Αριθμός 1244/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 20η Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Γ. του Γ., κατοίκου Λ. Φ., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Περπατάρη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: ... με την επωνυμία “...”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Λαμία και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Δούμα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 13-11-2009, 25-1-2010 και 29-11-2010 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Συνεκδικάσθηκαν και εκδόθηκαν η 116/2011 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 45/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 20-5-2016 αίτησή της και τους από 18-8-2017 πρόσθετους λόγους της.
Εκδόθηκε η 381/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, που ανέβαλλε την συζήτηση της υπόθεσης, εωσότου εκδοθεί απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ζήτημα που είχε παραπεμφθεί σ' αυτή με την 1855/2017 απόφαση του Α2 τμήματος αυτού. Την υπόθεση επανέφερε για συζήτηση η αναιρεσείουσα με την από 15-4-2019 κλήση της, κατόπιν εκδόσεως της 10/2018 απόφασης της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου που αποφάνθηκε επί του ιδίου ζητήματος.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Υπόκεινται προς κρίση η από 20-5-2016 (αρ.εκθ. καταθ…./23-5-2016) αίτηση αναιρέσεως και οι από 18-8-2017 (αρ. εκθ. καταθ…./25-8-2017) πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της 45/2013, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Η υπόθεση φέρεται νομίμως προς συζήτηση, ύστερα από την έκδοση της 381/2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υπόθεσης που είχε παραπεμφθεί σ' αυτήν με την 1855/2017 απόφαση του Α2 τμήματος αυτού. Η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε εντός της ισχύουσας κατά το χρόνο έκδοσης της αναιρεσιβαλλομένης τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση αυτής, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (ΚΠολΔ 144 παρ.1,3, 553, 556, 558, 564, βλ ολΑΠ10/2018)..Επίσης και οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση και επίδοση στην αναιρεσίβλητη στις 28-8-2017, δηλαδή τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για την αρχική δικάσιμο συζήτηση της αναίρεσης, στις 7-11-2017 (ΚΠολΔ569) (βλ. την .../28-8-2017 έκθεση επίδοσης του Κ. Μ., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας). Επομένως, οι ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι πρέπει να συνεκδικασθούν, (ΚΠολΔ 246) και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (ΚΠολΔ561 αρ.2) προκύπτει η ακόλουθη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης: Η ενάγουσα με την από 13 Νοεμβρίου 2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../13-11-2009) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας επικαλείται ότι συνδέεται με το εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Λαμίας (Δ.Ε.Υ.Α.Λ.)" με αναγκαστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη κατά τις διατάξεις του ν.2.643/1998, ως τέκνο αγωνιστή Εθνικής Αντιστάσεως. Ότι στις 13 Αυγούστου 2009 η τελευταία της επέδωσε την με ίδια ημερομηνία εξώδικη καταγγελία, στην οποία αναφέρεται ότι προηγήθηκε η έκδοση απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του ν.2643/1998 περί καταγγελίας της ένδικης σύμβασης βάσει των διατάξεων της παρ.5 του άρθρου 11 του ν.3227/2004. Ότι η εν λόγω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της είναι άκυρη για τους στην αγωγή αναφερομένους λόγους. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ακολούθως, η ενάγουσα, με την από 25 Ιανουαρίου 2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../26-1-2010) αγωγή της, επικαλούμενη τα ίδια ως άνω περιστατικά καθώς και ότι άσκησε προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών για ακύρωση της αποφάσεως της δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του Ν. 2.643/1998 με την οποία είχε αποφασισθεί η καταγγελία της σχέσεως εργασίας της και ότι το εναγόμενο λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας και της άρνησής του να την απασχολεί περιήλθε σε υπερημερία, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει για το από 14-3-2009 έως και 11-6-2010 χρονικό διάστημα συνολικό ποσό 23.076,49 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τέλος, με την από 29 Νοεμβρίου 2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../30-11-2010) αγωγή της, η ενάγουσα, επικαλούμενη τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για το από 12-6-2010 έως 14-1-2011 χρονικό διάστημα συνολικό ποσό 12.935,79 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 116/2011 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ανωτέρω αγωγές απέρριψε την πρώτη και την Τρίτη, ενώ δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2009 ποσό 808,48 ευρώ. Ύστερα από άσκηση έφεσης κατ' αυτής της ενάγουσας εκδόθηκε η εδώ αναιρεσιβαλλομένη, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση και επικυρώθηκε η εκεί προσβαλλομένη.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 Κ.Πολ.Δ., αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της δίκης εωσότου περαιωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη... Η κατά τη διάταξη αυτή αναστολή της δίκης ωσότου περατωθεί άλλη πολιτική ή διοικητική δίκη ή να προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης απόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου, γι` αυτό η κρίση του περί της αναβολής ή μη της εκδίκασης αυτής δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. (ΑΠ 1601/2018, ΑΠ 874/2017, ΑΠ1191/2010). Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ.14 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, επικαλούμενη ότι το δικαστήριο, ενώ με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του δέχεται ότι η 32/2009 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν.2643/1998, με την οποία αποφασίστηκε η καταγγελία της αναγκαστικής σχέσης εργασίας της με το αναιρεσίβλητο κατά το άρθρο 11 του ν.3227/2004, ακυρώθηκε κατόπιν προσφυγής της με την 125/2012 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας και ότι κατ' αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά από τα διάδικα μέρη, οι οποίες ήταν εκκρεμείς κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, προχώρησε στην έρευνα της υπόθεσης ενώ κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας όφειλε να διατάξει την αναστολή της δίκης έως ότου περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη επί της προσφυγής της κατά της απόφασης της επιτροπής για το κρίσιμο ζήτημα που κρίθηκε από την τελευταία. Όμως, με βάση τα προαναφερόμενα, η μη αναβολή με την προσβαλλόμενη απόφαση της συζήτησης της υπόθεσης μέχρι την έκδοση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου επί των ενώπιον του εκκρεμουσών εφέσεων κατά της 125/2012 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας που ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου, δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, από τον αρ.14 του άρθρου 559ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
4. Με το ν. 2643/1998 “... για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 220) ορίζεται, όπως οι εκτιθέμενες στην συνέχεια διατάξεις του τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθ. 11§11 ν. 3227/2006, 3γ ν. 3454/2006 και 31§2 ν. 295/2001: "Άρθρο 1. Στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται οι ακόλουθες κατηγορίες προσώπων: α, β, γ) Όσοι έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 (ΦΕΚ 115 Α`) και τα τέκνα τους. Επίσης προστατεύονται: αα) τα μέλη των αντάρτικων ομάδων που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την έννοια του ν. 1285/1982, εφόσον έχουν δωδεκάμηνη τουλάχιστον ευδόκιμη υπηρεσία στις ομάδες αυτές, η οποία βεβαιώνεται από τις επιτροπές του π.δ. 379/1983 (ΦΕΚ 136 Α`) και ββ) τα τέκνα, ο επιζών σύζυγος και ο επιζών γονέας προσώπων που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή κακουχίες, εξαιτίας της συμμετοχής τους στην αντιδικτατορική αντίσταση κατά της χούντας των συνταγματαρχών από 21.4.1967 έως 24.7.1974.Κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του ν.2643/1998 η τοποθέτηση των προστατευομένων ατόμων, όλων των κατηγοριών, σε θέσεις εργασίας γίνεται από την επιτροπή του άρθ. 9 με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθ. 4 και τα στοιχεία που υποβάλλουν σ` αυτήν οι ενδιαφερόμενοι. Κατά το άρθρο11 παρ.5 του ν.3227/2004 “... για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 220) η δήλωση ανακριβών στοιχείων στην αίτηση -υπεύθυνη δήλωση για θέση ως προστατευόμενο προσωπικό του ν.2643/1998 συνεπάγεται την απώλεια της προστασίας του ν.2643/1998. Όταν διαπιστωθεί αρμοδίως, ήτοι από τις επιτροπές των άρθρων 9 και 10 του ν.2643/1998 η απώλεια της προστασίας του ν.2643/1998 δύναται κατόπιν απόφασης των ανωτέρω Επιτροπών να χωρήσει καταγγελία της κατά τις ανωτέρω διατάξεις συναφθείσας αναγκαστικής σύμβασης εργασίας και με την τήρηση των γενικών διατάξεων για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή με επίδοση έγγραφης καταγγελίας και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για την ένδικη διαρκούς φύσεως αναγκαστική σχέση εργασίας αορίστου χρόνου της αναιρεσείουσας ως τέκνου αγωνιστή εθνικής αντίστασης (ν. 2643/1998 άρθρου 1 παρ.1 περ.γ) ως εκ του χρόνου κατάρτισης και λειτουργίας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι η κριθείσα αντισυνταγματικότητα της διάταξης αυτής με την 8/2019 απόφαση του ΑΕΔ ισχύει από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στην οποία δεν ορίζεται προγενέστερος χρόνος (Σύνταγμα άρθρο 100 παρ.4). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι τα πολιτικά Δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ` αυτά, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η έρευνα αυτή των πολιτικών δικαστηρίων περιορίζεται στο αν τα ως άνω όργανα ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων (ΟλΑΠ 447/1984). Κατά το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωνα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, µόνο όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωνα ή απαράδεκτο, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικών διατάξεων και όχι διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, η παράβαση των οποίων ελέγχεται αναιρετικά με τον από το άρθρο 559 αρ.1 του άνω Κώδικα προβλεπόμενο λόγο (ΟλΑΠ 1/2019, ΟλΑΠ 1/1999). Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ υπό την επίκληση, σε συνάφεια και με τις στον πρώτο αναιρετικό λόγο αιτιάσεις, ότι το Εφετείο αφού δεν ανέστειλε τη δίκη όφειλε να δεχθεί τη μέχρι τότε δεσμευτικότητα της 125/2012 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας με την οποία ακυρώθηκε η 32/1-7-2009 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν.2643/1998 και ως εκ τούτου παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα ,της ακυρότητας συνιστάμενης κατά τα αναφερόμενα στο σχετικό λόγο στην ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Υπό τα διαλαμβανόμενα όμως η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα μη κήρυξη ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ελέγχεται με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 180ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις που προαναφέρονται και δεν ιδρύεται ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ελέγχονται ακυρότητες από διατάξεις δικονομικού δικαίου.. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, από τον αρ.14 του άρθρου 559ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
5. Κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης επιτρέπεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή με πρόταση κάποιου εκ των διαδίκων, της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Έτσι, αν ο Άρειος Πάγος, επισκοπώντας την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνει ότι το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δεδικασμένο και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι δεδικασμένου, ο λόγος απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος (ΑΠ 944/2020 ΑΠ 542/2017, ΑΠ 1253/2009, ΑΠ 701/2008). Σε περίπτωση, δε, που το δικαστήριο δεν ερεύνησε νόμιμα προταθέντα ισχυρισμό για την ύπαρξη ή μη δεδικασμένου, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 και όχι από τον αρ. 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 2084/ 2007, ΑΠ 1867/2006). Εξάλλου, το δεδικασμένο που προκύπτει από τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ, δεν αφορά όμως την δημόσια τάξη και, συνακόλουθα, για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης για μη λήψη υπόψη του δεδικασμένου, πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός να έχει προταθεί νόμιμα (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ) στο δικαστήριο της ουσίας, να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός (Ολ. ΑΠ 1339/1985,ΑΠ 1311/2018, ΑΠ 34/2016, ΑΠ 2004/2009).
6..Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραδεκτώς επισκοπούμενη (ΚΠολΔ561 αρ2), δέχθηκε σε σχέση με τους ερευνώμενους λόγους τα ακόλουθα : Ότι στις αρχές του έτους 2004 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2643/1998 η ενάγουσα τοποθετήθηκε αναγκαστικώς ..., για να απασχοληθεί σ' αυτήν ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι η τοποθέτησή της αυτή έγινε ως τέκνου αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, κατά την έννοια του ν. 1.285/1982 .Ότι μετά την έκδοση της πιο πάνω αποφάσεως της επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2.643/1998 η ενάγουσα εμφανίσθηκε στην ως άνω δημοτική επιχείρηση ... για να αναλάβει υπηρεσία και μεταξύ τους καταρτίσθηκε αναγκαστικώς σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας. Ότι με βάση τη σύμβαση αυτή η ενάγουσα άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου. Ότι κατόπιν αιτήσεώς της μετατάχθηκε στην εναγομένη δημοτική επιχείρηση. Ότι η μετάταξή της, όπως ορίζεται από την ειδική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 15 του Ν. 2.307/1995, εγκρίθηκε τόσον από την ..., όσον και από το Δ.Σ. της εναγομένης. Ότι κατόπιν αυτού η εναγομένη από την 1η Αυγούστου 2005 απασχόλησε την ενάγουσα ως υπάλληλο και την τοποθέτησε σε γραφείο του τμήματός της καταναλωτών. Ότι με την από 11-3-2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. …/13-3-2009) αίτησή της προς την Επιτροπή του άρθρου 9 του Ν. 2.643/1998 η εναγομένη αιτήθηκε την αντικατάσταση της ενάγουσας λόγω της υπαίτιας ακαταλληλότητάς της προς εργασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 6 του Ν. 2.643/1998 κατά τα εκεί ειδικότερα εκτιθέμενα .Ότι η ανωτέρω αίτηση της εναγομένης με την υπ' αριθμ. πρακτ. 106/6-5-2009 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 9 του Ν. 2.643/1998 απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και, συγκεκριμένα, με το σκεπτικό ότι για την υποβολή σχετικής αιτήσεως ενεργητικώς νομιμοποιείτο μόνον η ..., στην οποίαν αρχικώς τοποθετήθηκε η ενάγουσα. Ότι ύστερα από άσκηση κατά της απόφασης αυτής της από 21-5-2009 προσφυγής περί ακύρωσής της του εναγομένου ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 2.643/1998 εκδόθηκε η 32/1-7-2009 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής. Ότι με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή κατά πλειοψηφίαν, η προσφυγή της εναγομένης, ακύρωσε την απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής και δέχθηκε την αίτηση της εναγομένης, αποφασίζοντας ότι έπρεπε να γίνει καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, επειδή αυτή κατά την υποβολή της αιτήσεώς της για την πρόσληψή της προσκόμισε ψευδή στοιχεία, ήτοι πλαστό πτυχίο γλωσσομάθειας της Αγγλικής γλώσσας, με αποτέλεσμα να απολέσει την προστασία του ν.2.643/1998.Ότι κατόπιν αυτών, το Δ.Σ. της εναγομένης, με την υπ' αριθμ. 94/10-8-2009 απόφασή του αποφάσισε ομοφώνως να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας, που την συνέδεε με την ενάγουσα και ότι γι' αυτό, στις 13-8-2009 επιδόθηκε στην τελευταία από την ενάγουσα η από 13-8-2009 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της. Περαιτέρω, το δικαστήριο, σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης της ενάγουσας και το διατυπούμενο εκεί παράπονο κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου λόγω της παράλειψής του να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας της ανωτέρω 32/1-7-2009 απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ώστε να αποφανθεί αν κατά την λήψη της προαναφερθείσας διοικητικής πράξεως υφίστατο πλάνη περί τα πράγματα και κατά πόσον συνέτρεχε σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, έκρινε ‘ότι η εκεί εκκαλουμένη δικαιούτο μόνον να εξετάσει παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα της υπ' αριθμ. 32/1-7-2009 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του Ν. 2.643/1998, ερευνώντας εάν η Επιτροπή αυτή ενήργησε κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους και μέσα στα όρια της ανήκουσας σε αυτήν εξουσίας, χωρίς να μπορεί να ελέγξει την ουσιαστική κρίση αυτής ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων εκδόσεως της πράξεως της, όπως είχε ομοίως δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τον συναφή λόγο έφεσης. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως, από τον αρ.16 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη ότι με την απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσής της, κατά παράβαση του νόμου δεν έλαβε υπόψη του το δεδικασμένο που έχει παραχθεί από την 205/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη κατόπιν έκδοσης κατ' αυτής της 1643/2012 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι αυτή συνδέεται με την εναγομένη με νόμιμη και έγκυρη αναγκαστική σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την ιδιότητα της υπαλλήλου. Από την επισκόπηση όμως της αναιρεσιβαλλομένης, όπως το περιεχόμενο αυτής πιο πάνω διαλαμβάνεται προκύπτει ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν ασχολήθηκε καθόλου με το δεδικασμένο, δεν περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι δεδικασμένου και συνεπώς ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος που αποδίδεται η από τον αρ.16 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια είναι αβάσιμος, ανεξαρτήτως του ότι πράγματι απορρέει δεδικασμένο από την 205/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για την συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση. Περαιτέρω, η στον ίδιο, τρίτο λόγο αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό περί της απορρέουσας δέσμευσης από την 205/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για την προεκτιθέμενη προδικαστική έννομη σχέση της αναγκαστικής σύμβασης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της ρητής παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με αναγκαστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος που αποδίδεται η από τον αρ.8 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Επίσης, οι πρόσθετοι λόγοι με τους οποίους αποδίδονται οι ίδιες αναιρετικές πλημμέλειες από τους αρ. 16 και 14 του άρθρου 559ΚΠολΔ με επίκληση δέσμευσης από την 172/2010 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της Α. Σ. κατά της 793/2006 απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 2643/1998 με την οποία επικυρώθηκε η νομιμότητα της τοποθέτησης της εδώ αναιρεσείουσας στη ... και έγινε δεκτή η παρέμβαση αυτής, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, εφόσον δεν διαλαμβάνεται σ'αυτούς ότι ο ανωτέρω περί δεδικασμένου ισχυρισμός από την απόφαση αυτή προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προβολής του και ανεξαρτήτως του ότι σε σχέση με την αιτίαση από τον αρ.16 του άρθρου 559ΚΠολΔ, δεν διαλαμβάνεται κρίση περί δεδικασμένου στην αναιρεσιβαλλομένη.
7. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπ` όψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Επομένως, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει εξ αυτού να προκύπτουν τα στοιχεία του παραδεκτού του, που επιβάλλονται από την ανωτέρω διάταξη, ήτοι πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός στον οποίον στηρίζεται ο λόγος αναίρεσης, είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας κατά την συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 65/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 825/2015). Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης (Ολ ΑΠ 4/2020, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 259/2017).
8. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεχόμενο ότι η δευτεροβάθμια επιτροπή με την 32/1-7-2009 απόφασή της ακύρωσε την απόφαση της πρωτοβάθμιας επιτροπής αποφασίζοντας ότι έπρεπε να γίνει καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, επειδή αυτή κατά την υποβολή της αιτήσεως για την πρόσληψή της προσκόμισε ψευδή στοιχεία με αποτέλεσμα να απωλέσει την προστασία του ν.2643/1998 και κατόπιν αυτών τη λύση της συμβάσεως εργασίας με την επακολουθήσασα κατά τις γενικές διατάξεις καταγγελία, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 11παρ.5, εδ.ε του ν.3227/2004, το άρθρο 27 παρ.2 του κυρωθέντος με το ν.3584/2007. Ο λόγος αυτός, που αναφέρεται στη νομιμότητα της ανωτέρω απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του ν.2643/1998, είναι απαράδεκτος. Τούτο διότι, δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι προεβλήθη, και μάλιστα με νόμιμο τρόπο, ως ισχυρισμός ενώπιον του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείου, ώστε να ερευνηθεί στα πλαίσια του παρεμπίπτοντος ελέγχου της ανωτέρω ατομικής διοικητικής πράξης. Εξάλλου, από την επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι αυτή με την έφεσή της παραπονείτο μόνο ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής, χωρίς ουδεμία αναφορά για την παρά το νόμο έκδοσή της και ειδικότερα κατά παράβαση των αναφερομένων το πρώτον με τον πρόσθετο λόγο πιο πάνω διατάξεων και το Εφετείο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αντιμετώπισε τον συναφή ως προς την ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης της διοικητικής πράξης λόγο της έφεσης ενώ από το σύνολο των λοιπών παραδοχών της προκύπτει ότι δέχθηκε ως σύμφωνα με το νόμο και τους διαγραφόμενους από αυτό τύπους εκδοθείσα την ατομική διοικητική πράξη. Παρατηρείται, τέλος, ότι το κύρος και η νομιμότητα της ανωτέρω διοικητικής πράξης, όπως η αναιρεσείουσα διαλαμβάνει στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων και προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, κρίθηκε με τις 280-281/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναιρέσεως της εδώ αναιρεσείουσας κατά των 2890/2013 και 2891/2013 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με τις οποίες έγιναν δεκτές οι εφέσεις του εδώ αναιρεσίβλητου και του Ελληνκού Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 125/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου και απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως της ανωτέρω 32/2009 απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής, όμως το δεδικασμένο που προκύπτει από τις ανωτέρω αποφάσεις απαραδέκτως προτείνεται ενώπιον του Αρείου Πάγου το πρώτον και δεν λαμβάνεται υπόψη .(ΑΠ413/2017). Περαιτέρω, οι στον ίδιο πρόσθετο λόγο επικαλούμενες αναιρετικές πλημμέλειες για ελλιπή αιτιολογία και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων είναι απαράδεκτες κατά το πρώτο σκέλος λόγω αοριστίας, εφόσον δεν γίνεται αναφορά σε τι συνίστανται αυτές και κατά το δεύτερο σκέλος διότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΚΠολΔ561 αρ.1) και δεν ιδρύεται με την ανωτέρω επίκληση λόγος αναιρέσεως..
9. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., με την οποία ορίζεται ότι επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, προκύπτει ότι θεμελιώνεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη στα πλαίσια των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ίδιου κώδικα και τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, αλλά και όταν υπάρχουν αμφιβολίες περί του αν έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν με επίκληση ή, παρά την περί αυτού βεβαίωση, δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο, από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα ή ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο αυτά, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να αναφέρεται ότι έγινε επίκληση και προσκομιδή τους και να καθορίζεται ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνύονταν με τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ8/2016, ΑΠ92/2020, ΑΠ917/2020, ΑΠ931/2014).
Με τον τελευταίο πρόσθετο λόγο της αιτήσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των αποδείξεων που αυτή προσκόμισε με επίκληση με τις κατατεθείσες προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ειδικότερα των κάτωθι εγγράφων: 1)την 12762/2009 επιστολή του ΟΑΕΔ προς την ΔΕΥΑΛ στην οποία αναφέρεται ότι ουδέποτε μοριοδοτήθηκε για την ξένη γλώσσα, 2) το 4617/2009 έγγραφο του ΟΑΕΔ Λαμίας, κατά το οποίο το πτυχίο της αγγλικής γλώσσας δεν λήφθηκε υπόψη για τη μοριοδότησή της, 3)το 12470/2009 έγγραφο του …. …. ότι συγκέντρωσε 302 μόρια συνολικά, 4)την από 4-2-2010 επιστολή του ….στην οποία αναφέρεται ότι έλαβε 302 μόρια και ότι δεν μοριοδοτήθηκε για τη γνώση της αγγλικής γλώσσας, 5) την 217/2004 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 9 του ν.2643/1998 6) την 793/2006 απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής του άρθρου 10 του ν.2643/1998 και 7) την 1643/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος λόγω της έλλειψης αναφοράς στο δικόγραφο του ισχυρισμού προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν τα εν λόγω έγγραφα, καθώς και των λόγων οι οποίοι καταδεικνύουν την ουσιώδη επίδραση του ισχυρισμού αυτού στην έκβαση της δίκης και στο διατακτικό της προσβαλλομένης και συνεπώς είναι απαράδεκτος.
10. Με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. (ΚΠολΔ 179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-5-2016 αίτηση αναιρέσεως και τους από 18-8-2017 πρόσθετους λόγους κατά της 45/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. -Και Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ