Απόφαση

Αριθμός 937/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 1η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Καρούζου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 10-4-2018 (αρ.κατ…./2018) πρόσθετη παρέμβαση της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν η 183/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Την αναίρεση της, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-11-2019 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 508/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Την υπόθεση επανέφερε για εκ νέου συζήτηση ο αναιρεσείων με την από 23-8-2021 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 5 περ. Α παρ. 1 του Ενιαίου Κανονισμού Προσωπικού (Ε.Κ.Π.) της εναγομένης, που έχει ισχύ νόμου, άρθρο το οποίο ρυθμίζει τις αποδοχές του Προσωπικού και τέθηκε σε ισχύ και εφαρμόζεται κατόπιν της υπ' αριθ. 401/Δ. 187/12.2.2007 απόφασης του Προέδρου Δ.Σ. και Δ/ντος Συμβούλου της εναγομένης, προβλέπονται τα εξής : "Α. ΓΕΝΙΚΑ: 1. Οι ελάχιστες υποχρεωτικές αποδοχές του προσωπικού (νόμιμες αποδοχές) είναι εκείνες που καθορίζονται εκάστοτε από τις πάσης φύσεως νόμιμες πηγές (πάσης φύσεως συλλογικές συμβάσεις - περιλαμβανομένων και των επιχειρησιακών - διαιτητικές αποφάσεις κ.λ.π.)”. Ως προς τις διανυόμενες Μισθολογικές Βαθμίδες, σύμφωνα με το άρθρο 5 περ. Γ παρ. 1 του Ε.Κ.Π. της εναγομένης ορίζεται ότι: "Γ. ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ 1. Το προσωπικό εντάσσεται και εξελίσσεται σε Μισθολογικές Βαθμίδες με σύστημα και όρους που καθορίζονται με Ε.Σ.Σ.Ε. Οι προαγωγές του προσωπικού στην επόμενη Μισθολογική Βαθμίδα διενεργούνται αυτοδίκαια από την Υπηρεσία και ανατρέχουν από 1ης Ιανουάριου εκάστου έτους, εφόσον κατά την ως άνω ημερομηνία το προσωπικό έχει συμπληρώσει τον κατά περίπτωση απαιτούμενο για την ένταξη στην επόμενη Μισθολογική Βαθμίδα ελάχιστο χρόνο, εξαιρέσει : α) Των διατελούντων κατά την 1η Ιανουάριου του έτους προαγωγής σε κατάσταση αργίας, καθώς και των τιμωρηθέντων με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, πλην της τοιαύτης της εγγράφου επιπλήξεως, που δεν έχει διαγραφεί μέχρις της 1ης Ιανουάριου του έτους της προαγωγής β) Των εγκληθέντων για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα, εφόσον η οικεία πειθαρχική απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη κατά την 1η Ιανουάριου του έτους προαγωγής και γ) Των καταταγέντων σε βαθμίδα κατώτερη της μέσης βαθμίδας αξιολόγησης σε Φύλλο Αξιολόγησης του προηγουμένου έτους κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στο σύστημα αξιολόγησης της απόδοσης του προσωπικού”. Περαιτέρω, στο ίδιο άρθρο 5 περ. Γ παρ. 2 του ΕΚΠ προβλέπεται ότι : "Όσοι εμπίπτουν στις ανωτέρω α έως γ περιπτώσεις, παραπέμπονται στο οικείο Συμβούλιο, που δύναται : α) Να μην τους προαγάγει β) Να τους προαγάγει από την ίδια ημερομηνία που θα προάγονταν αυτοδίκαια. Οι τιμωρηθέντες με ποινή προστίμου ή προσωρινής απόλυσης δεν προάγονται και δεν παραπέμπονται στο οικείο Συμβούλιο επί τόσα έτη από της τελεσιδικίας της αποφάσεως, όσα αναγράφονται κατωτέρω (...)”. Αντίστοιχα ως προς το χρονοεπίδομα, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ΕΚΠ-ΟΤΕ, για το προσωπικό που προσλήφθηκε πριν την 22-12-2006 προβλέπεται η καταβολή επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (Χρονοεπίδομα) ως εξής : "1. Χρονοεπίδομα : α. Στο προσωπικό χορηγείται επίδομα χρόνου υπηρεσίας (χρονοεπίδομα), το οποίο κλιμακώνεται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού ανάλογα με το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, όπως αυτή έχει καθορισθεί με τις εκάστοτε ΕΣΣΕ, ως ακολούθως : (...)”. Ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για χορήγηση Χρονοεπιδόματος, όπως άλλωστε και των Μισθολογικών Βαθμίδων, λαμβάνεται υπόψιν μεταξύ άλλων η συνολική Γενική Υπηρεσιακή Αρχαιότητα (Γ.Υ.Α.) του μισθωτού στον Οργανισμό, όπως αυτή υπολογίζεται (για το προσωπικό που υπηρετούσε ως μόνιμο ή δόκιμο κατά την 14-7-2005), σύμφωνα με το άρθρο 36 ΕΚΠ-ΟΤΕ (πρώην άρθρ. 7 ΓΚΠ-ΟΤΕ), το οποίο προβλέπει ότι : "Αρχαιότητα: 1) Η γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα (Γ.Υ.Α.) του προσωπικού καθορίζεται από το χρόνο της υπό δοκιμή προσλήψεώς του στην Εταιρεία. 2) Το προσωπικό προσμετρά στην Γ.Υ.Α. και τον χρόνο τυχόν προϋπηρεσίας του με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ΟΤΕ. Ο χρόνος μειωμένης απασχόλησης λογίζεται ότι ισοδυναμεί με το μισό του αντίστοιχου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Αναδρομικές διαφορές αποδοχών εκ της τοιαύτης προσμετρήσεως δεν καταβάλλονται. 3) Αφαιρείται και δεν υπολογίζεται στην αρχαιότητα : α) Ο χρόνος των ειδικών αδειών χωρίς αποδοχές καθώς και των αδειών για ιδιωτικούς λόγους χωρίς αποδοχές, αν ο χρόνος αυτός, σε κάθε περίπτωση, είναι μεγαλύτερος των 30 ημερών (συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων και των αργιών) κατά ημερολογιακό έτος, οπότε αφαιρείται το σύνολο των ημερών της άδειας β) Ο χρόνος της αδικαιολόγητης απουσίας από την Υπηρεσία γ) Ο χρόνος που το προσωπικό έχει τεθεί σε κατάσταση αργίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 33 του παρόντος Κανονισμού δ) Ο χρόνος της προσωρινής απόλυσης”. Περαιτέρω, με τους όρους 1 έως 5 της από 2-11-2011 Επιχειρησιακής ΣΣΕ (2012-15) μεταξύ της εναγομένης και της ΟΜΕ-ΟΤΕ, συμφωνήθηκε διατήρηση των διαμορφωμένων μισθών μέχρι την 31-12-2011, εν συνεχεία μία μεσοσταθμική μείωση σε όλους τους εργαζομένους ύψους 12% από 1-1-2012 και μετά μία σταδιακή μεσοσταθμική αύξηση ύψους 1,1% από 1-1-2013, εκ νέου 1,1% αύξηση από 1-1-2014 και επαναφορά τους στα επίπεδα της 31-12-2011 από 1-1-2015. Παράλληλα με τον όρο 7α της ίδιας ΕΣΣΕ συμφωνήθηκε ότι : "Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως και 31-12-2014 το κανονικό εβδομαδιαίο ωράριο του προσωπικού πλήρους απασχόλησης ορίζεται σε 35 ώρες. Το εν λόγω εβδομαδιαίο ωράριο αφορά και το προσωπικό πλήρους απασχόλησης με ειδικά μειωμένα ημερήσια ωράρια (μητέρες βρεφών και λοιπές κατηγορίες) για την εξεύρεση των εν λόγω μειωμένων ημερήσιων ωραρίων”, ενώ με τον όρο 10 της ίδιας ΕΣΣΕ συμφωνήθηκε ότι : "10. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως την 31-12-2014 ή έως την τυχόν καταγγελία της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος που θα λάβει χώρα κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ο ΟΤΕ δεν θα μεταβάλλει το μισθολόγιο, εφόσον αυτό θα είναι σύννομο”. Εν συνεχεία, με την από 23-12-2014 ΕΣΣΕ για τα έτη 2015-17 συμφωνήθηκε με τον όρο 1 για τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού ότι : "Η αρίθμηση, τα έτη διάνυσης κάθε μίας και το ποσοστό προσαύξησης μεταξύ των μισθολογικών βαθμίδων 1ης έως και 17ης παραμένουν όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας”, καθώς και ότι : "Όσον αφορά στη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού σε όλες τις μισθολογικές βαθμίδες (από την Α έως και την 17η) εξακολουθούν να ισχύουν τα προβλεπόμενα στη κείμενη νομοθεσία, όπως εκάστοτε ισχύει”. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 3, 4, 7, 8, 9, 21 και 51 του Οργανισμού, που προβλέπουν ότι οι βαθμολογικές προαγωγές του προσωπικού του ΟΤΕ ενεργούνται του μεν ανώτατου από το διοικητικό συμβούλιο του ΟΤΕ, του δε λοιπού προσωπικού από το οικείο συμβούλιο προαγωγών, με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και γενικά την καταλληλότητα του καθενός, καθώς και των τυπικών προσόντων, που προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου τους, προκύπτει ότι για την κατάταξη των υπαλλήλων του ΟΤΕ σε μισθολογικά κλιμάκια και τον καθορισμό του χρονοεπιδόματος, με το οποίο αμείβεται η επαγγελματική εμπειρία του εργαζομένου και η εισφορά του στην επιχείρηση συντελείται αυτοδικαίως, με μόνη τη συνδρομή τυπικών προϋποθέσεων. Μοναδικό κριτήριο δηλαδή αποτελεί η παρέλευση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, ο οποίος πρέπει να έχει παρασχεθεί πραγματικά χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι λοιπές διατάξεις και την εντεύθεν παρεμβολή των συμβουλίων προαγωγών (ΑΠ 316/2010, 321/2010, 1978/2002, 39/2001). Οι απαριθμούμενες στο άρθρο 5 παρ. 1 Γ1 περιπτώσεις στέρησης απονομής κλιμακίου, όταν ο υπάλληλος έχει τεθεί σε αργία, ή του έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή τέλος έχει καταταγεί σε βαθμίδα κατώτερη της μέσης βαθμίδας αξιολόγησης, για τις οποίες καθιερώνεται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας απονομής ή μη του επόμενου μισθολογικού κλιμακίου η παρέμβαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, αποτελούν λόγο αποκλεισμού από τη μισθολογική εξέλιξη ως παρεπόμενο μέτρο που ανάγεται στις παρενέργειες των πειθαρχικών παραπτωμάτων που υποπίπτουν οι υπάλληλοι, σε βάρος της εν γένει υπηρεσιακής του κατάστασης (ΑΠ 721/1996) και συνιστούν εξαιρέσεις από τον κανόνα και όχι πρόσθετες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 36 του Κανονισμού περιπτώσεις όπου ο χρόνος αυτών δεν υπολογίζεται για τον καθορισμό του χρονοεπιδόματος δε αποτελούν πρόσθετες (αρνητικές) προϋποθέσεις) πέραν εκείνης της παρόδου του χρόνου, αλλά απλώς δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος αυτός από το νόμο στις προσμετρητέες υπηρεσίες, διότι αυτές δεν έχουν πράγματι παρασχεθεί (ΑΠ 694/2021).
Με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνική Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α’ 28/14.02.2Ω12), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, εγκρίθηκε το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια : α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ (28/14.02.2012), στην αγγλική (ως επίσημη, γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις”, παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου : Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας, προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.”.
Το σχέδιο Μνημονίου, που εγκρίθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. του ν. 4046/2012, χαρακτηρίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ως “... ξεχωριστό και συμπληρωματικό έγγραφο προς το αρχικό Μνημόνιο που υπεγράφη στις 3 Μαΐου 2010, όπως έχει πρόσφατα αναθεωρηθεί από το Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Πέμπτο Παράρτημα) της 6ης Δεκεμβρίου 2011, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τράπεζας της Ελλάδος...”, στο δε κείμενό του εξαγγέλλεται πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβερνήσεως για το επόμενα έτη, με πρόβλεψη λήψης μέτρων για την αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας και την δημοσιονομική εξυγίανση. Στο μέρος του παραπάνω Μνημονίου, που τιτλοφορείται "Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής”, αναφέρονται, εν είδει εισαγωγής, τα εξής : "Στόχοι, Στρατηγική και Προοπτικές. 1. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρεις βασικές προκλήσεις. Πρώτον, η Ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Παρότι έχει σημειωθεί πρόοδος από το 2010 στον περιορισμό του ανά μονάδα κόστους εργασίας, η εκτιμώμενη υπερτίμηση της τιμής πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας ανέρχεται ακόμη περίπου στο 15 - 20 τοις εκατό. Δεύτερον, η δημοσιονομική βιωσιμότητα πρέπει να αποκατασταθεί. Το πρωτογενές έλλειμμα έχει μειωθεί σημαντικά από το 2009, αλλά το εκτιμώμενο αποτέλεσμα για το 2011, ένα πρωτογενές έλλειμμα ύψους περίπου (21/2) τοις εκατό του ΑΕΠ, παραμένει πολύ χαμηλότερο από το πλεόνασμα που θα σταθεροποιήσει το χρέος. Τρίτον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας και φερεγγυότητας, λόγω της έκθεσής του σε κρατικά ομόλογα, της φθίνουσας ποιότητας του εγχώριου δανειακού χαρτοφυλακίου και της σταθερής εκροής καταθέσεων. 2. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, η κυβέρνηση θα βασιστεί στις πολιτικές που καθορίστηκαν στο προηγούμενο πρόγραμμα, αλλά θα τροποποιήσει το μίγμα της προσαρμογής και της χρηματοδότησης. Προκειμένου να μειωθούν οι αντιφάσεις της πολιτικής, το πρόγραμμα θα συνεχίσει να δίνει έμφαση στην εφαρμογή φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας στις αγορές εργασίες, προϊόντων και υπηρεσιών και στην βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές σχετικά με το εύρος και το χρόνο που θα αποδώσουν τα αποτελέσματά τους, που είναι εγγενώς αβέβαια, και να αντιμετωπίσουμε τα άμεσα προβλήματα ρευστότητας. Για την εξισορρόπηση της οικονομίας, τη στήριξη της ανάπτυξης και της απασχόλησης, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας, θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην εξασφάλιση μειώσεων στο ανά μονάδα κόστος εργασίας και στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω ενός συνδυασμού περικοπών των ονομαστικών μισθών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας, Μαζί με την εξάλειψη των αγκυλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, αναμένεται ότι θα μειώσουν το κόστος και θα διευκολύνουν την αναδιανομή των πόρων προς εμπορεύσιμους τομείς, προς την αύξηση της ανάπτυξης και προς μεγαλύτερη απασχόληση, εξομαλύνουμε τις επιπτώσεις της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης και των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (δίνοντάς τους χρόνο για φέρουν αποτελέσματα) μειώνοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή για το 2012 - μειώνουμε σημαντικά την επιρροή του κράτους στην οικονομία μέσω τολμηρών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και μέσω της αποκρατικοποίησης δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας πρέπει να προέλθει από μια σθεναρή απάντηση του ιδιωτικού τομέα και αυτό δεν μπορεί να συμβεί με το κράτος να ελέγχει την πρόσβαση σε καίρια περιουσιακά στοιχεία. - ενισχύσουμε την ικανότητα του κράτους να υλοποιεί πολιτικές, μέσω μιας ευρέος φάσματος διοικητικής μεταρρύθμισης. Πρέπει να βελτιώσουμε σημαντικά τη ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του δημοσίου τομέα, καθώς και την ικανότητα του κράτους να ρυθμίζει την οικονομία. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις που μειώνουν το κόστος και τα σχέδια αποκρατικοποιήσεων που ενθαρρύνουν τις ΑΞΕ (Άμεσες Ξένες Επενδύσεις), όταν συνδυάζονται με δημοσιονομικές περικοπές δαπανών και σταδιακή εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, απελευθερώνουν ρευστότητα για τον ιδιωτικό τομέα. Μαζί με την συνεχή χρηματοδότηση του προγράμματος και την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, αυτό θα βοηθήσει στην βελτίωση της στενότητας των χρηματοπιστωτικών συνθηκών που τώρα επηρεάζουν την οικονομία. 3. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η εξάλειψη των μεγάλων αρχικών ανισορροπιών της Ελλάδας και η επίτευξη μιας πορείας ισορροπημένης ανάπτυξης θα πάρει σημαντικό χρόνο. Το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να επανέλθει σε θετικές τιμές ανάπτυξης από τρίμηνο σε τρίμηνο το 2013. Το πρόγραμμα θεωρεί ότι με τη πάροδο του χρόνου το επιχειρηματικό κλίμα θα επωφεληθεί από την επιτυχημένη εφαρμογή του PSI και η οικονομική δραστηριότητα και η αύξηση της απασχόλησης θα επιταχυνθούν καθώς θα μειώνεται το ανά μονάδα κόστος εργασίας, θα υλοποιούνται άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και θα ολοκληρώνεται η δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ κατά επιπλέον 4-5 τοις εκατό σωρευτικά για την περίοδο 2012 - 2013 λόγω της επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος, της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής, της προσαρμογής των αποδοχών του ιδιωτικού τομέα και των προσαρμογών στο τραπεζικό σύστημα. Η ανταγωνιστικότητα προβλέπεται να βελτιωθεί με επιταχυνόμενο ρυθμό στηριζόμενη στις αρχικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά κάτω από το επίπεδο της ευρωζώνης, καθώς οι μεταρρυθμίσεις που μειώνουν το κόστος και οι μειώσεις των αποδοχών αποτυπώνονται στις τιμές. Μέχρι το τέλος του προγράμματος, θα είναι δυνατό να συρρικνωθεί σημαντικά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους και το οικονομικό σύστημα θα πρέπει να συνεχίσει να προσαρμόζεται για κάποιο διάστημα κατόπιν αυτού ώστε να εξαλειφθεί πλήρως το κενό. Το εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται ότι θα έχει μέτρια προσαρμογή για το υπόλοιπο του 2012 δεδομένης της επιδείνωσης των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών. Ωστόσο, καθώς η εγχώρια ζήτηση συνεχίζει να μειώνεται και η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται, ο ρυθμός της εξωτερικής προσαρμογής θα πρέπει να αυξηθεί. Παρόλα ταύτα αναμένεται ότι θα πάρει κάποιο χρόνο πριν το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας πέσει σε ένα επίπεδο το οποίο θα επιτρέψει στο εξωτερικό χρέος της Ελλάδας να μειωθεί σταθερά. 4. Το πρόγραμμα πολιτικής της κυβέρνησης, υποβοηθούμενο από την ελάφρυνση χρέους οπό τους ιδιώτες πιστωτές και τη στήριξη από το δημόσιο τομέα με ευνοϊκούς όρους, θα πρέπει να θέσει το δημόσιο χρέος σε βιώσιμη πορεία. Στο βασικό σενάριο του προγράμματός μας, το δημόσιο χρέος θα παραμείνει υψηλό κατά τη διάρκεια του προγράμματος, αλλά αναμένεται να μειωθεί περίπου στο 120 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020, με συνεχείς μειώσεις στη συνέχεια. Δεδομένης της μακράς περιόδου των υψηλών επιπέδων χρέους, και της συνεχιζόμενης ευαισθησίας της Ελλάδας σε κλονισμούς, αναγνωρίζουμε ότι η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των πολιτικών του προγράμματος θα είναι κρίσιμη για να επιτευχθεί αυτή η τροχιά του χρέους, παρά την ευνοϊκή χρηματοδότηση που έχουμε λάβει. Αυτές οι πολιτικές και η χρηματοδότηση του προγράμματος αναλύονται με περισσότερες λεπτομέρειες στην συνέχεια. Ακολούθως, περιγράφονται ποικίλες δράσεις που θα αναληφθούν σε ένα ευρύ φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής. Μεταξύ άλλων αναφέρονται, εντασσόμενα στο πρόγραμμα του Μνημονίου και περιγραφόμενα αναλυτικά, μέτρα σχετικά με περαιτέρω μειώσεις στη μισθολογική δαπάνη του δημόσιου τομέα, στις δαπάνες για συντάξεις, για την υγεία και για κοινωνικά επιδόματα, αναδιάρθρωση της κυβερνητικής λειτουργίας, μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα, στην δομή και λειτουργία της διοίκησης των φόρων και της συλλογής των κρατικών εσόδων, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα, ανακεφαλαιοποίηση και των τραπεζών, αποκρατικοποιήσεις, καθώς και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών.
Στο Κεφάλαιο Ε, με τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις”, του προαναφερόμενου Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, αναφέρονται, στις παραγράφους 28 και 29, τα εξής : "28. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η πλέον επείγουσα προτεραιότητα της Κυβέρνησης είναι να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη να επιταχύνουμε σημαντικά την εφαρμογή συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την τόνωση της απασχόλησης, της παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών και αφαιρώντας υπάρχοντα εμπόδια στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ωστόσο, καθώς αυτά προφανώς θα χρειαστούν κάποιο χρόνο για να μεταφραστούν πλήρως σε βιώσιμη ανάπτυξη θα λάβουμε και προκαταρκτικά μέτρα για να επιτρέψουμε μια μείωση στους ονομαστικούς μισθούς για να κλείσει γρήγορα το κενό μας στην ανταγωνιστικότητα και να τεθεί μια πρώιμη βάση για την βιώσιμη ανάπτυξη η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας εμποδίζουν την προσαρμογή των μισθών στις οικονομικές συνθήκες και οδηγούν την απασχόληση στη μαύρη εργασία. Για την προστασία της απασχόλησης και την εξάλειψη του κενού ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας με μεγαλύτερη ταχύτητα, η κυβέρνηση σκοπεύει να στοχεύσει σε μία μείωση του ανά μονάδα κόστους εργασίας κατά περίπου 15 τοις εκατό κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Εάν ο συνεχιζόμενος κοινωνικός διάλογος είναι ανεπιτυχής στον καθορισμό συγκεκριμένων λύσεων έως το τέλος Φεβρουάριου για την επίτευξη του στόχου αυτού, η κυβέρνηση θα λάβει τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα, με γνώμονα το επείγον δημόσιο συμφέρον, για να επιτρέψει την προσαρμογή του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους όπως απαιτείται. Το πακέτο των μέτρων για την αγορά εργασίας το οποίο θα εφαρμοσθεί συμπεριλαμβάνει: Διαρθρωτικά μέτρα γιο το επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων, τα βασικά μέτρα που θα νομοθετήσουμε (ως προαπαιτούμενες ενέργειες) περιλαμβάνουν: - Διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων και αναθεώρηση της "μετενέργειας" των συλλογικών συμβάσεων. Οι αλλαγές θα ορίζουν ότι : (i) όλες οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να έχουν μια μέγιστη διάρκεια 3 ετών, (ii) οι συλλογικές συμβάσεις που υπάρχουν ήδη για 24 μήνες ή περισσότερο θα λήξουν όχι αργότερα από 1 έτος από την ψήφιση του νόμου, (iii) η περίοδος χάριτος μετά την λήξη της σύμβασης μειώνεται από τους 6 στους 3 μήνες, και (iν) σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επίτευξη μιας νέας συλλογικής σύμβασης μετά από προσπάθειες τριών μηνών, η αμοιβή θα επανέλθει στον βασικό μισθό συν τα παρακάτω γενικό επιδόματα (αρχαιότητας σε υπηρεσία, τέκνου, εκπαίδευσης και επικινδυνότητας). Αυτό θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι να αντικατασταθεί από όρους που καθορίζονται σε μια νέα συλλογική συμφωνία ή σε νέα ή ατομική σύμβαση. Αφαίρεση της "μονιμότητας" σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. H νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης. Πάγωμα της "ωρίμανσης”, που προβλέπεται από τον νόμο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις (που αναφέρεται σε όλες τις αυτόματες αυξήσεις μισθών με βάση το χρόνο) μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%. Εξάλειψη της μονομερούς προσφυγής σε διαιτησία, επιτρέποντας αιτήσεις για διαιτησία μόνο εάν συναινούν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Την ίδια στιγμή, θα διευκρινίσουμε (με νόμο ή με εγκύκλιο) ότι (i) δεν επιτρέπεται οι διαιτητές να εισάγουν κάποια διάταξη για μπόνους, επιδόματα ή άλλες αποζημιώσεις, και ως εκ τούτου μπορούν να αποφαίνονται μόνο για τον βασικό μισθό και (II) θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα μαζί με τα νομικά. Προσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αυτό θα βοηθήσει να διασφαλίστεί ότι καθώς προσαρμόζεται η οικονομία και οι συμβάσεις συλλογικής διαπραγμάτευσης ανταποκρίνονται στις αλλαγές, οι επιχειρήσεις και οι υπάλληλοι δεν θα βρεθούν δεσμευμένοι σε ένα κατώτατο όριο (και ένα όριο το οποίο είναι πολύ υψηλό σε διεθνή σύγκριση): Θα νομοθετήσουμε: (I) μια άμεση επανευθυγράμμιση του επιπέδου του κατώτατου μισθού που καθορίζεται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση κατά 22 τοις εκατό σε όλα τα επίπεδα βάσει της προϋπηρεσίας, της οικογενειακής κατάστασης και των ημερήσιων / μηνιαίων μισθών, (ii) το πάγωμα του κατώτατου μισθού μέχρι το τέλος της περιόδου του προγράμματος, και (iii) μια επιπλέον μείωση 10 τοις εκατό του κατώτατου μισθού για τους νέους, η οποία θα ισχύει γενικά και χωρίς περιοριστικούς όρους (για τα άτομα κάτω των 25) (προαπαιτούμενη δράση). Τα μέτρα αυτά θα δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης στο επίπεδο του κατώτατου μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη). Αναμένουμε ότι το μέτρο αυτό θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας των νέων, την απασχόληση ατόμων στα περιθώρια της αγοράς εργασίας και θα ενθαρρύνει την αλλαγή από τον ανεπίσημο στον επίσημο τομέα εργασίας. Μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, θα συντάξουμε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την λεπτομερή αναμόρφωση της εθνικής συλλογικής σύμβασης έως το τέλος Ιουλίου 2012. Αυτό θα ευθυγραμμίσει το πλαίσιο του κατώτατου μισθού της Ελλάδας με αυτό συγκρίσιμων κρατών και θα του επιτρέψει να εκπληρώσει την βασική του λειτουργία, δηλαδή της διασφάλισης ενός ενιαίου δικτύου ασφαλείας για όλους τους υπαλλήλους. Προσαρμογή του μη μισθολογικού κόστος εργασίας. Για να βοηθήσουμε στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και να ενθαρρύνουμε την απασχόληση, θα ευθυγραμμίσουμε το φορολογικό βάρος στην εργασία στην Ελλάδα με αυτό των συγκρίσιμων Ευρωπαϊκών χωρών: Θα θεσπίσουμε νομοθεσία για την μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργοδότες στο ΙΚΑ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και θα λάβουμε μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι η μείωση αυτή δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. Οι εισφορές θα μειωθούν μόνο όταν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για να καλυφθούν οι μειώσεις στα έσοδα... Επόμενες ενέργειες. Θα επισκοπούμε σε συνεχή βάση τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων στην αγορά εργασίας και στο ανά μονάδα κόστος εργασίας και, εάν χρειαστεί, θα λάβουμε πρόσθετα διορθωτικά μέτρα για να διευκολυνθεί η συλλογική διαπραγμάτευση ώστε να διασφαλιστεί η ευκαμψία μισθών και υψηλότερη απασχόληση. Εάν μέχρι το τέλος του:2012 τα αποτελέσματα στην αγορά δεν έχουν αποτέλεσμα, θα εξετάσουμε τη περίπτωση πιο άμεσων παρεμβάσεων”. Εξ άλλου, στο Κεφάλαιο 4, με τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης”, του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής αναφέρονται, στην παράγραφο 4.1, τα εξής: "4.1 Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Δεδομένου ότι η έκβαση ταυ κοινωνικού διαλόγου για την προώθηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, η Κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για την ενθάρρυνση της ταχείας προσαρμογής του κόστους εργασίας ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία και να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα με βάση το κόστος, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, για την ευθυγράμμιση των συνθηκών της εργασίας στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις με αυτές του υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα και για την ευελιξία των συμφωνιών για τις ώρες εργασίας. Η στρατηγική αυτή πρέπει να στοχεύει στη μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% στο διάστημα 2012 -14. Συγχρόνως, η Κυβέρνηση θα προωθήσει την ομαλή διαπραγμάτευση των μισθών στα διάφορα επίπεδα και θα καταπολεμήσει την αδήλωτη εργασία. Εξαιρετικά νομοθετικά μέτρα γιο το καθορισμό των μισθών. Πριν την εκταμίευση, υιοθετούνται τα παρακάτω μέτρα: Οι ελάχιστοι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΓΣΣΕ) θα μειωθούν κατά 22% σε σύγκριση με το επίπεδο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2012. Για τους νέους (ηλικίας κάτω των 25), οι μισθοί που ορίζονται οπό την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας θα μειωθούν κατά 32% χωρίς περιοριστικούς όρους. Αναστέλλονται οι διατάξεις του νόμου και των συλλογικών συμβάσεων που προβλέπουν αυτόματες αυξήσεις μισθών, περιλαμβανομένων εκείνων περί ωριμάνσεων. Μεταρρυθμίσεις στο σύστημα καθορισμού των μισθών. Η Κυβέρνηση θα εργασθεί μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους για τη μεταρρύθμιση του συστήματος καθορισμού των μισθών σε εθνικό επίπεδο. Έως το τέλος Ιουλίου 2012 θα καταρτιστεί ένα χρονοδιάγραμμα για την αναθεώρηση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Η πρόταση θα στοχεύει στην αντικατάσταση του ύψους των μισθών που ορίζονται στην ΕΓΣΣΕ με ελάχιστο ύψος μισθού νομοθετημένο από την κυβέρνηση σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Μέτρα για την ενθάρρυνση της επαναδιαπραγμάτευσης των συλλογικών συμβάσεων. Πριν την εκταμίευση, τροποποιείται η νομοθεσία περί συλλογικών συμβάσεων με σκοπό τη προώθηση της προσαρμογής του συλλογικά διαπραγματευόμενου μισθού και των μη μισθολογικών όρων στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, σε τακτική και συχνή βάση. Ο Νόμος 1876/1990 θα τροποποιηθεί ως εξής: Συλλογικές συμβάσεις που αφορούν μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους μπορούν να συναφθούν για μέγιστη διάρκεια 3 ετών. Συμβάσεις που έχουν ήδη συναφθεί για 24 μήνες ή περισσότερο, θα έχουν υπολειπόμενη διάρκεια 1 έτους, Συλλογικές συμβάσεις που έχουν λήξει θα παραμείνουν σε ισχύ γιο μέγιστο χρονικό διάστημα 3 μηνών. Εάν δεν συναφθεί νέα συμφωνία, μετά το διάστημα αυτά, η αμοιβή θα επανέλθει στο βασικά μισθό και τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελμάτων θα συνεχίσουν να ισχύουν, έως στου αντικατασταθούν από εκείνα της νέας συλλογικής σύμβασης ή των νέων ή τροποποιημένων ατομικών συμβάσεων. Αυξάνοντας τη δυναμική των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Πριν την εκταμίευση, αναθεωρείται η νομοθεσία ώστε να λαμβάνει χώρα διαιτησία όταν αυτό συμφωνηθεί οπό εργαζομένους και εργοδότες. Η κυβέρνηση θα ξεκαθαρίσει ότι η διαιτησία ισχύει μόνο για το βασικό μισθό και όχι για άλλες αμοιβές, και ότι λαμβάνονται υπόψη μαζί με τις νομικές διαστάσεις, οι οικονομικές και οι χρηματοπιστωτικές. Επίσης, έως τον Οκτώβριο του 2012, θα καταρτιστεί μία ανεξάρτητη αξιολόγηση της λειτουργίας της διαιτησίας και της μεσολάβησης, προκειμένου να βελτιωθούν οι υπηρεσίες διαιτησίας και μεσολάβησης ώστε να διασφαλιστεί πως οι αποφάσεις της διαιτησίας αντανακλούν επαρκώς τις ανάγκες της μυθολογικής προσαρμογής. Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι. Πριν την εκταμίευση, καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ορίζεται ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση) που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας. Η κυβέρνηση διεξάγει μία αναλογιστική μελέτη των πρώτου πυλώνα συνταξιοδοτικών ταμείων σε εταιρείες όπου οι εισφορές για τα ταμεία αυτά υπερβαίνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα σε συγκρίσιμες επιχειρήσεις/βιομηχανίες που καλύπτονται από το ΙΚΑ. Με βάση τη μελέτη αυτή, η Κυβέρνηση μειώνει τις κοινωνικές εισφορές για τις εταιρείες αυτές κατά δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Μη μισθολογικά εργασιακά κόστη, καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής...”. Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω Ν. 4046/2012 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Εθνικό χρέος της Κυβέρνησης είναι η διασφάλιση της θέσης της χώρας μέσα στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή είναι η ιστορική ευθύνη της Κυβέρνησης, ευθύνη προς την οποία ανταποκρίνεται αταλάντευτα με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέρον του Ελληνικού Λαού. Μέσα στη δίνη της πιο σοβαρής οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η Χώρα στην πρόσφατη ιστορία της, αποτελεί πρόκληση επιβίωσης να διασφαλιστούν σήμερα οι όροι και οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στο άμεσο μέλλον να ανακτήσει η Χώρα τη δημοσιονομική της ισορροπία, να αποκτήσει πρωτογενή πλεονάσματα και να είναι σε θέση να μετέχει ισότιμα και με ισχυρό λόγο στις σχέσεις με τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς συνομιλητές της. Για να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις της Χώρας, ότι το στοίχημα της υπέρβασης αυτής της κρίσης συνδέεται άρρηκτα με την αυστηρή τήρηση όλων των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει η Χώρα στο πλαίσιο της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και τη συλλογική προσπάθεια για σύνθεση από όλες τις πολιτικές κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις αναπτυξιακού ορίζοντα, ο οποίος θα βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Χώρας και τις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού της και ιδιαίτερα τις δυνατότητες και τις δεξιότητες των νέων ανθρώπων, μακριά από αγκυλώσεις, συντεχνιακές νοοτροπίες και εσωστρέφεια. Τα τελευταία τρία χρόνια, η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της Χώρας σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές και να διογκωθεί το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σταθμοί στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης ήταν : Η συμφωνία και υπογραφή στις 3 Μαΐου 2010 του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενεργούσε για λογαριασμό των κρατών - μελών της Ευρωζώνης και της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά συστατικά μέρη του, ήτοι: (α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, (β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και (γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Η υπογραφή του εν λόγω Μνημονίου αποτελούσε προαπαιτούμενο για τη σύναψη της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης, καθώς και την έγκριση της χρηματοδότησης από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Δ.Ν.Τ.. Η Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης ύψους 80.000.000.000 ευρώ της 8ης Μαΐου 2010 ύψους που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος με τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, η οποία προέβλεπε την ενίσχυση της σταθερότητας στην Ελλάδα σε διακυβερνητικό πλαίσιο μέσω συγκεντρωτικών διμερών δανείων. Η έγκριση της 9ης Μαΐου 2010 από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου της χρηματοδότησης αμέσου ετοιμότητας για την Ελλάδα ισοδύναμης με Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα 26.432,9 εκατομμυρίων. Η κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012- 2015. Παρά το γεγονός ότι η Χώρα και οι πολίτες της κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και μείωσης του ελλείμματος προσέκρουσε στην επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία ταλανίζει τη Χώρα, μειώνοντας τα έσοδα σε σχέση με τα εκάστοτε προσδοκώμενα και αυξάνοντας τα δημόσιο χρέος ως ποσοστά του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δισ. ευρώ το 2009, ή 129,3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δισ. ευρώ το 2010, ή 144,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα μετά έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δισ. υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται εμφανώς στις αγοραίες τιμές τίτλων εκδοθέντων ή εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι ιστορικά πρωτόγνωρα χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των επενδυτών ότι η πλήρης εξυπηρέτηση του χρέους στο σύνολό του, από το Ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να καταστεί αδύνατη. Η δυναμική του χρέους, η οποία αναπτύσσεται σε περιβάλλον αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012 και σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ανασφάλειας, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους για να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμό όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναδιάταξης θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό, τους πιστωτές και το ευρύτερο διεθνές χρηματοοικονομικά σύστημα. Στην περίπτωση που η Χώρα αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές, οι πιστωτές θα έχαναν σχεδόν το συνολικό μέρος, αν όχι όλη την αξία των επενδύσεών τους, γεγονός που θα απαιτούσε την άμεση στήριξη ορισμένων πιστωτών από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η μετάδοση των συνεπειών θα επιδείνωνε την κρίση χρέους σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης. Οι δυσμενείς συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία ... Επί της αρχής αυτής της τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ενός κράτους - μέλους της Ευρωζώνης, η οποία αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο, υιοθετήθηκε η προσέγγιση για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011 σε συνέχεια της δήλωσης της 21ης Ιουλίου 2011 από τους επικεφαλής των κρατών - μελών της ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει της οποίας συστάθηκε στις 7 Ιουνίου 2011 το "Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας" (E.T.X.Z.) "European Financial Stability Facility" (EFSF), με σκοπό την εξασφάλιση σταθερότητας στα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης... To EDS μπορεί να παρέχει χρηματοδοτική ενίσχυση με τις ακόλουθες μορφές : "Συμβάσεις Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης”, "Financial Assistance Facility Agreement”, με τη μορφή εκταμίευσης δανείων σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, προληπτικές διευκολύνσεις, διευκολύνσεις για τη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης πιστωτικών ιδρυμάτων κράτους - μέλους της Ευρωζώνης (μέσω δανείων στις κυβερνήσεις αυτών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων χωρών εκτός προγράμματος), διευκολύνσεις για την αγορά ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές επί τη βάσει ανάλυσης της ΕΚΤ, που αναγνωρίζει την ύπαρξη εξαιρετικών συνθηκών και κινδύνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς που απειλούν την οικονομική σταθερότητα ή διευκολύνσεις για την αγορά ομολόγων στην πρωτογενή αγορά. Σύμφωνα με τη δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Ιουλίου και 26ης Οκτωβρίου 2011, το Ε.Τ.Χ.Σ. θα χρησιμοποιηθεί ως φορέας χρηματοδότησης για μελλοντικές εκταμιεύσεις από την Ελλάδα υπό την χρηματοδοτική ενίσχυση των κρατών - μελών της Ευρωζώνης. Για το λόγο αυτόν προβλέπεται η υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τράπεζας της Ελλάδος, πριν από την υπογραφή των συμβάσεων Χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, τα σχέδια των οποίων προτείνεται να εγκριθούν με το παρόν σχέδιο νόμου. Στο Μνημόνιο Συνεννόησης περιλαμβάνονται αναλυτικά οι όροι και οι προϋποθέσεις που αποτελούν προαπαιτούμενο για την υπογραφή και θέση σε ισχύ των συμβάσεων Χρηματοδοτικής διευκόλυνσης. Συγκεκριμένα το Μνημόνιο Συνεννόησης αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη: (α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, (β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και (γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Το Μνημόνιο Συνεννόησης αποτελεί ξεχωριστό και συμπληρωματικό έγγραφο προς το αρχικό Μνημόνιο Συνεννόησης που υπεγράφη στις 3 Μαΐου 2010, όπως έχει πρόσφατα αναθεωρηθεί από το συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Πέμπτο Παράρτημα) της 6ης Δεκεμβρίου 2011, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τράπεζας της Ελλάδος. Η διαθεσιμότητα των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης συναρτάται με την εφαρμογή από την Ελλάδα των μέτρων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτές. Το νέο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήσαμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας και το ΔΝΤ επικαιροποιεί και τροποποιεί το αρχικό πρόγραμμα που είχε υιοθετηθεί τον Μάιο του 2010, όπως αυτό αναθεωρήθηκε περιοδικά έκτοτε, ανάλογα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τη δυναμική του χρέους μας...”. Στη συνέχεια, κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η πράξη 6 της 28.2.2012 (Π.Υ.Σ.), που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 38/28.2.2012, για τη ρύθμιση "θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012”. Στην τελευταία αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "έχοντας υπόψη : 1. Την παράγραφο α6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α’ 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε’ "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις”, παράγραφος 299 του Μνημονίου οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στο ν. 4046/2012, 3. Το γεγονός, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της Εθνικής Οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της. 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα (ΠΔ 63/2005, α', 98). 7. Το γεγονός ότι από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίζει... Άρθρο 4. Από 14.2.2012 και μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, ΣΣΕ ή Δ.Α., οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως ενδεικτικά το επίδομα πολυετίας, το επίδομα χρόνου εργασίας, το επίδομα τριετίας και το επίδομα πενταετίας. Για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του εθνικού ποσοστού ανεργίας των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων, όπως αυτός αποτυπώνεται στην έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ”. Με το Ν. 4093/2012 "έγκριση Μεσοπρόθεσμου πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016" : 1) θεσπίστηκε νέο σύστημα διαμόρφωσης νόμιμου κατώτατου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνικών μέχρι τη λήξη της περιόδου οικονομικής προσαρμογής που προβλέπουν τα μνημόνια που προσαρτάται στο Ν. 4046/2012, 2) Κρίθηκε επιβεβλημένη η θέσπιση, με πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, διαδικασίας διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, καθώς και η εντός ενός έτους από την εφαρμογή της αξιολόγησης της διαδικασίας αυτής ως προς τη μείωση της ανεργίας την αύξηση της απασχόλησης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερο την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην εν γένει οικονομική δραστηριότητα και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ιδιαίτερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία στην εργασία, δηλαδή το δικαίωμα καθενός να εργάζεται, χωρίς να παρεμποδίζεται σχετικώς και να επιλέγει ο ίδιος, χωρίς περιορισμό, το είδος, τον τόπο και τη διάρκεια της απασχόλησής του (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμβάσεως κλπ), όπως ειδικότερα, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συνάδει, κατ' αρχήν, οποιαδήποτε μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός εάν μια τέτοια επέμβαση δικαιολογείται από το ότι η άσκηση της ελευθερίας προσβάλλει δικαιώματα τρίτων ή προσκρούει σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή, τέλος, αποβαίνει σε βάρος της εθνικής οικονομίας (άρθρα 25 παρ.3 και 106 παρ.2 του Συντάγματος. Επίσης η ελευθερία αυτή, μπορεί να περιοριστεί, όπως τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Η συνδρομή περιστατικών, στα οποία, κατ' εξαίρεση, καθιστούν δικαιολογημένη μια επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, ερευνάται από τα δικαστήρια στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, βλ. Ολ.ΑΠ 33/2002, ΑΠ 4/1998) Εξάλλου το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ότι :"1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. ... 2. Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. 3....”. Το δε άρθρο 23 του Συντάγματος ορίζει ότι : "1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 του Συντάγματος, η ρύθμιση από τον νομοθέτη κατ' αποκλειστικό τρόπο όρων εργασίας και ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και, συνακόλουθα, η αφαίρεσή τους από την ύλη της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, είναι επιτρεπτή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την λειτουργία της εθνικής οικονομίας και ενόσω αυτοί διαρκούν (πρβλ ΣτΕ 2307/2014, 2426/1983, 2370/1984, 2289/1987, 2377/1988,4063/1989, 2190/1991,4555/1996). Περαιτέρω κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα, νομικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, ως γενική αρχή του δικαίου δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήριά της να είναι δηλαδή : α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) υπό στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης επ' αυτών βλάβης, (ΟλΑΠ 9/2015, 6/2009, ΑΠ 1056/2020, 1632/2017). Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό (ΟλΑΠ 9/2015). Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και συμβατός με τις αρχές της αναλογικότητας (ΑΠ 1632/2017, ΣτΕ 493/2015). Οι διατάξεις της ως άνω ΠΥΣ με την οποία αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμου, όρων συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων οι οποίες προβλέπουν αύξηση μισθών και ημερομισθίων με προϋπόθεση την πάροδο ορισμένου χρόνου εργασίας (υπηρεσιακές ωριμάνσεις), δεν αντιβαίνουν στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 22, 23, και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα από τις άνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι η ρύθμιση των αποδοχών των μισθωτών αποτελεί το πρώτο και κύριο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δεν μπορεί να γίνεται από τον νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συμβάσεως, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος και ενόσω αυτοί διαρκούν. Οι ρυθμίσεις της επίμαχης διάταξης του άρθρου 4 της ΠΥΣ περιορίζουν το πεδίο της συλλογικής αυτονομίας καθώς και μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών. Εντάσσονται όμως σε ένα σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων που αποσκοπούν, κατά αναφερόμενα στις άνω εισηγητικές εκθέσεις, στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας της μείωσης του κόστους εργασίας, της καταπολέμησης της ανεργίας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, το οποίο στερείται της εξουσίας ελέγχου των νομοθετικών επιλογών, τα μέτρα αυτά, που λήφθηκαν υπό τις εκτεθείσες όλως εξαιρετικές περιστάσεις, δηλαδή προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευση της εθνικής οικονομίας με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, δικαιολογούνται από τη συνδρομή, λόγων υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος. Ενόψει τούτων, τα μέτρα αυτά στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου συνταγματικότητας της ρύθμισης δεν παρίστανται ως μη πρόσφορα και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, για την επίτευξη των άνω δημοσιονομικών στόχων, προς διάσωση της οικονομίας από στάση πληρωμών και κατάρρευσης, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και βεβαίως θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων. Ούτε θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 22 παρ. 1 και 2 και 23 του Συντάγματος, εφόσον η συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα της απεργίας δεν θίγονται και οι θεσμοί της συλλογικής αυτονομίας διατηρούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στους μισθωτούς η δυνατότητα να διεκδικούν τη βελτίωση της θέσης τους και την άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών της οικονομικής κρίσης και των επίμαχων μέτρων, ούτε άλλωστε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, ενώ δεν αντιτίθενται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι στόχευαν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και στην αποδέσμευσή τους από κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίοι εγκλώβιζαν τις εργασιακές σχέσεις σε καθεστώς εξαιρετικά δυσμενέστερο από το προβλεπόμενο από τις κείμενες κοινές εργατικές διατάξεις, στερώντας από τις εν λόγω επιχειρήσεις τη δυνατότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους, πρόκειται δε για πρόσφορη και αναγκαία επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα. Διότι ναι μεν η αξίωση για καταβολή προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών αποτελεί περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις, όμως με το τελευταίο αυτό άρθρο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους. Δεν αποκλείεται επομένως, κατά αρχήν, η διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Κάθε δε επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος (βλ και ΟλΣτΕ 1310/2019 σκέψη 13, 668/2012 σκέψη 34). Κατ' ακολουθία δεδομένου ότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4095/2012, α) ο καθορισμός από το νόμο κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου συνδέεται με την περίοδο οικονομικής προσαρμογής και β) επιβάλλεται η θέσπιση με πράξη υπουργικού συμβουλίου διαδικασίας νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου συνιστά την αφετηρία επί της οποίας οικοδομούνται συμφωνημένα μεταξύ των κοινωνικών εταίρων επίπεδα αμοιβών σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό και επιχειρησιακό επίπεδο είναι ανεκτή συνταγματικά η ρύθμιση της ανωτέρω διατάξεως της ΠΥΣ 6/2012 και των αντίστοιχων ρητρών του Μνημονίου, στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω Κυβερνητικού προγράμματος έως τη λήξη του ήτοι μέχρι τέλους 2016 και πάντως για διάστημα τριετίας από την έκδοση της προσβαλλομένης ΠΥΣ 6/2012, της αναστολής ισχύος εκτεινομένης στους σχετικούς όρους όλων των μορφών συλλογικών συμβάσεων, ήτοι κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών (ΟλΣτΕ 2307/2014, 668/2012, ΑΠ 594/2021, ΣτΕ 493/2015). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ αναίρεση κατ' αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και κατά αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 3/2020, 1/2016, 2/2013, 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση το Ειρηνοδικείο δέχτηκε ότι δεν είναι νόμιμη η αγωγή, στην οποίαν εκτίθενται ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, καθώς και άλλοι σαράντα εννέα (49) συνάδελφοί του, απλοί ομόδικοί του και μη διάδικοι στην παρούσα δίκη, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου απασχολήθηκε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ως Τεχνικός Δικτύου στο Τεχνικό Τμήμα Λειτουργιών Πεδίου (ΤΤΛΠ) Πλατείας Δημοκρατίας Θεσσαλονίκης και με την οποίαν ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει τις μισθολογικές διαφορές του χρονικού διαστήματος από 1.1.2014 έως και 31.12.2016, όπως αυτές αναλύονται και εξειδικεύονται στην αγωγή, οι οποίες προκύπτουν από τη μη μισθολογική προαγωγή του στα επόμενα μισθολογικά κλιμάκια και, κατά παράβαση κύρια του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΤΕ (ΓΚΠ- ΟΤΕ) και επικουρικά των άρθρων 25 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν του καταβλήθηκαν. Ειδικότερα το Ειρηνοδικείο έκρινε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, δεχόμενο ότι "Η μισθολογική εξέλιξη σε μισθολογικές βαθμίδες που προβλέπει το άρθρο 5 του ΕΚΠ ΟΤΕ διενεργείται από την Υπηρεσία αυτοδίκαια με μοναδικό κριτήριο το εάν ο εργαζόμενος έχει κατά την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους συμπληρώσει τον κατά περίπτωση απαιτούμενο ελάχιστο χρόνο για την ένταξη στην επόμενη μισθολογική βαθμίδα. Δηλαδή πρόκειται για μια αύξηση των αποδοχών που συναρτάται με το χρόνο απασχόλησης του μισθωτού στον εργοδότη. Οι παραπάνω προβλεπόμενες εύλογες εξαιρέσεις από την αυτόματη ένταξη στην επόμενη μισθολογική βαθμίδα δεν αναιρούν τον παραπάνω χαρακτήρα της παροχής, ότι δηλαδή πρόκειται για μια αύξηση αποδοχών που διενεργείται από τον εργοδότη αυτομάτως με την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας. Και αυτό γιατί άλλη η έννοια της εξαίρεσης ορισμένων συγκεκριμένων περιπτώσεων εργαζομένων από την υπαγωγή στην αυτόματη μισθολογική προαγωγή. Στην υπό κρίση περίπτωση αποκλειστική γενεσιουργός αιτία για τη μισθολογική προαγωγή είναι ο διαδραμών χρόνος υπηρεσίας, σε αυτό δε δεν επιδρά το γεγονός ότι προβλέπονται κάποιες περιπτώσεις (μη περιέλευση σε κατάσταση αργίας, μη έγκληση για πειθαρχικό αδίκημα και μη προηγούμενη αξιολογική υποβάθμιση), όπου η εξαίρεση λειτουργεί ως αρνητική προϋπόθεση, χωρίς να σχετίζεται με την κάλυψη κάποιας πρόσθετης προϋπόθεσης, πλήρωσης κάποιου πρόσθετου κριτηρίου. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι οι παραπάνω εξαιρέσεις δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα της παροχής του α. 5, περ. Γ παρ. 1 και 2 του ΕΚΠ- ΟΤΕ, ως καθαρά "μισθολογικής ωρίμανσης”, που παρέχεται "με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας”, πράγμα που σημαίνει ότι η αναφερόμενη στο άρθρο 4 της υπ' αριθ. 6/28.2.2012 ΠΥΣ αναστολή των "υπηρεσιακών ωριμάνσεων”, που άρχισε να ισχύει από την 14.2.2012, καταλαμβάνει κάθε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του προσωπικού που προκύπτει από την ανά διετία μεταβίβαση από τη μία μισθολογική βαθμίδα στην επόμενη. Αντίθετα, δεν αναστέλλεται η εφαρμογή διατάξεων που προβλέπουν αύξηση των αποδοχών, η οποία επέρχεται, βάσει άλλων κριτηρίων, όπως αλλαγές στη μορφωτική ή οικογενειακή κατάσταση του εργαζόμενου (λήψη πτυχίου, γάμος), προαγωγή σε υψηλότερη θέση κ.ο.κ.”. Με τη κρίση του δε αυτή το Ειρηνοδικείο ότι δηλαδή μόνη προϋπόθεση για την ίδρυση του δικαιώματος μισθολογικής προαγωγής του ενάγοντος σε επόμενο κλιμάκιο αποτελεί η πάροδος συγκεκριμένου χρόνου εργασίας στην εναγομένη εργοδότριά του και επομένως έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθρο 4 της ΠΥΣ 6/2012 περί αναστολής των "υπηρεσιακών ωριμάνσεων”, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 5Γ του ΓΚΠ- ΟΤΕ, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 4 της ΠΥΣ 6/2012, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η μισθολογική εξέλιξη δεν αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της παρόδου συγκεκριμένου χρόνου προϋπηρεσίας, αλλά εξαρτάται άμεσα από πρόσθετες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα από την ικανοποιητική υπηρεσιακή απόδοση του εργαζομένου και την ανεπίληπτη υπηρεσιακή του συμπεριφορά, ήτοι την έλλειψη πειθαρχικών ποινών είναι αβάσιμη. Και τούτο διότι οι απαριθμούμενες στο άρθρο 5 παρ. 1 Γ 1 του ίδιου ως άνω Κανονισμού περιπτώσεις στέρησης απονομής κλιμακίου αποτελούν λόγο αποκλεισμού από τη μισθολογική εξέλιξη των μισθωτών, οι οποίοι, είτε απουσιάζουν για διάφορους λόγους (θέση σε κατάσταση αργίας ή σε προσωρινή απόλυση, άδεια άνευ αποδοχών, αδικαιολόγητη απουσία), οπότε και δεν πληρούται η προϋπόθεση της συμπλήρωσης πραγματικής διετούς υπηρεσίας ώστε να τύχει ο εργαζόμενος της αυτοδίκαιης μισθολογικής εξέλιξης είτε αφορούν στη σοβαρή αντισυμβατική συμπεριφορά του μισθωτού, που αντανακλά στην πειθαρχική κατάστασή του (πειθαρχικώς τιμωρημένοι ή διωκώμενοι), κατάσταση, η οποία δεν συνάδει με την πλήρωση της έννοιας της υπηρεσιακής "ωρίμανσης”, στην οποία αναφέρεται η επίμαχη διάταξη του άρθρου 4 της 6/28.2.2012 Π.Υ.Σ., είτε αφορούν στην εμφανή ελλειμματικότητα και αδιαφορία του μισθωτού κατά την παροχή της εργασίας του, σύμφωνα με το τηρούμενο σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού, που αποτελεί κατάσταση, η οποία αντικρούεται με την τεκμαιρόμενη από την πάροδο του χρόνου υπηρεσίας "ωρίμανση”, δηλαδή την απόκτηση εμπειρίας και έκφραση εργασιακής αποδοτικότητας και όχι πρόσθετες προϋποθέσεις για την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος. Περαιτέρω, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 4 της ΠΥΣ 6/2012, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 22 παρ. 1, 23 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και επομένως το δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις έχουσες ουσιαστική ισχύ διατάξεις της παραπάνω Π.Υ.Σ., περί αναστολής των υπηρεσιακών ωριμάνσεων, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, ως μη αντιτιθέμενες στις ως άνω διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, ο πρώτος και δεύτερος λόγος της αίτησης με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για την από τον αρ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, κατ' ορθή εκτίμηση και όχι αυτή του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. Μετά από αυτά και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας του, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19.11.2019 και αριθ. κατάθ. .../3/5.12.2019 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 183/2018 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ