με την, από 29.7.2014, εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε σ' αυτή στις 30. 7. 2014, άσκησε το δικαίωμα της επισχέσεως της εργασίας του, δηλώνοντας σαφώς ότι απέχει από την εκτέλεση εργασίας μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των πιο πάνω υποχρεώσεών της προς αυτόν και ότι προσφέρει την εργασία του με πλήρη απασχόληση και τις νόμιμες αποδοχές, όπως επανέλαβε και στην, από 23.9.2014, εξώδικη δήλωσή του, που επέδωσε αυθημερόν στην εργοδότρια. Λόγω της νόμιμα ασκηθείσας επίσχεσης εργασίας του ενάγοντος, η εναγομένη εργοδότρια περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας του. Περαιτέρω από το περιεχόμενο των εξώδικων αυτών δηλώσεων προκύπτει ότι ο ενάγων ουδέποτε εκδήλωσε την πρόθεση να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία του. Αντιθέτως επαναλάμβανε την πρόθεσή του ότι επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται με τους όρους με τους οποίους παρείχε αυτή στην πραγματικότητα. Με τις παραδοχές του αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας ότι η από 4.11.2013 έγγραφη τροποποιητική σύμβαση μερικής απασχόλησης, με την οποία συμφωνήθηκε, αντί για εργασία πλήρους απασχολήσεως του αναιρεσιβλήτου, εργασία μερικής απασχολήσεως, δηλαδή οκτάωρη εργασία μόνο κατά τις ημέρες Δευτέρα και Τρίτη κάθε εβδομάδας, δέχθηκε ότι είναι άκυρη η ως άνω τροποποιητική συμφωνία ως εικονική και δεν παρήγαγε τις συνέπειές της, ενώ περαιτέρω αποφαίνεται ότι η συμφωνία αυτή είναι προϊόν απειλής του δευτέρου εναγομένου, ως εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εργοδότριας εταιρείας, κατά του αναιρεσιβλήτου, ότι κινδυνεύει να απολυθεί αν δεν υπογράψει την τροποποιητική αυτή σύμβαση. Η κρίση αυτή είναι αντιφατική διότι η δικαιοπραξία αυτή δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως προϊόν απειλής, δια της ασκήσεως ψυχολογικής πιέσεως και εξαναγκασμού συνεπεία της οποίας ο αναιρεσίβλητος αναγκάστηκε να προβεί στην, υπό του απειλούντος, επιδιωκόμενη δήλωση βουλήσεως, προκειμένου να αποφύγει την απόλυση, αλλά και προϊόν εικονικότητας, όπου οι συμβαλλόμενοι καταρτίζουν φαινομενικώς, αλλά με ελεύθερη βούληση, και όχι εξαναγκαστικώς, μία σύμβαση με γνώση και συμφωνία όλων των συμβληθέντων μερών ότι η σύμβαση είναι εικονική. Εξ αιτίας των παραπάνω αντιφατικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν προκύπτει με σαφήνεια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 138 ΑΚ που εφαρμόσθηκε ή των άρθρων 150-151 του ΑΚ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Μετά απ' αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή των παραπάνω δύο πρώτων λόγων αναίρεσης. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως ( άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης λόγω της αναιρετικής εμβέλειας των ως άνω δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως. Τέλος ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 240/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (Και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου) ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ