Αριθμός 1939/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Αυγούστου 2022, με την εξής σύνθεση: Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Β΄ Θερινού Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Σύμβουλοι, Δ. Μαυροπόδη, Αικ. Σούκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Φ. Παπαδοπούλου.
Για να δικάσει την από 4 Απριλίου 2022 αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... Α.Ε. -Ανώνυμη Εταιρεία Κατασκευών, Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Παροχής Υπηρεσιών», που εδρεύει στη … (…), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αυγερινό Αβραμίκο (Α.Μ. 8782 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.), που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής (Λεωφ. Θηβών 196-198), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αντώνιο Δράκο – Λιακόπουλο (Α.Μ. 28259), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση του Προέδρου της και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, και 2. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικά Ταχυδρομεία ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Απελλού 1), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Αλεξάνδρα Τράντα (Α.Μ. 19934), β) Κλεοπάτρα Αγγελίδη (Α.Μ. 2127 Δ.Σ. Πειραιά), που τις διόρισε με πληρεξούσιο και οι οποίες κατέθεσαν δηλώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς τους και γ) Μαρίνο Κούρτη (Α.Μ. 21131), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά των παρεμβαινουσών: 1. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... (...) ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ – ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ – ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ – ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», που εδρεύει στο … Αττικής (…), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Βασίλειο Παπαδημητρίου (Α.Μ. 16908) και β) Κωνσταντίνο Κεράτσα (Α.Μ. 18159), που τους διόρισε με πληρεξούσιο και οι οποίοι κατέθεσαν δηλώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς τους, και 2. Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Κεφαλληνίας 45), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Τράντα (Α.Μ. 1963 Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε με απόφαση του Προέδρου της.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί και να ανασταλεί η εκτέλεση: α) της υπ’ αριθμ. 427/2022 απόφασης της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, β) της υπ’ αριθμ. .../ 13.1.2022 απόφασης της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Ταχυδρομεία ΑΕ» και κάθε άλλης σχετικής πράξης ή παράλειψης της Διοικήσεως.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στο Β΄ Θερινό Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 8 Ιουνίου 2022 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και της από 19 Ιουλίου 2022 πράξεως της Προέδρου του Α΄ Θερινού Τμήματος.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Δ. Μαυροπόδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της καθ’ ης εταιρείας και τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας Αρχής, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία κατατέθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (αρ. καταθ. …/4.4.2022), κατεβλήθη παράβολο ύψους 250 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 372 παρ. 5 του ν. 4412/2016 (βλ. υπ’ αριθμ. .../2022 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Λαγκαδά). Η αίτηση αυτή εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 13/2022 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, εισάγεται δε στο Β΄ Θερινό Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 19.7.2022 πράξης της προέδρου του Α΄ Θερινού Τμήματος.
2. Επειδή, πριν από τη συζήτηση, η εταιρεία «... (...) Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Καινοτόμων Προϊόντων και Υπηρεσιών -Πληροφορικής - Αεροπορικών Εφαρμογών - Συστημάτων Ασφαλείας - Ιδιωτική Επιχείρηση Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας» (εφεξής ... Α.Ε.), η οποία παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη (βλ. κατωτέρω σκέψη 8), υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, συνοδευόμενο από το προβλεπόμενο στον νόμο παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου .../2022). Το αίτημα ήδη απερρίφθη με την ΔΥ 112/2022 παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιστροφής του ανωτέρω παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει.
3. Επειδή, με την 6221/2021 διακήρυξη (ΑΔΑΜ 21PROC009570007 2021-11-19) της “Ελληνικά Ταχυδρομεία Α.Ε.” (εφεξής ΕΛΤΑ) προκηρύχθηκε ανοιχτός διαγωνισμός με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης ταχυδρομικού έργου στη Γεωγραφική Περιοχή του Νομού Φθιώτιδας, διάρκειας έξι (6) μηνών, προϋπολογισθείσας δαπάνης 378.000,00 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, και με κριτήριο ανάθεσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μόνο βάσει τιμής. Ειδικότερα, το αντικείμενο της υπό ανάθεση υπηρεσίας περιλαμβάνει την υποστήριξη της διαχείρισης του ταχυδρομικού έργου συνολικώς, ήτοι υπηρεσίες υποστήριξης γραφείου, παραλαβή, διαβίβαση, ταξινόμηση, δρομολόγηση, επίδοση κάθε αντικειμένου, εισπράξεις/πληρωμές, διαχείριση επιστρεφόμενων αντικειμένων. Σύμφωνα με τη διακήρυξη, οι συμμετέχοντες οικονομικοί φορείς πρέπει να πληρούν τα τιθέμενα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, για την απόδειξη συνδρομής των οποίων προβλέπεται διαδικασία προκαταρκτικής απόδειξης βάσει του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Εγγράφου Σύμβασης (ΕΕΕΣ), το οποίο υποβάλλουν ως δικαιολογητικό συμμετοχής. Ως καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών ορίστηκε η 3.12.2021. Στον διαγωνισμό συμμετείχαν η αιτούσα και η εταιρεία ... Α.Ε. Με την .../16.12.2021 απόφαση του Συμβουλίου Διεύθυνσης της ΕΛΤΑ, η ... Α.Ε. ανεδείχθη προσωρινή ανάδοχος και κλήθηκε με την από 23.12.2021 Πρόσκληση της Διευθύντριας της ΕΛΤΑ να προσκομίσει, εντός δέκα (10) ημερών, τα προβλεπόμενα στη διακήρυξη δικαιολογητικά κατακύρωσης, τα οποία και υπέβαλε στις 31.12.2021. Με την .../13.1.2022 απόφαση του εν λόγω Συμβουλίου Διεύθυνσης τα εν λόγω δικαιολογητικά κρίθηκαν πλήρη και σύμφωνα με τη διακήρυξη και κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην εταιρεία αυτή. Κατά της ως άνω απόφασης η αιτούσα άσκησε προδικαστική προσφυγή ενώπιον της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ), με την οποία προέβαλε ότι τα δικαιολογητικά κατακύρωσης που υπέβαλε η ... Α.Ε. όσον αφορά α) την πιστοληπτική ικανότητα, β) την απαίτηση ασφάλισης αστικής ευθύνης, γ) την απαίτηση προτύπων διασφάλισης ποιότητας και προτύπων περιβαλλοντικής διαχείρισης, δ) την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, ε) την μη ύπαρξη καταδικαστικών αποφάσεων, στ) την ύπαρξη φερεγγυότητας και ζ) την πλήρωση των απαιτήσεων προτύπων διασφάλισης ποιότητας και ύπαρξης φερεγγυότητας για την δηλωθείσα υπεργολάβο εταιρεία, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της διακήρυξης. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε αφ’ ενός μεν ότι τα δικαιολογητικά που υπεβλήθησαν για την πλήρωση των ως άνω απαιτήσεων δεν κάλυπταν και τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, αφ’ ετέρου δε ότι τα δικαιολογητικά που υπεβλήθησαν δεν απεδείκνυαν, σε οποιονδήποτε χρόνο, την πλήρωση των ανωτέρω απαιτήσεων της διακήρυξης για τους λόγους που αναλυτικά διατύπωσε στην προσφυγή της. Η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή με την 427/2022 απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ. Κρίθηκε ειδικότερα ότι σύμφωνα με το άρθρο 104 του ν. 4412/2016, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της διακήρυξης, δεν απητείτο πλέον στο στάδιο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης να προσκομίζονται αποδεικτικά μέσα που να καλύπτουν το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς, απορριφθέντος του αντιθέτου λόγου της προσφυγής. Ομοίως απορριπτέος κρίθηκε ο λόγος σύμφωνα με τον οποίο τα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας που είχαν προσκομισθεί δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις της διακήρυξης διότι είχαν εκδοθεί από οργανισμό που δεν είχε διαπιστευθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 765/2008, κατά παράβαση των άρθρων 56 και 82 του ν. 4412/2016 και των αντίστοιχων όρων της διακήρυξης. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί κατά τους οποίους τα δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν δεν απεδείκνυαν ούτε κατά τον χρόνο υποβολής τους την πλήρωση των ανωτέρω υπό δ) έως ζ) προϋποθέσεων της διακήρυξης. Αντιθέτως, έγιναν δεκτοί οι λόγοι που σχετίζοντο με τα υπό α) και β) κριτήρια χρηματοοικονομικής επάρκειας (πιστοληπτική ικανότητα και ασφαλιστήριο συμβόλαιο) και ακυρώθηκε κατά τούτο η απόφαση του αναθέτοντος φορέα. Κρίθηκε, συγκεκριμένα, ότι το όριο χρηματοδότησης της τραπεζικής βεβαίωσης που είχε προσκομισθεί και αφορούσε δέκα οκτώ (18) διαγωνισμούς, δεν επαρκούσε ποσοτικά για την πλήρωση του κριτηρίου χρηματοοικονομικής επάρκειας και του ένδικου διαγωνισμού, καθ’ όσον για τον υπολογισμό του ορίου αυτού δεν έπρεπε να αθροιστεί το ποσό που, κατά τη βεβαίωση, προοριζόταν για εγγυήσεις. Περαιτέρω, εν σχέσει με την απαίτηση της διακήρυξης να διαθέτουν οι διαγωνιζόμενοι ως προσόν χρηματοοικονομικής επάρκειας ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης, κρίθηκε ότι εφ’ όσον η ασφαλιστική σύμβαση δεν αποτελεί μόνο αποδεικτικό μέσο, αλλά και κριτήριο επιλογής, και πρέπει να υφίσταται και κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, ώστε να είναι ακριβής η σχετική δήλωση στο ΕΕΕΣ, το από 31.12.2021 ασφαλιστήριο συμβόλαιο που προσκόμισε η ... Α.Ε. δεν κάλυπτε και τον χρόνο υποβολής της προσφοράς. Ωστόσο, κατά την ΕΑΔΗΣΥ οι ανωτέρω πλημμέλειες δεν οδηγούσαν σε άνευ ετέρου αποκλεισμό της ... Α.Ε., αλλά υποχρέωναν τον αναθέτοντα φορέα να την καλέσει να συμπληρώσει ή και να διασαφηνίσει τα εν λόγω στοιχεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 103 παρ. 2 και 315 του ν. 4412/2016.
4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί την ακύρωση και αναστολή α) της .../13.1.2022 αποφάσεως του Συμβουλίου Διεύθυνσης της ΕΛΤΑ, με την οποία κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του ένδικου διαγωνισμού στην εταιρεία ... Α.Ε. και β) της 427/2022 αποφάσεως της ΕΑΔΗΣΥ, τόσο κατά το μέρος της με το οποίο απερρίφθη η προδικαστική προσφυγή της, όσο και κατά το μέρος της που η εν λόγω προσφυγή έγινε δεκτή, όχι όμως για το σύνολο των προβληθέντων με αυτήν λόγων. Εξ άλλου, η εταιρεία ... Α.Ε. άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως της ΕΑΔΗΣΥ κατά το μέρος που κρίθηκε με αυτήν ότι τα δικαιολογητικά που υπέβαλε για την απόδειξη της πιστοληπτικής ικανότητας και την ασφάλιση αστικής ευθύνης φέρουν πλημμέλειες.
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 213), όπως ισχύει «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. ...». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εάν γίνει δεκτό αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από την προβλεπόμενη στον νόμο τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφαίνεται εκ των ενόντων, βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων που διαθέτει, το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην περίπτωση που πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, εκδικάζει το ένδικο βοήθημα ή μέσο και επιλύει το νομικό ζήτημα, κατά τα λοιπά δε ανήκει στην ευχέρειά του εάν θα παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο ή θα κρατήσει και θα δικάσει την υπόθεση στο σύνολό της.
6. Επειδή, με την από 6.5.2022 αίτησή της ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 η αιτούσα ζήτησε την εισαγωγή της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως-αναστολής ενώπιον του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι τα ζητήματα που κατά την άποψή της τίθενται με αυτήν είναι γενικοτέρου ενδιαφέροντος και ήδη τίθενται σε δίκες που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών εφετείων, επί διαφορών που ανέκυψαν κατά τη διεξαγωγή των λοιπών διαγωνισμών με το ίδιο αντικείμενο και όμοιους όρους και προϋποθέσεις που προκήρυξε η ΕΛΤΑ στις άλλες γεωγραφικές ενότητες της χώρας και το αποτέλεσμα των οποίων κατακύρωσε στην ... Α.Ε., επ’ αυτών δε έχουν εκδοθεί αποφάσεις της ΕΑΔΗΣΥ με αντίθετες κρίσεις επί των αυτών νομικών ζητημάτων. Η Επιτροπή, με την 13/2022 πράξη της έλαβε υπ’ όψιν: Ι) Το άρθρο 1 του ν. 3900/2010. ΙΙ) Την ως άνω αίτηση ακυρώσεως-αναστολής με την οποία τίθενται, κατά την αιτούσα, τα εξής ζητήματα: 1. Αναφορικώς με τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 2 του ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4782/2021 ως προς το ζήτημα της συμπλήρωσης δικαιολογητικών που έχουν υποβληθεί κατά το στάδιο της κατακύρωσης, εάν συντρέχει υποχρέωση του αναθέτοντα φορέα να καλέσει προς τούτο τον προσωρινό ανάδοχο, ενόψει και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων στη διαγωνιστική διαδικασία, εάν δύναται η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων κατά την εξέταση προδικαστικής προσφυγής να κρίνει ότι ο αναθέτων φορέας έπρεπε να καλέσει τον προσωρινό ανάδοχο προς συμπλήρωση υποβληθέντος δικαιολογητικού, ανεξαρτήτως προβολής ισχυρισμού από τον τελευταίο, ως και εάν δύναται προσωρινός ανάδοχος, παρεμβάς ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ να θέσει το πρώτον ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου κατά την εξέταση αιτήσεως ακυρώσεως και αναστολής κατά της απόφασης ΕΑΔΗΣΥ, τον ισχυρισμό περί υποχρέωσης κλήσης αυτού προς συμπλήρωση δικαιολογητικού από τον αναθέτοντα φορέα, ενόψει και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζόμενων οικονομικών φορέων στη διαγωνιστική διαδικασία. 2. Αναφορικώς με τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4412/2016 όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4782/2021, εάν το ΕΕΕΣ αποτελεί και μέσο απόδειξης πλήρωσης των όρων της διακήρυξης, ώστε να αρκεί η κατά δήλωση, βάσει αυτού, πλήρωσή τους κατά τον χρόνο συμμετοχής και υποβολής της προσφοράς, εάν δύναται να μετατεθεί ο χρόνος πλήρωσης των όρων της διακήρυξης από τους οικονομικούς φορείς, από τον χρόνο συμμετοχής στον χρόνο κλήσης προς κατάθεση δικαιολογητικών κατακύρωσης ή ακόμα και κλήσης προς συμπλήρωση αυτών κατ’ άρθρο 103 παρ. 2 του ν. 4412/2016, εν όψει και των οριζομένων στο άρθρο 79 του ν. 4412/2016, και εάν δύναται το ΕΕΕΣ να καταλαμβάνει μελλοντικά γεγονότα, ώστε να μην απαιτείται η πλήρωση των όρων της διακήρυξης κατά τον χρόνο της συμμετοχής και υποβολής της προσφοράς, αλλά μόνο η κατά δήλωση βάσει του ΕΕΕΣ πλήρωση αυτών. 3. Ζητήματα αναγόμενα στη διαπίστευση των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας («ISO») (άρθρα 56 και 82 του ν. 4412/2016) εν όψει και των οριζομένων στον Κανονισμό 765/2008, ειδικότερα δε εάν οι ως άνω οργανισμοί δύνανται να είναι διαπιστευμένοι από οργανισμούς διαπίστευσης τρίτων χωρών, εκτός Ε.Ε., χωρίς την τήρηση των διατάξεων του ως άνω Κανονισμού, εάν η ενδεχόμενη συμμετοχή εθνικού φορέα διαπίστευσης της Ελλάδος (ΕΣΥΔ) σε ένωση προσώπων, στην οποία συμμετέχει και οργανισμός διαπίστευσης τρίτης χώρας, δύναται να αναιρεί τα οριζόμενα στον ως άνω Κανονισμό, εάν στην ως άνω περίπτωση δύναται οργανισμός αξιολόγησης συμμόρφωσης εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα να λαμβάνει διαπίστευση από τον οργανισμό διαπίστευσης τρίτης χώρας και να χορηγεί πιστοποιητικά «ISO» σε οικονομικούς φορείς προς τήρηση των απαιτήσεων του ν. 4412/2016, εάν στις ως άνω περιπτώσεις υφίσταται παράβαση της υποχρέωσης διατήρησης αποκλειστικώς ενός εθνικού οργανισμού διαπίστευσης ανά κράτος μέλος σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό, και εάν η αποδοχή της ισχύος πιστοποιητικού «ISO» οικονομικού φορέα εγκατεστημένου στην Ελλάδα, χορηγηθέντος από οργανισμό αξιολόγησης συμμόρφωσης, εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, κατόπιν διαπίστευσης από φορέα διαπίστευσης τρίτης χώρας, χωρίς την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού 765/2008, λόγω συμμετοχής του εθνικού φορέα διαπίστευσης της Ελλάδος (ΕΣΥΔ) σε ένωση προσώπων στην οποία συμμετέχει και ο φορέας διαπίστευσης της τρίτης χώρας, συνιστά νόμιμη διαδικασία ανάθεσης άσκησης δημόσιας εξουσίας σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τρίτων χωρών. ΙΙΙ) Το γεγονός ότι με την ΠΝ 10/16.5.2022 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, έχει εισαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ΑΚ .../7.4.2022 αίτηση ακύρωσης-αναστολής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για ζητήματα αναγόμενα στην κατά τα ανωτέρω συμπλήρωση των ελλείψεων των δικαιολογητικών κατακύρωσης κατά τη διαγωνιστική διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 103 του ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4782/2021, το δε ειδικότερο ζήτημα σχετικά με την προβολή το πρώτον ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, από τον παρεμβαίνοντα ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ προσωρινό ανάδοχο, ισχυρισμού για υποχρέωση κλήσης αυτού προς συμπλήρωση δικαιολογητικού από τον αναθέτοντα φορέα, δεν προκύπτει εκ των προσκομισθέντων με την αίτηση στοιχείων, ότι ανακύπτει εν προκειμένω. IV) Ότι ως προς τα λοιπά ως άνω ζητήματα συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010. Κατόπιν τούτων, η ανωτέρω επιτροπή αποφάσισε την αποδοχή του προαναφερθέντος αιτήματος της αιτούσης.
7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα 13/2022 πράξη της Επιτροπής, με αυτή κρίθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 ως προς τα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία κατά πρώτον του άρθρου 104 του ν. 4412/2016 και κατά δεύτερον των άρθρων 56 και 82 του ν. 4412/2016 σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 765/2008. Συνεπώς, η υπόθεση εισήχθη στο Δικαστήριο προς επίλυση, κατ’ αρχήν, των ανωτέρω δύο νομικών ζητημάτων. Ως προς το έτερο ζήτημα που έθεσε η αιτούσα στην αίτησή της προς την Επιτροπή σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 103 παρ. 2 του ν. 4412/2016 (προϋποθέσεις συμπλήρωσης των δικαιολογητικών κατακύρωσης), η Επιτροπή επισήμανε ότι ζητήματα αναγόμενα στη συμπλήρωση των δικαιολογητικών κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης πρότυπης δίκης. Συνεπώς, το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 103 παρ. 2 του ν. 4412/2016 δεν άγεται στην παρούσα δίκη ως αυτοτελές νομικό ζήτημα προς επίλυση κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Εξ άλλου, η νομιμότητα της κρίσης της ΕΑΔΗΣΥ, σύμφωνα με την οποία τα δικαιολογητικά που υπεβλήθησαν προς απόδειξη της πιστοληπτικής ικανότητας και ασφάλισης αστικής ευθύνης είναι πλημμελή, η οποία αποτελεί πρόκριμα προκειμένου να τεθεί περαιτέρω το ζήτημα του κατά πόσο συνέτρεχε εν προκειμένω συμπλήρωση των δικαιολογητικών αυτών κατά το άρθρο 103 παρ. 2, έχει ήδη αμφισβητηθεί με την αίτηση ακυρώσεως-αναστολής που άσκησε η ... Α.Ε. κατά της ιδίας αποφάσεως της ΕΑΔΗΣΥ, η οποία δεν έχει εισαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ως εκ τούτου, το νομικό αυτό ζήτημα δεν τίθεται, σε κάθε περίπτωση, στο παρόν στάδιο της δίκης που έχει ανοιγεί με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως-αναστολής της αιτούσας. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
8. Επειδή, η εταιρεία ... Α.Ε., στην οποία κατακυρώθηκε δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως της ΕΛΤΑ το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, έχει ασκήσει, στο πλαίσιο της ανοιγείσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δίκης, την από 26.4.2022 παρέμβαση.
9. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει στην ενώπιον του Δικαστηρίου δίκη -χωρίς να αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου- η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ), υποβάλλοντας παρατηρήσεις σχετικά με τα νομικά ζητήματα που τίθενται ως προς την ερμηνεία της νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 4013/2011 (Α΄ 204) αρμοδιότητά της (βλ. ΣτΕ 444/2022 7μ.). Τούτο δε διότι δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί πράξη διορισμού Προέδρου και συμβούλων της νέας Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ), από την έκδοση της οποίας θα επέλθει κατάργηση της ήδη παρεμβαίνουσας ΕΑΑΔΗΣΥ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 2, 5 και 17 παρ. 1 και 4 του ν. 4912/2022 (Α΄ 59).
10. Επειδή, η εταιρεία ΕΛΤΑ, δημόσια επιχείρηση ιδρυθείσα με το άρθρο 1 του ν.δ. 496/1970 (Α΄ 73), αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ (L 95, διορθωτικό L 311/2016) και του άρθρου 233 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), αναθέτοντα φορέα συμβάσεων με αντικείμενο την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως η επίμαχη. Και ναι μεν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της υπό ανάθεση σύμβασης υπολείπεται του ορίου της οδηγίας (1.000.000 για συμβάσεις ταχυδρομικών υπηρεσιών κατά το άρθρο 15 σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΧVII), διέπεται, ωστόσο, από τις διατάξεις του Βιβλίου ΙΙ του ν. 4412/2016 που ενσωματώνουν τις διατάξεις της. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με το άρθρο 222, οι διατάξεις του Βιβλίου αυτού εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς, ανεξαρτήτως της εκτιμώμενης αξίας τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 305 και 308 του ανωτέρω νόμου (που ενσωματώνουν το άρθρο 80 της οδηγίας 2014/25), όταν οι αναθέτοντες φορείς κάνουν χρήση των λόγων αποκλεισμού και των κριτηρίων επιλογής που αναφέρονται στο Βιβλίο Ι, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση (βλ. άρθρα 2.2.3, 2.2.4 και 2.2.5 της διακήρυξης), εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 79, 80 και 81 σχετικά με τους κανόνες απόδειξης, καθώς επίσης, κατά το άρθρο 315, και οι διατάξεις περί διεξαγωγής της διαδικασίας του Βιβλίου Ι, μεταξύ των οποίων τα άρθρα 93, 103 και 104.
11. Επειδή, το πρώτο ζήτημα που άγεται προς επίλυση αφορά την ερμηνεία του άρθρου 104 παρ. 1 του ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 44 του ν. 4782/2021 (Α΄ 36) και ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της διακήρυξης. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα εάν ο προσωρινός ανάδοχος, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών κατακύρωσης, υποχρεούται να προσκομίσει τα αναφερόμενα στο άρθρο 80 δικαιολογητικά, από τα οποία αποδεικνύεται η πλήρωση των τιθέμενων από τη διακήρυξη προϋποθέσεων μόνο κατά τον χρόνο υποβολής τους, όπως εξέλαβε ο αναθέτων φορέας και έκρινε η ΕΑΔΗΣΥ με την προσβαλλόμενη απόφασή της, ή εάν υποχρεούται να προσκομίσει δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την συνδρομή των προϋποθέσεων της διακήρυξης σε δύο χρονικά σημεία, ήτοι τόσο κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, όσο και κατά τον χρόνο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης, όπως υποστηρίζει η αιτούσα. Για την επίλυση του ζητήματος αυτού, οι διατάξεις του άρθρου 104 πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις που παρατίθενται κατωτέρω, με τις οποίες διαμορφώνεται ένα πλαίσιο κανόνων που διέπει τη διαδικασία απόδειξης των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής και πρέπει να πληροί τις οικείες απαιτήσεις της οδηγίας 2014/24, στις οποίες παραπέμπει η οδηγία 2014/25 (άρθρο 80). Τούτο δε διότι το γεγονός ότι η ένδικη σύμβαση δεν εμπίπτει, λόγω ποσού, στην οδηγία 2014/25/ΕΕ, δεν απαλλάσσει πάντως τον νομοθέτη, ο οποίος οικειοθελώς την υπήγαγε στους εθνικούς κανόνες που ενσωμάτωσαν την εν λόγω οδηγία, να εφαρμόζει τους κανόνες αυτούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις της, ώστε να αποφεύγονται ερμηνευτικές αποκλίσεις και να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων (πρβλ. ΔΕΕ C-376/21, Obshtina Razlog, σκ. 55, πρβλ. C-367/19, Tax-Fin-Lex, σκ. 21, C-298/15, Borta, σκ. 33-34, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi, σκ. 36 και 37).
12. Επειδή, στην Ενότητα Ι του Τρίτου Τμήματος της οδηγίας 2014/24/ΕΕ (L 94, διορθωτικό L 135/2016) προβλέπονται α) τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που πρέπει να πληρούν οι συμμετέχοντες σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και διακρίνονται σε λόγους αποκλεισμού (άρθρο 57) και κριτήρια επιλογής (άρθρο 58), β) οι κανόνες απόδειξης της πλήρωσης των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής (άρθρο 59) και γ) τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 60). Ειδικότερα, στο άρθρο 57 καθορίζονται λόγοι υποχρεωτικού αποκλεισμού (παρ. 1 και 2), καθώς και λόγοι προαιρετικού αποκλεισμού (παρ. 4), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις που ο οικονομικός φορέας έχει κριθεί ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξακρίβωση της απουσίας των λόγων αποκλεισμού ή την πλήρωση των κριτηρίων επιλογής, έχει αποκρύψει τις πληροφορίες αυτές ή δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 (στοιχ. η΄). Ορίζεται ότι ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείσουν ή να αποκλείουν οικονομικό φορέα όταν αποδεικνύεται ότι βρίσκεται, λόγω πράξεων ή παραλείψεών του, είτε πριν είτε κατά τη διαδικασία, σε μία από τις περιπτώσεις των παρ. 1, 2 και 4 (παρ. 5). Προβλέπεται, πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις συνδρομής λόγων αποκλεισμού, η δυνατότητα των οικονομικών φορέων να λαμβάνουν μέτρα επανόρθωσης, τα οποία, εάν κριθούν επαρκή από την αναθέτουσα αρχή, καθιστούν παραδεκτή τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, εκτός αν έχει επιβληθεί αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε διαδικασίες, μεταξύ άλλων για μία από τις περιπτώσεις της παρ. 4, οπότε στερούνται της δυνατότητας αυτής κατά την περίοδο αποκλεισμού που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη (παρ. 6 και 7). Το άρθρο 58 περιέχει κανόνες σχετικά με τα κριτήρια επιλογής, τα οποία μπορεί να αφορούν την καταλληλότητα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια και την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα. Περαιτέρω, στο άρθρο 59 ‘Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης’ ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής ή υποβολής προσφοράς, οι αναθέτουσες αρχές δέχονται το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ), το οποίο αποτελείται από ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση ως προκαταρκτική απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη επιβεβαιώνοντας ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δεν βρίσκεται σε μια από τις καταστάσεις του άρθρου 57 …· β) πληροί τα σχετικά κριτήρια επιλογής τα οποία έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 58· γ) ... Όταν ο οικονομικός φορέας εξαρτάται από τις ικανότητες άλλων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 63, το ΕΕΕΣ περιέχει επίσης τις πληροφορίες του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου όσον αφορά τους φορείς αυτούς. Το ΕΕΕΣ αποτελείται από επίσημη δήλωση του οικονομικού φορέα ότι ο σχετικός λόγος για τον αποκλεισμό δεν ισχύει και/ή ότι πληρούται το σχετικό κριτήριο επιλογής και παρέχει τις κατάλληλες πληροφορίες, όπως απαιτείται από την αναθέτουσα αρχή. Το ΕΕΕΣ προσδιορίζει τη δημόσια αρχή ή το τρίτο μέρος που είναι υπεύθυνο για την έκδοση των σχετικών δικαιολογητικών και περιλαμβάνει επίσημη δήλωση ότι ο οικονομικός φορέας θα είναι σε θέση, κατόπιν αιτήσεως και χωρίς καθυστέρηση, να προσκομίσει τα εν λόγω δικαιολογητικά. Όταν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει τα δικαιολογητικά απευθείας με πρόσβαση σε βάση δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 5, το ΕΕΕΣ περιέχει επίσης τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον συγκεκριμένο σκοπό, όπως την ηλεκτρονική διεύθυνση της βάσης δεδομένων, τυχόν δεδομένα αναγνώρισης και, κατά περίπτωση, την απαραίτητη δήλωση συναίνεσης. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν εκ νέου ΕΕΕΣ το οποίο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη διαδικασία σύναψης σύμβασης, εφόσον επιβεβαιώνουν ότι οι πληροφορίες του Εγγράφου εξακολουθούν να είναι αληθείς. 2. Το ΕΕΕΣ καταρτίζεται βάσει τυποποιημένου εντύπου. H Επιτροπή θεσπίζει το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο, μέσω εκτελεστικών πράξεων. … Το ΕΕΕΣ παρέχεται αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή. 3. … η Επιτροπή επισκοπεί την πρακτική χρήση του ΕΕΕΣ, λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική εξέλιξη των βάσεων δεδομένων στα κράτη μέλη … Κατά περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις λύσεων για τη βελτιστοποίηση της διασυνοριακής πρόσβασης σε αυτή τη βάση δεδομένων και της χρήσης πιστοποιητικών και βεβαιώσεων στην εσωτερική αγορά. 4. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί από προσφέροντες και υποψήφιους ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να υποβάλλουν όλα ή ορισμένα δικαιολογητικά, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Πριν από την ανάθεση της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή, εξαιρουμένων των συμβάσεων βάσει συμφωνιών-πλαισίων, όταν οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 3 ή του άρθρου 33 παράγραφος 4 στοιχείο α), απαιτεί από τον προσφέροντα στον οποίο αποφάσισε να αναθέσει τη σύμβαση να υποβάλει ενημερωμένα δικαιολογητικά, σύμφωνα με το άρθρο 59 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 60 [ορθή παραπομπή κατά την αγγλική και γαλλική εκδοχή της διάταξης στα άρθρα 60 και 62 αντίστοιχα]. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλέσει τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώσουν ή να διευκρινίσουν τα πιστοποιητικά που έχουν παραληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 62. 5. Παρά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4, οι οικονομικοί φορείς δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δικαιολογητικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον και καθόσον η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει τα πιστοποιητικά ή τις συναφείς πληροφορίες απευθείας μέσω πρόσβασης σε εθνική βάση δεδομένων σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διατίθεται δωρεάν, όπως εθνικό μητρώο συμβάσεων, εικονικός φάκελος επιχείρησης ή ηλεκτρονικό σύστημα αποθήκευσης εγγράφων ή σύστημα προεπιλογής. Παρά την παράγραφο 4 οι οικονομικοί φορείς δεν υποχρεούνται να υποβάλουν δικαιολογητικά όταν η αναθέτουσα αρχή που ανέθεσε τη σύμβαση ή υπέγραψε τη συμφωνία-πλαίσιο έχει ήδη τα δικαιολογητικά αυτά. Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι βάσεις δεδομένων, οι οποίες περιέχουν σχετικές πληροφορίες σχετικά με τους οικονομικούς φορείς και μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές, μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται υπό τις ίδιους όρους από τις αναθέτουσες αρχές άλλων κρατών μελών. 6. Τα κράτη μέλη διαθέτουν και ενημερώνουν στο e-Certis πλήρη κατάλογο των βάσεων δεδομένων οι οποίες περιλαμβάνουν σχετικές πληροφορίες σχετικά με τους οικονομικούς φορείς και μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές άλλων κρατών μελών». Στο άρθρο 60 προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα που απαιτούνται για την απόδειξη της μη συνδρομής των λόγων αποκλεισμού και πλήρωσης των κριτηρίων επιλογής και ορίζεται ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν απαιτούν αποδεικτικά μέσα πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 62 (πρότυπα διασφάλισης ποιότητας και περιβαλλοντικής διαχείρισης). Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 56 ‘Γενικές Αρχές’ -στην οποία δεν γίνεται μεν ρητή παραπομπή δυνάμει του άρθρου 80 της οδηγίας 2014/25, πρέπει όμως να θεωρηθεί εφαρμοστέα καθ’ ο μέτρο συνδέεται άμεσα με τα άρθρα 57-60 της οδηγίας 2014/24 στα οποία γίνεται παραπομπή- ορίζεται ότι: «1. Οι συμβάσεις ανατίθενται …, εφόσον η αναθέτουσα αρχή έχει επαληθεύσει, σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 61, ότι πληρούνται όλες οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις: α) η προσφορά συνάδει με τις απαιτήσεις, τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που προβλέπονται στην προκήρυξη σύμβασης … και στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης … β) η προσφορά προέρχεται από προσφέροντα ο οποίος δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή δυνάμει του άρθρου 57 και πληροί τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 58 …». Στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “(84) Πολλοί οικονομικοί φορείς, μεταξύ αυτών και οι ΜΜΕ, θεωρούν ότι ένα σημαντικό εμπόδιο στη συμμετοχή τους … είναι ο διοικητικός φόρτος που απορρέει από την ανάγκη προσκόμισης σημαντικού αριθμού πιστοποιητικών ή άλλων εγγράφων που σχετίζονται με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής. Ο περιορισμός των εν λόγω απαιτήσεων, φερ’ ειπείν, με χρήση του [ΕΕΕΣ] που συνίσταται σε ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση, θα μπορούσε να απλοποιήσει σημαντικά τη διαδικασία, προς όφελος τόσο των αναθετουσών αρχών όσο και των οικονομικών φορέων. Ο προσφέρων στον οποίο έχει αποφασιστεί να ανατεθεί η σύμβαση θα πρέπει, ωστόσο, να υποχρεούται να παράσχει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και οι αναθέτουσες αρχές δεν θα πρέπει να συνάπτουν συμβάσεις με προσφέροντες που δεν είναι σε θέση να το πράξουν. Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν ανά πάσα στιγμή όλα ή κάποια από τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον θεωρούν ότι αυτό είναι απαραίτητο για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι οι διαδικασίες δύο φάσεων -κλειστές διαδικασίες … ανταγωνιστικοί διάλογοι…- στις οποίες οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας να περιορίζουν τον αριθμό των υποψηφίων που καλούνται να υποβάλουν προσφορές. Η απαίτηση υποβολής των συμπληρωματικών εγγράφων τη στιγμή της επιλογής των υποψηφίων που θα κληθούν μπορεί να δικαιολογηθεί με σκοπό να αποφευχθεί οι αναθέτουσες αρχές να καλέσουν υποψηφίους οι οποίοι αργότερα αποδεικνύονται ανίκανοι να υποβάλουν τα δικαιολογητικά έγγραφα στο στάδιο της ανάθεσης, εμποδίζοντας τη συμμετοχή άλλων υποψηφίων που πληρούν κατά τα λοιπά τα κριτήρια επιλογής. (85) Είναι σημαντικό οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να βασίζονται σε πρόσφατη πληροφόρηση, ιδίως σε ό,τι αφορά τους λόγους αποκλεισμού, δεδομένου ότι σημαντικές αλλαγές μπορούν να επέλθουν με αρκετά ταχύ ρυθμό, για παράδειγμα, σε περίπτωση οικονομικών δυσκολιών οι οποίες καθιστούν ακατάλληλο τον οικονομικό φορέα ή, αντίστροφα, επειδή αποπληρώθηκε εν τω μεταξύ εκκρεμές χρέος που αφορούσε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι επομένως προτιμητέο να επαληθεύουν οι αναθέτουσες αρχές, όπου αυτό είναι δυνατόν, την πληροφόρηση αυτή χρησιμοποιώντας τις σχετικές βάσεις δεδομένων, οι οποίες ενδείκνυται να είναι εθνικές, κατά την έννοια ότι πρέπει να τις διαχειρίζονται δημόσιες αρχές. Στην παρούσα φάση εξέλιξης, ενδέχεται να υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις όπου η ανωτέρω επαλήθευση δεν είναι προς το παρόν δυνατή για τεχνικούς λόγους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει μέτρα προώθησης, τα οποία μπορούν να διευκολύνουν την ευχερή ηλεκτρονική πρόσβαση σε ενημερωμένη πληροφόρηση ... Ενδείκνυται επίσης να προβλέπεται ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν θα πρέπει να ζητούν έγγραφα που είναι ακόμη ενημερωμένα, τα οποία έχουν ήδη στην κατοχή τους από προηγούμενες διαδικασίες ...».
13. Επειδή, εξ άλλου, με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/7/ΕΕ της Επιτροπής (L 3, διορθωτικό L 17) καθιερώθηκε το τυποποιημένο έντυπο του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης, το οποίο περιέχει αναλυτικά, υπό την μορφή ερωτήσεων και πεδίων προς συμπλήρωση, όλες τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο οικονομικός φορέας σχετικά με τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό, τους λόγους αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής και χρησιμοποιείται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων της οδηγίας, καταλλήλως προσαρμοζόμενο στις ειδικές απαιτήσεις κάθε σύμβασης.
14. Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο με τα άρθρα 73 (λόγοι αποκλεισμού), 75 (κριτήρια επιλογής), 79 (Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης) και 80 (αποδεικτικά μέσα) του ν. 4412/2016. Επιπλέον, ο νομοθέτης κάνοντας χρήση της κατ’ άρθρο 57 παρ. 7 της οδηγίας ευχέρειας, προέβλεψε στο άρθρο 74 τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε μελλοντικές διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την εγγραφή του σε ειδικό μητρώο αποκλεισθέντων όταν συντρέχουν λόγοι προαιρετικού αποκλεισμού της παρ. 4 του άρθρου 73 και ο οικονομικός φορέας δεν λάβει μέτρα για να αποδείξει την αξιοπιστία του. Στο άρθρο 79, ως ήδη ισχύει, με τίτλο ‘Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ)’ ορίσθηκε ότι: «1. Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής ή κατά την υποβολή προσφορών στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων … οι αναθέτουσες αρχές δέχονται το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ), το οποίο ισοδυναμεί με ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση, με τις συνέπειες του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), ως προκαταρκτική απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη, επιβεβαιώνοντας ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δεν βρίσκεται σε μία από τις καταστάσεις των άρθρων 73, περί λόγων αποκλεισμού, και 74, περί αποκλεισμού οικονομικού φορέα από δημόσιες συμβάσεις …, β) πληροί τα σχετικά κριτήρια επιλογής … Όταν ο οικονομικός φορέας στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων, σύμφωνα με το άρθρο 78, το ΕΕΕΣ περιέχει επίσης τις ίδιες πληροφορίες για τους φορείς αυτούς. Το ΕΕΕΣ αποτελείται από επίσημη δήλωση του οικονομικού φορέα ότι ο σχετικός λόγος αποκλεισμού δεν ισχύει και/ή ότι πληρούται το σχετικό κριτήριο επιλογής και παρέχει τις κατάλληλες πληροφορίες, όπως απαιτείται από την αναθέτουσα αρχή. Το ΕΕΕΣ προσδιορίζει τη δημόσια αρχή ή το τρίτο μέρος που είναι υπεύθυνο για την έκδοση των σχετικών δικαιολογητικών και περιλαμβάνει επίσημη δήλωση ότι ο οικονομικός φορέας θα είναι σε θέση, εφόσον του ζητηθεί και χωρίς καθυστέρηση, να προσκομίσει τα εν λόγω δικαιολογητικά. ... Όταν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει τα σχετικά δικαιολογητικά απευθείας με πρόσβαση σε βάση δεδομένων … το ΕΕΕΣ περιέχει επίσης τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον συγκεκριμένο σκοπό, όπως την ηλεκτρονική διεύθυνση της βάσης δεδομένων, δεδομένα αναγνώρισης και, κατά περίπτωση, την απαιτούμενη δήλωση συναίνεσης. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν εκ νέου ΕΕΕΣ, το οποίο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, εφόσον επιβεβαιώνουν ότι οι πληροφορίες του Εγγράφου εξακολουθούν να είναι αληθείς. 3. Το ΕΕΕΣ καταρτίζεται βάσει του τυποποιημένου εντύπου του Παραρτήματος 2 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/7 της Επιτροπής … και παρέχεται αποκλειστικά σε ηλεκτρονική μορφή. 5. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί από προσφέροντες και υποψήφιους, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να υποβάλουν όλα ή ορισμένα δικαιολογητικά, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Πριν από την ανάθεση της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή … απαιτεί από τον προσφέροντα, στον οποίο έχει αποφασίσει να αναθέσει τη σύμβαση να υποβάλει ενημερωμένα τα σχετικά δικαιολογητικά, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και, κατά περίπτωση, το άρθρο 80 περί αποδεικτικών μέσων. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλέσει τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώσουν ή να διευκρινίσουν τα πιστοποιητικά που έχουν παραληφθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 80, περί αποδεικτικών μέσων και 82, περί προτύπων διασφάλισης ποιότητας και περιβαλλοντικής διαχείρισης. 6. Κατά παρέκκλιση της παρ. 3 [επί το ορθόν παρ. 5], οι οικονομικοί φορείς δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δικαιολογητικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, στο μέτρο που η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει τα πιστοποιητικά ή τις συναφείς πληροφορίες απευθείας μέσω πρόσβασης σε εθνική βάση δεδομένων σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ένωσης, η οποία διατίθεται δωρεάν, όπως εθνικό μητρώο συμβάσεων, εικονικό φάκελο επιχείρησης, ηλεκτρονικό σύστημα αποθήκευσης εγγράφων ή σύστημα προεπιλογής. Κατά παρέκκλιση της παρ. 3 [επί το ορθόν παρ. 5], οι οικονομικοί φορείς δεν υποχρεούνται να υποβάλουν δικαιολογητικά, όταν η αναθέτουσα αρχή που έχει αναθέσει τη σύμβαση ή συνάψει τη συμφωνία-πλαίσιο διαθέτει ήδη τα δικαιολογητικά αυτά. Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου, η Γενική Διεύθυνση Ψηφιακής Διακυβέρνησης … του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και οι αρμόδιοι φορείς τήρησης των βάσεων δεδομένων διασφαλίζουν ότι οι βάσεις δεδομένων, οι οποίες περιέχουν σχετικές πληροφορίες για τους οικονομικούς φορείς και μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές, μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται υπό τους ίδιους όρους από τις αναθέτουσες αρχές άλλων κρατών μελών. 7. Η Γενική Διεύθυνση Ψηφιακής Διακυβέρνησης … διαθέτει και ενημερώνει στο e-Certis πλήρη κατάλογο των βάσεων δεδομένων, οι οποίες περιλαμβάνουν σχετικές πληροφορίες για τους οικονομικούς φορείς και μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις αναθέτουσες αρχές άλλων κρατών μελών. … 8. … 9. Ο οικονομικός φορέας δύναται να διευκρινίζει τις δηλώσεις και πληροφορίες που παρέχει στο ΕΕΕΣ με συνοδευτική υπεύθυνη δήλωση, την οποία υποβάλλει μαζί με το ΕΕΕΣ. …».
15. Επειδή, περαιτέρω, όσον αφορά στη διεξαγωγή της διαδικασίας, ο ν. 4412/2016 προέβλεψε στο άρθρο 93 ότι «Ο ξεχωριστός σφραγισμένος φάκελος με την ένδειξη ‘Δικαιολογητικά συμμετοχής’ περιέχει το Ενιαίο Ευρωπαϊκό Έγγραφο Σύμβασης του άρθρου 79 και την εγγύηση συμμετοχής …, καθώς και πρόσθετα έγγραφα, όπως καθορίζει η οικεία διακήρυξη. …» και στο άρθρο 103 ‘Πρόσκληση για υποβολή δικαιολογητικών’ ότι «Πέραν των οριζόμενων στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 79 … και στο άρθρο 93 … ισχύουν και τα ακόλουθα: 1. Μετά από την αξιολόγηση των προσφορών, η αναθέτουσα αρχή ειδοποιεί εγγράφως τον προσφέροντα, στον οποίο πρόκειται να γίνει η κατακύρωση («προσωρινό ανάδοχο»), να υποβάλει εντός προθεσμίας … από την κοινοποίηση της σχετικής έγγραφης ειδοποίησης σε αυτόν, τα αποδεικτικά έγγραφα … όλων των δικαιολογητικών του άρθρου 80, όπως καθορίζονται ειδικότερα στα έγγραφα της σύμβασης, ως αποδεικτικά στοιχεία για τη μη συνδρομή των λόγων αποκλεισμού … καθώς και για την πλήρωση των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής … 2. … 3. Αν, κατά τον έλεγχο των παραπάνω δικαιολογητικών, διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία που δηλώθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 79 είναι εκ προθέσεως απατηλά ή ότι έχουν υποβληθεί πλαστά αποδεικτικά στοιχεία, απορρίπτεται η προσφορά του προσωρινού αναδόχου και καταπίπτει υπέρ της αναθέτουσας αρχής η εγγύηση συμμετοχής … και η κατακύρωση γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει των ειδικότερων κριτηρίων ανάθεσης, όπως είχαν οριστεί στα έγγραφα της σύμβασης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσφορά του προσφέροντος που απορρίφθηκε. Αν κανένας από τους προσφέροντες δεν υπέβαλε αληθή ή ακριβή δήλωση η διαδικασία ανάθεσης ματαιώνεται. 4. Αν ο προσωρινός ανάδοχος δεν υποβάλει στο προκαθορισμένο χρονικό διάστημα τα απαιτούμενα πρωτότυπα ή αντίγραφα των παραπάνω δικαιολογητικών, απορρίπτεται η προσφορά του προσωρινού αναδόχου και καταπίπτει … η εγγύηση συμμετοχής του … και η κατακύρωση γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά ... Αν κανένας από τους προσφέροντες δεν προσκομίζει ένα ή περισσότερα από τα απαιτούμενα έγγραφα και δικαιολογητικά, η διαδικασία ματαιώνεται. 5. Αν από τα παραπάνω δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως, δεν αποδεικνύεται η μη συνδρομή των λόγων αποκλεισμού … ή η πλήρωση μιας ή περισσοτέρων από τις απαιτήσεις των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής …, απορρίπτεται η προσφορά του προσωρινού αναδόχου και, με την επιφύλαξη του άρθρου 104, περί χρόνου συνδρομής όρων συμμετοχής και οψιγενών μεταβολών, καταπίπτει … η εγγύηση συμμετοχής του … η κατακύρωση γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά … Αν κανένας από τους προσφέροντες δεν αποδείξει ότι: α) δεν βρίσκεται σε μία από τις καταστάσεις των άρθρων 73 και 74 και β) πληροί τα σχετικά κριτήρια επιλογής … η διαδικασία ματαιώνεται. … 6. … 7. Όσοι δεν έχουν αποκλειστεί οριστικά λαμβάνουν γνώση των παραπάνω δικαιολογητικών που κατατέθηκαν…». Περαιτέρω, στο άρθρο 104 ‘Χρόνος συνδρομής όρων συμμετοχής-Οψιγενείς μεταβολές’ ορίσθηκε ότι «1. Το δικαίωμα συμμετοχής, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις συμμετοχής, όπως ορίστηκαν στα έγγραφα της σύμβασης, κρίνονται: α) κατά την υποβολή της αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ή της προσφοράς, με την υποβολή του ΕΕΕΣ, β) κατά την υποβολή των δικαιολογητικών του άρθρου 80 και γ) κατά την εξέταση της υπεύθυνης δήλωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 105, περί κατακύρωσης και σύναψης σύμβασης. 2. Αν επέλθουν μεταβολές στις προϋποθέσεις τις οποίες οι προσφέροντες/υποψήφιοι είχαν δηλώσει ότι πληρούν, σύμφωνα με το άρθρο 79, περί Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης, μέχρι τη σύναψη της σύμβασης, οι προσφέροντες/υποψήφιοι οφείλουν να ενημερώσουν αμελλητί την αναθέτουσα αρχή σχετικά. 3. Σε περίπτωση έγκαιρης και προσήκουσας ενημέρωσης της αναθέτουσας αρχής κατά την παρ. 2, δεν καταπίπτει υπέρ της αναθέτουσας αρχής η εγγύηση συμμετοχής του. ...».
16. Επειδή, οι διατάξεις που παρατίθενται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, αποδίδονται, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω περιεχόμενό τους, με τις διατάξεις των άρθρων 2.2.3 (λόγοι αποκλεισμού), 2.2.4 έως 2.2.4.7 (κριτήρια επιλογής), 2.2.9 (κανόνες απόδειξης ποιοτικής επιλογής), 2.2.9.1 (προκαταρκτική απόδειξη κατά την υποβολή των προσφορών), 2.9.2 (αποδεικτικά μέσα), 2.4.3 (περιεχόμενα φακέλου δικαιολογητικά συμμετοχής-τεχνική προσφορά) και 3.2 (δικαιολογητικά προσωρινού αναδόχου) της διακήρυξης.
17. Επειδή, υπό την προϊσχύουσα εκδοχή της η παράγραφος 1 του προπαρατεθέντος άρθρου 104 είχε ως εξής: «1. Το δικαίωμα συμμετοχής και οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής όπως ορίστηκαν στα έγγραφα της σύμβασης, κρίνονται κατά την υποβολή της αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ή της προσφοράς, κατά την υποβολή των δικαιολογητικών του άρθρου 80, και κατά τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 105». Καθ’ ερμηνεία της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 79 και 103 του ν. 4412/2016, το άρθρο 59 και την αιτιολογική σκέψη 85 της οδηγίας 2014/24, είχε γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων συμμετοχής γίνεται σε τρία χρονικά στάδια α) κατά την υποβολή της προσφοράς ως προς όλους τους ενδιαφερόμενους, β) κατά την υποβολή των δικαιολογητικών του άρθρου 80 μόνο για τον προσωρινό ανάδοχο και γ) κατά τη σύναψη της σύμβασης μόνο για τον οριστικό ανάδοχο και ότι, ειδικώς όσον αφορά το στάδιο υποβολής των δικαιολογητικών του άρθρου 80, ο προσωρινός ανάδοχος, κατόπιν της προσκλήσεως που θα του απευθυνθεί, πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τόσο κατά το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς όσο και κατά το χρονικό σημείο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής, η δε πρόβλεψη χρήσης του ΕΕΕΣ δεν καταργεί την υποχρέωσή του να αποδείξει ότι πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις και κατά το χρονικό σημείο που υποβάλλει την προσφορά, αλλά μεταθέτει απλώς το χρονικό σημείο προσκομίσεως του σχετικού αποδεικτικού μέσου που πάντως πρέπει να ανάγεται στον χρόνο υποβολής της προσφοράς (βλ. ΣτΕ 1020/2022, 982-3/2021, ΕΑ 37/2021, 73/2021, 259/2020, 115/2019).
18. Επειδή, ήδη με την επελθούσα τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 104 διατηρήθηκαν μεν τα τρία χρονικά σημεία, κατά τα οποία πρέπει να κρίνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων συμμετοχής, προβλέφθηκε δε ειδικώς για το στάδιο της υποβολής της προσφοράς ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις κρίνονται «με την υποβολή του ΕΕΕΣ». Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4782/2021 διαλαμβάνει συναφώς τα ακόλουθα: «...Ειδικότερα προβλέπεται, καταρχάς, ότι οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις συμμετοχής κρίνονται κατά την υποβολή της αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ή της προσφοράς, μόνο με την υποβολή του ΕΕΕΣ, ήτοι χωρίς να απαιτείται πλέον η υποβολή άλλων αποδεικτικών μέσων για το χρονικό εκείνο σημείο … Με τις προτεινόμενες διατάξεις μειώνεται το διοικητικό βάρος για τους οικονομικούς φορείς κατά τη φάση υποβολής των προσφορών …». Περαιτέρω, η παρεμβαίνουσα ΕΑΑΔΗΣΥ με την 45/2020 γνωμοδότησή της επί της προτεινόμενης τροποποίησης είχε παρατηρήσει τα εξής: «Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις … καταρχάς ορίζεται ρητά ότι το δικαίωμα, οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής κρίνονται κατά την υποβολή … της προσφοράς, μόνο με την υποβολή του ΕΕΕΣ, ήτοι χωρίς να απαιτείται πλέον η υποβολή αποδεικτικών μέσων του άρθρου 80 που να καλύπτουν και το χρονικό διάστημα της υποβολής προσφοράς … όπως προβλέπεται στην ισχύουσα μορφή του άρθρου. … Προς αποφυγή ερμηνευτικών ζητημάτων και προς επίτευξη ασφάλειας δικαίου, προτείνεται να αναγραφεί ρητώς στην αιτιολογική έκθεση ότι οι προσφέροντες … πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της διακήρυξης … σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβεί στη σχετική επαλήθευση σε όλα τα αναφερόμενα χρονικά σημεία στο άρθρο, και επομένως μπορεί να αρκείται στο στάδιο υποβολής της προσφοράς …σε όσα δηλώθηκαν με το ΕΕΕΣ. Η προτεινόμενη ρύθμιση κινείται στην ορθή κατεύθυνση, καθώς απλοποιεί τη διαδικασία απόδειξης των όρων συμμετοχής κατά τον χρόνο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης, μειώνει τα διοικητικά βάρη και τις γραφειοκρατικές εμπλοκές που οφείλονται κατά κύριο λόγο σε αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, όπως λ.χ. της αδυναμίας έκδοσης από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές στο στάδιο της υποβολής δικαιολογητικών κατακύρωσης, πιστοποιητικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, τα οποία να καλύπτουν τον χρόνο υποβολής της προσφοράς…».
19. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης που διέπεται από το ενωσιακό δίκαιο ή/και το εθνικό δίκαιο ενσωμάτωσής του, οι οικονομικοί φορείς πρέπει να πληρούν κατά την υποβολή της προσφοράς τους τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που καθορίζονται στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης και συνίστανται στη μη συνδρομή λόγων που συνεπάγονται ή δικαιολογούν, κατά περίπτωση, τον αποκλεισμό τους, καθώς και στην πλήρωση των κριτηρίων επιλογής που σχετίζονται με την καταλληλότητα, την χρηματοοικονομική επάρκεια και την τεχνική/επαγγελματική τους ικανότητα. Τα κριτήρια αυτά παρέχουν στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να δεχθεί την υποβολή προσφορών μόνον από οικονομικούς φορείς των οποίων η ακεραιότητα, η αξιοπιστία και ικανότητα παρέχουν τα εχέγγυα ότι θα είναι σε θέση να εκτελέσουν την επίμαχη σύμβαση (πρβλ. C-295/20, Sanresa UAB, σκ. 62). Επομένως, δεν δύναται να ανατεθεί σύμβαση σε οικονομικό φορέα, ο οποίος δεν πληροί τα κριτήρια κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, ακόμη κι αν κατά την ανάθεση της σύμβασης πληροί τα κριτήρια αυτά, διότι ήρθη, για παράδειγμα, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε λόγος αποκλεισμού που συνέτρεχε στο πρόσωπό του. Περαιτέρω, για την ανάθεση της σύμβασης ο οικονομικός φορέας πρέπει να εξακολουθεί να πληροί τα εν λόγω κριτήρια ποιοτικής επιλογής (πρβλ. αιτιολογική σκέψη 84 τρίτη περίοδος), πέραν των λοιπών απαιτήσεων που τυχόν ζητούνται σε σχέση με τα προσφερόμενα έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες. Συνεπώς, ο έλεγχος συνδρομής των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής πρέπει να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, κατ’ απαίτηση της οδηγίας, στα ανωτέρω δύο χρονικά σημεία (υποβολή προσφοράς, ανάθεση), υπό την επιφύλαξη του άρθρου 57 παρ. 5 σύμφωνα με το οποίο οι αναθέτουσες αρχές αποκλείουν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικονομικό φορέα όταν αποδεικνύεται ότι βρίσκεται ή υποπίπτει (πριν ή κατά τη διαδικασία) σε κατάσταση υποχρεωτικού ή προαιρετικού αποκλεισμού. Εξ άλλου, ο ανωτέρω έλεγχος διενεργείται με βάση τη διαδικασία που εισήγαγε ο ενωσιακός νομοθέτης με την οδηγία 2014/24, με την οποία επιδιώχθηκε η άρση του διοικητικού φόρτου «προσκόμισης σημαντικού αριθμού πιστοποιητικών και άλλων εγγράφων που σχετίζονται με τους λόγους αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής”, προς τον σκοπό της διευκόλυνσης της συμμετοχής των ενδιαφερομένων και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις διαδικασίες και της ενίσχυσης, κατά τον τρόπο αυτό, του ανταγωνισμού στην αγορά των δημοσίων συμβάσεων. Η διαδικασία βασίζεται στην χρήση, κατά τρόπο ενιαίο και ομοιόμορφο σε όλα τα κράτη μέλη, του τυποποιημένου εντύπου του ΕΕΕΣ, το οποίο έχει καταρτιστεί από την Επιτροπή με τρόπο που να αποτυπώνει όλες τις προβλεπόμενες στις διατάξεις περί λόγων αποκλεισμού και κριτηρίων επιλογής πληροφορίες για την κατάσταση του οικονομικού φορέα και τον τρόπο συμμετοχής του στον διαγωνισμό, τις οποίες πρέπει να γνωρίζει η αναθέτουσα αρχή στο στάδιο αυτό. Το ΕΕΕΣ αποτελείται από ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση και λειτουργεί ως «προκαταρκτική απόδειξη [preliminary evidence, preuve a priori κατά την αγγλική και γαλλική έκδοση αντίστοιχα] προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη» ότι ο οικονομικός φορέας πληροί τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που τίθενται στα έγγραφα της διαδικασίας. Στο στάδιο αυτό οι αναθέτουσες αρχές ελέγχουν τις προσφορές με βάση τις πληροφορίες που δηλώνονται από τους οικονομικούς φορείς. Έχουν δε την ευχέρεια ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να ζητούν την προσκόμιση όλων ή ορισμένων δικαιολογητικών, εάν δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά ή δεν τα διαθέτουν ήδη, όταν τούτο επιβάλλει η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας -ευχέρεια η χρήση της οποίας δεν πρέπει πάντως να άγει σε συστηματική παράκαμψη του συστήματος προκαταρκτικής απόδειξης. Περαιτέρω, δύνανται να ζητούν διευκρίνιση ή συμπλήρωση των δικαιολογητικών που έχουν παραληφθεί, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση. Αντιστοίχως, οι οικονομικοί φορείς υπέχουν την υποχρέωση, βάσει των απαιτήσεων διαφάνειας, εντιμότητας και διαφύλαξης της σχέσης εμπιστοσύνης με την αναθέτουσα αρχή που απορρέουν εν γένει από το άρθρο 57 και ειδικότερα από την παρ. 4 και το στοιχ. η΄ αυτής (πρβλ. C-210/20, Rad Service κ.λπ., σκ. 35, C-387/17, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaege, σκ. 40, C-267/18, Delta Antrepriză de Construcţii şi Montaj 93, σκ. 26 και 27, C-41/18, Meca, σκ. 30), να δηλώνουν στο ΕΕΕΣ αληθείς πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή τους και να ενημερώνουν την αναθέτουσα αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει τη συνδρομή των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής στο πρόσωπό τους, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ορθές αποφάσεις βασιζόμενες σε πρόσφατη πληροφόρηση. Τέλος, κατόπιν ολοκλήρωσης του σταδίου αξιολόγησης της προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή απαιτεί από τον προσφέροντα στον οποίο αποφάσισε να αναθέσει τη σύμβαση να υποβάλει «ενημερωμένα δικαιολογητικά”, ο δε τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να παράσχει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (βλ. αιτιολογική σκέψη 84). Αναθέτει δε τη σύμβαση «εφόσον έχει επαληθεύσει, σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 61» ότι η προσφορά προέρχεται από προσφέροντα ο οποίος δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή λόγω συνδρομής στο πρόσωπό του λόγων αποκλεισμού και πληροί τα κριτήρια επιλογής που έχουν καθορισθεί (άρθρο 56 παρ. 1). Το ανωτέρω δε σύστημα κανόνων εφαρμόζουν, κατά τα προεκτεθέντα, και οι αναθέτοντες φορείς όταν, παρά την ευχέρεια που διαθέτουν να καθορίζουν οι ίδιοι τους λόγους αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής, επιλέγουν να κάνουν χρήση των λόγων αποκλεισμού και κριτηρίων επιλογής, καθώς και της διαδικασίας που προβλέπει η οδηγία 2014/24.
20. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας, το ΕΕΕΣ λειτουργεί ως προκαταρκτική απόδειξη πλήρωσης των απαιτούμενων προϋποθέσεων συμμετοχής για τις ανάγκες του σταδίου υποβολής της προσφοράς, προκειμένου να μην υποχρεούνται να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά μέσα όλοι οι διαγωνιζόμενοι. Δεν αποτελεί όμως οριστική απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών κατά τον χρόνο συμμετοχής για τον οικονομικό φορέα στον οποίο αποφασίζεται να ανατεθεί η σύμβαση, η υποχρέωση του οποίου να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις αυτές και κατά τον χρόνο συμμετοχής με τα κατάλληλα αποδεικτικά μέσα παραμένει ακέραια και απλώς μετατίθεται σε επόμενο στάδιο το χρονικό σημείο προσκόμισης αποδεικτικών μέσων αναγόμενων και στον χρόνο υποβολής της προσφοράς. Η δε πρόβλεψη περί προσκόμισης «ενημερωμένων δικαιολογητικών» από τον οικονομικό φορέα στον οποίο αποφασίστηκε η ανάθεση της σύμβασης προϋποθέτει ότι προσκομίζονται πάντως δικαιολογητικά που καλύπτουν και τον χρόνο συμμετοχής. Μόνο με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή είναι σε θέση να προβεί στις αναγκαίες επαληθεύσεις για την πλήρωση των προϋποθέσεων στα χρονικά σημεία που πρέπει αυτές να συντρέχουν, και αποτρέπεται ο κίνδυνος καταστρατήγησης της διαδικασίας, με τη συμμετοχή οικονομικών φορέων που δεν πληρούν τα κριτήρια συμμετοχής και την ανάθεση της σύμβασης σε οικονομικό φορέα που απέκτησε τις προϋποθέσεις σε στάδιο μεταγενέστερο της υποβολής της προσφοράς. Διαφορετική ερμηνεία της λειτουργίας του ΕΕΕΣ, όχι μόνο ως μέσου προκαταρκτικής, αλλά και οριστικής απόδειξης ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, θα καθιστούσε αδύνατο τον έλεγχο της αλήθειας όσων έχουν δηλωθεί στο ΕΕΕΣ και την εξακρίβωση ότι μεταγενέστερες μεταβολές που δηλώνονται είναι πράγματι οψιγενείς, θα είχε δε ως παρεπόμενη συνέπεια την πλήρη αποδυνάμωση του συστήματος κυρώσεων λόγω ψευδών δηλώσεων ή απόκρυψης πληροφοριών, αφού θα είναι αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής η απόδειξη στοιχειοθέτησης του πραγματικού των σχετικών παραβάσεων. Εξ άλλου, η δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να ζητήσει ανά πάσα στιγμή όλα τα δικαιολογητικά πριν από την ανάθεση, επαφιέμενη στην απόλυτη, και δυσχερώς ελέγξιμη εκ μέρους των διαγωνιζομένων, ευχέρειά της, δεν συνιστά αποτελεσματικό μέσο αποτροπής ψευδών δηλώσεων συμμετοχής. Άλλωστε, τυχόν αδυναμία ορισμένων δημοσίων υπηρεσιών να εκδώσουν δικαιολογητικά που ανατρέχουν σε παρελθόντα χρόνο, την οποία πάντως ο επιμελής διαγωνιζόμενος μπορεί να αντιμετωπίσει μεριμνώντας για την έκδοσή τους όταν υποβάλλει την προσφορά, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πρόβλεψη ενός συστήματος απόδειξης που στηρίζεται κατ’ ουσίαν στα προκαταρκτικώς δηλωθέντα στο ΕΕΕΣ από τον οικονομικό φορέα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν διασφαλίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή είναι πράγματι σε θέση να προβεί στις απαιτούμενες επαληθεύσεις ώστε να αναθέσει τη σύμβαση σε οικονομικό φορέα που αποδεδειγμένα πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια ποιοτικής επιλογής τόσο κατά τον χρόνο συμμετοχής όσο και κατά τον χρόνο ανάθεσης. Έτι περαιτέρω, το σύστημα απόδειξης θα εστερείτο της απαιτούμενης διαφάνειας, διότι άνευ προσκομίσεως από τον υποψήφιο ανάδοχο των δικαιολογητικών που ανάγονται στον χρόνο υποβολής της προσφοράς, οι λοιποί διαγωνιζόμενοι -οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα γνώσης πολλών εξ αυτών λόγω νόμιμων περιορισμών- δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά την αλήθεια των δηλούμενων στο ΕΕΕΣ του υποψηφίου αναδόχου και εντεύθεν τη σχετική κρίση της αναθέτουσας αρχής, και να συμβάλουν έτσι αποτρεπτικά και σε ενδεχόμενο συμπαιγνίας μεταξύ αναθετουσών αρχών και οικονομικών φορέων. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 104 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4412/2016 κατόπιν της τροποποιήσεώς της με τον ν. 4782/2021 -η οποία άλλωστε απλώς επιβεβαίωσε τα ισχύοντα βάσει της προϊσχύουσας ρύθμισης, ότι δηλαδή οι προϋποθέσεις συμμετοχής κρίνονται με την υποβολή του ΕΕΕΣ, χωρίς να μεταβάλει το κανονιστικό της περιεχόμενο ή τις κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 79 περί ΕΕΕΣ-, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους δεσμευτικούς κανόνες της οδηγίας 2014/24, έχει την έννοια ότι ο προσωρινός ανάδοχος πρέπει να προσκομίζει αποδεικτικά μέσα, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τόσο κατά το χρονικό σημείο υποβολής της προσφοράς όσο και κατά το χρονικό σημείο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής, όπως βασίμως προβάλλεται από την αιτούσα. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος, Δ. Κυριλλόπουλος και η πάρεδρος, Δ. Μαυροπόδη, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Η απόδειξη συνδρομής των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής εκ μέρους των συμμετεχόντων οικονομικών φορέων γίνεται στον χρόνο και με τον τρόπο που προβλέπουν οι προαναφερθέντες δεσμευτικοί κανόνες της οδηγίας, με τους οποίους οφείλει να συμμορφώνεται ο εθνικός νομοθέτης. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς στο στάδιο υποβολής της προσφοράς οι αναθέτουσες αρχές «δέχονται» το ΕΕΕΣ ως μέσο «προκαταρκτικής απόδειξης προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών» που εκδίδονται (άρθρο 59 παρ. 1 πρώτη περίοδος). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το ΕΕΕΣ, ως προκαταρκτική απόδειξη, αντικαθιστά τα δικαιολογητικά που ανάγονται στον χρόνο υποβολής της προσφοράς για όλους τους συμμετέχοντες στη διαγωνιστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου, ευλόγως, και του μελλοντικού αναδόχου, δηλαδή συνιστά απόδειξη εκ των προτέρων ερειδόμενη επί των δηλωθέντων και αποτελούσα το πρώτο στάδιο της πλήρους απόδειξης υπό την προϋπόθεση της επαλήθευσης. Στο δε στάδιο ανάθεσης, κατά ρητή επίσης πρόβλεψη, οι αναθέτουσες αρχές ζητούν από τον οικονομικό φορέα στον οποίο αποφάσισαν να αναθέσουν τη σύμβαση «ενημερωμένα δικαιολογητικά» του άρθρου 60, δηλαδή δικαιολογητικά που ισχύουν κατά τον χρόνο κατακύρωσης. Το ανωτέρω σύστημα απόδειξης της οδηγίας 2014/24 δεν συνιστά σύστημα απόδειξης βάσει δικαιολογητικών για όλα τα στάδια, όπως αυτό των προγενέστερων οδηγιών. Συνιστά σύστημα «επαλήθευσης σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 61» (βλ. άρθρο 56 παρ. 1 πρώτη περίοδος και άρθρο 57 παρ. 1), και επελέγη από τον ενωσιακό νομοθέτη προς εξυπηρέτηση των σκοπών που παρατίθενται στο προοίμιο της οδηγίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των υφιστάμενων, και περαιτέρω βελτιούμενων, τεχνικών δυνατοτήτων για ηλεκτρονική πρόσβαση σε πληροφόρηση. Στηρίζεται, πράγματι, στο καθήκον αληθείας του οικονομικού φορέα, ο οποίος υποχρεούται να δηλώσει, υπό την μορφή υπευθύνου δηλώσεως και αναλαμβάνοντας τις κατά νόμο συνέπειες, αληθώς τις πληροφορίες που ζητούνται και τις μεταβολές που επέρχονται στην κατάστασή του. Η δε αναθέτουσα αρχή προβαίνει, κατ’ αρχήν, στο στάδιο αυτό σε έλεγχο των προσφορών βάσει των δηλώσεων. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτει και άλλα μέσα από τα οποία μπορεί να αντλεί πληροφορίες για τον οικονομικό φορέα (δημόσια προσβάσιμες βάσεις δεδομένων, εθνικές και άλλων κρατών μελών, συστήματα προεπιλογής, εικονικούς φακέλους επιχειρήσεων, στοιχεία από άλλες διαδικασίες ανάθεσης ή από αποφάσεις που εκδίδουν άλλες δημόσιες αρχές), εφ’ όσον θεωρεί ότι παρίσταται ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης. Και, πάντως, ανά πάσα στιγμή μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση αποδεικτικών μέσων και να ελέγξει την αλήθεια των δηλουμένων, όταν διατηρεί αμφιβολίες ή διαθέτει αντίθετες ενδείξεις ή πληροφορίες. Περαιτέρω, οι διαγωνιζόμενοι δύνανται να λαμβάνουν, ή να ζητούν να λαμβάνουν, γνώση όλων των στοιχείων στα οποία η αναθέτουσα αρχή στήριξε την κρίση της, προκειμένου να είναι σε θέση να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τη νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων. Εξ άλλου, η δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να ζητά οποτεδήποτε την προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με την αποτρεπτικότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων και κυρίως του τριετούς αποκλεισμού από τις μελλοντικές διαγωνιστικές διαδικασίες των οικονομικών φορέων που θα βρεθούν να έχουν δηλώσει ψευδώς ή να έχουν αποκρύψει πληροφορίες ή που δεν είναι σε θέση να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά όποτε αυτά ζητηθούν, λειτουργεί ως επαρκής ασφαλιστική δικλίδα ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος κατάχρησης της διαδικασίας από τη συμμετοχή οικονομικών φορέων που δεν πληρούν κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής. Εν προκειμένω ο εθνικός νομοθέτης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εν γένει δυσχέρεια έκδοσης δικαιολογητικών αναγομένων σε παρελθόντα χρόνο και ειδικώς την αδυναμία ορισμένων δημοσίων αρχών να εκδίδουν πιστοποιητικά αναγόμενα σε χρόνο απώτερο των τριών μηνών από την έκδοσή τους, γεγονός που είχε ως συνέπεια οι οικονομικοί φορείς, μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων την χρονική διάρκεια των διαδικασιών, να αναγκάζονται να τα εκδώσουν εκ των προτέρων, κατά τρόπο ώστε να διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προκαταρκτικής απόδειξης διά του ΕΕΕΣ, προέβλεψε ρητώς στο τροποποιηθέν άρθρο 104 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 4412/2016 ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς οι προϋποθέσεις συμμετοχής κρίνονται με την υποβολή του ΕΕΕΣ, χωρίς να απαιτείται πλέον, όπως αποσαφηνίζεται στην αιτιολογική έκθεση, η υποβολή άλλων αποδεικτικών μέσων «για» το χρονικό εκείνο σημείο. Η διάταξη αυτή, εντασσόμενη στο πλαίσιο των εθνικών κανόνων απόδειξης (άρθρα 73 έως 80) που έχει ενσωματώσει τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας, δεν αντίκειται στις δεσμευτικές απαιτήσεις της τελευταίας. Τούτο δε διότι κατά την έννοια του επίσης τροποποιηθέντος άρθρου 103 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου, η αναθέτουσα αρχή δεν αναθέτει τη σύμβαση αλλά απορρίπτει την προσφορά οικονομικού φορέα στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι υπέβαλε μη αληθή και ανακριβή δήλωση (βλ. τελευταίο εδάφιο της οικείας παραγράφου), ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή υποβολής πλαστών αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές προϋποθέσεις, όταν συντρέχουν, έχουν ως συνέπεια, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής, όχι μόνο την απόρριψη της προσφοράς αλλά και την κατάπτωση της εγγύησης συμμετοχής.
21. Επειδή, όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα σχετικά με τα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, η διαφορά ανέκυψε από την αμφισβήτηση της κρίσης του αναθέτοντος φορέα ότι πληρούν τους όρους της διακήρυξης και του νόμου τα πιστοποιητικά που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα περί συμμόρφωσής της με τα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας που ζητούσε η διακήρυξη. Τα πιστοποιητικά αυτά είχαν εκδοθεί από οργανισμό πιστοποίησης με έδρα τη Νότια Κορέα, ο οποίος ήταν διαπιστευμένος από τον «International Accreditation Service (IAS)», φορέα διαπίστευσης με έδρα τις ΗΠΑ. Η αιτούσα με την προδικαστική της προσφυγή προέβαλε ότι τα άρθρα 56 του ν. 4412/2016 και 44 της Οδηγίας 2014/24 ορίζουν ότι οι οργανισμοί που χορηγούν πιστοποιητικά συμμόρφωσης με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας πρέπει να είναι διαπιστευμένοι σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, δηλαδή από τον εθνικό φορέα διαπίστευσης της Ελλάδας ή από αντίστοιχο φορέα άλλου κράτους μέλους, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω. Με την προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ κρίθηκε ότι τα ανωτέρω πιστοποιητικά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 82 παρ. 1 του ν. 4412/2016 και της διακήρυξης, δοθέντος ότι ούτε το άρθρο αυτό ούτε η διακήρυξη απαιτούν η ανωτέρω διαπίστευση του φορέα πιστοποίησης να έχει χορηγηθεί οπωσδήποτε από την ΕΣΥΔ ΑΕ (Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης) ή φορέα διαπίστευσης κράτους μέλους και λαμβανομένης, πάντως, υπ’ όψιν της συμμετοχής και της ΕΣΥΔ και του IAS στη συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης (Multilateral Recognition Agreement-MLA) του Διεθνούς Φόρουμ Διαπίστευσης (International Accreditation Forum-IAF), βάσει της οποίας τα πιστοποιητικά που χορηγούνται από οργανισμούς πιστοποίησης διαπιστευμένους από τους φορείς διαπίστευσης που είναι μέρη της σύμβασης αναγνωρίζονται από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της και συνεπώς και από το ΕΣΥΔ. Η αιτούσα θεωρεί ότι η ανωτέρω κρίση της προσβαλλομένης έχει εξενεχθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται.
22. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10, εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις του Βιβλίου ΙΙ του ν. 4412/2016 που ενσωματώνουν την οδηγία 2014/25. Συνεπώς, το δεύτερο ζήτημα που τίθεται πρέπει να εξετασθεί με βάση την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 284 και 309 που ενσωματώνουν τα άρθρα 62 και 81 της οδηγίας 2014/25 αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 765/2008.
23. Επειδή, στο Τμήμα ΙΙΙ του ν. 4412/2016 με τίτλο ‘Διεξαγωγή της διαδικασίας’, Ενότητα 1 ‘Προετοιμασία’, ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα σχετικά με την κατάρτιση των τεχνικών προδιαγραφών (άρθρο 282) και τον τρόπο απόδειξης, με σήματα (άρθρο 283) ή Εκθέσεις δοκιμών και σχετικές πιστοποιήσεις (άρθρο 284), της συμμόρφωσης των υπό ανάθεση έργων, υπηρεσιών ή προμηθειών με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα κριτήρια ανάθεσης ή τους όρους εκτέλεσης της σύμβασης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 284 του ανωτέρω νόμου ‘Εκθέσεις δοκιμών, πιστοποίηση και άλλα αποδεικτικά μέσα’, το οποίο ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 62 της οδηγίας 2014/25 «1. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να προσκομίζουν έκθεση δοκιμών από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή Πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί από τέτοιον οργανισμό ως αποδεικτικό μέσο συμμόρφωσης με απαιτήσεις ή κριτήρια που αναφέρονται στις τεχνικές προδιαγραφές, τα κριτήρια ανάθεσης ή τους όρους εκτέλεσης της σύμβασης. Αν οι αναθέτοντες φορείς απαιτούν την υποβολή πιστοποιητικών εκδιδόμενων από συγκεκριμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οφείλουν να δέχονται επίσης πιστοποιητικά από άλλους ισοδύναμους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι ένας οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων βαθμονομήσεων, δοκιμών, πιστοποίησης και επιθεώρησης και είναι διαπιστευμένος, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 2. Οι αναθέτοντες φορείς δέχονται και άλλα κατάλληλα αποδεικτικά μέσα, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1, όπως τον τεχνικό φάκελο του κατασκευαστή, εφόσον ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δεν έχει πρόσβαση στα πιστοποιητικά ή στις Εκθέσεις δοκιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή δεν έχει τη δυνατότητα να τα αποκτήσει εντός των σχετικών προθεσμιών, υπό τους όρους ότι για την αδυναμία πρόσβασης δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας και ότι ο ίδιος αποδεικνύει ότι τα προς ανάθεση έργα, αγαθά και υπηρεσίες πληρούν τις απαιτήσεις ή τα κριτήρια που ορίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές, τα κριτήρια ανάθεσης ή τους όρους εκτέλεσης της σύμβασης. 3. Εφόσον ζητηθεί: α) η ανώνυμη εταιρεία «Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης» (ΕΛΟΤ Α.Ε.) και β) η ανώνυμη εταιρεία «Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης» (ΕΣΥΔ Α.Ε.) θέτουν στη διάθεση άλλων κρατών μελών, οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία και τα έγγραφα που υποβάλλονται αντίστοιχα, σύμφωνα με: α) την παρ. 6 του άρθρου 282 β) το άρθρο 283 και τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης του οικονομικού φορέα κοινοποιούν τις σχετικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 343. Ειδικά για τους οικονομικούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, αρμόδιες είναι οι παραπάνω δύο ανώνυμες εταιρείες». Περαιτέρω, το άρθρο 309 του ίδιου ως άνω νόμου ‘Πρότυπα διασφάλισης ποιότητας και πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης’, το οποίο ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 81 της οδηγίας 2014/25, και εντάσσεται στην Ενότητα 5 ‘Κανόνες απόδειξης ποιοτικής επιλογής’, ορίζει ότι «1. Οι αναθέτοντες φορείς, εάν απαιτούν την προσκόμιση πιστοποιητικών που εκδίδονται από ανεξάρτητους οργανισμούς που βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με ορισμένα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, συμπεριλαμβανομένης της προσβασιμότητας για άτομα με ειδικές ανάγκες, παραπέμπουν σε συστήματα διασφάλισης ποιότητας, βασιζόμενα στη σχετική σειρά ευρωπαϊκών προτύπων που έχουν πιστοποιηθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Οι αναθέτοντες φορείς αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, κάνουν δεκτά άλλα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα διασφάλισης ποιότητας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει τα εν λόγω πιστοποιητικά εντός των σχετικών προθεσμιών για λόγους που δεν αποδίδονται σε δική του ευθύνη, υπό την προϋπόθεση ότι ο οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι τα προτεινόμενα μέτρα διασφάλισης ποιότητας πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας. 2. Εάν οι αναθέτοντες φορείς απαιτούν την υποβολή πιστοποιητικών εκδιδομένων από ανεξάρτητους οργανισμούς που να βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με συγκεκριμένα συστήματα ή πρότυπα όσον αφορά την περιβαλλοντική διαχείριση, παραπέμπουν στο σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου (EMAS) της Ένωσης ή σε άλλα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης που έχουν αναγνωριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1221/2009 ή σε άλλα πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης που βασίζονται σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα που έχουν εκδοθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Οι αναθέτοντες φορείς αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Όταν ο οικονομικός φορέας τεκμηριωμένα δεν είχε πρόσβαση στα εν λόγω πιστοποιητικά ή δεν έχει τη δυνατότητα να τα αποκτήσει εντός των σχετικών προθεσμιών, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος, ο αναθέτων φορέας αποδέχεται επίσης άλλα αποδεικτικά μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι ισοδύναμα με εκείνα που απαιτούνται βάσει του εφαρμοστέου συστήματος ή του προτύπου περιβαλλοντικής διαχείρισης. 3. Εφόσον τους ζητηθεί, η Αρχή θέτει στη διάθεση άλλων κρατών μελών … κάθε πληροφορία σχετικά με τα έγγραφα που προσκομίζονται ως στοιχεία αποδεικτικά της συμμόρφωσης με ποιοτικά και περιβαλλοντικά πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2».
24. Επειδή, εξ άλλου, με τον Κανονισμό 765/2008 καθορίστηκαν οι απαιτήσεις διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων (L 218). Συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο ΙΙ προβλέφθηκαν οι κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας της διαπίστευσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι οποίοι αναπτύσσουν δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης (βλ. άρθρο 1 παρ. 1), στο δε Κεφάλαιο ΙΙΙ ορίστηκε πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτά πληρούν προδιαγραφές που παρέχουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των δημοσίων συμφερόντων, πλαίσιο για τον έλεγχο των προϊόντων από τρίτες χώρες, καθώς και γενικές αρχές σχετικά με τη σήμανση CE (βλ. άρθρο 1 παρ. 2-4). Στο άρθρο 2 του ανωτέρω Κανονισμού περιέχονται, μεταξύ άλλων, και οι ακόλουθοι ορισμοί: ‘Διαπίστευση’ είναι «βεβαίωση από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης ότι ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί με εναρμονισμένα πρότυπα και, όπου είναι εφαρμοστέο, τις τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις συμπεριλαμβανομένων αυτών που καθορίζονται στα αντίστοιχα τομεακά συστήματα, για να εκτελεί μια συγκεκριμένη δραστηριότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης». ‘Αξιολόγηση της συμμόρφωσης’ είναι «η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ειδικές απαιτήσεις που αφορούν προϊόν, διαδικασία, υπηρεσία, σύστημα, πρόσωπο ή φορέα». ‘Οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης’ είναι «οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων βαθμονομήσεων, δοκιμών, πιστοποίησης και επιθεώρησης». ‘Εποπτεία της αγοράς’ είναι «δραστηριότητες που διεξάγονται και μέτρα που λαμβάνονται … προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις τις οποίες ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης και δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, την ασφάλεια ή άλλες πτυχές της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος». ‘Σήμανση CE’ είναι «σήμανση με την οποία ο κατασκευαστής δηλώνει ότι το προϊόν συμμορφούται προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας εναρμόνισης...». Ο Κανονισμός προβλέπει ένα συνολικό πλαίσιο κανόνων για τη διαπίστευση, το οποίο εφαρμόζεται στην διαπίστευση που χρησιμοποιείται σε υποχρεωτική ή εθελοντική βάση, όσον αφορά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, ανεξάρτητα από το αν η αξιολόγηση αυτή είναι υποχρεωτική ή όχι (άρθρο 3). Το πλαίσιο αυτό μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: Κάθε κράτος μέλος καθορίζει έναν και μόνο εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, στον οποίο αναθέτει τη διενέργεια της διαπίστευσης ως άσκηση δημόσιας εξουσίας και, εάν δεν θεωρεί σκόπιμο να διαθέτει τέτοιον οργανισμό ή να παρέχει ορισμένες υπηρεσίες διαπίστευσης, προσφεύγει στον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης άλλου κράτους μέλους (άρθρο 4 παρ. 1, 2, 5). Ο οργανισμός λειτουργεί σε μη κερδοσκοπική βάση, δεν ανταγωνίζεται άλλους οργανισμούς διαπίστευσης ή αξιολόγησης της συμμόρφωσης (άρθρο 6) και πληροί τα κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 8 (μεταξύ άλλων ανεξαρτησία, αμεροληψία, τεχνική επάρκεια, διαφύλαξη απορρήτου). Είναι αρμόδιος για την χορήγηση, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση των πιστοποιητικών διαπίστευσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης (άρθρο 5). Όταν ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης ζητά διαπίστευση, την ζητά από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ή από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης στον οποίο έχει προσφύγει το εν λόγω κράτος μέλος (άρθρο 7 παρ. 1), υπό την επιφύλαξη των απαριθμούμενων στο ίδιο άρθρο περιπτώσεων όπου κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται διαπίστευση από εθνικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους (διασυνοριακή διαπίστευση) και αφορά περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται εθνικός οργανισμός διαπίστευσης ή αυτός δεν έχει αξιολογηθεί από ομοτίμους ή δεν πραγματοποιεί διαπίστευση στις δραστηριότητες που ζητούνται. Οι οργανισμοί διαπίστευσης υπόκεινται σε αξιολόγηση από τους ομότιμους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης (άρθρο 10), την οποία διοργανώνει ο φορέας «Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση» που έχει αναγνωρισθεί ως o ευρωπαϊκός φορέας για τη διαπίστευση δυνάμει συμφωνίας που συνάπτει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 14). Κατόπιν θετικής αξιολόγησής τους, οι εθνικοί οργανισμοί διαπίστευσης θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 8, με συνέπεια οι εθνικές αρχές να αναγνωρίζουν την ισοτιμία των υπηρεσιών τους και να αποδέχονται τα πιστοποιητικά διαπίστευσης που χορηγούν, καθώς και τις βεβαιώσεις που εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης στους οποίους έχουν χορηγήσει διαπίστευση (άρθρο 11). Σύμφωνα με το προοίμιο του Κανονισμού “(1) Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που επωφελούνται από την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών στο εσωτερικό της Κοινότητας πληρούν προδιαγραφές που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας δημόσιων συμφερόντων, όπως η υγεία και η ασφάλεια εν γένει, η υγεία και η ασφάλεια στο χώρο εργασίας και η προστασία των καταναλωτών, του περιβάλλοντος και της ασφάλειας, ενώ θα εξασφαλίζεται ότι η ελεύθερη κυκλοφορία τους δεν περιορίζεται πέραν των προβλεπομένων από την κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης και κάθε άλλο σχετικό κοινοτικό κανόνα. ... (8) Η διαπίστευση είναι μέρος ενός γενικού συστήματος που περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και την εποπτεία της αγοράς με στόχο την αξιολόγηση και την εξασφάλιση συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. (9) Η ιδιαίτερη αξία της διαπίστευσης έγκειται στο γεγονός ότι παρέχει αυθεντική πιστοποίηση της τεχνικής επάρκειας των οργανισμών, αποστολή των οποίων είναι να διασφαλίζουν συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. (10) … Η έλλειψη κοινών κανόνων για τη δραστηριότητα αυτή έχει οδηγήσει σε διαφορετικές προσεγγίσεις … με αποτέλεσμα ο βαθμός αυστηρότητας με τον οποίο εφαρμόζεται η διαπίστευση να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναπτυχθεί ένα συνολικό πλαίσιο για τη διαπίστευση και να θεσπισθούν, σε κοινοτικό επίπεδο, οι αρχές λειτουργίας και οργάνωσής του. (12) Όταν η κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης προβλέπει, προς εφαρμογή της, την επιλογή οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, η διαφανής διαπίστευση, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, που διασφαλίζει τον αναγκαίο βαθμό εμπιστοσύνης στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, θα πρέπει να θεωρείται από τις εθνικές, δημόσιες αρχές όλης της Κοινότητας ως το προσφορότερο μέσο για την πιστοποίηση της τεχνικής επάρκειας των οργανισμών αυτών… (13) Ένα σύστημα διαπίστευσης που λειτουργεί με βάση δεσμευτικούς κανόνες ενισχύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, και, συνεπώς σχετικά με τα πιστοποιητικά και τις Εκθέσεις δοκιμών που εκδίδονται από τους οργανισμούς αυτούς. Με τον τρόπο αυτόν, προωθεί την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν τη διαπίστευση θα πρέπει να εφαρμόζονται για τους φορείς που διενεργούν αξιολογήσεις συμμόρφωσης τόσο στο ρυθμιζόμενο όσο και στο μη ρυθμιζόμενο τομέα. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα των πιστοποιητικών και των εκθέσεων δοκιμών... (19) ... Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλίσει ότι στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα Πιστοποιητικό διαπίστευσης θα επαρκεί για όλο το έδαφος της Ένωσης και να αποτρέψει τις πολλαπλές διαπιστεύσεις, που δημιουργούν πρόσθετο κόστος χωρίς πρόσθετο όφελος. … (20) Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των δραστηριοτήτων διαπίστευσης, για να προωθηθεί η αποδοχή και η αναγνώριση των πιστοποιητικών διαπίστευσης, και για την αποτελεσματική παρακολούθηση των διαπιστευμένων οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να ζητούν διαπίστευση από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι. …». Με τον Κανονισμό 1020/2019 (L 169) καταργήθηκαν οι διατάξεις του Κανονισμού 765/2008 που ρύθμιζαν την εποπτεία της αγοράς και τον έλεγχο των προϊόντων από τρίτες χώρες, τομείς που ρυθμίστηκαν με τον νεότερο αυτό κανονισμό. Παρέμεινε στο ρυθμιστικό πεδίο του Kανονισμού 765/2008 η διαπίστευση και η σήμανση CE.
25. Επειδή, με την απόφαση C-142/20, Analisi Garacciolo Srl, σε απάντηση προδικαστικού ερωτήματος που ανέκυψε επί διαφοράς σχετικά με το κύρος διαπίστευσης που είχε χορηγήσει οργανισμός διαπίστευσης τρίτου κράτους σε οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης εγκατεστημένο σε κράτος μέλος προκειμένου να εγγραφεί σε μητρώο διαπιστευμένων οργανισμών του κράτους αυτού, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Κανονισμού 765/2008, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τους αναφερόμενους στο προοίμιο σκοπούς του, δεν επιτρέπουν, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται σχετικά με τη δυνατότητα διασυνοριακής διαπίστευσης, σε οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να υποβάλει αίτηση διαπίστευσης σε διαφορετικό οργανισμό διαπίστευσης από τον έναν και μόνο οργανισμό διαπίστευσης του κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αξιολόγησης. Ωσαύτως, οι ίδιες διατάξεις δεν επιτρέπουν στον οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λάβει διαπίστευση από εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος οργανισμό, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητά του στο έδαφος της Ένωσης (βλ. σκ. 32), ακόμη και όταν ο οργανισμός διαπίστευσης του τρίτου κράτους εγγυάται την τήρηση των διεθνών προτύπων και αποδεικνύει, μεταξύ άλλων μέσω συμφωνιών αμοιβαίας αναγνώρισης, ότι έχει χαρακτηρισμό ισοδύναμο προς τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης. Τούτο διότι η συμφωνία περί αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο των διεθνών αυτών φορέων αφορά την αναγνώριση των πιστοποιητικών συμμόρφωσης που εκδίδουν οντότητες διαπιστευμένες από τα μέρη της συμφωνίας, προκειμένου να διευκολυνθεί το διεθνές εμπόριο, και όχι την αναγνώριση της ισοδυναμίας των χαρακτηρισμών των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού 765/2008, η οποία διασφαλίζει ότι ο οργανισμός διαπίστευσης πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού (σκ. 42-44).
26. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 1 του ν. 4468/2017 (Α΄ 61) συνεστήθη νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης ΑΕ» (ΕΣΥΔ) που αποτελεί τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης κατά την έννοια των διατάξεων του Κανονισμού 765/2008. Στο πλαίσιο των προβλεπομένων στο άρθρο 2 αρμοδιοτήτων του, το ΕΣΥΔ χορηγεί πιστοποιητικά διαπίστευσης, μεταξύ άλλων, σε φορείς πιστοποίησης και σε φορείς επιθεώρησης και ελέγχου που έχουν την έδρα τους ή υποκαταστήματά τους στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή και αποφασίζει για την απόρριψη, την ανάκληση ή την αναστολή της διαπίστευσης των ανωτέρω φορέων. Δύναται δε να συμμετέχει σε συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης, οι οποίες συνάπτονται μεταξύ εθνικών φορέων διαπίστευσης.
27. Επειδή, η διακήρυξη προβλέπει συναφώς τα ακόλουθα: «2.2.7 Οι οικονομικοί φορείς … οφείλουν να διαθέτουν σε ισχύ κατά την ημερομηνία κατάθεσης της προσφοράς τις παρακάτω πιστοποιήσεις: -Πιστοποιητικό ποιότητας ISO9001:2015 στον τομέα Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων, το οποίο να έχει εκδοθεί από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης. -Πιστοποιητικό ποιότητας περί Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία ISO 45001:2018 στον τομέα Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων, το οποίο να έχει εκδοθεί από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης. -Πιστοποιητικό ποιότητας Επιχειρησιακής Συνέχειας … ISO 22301:2012 στον τομέα Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων, το οποίο να έχει εκδοθεί από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης. -Σύστημα διαχείρισης περιβαλλοντικής ασφάλειας ISO 14001:2004, το οποίο έχει εκδοθεί από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης. Οι ανωτέρω πιστοποιήσεις κρίνονται απαραίτητες λόγω της σημασίας των παρεχόμενων υπηρεσιών κατά την εκτέλεση του έργου. … 2.2.9.2.Β.5. Για την απόδειξη της συμμόρφωσής τους με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας της παραγράφου 2.2.7 οι οικονομικοί φορείς προσκομίζουν τα αναγραφόμενα στην εν λόγω παράγραφο πιστοποιητικά εκδιδόμενα από ανεξάρτητους οργανισμούς πιστοποίησης που να βεβαιώνουν, ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με τα ανωτέρω πρότυπα-συστήματα διασφάλισης ποιότητας. Επισημαίνεται, πως ο αναθέτων φορέας θα αποδέχεται επίσης και άλλα αποδεικτικά μέσα σχετικής συμμόρφωσης, όταν ο οικονομικός φορέας τεκμηριωμένα δεν έχει πρόσβαση στα εν λόγω πιστοποιητικά ή δεν έχει τη δυνατότητα, να τα αποκτήσει εντός των σχετικών προθεσμιών, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος».
28. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 284 παρ. 1 του ν. 4412/2016 και του αντίστοιχου άρθρου 62 παρ. 1 της οδηγίας 2014/25 παρέχεται στους αναθέτοντες φορείς η δυνατότητα να απαιτούν από τους συμμετέχοντες σε διαγωνιστική διαδικασία οικονομικούς φορείς ως αποδεικτικά μέσα συμμόρφωσης με απαιτήσεις ή κριτήρια που αναφέρονται στις τεχνικές προδιαγραφές, τα κριτήρια ανάθεσης ή τους όρους εκτέλεσης της σύμβασης, την υποβολή πιστοποιητικών ή εκθέσεων δοκιμών που εκδίδονται από «οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης». Κατά τη ρητή πρόβλεψη των ανωτέρω διατάξεων, οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι οργανισμός διαπιστευμένος σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008. Βασικός δε κανόνας διαπίστευσης του ανωτέρω κανονισμού είναι ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης πρέπει να είναι διαπιστευμένοι από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς οφείλουν, όταν η διακήρυξη απαιτεί την προσκόμιση πιστοποιητικών από οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, να διαθέτουν Πιστοποιητικό από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και διαπιστευμένο από τον εθνικό φορέα διαπίστευσης του κράτους μέλους εγκατάστασης ή άλλου κράτους μέλους εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διασυνοριακής διαπίστευσης. Εξ άλλου, τις αυτές προϋποθέσεις ως προς τη διαπίστευσή τους πρέπει να πληρούν και οι οργανισμοί που εκδίδουν πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση οικονομικών φορέων με συστήματα διασφάλισης ποιότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 309, οι οποίες ρητώς ορίζουν ότι τα ανωτέρω συστήματα πρέπει να έχουν πιστοποιηθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Τούτο δε διότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος συντρέχει και στην περίπτωση αυτή, η ανάγκη δηλαδή διασφάλισης της αξιοπιστίας του πιστοποιητικού που προσκομίζεται για την απόδειξη της συμμόρφωσης του οικονομικού φορέα με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, το οποίο αποτελεί κριτήριο επιλογής που άπτεται, εν τέλει, της τεχνικής ικανότητάς του να εκτελέσει τη σύμβαση. Η ερμηνεία ότι γίνονται δεκτά πιστοποιητικά εκδιδόμενα από οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαπιστευμένους σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, δηλαδή οργανισμούς εγκατεστημένους σε κράτος μέλος και διαπιστευμένους από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, επιρρωνύεται και από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 309 παρ. 1 που ορίζει ότι οι αναθέτουσες αρχές αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Διαφορετική ερμηνεία θα αντέκειτο στο εναρμονισμένο σύστημα διαπίστευσης, που εισήγαγε ο κανονισμός εντός της Ένωσης προς τον σκοπό της αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών συμμόρφωσης, μέσω της πρόβλεψης αυστηρών κανόνων για την αξιοπιστία και διαφάνεια τόσο των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης όσο και των οργανισμών διαπίστευσης, το οποίο, όπως προκύπτει από τους ορισμούς του, δεν περιορίζεται μόνο στη συμμόρφωση με απαιτήσεις που έχουν τεθεί για προϊόντα, αλλά και για διαδικασίες, υπηρεσίες, συστήματα. Συνεπώς, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 284 και 309 του ν. 4412/2016 και του Κανονισμού 765/2008, αλλά και των ειδικών προβλέψεων των άρθρων 2.2.7 και 2.2.9.2.Β.5. της διακήρυξης, συνάγεται ότι οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να προσκομίσουν ως αποδεικτικά μέσα συμμόρφωσης με τα ζητούμενα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, πιστοποιητικά εκδιδόμενα από φορείς διαπιστευμένους σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, δηλαδή από φορείς εγκατεστημένους σε κράτος μέλος και διαπιστευμένους από τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης του κράτους μέλους εγκατάστασης και όχι από φορείς εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες και διαπιστευμένους από οργανισμούς διαπίστευσης τρίτου κράτους, ανεξαρτήτως εάν οι τελευταίοι αυτοί οργανισμοί έχουν υπογράψει διεθνή σύμβαση αναγνώρισης, στην οποία έχει συμβληθεί και ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης, όπως κρίθηκε και με την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ. Μειοψήφησε η πάρεδρος Δ. Μαυροπόδη, η οποία υποστήριξε την εξής γνώμη: Το άρθρο 284 παρ. 1 περιέχει κανόνες που σχετίζονται με την προσκόμιση πιστοποιητικών εκδιδόμενων από «οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης» ως μέσο απόδειξης της συμμόρφωσης των υπό ανάθεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών με απαιτήσεις ή κριτήρια που αναφέρονται στις τεχνικές προδιαγραφές, τα κριτήρια ανάθεσης ή τους όρους εκτέλεσης της σύμβασης. Μόνο για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής, ως οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης ορίζεται ο οργανισμός που είναι διαπιστευμένος σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 284 δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι τα επίμαχα πιστοποιητικά έχουν προσκομιστεί ως απόδειξη του προβλεπόμενου στο άρθρο 309 κριτηρίου επιλογής που σχετίζεται με το πρόσωπο του οικονομικού φορέα και την εν γένει καταλληλότητα και ικανότητά του να εκτελέσει τη σύμβαση, και όχι ως απόδειξη συμμόρφωσης των υπό ανάθεση υπηρεσιών με τεχνικές απαιτήσεις ή όρους εκτέλεσης της σύμβασης. Πράγματι, οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου αυτού δεν προβλέπουν προσκόμιση πιστοποιητικού εκδιδόμενου από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαπιστευμένο σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, αλλά αναφέρονται σε προσκόμιση πιστοποιητικού εκδιδόμενου από ανεξάρτητο οργανισμό που βεβαιώνει ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας. Η δέσμευση που παράγει η διάταξη αυτή είναι μόνο κατά το ότι ο αναθέτων φορέας, όταν απαιτεί την προσκόμιση των ανωτέρω πιστοποιητικών, πρέπει να παραπέμπει σε συστήματα διασφάλισης ποιότητας βασιζόμενα στη σχετική σειρά ευρωπαϊκών προτύπων που έχουν πιστοποιηθεί (τα συστήματα) από διαπιστευμένους οργανισμούς. Ελλείψει ρητής προβλέψεως ότι ο ανεξάρτητος οργανισμός που βεβαιώνει ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με πρότυπα διασφάλισης ποιότητας πρέπει να είναι διαπιστευμένος σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, ο τελευταίος δεν εφαρμόζεται. Τούτο διότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις και τους ορισμούς του εν λόγω κανονισμού, οι κανόνες περί διαπίστευσης εισήχθησαν «ως μέρος ενός γενικού συστήματος που περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και την εποπτεία της αγοράς με στόχο την αξιολόγηση και εξασφάλιση συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις», δηλαδή με απαιτήσεις που προβλέπονται σε κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης και κάθε άλλο σχετικό κανόνα για προϊόντα. Εν όψει τούτων, ο ορισμός της αξιολόγησης της συμμόρφωσης (και ο συναφής ορισμός του οργανισμού που την διενεργεί) αναφέρεται στη διαδικασία βάσει της οποίας αποδεικνύεται ότι πληρούνται τέτοιες εφαρμοστέες απαιτήσεις που αφορούν προϊόν, διαδικασία, υπηρεσία, σύστημα ή φορέα, σε σχέση πάντα με προϊόντα που κυκλοφορούν ελεύθερα στην κοινότητα. Συνεπώς, η κρίση της ΕΑΔΗΣΥ ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 284, παρά μόνον αυτές του άρθρου 309 και της διακήρυξης, οι οποίες δεν απαιτούν διαπίστευση σύμφωνα με τον Κανονισμό 765/2008, οπότε νομίμως λαμβάνεται υπ’ όψιν Πιστοποιητικό εκδοθέν από οργανισμό πιστοποίησης τρίτης χώρας διαπιστευμένο από οργανισμό διαπίστευσης τρίτου κράτους στο πλαίσιο αμοιβαίας διεθνούς συμφωνίας την οποία έχει υπογράψει και η ΕΣΥΔ, έχει εξαχθεί κατ’ ορθή ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων.
29. Επειδή, εν όψει της μείζονος σπουδαιότητας των ανωτέρω ζητημάτων που τίθενται στην κρινόμενη υπόθεση, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ. 18/1989.
30. Επειδή, το άρθρο 372 του ν. 4412/2016, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 138 του ν. 4782/2021, ορίζει ότι: «1. … 6. Η προθεσμία για την άσκηση και η άσκηση της αίτησης [ακυρώσεως-αναστολής] … κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης μέχρι την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης, εκτός εάν με την προσωρινή διαταγή της παρ. 7 το αρμόδιο δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά. Επίσης, η προθεσμία για την άσκηση και η άσκηση της αίτησης κωλύουν την πρόοδο της διαδικασίας ανάθεσης για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από την άσκηση της αίτησης, εκτός εάν με την προσωρινή διαταγή … το αρμόδιο δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά. … 7. Μέχρι την παρέλευση της εκ του νόμου αναστολής της προόδου της διαδικασίας κατά την παρ. 6 … ο πρόεδρος … αποφαίν[ε]ται επί του αιτήματος αναστολής με προσωρινή διαταγή που περιέχει όλως συνοπτική αιτιολογία. … Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως, μπορεί δε να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά από σχετική αίτηση οιουδήποτε των μερών… Με την ίδια διαδικασία, ύστερα από αίτημα του μέρους που στοιχειοθετεί σχετικό έννομο συμφέρον, μπορεί να αρθεί η εκ του νόμου αναστολή σύναψης της σύμβασης … σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 6. Στις περιπτώσεις που, λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης, αυτή παραπέμπεται … στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας … με την παραπεμπτική απόφαση ή με προσωρινή διαταγή κατά τα ανωτέρω διατάσσεται κάθε πρόσφορο μέτρο προσωρινής προστασίας μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης».
31. Επειδή, το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του αιτήματος προσωρινής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 372 παρ. 7 τελευταίο εδάφιο του ν. 4412/2016, κρίνει ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις εκ του νόμου αναστολή σύναψης της υπό ανάθεση σύμβασης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινομένης αιτήσεως, η οποία ισχύει εν προκειμένω λόγω μη έκδοσης αντίθετης προσωρινής διαταγής, αποτελεί πρόσφορο και επαρκές για την προστασία των εννόμων συμφερόντων της αιτούσας μέτρο. Κατόπιν τούτου, η αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί και να γίνει κατά τούτο δεκτή η παρέμβαση.
32. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, να απορριφθεί η αίτηση αναστολής και να γίνει δεκτή, κατά το μέρος αυτό, η παρέμβαση.
Διά ταύτα
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος με το αίτημα αναβολής παραβόλου.
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια και ορίζει εισηγητή την Σύμβουλο Ο. Παπαδοπούλου.
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής και κάνει δεκτή κατά το μέρος αυτό την παρέμβαση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Αυγούστου 2022
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Δ. Κυριλλόπουλος Φ. Παπαδοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Οκτωβρίου 2022.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Αντωνόπουλος Μ. Τσαπαρδώνη