Απόφαση

Αριθμός 982/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη ((κωλυομένου του Γεωργίου Χριστοδούλου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ... με την επωνυμία “...” που εδρεύει στην …., οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ερασμία Σωτηροπούλου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: ... που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ... αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Νικηφοράκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 29-3-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 729/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3754/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας Απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-11-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 14-11-2018 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ.3754/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης, για την άσκηση της οποίας το αναιρεσείον ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται για το παραδεκτό αυτής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 19 παρ.1 κ.δ από 26-6/10-7-1944 "Περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου”, 28 παρ.4 του Ν. 2579/1998), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ` επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 8-1-2016 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης με την επωνυμία “...” και ήδη αναιρεσίβλητος, ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος, νομέας και κάτοχος του επιδίκου ακινήτου κατά την κύρια βάση ως αποκτήσας την κυριότητα με παράγωγο τρόπο (μεταβίβαση από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει της νομίμως μεταγραμμένης Γ5γ/1280/378/13.6.1989 απόφασης του Υφυπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπως διορθώθηκε), κατά δε την επικουρική με πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία), επικαλούμενος ότι το εναγόμενο από του έτους 2005, αμφισβητεί την κυριότητα του. Με την από 29-3-2016 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ενάγον και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ “...”, ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου ακινήτου, ως αποκτήσαν την κυριότητα, με παράγωγο τρόπο (μεταβίβαση από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει του Ν. 1268/1982 και του εκτελεστικού αυτού Π. Δ/τος 107/1983, που δημοσιεύθηκαν νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) επικουρικά δε με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) επικαλούμενο ότι ο εναγόμενος ήδη αναιρεσίβλητος ... την αμφισβητεί την κυριότητά του, ισχυριζόμενος ότι το επίδικο του ανήκει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την 729/2017 απόφαση του συνεκδίκασε, αντιμωλία των διαδίκων τις πιο πάνω αγωγές και απέρριψε την από 29-3-2016 αγωγή του Ν.Π.Δ.Δ, με την επωνυμία “...”, ήδη αναιρεσείοντος, ως αόριστη, ως προς την κύρια βάση της και ως αβάσιμη ως προς την επικουρική της βάση και δέχθηκε την από 8-1-2016 αγωγή του ... ήδη αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε αυτόν κύριο του περιγραφομένου ακινήτου. Κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε από τον ενάγοντα - εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ “...” η από 31-5-2017 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3754/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο δίκασε, κατ' αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, καθόσον αφορούσε την με αριθμ. κατ. .../29.3.2016 αγωγή του “...”, κρίνοντας αυτήν ορισμένη, ως προς την κυρία βάση της και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της άνω με αριθμ. κατ. .../29.3.2016 αγωγής, απέρριψε αυτήν, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, δεχόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς το κεφάλαιο του που έκανε δεκτή την αγωγή του ...υ.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (Ολ. Α.Π 1/2016, Ολ.Α.Π 2/2013, Ολ. Α.Π7/2006). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 Αριθμός 19 Κ.Πολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η Απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 2/2019, Ολ. Α.Π 8/2018,Ολ. Α.Π 1/1999). Η ανεπάρκεια και η αντιφατικότητα της αιτιολογίας πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, Α.Π 1322/2019, ΑΠ 2039/2013). Για την πληρότητα των άνω λόγων, πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα (ΟλΑΠ 32/1996), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 1040/2010) και το περιεχόμενο αυτής (Α.Π 182/2021) 2) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης Απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 1373/2019), 3) ο ουσιώδης αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη ή ανεπάρκεια και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, καθώς και ότι ο εν λόγω νόμιμος και ουσιώδης ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την απόφαση και 4) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη μνεία ότι δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλειπής αιτιολογία, τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά (ΟλΑΠ 20/2005, Α.Π 284/2021). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να καθορίζεται εκτός των άλλων και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ.Α.Π 20/2009, Α.Π 59/2020,Α.Π 826/2018). Περαιτέρω λόγος αναίρεσης που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. (Α.Π 1081/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς, που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας από τους διαδίκους. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα, αν δε συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδαφίων α-γ της παραγράφου 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο και ο λόγος αυτός. Ειδικότερα, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός, στον οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 Κ.Πολ.Δ, με τις προτάσεις από τον εφεσίβλητο και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμό, που παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, με την αναφορά επίσης στο αναιρετήριο των προϋποθέσεων της βραδείας προβολής του ή ότι υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. (Α.Π 629/2018).
Στη προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ) της 3754/2018 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι τούτο δέχθηκε μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 1929 απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς, δια της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.) 9639/30.1.1929 που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Φ.Ε.Κ. (τεύχος δεύτερο φύλλο 13/11.2.1929), έκταση 444 στρεμμάτων, κειμένη πλησίον των ορίων του, τότε, συνοικισμού ..., και προς επέκτασή του. Σκοπός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ήταν η εξυπηρέτηση της αστικής εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή των Αθηνών. Ο χώρος που απαλλοτριώθηκε, καταλήφθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, έκτοτε δε η κυριότητά του περιήλθε στο …… (ΑΠ 1683/1991 ΕλΔνη 34.576). Το τελευταίο, μεριμνώντας για την κοινωνική ωφέλεια και εκπληρώνοντας την αποστολή της Πολιτείας για, πνευματική και σωματική, ...ίδευση των πολιτών, κατ' επιταγή του άρθρου 23 του Συντάγματος του 1927, διαμόρφωσε τμήμα της απαλλοτριωθείσας περιοχής σε .... Συγκεκριμένα, οριοθέτησε και οικοδόμησε το επίδικο ακίνητο, το οποίο, καταλαμβάνον τα όμορα οικοδομικά τετράγωνα 135 και 136 του οικισμού του ..., αποτυπώνεται στο …/1.7.1957 τοπογραφικό διάγραμμα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η τότε οριοθετηθείσα περιοχή δεν μεταβλήθηκε με την πάροδο των ετών, ωστόσο ο άνω οικισμός εξελίχθηκε σε …... Κατόπιν, το 2010, αυτός συνενώθηκε με το ..., οπότε συνεστήθη ο εναγόμενος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, ... ….. - ..., που υπεισήλθε σε όλα τα ενοχικά και εμπράγματα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνενούμενων δύο Δήμων (άρθρα 1, 283 του Ν. 3852/2010). Ήδη, σήμερα, το επίδικο, η ταυτότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, σύμφωνα με το Εθνικό Κτηματολόγιο (ΚΑΕΚ ...), αποτελείται από γεωτεμάχιο, καταμετρηθέν 31.185,00 τ.μ., με δώδεκα κτίσματα, συγκροτεί αυτοτελές και ενιαίο σύνολο, κείμενο επί της οδού ..., καταλαμβάνον το 189Α οικοδομικό τετράγωνο του εναγόμενου …... Εκ παραλλήλου, το έτος 1929, το Ελληνικό Δημόσιο ίδρυσε τη ……, οπότε για να καλύψει τις ...ιδευτικές ανάγκες αυτής, της παραχώρησε το επίδικο .... Επί αυτού η …… παρείχε τις υπηρεσίες της, υπό την εποπτεία του Κράτους, έως το έτος 1939 που έπαυσε να λειτουργεί. Τούτο δε διότι, δυνάμει του Α.Ν. 2057/1939 καταργήθηκε το άνω ...ιδευτήριο και δημιουργήθηκε, στην ….., η ... ( )... Το ιδρυόμενο ανώτατο ...ιδευτικό ίδρυμα τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του Υπουργού ..., έχον ως έργο τη μόρφωση των καθηγητών σωματικής αγωγής. Προσέτι, δια του άνω νόμου, ρυθμίστηκε η εντεύθεν κατάσταση της περιουσίας της μη υπάρχουσας, πλέον, ... Ειδικότερα στο άρθρο 21 § 2 του Α.Ν. 2057/1937, ορίζεται "Το άρχείον της καταργουμένης ... τηρείται παρά τή ιδρυομένη διά τού παρόντος Νόμου Ε.Α.Σ.Α. εις το σχολικόν ταμείον της οποίας μεταβιβάζεται άνευ άλλης διατυπώσεως η περιουσία του ... τότε ενεργητικόν και παθητικόν τής καταργουμένης ... Η επ' ονόματι του ... της Ε.Α.Σ.Α μεταγραφή των μέχρι τούδε εις την κυριότητα του ... της ... ανηκόντων ακινήτων ενεργείται ατελώς." Από τη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι, από την έναρξη ισχύος του νόμου, με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος πρώτο, φύλλο 469/4.11.1939), η νεοσυσταθείσα Ε.Α.Σ.Α. κατέστη διάδοχος των δικαιωμάτων που ανήκαν στην καταργηθείσα .... Ειδικά, όμως, για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων εκείνης, ήταν αναγκαία, εφόσον ο νόμος ρητώς το επέτασσε, η μεταγραφή τους στη μερίδα του ... της πρώτης, παρά τη δημοσιότητα που έλαβε ο Α.Ν. με τη δημοσίευσή του. Πλην, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, δεν προέκυψε ότι η ... είχε καταστεί κυρία, με κάποιο νόμιμο τρόπο, του επιδίκου ή, έστω, ότι τούτο είχε μεταγράφει στη μερίδα του ... της, μήτε ότι καταχωρήθηκε στη μερίδα του ... της Ε.Α.Σ.Α.. Ώστε, το εμπράγματο δικαίωμα που, αυτοδικαίως, μεταβιβάσθηκε στην τελευταία είναι αυτό της χρήσεως. Η αυτοτέλεια του ...ιδευτικού ιδρύματος της Ε.Α.Σ.Α, διήρκησε έως το 1983, όταν, δια του Ν. 1268/1982 (άρθρο 47), θεσμοθετήθηκε η δημιουργία, στα Πανεπιστήμια ..., Τμημάτων Επιστήμης ... (....)· Αποστολή τους είναι η καλλιέργεια και προαγωγή της επιστήμης της φυσικής αγωγής καθώς και η διάδοση της αθλητικής ιδέας. Με το εκτελεστικά Π.Δ.107/1983 που οργάνωσε την εσωτερική διάρθρωσή τους, προσδιορίσθηκε ως εναρκτήριο ακαδημαϊκό έτος λειτουργίας τους εκείνο του 1983 - 1984, με ταυτόχρονη διακοπή τού έργου της Ε.Α.Σ.Α.. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του άνω Π.Δ. ορίσθηκε ότι "Από την έναρξη του Ακαδημαϊκού έτους 1983 - 1984 η κινητή και η ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιεί η Ε.Α.Σ.Α. και το Παράρτημα της στη Θεσσαλονίκη μεταβιβάζεται αυτοδίκαια στα αντίστοιχα Α.Ε.Ι. και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών των αντίστοιχων Τμημάτων”. Έτσι η φυσική εξουσίαση του επιδίκου περιήλθε στο ενάγον .... Επομένως, το τελευταίο κανένα τίτλο ιδιοκτησίας, δυνάμενο ν'αντιταχθεί έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δεν κατέχει. Ακολούθως το Ελληνικό Δημόσιο δια της Γ5γ/1280/378/13.6.1989 αποφάσεως του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού έλαβε υπόψη του το δεδομένο ότι η ... επρόκειτο να μεταστεγασθεί στην Πανεπιστημιούπολη και το γεγονός ότι στο πολεοδομικό σχέδιο το επίδικο έχει χαρακτηρισθεί ως ..., αποφάσισε να εξασφαλίσει τον τοιούτο προορισμό του και στο μέλλον, προκειμένου να ικανοποιούνται οι κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων της υποβαθμισμένης αυτής περιοχής. Προς τούτο μεταβίβασε δωρεάν την κυριότητα του επιδίκου στο ... υπό τους όρους, μεταξύ άλλων, της εκεί συνέχισης της λειτουργίας του .... και της εξακολούθησης της χρησιμοποίησής του, μετέπειτα από το ..., ως .... Η εν λόγω υπουργική Απόφαση, διορθωμένη με την Απόφαση ... του ίδιου Υφυπουργού, κοινοποιήθηκε τόσο στο ενάγον Ε.Κ.Π.Α. όσο και στο .... Το δημοτικό συμβούλιο ... αποδέχθηκε την παραχώρηση της κυριότητας κατά τη συνεδρίαση της 14-3-1994 και την 19-4-1995, ο προμνημονευόμενος νόμιμος τίτλος μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ... (τόμος ... βιβλίων μεταγραφών). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, με το από 19.7.1991 Προεδρικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος τέταρτο, φύλλο 541/7.8.1991), επιβλήθηκε στους ...υς ... και ... η υποχρέωση κατασκευής υπέργειων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων και καθορίσθηκαν οι αντίστοιχες τοποθεσίες. Ακολούθησε ο Ν. 2947/2001 (Φ.Ε.Κ. τεύχος πρώτο 228/9.10.2001), ο οποίος καθόρισε το επίδικο ως χώρο κατασκευής υπόγειων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Μετά ταύτα το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας τροποποίησε, δια της ΔΥ8γ/Γ.Π. 89944/18.11.2003 αποφάσεώς του που, επίσης, κοινοποιήθηκε στο ενάγον και μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο ... (τόμος 359 αύξων Αριθμός 223 βιβλίων μεταγραφών), τη μεταβιβαστική της κυριότητος Υ.Α. Γ5γ/1280/378/13.6.1989, προσθέτοντας νέους όρους. Έτσι, τέθηκαν ως απαραίτητες προϋποθέσεις ότι: (1) καθ' ον χρόνο θα εκτελούνται τα έργα κατασκευής του υπόγειου σταθμού - όπως χωροθετήθηκε με το Ν. 2947/2001 - θα αναστέλλεται η χρήση του εργοταξίου από τους σπουδαστές του ...., (2) μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ο χώρος θα αποδοθεί πλήρως αποκατεστημένος για το ίδιο είδος χρήσης, και (3) η αναστολή χρησιμοποίησης του εργοταξίου δεν θα υπερβεί τα 2 έτη. Η ενδιαφέρουσα υπόγεια εγκατάσταση θα κατασκευασθεί από το ΥΠ.Ε.ΧΩ.Δ.Ε., κάτω από το χώρο του στίβου. Επειδή ο εναγόμενος ... ... ενδιαφέρθηκε να μην δημιουργηθεί δυσλειτουργία στο πρόγραμμα των μαθημάτων της σχολής, ειδοποίησε την πρόεδρο του .... να στείλει στο Γενικό Γραμματέα ... έγγραφο, στο οποίο να αναφέρονται αναλυτικά οι απαιτούμενοι χώροι που θα καλύπτουν τις ανάγκες του ενάγοντος κατά τη διάρκεια των τεχνικών εργασιών (αριθμοί πρωτοκόλλου …/2.2.2005 και …/3.2.2005 ...υ ...). Αντί αυτού το ενάγον Πανεπιστήμιο, με το υπό αριθμό πρωτοκόλλου ../9.2.2005 έγγραφο που απηύθυνε στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αμφισβήτησε για πρώτη φορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Υποστήριξε, όπως και με την εξεταζόμενη αγωγή του, ότι η κυριότητα των οικοδομικών τετραγώνων 135 και 136 έχει αποκτηθεί από το ίδιο, βάσει του προπαρατιθέμενου άρθρου 7 § 2 του Π.Δ. 107/1983, οπότε η Υ.Α. Γ5γ/1280/378/13.6.1989 δεν δύναται να το τροποποιήσει. Πλην, όμως, από το συσχετισμό των διατάξεων που ρύθμισαν, αλληλοδιαδόχως, την περιουσία των στεγασθέντων στο επίδικο ...ιδευτηρίων, δηλονότι, αρχικώς, της ... και, εν συνεχεία, της Ε.Α.Σ.Α., σαφώς προκύπτει ότι η εκεί λειτουργία τους ερειδόταν και περιοριζόταν στο πλαίσιο των εξουσιών που τους παρείχε το, εκάστοτε παραχωρούμενο από το Ελληνικό Δημόσιο, δικαίωμα χρήσεως. Κανείς εκ των διαδίκων δεν αμφισβητεί ότι την κυριότητα του επιδίκου απέκτησε πρωτοτύπως, δια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το Ελληνικό Δημόσιο. Ως δικαιοπάροχος, λοιπόν, το τελευταίο, μεταβίβαζε στα άνω ...ιδευτικά ιδρύματα, μόνον, το δικαίωμα χρήσεως. Άρα, και το ενάγον, στο οποίο περιήλθαν τα ανήκοντα στην Ε.Α.Σ.Α περιουσιακά δικαιώματα, το αυτό δικαίωμα χρήσεως απέκτησε. Άλλωστε, σύμφωνα με τις προστατευτικές διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938, οι οποίες από 2.12.1968 ισχύουν - κατ' άρθρο 1 του Ν.Δ. 31/1968 - και για τα κτήματα των δήμων, το επίδικο συγκρότημα ως έχον την ιδιότητα του δημοσίου και, κατόπιν, του δημοτικού κτήματος είναι ανεπίδεκτο νομής εκ μέρους τρίτου ή χρησικτησίας. Ώστε, η διακατοχή αυτού από τα άνω ...ιδευτικά ιδρύματα δεν στέρησε το Ελληνικό Δημόσιο ούτε τον εναγόμενο ... της νομής του και - κατ' επέκταση - δεν οδήγησε σε απώλεια της εκ μέρους τους κυριότητας. Πέραν τούτων, όπως προεκτέθηκε, το επίδικο δημόσιο πράγμα διαμορφώθηκε ειδικά για να τεθεί αυτούσιο στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος. Είναι από τη φύση του αμέσως προορισμένο στην αποκλειστική επιδίωξη των ειδικών δημοσίων ή δημοτικών σκοπών της ...ίδευσης και του άθλησης των πολιτών. Υπηρετεί αυτούσιο τους δημοσιολογικούς αυτούς σκοπούς, συνιστώντας μέσο της παροχικής διοίκησης και ως τέτοιο, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, συγκαταλέγεται στα εκτός συναλλαγής πράγματα, τα οποία εξαιρούνται της χρησικτησίας. Βεβαίως, νομίμως παραχωρήθηκε στα παραπάνω ...ιδευτήρια ιδιαίτερο επί αυτού δικαίωμα χρήσεως και, εν τέλει, η κυριότητα του μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο ..., εφόσον τοιουτοτρόπως δεν παραβλάπτεται ο προορισμός του (άρθρα 966, 1054 του Α.Κ.).
Συνεπώς, η κυριότητα του επιδίκου περιήλθε το 1995 στον εναγόμενο ... παραγώγως από τον αληθή κύριο, Ελληνικό Δημόσιο, όπου μεταγράφηκε η Υ.Α. Γ5γ/1280/378/13.6.1989. Κάθε δε πράξη του ενάγοντος Ε.Κ.Π.Α, που αφορούσε αυτό, όπως συντήρησης του χώρου ή εκμίσθωσης των αθλητικών τμημάτων, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε νομή αλλά ήταν επιδηλωτικές της εκπλήρωσης της αποστολής του. Εντεύθεν, πρέπει, αφού γίνει δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη η, θεμελιούμενη σε παραγωγό τρόπο κτήσεως, ένσταση ιδίας κυριότητος που προέβαλε ο εναγόμενος, να απορριφθεί η ένδικη από 29.2.2016 αγωγή ως ουσιαστικό αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική), οπότε η προταθείσα, εκ του άρθρου 281 του Α.Κ., ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος για αναγνώριση της ύπαρξης της κυριότητος του καθίσταται άνευ αντικειμένου. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθόσον αφορά στην από 29.2.2016 (έκθεση κατάθεσης .../29.3.2016) αγωγή. Πρέπει δε να τονιστεί ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκανε δεκτή την από 8.1.2016 αγωγή του ενάγοντος ...υ ... - ... κατά την κύρια βάση της. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί η ένδικη από 29.2.2016 αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.”. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη Απόφαση, δέχθηκε ότι το επίδικο, ως τμήμα μείζονος εκτάσεως, το έτος 1929 απαλλοτριώθηκε με σκοπό την εξυπηρέτηση της αστικής εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή των Αθηνών, καταλήφθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας και έκτοτε η κυριότητά του περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, το διαμόρφωσε σε ... και παραχώρησε το εμπράγματο δικαίωμα της χρήσεως αυτού στην νεοϊδρυθείσα το έτος 1929 .... Ότι μετά την κατάργηση της ... δυνάμει Α.Ν. 2057/1939 και την δημιουργία στην ….., της Εθνικής ... (Ε.Α.Σ.Α.), ρυθμίστηκε η εντεύθεν κατάσταση της περιουσίας της (...) με το άρθρο 21 § 2 του ανωτέρω νόμου και η ... κατέστη διάδοχος των δικαιωμάτων που ανήκαν σ'αυτή (...), μεταξύ των οποίων και του δικαιώματος χρήσεως του επιδίκου. Ότι με τη διάταξη του άρθρου 7 §2 του Π.Δ/τος 107/1983 ορίσθηκε ότι "Από την έναρξη του Ακαδημαϊκού έτους 1983 - 1984 η κινητή και η ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιεί η Ε.Α.Σ.Α. και το Παράρτημα της στη Θεσσαλονίκη μεταβιβάζεται αυτοδίκαια στα αντίστοιχα Α.Ε.Ι. και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών των αντίστοιχων Τμημάτων" έτσι, περιήλθε η φυσική εξουσίαση (κατοχή) του επιδίκου στο ενάγον και ήδη αναιρεσείον .... Ότι, η κυριότητα του επιδίκου, μεταβιβάστηκε δωρεάν, το έτος 1995, με παράγωγο τρόπο από το Ελληνικό Δημόσιο, στο ..., δυνάμει της ... αποφάσεως του Υφυπουργού ... η οποία διορθώθηκε με την ... απόφαση του…….. ιδίου Υφυπουργού και το Δημοτικό Συμβούλιο του ...υ αποδέχθηκε την ως άνω παραχώρηση της κυριότητας του επιδίκου κατά την συνεδρίαση της 14.3.1994, μεταγράφηκε δε, ο προμνημονευόμενος τίτλος μεταβίβασης το έτος 1995 στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου. Ότι, η ... δεν είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ούτε η ... και το ..., δεδομένου ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ως κύριος αυτού, μεταβίβαζε στα προαναφερόμενα ...ιδευτικά ιδρύματα, κατά τους προαναφερόμενους χρόνους, μόνο το δικαίωμα χρήσεως.
Συνεπώς, κατά το χρόνο μεταβιβάσεως του επιδίκου, στο ... από το Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητα αυτού ανήκε στο τελευταίο, το δε ... κανένα τίτλο ιδιοκτησίας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου δεν κατείχε. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατ' εκτίμηση αυτού, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “...”, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 1α και 19 Κ.Πολ.Δ, της ευθείας και εκ πλαγίου παραβάσεως των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με το ζήτημα του δικαιώματος επί του επιδίκου ακινήτου, που μεταβιβάστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο προς την ... και από αυτήν στην .... Ειδικότερα, κατά το πρώτο σκέλος, του λόγου αυτού προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν εξειδικεύει το δικαίωμα επί του επιδίκου, που παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο προς την ... και τον τρόπο που έλαβε χώρα η παραχώρηση αυτή. Κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβάσεως των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν. 2057/1939, με το να δεχθεί εσφαλμένα ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, "δεν προέκυψε ότι η ... είχε καταστεί κυρία με κάποιο νόμιμο τρόπο του επιδίκου ακινήτου ή έστω ότι τούτο είχε μεταγραφεί στη μερίδα του ... της μήτε ότι καταχωρήθηκε στη μερίδα του ... της ...”, καθόσον η διαπίστωση αυτή περί μη μεταγραφής του επιδίκου, στη μερίδα της ... ή του ... αυτής ούτε και στη μερίδα της ... δεν αρκεί για να δημιουργήσει το πόρισμα ότι δεν υπήρξε μεταβίβαση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο προς την καταργηθείσα το έτος 1939 ... ή το Σχολικό Ταμείο αυτής, χωρίς ν ‘αναφέρεται αν η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού, απαιτούσε την πιο πάνω προϋπόθεση (της μεταγραφής του επιδίκου στη μερίδα του ... της ...) και παρά το ότι με βάση την προαναφερόμενη διάταξη για τη μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού, από την ... προς την ..., δεν απαιτείτο η ως άνω μεταγραφή. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αόριστος και συνακόλουθα απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρονται, όπως για το ορισμένο του λόγου αυτού απαιτείται, οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που φέρονται ότι παραβιάστηκαν και το περιεχόμενο αυτών, ούτε ο αυτοτελής ισχυρισμός και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του (αγωγικός ισχυρισμός ή ένσταση) και δεν καθορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το αποδιδόμενο νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων και το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα, δηλαδή ως προς τις επικαλούμενες ανεπαρκείς αιτιολογίες ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση. Ως προς το δεύτερο και τρίτο σκέλος, ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι έτσι που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου οι διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν 2056/1939 τις οποίες, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ενώ η περαιτέρω σκέψη του Εφετείου ότι δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο είχε μεταγραφεί στην μερίδα του ... της ... και του ... της ... αποτελεί πλεοναστική αιτιολογία, προς ενίσχυση του αποδεικτικού του πορίσματος, ότι η ... δεν είχε καταστεί κυρία με κάποιο νόμιμο τρόπο του επιδίκου και ότι το δικαίωμα που μεταβιβάστηκε προς αυτήν, καθώς και την ... από το Ελληνικό Δημόσιο είναι αυτό της χρήσεως, δεδομένου ότι για την απόρριψη του ισχυρισμού της κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τη ... και την ... αρκούσαν οι αμέσως παραπάνω αναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1α του Κ.Πολ.Δ της παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 7 παρ.2 του Π.Δ 107/1983, σχετικά με τον αγωγικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ..., περί της μεταβίβασης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από την καταργηθείσα ... προς αυτό (...). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου περί μεταβίβασης κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1983-1984, της φυσικής εξουσίασης προς το αναιρεσείον ... του επιδίκου, από την ..., που είχε το δικαίωμα χρήσεως αυτού κατά τον πιο πάνω χρόνο και όχι το δικαίωμα κυριότητας. Με τον τρίτο λόγο το αναιρεσείον προσάπτει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1α του Κ.Πολ.Δ, αναφορικά με τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα - εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο .... Ειδικότερα με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, το αναιρεσείον μέμφεται το Εφετείο διότι έκρινε ότι η κυριότητα του επιδίκου μεταβιβάσθηκε το 1995 από το Ελληνικό Δημόσιο προς το ... δυνάμει της Γ5γ/1280/378/13.6.1989 αποφάσεως του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που μεταγράφηκε νόμιμα, μολονότι κατά το χρόνο της εκδόσεως της σχετικής υπουργικής απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου και με το δεύτερο σκέλος διότι η ... απόφαση του Υφυπουργού ... δυνάμει της οποίας ο αναιρεσίβλητος ... απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου καθώς και η διορθωτική αυτής είναι ανίσχυρες, διότι υπογράφονται από αναρμόδιο όργανο, ενόψει του ότι ο Υφυπουργός Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είχε αρμοδιότητα να επιφέρει την μεταβίβαση της κυριότητας του επιδίκου, η απόφαση περί μεταβίβασης δεν συνυπογράφεται και από τους Υπουργούς των Οικονομικών και ... και δεν δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο λόγος αυτός ως προς το πρώτο σκέλος του, είναι απαράδεκτος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενόψει του ότι σύμφωνα με όσα ανελέγκτως κρίθηκαν από το Εφετείο (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως του επιδίκου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο στο πιο πάνω ... αυτό ανήκε στη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά το δεύτερο δε σκέλος αυτού, ο λόγος είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε νομίμως και παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης ενώπιον του Εφετείου. Ούτε άλλωστε από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ... ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από το περιεχόμενο της εφέσεως του προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης ενώπιον του Εφετείου. Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν' απορριφθεί η από 14-11-2018 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3754/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Τέλος, στο αναιρεσείον που ηττήθηκε πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του, το οποίο ο τελευταίος νόμιμα και βάσιμα υπέβαλε με τις προτάσεις του (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία πρέπει να καταλογιστούν μειωμένα κατ'άρθρο 22 παρ. 1,3 του Ν.3693/1957 (που κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 "Κύρωση Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων" εφαρμόζεται και στους ...υς), όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της Υ.Α. Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/1992 και το άρθρο 281 παρ.2 του Ν.3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-11-2018 αίτηση του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “... " για αναίρεση της υπ’αριθμ. 3754/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου εις βάρος του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ