Απόφαση

Αριθμός 1224/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη - Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 12η Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέα Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1) Π. Δ. Π., 2) Ε. Δ. Π., συζ. Φ. Δ., 3) Α. θυγατέρας Λ. Π., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη (Τάκη) Ανδρονόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. θυγ. Η. Π., συζ. Π. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Παπαδοπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια της ως άνω αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 9-2-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 471/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 153/2020 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3-7-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 3.7.2020 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 153/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αντιμωλία των διαδίκων, έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της 471/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών , με την οποία είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων με αντικείμενο την καταβολή τόκων επί της τελεσιδίκως επιδικασθείσας αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτή. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553,556,558,564,566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. και θα ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδ. α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της αποφάσεως, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της αποφάσεως, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της αγωγής ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (ΑΠ 1082/2020, ΑΠ 469/2020, Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν (ΑΠ 890/2018). Περαιτέρω, κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη των δικαιωμάτων που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη . Η ενέργεια αυτή του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει, ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη (ΑΠ 632/2020, ΑΠ 258/2016, ΑΠ 183/2011, ΑΠ 218/2010). Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μέσα στο πλαίσιο των υποκειμενικών ορίων του ότι το δικαίωμα που κρίθηκε όντως υπήρχε ή δεν υπήρχε (κατ' ακριβολογία ίσχυε ή δεν ίσχυε) στο χρονικό σημείο της τελευταίας συζήτησης στο ακροατήριο μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή στο χρονικό σημείο που για τελευταία φορά οι διάδικοι είχαν τη δικονομική δυνατότητα να προτείνουν παραδεκτά νέους ισχυρισμούς. Με την έννοια αυτή, με τη συνδρομή νεότερων καταλυτικών γεγονότων το δεδικασμένο δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη κατάργηση του δικαιώματος που κρίθηκε. Έτσι, αν το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση καταργηθεί ή αποδυναμωθεί μεταγενέστερα με νεότερα στοιχεία, παύει να υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής αιτίας, την οποία προϋποθέτει το άρθρο 324 ΚΠολΔ για την ισχύ του δεδικασμένου. Τέτοια περίπτωση, κατά την οποία λόγω έλλειψης ταυτότητας της ιστορικής αιτίας δεν παράγεται δεδικασμένο σε νέα δίκη που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, από τελεσίδικη απόφαση που προηγήθηκε, υφίσταται και όταν στην προγενέστερη δίκη κρίθηκε τελεσίδικα η υποχρέωση διαδίκου προς καταβολή αποζημίωσης εξαιτίας της ιδιότητάς του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικού υπόχρεου, προσδιοριζόμενη ακολούθως κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου συμμετοχής του στην κληρονομιά τούτου, πλην όμως, μετά την έκδοση της τελεσίδικης αυτής απόφασης έλαβαν χώρα νεότερα περιστατικά καταλυτικά εν μέρει της ως άνω υποχρέωσης του διαδίκου, τα οποία δεν υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της και συγκεκριμένα όταν επακολούθησε δημοσίευση διαθήκης του αρχικού υπόχρεου προς αποζημίωση, με την οποία αυτός περιόρισε τον κληρονόμο του στη νόμιμη μοίρα.
Ειδικότερα, τα περιστατικά που ήταν αναγκαία και θεμελίωσαν την πρώτη αγωγή για την υποχρέωση του διαδίκου προς καταβολή αποζημιώσεως, η οποία επιδικάσθηκε σε βάρος του με τελεσίδικη απόφαση, υπολογιζόμενης με βάση την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικά υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομουμένου και αναλόγως του ποσοστού συμμετοχής του στην εν λόγω εξ αδιαθέτου διαδοχή, δεν στηρίζουν την εναντίον του ίδιου διαδίκου μεταγενέστερη αγωγή καταβολής τόκων επί της τελεσιδίκως επιδικασθείσας αποζημίωσης, με την ίδια ως άνω ιδιότητά του. Τούτο δε διότι κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο είχε επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος από το οποίο απέρρεαν οι έννομες συνέπειες της υποχρεώσεως τούτου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομούμενου και συνεπώς και της υποχρέωσης καταβολής τόκων επί της τελεσιδίκως επιδικασθείσας σε βάρος του αποζημίωσης εξαιτίας μεταβολής των πραγματικών περιστατικών που στήριζαν την υποχρέωσή του αυτή, σύμφωνα με τα οποία η διαδοχή στην κληρονομιά του υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομουμένου δεν επήλθε εξ αδιαθέτου, αλλά εκ διαθήκης, η οποία μάλιστα περιόρισε το ποσοστό συμμετοχής του στην κληρονομιά στη νόμιμη μοίρα του και ως εκ τούτου δεν υφίσταται η απαιτούμενη ταυτότητα ιστορικής αιτίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών οι Π. Π. και Δ. Π. άσκησαν κατά των Η. Π. και Β. Π., δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης, Ε. Π., διεκδικητική κυριότητας αγωγή με σωρευόμενο αίτημα αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, λόγω διατάραξης από τους εναγομένους της κυριότητας ακινήτου τους κείμενου στο ... του Δήμου…. Μεταγενέστερα από την άσκηση της αγωγής αποβίωσε στις 7.9.1998 ο εκ των εναγόντων Δ. Π., οπότε η δίκη συνεχίσθηκε από τη σύζυγο του Τ. Π. και τα τέκνα του Π. Π., Ε. Π. και Λ. Π., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του σε ποσοστό 1/4 ο καθένας, οι οποίοι κατέστησαν ενάγοντες, ενώ στις 29.10.2004 αποβίωσε η εκ των εναγομένων Β. σύζυγος Η. Π. και η δίκη συνεχίσθηκε από το σύζυγο της Η. Π. και τα τέκνα της Σ. και Φ. Π. και την αναρεσίβλητη, Ε. Π., ως εξαδιαθέτου κληρονόμους της σε ποσοστό 1/4 ο καθένας, οι οποίοι κατέστησαν εναγόμενοι. Με την 613/2006 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών έγινε δεκτή η διεκδικητική αγωγή και εν μέρει δεκτό το αίτημα αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα - πρώτο αναιρεσείοντα, Π. Π., ποσό 35.274 ευρώ και σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες ποσό 6.427,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για όλα τα επιδικασθέντα σε έκαστο των εναγόντων ποσά . Η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη με την 593/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών και αμετάκλητη με την 1441/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ακολούθως, οι Π. Π., ήδη πρώτος αναιρεσείων, Τ. χήρα Δ. Π., Ε. Π., ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα και Λ. Π., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών αγωγή κατά των Σ. Π., Φ. Π. και της αναιρεσίβλητης Ε. Π., την από 9.2.2009 αγωγή ανατοκισμού, η οποία συζητήθηκε στη δικάσιμο της 7.6.2011, από τους πρώτο, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, ενεργούντων ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της δεύτερης ενάγουσας μητέρας τους Τ. Π., η οποία είχε αποβιώσει στις 21.2.2011. Με την αγωγή αυτή, η οποία συζητήθηκε κατά την ως άνω δικάσιμο, μόνο κατά το μέρος της που στρέφονταν κατά των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, Σ. και Φ. Π.., μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθόσον οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κλήσης τους ως προς την τρίτη εναγομένη - αναιρεσίβλητη, ζητήθηκε από αυτούς (ενάγοντες), μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος τους, να υποχρεωθεί ο καθένας από τους ως άνω εναγομένους (πλην τρίτης) να καταβάλλει στον καθένα τούτων τόκους υπερημερίας επί των παραχθέντων τόκων των προαναφερομένων επιδικασθέντων τελεσιδίκως απαιτήσεων τους, για το χρονικό διάστημα από 4.3.2009 μέχρι 24.3.2011 . Με την 531/2011 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών η ως άνω αγωγή έγινε δεκτή και στη συνέχεια με την από 14.11.2011 κλήση των ιδίων εναγόντων επανήλθε προς εκδίκαση η ίδια αγωγή τους κατά της Ε. Π. (αναιρεσίβλητης) η οποία συζητήθηκε ερήμην της ίδιας ως εναγομένης κατά τη δικάσιμο της 7.10.2014, στο μεταξύ δε, στις 29.12.2011 είχε αποβιώσει ο εκ των εναγόντων Λ. Π. και η δίκη συνεχίσθηκε ως προς αυτόν από τη μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, θυγατέρα του, Α.Τ. Π., ήδη τρίτη αναιρεσείουσα. Με την 471/2015 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών έκανε δεκτή την ως άνω αγωγή κατά της αναιρεσίβλητης, επί εφέσεως δε που ασκήθηκε από την ίδια κατά της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 153/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Με την τελεσίδικη απόφαση αυτή έγινε δεκτή τυπικά και κατ'ουσίαν η έφεση της αναιρεσίβλητης και, αφού εξαφανίσθηκε η 471/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και κρατήθηκε και δικάσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο η επίδικη αγωγή, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη 153/2020 απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση μέρος της, τα ακόλουθα : “...Την 9.4.2007 είχε αποβιώσει ο αρχικός εναγόμενος Η. Π. του Σ., ο οποίος με την από 23-12-2003 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Πατρών ...... κατέλειπε ως μοναδικούς κληρονόμους αυτού, τα τέκνα του, Σ. Π. του Η., Φ. Π. του Η. και Ε. σύζυγο Π. Π., το γένος Η. Π., περιορίζοντας όμως την τελευταία κληρονόμο στη νόμιμη μοίρα της, η οποία ισούται, κατ'άρθρο 1825 Α.Κ., με το ήμισυ της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας 1/3, δηλαδή (1/2 Χ 1/3 = ) 1/6 της κληρονομιάς, επομένως αντίστοιχο είναι και το ποσοστό της εν λόγω κληρονόμου (1/6) στα χρέη του κληρονομούμενου κατ'άρθρο 1885 Α.Κ...". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο το λόγο εφέσεως της ήδη αναιρεσίβλητης, με τον οποίο αυτή υποστήριξε, ότι το ποσοστό της συμμετοχής της στα χρέη του κληρονομούμενου πατέρα της δεν ανέρχεται σε 1/3 εξ αδιαιρέτου, όπως είχε κριθεί με την ερήμην της εκδοθείσα απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία η ίδια αναφερόταν με την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του κληρονομουμένου κατά το ως άνω ποσοστό επί της κληρονομιάς του, αλλά σε ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς, εφόσον η κληρονομική διαδοχή στην κληρονομία του κληρονομούμενου επήλθε με την ως άνω διαθήκη αυτού, που δημοσιεύθηκε στις 20.2.2009, με την οποία η ίδια ως κληρονόμος του περιορίσθηκε στη νόμιμη μοίρα της. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, ήδη αναιρεσειόντων, περί ύπαρξης δεδικασμένου από την ως άνω 593/2008 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πατρών με τις εξής παραδοχές: "Ο δε αντίθετος ισχυρισμός των εφεσίβλητων, περί ύπαρξης δεδικασμένου από την υπ'αρ. 593/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία δέχεται στο σκεπτικό της, ότι επήλθε εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του Η. Π. του Σ., κατά ποσοστό 1/3 από έκαστο των τέκνων του , Σ. Π. του Η., Φ. Π. του Η. και Ε. σύζυγο Π. Π., το γένος Η. Π., πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος κατ' αρθρα 321, 322 παρ. 1, 324, 325 αρ. 1-2 και 331 Κ.Πολ.Δ .Και τούτο επειδή, ναι μεν στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρ. 593/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών, επίδικα αντικείμενα ήσαν - μεταξύ άλλων- η αξίωση αποζημίωσης των εναγόντων και ποιο ποσοστό αυτής όφειλε καταβάλει, βάσει της μερίδας του στην κληρονομιά των αρχικώς εναγομένων, έκαστος των τελικώς εναγομένων, κάτι που αποτελούσε προκριματικό ζήτημα και στην παρούσα δίκη για την αξίωση ανατοκισμού επί των νόμιμων τόκων υπερημερίας της αξίωσης αποζημίωσης. Πλην όμως, η από 23-12-2003 δημόσια διαθήκη του κληρονομούμενου Η. Π., βάσει της οποίας διαφοροποιείται η κληρονομική μερίδα της εκκαλούσας, συνακόλουθα δε το ποσοστό και ποσό αποζημίωσης, που οφείλει σε έκαστο των εφεσίβλητων, δημοσιεύθηκε την 20-2-2009, ήτοι μετά την έκδοση της υπ' αρ, 593/2008 απόφασης του Εφετείου Πατρών, επομένως δεν ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη από το εν λόγω Δικαστήριο στην κατ'έφεση δίκη.... Η ίδια διαπίστωση, περί έλλειψης δεδικασμένου ισχύει και για την υπ.αρ. 531/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία επίσης δέχεται εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του Η. Π. κατά ποσοστό 1/3 από έκαστο των τριών τέκνων του, για τον επί πλέον λόγο, ότι η εδώ εκκαλούσα (Ε. σύζυγος Π. Π. το γένος Η. Π.) δεν ήταν διάδικος στη δίκη, όπου εκδόθηκε η ανωτέρω δικαστική απόφαση...". Στη συνέχεια το Εφετείο, που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δίκασε την αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, υπολόγισε τα ποσά της αποζημίωσης, καθώς και των νομίμων τόκων υπερημερίας επί αυτής για το επίδικο χρονικό διάστημα 28.7.1994 μέχρι 10.2.2009, τα οποία οφείλει να καταβάλει η αναιρεσίβλητη ως εκ διαθήκης κληρονόμος του αρχικά υπόχρεου προς αποζημίωση πατέρα της, με βάση την, περιορισμένη στη νόμιμη μοίρα κληρονομική μερίδα της επί της κληρονομιάς αυτού, ανερχομένης σε ποσοστό 1/6 επ' αυτής. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Μονομελές Εφετείο Πατρών με την 153/2020 προσβαλλόμενη απόφασή του και απέρριψε την ένσταση δεδικασμένου που είχαν προβάλλει παραδεκτά οι αναιρεσείοντες ενώπιον του, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές του, ότι :α) με την ως άνω 593/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών κρίθηκε τελεσίδικα, μεταξύ άλλων, τόσο η αξίωση αποζημίωσης των αναιρεσειόντων, όσο και το ποσοστό αυτής που όφειλε να καταβάλει, βάσει της μερίδας του στην κληρονομιά του αρχικώς υπόχρεου προς αποζημίωσή τους, καθένας από τους κληρονόμους του, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσίβλητη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού και ότι τα συγκεκριμένα περιστατικά αποτελούσαν προκριματικό ζήτημα και στην προκειμένη δίκη για την σε βάρος της αναιρεσίβλητης αξίωση ανατοκισμού επί των νόμιμων τόκων υπερημερίας της αξίωσης αποζημίωσης, β) ότι μεταγενέστερα έλαβαν χώρα νεότερα περιστατικά που αποδυνάμωσαν εν μέρει και περιόρισαν την ως άνω υποχρέωση της αναιρεσίβλητης, τα οποία δεν υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω τελεσίδικης 593/2008 απόφασης του Εφετείου Πατρών, ήτοι δημοσίευση διαθήκης του αρχικού υπόχρεου προς αποζημίωση, με την οποία ο κληρονομούμενος όρισε αυτήν ως κληρονόμο του, περιορίζοντάς την όμως στη νόμιμη μοίρα της, περιστατικά, που δεν υπήρχε δυνατότητα να προταθούν πριν από την τελευταία συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου Πατρών, ως μη υφιστάμενα κατά τον κρίσιμο αυτόν χρόνο και ακολούθως να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας της εκδοθείσας από αυτό τελεσίδικης απόφασης, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ούτε προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί αυτού ως άνω διατάξεων των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324, 325 αριθ. 1-2 και 331. Τούτο δε, διότι, όπως εκτέθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, τα περιστατικά που ήταν αναγκαία και θεμελίωσαν την πρώτη αγωγή για την υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς καταβολή αποζημιώσεως , η οποία επιδικάσθηκε σε βάρος της με τελεσίδικη απόφαση υπολογιζόμενη με βάση την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικά υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομουμένου πατέρα της και αναλόγως του ποσοστού συμμετοχής της στην εν λόγω εξ αδιαθέτου διαδοχή, δεν στηρίζουν την εναντίον της ίδιας (αναιρεσίβλητης) μεταγενέστερη αγωγή αξίωσης ανατοκισμού επί των νομίμων τόκων υπερημερίας της τελεσιδίκως επιδικασθείσας αποζημίωσης, με την ίδια ως άνω ιδιότητά της, καθόσον, κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη αυτή δίκη χρόνο είχε επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος από το οποίο απέρρεαν οι έννομες συνέπειες της υποχρεώσεώς της ως εξ αδιαθέτου, κληρονόμου του υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομούμενου και συνεπώς και της υποχρέωσης καταβολής τόκων επί της τελεσιδίκως επιδικασθείσας σε βάρος της αποζημίωσης εξαιτίας μεταβολής των πραγματικών περιστατικών που στήριζαν την εν λόγω υποχρέωσή της, σύμφωνα με τα οποία η διαδοχή στην κληρονομιά του υπόχρεου προς αποζημίωση κληρονομουμένου δεν επήλθε εξ αδιαθέτου, αλλά εκ διαθήκης, περιορίζουσας το ποσοστό συμμετοχής της αναιρεσίβλητης στην κληρονομιά στη νόμιμη μοίρα της, με συνέπεια να μην υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής αιτίας, την οποία προϋποθέτει το άρθρο 324 ΚΠολΔ για την ισχύ του δεδικασμένου, μεταξύ των περιστατικών που κρίθηκαν από την ως άνω τελεσίδικη 953/2008 απόφαση του Εφετείου Πατρών και εκείνων που αφορούν την επίδικη μεταγενέστερη δίκη.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της από 3.7.2020 ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως των Π. Π., Ε. Π. και Α.Τ. Π. κατά της 153/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, η οποία πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες διάδικοι στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδάφ.6 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3.7.2020 αίτηση των Π. Π., Ε. Π. και Α.Τ. Π. για αναίρεση της 153/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ