Αριθμός 154/2017
Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Εφέτη, Γεράσιμο Ανδρεόλα, Εφέτη-Εισηγητή, κι από το Γραμματέα Ιωάννη Βακόνδιο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Απριλίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας-εναγομένης: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στην …, οδός …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κανδιώ Μαραγκού Δ.Σ. Σύρου.
Του εφεσίβλητου-ενάγοντος: ... του …, κατοίκου … Σύρου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δοκιμάκη Δ.Σ. Σύρου.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κατέθεσε την από 28-7-2014 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου, η οποία έχει καταχωρηθεί με αριθ. …/28-7-2014 και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 11/2015 απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εναγόμενη, με την από 3-6-2015 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου με αριθ. …/5-6-2015, ορίστηκε, δε, δικάσιμος αυτής με την …/8-6-2015 Πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου η 13-5-2016 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπως αναφέρεται παραπάνω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 3.6.2015 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …/5.6.2015 έφεση κατά της υπ’ αριθ.11/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, (αρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 8.5.2015, όπως προκύπτει από τη σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης, και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.6.2015 (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί παράβολο διακοσίων (200) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 28.7.2014 και με αριθμ. κατάθεσης …./28.7.2014 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στην Ερμούπολη Σύρου στις 12.3.2007, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα του χορήγησε στεγαστικό δάνειο σε συνάλλαγμα, ποσού 193.644 ελβετικών φράγκων, από τα οποία όμως παρακρατήθηκε το ποσό των 800 ευρώ για λειτουργικά και διαχειριστικά έξοδα του δανείου, κατόπιν προφορικής ενημέρωσης του εκ μέρους της τελευταίας, με τον υπ' αριθ. 10 όρο της πρόσθετης πράξης της ως άνω σύμβασης. Ότι σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 4.5 όρο, που περιεχόταν στο έντυπο της συμβάσεως, οι υποχρεώσεις του ιδίου ως οφειλέτη προς την εναγομένη Τράπεζα θα εκπληρώνονταν είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ και στην τελευταία περίπτωση το ύψος της οφειλής θα προσδιοριζόταν με βάση την τιμή πώληση του νομίσματος χορήγησης κατά την ημέρα καταβολής. Ότι ενώ η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου ανερχόταν σε 1,6458000 την 12.3.2007, που ήταν η ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, το σχετικό μέγεθος σταδιακά μειώθηκε μέχρι που την 8.7.2014 κατέληξε να διαμορφωθεί σε 1,19241000, αφού το ελβετικό νόμισμα ισχυροποιήθηκε έναντι του ευρώ. Ότι λόγω της ανατιμήσεως αυτής του ελβετικού φράγκου αντιστοίχως απομειώθηκε αποτιμώμενη σε ελβετικά φράγκα η αξία των καταβολών, τις οποίες ο ενάγων επιχείρησε σε ευρώ εκπληρώνοντας τις συμβατικές υποχρεώσεις του, κατά τρόπο ώστε να έχουν εξανεμιστεί όλες οι καταβολές που ο ίδιος πραγματοποίησε (σε ευρώ) έναντι του παραπάνω δανείου, με συνέπεια το αρχικό του κεφάλαιο, υπολογιζόμενο σε ελβετικά φράγκα, να έχει μεν ελαττωθεί κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση, υπολογιζόμενο, όμως, σε ευρώ, να παραμένει υψηλό, έχοντας μειωθεί από το ποσό των 117.659 ευρώ (την 12η Μαρτίου 2007) μόλις σε αυτό των 85.355,41 ευρώ (την 22α Αυγούστου 2013). Με βάση δε το ιστορικό αυτό ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον και, παράλληλα, ότι ο ίδιος δεν ενημερώθηκε από τους υπαλλήλους της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας σχετικά με τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους του συναλλαγματικό κίνδυνο, που συνδέεται με την υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου κατά τη λήψη του επίμαχου δανείου, αλλά ούτε και για τις επιπτώσεις, που θα μπορούσε να έχει μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος στο ύψος τόσο των εξοφλητικών δόσεων, όσο και του κεφαλαίου του ανωτέρω δανείου, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα α) του όρου περί παρακράτησης 800 ευρώ, ως διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα του δανείου, από το ποσό της εκταμίευσης, διότι αποτελεί απαγορευμένη προμήθεια, και β) του προαναφερόμενου υπ' αριθ. 4.5 όρου, αφενός μεν διότι ο ίδιος τον αγνοούσε ανυπαιτίως, αφετέρου δε διότι το περιεχόμενο του δεν είναι σαφές και ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκε και ότι αυτός (όρος) τυγχάνει αόριστος ακατάληπτος και καταχρηστικός, επιφέρει δε σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των δύο συμβαλλομένων στην παραπάνω σύμβαση μερών σε βάρος του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος επεδίωκε να αναγνωριστεί η ακυρότητα του έβδομου όρου της συμβάσεως στεγαστικού δανείου και να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει το ποσό του δανείου σύμφωνα με την ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά το χρόνο λήψεως του δανείου, διαφορετικά να το προσδιορίσει σε ευρώ από την έναρξη της συμβατικής σχέσης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 11/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την έκρινε ορισμένη και νόμιμη, πλην των αιτημάτων της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας του υπ' αριθ. 10 όρου της πρόσθετης πράξης της ένδικης σύμβασης και περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, τα οποία απερρίφθησαν ως μη νόμιμα, το πρώτο γιατί κατά το άρθρο 1εδ. α της υπ’ αριθμ.1.969/8.8.1991 πράξης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια των οποίων το επιτόκιο καθορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ. α' της υπ' αριθ. 2.501/31.10.2002 πράξης του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος «δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων», το δε δεύτερο γιατί η απόφαση που θα εκδοθεί, σε περίπτωση ευδοκίμησης της υπό κρίση αγωγής θα είναι αναγνωριστική, οπότε δεν νοείται αναγκαστική εκτέλεση της. Στη συνέχεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο παραπάνω συμβατικός όρος (υπ’ αριθ. 4.5 όρος της ... έγγραφης δανειακής σύμβασης) είναι άκυρος λόγω καταχρηστικότητας και ότι οι καταβολές που επιχειρεί ο ενάγων σε εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων υπολογίζονται σύμφωνα με την ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ζητεί για τους λόγους ,που αναφέρει στην έφεσή της, οι οποίοι και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της Τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται ( ΑΠ 904/2011 Αρμ. 2012, 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παράγραφος αυτή, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί. διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔ 2006, 419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007, όπου ορίζεται ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 σπαριθμούνται ενδεικτικά και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου ((της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδεικτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ` αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007,975). Η απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι` αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, ........ κατά ...., σκέψεις 71 - 75). H παραπάνω σαφήνεια, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, δηλαδή να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής και υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010, 943’ ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΛαρ.17/2017 Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη συναλλακτική σχέση, που δημιουργείται μεταξύ Τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους: α) η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της Τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις Τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο, τη βιομηχανία και την κατανάλωση. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας με τους πελάτες τους και ε) η Τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της Τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των τελευταίων, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ Τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης ,αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη ,καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η Τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει ,αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της Τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι η Τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η Τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της (βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο - Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων Γενικό Μέρος, 2008, σελ. 31 επ.). Περαιτέρω στο πλαίσιο όλων εν γένει των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι) συμβατικές, με συνέπεια η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής. Η παραπάνω αρχή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης. Επίσης, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ,που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη, κυρίως του πελάτη της Τράπεζας, ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της Τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 ΑΚ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα ,όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη ,την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 ΑΚ) η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην Τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται επίσης συμβατικές, συνεπάγεται, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη. Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της Τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων, μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων, που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση (ΕφΑΘ 4617/2012, Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α’ 277/18-11-20.02) Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος,( ΠΔΤΕ) η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 92 παρ.1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την υποχρέωση ενημέρωσης των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παραπάνω πράξη, τα τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, α) να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις, που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές ,β) να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων, που έχουν συμφωνηθεί, γ) να παρέχουν στις χορηγήσεις σε συνάλλαγμα τουλάχιστον ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης ,σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, και δ) οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά τη σύναψή της , και ε) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, δηλαδή η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας. Ειδικότερα, για την περίπτωση της συνομολογηθείσας σύμβασης σε ξένο νόμισμα (σε Ελβετικό φράγκο) και σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30-4-2014 (υπόθεση c-26/13, Αrpad Κasler, Hajnalka Καslerne Rabai κατά ΟΤΡ Jelzalogbank Zrt. σκέψεις 71 - 75) ,για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων ,πρέπει να παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων και ειδικότερα να διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, δηλαδή να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση ,που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος (Ελβετικού φράγκου) διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου (ΕφΑθ 1611/2017 ‘Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., αυτό καλύπτεται, κατ’ αρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθ. 6 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 - 82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθ. 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Συγκεκριμένα, καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, λαμβάνει δε, επίσης, υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις, που είχαν προηγηθεί και πώς οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Για να συναγάγει, εξάλλου, το ερμηνευτικό του πόρισμα το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής, τα οποία θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος, που είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, γεγονός, που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειές τους. Αντίθετα, η διάταξη του άρθ. 371 ΑΚ και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης, ως μέσο συμπλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου - καταναλωτή, δεδομένου ότι η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους γ.ο.σ. Έτσι, η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω, όρου, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθ. 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης), παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125, ΕφΑΘ 1471/2013 Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της υπ' αριθ. .../2014 ένορκης βεβαίωσης των μαρτύρων ... και ..., ενώπιον της συμβ/φου Σύρου ..., που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων που λήφθηκαν μετά από εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …/17.9.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...) και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. ... έγγραφη σύμβαση στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στην Ερμούπολη Σύρου στις 12.3.2007, η εκκαλούσα (εναγομένη) χορήγησε στον εφεσίβλητο (ενάγοντα) στεγαστικό δάνειο, μέσω του οποίου ο τελευταίος θα αποπλήρωνε το τίμημα, ύψους 120.000 ευρώ, της αγοράς του 1/6 ενός ακινήτου, που βρίσκεται στην Ερμούπολη, που μόλις είχε αποκτήσει, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/0122007 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ερμούπολης ..., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα. Το δάνειο αυτό συμφωνήθηκε σε συνάλλαγμα και ήταν ποσού 193.644 ελβετικών φράγκων (CHF), η δε αποπληρωμή του ορίστηκε σε εκατόν είκοσι (12) συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ύψους 1.880,59 CHF, αρχής γενομένης από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2007. Το επιτόκιο, που θα βάρυνε το εν λόγω δάνειο συμφωνήθηκε να είναι σταθερό (στο 3%) για τα τρία πρώτα έτη μετά τη σύναψη της σύμβασης και κυμαινόμενο για τα μετέπειτα επτά έτη. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο, προβλέφτηκε πως θα συναρτούταν με τον αριθμό LIBOR (βλ. τον υπ' αριθ. 5.8 όρο της ένδικης σύμβασης), τον αριθμητικό, δηλαδή, μέσο όρο (στρογγυλοποιημένος προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία) των επιτοκίων, που προσφέρονται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου, στις 11.00 π.μ. περίπου (ώρα Λονδίνου), δύο εργάσιμες (για το Λονδίνο και την Αθήνα) ημέρες πριν από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου για καταθέσεις σε ελβετικό φράγκο, ύψους αντίστοιχου με το εκτοκιζόμενο κεφάλαιο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το ως άνω ποσό των 193.644 ελβετικών φράγκων εκταμιεύτηκε οκτώ ημέρες αργότερα, την 20η Μαρτίου 2007, ενώ η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου ήταν 1,6458000, ισούταν, δηλαδή, αυτό με 117.659 ευρώ, στα οποία και μετατράπηκε πριν δοθεί στον εφεσίβλητο, αφού ο τελευταίος, σε ευρώ θα κατέβαλε, όπως και πράγματι έκανε (βλ. το υπ' αρ, .../20.2.2007 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ερμούπολης ...), το τίμημα της αγοράς του προαναφερόμενου ακινήτου. Το ποσό του δανείου συμφωνήθηκε, ότι θα κατατεθεί από την εκκαλούσα με πίστωση του τηρούμενου εκ μέρους της υπ’ αριθμ. ... λογαριασμό, ο οποίος μεταφέρθηκε στη συνέχεια στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό, από τον οποίο με αντίστοιχη χρέωση θα το αναλάμβανε ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με τον υπ' αριθ. ... κοινό λογαριασμό καταθέσεων, στον οποίο καταχωρούνταν σε ελβετικά φράγκα τόσο οι δεδουλευμένοι τόκοι, που, κατά διαστήματα, βάρυναν το δάνειο, όσο και οι διάφορες καταβολές, στις οποίες ο εφεσίβλητος προέβαινε προς εξόφληση του. Οι τελευταίες, ωστόσο, στην πραγματικότητα, γίνονταν σε ευρώ, αφού ο εφεσίβλητος που ζει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, ως έμπορος, σε ευρώ έχει εισόδημα από την εργασία του και σε ευρώ πραγματοποιεί τις συναλλαγές του. Από την άλλη πλευρά, σε ελβετικά φράγκα υπολογιζόταν κάθε μία από τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που ο εφεσίβλητος ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει (βλ. τους σχετικούς πίνακες πληρωμών, σε συνδυασμό με το αντίγραφο της κίνησης του δανειακού λογαριασμού, που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι). Εξάλλου, σύμφωνα με τους υπ' αρ. 4.1 και 6.1 όρους της ως άνω σύμβασης ο δανειολήπτης- εφεσίβλητος όφειλε να καταβάλει στην Τράπεζα ακριβόχρονα τις προς εξόφληση του δανείου δόσεις. Εφόσον δε το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού χορηγούταν σε συνάλλαγμα, ο εκκαλών (οφειλέτης) υποχρεούταν να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την Τράπεζα του οικείου συναλλάγματος που θα καταβάλλεται, σύμφωνα με τα ισχύοντα στη διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση (όρος υπ' αριθ. 4.5). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ενώ η ισοτιμία του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο ανερχόταν, όπως προεκτέθηκε, κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, στο 1,6458000, στη συνέχεια, διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα, σταδιακά μειώθηκε, αφού το αλλοδαπό νόμισμα ισχυροποιήθηκε έναντι του εγχώριου. Ανήλθε δε αυτή, ενδεικτικά, την 1η Αυγούστου 2007 στο 1,6451000, την 1η Απριλίου 2008 στο 1,6147000, την 1η Δεκεμβρίου 2008 στο 1,4850000, την 1η Σεπτεμβρίου 2010 στο 1,2935000, την 1η Ιουνίου 2011 στο 1,227§000, την 1η Οκτωβρίου 2012 στο 1,2170000 και την 1η Ιουλίου 2014 στο 1,2138000. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να είναι υποχρεωμένος να καταβάλει πιο πολλά χρήματα, προκειμένου να αποπληρώνει τις τοκόχρεωλυτικές δόσεις του δανείου του. Έτσι λ.χ., ενώ για μία δόση, ύψους 1.880,59 CHF, την 1η Αυγούστου 2007 έπρεπε να καταβάλει (1.880,59 / 1,6451000 =} 1.143,14 ευρώ, την 1η Ιουλίου 2014, για την ίδια δόση όφειλε να καταβάλει (1.880,59 / 1,2138000=) 1.549,34 ευρώ. Το δε συνολικό υπόλοιπο της οφειλής του ενώ, την 20η Μαρτίου 2007, ανερχόταν στα 193.644 CHF ή 117.659 ευρώ, την 1η Ιουλίου 2014, με ισοτιμία 1,2138000, ανερχόταν στα 103.604,39 CHF ή 85.355,41 ευρώ, παρότι ο εφεσίβλητος ήδη είχε καταβάλει (με τις μηνιαίες δόσεις) το ποσό των 80.150,39 ευρώ. Στο ποσό αυτό έκλεισε ο παραπάνω λογαριασμός του εφεσίβλητου με την από 12 Ιουνίου 2014 καταγγελία της εκκαλούσας , που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο (ενάγοντα) την 1η Ιουλίου 2014, και λύθηκε παράλληλα η ένδικη σύμβαση. Περαιτέρω, ο ως άνω υπ' αριθ. 4.5 όρος της ένδικης σύμβασης, που ήταν προδιατυπωμένος από την εκκαλούσα και περιλαμβανόταν στους γ.ο.σ., χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούσε ο εφεσίβλητος (ενάγων) καθ' όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του, είναι αόριστος και ασαφής, ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος. Συγκεκριμένα, με τον επίμαχο όρο παραβιάζεται από την εκκαλούσα (εναγομένη) η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθετών τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, ο ενάγων να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούταν να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούταν σε βάρος του πρώτου (βλ. την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 73-75), Δεν μπορούσε, επομένως αυτός να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβε. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειές του, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (ΑΠ 1219/2001). Εξάλλου, και με την υπ' αριθ. 2.501/31.10.2002 Πράξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επιβάλλεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν τους δανειολήπτες σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος. Η πληροφόρηση αυτή πρέπει να είναι επαρκής προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις και να περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος (ευρώ) και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος. Τα ανωτέρω επιβάλλονται, επειδή με τον τρόπο αυτό, από τη σκοπιά της προληπτικής πολιτικής η αντιμετώπιση της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση δανειοληπτών και δανειστών μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό των ανησυχιών όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Όντως, η παροχή κατάλληλης πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά των προϊόντων μειώνει τις περιπτώσεις δυσμενών επιλογών (adverse selection) και τον πιστωτικό κίνδυνο, αφού οι επισφαλείς ή μη ενημερωμένοι δανειολήπτες έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιλέξουν δάνεια σε ξένο νόμισμα. Από δε τη σκοπιά της νομισματικής πολιτικής η επαρκής πληροφόρηση συμβάλλει στη μείωση των τριβών στην αγορά, οι οποίες αποτελούν σύνηθες εμπόδιο στις τραπεζικές χορηγήσεις. Ενώ από τη σκοπιά της προστασίας των καταναλωτών η παροχή ολοκληρωμένων και διαφανών πληροφοριών και η θέσπιση ομοιόμορφων προτύπων θεωρούνται ουσιώδεις για τη λήψη εμπεριστατωμένων αποφάσεων. Αντιθέτως, δάνεια όπως το ένδικο, σε ελβετικό φράγκο, διαφημίστηκαν ως πιο συμφέροντα, λόγω της σχετικά γρήγορης εκταμίευσής τους και του χαμηλότερου επιτοκίου τους, για να προσελκυθεί περισσότερο καταναλωτικό κοινό, σε μια εποχή (το έτος 2006), που τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτοντας αρκετή ρευστότητα ενδιαφέρονταν για την πώληση των προϊόντων τους, κυρίως δανείων, σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό, πολλές φορές μάλιστα χωρίς εμπράγματη ασφάλεια. Το καταναλωτικό κοινό ανταποκρίθηκε στην προσφορά αυτή, επειδή, όμως, κατά την προσφορά τους δινόταν ιδιαίτερη (αν όχι αποκλειστικά) έμφαση στο χαμηλότερο επιτόκιο (Libor), σε σχέση με τα άλλα δάνεια, που χορηγούνταν σε ευρώ και είχαν επιτόκιο Euribor, για τα οποία είχε χαθεί το ενδιαφέρον εξ αιτίας του υψηλού τους κόστους. Επίσης, τα δάνεια αυτά είχαν χαμηλότερο κόστος και για τον λόγο ότι την ασφάλεια του πιστωτικού κινδύνου κάλυπτε ο ίδιος ο δανειολήπτης, και όχι η Τράπεζα, διαφορετικά το κόστος του σχεδόν θα ισοδυναμούσε με αυτό ενός δανείου σε ευρώ, οπότε οι καταναλωτές πάλι δεν θα ενδιαφέρονταν. Πιστωτικά ιδρύματα, όπως η εναγομένη, που δεν είχαν προβεί στην προώθηση του εν λόγω προϊόντος μέσω της διαφήμισης, αναγκάστηκαν τελικά να το προωθήσουν, εξ αιτίας της πίεσης του ανταγωνισμού. Οι τράπεζες που προσέφεραν δάνεια σε φράγκα Ελβετίας μπόρεσαν να ανταγωνιστούν για την εξασφάλιση μεριδίου αγοράς προσφέροντας χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης δανείων σε σύγκριση με τις τράπεζες που προσέφεραν δάνεια σε ευρώ. Έτσι, η εκκαλούσα αναγκάστηκε νε εισέλθει στην αγορά δανείων σε ξένο νόμισμα για να μην χάσει το μερίδιο αγοράς της. Από την άλλη πλευρά, η τελευταία, όπως εκτέθηκε, δεν ασφάλισε τον πιστωτικό κίνδυνο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση δανείου σε ευρώ, αλλά επέρριψε τον κίνδυνο αυτό σε βάρος του εφεσίβλητου με την ένδικη σύμβαση. Συγκεκριμένα, με τον υπ' αριθ. 4.7 όρο της συμφωνήθηκε ότι ο εφεσίβλητος (ενάγων) «φέρει στο ακέραιο κάθε επιβάρυνση από την αυξομείωση της ισοτιμίας μέχρις ολοσχερούς αποπληρωμής του δανείου και αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποκαταστήσει κάθε ζημία που συνεπεία τούτου ήθελε προκληθεί στην Τράπεζα». Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ ακολουθούσε αντίστροφη πορεία, ήτοι ενισχυόταν το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, ο εφεσίβλητος, όχι μόνο δεν θα κατέβαλε μειωμένη δόση σε ευρώ, αλλά θα κάλυπτε και το ποσό της διαφοράς της αξίας του (υποτιμημένου) φράγκου σε σχέση με το ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, η εκκαλούσα, όπως και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα που χορηγούσαν δάνεια με ρήτρα ξένου νομίσματος αποκόμιζε πρόσθετο κέρδος λόγω των διαφορών συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τη μετατροπή των δόσεων των δανείων από/προς το εγχώριο νόμισμα, οποιαδήποτε και αν ήταν η εξέλιξη της ισοτιμίας, και τούτο επειδή μπορούσε επίσης να ορίσει υψηλότερα περιθώρια κέρδους και υψηλότερες προμήθειες από ό,τι για τα δάνεια σε εγχώριο νόμισμα και επομένως να βελτιώσει τα οικονομικά της αποτελέσματα (βλ. κατάθεση μάρτυρας εναγόμενης, που αναφέρει ότι η τελευταία είχε κέρδος λόγω των «περιθωρίων» αυτών). Με τον επίμαχο όρο, επομένως, καθίσταται προφανής η διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων σε βάρος του εφεσίβλητου, καθώς η εκκαλούσα δεν θα υφίστατο καμία ζημία, αλλά μόνο θα κέρδιζε. Τα ως άνω αναφερόμενα, δηλαδή, επίσης ώθησαν την εκκαλούσα, πέραν του ανταγωνισμού, στη χορήγηση δανείων όπως το ένδικο, και στις δύο δε περιπτώσεις (μη απώλεια μεριδίου αγοράς, πρόσθετο κέρδος λόγω διαφορών ισοτιμίας) ουδόλως βλάπτονται τα συμφέροντά της ή απομειώνονται τα κέρδη της, συνεπώς αβασίμως ισχυρίζεται ότι δεν τη συνέφερε η προώθηση τέτοιων δανείων και ότι η επιλογή του εκ μέρους του εφεσίβλητου οφειλόταν αποκλειστικά σε απόφαση και επιμονή του τελευταίου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα προέβη στην πληροφόρηση του εφεσίβλητου με τον τρόπο που ανωτέρω εκτίθεται, για να καταστεί ο υπ' αριθ. 4.5 επίμαχος όρος της υπό κρίση σύμβασης διαφανής κατανοητός και εύληπτος, οι δε εκ μέρους της επισημάνσεις προς αυτόν περιορίζονταν ουσιαστικά μόνο σε επανάληψη της διατύπωσής του (μαζί με εκείνη του υπ' αριθ. 4.6 όρου, περί ανάληψης του συναλλαγματικού κινδύνου σε περίπτωση αυξομείωσης της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου ως προς το ευρώ), χωρίς να επεξηγείται περαιτέρω πώς λειτουργεί και υλοποιείται στην Πράξη μια τέτοια εξέλιξη (αυξομείωσης της ισοτιμίας) και πώς επιδρά αυτή στις έναντι της εκ του δανείου υποχρεώσεις του ενάγοντος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, περί μη -προσήκουσας- πληροφόρησης του εφεσίβλητου εκ μέρους της εκκαλούσας, στηρίζεται και στο γεγονός ότι η μάρτυράς της, που απασχολείται σε υποκατάστημά της, εξεταζόμενη στο ακροατήριο, του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατέθεσε ότι το πιστωτικό ίδρυμα ενημέρωνε πώς οποιαδήποτε διακύμανση της ισοτιμίας επηρεάζει αντίστοιχα τη δόση των πελατών της, που έχουν πάρει δάνειο σε ξένο νόμισμα, όχι όμως στεγαστικό, όπως το ένδικο (βλ. πρακτικό). Επίσης κατέθεσε ότι βάσει της (ένδικης) σύμβασης δεν προβλεπόταν η υποχρέωση της εκκαλούσας (εναγόμενης) να ενημερώσει αναλόγως τον δανειολήπτη-ενάγοντα, ενώ τούτο, όπως αναφέρθηκε, επιβάλλεται ήδη από την Οδηγία 92/13/ΕΠΟΚ και την υπ' αριθ. 2.501/2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας. Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθετε (κατά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης στις 12 Μαρτίου 2007) ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος καθώς ήταν ηλικίας μόλις είκοσι πέντε (25) ετών και οι γνώσεις του περί των οικονομικών ήταν θεωρητικές και περιορισμένες, ως απόφοιτος του ΤΕΙ Πατρών Διοίκησης Επιχειρήσεων, εξάλλου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα εργαζόταν ως βοηθός λογιστή, στην πραγματικότητα δε έκανε ένα είδος πρακτικής σε θέματα λογιστικά, ενώ οι μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ολλανδία επί χρηματοοικονομικών έλαβαν χώρα μεταγενέστερα, οπότε δεν διέθετε επαρκή, επαγγελματική και μορφωτική, εμπειρία και γνώση για τα παραπάνω ζητήματα (συνθήκες αγοράς, νομισματικούς κανόνες, κόστος χρήματος). Το γεγονός ότι με αλληλογραφία του (εξώδικες δηλώσεις του και προσκλήσεις) προς την εκκαλούσα αποπειράθηκε να ρυθμίσει το χρέος του, προτείνοντας να καταβάλει εφάπαξ το ποσό (αρχικά των 55.000 € και τελικά) των 75.000 € από τα συνολικά 85.355,71 € οφειλόμενα, δεν καταδεικνύει ότι είχε αναληφθεί το περιεχόμενο του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβε, αφού σε κάθε περίπτωση η αναγνώριση της οφειλής του δανειολήπτη δεν αποκλείει την άγνοια του περί του ακριβούς νοήματος των συνομολογημένων, δεν αποκλείεται μάλιστα, το ενδεχόμενο η -αδιαμαρτύρητη- αναγνώριση της οφειλής να οφείλεται στην άγνοια αυτή. Ο δε ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι καταχρηστικώς ασκείται η κρινόμενη αγωγή επειδή ο ενάγων, («όπως και ο πιο αφελής και αστοιχείωτος άνθρωπος»), γνώριζε τον κίνδυνο που ανέλαβε με τη σύναψη του παραπάνω δανείου σε ξένο νόμισμα, με δεδομένη την καθημερινή διακύμανση της ισοτιμίας του έναντι του ευρώ, συνιστά, κατ' ορθή εκτίμησή του, άρνηση της αγωγής, όσον αφορά τη δυνατότητα του ενάγοντος να είναι σε θέση να γνωρίζει τον κίνδυνο που ανέλαβε με τη σύναψη του παραπάνω δανείου σε ξένο νόμισμα, και πρέπει να απορριφθεί, με βάση όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Επίσης ο ίδιος ισχυρισμός της (περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής) και για τον λόγο ότι ο εφεσίβλητος (ενάγων) δεν προτίμησε, ως δικαιούταν (με τον υπ’ αριθ. 2.3 όρο της σύμβασης), να μετατρέψει με αίτησή του το ποσό του δανείου όποτε επιθυμούσε σε ευρώ, για να αποφύγει το επαχθέστερο επιτόκιο Euribor, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος επειδή α) η αίτησή του αυτή εξαρτιόταν από δική της έγκριση, β) ενεργούσε για το μέλλον και όχι αναδρομικά (υπ' αριθ. 2.3 όρος: «Το δάνειο, μετά από αίτηση του Οφειλέτη και έγκριση της Τραπέζης είναι δυνατό να... μετατρέπεται και σε άλλο νόμισμα... το ποσό του... θα προσδιορίζεται με βάση την τρέχουσα τιμή αναφοράς...»), και γ) σε κάθε περίπτωση, όταν ασκήθηκε η κρινόμενη αγωγή στις 28.7.2014 είχε ήδη καταγγελθεί και λυθεί, την 1η.7.2014 όπως ανωτέρω εκτέθηκε- η ένδικη σύμβαση, οπότε ο ως άνω όρος με αριθμό 2.3 έπαυσε να ισχύει, επομένως ο εφεσίβλητος δεν είχε την παραπάνω δυνατότητα περί μετατροπής αντιθέτως μπορούσε πλέον να προβάλει τους ένδικους ισχυρισμούς του μόνο με την αγωγή. Περαιτέρω, όσον αφορά το κενό, που δημιουργείται από την ακυρότητα του προμνημονευμένου γ.ο.σ, αυτό, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, θα έπρεπε, κατ' αρχήν, να καλυφθεί με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου και, ειδικότερα, με την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, η οποία ορίζει πως «όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Ωστόσο, επειδή η ουσιαστικού δικαίου ρύθμιση, που η εν λόγω διάταξη εισάγει, ταυτίζεται με εκείνη του προμνημονευόμενου όρου, που κρίθηκε καταχρηστικός, το Δικαστήριο κρίνει πως η εφαρμογή της στη θέση του θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα, στη διάψευση, δηλαδή, των εύλογων προσδοκιών του εφεσίβλητου αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την εναγομένη και, συνακόλουθα, στη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των μεταξύ τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του ιδίου. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δεσμευτική, αφού δεν καθιερώνει υποχρέωση, αλλά απλό δικαίωμα του οφειλέτη να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο τηςπληρωμής θα πρέπει να αποκλειστεί. Κατά συνέπεια το κενό, που προκαλείται στην επίμαχη σύμβαση αναφορικά με την ισοτιμία, βάσει της οποίας θα υπολογιστεί το υπόλοιπο, ανεξόφλητο, ποσό σε ευρώ, που ο ενάγων υποχρεούται να καταβάλει προς εξόφληση του καταγγελθέντος δανείου του, θα πρέπει να πληρωθεί με συμπληρωματική, κατ' άρθρο 200 ΑΚ, ερμηνεία αυτής (σύμβασης), ούτως ώστε η τελευταία να ανταποκρίνεται πλέον στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Στο πλαίσιο της εν λόγω ερμηνείας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις αρχές της συναλλακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος τη φύση και τον σκοπό της επίμαχης σύμβασης, την οποία συνήψαν οι διάδικοι, και, συγκεκριμένα, το γεγονός πως επρόκειτο για μία, καταρτισθείσα στην Ελλάδα, δανειακή σύμβαση, μέσω της οποίας ο ενάγων θα αποπλήρωνε (σε ευρώ) το τίμημα της αγοράς της εξ αδιαιρέτου μερίδας κατά 1/6 ενός ακινήτου, γ) τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, εκ των οποίων εκείνα της εκκαλούσας δεν εξαρτώνται, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων, αλλά εξυπηρετούνται μέσω του προαναφερόμενου κυμαινόμενου επιτοκίου και του περιθωρίου αυτού, με το οποίο και συμφωνήθηκε πως θα αποπληρωθεί το δάνειο, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές μέχρι το έτος 2007, οπότε και καταρτίστηκε η επίμαχη σύμβαση, και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ε) το γεγονός πως ο ενάγων, ως υπήκοος Ελλάδας, ο οποίος ζει και δραστηριοποιείται στην ελληνική επικράτεια, δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί το εγχώριο νόμισμα, και δη το ευρώ, στις συναλλαγές του, στ) το γεγονός πως η εκκαλούσα (εναγομένη), όπως κατέθεσε η μάρτυρας της, και υπάλληλός της, γνώριζε πως ο εκκαλών δεν είχε στην κατοχή του, ούτε κατατεθειμένα σε Τραπεζικό λογαριασμό, ελβετικά φράγκα, με συνέπεια να εξοφλεί, όπως και πράγματι έκανε, ουσιαστικά σε ευρώ το δάνειό του, ζ) το γεγονός πως το χρηματικό ποσό, που χορηγήθηκε, ως δάνειο, στον εφεσίβλητο δυνάμει της επίμαχης σύμβασης, ναι μεν εκταμιεύτηκε σε ελβετικά φράγκα, πλην, όμως, αμέσως μετά την εκταμίευσή του μετατράπηκε από την ίδια την εκκαλούσα σε ευρώ και, μάλιστα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων ισοτιμία κατά την ημέρα της εκταμίευσής του (το συνομολογεί η εναγομένη και το επιβεβαίωσε η μάρτυράς της), η) το γεγονός πως η εναγόμενη διέθεσε ουσιαστικά στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 117.659,49 €, με το οποίο ισούταν, την ημέρα της εκταμίευσής του, το ποσό των 193.644 ελβετικών φράγκων, αφού ο εφεσίβλητος με ευρώ θα εξοφλούσε το τίμημα, ύψους 120.000 €, της αγοράς του της κατά 1/6 εξ αδιαιρέτου μερίδας του επί του ανωτέρω ακινήτου, επομένως πρόθεση του τελευταίου ήταν να δανειστεί και να λάβει ευρώ, θ) το γεγονός πως η εκκαλούσα, στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης δεν παρείχε ουσιαστικά στον εφεσίβλητο δανειολήπτη κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων, και ι) τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως «με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η εκκαλούσα, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου αυτού (δανείου) την 20η.3.2007 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψη 26). Επομένως, με βάση την ισοτιμία αυτή θα έπρεπε να υπολογίσει και τις καταβολές σε ευρώ, πού ο εφεσίβλητος πραγματοποίησε προς εξόφλησή του, και περαιτέρω το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, που δεν εξοφλήθηκε ακόμη, ο δε υπολογισμός αυτός κρίνεται εύλογος και δικαιολογημένος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, και να αναγνωριστεί ότι ο υπ' αριθ. 4.5 όρος της από 12.3.2007 δανειακής σύμβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνει, κατά το ως άνω αναφερόμενο σκέλος του, άκυρος, ως καταχρηστικός με συνέπεια οι καταβολές που ο εφεσίβλητος (ενάγων) πραγματοποίησε σε ευρώ προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεων του, καθώς και το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό να πρέπει να υπολογιστούν από την εκκαλούσα σε ελβετικά φράγκα με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία (1,6458000), που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (20.3.2007). Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο παραπάνω συμβατικός όρος (υπ’ αριθ. 4.5 όρος της ... έγγραφης δανειακής σύμβασης) είναι άκυρος λόγω καταχρηστικότητας και ότι οι καταβολές που επιχειρεί ο ενάγων σε εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων υπολογίζονται σύμφωνα με την ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, ορθά εφήρμοσε το νόμο, και, εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις. Γι' αυτό οι λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι κι απορριπτέοικαι επομένως η έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ` ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας ( άρθρα 191 παρ. 2, 176 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ, ενώ πρέπει το κατατεθέν από την εκκαλούσα παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ' αριθμ. 11/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου διακοσίων (200) € υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε, στην Ερμούπολη Σύρου στις 12-7-2017 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 22-9-2017, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Σπυριδούλα Μακρή Ιωάννης Βακόνδιος