Περίληψη

Για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας προς τρίτους ευθύνονται έναντι των δανειστών της εταιρείας όλοι οι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον. Καθένας από τους δανειστές έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιοδήποτε εκ των ως άνω προσώπων, εταιρείας δηλαδή και εταίρων. Η ως άνω δε ρύθμιση αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρείας οι εταίροι είναι κατ’ αρχήν ελεύθεροι να ορίσουν με το καταστατικό το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες της εταιρείας (οφειλές από εταιρικές υποχρεώσεις προς τρίτους) καθώς και στα κέρδη που θα προκύψουν τυχόν από τη λειτουργία αυτής. Αφότου συσταθεί νόμιμα η εταιρεία, ο σχετικός όρος του καταστατικού είναι ισχυρός, συνέπεια δε τούτου είναι ότι, αν κατά τη διάρκεια της εταιρικής συμβάσεως κάποιος από τους εταίρους από την ατομική του περιουσία εξοφλήσει με καταβολή έναντι δανειστή της εταιρείας το οικείο εταιρικό χρέος, καθένας των λοιπών εταίρων ευθύνεται, κατ’ αναγωγή, έναντι εκείνου κατά το ποσοστό συμμετοχής του στις ζημίες της εταιρείας. Η κατά τη διάρκεια της εταιρικής συμβάσεως συμφωνία μεταξύ των εταίρων, ότι ο ως ανωτέρω περί συμμετοχής τους στις εταιρικές ζημίες όρος τροποποιείται και εφεξής καθένας των εταίρων θα συμμετέχει στις εταιρικές ζημίες κατά ποσοστό διαφορετικό του προηγουμένου, αποτελεί τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού και γι’ αυτό υπόκειται στις περί τροποποιήσεως καταστατικού διατυπώσεις που προβλέπονται από το νόμο ή από τη μεταξύ των εταίρων τυχόν σχετική συμφωνία. Ωστόσο, η κατά τη διάρκεια της εταιρικής συμβάσεως συμφωνία μεταξύ των εταίρων, ότι κάποιος από τους εταίρους βαρύνεται αποκλειστικά με τις μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας υφιστάμενες ζημίες της εταιρείας και, άρα, εξοφλώντας τα αντίστοιχα εταιρικά χρέη προς τρίτους αποκλειστικώς με δικά του χρήματα, δεν θα έχει εξ αναγωγής απαίτηση κατά των λοιπών, είναι διαφορετική του προεκτιθέμενου τροποποιητικού όρου και δεν αποτελεί τροποποίηση του εταιρικού, άρα είναι δεσμευτική μεταξύ των εταίρων ακόμη και αν δεν υποβληθεί στις προμνημονευόμενες περί τροποποιήσεως του καταστατικού διατυπώσεις. Κατά το άρθρο 478 ΑΚ, «αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή». Η διάταξη αυτή θέτει ερμηνευτικό κανόνα, κατά τον οποίο αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, δημιουργείται δηλαδή μεταξύ τους ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρος. Η σύμβαση αυτή, καλουμένη σύμβαση ελευθερώσεως, είναι υποσχετική δικαιοπραξία, από την οποία απορρέει αυτοτελής ενοχή, μπορεί δε να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση, οπότε εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθενός. Τέτοια υπόσχεση υπάρχει και όταν τρίτος, προς τον οποίον μεταβιβάσθηκαν εταιρικά μερίδια, αναλαμβάνει έναντι του μεταβιβάζοντος την υποχρέωση να τον αποδεσμεύσει από τα χρέη που έχουν δημιουργηθεί κατά την παραμονή του στην εταιρεία και τις εγγυήσεις που έχει αναλάβει έναντι του δανειστού για την εξόφληση του χρέους του πρωτοφειλέτου, εξοφλώντας ο ίδιος το χρέος, όταν τούτο γίνει ληξιπρόθεσμο.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων