ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕφΑθ 4516/2019 Διοικητική εκτέλεση - Ταμειακή βεβαίωση προστίμων ΚΒΣ - Ανακοπή - Απαραδέκτως προβαλλόμενοι λόγοι με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης επιβολής προστίμου

Αριθμός:
4516
Έτος:
2019
Δικαστήριο:
Τόπος:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
21/11/2019
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
1868
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Διοικητική δικονομία. Παραδεκτό. Νόμιμος τίτλος. Πράξη ταμειακής βεβαίωσης. Απαραδέκτως προβαλλόμενοι οι λόγοι της ανακοπής, με τους οποίους αμφισβητείτο η νομιμότητα της πράξης επιβολής προστίμου ΚΒΣ. Απαράδεκτος ήταν και ο προβληθείς στο διοικητικό πρωτοδικείο λόγος περί αμετάκλητης αθώωσης του εκκαλούντος. Απορριπτέοι οι λόγοι έφεσης, διότι μπορούν να προβληθούν μόνο με προσφυγή ουσίας.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός απόφασης: 4516/2019
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τις: Αγγελική Συντελή - Πιστοφίδου, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Στεφανία Γιαννούλη και Αναστασία Λιακίδου (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ελισσάβετ Ανδρέου, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2019, για να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 30-10-2018 ( ΑΒΕΜ .../15-11-2018) έφεση,
του ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός … αρ….), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του Πληρεξουσίου του δικηγόρου Βασιλείου Αν. Γεωργίου,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ν. Ιωνίας Αττικής, και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του Δικαστικού Πληρεξουσίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χαράλαμπου Ταγαρούλια.
Το Δικαστήριο,
μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, ύψους 100 ευρώ (σχ.το …, σειράς Α΄, ειδικό έντυπο παραβόλου), επιδιώκεται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 11095/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η με ημερομηνία κατάθεσης 2-8-2013 ανακοπή του εκκαλούντος κατά της …/4.12.2012 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου Αττικής. Με την πράξη αυτή βεβαιώθηκε σε βάρος του εκκαλούντος το ποσό των 343.849,86 ευρώ (πλέον νομίμων προσαυξήσεων), το οποίο αφορά πρόστιμα που του επιβλήθηκαν, με την …/15.6.2012 απόφαση επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της ίδιας Δ.Ο.Υ., λόγω παράβασης διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ., π.δ.186/1992, Α΄84), κατά τη χρήση 2003.
2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 - Α΄ 97), ορίζει, στο άρθρο 63, ότι : « 1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή.2..», στο άρθρο 217, ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου. … β) … » και, στο άρθρο 224, ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α΄ 90), ορίζεται ότι: «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της Εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους έχει ανατεθή η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου. … 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. …».
3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, κατά το άρθρο 217 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν μπορεί να εξετάσει λόγο ανακοπής που αμφισβητεί το κατ’ ουσία βάσιμο της απαίτησης για την οποία γίνεται η εκτέλεση στην περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής, ενώπιον δικαστηρίου που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου, κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Συνεπώς, δεν μπορούν να προβληθούν με την ανακοπή λόγοι, με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση διατάξεων του Κ.Β.Σ., η οποία υπόκειται σε προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 120/2018, 4432/2011).
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την …/15.6.2012 απόφαση επιβολής προστίμου, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, επιβλήθηκαν σε βάρος του εκκαλούντος πρόστιμα, συνολικού ποσού 343.849,86 ευρώ, για παραβάσεις διατάξεων του Κ.Β.Σ και συγκεκριμένα γιατί εξέδωσε και έλαβε εικονικά φορολογικά στοιχεία, κατά τη χρήση 2003. Κατά της πράξης αυτής ο εκκαλών δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Ακολούθησε, με την …/4.12.2012 πράξη του Προϊσταμένου της ίδιας Δ.Ο.Υ., η ταμειακή βεβαίωση σε βάρος τούτου του επιβληθέντος ποσού των 343.849,86 ευρώ, κατά της οποίας ο εκκαλών άσκησε τη με ημερομηνία κατάθεσης 2-8-2013 ανακοπή, ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο και την απέρριψε, με την εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την εν λόγω ανακοπή, ο εκκαλών προέβαλε ότι η πράξη επιβολής του προστίμου είναι ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη κλήση του προς παροχή εξηγήσεων, στηρίχθηκε σε εσφαλμένες και ανύπαρκτες νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, η Διοίκηση δεν απέδειξε την εικονικότητα των τιμολογίων για την έκδοση και λήψη των οποίων εκδόθηκε, στερείται επαρκούς αιτιολογίας, στηρίζεται σε άκυρη έκθεση ελέγχου, ενώ ο καταλογισμός του προστίμου - το οποίο είναι υπερβολικό και εξοντωτικό – δεν έγινε βάσει των ορθών διατάξεων των ν. 2523/1997 και 1642/1986. Υποστήριξε, επίσης, ότι το πρόστιμο δεν έπρεπε να καταλογισθεί σε βάρος του, αλλά σε βάρος των πράγματι υποκρυπτόμενων προσώπων που διενήργησαν τις σχετικές πράξεις και συναλλαγές, καθώς και ότι είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει τούτο και να εκδώσει την οικεία πράξη, λόγω παρόδου πενταετίας από το χρόνο που φέρεται να έλαβε χώρα η αποδιδόμενη σε αυτόν φορολογική παράβαση. Τέλος, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συνέργειας σε απάτη, για την τέλεση του οποίου, ενόψει της αποδιδόμενης σε αυτόν φορολογικής παράβασης, έχει κινηθεί ποινική διαδικασία σε βάρος του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού εκτίμησε ότι όλοι οι προαναφερθέντες λόγοι της ανακοπής ανάγονται αποκλειστικώς στη νομιμότητα της καταλογιστικής του προστίμου πράξης, που αποτέλεσε το νόμιμο τίτλο για τη διενέργεια της επίδικης ταμειακής βεβαίωσης, κατά της οποίας (καταλογιστικής πράξης) προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και ο εντεύθεν έλεγχός της κατά το νόμο και την ουσία, και έκρινε ότι δεν μπορούσαν οι λόγοι αυτοί να εξεταστούν παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της ένδικης ανακοπής, απέρριψε αυτούς ως απαραδέκτως προβαλλόμενους. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι για τις φορολογικές παραβάσεις που του αποδίδονται κρίθηκε αθώος με αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου απορρίφθηκε, προεχόντως, ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον με το από 2.4.2018 υπόμνημα, με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., επιτρέπεται μόνο ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων με το ένδικο βοήθημα λόγων. Την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως εσφαλμένης επιδιώκει ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση, όπως αναπτύσσεται με το κατατεθέν υπόμνημα, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν. Αντίθετα, το Ελληνικό Δημόσιο, με το υπόμνημα που παραδεκτώς κατέθεσε, υποστηρίζει ότι η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
5. Επειδή, ο εκκαλών προβάλλει ότι μη νόμιμα, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία των ισχυουσών διατάξεων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν επιτρεπόταν στην προκείμενη περίπτωση ο παρεμπίπτων έλεγχος της πράξης επιβολής προστίμου με βάση την οποία έγινε η ταμειακή βεβαίωση και απέρριψε ως απαραδέκτως προβαλλόμενους τους λόγους της ανακοπής του που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της επιβολής του προστίμου, αν και δεν υφίστατο σχετικώς δεδικασμένο. Σύμφωνα, όμως, με τις διατάξεις του Κ.Δ.Δ. που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, στα πλαίσια της εκδίκασης ανακοπής του άρθρου 217 παρ. 1 κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση του κύρους του νόμιμου τίτλου, με βάση τον οποίο εχώρησε η βεβαίωση, όταν κατ’ αυτού προβλέπεται, κατά το νόμο, η άσκηση ενδίκου βοηθήματος που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία. Εν προκειμένω κατά της πράξης επιβολής του προστίμου, βάσει της οποίας εχώρησε η επίδικη ταμειακή βεβαίωση, ο εκκαλών είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ΚΔΔ, να ασκήσει προσφυγή και, συνεπώς, οι λόγοι της ανακοπής (έχουν παρατεθεί στην προηγούμενη σκέψη) με τους οποίους αμφισβητούσε τη νομιμότητα της πράξης αυτής δεν ήταν εξεταστέοι από το δικαστήριο της ανακοπής και ως εκ τούτου ήταν απορριπτέοι ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι, όπως ορθώς απορρίφθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, η δυνατότητα του ανακόπτοντος να προβάλει λόγους που αναφέρονται στη βασιμότητα του νόμιμου τίτλου, όταν δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας κατά του νόμιμου τίτλου και, ενώ έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτού, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να κρίνει τη νομιμότητά του (ΣτΕ120/2018).
6. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει προεκτεθεί, ο αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η επιβολή σε βάρος του του ένδικου προστίμου είναι μη νόμιμη, διότι για τις φορολογικές παραβάσεις που του αποδόθηκαν κρίθηκε αμετάκλητα αθώος με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, απορρίφθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση, προεχόντως, ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον με το υπόμνημα. Με την έφεση ο εκκαλών υποστηρίζει, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 5 του ΚΔΔ, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δεσμευόταν από την εν λόγω απόφαση, όφειλε να τη λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε, στα πλαίσια της εκδίκασης ανακοπής του άρθρου 217 παρ. 1 του ΚΔΔ κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση του κύρους του νόμιμου τίτλου, όταν κατ’ αυτού προβλέπεται, κατά το νόμο, η άσκηση ενδίκου βοηθήματος που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος έπρεπε να απορριφθεί από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προεχόντως, διότι, ως λόγος επί του βασίμου του νόμιμου τίτλου, δεν ήταν εξεταστέος από το δικαστήριο της ανακοπής και ως εκ τούτου ήταν απαράδεκτος. Κατόπιν αυτών, ορθώς αν και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ο προαναφερθείς λόγος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα απορρίπτονται ως αβάσιμα. Τέλος, ο εκκαλών επαναφέρει με την υπό κρίση έφεση τους λόγους που προέβαλε με την ανακοπή και έχουν εκτεθεί σε προηγούμενη σκέψη. Οι λόγοι, όμως, αυτοί είναι απορριπτέοι, δεδομένου ότι, πέραν του ότι δεν προσάπτουν συγκεκριμένη πλημμέλεια στην εκκαλούμενη απόφαση, αναφέρονται στο κατ’ ουσία βάσιμο της επίδικης απαίτησης και ως εκ τούτου μπορεί να προβληθούν μόνο με την προβλεπόμενη κατά της καταλογιστικής πράξης των προστίμων προσφυγή ουσίας.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος με την κρινόμενη έφεση, πρέπει αυτή να απορριφθεί, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το παράβολο που καταβλήθηκε (άρθρο 277 παρ.9 Κ.Δ.Δ.), και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο εκκαλών από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 Κ.Δ.Δ.).
Διά ταύτα
Απορρίπτει την έφεση.
Ορίζει να περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο το παράβολο που καταβλήθηκε.
Απαλλάσσει τον εκκαλούντα από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 21 Νοεμβρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΝΤΕΛΗ-ΠΙΣΤΟΦΙΔΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΙΑΚΙΔΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΑΝΔΡΕΟΥ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα