Απόφαση

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 474/2022
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ
ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 2022
μετά από διακοπή της αρχικώς ορισθείσης δικασίμου 18ης Νοεμβρίου 2022
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Ευσεβία Νεονάκη, Προεδρεύουσα Εφέτης (επειδή κωλύονται οι Πρόεδροι και οι αρχαιότεροι Δικαστές)
Μαρία Μπαντουβά, Κωνσταντίνος Ρόκος, Εφέτες
Μαρία Πολιτάκη, Αντιεισαγγελέας Εφετών (επειδή κωλύεται η Εισαγγελέας)
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ
Π. Ν. του Γ., κάτοικος Ηρακλείου ΠΑΡΟΥΣΑ
ΠΡΑΞΗ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
--------------------
Κατ’ έφεση της υπ’ αριθ. 1049-1118-1435-1514-1528-1533Α-1538-1550-1564/2020 και 5-29-63-69-84/2021 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού σήμερα.
Η Πρόεδρος, εκφώνησε το όνομα της εκκαλούσας, η οποία εμφανίστηκε και ρωτήθηκε από την Πρόεδρο, για την ταυτότητά της κλπ. και είπε ότι ονομάζεται όπως παραπάνω αναφέρεται και δήλωσε ότι διορίζει συνηγόρους της για να την υπερασπιστούν τους παρόντες δικηγόρους Ηρακλείου, Αλεξάνδρα Σπανάκη του Εμμανουήλ (ΑΜ000805) και Γεώργιο Στειακάκη του Νικολάου (ΑΜ000841), οι οποίοι αποδέχθηκαν το διορισμό τους.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν οι Π. Ε. του Ι. και M. (επ) D. M. (ον) του Α., κάτοικοι Ν. Αγ. Νικολάου Ν. Λασιθίου και δήλωσαν ότι παρίστανται στην δίκη αυτή κατά της πιο πάνω κατηγορουμένης για την υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιούμενοι κατά τον αστικό κώδικα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από το αδίκημα. Επίσης, επικαλέστηκαν, ο Π. Ε. του Ι., το με αριθμό ... και ποσού πενήντα (50) ευρώ Διπλότυπο Είσπραξης της ΔΟΥ Αγίου Νικολάου Λασιθίου και η M. (επ) D. M. (ον) του Α., τα με αριθμό ..., ... και συνολικού ποσού σαράντα (40) ευρώ Παράβολα δημοσίου, τα οποία είναι εντός τις δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι πληρώθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο και δήλωσαν ότι διορίζουν πληρεξούσιους τους δικηγόρους τους δικηγόρους, Ηρακλείου Κοκοσάλη Γεώργιο και Θεσσαλονίκης ... ... .
Στο σημείο αυτό το λόγο ζήτησε από την Πρόεδρο, ο συνήγορος υπεράσπισης των παριστάμενων για την υποστήριξη της κατηγορίας, Γεώργιος Κοκοσάλης και αφού τον έλαβε είπε ότι ο διορισμένος συνάδελφος του, από τους παρισταμένους για την υποστήριξη της κατηγορίας ... ... δικηγόρος Θεσσαλονίκης, δεν θα είναι παρών σε αυτή την συνεδρίαση καθώς παρίσταται στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Φλώρινας. Ανέφερε επίσης, ότι κλήτευσαν νομότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 326 παρ. 2 ΚΠΔ, δύο μάρτυρες κατηγορίας, όπως αυτό φαίνεται από τα αποδεικτικά επίδοσης με αριθμό ... και ημερομηνία 5-10-2022, στην κατηγορουμένη και 2451β και ημερομηνία 6-10-2022, στην Εισαγγελέα Εφετών Ανατολικής Κρήτης, της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, Ε. Ι. Π. τα οποία είναι εντός της δικογραφίας και ζήτησε την εξέτασή τους. Κατά της παράστασης αυτής δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση από οποιονδήποτε.
Η Πρόεδρος, είπε στην κατηγορούμενη να προσέξει τις κατηγορίες και τη συζήτηση γύρω από αυτές. Της είπε ακόμη ότι έχει δικαίωμα να αντιτάξει τους ισχυρισμούς της και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου και παρατήρησε ότι η απολογία της θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 343 ΚΠΔ.
Στο σημείο αυτό το λόγο ζήτησε από την Πρόεδρο, η συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης Αλεξάνδρα Σπανάκη και αφού τον έλαβε είπε ότι υποβάλουν ένσταση απαραδέκτου της Εισαγγελικής εφέσεως, την οποία αφού ανέπτυξε προφορικά κατέθεσε και εγγράφως το περιεχόμενο της οποίας είναι το εξής :
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
-ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΕΩΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ, Π. Ν. ΤΟΥ Γ., ΠΕΡΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΣΚΗΘΕΙΣΑΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 486 ΚΑΙ 487 ΚΠΔ-
(για καταχώριση στα πρακτικά κατ’ αρθρ. 141 Κ.Π.Δ)
……………………………….
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του προϊσχύοντος ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η αιτίαση για εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το Πρωτοβάθμιο Ποινικό Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με την τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 486 παρ. 1 ΚΠΔ όπως ισχύει σήμερα κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν εκ του Ν. 4855/2021 και του Ν. 4871/2021 «1. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (άρθρο 111 αριθ. 6) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του….».
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 487 ΚΠΔ όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν εκ του Ν. 4855/2021 και του Ν. 4871/2021 «Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα, κατά το προηγούμενο άρθρο, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στην σχετική Έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.».
Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της εφέσεως, ήτοι πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση (ΑΠ 939/2020, ΝΟΜΟΣ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ).
Μόνη δε η παράθεση στην Έκθεση εφέσεως των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εφέσεως του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής αποφάσεως, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 9/2005, ΑΠ 721/2020, ΑΠ 181/2019, ΝΟΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ).
Εν προκειμένω, η ΑΠ Ολ 9/2005 (ΠοινΔικ 2006, 13= ΠοινΧρ 2006, 117) απέρριψε την ασκηθείσα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση αναιρέσεως, επικαλούμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ορθώς έκρινε πως ο ασκήσας την επίμαχη έφεση Εισαγγελέας δεν εκθέτει «με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και επιπλέον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης, μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του ανωτέρω κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την εξενεχθείσα από το ως άνω δικαστήριο κρίση του περί της αθωότητος του εν λόγω κατηγορουμένου”, συνδέοντας τοιουτοτρόπως αμέσως, όπως και η προηγούμενη νομολογία των Τμημάτων της, την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εφέσεως με τη σαφή και πλήρη Έκθεση των νομικών και πραγματικών πλημμελειών της αθωωτικής αποφάσεως.
Δεν συμμερίστηκε, εντούτοις, τις επιμέρους εισαγγελικές σκέψεις, τονίζοντας ρητά ότι δεν προσβάλλεται εδώ το δικαίωμα για δικαστική προστασία και δίκαιη δίκη, αφού η θέση διαδικαστικών προϋποθέσεων και όχι ουσιαστικών περιορισμών ασκήσεώς του είναι συμβατή μ’ αυτό και ότι είναι δεδομένη η δυνατότητα του Εισαγγελέως για άσκηση αιτιολογημένης εφέσεως, μια και η προθεσμία θεωρείται ικανή και η άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, στα πρακτικά της συνεδριάσεως και στο (συνεπτυγμένο έστω) σκεπτικό της αποφάσεως υπάρχει.
Περαιτέρω, η έφεση του Εισαγγελέως στερείται της επιβαλλόμενης από την ως άνω διάταξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ’ αυτήν τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς Του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν συνεκτιμήθηκαν και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της εφέσεως, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψιν άπαντα τα αποδεικτικά μέσα. Όταν η εισαγγελική έφεση κατά αθωωτικής αποφάσεως δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και παρά ταύτα το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ενώ έπρεπε, ως αναιτιολόγητη, να την απορρίψει ως απαράδεκτη, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 939/2020 ΝΟΜΟΣ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΑΠ 1467/2017 ΠοινΔικ 2018, 1331, ΑΠ 2179/2018, www.areiospagos.gr).
H από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατάφαση του παραδεκτού της εφέσεως νοείται μόνο όταν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και/ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην αθωωτική απόφαση όπως συνάγεται και από τη δικονομική μεταχείριση που επιφύλαξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήτοι οι προϋποθέσεις της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της εφέσεως οφείλουν να αναζητούνται στην αντίκρουση, με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με την επίκληση ορισμένων (ενισχυτικών της απόψεως του Εισαγγελέως περί ενοχής) αποδεικτικών μέσων, της εξενεχθείσας από το Δικαστήριο της ουσίας αθωωτικής κρίσεως και την εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της κρίσεώς Του για την αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων (που συνηγορούν στην ενοχή) που αυτός επικαλείται, σε αντίθεση με τα επικαλούμενα από την απόφαση αποδεικτικά μέσα (που συνηγορούν στην αθώωσή του). Με άλλα λόγια πληρώνεται η προϋπόθεση παραδεκτού του άρθρου 486 παρ. 3 του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ήδη σήμερα της διατάξεως του άρθρου 487 ΚΠΔ όταν στην απαλλακτική αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως αντιπαρατίθεται μία εισαγγελική καταδικαστική «αντι-αιτιολογία» (Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, άρθρο 487, σελ. 997-998).
Επομένως, σύμφωνα με την νομολογία του Αρείου Πάγου, το Ανώτατο Ακυρωτικό μας ευθυγραμμιζόμενο πλήρως με τις παραδοχές της ΟλΑΠ 9/2005 δέχεται σταθερά ότι, μόνη η παράθεση στην Έκθεση εφέσεως των αποδεικτικών στοιχείων εκ των οποίων προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν η εφαρμογή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αρκεί για την απαιτούμενη από τον νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εφέσεως του Εισαγγελέως κατά της αθωωτικής απόφασης, όταν δεν αντικρούεται με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με αποδεικτικά μέσα, η αθωωτική κρίση του Δικαστηρίου, η δε αξιούμενη αιτιολογία της εισαγγελικής εφέσεως έχει ως σημείο αναφοράς τον λόγο της απαλλαγής όπως αυτός εκτίθεται στην αθωωτική απόφαση (ΑΠ 169/2017 ΠοινΔικ 2018, 222, ΑΠ 566/2017, ΑΠ 2179/2018, ΑΠ 181/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της σχηματισθείσας σε βάρος της εντολέως μας ποινικής και πειθαρχικής δικογραφίας και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα τα οποία εισφέρθηκαν Ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Ποινικού Δικαστηρίου, για τις ανάγκες του ελέγχου των προϋποθέσεων του παραδεκτού της υπό κρίση ασκηθείσας εφέσεως εκ μέρους του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, λεκτέα τελούν τα ακόλουθα:
Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1049-1118-1435-1514-1528-1533Α-1538-1550-1564/2020 και 5-29-63-69-84/05-03-2021 αποφάσεως του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, δικάσαντος σε πρώτο βαθμό, η εντολέας μας, Π. Ν. του Γ., υπό την ιδιότητά της ως νοσοκομειακή ιατρός του Ε.Σ.Υ. ενταγμένη οργανικά στο «Β.» Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου κηρύχθηκε αθώα, για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια της ανηλίκου ασθενούς Μ. – Κ. Π., πράξη η οποία φέρεται να είχε λάβει χώρα την 28η-12-2015 στο Ηράκλειο Κρήτης.
Ωστόσο, κατά της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως ο κ. Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου άσκησε, ενώπιον της αρμόδιου Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου, την υπ’ αριθμ. .../12-03-2021 έφεση ισχυριζόμενος ότι, η κατηγορουμένη έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, «διότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τα αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα έγγραφα που υπήρχαν στη δικογραφία και τις καταθέσεις των μαρτύρων».
Στην κρισιολογούμενη έφεση του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι ασκεί έφεση κατά της προμνημονευόμενης πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως για συνολικά πέντε (5) λόγους, όπως αυτολεξεί αναφέρονται στην υπό κρίση έκθεση εφέσεως, οι οποίοι θα προβληθούν αναλυτικώς και θα αποδυναμωθούν έκαστος διακριτά Ενώπιόν Σας.
Μάλιστα, δέον όπως επισημανθεί εξαρχής πως και οι πέντε λόγοι οι οποίοι αναγράφονται στην Έκθεση εφέσεως του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, αποτελούν ήδη το σύνολο του περιεχομένου της εισαγγελικής προτάσεως επί της ακροαματικής διαδικασίας, καθώς ο ίδιος εισαγγελικός λειτουργός μετείχε στη σύνθεση του επίμαχου Δικαστηρίου, αιτιάσεις οι οποίες έχουν εκτενώς και πλήρως αντικρουσθεί με ρητές αναφορές και επισημάνσεις από την υπό κρίση αθωωτική απόφαση στις σελ. 250-253, όπως θα αναλυθεί λεπτομερώς εν συνεχεία κατωτέρω. Αναφορικά με τους προβεβλημένους λόγους εφέσεως, όπως αυτολεξεί διατυπώνονται στην Έκθεση εφέσεως, λεκτέα είναι τα εξής:
«Πρώτος λόγος, 1. Όπως προέκυψε, το κυρίαρχο πρόβλημα που εμφάνισε αρχικά μετά την επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η ανήλικη Μ., ήταν αρχικά ο βρογχόσπασμος…Παρά ταύτα, από αμέλεια της κατηγορουμένης, η οποία ήταν και η υπεύθυνη αναισθησιολόγος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο βρογχόσπασμος, ανεξάρτητα από την αιτία από την οποία προέκυψε, δεν αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει η δυσμενής πορεία της υγείας της ανήλικης με τη γνωστή κατάληξη. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, που αναφέρεται στην αναγνωσθείσα από 16-2-2018 Έκθεση του Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), ο βρογχόσπασμος που δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, πρέπει να αντιμετωπιστεί αμέσως. Χωρίς άμεση θεραπεία μπορεί να προκαλέσει υποξυγοναιμία, υπόταση και αυξημένη θνητότητα και θνησιμότητα. Ο κίνδυνος αυξάνει σε διασωλήνωση της τραχείας. Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση είναι η άμεση χορήγηση οξυγόνου, β-αγωνιστών και ενδοφλέβια χορήγηση υδροκορτιζόνης. Σε επίμονες περιπτώσεις προτείνεται ενδοφλέβια έκχυση σαλβουταμόλης, αμινοφυλλίνης ή μαγνησίου, καθώς και μηχανική υποστήριξη της αναπνοής.
Εξάλλου, σύμφωνα με το Πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης της αναπληρώτριας καθηγήτριας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίας Μ., η οποία παρατίθεται, επίσης στην παραπάνω Έκθεση του ΣΕΥΥΠ, ο βρογχόσπασμος στα παιδιά αντιμετωπίζεται βάσει αλγόριθμου που συνιστά τα ακόλουθα: Σε δυσκολία αερισμού λόγω βρογχόσπασμου και πτώση SPO, απαιτείται άμεση κλήση για βοήθεια, χορήγηση οξυγόνου σε υψηλή συγκέντρωση και ροή, χορήγηση σαλβουταμόλης και ενδοφλέβιας υδροκορτιζόνης. Σε απειλητικές καταστάσεις χορηγείται αδρεναλίνη ενδομυϊκά. Αν δοθεί ενδοφλέβια, η δόση αδρεναλίνης πρέπει να είναι πολύ μικρή (0,1-1 γραμμάριο- ανά κάθε ένα κιλό σωματικού βάρους), συνιστάται δε να γίνεται μόνο από ειδικούς. Επιπλέον, σε αλλεργική αντίδραση που εκδηλώνεται με βρογχόσπασμο συνιστάται επιπρόσθετα και η χορήγηση βρογχοδιασταλτικών.
Η ίδια καθηγήτρια αναφέρει στο πόρισμά της ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντιμετώπιση του παιδιού όσον αφορά τα 2 πρώτα επεισόδια που αναφέρεται ότι εκδηλώθηκαν αρχικά με βρογχόσπασμο ως αρχικό και κυρίαρχο πρόβλημα και ακολουθούσε κατά σειρά ως επακόλουθο υποξαιμία, βραδυκαρδία και υπόταση, δεν ήταν σύμφωνη με τον αλγόριθμο του βρογχόσπασμου. Η οδός χορήγησης δεν ήταν η ενδεδειγμένη, (δηλαδή ενδομυϊκή), ενώ η ενδοφλέβια εφάπαξ δόση της αδρεναλίνης που χορηγήθηκε ήταν πολύ μεγάλη με βάση τους αλγόριθμους που αναφέρθηκαν. Επίσης, δεν χορηγήθηκε σαλβουταμόλη, αν και υπήρχε η κατάλληλη συσκευή…Για τουλάχιστο μισή ώρα δεν χορηγήθηκαν βρογχοδιασταλτικά φάρμακα ως όφειλαν…στην περίπτωση της Μ. ο βρογχόσπασμος δεν λύθηκε ποτέ παρότι αποκαταστάθηκε προσωρινά με υποστήριξη της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας με ΕΤΔ, κατεχολαμίνες ή και ινότροπα. Και παρακάτω η ίδια καθηγήτρια αναφέρει ότι η θεραπευτική δράση των Β2 διεγερτών και κυρίως σαλβουταμόλης δεν υποκαθίσταται από το αναμενόμενο όφελος της αδρεναλίνης ή της κορτιζόνης στις νοσολογικές οντότητες στις οποίες εμφανίζεται ο βρογχόσπασμος.
Εν τέλει η ίδια καταλήγει ότι οι παραπάνω παρεκκλίσεις επί των ιατρικών πρωτοκόλλων δύνανται να συνέβαλαν σε αυξημένη νοσηρότητα ή και θνητότητα οδηγώντας σε μη επιτυχώς αντιμετωπίσιμη υποξία που προκάλεσε την ανάπτυξη ΟΠΟ στην μετάπτωση σε σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας από το οποίο και κατέληξε η Μ. – Κ. Π.. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη των προαναφερομένων πανεπιστημιακών οι δόσεις της αδρεναλίνης που έλαβε η ανήλικη Μ. ήταν όχι μόνο εξαιρετικά υψηλές, αλλά χορηγήθηκαν και με λανθασμένο τρόπο, ενώ επιπλέον δεν χορηγήθηκαν βρογχοδιασταλτικά φάρμακα όπως έπρεπε, είναι δε αποδεδειγμένο ότι ήταν τουλάχιστο δύο οι δόσεις από 200 mg η κάθε μία…και η κυρία Ρ.…ανέφερε ότι οι δόσεις αδρεναλίνης που χορηγήθηκαν στην παθούσα ήταν πολύ υψηλές και αυτό δέχτηκε στη συνέχεια και το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο…».
Ωστόσο, ο κ. Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου κατέληξε στις ανωτέρω εσφαλμένες παραδοχές και δικανικές σκέψεις, επιχειρώντας να αποπροσανατολίσει, αποκλίνοντας ακόμη και από τις πλημμέλειες τις οποίες απέδιδε το ίδιο το κατηγορητήριο στην εντολέα μας, -και οι οποίες στην περίπτωση εκείνη που γίνονταν δεκτές θα οδηγούσαν σε μεταβολή της σε βάρος της κατηγορίας- γεγονός το οποίο επισημαίνεται και από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οράτε σελ. 249 αθωωτικής αποφάσεως, «Μάλιστα, και με την εισαγγελική πρόταση… αποδίδονται στην κατηγορουμένη πλημμέλειες που δεν περιγράφονται στο κατηγορητήριο»- επικαλούμενος μεμονωμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποτελούσαν ήδη σώμα της σχηματισθείσης ποινικής και πειθαρχικής δικογραφίας και τα οποία έχουν ήδη αξιολογηθεί και αποδυναμωθεί με εμπεριστατωμένους συλλογισμούς στην επίμαχη αθωωτική απόφαση και δη την ιατρική βιβλιογραφία, η οποία αναφέρεται στην αναγνωσθείσα από 16-2-2018 Έκθεση του Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), το Πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης της αναπληρώτριας καθηγήτριας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κας Μ. καθώς και την κατάθεση την οποία έδωσε η Διευθύντρια της Αναισθησιολογίας του Β. Νοσοκομείου, κα Ρ. ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παραγκωνίζοντας εξ ολοκλήρου την μακρόχρονη και πολύωρη ακροαματική διαδικασία, η οποία εξελίχθηκε σε δεκατέσσερις (14) συνεδριάσεις Ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Ποινικού Δικαστηρίου, οδηγούμενος αυθαιρέτως και όλως υπερβατικώς στην εν λόγω κρίση της ενοχής της κατηγορουμένης.
Εν προκειμένω, επουδενί έλαβε υπόψιν Του το σύνολο των αποδεικτικών μέσων τα οποία εισφέρθηκαν Ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και που ορθώς εκτιμήθηκαν από Εκείνο, ήτοι τις μαρτυρικές καταθέσεις των ιατρών οι οποίοι εξετάσθηκαν και επ’ ακροατηρίω, τα έγγραφα του κατηγορητηρίου, τα προσκομισθέντα έγγραφα των συνηγόρων των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας καθώς και των συνηγόρων υπερασπίσεως, όπως άλλωστε και την από 24-02-2021 Έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στα πλαίσια της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης η οποία διατάχθηκε από το Δικαστήριο και της από 04-03-2021 ιατροδικαστικής γνωμάτευσης της τεχνικής συμβούλου των υποστηριζόντων της κατηγορίας, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης.
Αντιθέτως δε, περιορίστηκε αποκλειστικά στην επίκληση της μη ορθής αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και στην γενικευμένη αναφορά των εγγράφων που υπήρχαν ήδη εντός της δικογραφίας, επαναλαμβάνοντας χωρία από τις παραδοχές της κας Μ., χωρίς ο ίδιος ουδέποτε να προβεί σε ειδική, λεπτομερή αντίκρουση και αναφορά επιχειρημάτων με βάση τα οποία κατέληξε στο γεγονός ότι τα επικαλούμενα από τον ίδιο αποδεικτικά μέσα, εσφαλμένως αποδυναμώθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αντιθέτως αποσαφήνισε με απόλυτη ακρίβεια τα επίμαχα ζητήματα, αναλύοντας επισταμένως τους συλλογισμούς και τις κρίσεις Του και ανέδειξε την πραγματική διάσταση της υπό κρίση υποθέσεως ως ακολούθως:
Αναφορικά με την άποψη ότι τα συμπτώματα της αιμοδυναμικής καταρρεύσεως (υποξυγοναιμία, βραδυκαρδία και υπόταση) δεν εμφανίσθηκαν μαζί με τον αρχικώς διαπιστωθέντα έντονο βρογχόσπασμο ή αμέσως μετά από την εμφάνιση αυτού, αλλά εμφανίσθηκαν αργότερα (μετά από αρκετά λεπτά της ώρας) και ήταν απότοκα της μη άμεσης και έγκαιρης λύσεως του βρογχόσπασμου, οράτε σελ. 226-229 αθωωτικής αποφάσεως, «Μόλις διαπίστωσε αυτά η κατηγορουμένη, προέβη σε ακρόαση των αεραγωγών της ασθενούς, από την οποία διαπίστωσε έντονο βρογχόσπασμο άμφω (χωρίς λαρυγγόσπασμο), με τον αναπνεόμενο όγκο αέρα να ελαττώνεται διαρκώς. Παράλληλα, ελέγχοντας τις ενδείξεις των οργάνων, με τα οποία ήταν συνδεδεμένη η ασθενής, παρατήρησε συνεχόμενη πτώση της τιμής του κορεσμού της αιμοσφαιρίνης (του οξυγόνου στο αίμα – SpO2), ακολουθούμενη από ελάττωση της καρδιακής συχνότητας (ΚΣ) και της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ), τέθηκε δε στο μόνιτορ η μέτρηση της ΑΠ να γίνεται ανά λεπτό. Ειδικότερα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όχι μεγαλύτερο των 1-2 λεπτών (βλ. κατάθεση στο ακροατήριο της Ε. Γ., ενώ η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της, έκανε λόγο για ελάχιστα δευτερόλεπτα), υπήρξε πτώση των ενδείξεων των ως άνω ζωτικών σημείων της ασθενούς, που έφτασαν στις τιμές SpO2 65%, ΚΣ 70 σφ/λεπτό και ΑΠ 55/30 mmHg, τιμές που υποδηλώνουν σοβαρή αιμοδυναμική κατάρρευση της ασθενούς και ένδειξη επικείμενης καρδιακής ανακοπής (για την αξιολόγηση των ως άνω ενδείξεων, βλ. σχετ. την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ιδιαίτερα δε την απάντηση στο 1° ερώτημα). Την εμφάνιση των παραπάνω συμπτωμάτων, αμέσως μετά την διαπίστωση του βρογχόσπασμου, επιβεβαιώνουν με τις καταθέσεις τους αφενός μεν η Ε. Γ., που - όπως προαναφέρθηκε - βρίσκονταν στην αίθουσα που νοσηλευόταν η ασθενής και επικουρούσε την κατηγορουμένη (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Σταδιακά έχει πτώση κορεσμού, διαπιστώθηκε στα 1-2 λεπτό και μου ζητάει να χορηγήσω. Έχουμε προοδευτική μείωση κορεσμού, γύρω στο 60, πτώση σφύξεων 60 με 65 σφύζεις στο μόνιτορ και πίεση από άλλο μόνιτορ γύρω στο 80. Κατάρρευση της πίεσης και μου ζητάει να χορηγήσω 2 ml αδρεναλίνης», καθώς και την με ημερομηνία 28-9-2016 κατάθεση της ίδιας κατά την προδικασία, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Λίγο μετά παρατηρήθηκε προοδευτική μείωση του κορεσμού της αιμοσφαιρίνης και της καρδιακής συχνότητας, απ’ ότι θυμάμαι εκείνη την στιγμή που είδα ήταν SPO2 περίπου 60% και σφύξεις περίπου 60-65 min και μου έδωσε εντολή να χορηγήσω ενδοφλεβίως 200γ αδρεναλίνη», ενώ προκύπτει και από τις καταθέσεις της μάρτυρος Ε. Γ., αναισθησιολόγου εντατικής, τότε Επιμελήτριας Α’ Ε.Σ.Υ. στην Μ.Ε.Θ. Παίδων στο «ΠΑΓΝΗ» (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα τα σημεία όπου αναφέρει ότι «Την πρώτη φορά που μου το είπαν ήταν η κ. Σ., ότι εμφάνισε σε επεισόδιο βραδυκαρδίας» και «Η κ. Σ. μου είπε ότι το παιδί είχε βγει, είχε κάνει υποξυγοναιμία και βραδυκαρδία, είχε γίνει προσπάθεια ανάνηψης και ξανάκανε», καθώς και την με ημερομηνία 14-9-2016 κατάθεση της ίδιας κατά την προδικασία, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Ενημερώθηκα από την κ. Σ. για ένα 4χρονο κορίτσι που υπεβλήθη σε προγραμματισμένη αδενοειδεκτομή, αφυπνίστηκε χωρίς πρόβλημα και μετά την αποδιασωλήνωση παρουσίασε βρογχόσπασμο, σοβαρή υποξυγοναιμία και βραδυκαρδία»), της μάρτυρος Α. Τ., παιδιάτρου, τότε Επικουρικής Επιμελήτριας στην Παιδιατρική Κλινική του Β. νοσοκομείου (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Βρογχόσπασμος μου ειπώθηκε από την κ. Γ. και πτώση κορεσμού και σφύξεων, του είχε χορηγηθεί αδρεναλίνη και κορτιζόνη, μου είπ», της μάρτυρος Σ. Σ., παιδιάτρου, τότε Διευθύντριας Ε.Σ.Υ. στην Παιδιατρική Κλινική του Β. νοσοκομείου (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα τα σημεία όπου αναφέρει ότι «Όταν πήγα έγινε το δεύτερο επεισόδιο, το παιδί είχε κάνει υπόταση, βραδυκαρδία και στο πρώτο επεισόδιο και είχε ανανήψει», «Τα δύο επεισόδια που μου περιέγραψαν οι συνάδελφοι δεν ήταν μόνο βρογχόσπασμος, ήταν υποξαιμία, βραδυκαρδία» και «Στα δύο επεισόδια που προηγήθηκαν, τις σφύζεις, μου περιγράφηκαν σαν υπόταση και βραδυκαρδία, ήταν όλα μαζί, όχι μόνο βρογχόσπασμος»), και της μάρτυρος Ε. Β., παιδιάτρου-εντατικολόγου, τότε Διευθύντριας Ε.Σ.Υ. στην Μ.Ε.Θ. Παίδων του «ΠΑΓΝΗ» (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Το πώς αντιμετωπίστηκε στο Β. δεν θυμάμαι αν μας είπε η κ. Γ., ξέρω ότι το παιδί μετά την αποσωλήνωση έκανε βρογχόσπασμο, υποξαιμία, βραδυκαρδία», καθώς και την με ημερομηνία 27-9-2016 κατάθεση της ίδιας κατά την προδικασία, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «... επικοινώνησε τηλεφωνικά η κ. Σ., στην οποία κλήση απάντησε η κ. Γ., και ενημέρωσε για ένα 4χρονο κορίτσι που είχε υποβληθεί σε προγραμματισμένη αδενοειδεκτομή και κατά την αφύπνισή του - μετά την αποσωλήνωση - παρουσίασε βρογχόσπασμο, σοβαρή υποξυγοναιμία και βραδυκαρδία...»).
Τα παραπάνω συμπτώματα η κατηγορουμένη τα αξιολόγησε ως ενδεικτικά επικείμενης ανακοπής και, γενικά, ως απειλητική για την ζωή της ασθενούς κατάσταση και αποφάσισε την χορήγηση σε αυτήν ενδοφλεβίως 200 mcg αδρεναλίνης, 20 mg μεθυλπρεδνιζολόνης και 20 mg ρανιτιδίνης. Η χορήγηση της αδρεναλίνης πραγματοποιήθηκε από την Επικουρική Αναισθησιολόγο Ε. Γ., υπό τις οδηγίες της κατηγορουμένης και υπό την επίβλεψή της (η ως άνω ποσότητα της αδρεναλίνης χορηγήθηκε στην ασθενή «εφάπαξ», ενώ η κατηγορούμενη ζήτησε να κληθεί άμεσα και ο συνάδελφός της Γ. Κ.…επίσης πληροφορήθηκε ότι στην ασθενή είχε ήδη χορηγηθεί αδρεναλίνη και κορτιζόνη. Αποφασίσθηκε από κοινού από αυτόν και την κατηγορουμένη να γίνει επαναδιασωλήνωση της ασθενούς, η οποία και πραγματοποιήθηκε άμεσα, από την κατηγορουμένη, παρουσία του Γ.- Κ.…Ειδικότερα, τοποθετήθηκε ενδοτραχειακός σωλήνας 4,5 με cuff, μετά από χορήγηση προποφόλης (40mg) και σουκκινυλοχολίνης (25mg). Αμέσως δε μετά την επαναδιασωλήνωση, η ασθενής παρουσίασε σταδιακή βελτίωση της οξυγόνωσης και των αιμοδυναμικών παραμέτρων της (SP02: 96%, ΚΣ: 100 σφ/λεπτό, ΑΠ: 100/70 mmHg), ενώ τα ακροαστικά ευρήματα έδειξαν να υποχωρούν, χωρίς όμως να υπάρχει πλήρης λύση του βρογχόσπασμου. Τέθηκε δε σε καταστολή, με χορήγηση σεβοφλουράνιου…
Οι παραπάνω ενέργειες είχαν ως συνέπεια την σταδιακή βελτίωση των παραμέτρων οξυγόνωσης και αιμοδυναμικής λειτουργίας της ασθενούς, ενώ είχε υποχωρήσει σημαντικά και ο βρογχόσπασμος. Σημειώνεται ότι στην αίθουσα του χειρουργείου που βρισκόταν η ασθενής, εκτός από την κατηγορουμένη, που βρισκόταν συνεχώς εκεί μαζί με τα ως άνω πρόσωπα που την επικουρούσαν, προσήλθε ο Γ. Κ., κατόπιν της ως άνω ειδοποιήσεώς του, καθώς και οι παιδίατροι Α. Τ. και Μ. Μ. (Ειδικευόμενη Παιδιατρικής), όλοι δε ενημερώθηκαν από την κατηγορουμένη και ακροάσθηκαν την ασθενή, διαπιστώνοντας σημαντική υποχώρηση του βρογχόσπασμου...
Η διάρκεια του βρογχόσπασμου δεν είναι σαφής, ενώ, αν και προκύπτει ότι βελτιώθηκε ακροαστικά, δεν είναι σαφές ότι είχε πλήρως λυθεί, δεδομένου ότι και οι ως άνω παιδίατροι Α. Τ. και Μ. Μ., που προσήλθαν για βοήθεια και κατέφθασαν γύρω στις 09:30 περίπου, καθώς και η κ. Σ. Σ., Διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής του Β. νοσοκομείου, που προσήλθε λίγο αργότερα, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη βρογχόσπασμου άμφω, πλην όμως η μεν κ. Μ., κατά την κατάθεσή της στα πλαίσια της διενεργηθείσας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, ανέφερε ότι ο βρογχόσπασμος «λύθηκε μέσο στο επόμενο λεπτό» (βλ. την με ημερομηνία 9-3-2016 σχετική κατάθεσή της), η δε κ. Τ., στα πλαίσια της ίδιας Ε.Δ.Ε., κατέθεσε ότι «λίγα λεπτά μετά το ακροάστηκα ξανά και άκουσα ύφεση των ακροαστικών ευρημάτων» (βλ. την με ημερομηνία 1-2-2016 κατάθεση της εν λόγω μάρτυρος), ενώ και στο ακροατήριο κατέθεσε ότι «τοποθέτησα ουροκαθετήρα, το ακροάστηκα ξανά και είχε σημαντική βελτίωση» και σε άλλο σημείο ότι «όταν πήγα, άκουσα τον βρογχόσπασμο, στην πορεία έγινε λύση του βρογχόσπασμου» και σε άλλο σημείο «Λύθηκε (ο βρογχόσπασμος), αλλά μπορεί να ξανασυμβεί. Υπήρξε βελτίωση και επανεμφανίστηκε»….ενώ και στη σελ. 253 αναφέρεται ότι “…την εμφάνιση των παραπάνω συμπτωμάτων αμέσως μετά την διαπίστωση του βρογχόσπασμου, εκτός από την κατηγορουμένη, επιβεβαιώνει με την κατάθεσή της και η Ε. Γ., που βρισκόταν στην αίθουσα που νοσηλευόταν η ασθενής και επικουρούσε την κατηγορουμένη, ενώ προκύπτει και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ιατρών Ε. Γ., Α. Τ., Σ. Σ. και Ε. Β. (βλ. παραπάνω).
Εν συνεχεία, σχετικά με τις πλημμέλειες που αποδίδονται στην κατηγορουμένη για χορήγηση υπερβολικής δόσης αδρεναλίνης, και δη δεκαπλάσια από την ενδεδειγμένη, εσφαλμένο τρόπο και ρυθμό χορήγησης, μη επιπλέον χορήγηση βρογχοδιασταλτικού – σαλβουταμόλης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα με παραπομπές από αυτούσια χωρία της επίμαχης αθωωτικής απόφασης, οράτε σελ. 239-245:
«Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, η ασθενής υπέστη σοβαρή αλλεργική αντίδραση, η οποία εκδηλώθηκε με επιμένοντα βρογχόσπασμο, υπόταση και βραδυκαρδία. Ειδικότερα, τα συμπτώματα που εμφανίσθηκαν κατά το πρώτο επεισόδιο που υπέστη η ασθενής, ήταν έντονος βρογχόσπασμος άμφω με τον αναπνεόμενο όγκο αέρα να ελαττώνεται διαρκώς, με σοβαρή αιμοδυναμική κατάρρευση της ασθενούς, με τις ενδείξεις στα ζωτικά σημεία να ανέρχονται σε 65% το οξυγόνο στο αίμα (Sp02), σε 70 σφ/λεπτό η καρδιακή συχνότητα (ΚΣ) και σε 55/30 mmHg η αρτηριακή πίεση (ΑΠ), με «επαπειλούμενη» την καρδιακή ανακοπή. Σύμφωνα δε με όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω με ημερομηνία 24-2-2021 Έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η ως άνω κλινική κατάσταση και οι παραπάνω τιμές στα ζωτικά σημεία αποτελούν αναμφισβήτητες ενδείξεις ότι η ασθενής είχε υποστεί «σοβαρή κυκλοφορική κατάρριψη» και δη «μη αντιρροπούμενη κυκλοφορική καταπληξία» και βρισκόταν σε κατάσταση επικείμενης καρδιακής ανακοπής (λίγο πριν την ανακοπή), δηλαδή σε εξαιρετικά σοβαρή και απειλητική για την ζωή της κατάσταση {για την αξιολόγηση των ως άνω ενδείξεων και το εν λόγω συμπέρασμα, βλ. ιδιαίτερα δε την απάντηση στο 1° ερώτημα στην ως άνω Έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όπου αναφέρεται ότι οι παραπάνω ενδείξεις για ένα παιδί ηλικίας 4 ετών «αποτελούν παθογνωμονικό κριτήριο μη αντιρροπούμενης κυκλοφορικής καταπληξίας» και «κριτήριο επικείμενης ανακοπής”). Με δεδομένη δε την συγκεκριμένη κατάσταση, η ενδεδειγμένη δόση της αδρεναλίνης που έπρεπε να χορηγηθεί («συνιστώμενη δοσολογία») ήταν η μέγιστη επιτρεπτή δόση, δηλαδή 10 mcg/kg σωματικού βάρους, εν προκειμένω δε 200 mcg (δεδομένου ότι το βάρος της ασθενούς ήταν περίπου 20 kg), δηλαδή αυτή που χορηγήθηκε από την κατηγορουμένη. Η ίδια απάντηση προσήκει και ως προς την αντιμετώπιση του δεύτερου σοβαρού επεισοδίου υποξαιμίας, βραδυκαρδίας και βρογχόσπασμου, που συνέβη στην ως άνω ασθενή περίπου μισή ώρα με 40’ μετά το πρώτο (περίπου στις 09:40 π.μ.). Επισημαίνεται δε ότι και οι διορισθέντες από το Δικαστήριο πραγματογνώμονες Γ. Φ. (αναισθησιολόγος) και Ε. Ζ. (καρδιολόγος), κατά τις καταθέσεις τους στο ακροατήριο προς παροχή διευκρινίσεων, υποστήριξαν ότι τα ως άνω συμπτώματα που παρουσίασε η ασθενής συνηγορούν στο ότι η ασθενής πράγματι υπέστη σοβαρή αντίδραση αλλεργικού τύπου (βαριά αναφυλαξία) και αυτό ήταν, κατά την εκτίμησή τους, το αρχικό και βασικό αίτιο που προκάλεσε την σοβαρή βλάβη της υγείας της ασθενούς και οδήγησε στο θάνατό της, η δε επίσης διορισθείσα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας Δ. Ν. (ιατροδικαστής), κατά την εξέτασή της, ανέφερε ότι, σύμφωνα με βιβλιογραφικά στατιστικά δεδομένα (προσκόμισε φωτοαντίγραφα από σχετικά επιστημονικά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σε ιατρικά επιστημονικά περιοδικά, και δη στο «Journal of Clinical Pathology», στο «Pathology» και στο «Forensic Science International»), σε μεγάλο ποσοστό (50%) ανθρώπων, που απεβίωσαν επειδή είχαν υποστεί αναφυλαξία (αλλεργικό σοκ), δεν υπήρξαν σχετικά μεταθανάτια ευρήματα, ούτε μακροσκοπικά ούτε μικροσκοπικά…
Περαιτέρω, ας σημειωθεί ότι την ίδια άποψη, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα της ενδεδειγμένης δόσης αδρεναλίνης για τις ως άνω περιπτώσεις (ότι αυτή ήταν 10 mcg/kg σωματικού βάρους, εν προκειμένω δε 200 mcg), εξέφρασαν και οι εξετασθέντες στο ακροατήριο ιατροί - μάρτυρες του κατηγορητηρίου Ε. Γ., αναισθησιολόγος εντατικής, που κατά τον χρόνο του ερευνώμενου περιστατικού ήταν Επιμελήτρια Α’ Ε.Σ.Υ. στην Μ.Ε.Θ. Παίδων στο «ΠΑΓΝΗ», Α. Π., καρδιολόγος, τότε Διευθυντής Ε.Σ.Υ. στην Καρδιολογική Κλινική του «ΠΑΓΝΗ», Σ. Σ., παιδίατρος, τότε Διευθύντρια Ε.Σ.Υ. στην Παιδιατρική Κλινική του Β. νοσοκομείου, Ε. Β., παιδίατρος-εντατικολόγος, τότε Διευθύντρια Ε.Σ.Υ. στην Μ.Ε.Θ. Παίδων του «ΠΑΓΝΗ», και Α. Χ., αναισθησιολόγος, τότε Επιμελήτρια Α΄ στην Αναισθησιολογική Κλινική του «ΠΑΓΝΗ»…και οι εν λόγω μάρτυρες εκτίμησαν ότι επρόκειτο για απειλητική για την ζωή της ασθενούς κατάσταση, που δικαιολογούσε την χορήγηση της ως άνω μέγιστης δόσης αδρεναλίνης.
Περαιτέρω, ως προς τον τρόπο χορηγήσεως, σύμφωνα και πάλι με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη ο ενδεδειγμένος τρόπος χορηγήσεως στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ενδοφλέβια χορήγηση, ο οποίος αφενός μεν δικαιολογείται από την περίσταση (σοβαρή κυκλοφορική κατάρριψη, σύμφωνα με τα παραπάνω), αφετέρου υπερτερεί της ενδομυϊκής χορήγησης σε επαπειλούμενη για τη ζωή κατάσταση, όπως εν προκειμένω, λόγω ταχύτερης και άμεσης έναρξης δράσης. Ουδείς δε από τους εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες του κατηγορητηρίου - ιατρούς (όσοι εξ αυτών ρωτήθηκαν περί τούτου) κατέθεσε ότι η επιλογή της ενδοφλέβιας οδού ήταν εσφαλμένη, πολλώ δε μάλλον ότι θα μπορούσε να επιβαρύνει ή ότι ενδεχομένως να επηρέασε αρνητικά την υγεία της ασθενούς, ενώ ορισμένοι εξ αυτών επεσήμαναν ότι, εφόσον υπάρχει από πριν ενδοφλέβια γραμμή, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, λογικό και ορθό ήταν να χορηγηθεί ενδοφλεβίως η αδρεναλίνη, προκειμένου να δράσει ταχύτερα. Αναφορικά δε με το ζήτημα, εάν η ως άνω ενδεδειγμένη δόση της αδρεναλίνης (των 200 mcg) θα έπρεπε να χορηγηθεί εφάπαξ (bolus) ή με σταδιακή έγχυση, ο μεν Γ. Φ. κατέθεσε στο ακροατήριο ότι «Καλό είναι το φάρμακο να το δίνεις λίγο-λίγο, αλλά ανάλογα με τη βαρύτητα του επεισοδίου το κρίνεις, αν κινδυνεύει η ζωή του ασθενούς θα το δώσεις γρήγορα» και ότι δεν βρέθηκαν ευρήματα που να αποδεικνύουν ότι η υγεία της ασθενούς (και δη η καρδιακή της λειτουργία) επηρεάσθηκε αρνητικά και επιβαρύνθηκε από την εφάπαξ και με ταχεία έγχυση χορήγηση των δόσεων της αδρεναλίνης, ο δε Ε. Ζ. κατέθεσε ότι δεν έχει καμία σχέση η αργή ή ταχεία χορήγηση και ότι δεν αποδείχτηκε η δημιουργία επιβλαβούς κατάστασης για την υγεία της ασθενούς εξαιτίας του παραπάνω ρυθμού χορηγήσεως της αδρεναλίνης.
Πέραν των ανωτέρω, πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επεισόδιο (το αρχικό ή και το δεύτερο) που είχε να αντιμετωπίσει η κατηγορουμένη δεν δικαιολογούσε την χορήγηση τόσο μεγάλης ποσότητας αδρεναλίνης, αλλά πολύ μικρότερη (και δη υποδεκαπλάσια, ήτοι 1 mcg/kg σωματικού βάρους και δη 20 mcg για την συγκεκριμένη ασθενή), εάν δηλαδή υποτεθεί ότι αρχικώς η ασθενής είχε παρουσιάσει μόνο έντονο και επίμονο βρογχόσπασμο, χωρίς συνοδές διαταραχές της κυκλοφορίας (οι οποίες εμφανίσθηκαν αρκετά αργότερα) ή (υποτεθεί ότι) η αλλεργική αντίδραση δεν ήταν τόσο σοβαρή (3ου ή 4ου βαθμού) που να δικαιολογούσε χορήγηση τόσο μεγάλης ποσότητας αδρεναλίνης, σύμφωνα με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη η χορήγηση υψηλότερης δόσης σαφώς και δεν αλλάζει το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ενώ ούτε «η επιλογή της οδού χορήγησης της αδρεναλίνης (ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια) θα επηρεάσει την έκβαση, η οποία θα είναι άριστη και επωφελής για τον ασθενή, αφού η αδρεναλίνη έχει ισχυρή και ταχεία βρογχοδιασταλτική δράση». Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η χορήγηση των κατά τα ως άνω δόσεων αδρεναλίνης από την κατηγορουμένη (200 mcg), και δη με τον παραπάνω τρόπο (ενδοφλεβίως) και με τον παραπάνω ρυθμό (ταχεία έγχυση «εφάπαξ»), επιβάρυνε την καρδιακή λειτουργία της ασθενούς και προκάλεσε σχετική βλάβη.
Τέλος, όσον αφορά την επιλογή της κατηγορουμένης να μην χορηγήσει άμεσα, και δη εντός των πρώτων λεπτών (1-5 min), κατάλληλες βρογχοδιασταλτικές ουσίες με νεφελοποιητή (και δη σαλβουταμόλη), μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων εμμένοντος βρογχόσπασμου, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Καταρχάς, σύμφωνα με την άποψη της κ. Π. Μ., όπως αυτή διατυπώνεται στο πόρισμα της Ε.Δ.Ε. που έχει συντάξει (σελ. 26 στο αρχικό και σελ. 27 στο συμπληρωματικό), η μη χορήγηση από την κατηγορουμένη βρογχοδιασταλτικών για την αντιμετώπιση του εμμένοντος βρογχόσπασμου μεγάλης διάρκειας, και δη τουλάχιστον 30 λεπτών της ώρας, έγινε κατά παράβαση των παιδιατρικών αλγορίθμων και συνιστά σφάλμα ιατρικής παράλειψης οφειλομένης ιατρικής ενέργειας. Η άποψη αυτή της κ. Μ. καταγράφεται στο ως άνω με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η κ. Ε. Κ., ενώ και στην με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», που συνετάχθη από την Επιθεωρήτρια Μ. Α., διατυπώνεται η άποψη ότι η θεραπευτική δράση της σαλβουταμόλης «δεν υποκαθίσταται από το αναμενόμενο όφελος της χρησιμοποιούμενης αδρεναλίνης ή της κορτιζόνης στις νοσολογικές οντότητες, στις οποίες εμφανίζεται βρογχόσπασμος» (βλ. σελ. 51 του εν λόγω εγγράφου). Περαιτέρω, στο ως άνω με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η κ. Ε. Κ., καταγράφεται και η αντίθετη άποψη της κ. Ε. Α., ομότιμης Καθηγήτριας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σύμφωνα με την οποία η μη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών κατά το πρώτο επεισόδιο καταπληξίας ξεκάθαρα δεν αποτελεί σφάλμα ιατρικής παράλειψης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το πόρισμα της κ. Μ., η συνολική διάρκεια της υποξαιμίας αναφέρεται ότι ήταν περίπου 1 λεπτό με 2 λεπτά, δηλαδή υπήρξε ανταπόκριση στη χορήγηση της αδρεναλίνης, η οποία έχει έντονη βρογχοδιασταλτική δράση, η δε χορήγηση εισπνεόμενων βρογχoδιασταλτικών, όπως η σαλβουταμόλη, ενδείκνυται όταν ο σοβαρός βρογχόσπασμος δεν απαντάει αμέσως στην αγωγή με αδρεναλίνη, ενώ, άλλωστε, δεδομένου ότι δεν κυκλοφορούν ενδοφλέβια βρογχοδιασταλτικά, σύμφωνα με την κατάθεσή της (κατά την προδικασία) η κατηγορουμένη ζήτησε να της φέρουν την κατάλληλη συσκευή για την χορήγηση εισπνεόμενων βρογχοδιασταλτικών σε διασωληνωμένους ασθενείς, η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω της λύσης (ύφεσης) του βρογχόσπασμου μετά τη χορήγηση της αδρεναλίνης. Σύμφωνα δε με τα όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω Έκθεση πραγματογνωμοσύνης (απάντηση στο ερώτημα 4), επειδή ο βρογχόσπασμος συνοδευόταν από αιμοδυναμικά συμπτώματα, το φάρμακο πρώτης επιλογής ήταν η αδρεναλίνη, η οποία, εκτός από αιμοδυναμικές επιδράσεις, έχει και σημαντικές βρογχοδιασταλτικές ιδιότητες, όπως και το πτητικό αναισθητικό Sevoflurane (σεβοφλουράνιο), που συγχορηγήθηκε και το οποίο είναι ισχυρός βρογχοδιασταλτικός παράγοντας, όπως προκύπτει και από το διάγραμμα αναισθησίας. Επισημαίνεται δε στην ίδια έκθεση ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί και σαλβουταμόλη με εισπνοή (καθώς η ενδοφλέβια χορήγηση έχει καταργηθεί), αλλά όχι σαν πρώτη επιλογή στο πρώτο επεισόδιο αντί της αδρεναλίνης, καθώς αφενός μεν η (εισπνεόμενη) σαλβουταμόλη, από μόνη της, δεν θα αντιμετώπιζε την υπόταση και την βραδυκαρδία που είχαν παρουσιασθεί ως συνοδά του βρογχόσπασμου συμπτώματα σύμφωνα με τα παραπάνω, αφετέρου δεν θα μπορούσε να δράσει ταχύτερα από την ενδοφλέβια αδρεναλίνη, καθώς ο χρόνος έναρξης δράσης της εισπνεόμενης σαλβουταμόλης είναι 15 λεπτά της ώρας, σύμφωνα με το spc του φαρμάκου (ΕΟΦ - Εθνικό Συνταγολόγιο), φτάνει το μέγιστο της δράσης στα 90 λεπτά της ώρας και η διάρκεια δράσης της είναι 3,5-4 ώρες. Παράλληλα, ο εκ των διορισθέντων πραγματογνωμόνων κ. Φ., κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο προς παροχή διευκρινίσεων, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις κατέθεσε ότι η επιπρόσθετη χορήγηση σαλβουταμόλης στην συγκεκριμένη περίπτωση «δεν θα πρόσθετε ισχυρότερο αποτέλεσμα», λόγω μικρής απορροφητικότητάς της, ο δε Ε. Ζ. κατέθεσε ότι «Η αδρεναλίνη είναι το φάρμακο 1ης γραμμής που αντιμετωπίζει και τον βρογχόσπασμο, σε καμία περίπτωση η σαλβουταμόλη δεν μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση του παιδιού». Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αν και δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω βρογχόσπασμος που εμφανίσθηκε κατά το πρώτο επεισόδιο είχε πλήρως λυθεί, αποδείχθηκε ότι με τη χορήγηση της αδρεναλίνης, αλλά και την θέση σε καταστολή της ασθενούς με την χορήγηση σεβοφλουρανίου, είχε υποχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Βάσει τούτων, δεν αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση σαλβουταμόλης, επιπροσθέτως και μετά την χορήγηση της αδρεναλίνης, συνιστά παράλειψη από πλευράς της κατηγορουμένης ως προς την χορήγηση της απαραίτητης θεραπείας, ενώ, ακόμη και υπό την υποθετική εκδοχή ότι έπρεπε να χορηγηθεί επιπροσθέτως η παραπάνω φαρμακευτική ουσία, δεν αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση της τελευταίας οδήγησε ή συνετέλεσε αιτιωδώς στην επιβάρυνση της καρδιακής λειτουργίας της ασθενούς και εν γένει στην σοβαρή επιβάρυνση της υγείας της και, εν τέλει, στον θάνατό της, σε κάθε δε περίπτωση υφίστανται πλείστες αμφιβολίες περί τούτου. Εν όψει των ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται ευθύνη της κατηγορουμένης με βάση τις σε βάρος της αιτιάσεις που διατυπώνονται στο κατηγορητήριο.
Εν συνεχεία, σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως: «Η κατηγορουμένη, εκτός από τις εσφαλμένες ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τα ανωτέρω για την αντιμετώπιση του βρογχόσπασμου, καθυστέρησε αδικαιολόγητα, τουλάχιστον επί 20 λεπτά, από τότε που διαπίστωσε την εμφάνιση του βρογχόσπασμου, να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε απαιτείται η άμεση αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το διάγραμμα αναισθησίας που συνέταξε η ίδια, ενώ διαπίστωσε την ύπαρξη του βρογχόσπασμου και την πτώση κορεσμού στις 09.00, άρχισε τις (εσφαλμένες κατά τα ανωτέρω) ενέργειές της για την αντιμετώπιση του στις 09.20.
Ωστόσο, η επίμαχη αθωωτική απόφαση σε ποικίλα σημεία της κάνει εκτενή αναφορά για την υπό κρίση αποδιδόμενη πλημμέλεια, ενώ μάλιστα, καθώς αποτελούσε και ειδική αιτίαση περί της ενοχής της κατηγορουμένης στην εισαγγελική πρόταση, γίνεται ειδική μνεία για την αντίκρουση της αποδιδόμενης αδράνειας ή καθυστέρησης και την αποδόμησή της στις σελ. 250-252, χωρία τα οποία επουδενί ο κ. Αντεισαγγελέας προσέβαλε με εκτενή επιχειρήματα και συλλογισμούς, ώστε να αναδείξει τις τυχόν νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της, αρκούμενος δε μόνον στην επίκληση του διαγράμματος αναισθησίας που η κατηγορουμένη συνέταξε, το οποίο από το σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας χαρακτηρίσθηκε το πλέον επισφαλές αποδεικτικό μέσο, εφόσον γίνεται σ’ αυτό μόνον κατά προσέγγιση και όχι ακριβής αναφορά χρόνων και ενεργειών, ενώ παράλληλα επουδενί έπληξε αιτιολογημένα την αξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψιν Του το Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, ώστε να καταλήξει στις κρίσεις που αναφέρονται αυτολεξεί μόλις ακολούθως:
«Αναφορικά με την εισαγγελική πρόταση, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Αδράνεια ή καθυστέρηση της κατηγορουμένης, έστω μικρή σε διάρκεια (10 λεπτών της ώρας) ή μεγαλύτερη (έως και 20 λεπτών), ως προς την αντιμετώπιση του ως άνω πρώτου επεισοδίου (αλλά και γενικότερα καθ’ όλη την διάρκεια της νοσηλείας της ασθενούς μέχρι την αναχώρησή της από το «Β.» και την μεταφορά της στο «ΠΑ.Γ.ΝΗ.»), δεν προέκυψε με βάση τις καταθέσεις των προσώπων (ιατρών ή νοσηλευτικού προσωπικού) που βρίσκονταν εξαρχής ή εισέρχονταν εντός της αίθουσας όπου βρισκόταν η ασθενής και ήταν παρόντες και παρούσες από την στιγμή που διαπιστώθηκε (από την κατηγορουμένη) η αναπνευστική δυσχέρεια της ασθενούς και κατά την διάρκεια της αντιμετωπίσεως του περιστατικού. Τούτο διαπιστώνεται και στο ως άνω πόρισμα (αρχικό και συμπληρωματικό) της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, που συνέταξε η Π. Μ., στο οποίο γίνεται η εξής ειδικότερη μνεία: «Σχετικά με την αντιμετώπιση των συμβαμάτων που εκδηλώθηκαν κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο στο ΓΝ «Β.» και σύμφωνα με τις καταθέσεις των φερομένων ως επιληφθέντων και το περιεχόμενο των εγγράφων που λήφθηκαν υπ' όψιν κατά την επιστημονική μου κρίση διαπιστώθηκαν τα εξής. Σε καμία περίπτωση δεν εξακρίβωσα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει επίμεμπτη αδιαφορία ή ολιγωρία στην αντιμετώπιση του παιδιού, δεδομένου ότι υπήρξε άμεση αναγνώριση των συμβαμάτων και συνεχής υποστήριξη του παιδιού από όλους τους επιληφθέντες. Επίσης, υπήρξε έγκαιρη λήψη απόφασης για μεταφορά του παιδιού στη ΜΕΘ Παίδων» (βλ. σελ. 26 του με αριθ. πρωτ. .../5-5-2016 πορίσματος, στο κεφάλαιο «ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ», υπό αριθμό 4, και σελ. 26 του με αριθ. πρωτ. .../30-6-2016 συμπληρωματικού πορίσματος, στο κεφαλαίο «ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», υπό αριθμό 4). Αντίστοιχη διαπίστωση και μνεία γίνεται και στην προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 7ης Υ.ΠΕ. (Κρήτης): «Η αντιμετώπιση του περιστατικού από την αναισθησιολογική ομάδα του Γ.Ν. «Β.», με επικεφαλής την Ν. Π., ήταν άμεση όσον αφορά την αναγνώριση των συμπτωμάτων και την διαχείριση του περιστατικού, καθώς και με την κλήση για βοήθεια και εμπλοκή συγκλινουσών ειδικοτήτων έως και την μεταφορά της ασθενούς στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παίδων στο Πα.Γ.Ν.Η.», ενώ και στο ως άνω με αριθ. πρωτ. ...3/6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η Ε. Κ., ουδεμία αδράνεια ή καθυστέρηση της κατηγορουμένης διαπιστώνεται (βλ. σελ. 49 του εν λόγω πορίσματος, στην § 2 του κεφαλαίου «Συμπεράσματα», όπου αναγράφεται για την κατηγορουμένη ότι «Κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο - ανάνηψη και όταν το παιδί παρουσίασε το πρώτο επεισόδιο αναγνώρισε άμεσα την επιπλοκή. Ανέλαβε από την αρχή ρόλο συντονιστή και κάλεσε σε βοήθεια αναισθησιολόγους και γιατρούς άλλων ειδικοτήτων. Επαναδιασωλήνωσε άμεσα το παιδί και εκτίμησε εγκαίρως την ανάγκη για μεταφορά του παιδιού στην ΜΕΘ Παίδων ΠΑΓΝΗ»). Όσον αφορά το «διάγραμμα αναισθησίας» που έχει συντάξει η κατηγορουμένη, πρέπει επισημανθεί ότι σε αυτό δεν σημειώνονται με ακρίβεια οι χρόνοι των γεγονότων και των ενεργειών που καταγράφονται ούτε μπορούν να συναχθούν ούτε καταγράφονται όλα τα γεγονότα και οι ενέργειες (π.χ. στο σημείο που καταγράφεται η χρονική εξέλιξη, ενώ καταγράφεται η αποδιασωλήνωση, δεν καταγράφεται η διαπίστωση της δυσχέρειας στην αναπνοή, η κατόπιν ακροάσεως διαπίστωση του βρογχόσπασμου, η χορήγηση της αδρεναλίνης). Επίσης, στο ίδιο σημείο (που καταγράφεται η χρονική εξέλιξη), αν και με βάση τα καθιερωμένα το κάθε «τετραγωνάκι» ισοδυναμεί με 5’ της ώρας, η σημείωση των ωρών (9, 10, 11) δεν είναι σαφές σε ποια ακριβώς γραμμή αντιστοιχεί. Ουσιαστικά, δηλαδή, στο εν λόγω διάγραμμα περιγράφεται κατά προσέγγιση η σειρά των γεγονότων και είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός, παρά μόνο υποθετικά. Σημειώνεται δε ότι ακόμη και πολλοί από τους ιατρούς που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, όταν κατά την εξέτασή τους στο ακροατήριο τούς ζητήθηκε να προσδιορίσουν χρονικά τις σχετικές ενέργειες με βάση το εν λόγω διάγραμμα, δήλωσαν είτε αδυναμία είτε δυσχέρεια να το πράξουν, επειδή δεν προέκυπταν με ακρίβεια οι χρόνοι και οι ενέργειες στο εν λόγω διάγραμμα (βλ. σχετ. την κατάθεση του κ. Π., που μεταξύ άλλων αναφέρει για το εν λόγω διάγραμμα ότι «Δεν ξέρω πως έχει κάνει τα τετράγωνα, τι ωριαίο είναι» και «Δεν μπορούμε να το πάρουμε το διάγραμμα απόλυτα τοις μετρητοίς», την κατάθεση της κ. Τ., που για το διάγραμμα αναφέρει ότι «Δεν γνωρίζω να το διαβάσω», την κατάθεση του κ. Κ., που αναφέρει ότι «Αδυνατώ να το διαβάσω, να το καταλάβω», την κατάθεση του κ. Σ., που αναφέρει ότι «Δεν έχω μάθει να αξιολογώ, ούτε να διαβάζω, να αναλάβω το ρίσκο», την κατάθεση της κ. Σ., που αναφέρει ότι «Αυτό το διάγραμμα δεν ξέρω να το διαβάζω», και την κατάθεση της κ. Ε. Β., που αναφέρει σχετικώς ότι «Δεν μπορώ να ξέρω αν έγιναν ενέργειες, είναι δύσκολο να το διαβάσω. Ο κορεσμός ήταν αρχικά πολύ καλός και μετά έπεσε. 9.8. μετά 9.5, τι ώρα δεν μπορώ να καταλάβω. Τα διαγράμματα δεν είναι τόσο ακριβή». Επομένως, από το εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί να προκύψει (και δη αναμφιβόλως και με βεβαιότητα) τυχόν καθυστέρηση ή ολιγωρία της κατηγορουμένης ως προς τις ενέργειές της, πολλώ δε μάλλον καθυστέρηση ή ολιγωρία που να συνετέλεσε αιτιωδώς στην επιβάρυνση της υγείας της ασθενούς και, εν τέλει, στο θάνατό της. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η διαδικασία αφυπνίσεως ξεκίνησε αμέσως μετά το πέρας της χειρουργικής επεμβάσεως (δηλαδή αμέσως μετά από την ώρα 08:50 περίπου - 08:53 σύμφωνα με το εν λόγω διάγραμμα αναισθησίας), με την διακοπή χορήγησης σεβοφλουράνιου, την χορήγηση της ουσίας ροκουρονίου για τον νευρομυϊκό αποκλεισμό, την αποδιασωλήνωση και, όταν η ασθενής έδειξε σημεία αναπνευστικής προσπάθειας, την χορήγηση της ουσίας sugammadex (σκεύασμα «Bridion») για την αναστροφή του νευρομυϊκού αποκλεισμού (σύμφωνα με τα παραπάνω), με μια κατά προσέγγιση - και μάλλον επισφαλή - ανάγνωση του εν λόγω διαγράμματος, από το σημείο της αποδιασωληνώσεως και μέχρι την επίδραση της αδρεναλίνης που χορηγήθηκε φαίνεται να μεσολαβεί χρόνος μικρότερος των 15 λεπτών (12 με 13 λεπτά), διάστημα κατά το οποίο διαπιστώθηκε αρχικώς η αναπνευστική δυσχέρεια κατά την διάρκεια του χειροκίνητου αερισμού με μάσκα (5 λεπτά περίπου μετά την αποδιασωλήνωση, δηλαδή περίπου στις 09:00 ή ελάχιστα λεπτά μετά τις 09:00), διαπιστώθηκε κατόπιν ακροάσεως ο βρογχόσπασμος (στα επόμενα 1-2 λεπτά) και παρατηρήθηκε στα μόνιτορς η ραγδαία πτώση των ενδείξεων των ζωτικών σημείων (κορεσμού του οξυγόνου στο αίμα, καρδιακής συχνότητας και αρτηριακής πίεσης, στα επόμενα 1-2 λεπτά), χορηγήθηκε δε η αδρεναλίνη, η επίδραση της οποίας ήταν άμεση (σε χρόνο μικρότερου του ενός λεπτού, δηλαδή εντός μερικών δευτερολέπτων), προκύπτει ότι η εν λόγω θεραπεία χορηγήθηκε άμεσα, εντός ελάχιστων λεπτών (2-3 λεπτών, αν όχι νωρίτερα) σε σχέση με την διαπίστωση των παραπάνω συμπτωμάτων περί πτώσεως των ενδείξεων των ζωτικών σημείων. Δηλαδή, και υπό αυτή την προσέγγιση με βάση το ως άνω διάγραμμα, που αποτελεί επισφαλές και ανεπαρκές αποδεικτικό στοιχείο ως προς την χρονική ακρίβεια και την πληρότητα της καταγραφής των γεγονότων και των ενεργειών, και πάλι δεν αποδεικνύεται (και, πάντως, δεν αποδεικνύεται αναμφίβολα) τυχόν καθυστέρηση ή ολιγωρία της κατηγορουμένης, σύμφωνα με τις αιτιάσεις της εισαγγελικής προτάσεως. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβέστερη χρονικά καταγραφή των γεγονότων θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει από τις ενδείξεις των monitors, με τα οποία ήταν συνδεδεμένη η ασθενής, και τις σχετικές καταγραφές σε αυτά καθ’ όλη την διάρκεια της νοσηλείας της και δη κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα ως άνω επεισόδια. Όμως, σε κάθε περίπτωση, εάν υποτεθεί ότι υπήρχε η δυνατότητα να αποθηκευθούν τα σχετικά στοιχεία ή να καταγραφούν αυτά με κάποιον πρακτικό τρόπο, π.χ. με λήψη συνεχόμενων, ίσως ανά λεπτό, φωτογραφιών με κάποια συσκευή κινητού τηλεφώνου των σχετικών ενδείξεων από τα monitors, πρέπει να λεχθεί ότι η θέση της κατηγορουμένης και η σοβαρή και επείγουσα κατάσταση της ασθενούς ενδεχομένως δεν της επέτρεπε να πράξει κάτι τέτοιο».
Επιπροσθέτως με τις ανωτέρω αναφορές, στην σελ. 228 της αθωωτικής αποφάσεως αποσαφηνίζεται από το Δικαστήριο πως: «Σημειώνεται ότι ο ακριβής χρόνος για την διαπίστωση του βρογχόσπασμου (με ακρόαση), την διαπίστωση της αιμοδυναμικής καταρρεύσεως, την χορήγηση των ως άνω φαρμάκων (με πρώτη χορηγούμενη και κύρια δραστική ουσία την αδρεναλίνη) και την εκ νέου διασωλήνωση, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια λεπτού της ώρας, συνάγεται, όμως, ότι η όλη διαδικασία έγινε με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα και αμεσότητα μετά την διαπίστωση των ως άνω συμπτωμάτων, και κυρίως αυτών της αιμοδυναμικής καταρρεύσεως, που υποδήλωναν απειλητική για την ζωή της ασθενούς κατάσταση, η οποία υπολογίζεται ότι έγινε λίγα λεπτά μετά τις 09:00, χρόνος κατά τον οποίο η κατηγορουμένη άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι υφίσταται κάποιο πρόβλημα με την αναπνοή της ασθενούς και - άμεσα - προέβη σε ακρόασή της, δηλαδή η αδρεναλίνη χορηγήθηκε στην ασθενή εντός ελάχιστων λεπτών (2-3) από την ως άνω διαπίστωση, ενώ, μετά την χορήγηση αυτής και των ως άνω αναφερομένων φαρμάκων, ακολούθησε η εκ νέου διασωλήνωση της ασθενούς, η οποία υπολογίζεται να πραγματοποιήθηκε περίπου στις 09:15, και η θέση της σε καταστολή, με την χρήση σεβοφλουρανίου».
Ακολούθως, ως τρίτος λόγος εφέσεως προβάλλεται ότι: «Οι προαναφερόμενες λανθασμένες ενέργειες και παραλείψεις της κατηγορουμένης, σύμφωνα με τις γνώμες των ανωτέρω αρμοδίων ιατρών, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τη δυσμενή εξέλιξη της υγείας της ασθενούς, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτέλεσαν πράγματι την αποκλειστική αιτία του θανάτου της. Συγκεκριμένα, η παρατεταμένη και η μη επιτυχώς αντιμετωπίσιμη υποξία προκάλεσε τόσο πρώιμα όσο και αργότερα κατά την νοσηλεία του παιδιού στην ΜΕΘ, την ανάπτυξη μη καρδιογενούς ΟΠΟ και την μετάπτωσή του σε σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, από το οποίο και κατέληξε. Από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, δεν διαπιστώθηκε ότι υπήρχε καμιά άλλη αιτία που να οδήγησε στο τραγικό αποτέλεσμα που προαναφέρθηκε, λαμβανομένου υπόψη ότι στην παθούσα δεν είχε διαγνωσθεί ουδεμία άλλη πάθηση που να επιβάρυνε την υγεία της, η δε χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ήταν από τις πιο απλές και συνηθισμένες της ηλικίας της».
Ειδικότερα, το αναιτιολόγητο του υπό κρίση τρίτου λόγου της ασκηθείσης εισαγγελικής εφέσεως συνίσταται στο γεγονός ότι ο κ. Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου βάλει κατά της εν λόγω αθωωτικής απόφασης σχετικά με το ότι πλημμελώς κρίθηκε από το Δικαστήριο πως δεν απεδείχθη κάποιο σφάλμα της κατηγορουμένης (εσφαλμένη ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας), ως προς την ιατρική αντιμετώπιση της καταστάσεως της ασθενούς και των περιστατικών - συμβαμάτων που να συνδέεται αιτιωδώς με την αυξημένη νοσηρότητα που παρουσίασε η ασθενής και που οδήγησε στο θάνατό της, χωρίς ωστόσο να εκτίθενται σ’ αυτόν με σαφήνεια και πληρότητα οι νομικές πλημμέλειες που τάχα εμφιλοχώρησαν και αποδίδονται στην εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, η οποία διέλαβε στο αιτιολογικό της σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση για την κατάφαση της απαλλακτικής κρίσης της κατηγορουμένης. Άλλωστε, η επιλεκτική παράθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της εφέσεως, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (ΑΠ 609/2021 ΤΝΠ Qualex, ΑΠ 991/2019 ΠοινΔικ 11/2019, ΑΠ 1906/2017 Qualex, ΑΠ 1467/2017 Qualex, ΑΠ 169/2017 Nomos, ΑΠ 376/2015 Nomos, ΑΠ 415/2013 Nomos).
Υπό το πρίσμα των ως άνω προαναφερθέντων, ο εκκαλών Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου επουδενί αντέκρουσε τις ακολούθως πλήρως αιτιολογημένες και εμπεριστατωμένες παραδοχές του αιτιολογικού της εν λόγω αθωωτικής απόφασης, η οποία έλαβε υπόψιν Της το σύνολο των αποδεικτικών μέσων της σχηματισθείσας ποινικής και πειθαρχικής δικογραφίας και εκείνων που εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία και διατυπώθηκαν ως εξής, οράτε σελ. 242-243:
«Ειδικότερα, όπως διαλαμβάνεται στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη (εννοώντας εκείνη που διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και φέρει ημερομηνία 24-02-2021), η αδρεναλίνη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες ως αποτέλεσμα της διέγερσης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Συγκεκριμένα από το καρδιαγγειακό προκαλεί ταχυκαρδία, αρρυθμίες, υπερτασική αιχμή (εκσεσημασμένη αύξηση της αρτηριακής πίεσης) και έμφραγμα του μυοκαρδίου, πλην όμως οι συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις δεν τεκμηριώνονται από τα κλινικά, ηλεκτροκαρδιογραφικά, υπερηχοκαρδιογραφικά και νεκροτομικά ευρήματα στην ερευνώμενη περίπτωση. Επίσης, μπορεί να προκληθεί πνευμονικό οίδημα εξαιτίας μιας σοβαρής υπερτασικής κρίσης ή ενός μεγάλου εμφράγματος του μυοκαρδίου, καταστάσεις που στερούνται κλινικοεργαστηριακής τεκμηρίωσης στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, πάντα σύμφωνα με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, η επιβάρυνση της καρδιακής λειτουργίας, ως αποτέλεσμα της χορήγησης αδρεναλίνης, εκδηλώνεται άμεσα, εντός ολίγων λεπτών, προκαλώντας υπέρταση, αρρυθμίες και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, καθ’ όλη την διάρκεια της νοσηλείας της ασθενούς, από τις καταγραφές της αρτηριακής πίεσης ουδέποτε καταγράφηκαν ή αναφέρθηκαν παθολογικά υψηλές τιμές, ενώ ούτε στα ηλεκτροκαρδιογραφήματα προέκυψαν αρρυθμίες ή ευρήματα συμβατά με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ούτε από την νεκροτομική Έκθεση προέκυψαν ευρήματα συμβατά με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Το δε πνευμονικό οίδημα, το οποίο τεκμηριώνεται κλινικά, ακτινολογικά και νεκροτομικά, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδοθεί στη χορήγηση της αδρεναλίνης (ειδικά για το ζήτημα αυτό, βλ. και παραπάνω σχετική αναφορά στο ως άνω με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η Ε. Κ., και δη στη σελ. 48, στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα», καθώς και στις σελ. 35-36, όπου καταγράφεται η άποψη της κ. Ε. Α.). Επισημαίνεται δε ιδιαίτερα ότι, επί του ζητήματος του εάν η καρδιά της ασθενούς υπέστη βλάβη εξαιτίας «υπερβολικών δόσεων αδρεναλίνης» που χορηγήθηκαν από την κατηγορουμένη (όπως διαλαμβάνεται στο κατηγορητήριο), η Ε. Σ., ιατροδικαστής και τεχνική σύμβουλος των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, εξεταζόμενη ως μάρτυρας στο ακροατήριο εξέφρασε και αυτή την άποψη ότι, εάν οι δόσεις ήταν πράγματι υπερβολικές, θα έπρεπε να προκαλέσουν βλάβες στο μυοκάρδιο, πλην όμως η συγκεκριμένη καρδιακή βλάβη που διαπιστώθηκε (διάταση της αριστερής κοιλίας) οφείλεται στην καρδιακή κάμψη λόγω της αιμοδυναμικής κατάρρευσης (και όχι σε χορήγηση υπερβολικών δόσεων αδρεναλίνης), ενώ κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι «οι δόσεις αδρεναλίνης είναι δόσεις ανακοπής, σωστά έδωσε τις δόσεις αλλά καθυστέρησε, τις έδωσε στο 45 κορεσμό» (βλ. την αρχική κατάθεσή της κατά την δικάσιμο της 26-11-2020), υποστηρίζοντας μια σαφώς διαφορετική άποψη ως προς το τι προκάλεσε την σοβαρή επιδείνωση της υγείας της ασθενούς που οδήγησε αιτιωδώς στον θάνατό της (μεγάλη καθυστέρηση στην χορήγηση οποιοσδήποτε θεραπείας και όχι χορήγηση υπερβολικών δόσεων αδρεναλίνης), ενώ επανέλαβε την παραπάνω θέση της και κατά την κατάθεσή της κατά την δικάσιμο της 5-3-2021, ερωτώμενη για το εάν θεωρεί ότι οι υψηλές δόσεις αδρεναλίνης οδήγησαν αιτιωδώς στην επιβάρυνση της υγείας της ασθενούς («Δεν τις ενοχοποιώ δεν έκαναν βλάβη στο μυοκάρδιο, μικροσκοπικά δεν υπάρχουν ευρήματα, δεν αντιμετωπίστηκε ο βρογχόσπασμος από εκεί ξεκίνησε»). Τέλος, ας σημειωθεί συμπληρωματικά ότι και στο ως άνω με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η Ε. Κ., διατυπώνεται η άποψη ότι για την μετέπειτα διαπιστωθείσα μυοκαρδιακή δυσλειτουργία της ασθενούς (σοβαρή δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας και χαμηλό «κλάσμα εξώθησης», που διαπιστώθηκε στην ΜΕΘ παίδων του ΠΑΓΝΗ) δεν ευθύνεται η χορήγηση των δύο ως άνω εφάπαξ δόσεων των 200 mcg αδρεναλίνης (βλ. σελ. 41 του Πορίσματος, § 17.1.2). Εν όψει των ανωτέρω, δεν θεμελιώθηκε σφάλμα ή πλημμέλεια της κατηγορουμένης ως προς την επιλογή των μέσων και του τρόπου θεραπείας, με βάση τις σε βάρος της αιτιάσεις που διατυπώνονται στο κατηγορητήριο σύμφωνα με τα παραπάνω (χορήγηση μη ενδεδειγμένων και καταφανώς υψηλότερων και υπερβολικών δόσεων ινοτρόπων ουσιών και αδρεναλίνης από τις συνιστώμενες κατ' αναλογία για την συγκεκριμένη ιατρική συμπτωματολογία της ασθενούς, εσφαλμένος και μη ενδεδειγμένος τρόπος χορήγησης και ρυθμός εγχύσεως για την συγκεκριμένη περίπτωση), σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω επιλογή από την κατηγορουμένη (των μέσων και του τρόπου θεραπείας), ακόμη και υπό την υποθετική εκδοχή ότι ήταν εσφαλμένη, οδήγησε ή συνετέλεσε αιτιωδώς στην επιβάρυνση της καρδιακής λειτουργίας της ασθενούς και εν γένει στην σοβαρή επιβάρυνση της υγείας της και, εν τέλει, στον θάνατό της.
Προσέτι, αντίστοιχες αναφορές γίνονται και στις σελ. 246-247, σύμφωνα με τις οποίες: «Εξάλλου, ως προς την αιτίαση των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, που διατυπώθηκε το πρώτον με τις αρχικές αγορεύσεις τους (κατά την δικάσιμο της 16-12-2020) και με το σχετικό έγγραφο σημείωμα - υπόμνημα που κατέθεσαν, αναφορικά με την επιλογή της κατηγορουμένης να χρησιμοποιήσει την φαρμακευτική ουσία sugammadex (σκεύασμα «Bridion»), που είναι μια «τροποποιημένη γάμα κυκλοδεξτρίνη», ως ανάστροφου νευρομυϊκού αποκλειστή του ροχουρονίου που είχε χορηγηθεί, χωρίς να προβεί σε προαλλεργική της διερεύνηση και, εν πάσει περιπτώσει, έχοντας ή οφείλοντας να έχει υπ' όψη της πάσα ενδεχόμενη πιθανή παρενέργεια εκ της χρήσεως της προκειμένου να δράσει άμεσα για την αντιμετώπιση του συμπτώματος του βρογχόσπασμου και να χορηγήσει κύρια και καίρια ατροπίνη που δεν χορήγησε, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια ζητήματα, ως προς την επιλογή από την κατηγορουμένη της παραπάνω ουσίας (sugammadex) που χορήγησε για τον ως άνω συγκεκριμένο σκοπό, ότι δηλαδή επρόκειτο για μία ενδεχομένως επικίνδυνη επιλογή, που θα μπορούσε να αποφευχθεί και να προτιμηθεί η χορήγηση άλλης («ακίνδυνης») ουσίας, και ως προς την μη άμεση («κύρια και καίρια») χορήγηση ατροπίνης όταν εμφανίσθηκαν τα ως άνω συμπτώματα που υποδήλωναν την κατά τα ανωτέρω πιθανή αλλεργική αντίδραση στην εν λόγω ουσία, ουδόλως εντοπίσθηκαν ή αναδείχθηκαν σε βάρος της κατηγορουμένης κατά την έρευνα του περιστατικού κατά την προδικασία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση όλων των σχετικών εκθέσεων και πορισμάτων (μεταξύ των οποίων της με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.» που συνετάχθη από την Επιθεωρήτρια Μ. Α., του πορίσματος της Ε.Δ.Ε. που συνέτεξε η Π. Μ., του με αριθμ. πρωτ. .../6-2-2018 Πορίσματος Πειθαρχικής Ανάκρισης που συνέταξε η Ε. Κ., και της σχετικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου 7ης Υ.ΠΕ. - Κρήτης), ουδεμία μομφή αποδίδεται στην κατηγορουμένη για την επιλογή της συγκεκριμένης ουσίας (sugammadex) και την χορήγηση του ως άνω σκευάσματος («Bridion») και ουδεμία μνεία γίνεται περί υποχρεώσεως «προαλλεργικής διερεύνησης» ως προς την εν λόγω ουσία ή περί δυνατότητας επιλογής άλλης σχετικής ουσίας ως ασφαλέστερης ή λιγότερο «επικίνδυνης», ενώ, επιπλέον, ουδεμία πλημμέλεια τής αποδίδεται ως προς την μη χορήγηση ατροπίνης, ως άμεσης απάντησης/κατάλληλης θεραπείας όταν εμφανίστηκαν το πρώτον τα ως άνω συμπτώματα. Περαιτέρω, ούτε κατά την κύρια αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα παραπάνω, αλλά προέκυψε ότι η εν λόγω φαρμακευτική ουσία είχε εγκριθεί πολλά χρόνια πριν το συμβάν, και δη από το έτος 2008, από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιείται κατά κόρον σε τέτοιες περιπτώσεις, ενώ πλέον, από το έτος 2015, έχει εγκριθεί και από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για την χρήση στις Η.Π.Α., ενώ, όπως διεξοδικά αναλύθηκε παραπάνω, η κατάλληλη και άμεση θεραπεία για τα ως άνω συμπτώματα που εμφανίσθηκαν στην ασθενή και που υποδήλωναν την κατά τα ανωτέρω πιθανή αλλεργική αντίδραση στην εν λόγω ουσία, ήταν η χορήγηση αδρεναλίνης (και όχι ατροπίνης).
Παράλληλα, στις σελ. 259-263 της εν λόγω αθωωτικής αποφάσεως αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, οι μάρτυρες ιατροί που εξετάσθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, εξέφρασαν αντίθετη άποψη - σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ διαμέτρου αντίθετη - περί των παραπάνω ζητημάτων (δηλαδή, ως προς το ζήτημα της ενδεδειγμένης δόσης αδρεναλίνης για τις ως άνω περιπτώσεις, εφόσον, βέβαια, ληφθεί ως δεδομένο ότι υπήρξαν τα παραπάνω συμπτώματα και οι ως άνω ενδείξεις και τιμές στα ζωτικά σημεία της ασθενούς, όπως περιγράφονται στο κατηγορητήριο, ως προς τον τρόπο και τον ρυθμό χορηγήσεως και ως προς την αναγκαιότητα της χορηγήσεως σαλβουταμόλης και περί του ότι η βρογχοδιασταλτική δράση της χορηγηθείσας αδρεναλίνης ήταν επαρκής), ενώ, επιπλέον, εξέφρασαν και την άποψη ότι, στην υποθετική περίπτωση ότι ήταν υπερβολική η δόση της αδρεναλίνης και έπρεπε να χορηγηθεί μικρότερη, η χορήγηση των κατά τα ως άνω δόσεων αδρεναλίνης από την κατηγορουμένη (200 mcg δύο φορές) δεν ήταν ικανή να επιβαρύνει την καρδιακή λειτουργία της ασθενούς και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν αυτή που εν προκειμένω προκάλεσε σχετική βλάβη, καθώς, εάν είχε προκαλέσει βλάβη, αυτή θα εκδηλωνόταν άμεσα (και όχι ώρες αργότερα) και με τα συμπτώματα ταχυκαρδίας, αρρυθμιών, υπέρτασης (μεγάλης αύξησης της αρτηριακής πίεσης) και εμφράγματος του μυοκαρδίου, πλην όμως οι συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις δεν εμφανίσθηκαν στην ασθενή, αλλά τα συμπτώματα ήταν διαφορετικά (βραδυκαρδία, υπόταση, υποξυγοναιμία). Επιπλέον, ακόμη και η μάρτυρας - τεχνική σύμβουλος των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, Ε. Σ., κατά την κατάθεσή της στην δικάσιμο της 26-11-2020 διατύπωσε την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν η ποσότητα της αδρεναλίνης που χορηγήθηκε υπαίτια για την αυξημένη νοσηρότητα και τον Θάνατο της ασθενούς (βλ. ιδιαίτερα τα σημεία της καταθέσεώς της που αναφέρει ότι «Συμπερασματικά, οι υπερβολικές δόσεις, αν είχαν χορηγηθεί, θα παρουσίαζαν βλάβες, μακροσκοπικά δεν διαπιστώθηκαν» και «Με το πρώτο μέρος του κατηγορητηρίου, που αναφέρεται σε υπερβολική δόση αδρεναλίνης ως αιτίας που προκάλεσε την καρδιακή βλάβη και τον Θάνατο, δεν συμφωνώ»), άποψη που επανέλαβε και επιβεβαίωσε και κατά την δικάσιμο της 5-3-2021, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την σύνταξη της σχετικής εκθέσεως, εξεταζόμενη ως τεχνική σύμβουλος των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, στα πλαίσια της αξιολογήσεως της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης και διατυπώσεως παρατηρήσεων επ’ αυτής».
Προσέτι, επισημαίνεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι: “…το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε κρίση περί ενοχής της κατηγορουμένης για την πράξη που της αποδίδεται. Και τούτο, για τον προφανή λόγο ότι οι εν λόγω αντιφάσεις ναι μεν κλονίζουν την αξιοπιστία της κατηγορουμένης και δημιουργούν αμφιβολίες περί αυτής, πλην όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να κριθεί ένοχη, καθώς προς τούτο απαιτείται να αποδειχθεί συγκεκριμένη πλημμέλεια ή συγκεκριμένες πλημμέλειες (εσφαλμένες ενέργειες ή παραλείψεις) της κατηγορουμένης ως προς την αντιμετώπιση του ερευνώμενου περιστατικού, οι οποίες μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, θα πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι συνδέονται αιτιωδώς με την προκληθείσα αυξημένη νοσηρότητα και, εν τέλει, με τον θάνατο της ασθενούς, τέτοιες δε πλημμέλειες δεν αποδείχθηκαν, σύμφωνα με τα παραπάνω, και ούτε οι εν λόγω αντιφάσεις της κατηγορουμένης τις αποδεικνύουν. Ειδικά δε ως προς τα ως άνω αναγραφόμενα από την κατηγορουμένη στα σχετικά σημειώματά της, περί της συχνότητας των επεισοδίων που παρουσίαζε η ασθενής στο Β. νοσοκομείο («συνεχώς», «ανά 15 min») και της συνολικής ποσότητας αδρεναλίνης που χορηγήθηκαν στην ασθενή (2 ή 3 αμπούλες, που περιέχουν 2.000 ή 3.000 mcg αδρεναλίνης, δηλαδή 10 ή 15 δόσεις των 200 mcg), πρέπει να λεχθεί ότι ουδόλως προέκυψε από την συνολική αποδεικτική διαδικασία κάτι τέτοιο, καθώς, πλην των ως άνω αναγραφόμενων από την κατηγορουμένη στα ως άνω σημειώματά της, καθώς και σχετικής σύντομης μνείας στην σελ. 51 της με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», που συνετάχθη από την Επιθεωρήτρια Μ. Α., όπου η εν λόγω Επιθεωρήτρια διαπιστώνει - μεταξύ άλλων - ότι «Από τα αναφερόμενα στις ένορκες καταθέσεις των παρευρισκομένων ιατρών και νοσηλεύτριας, εξάγεται ως πιθανότερο το συμβάν να χορηγήθηκαν στο παιδί εν τέλει, 2 amp αδρεναλίνης και 1 amp ατροπίνης», διαπίστωση, όμως, που δεν περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της ίδιας εκθέσεως (κεφ. Ζ, σελ. 72 έως 75), ουδείς από τους ιατρούς του Β. νοσοκομείου, που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, επιβεβαιώνει την ύπαρξη τόσο πολλών και συχνών επεισοδίων και την χορήγηση τόσων πολλών δόσεων και τόσο μεγάλης συνολικά ποσότητας αδρεναλίνης ούτε τούτο προκύπτει από κάποιο άλλο στοιχείο, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι τέτοιου είδους αντιμετώπιση δεν διαλαμβάνεται ότι έγινε και δεν περιλαμβάνεται στις διαπιστώσεις και στα συμπεράσματα του πορίσματος της Ε.Δ.Ε., που συνέταξε η Π. Μ., ούτε στο ως άνω με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η Ε. Κ., ούτε στην σχετική απόφαση την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 7ης Υ.ΠΕ. (Κρήτης), που αφορά την κατηγορουμένη, ούτε αποδίδεται στην τελευταία ως πλημμέλεια ή αναφέρεται ως περιστατικό στο κατηγορητήριο της παρούσας υποθέσεως. Συνεπώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να διερευνήσει τυχόν υπαιτιότητα (αμέλεια) της κατηγορουμένης υπό τις περιστάσεις αυτές (συχνότητα επεισοδίων στο Β. νοσοκομείο ανά 15 min και χορήγηση προς αντιμετώπισή τους συνολικής ποσότητας 2.000 ή 3.000 mcg αδρεναλίνης, δηλαδή 10 ή 15 δόσεων των 200 mcg), καθώς θεωρεί ότι οι εν λόγω περιστάσεις ουδόλως αποδείχθηκαν», ενώ στη σελ. 265 στιχ. 6 έως 14 κατέληξε ότι: «…Με βάση τις παραπάνω παραδοχές και κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν θεμελιώθηκε υπαιτιότητα (και δη αμέλεια) της κατηγορουμένης για τον θάνατο της ως άνω ασθενούς, ΥΠΟ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΩΣ ΑΝΩ ΕΚΔΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, και δη δεν αποδείχθηκε κάποιο σφάλμα της (εσφαλμένη ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης ενέργειας) ως προς την ιατρική αντιμετώπιση της καταστάσεως της ασθενούς και των ως άνω περιστατικών-συμβαμάτων που να συνδέεται αιτιωδώς με την αυξημένη νοσηρότητα που παρουσίασε η ασθενής (να την προκάλεσε ή να μην την απέτρεψε) και οδήγησε στον θάνατό της, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξεως που της αποδίδεται.»
Περαιτέρω, ως τέταρτος λόγος εφέσεως εκ μέρους του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου προβάλλεται ότι: «Η γνώμη που διατυπώθηκε στην έκθεση της διενεργηθείσας κατά το τελευταίο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία όλες οι ενέργειες της κατηγορουμένης ήταν ορθές και σύμφωνες με τους ισχύοντες ιατρικούς κανόνες, δεν κρίνεται αξιόπιστη και ικανή να ανατρέψει τα ανωτέρω. Κατ’ αρχήν δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω πραγματογνώμονες έλαβαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας. Κατά δεύτερο, δεν μπορεί να θεωρηθεί λογική η άποψη ότι μπορεί να υπάρχουν κοινώς αναγνωρισμένοι και υποχρεωτικά εφαρμοστέοι ιατρικοί κανόνες που να διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα είχαν τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται. Να είναι, δηλαδή, κοινώς αναγνωρισμένοι και να είναι δυνατή η υποχρεωτική εφαρμογή τους από όλους τους ιατρούς. Αναμφιβόλως, υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες, δηλαδή γενικά αποδεκτοί κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τους οποίους πρέπει να σέβονται όλοι οι ιατροί και να μην ακολουθεί ο καθένας δική του άποψη. Αυτή την έννοια έχουν και τα «πρωτόκολλα» που εφαρμόζονται στα νοσοκομεία για κάθε σοβαρή ιατρική ενέργεια. Τέτοιο πρωτόκολλο υπήρχε και στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, όπως αφήνει να εννοηθεί η κα κυρία Ρ. στην κατάθεση που προαναφέρθηκε και με βάση αυτό το πρωτόκολλο, θεώρησε η ίδια ότι οι δόσεις της αδρεναλίνης που χορηγήθηκαν στην παθούσα ήταν πολύ υψηλές.
Εξάλλου και στο συμπληρωματικό πόρισμα της ΕΔΕ που προηγήθηκε, αναφέρονται τα εξής: «Από την αναισθησιολόγο κ. Ν.Π. χορηγήθηκε σε μικρό παιδί δόση αδρεναλίνης ενδοφλέβια που είναι αυξημένη και δεν είναι σύμφωνη με τους άνω αναφερόμενους ιατρικούς αλγορίθμους αντιμετώπισης βρογχόσπασμου και αλλεργίας σε παιδιά που συνιστούν τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, και η πράξη αυτή συνιστά σφάλμα ιατρικής ενέργειας. Η μη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών για την αντιμετώπιση εμμένοντος βρογχόσπασμου (διαρκείας τουλάχιστον 30 λεπτών της ώρας) από την ίδια αναισθησιολόγο, έγινε κατά παράβαση παιδιατρικών αλγορίθμων και δια αυτούς τους λόγους συνιστά σφάλμα παράλειψης οφειλόμενης ιατρικής ενέργειας». Για τους λόγους αυτούς θεωρώ εσφαλμένη την άποψη των πραγματογνωμόνων, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους προαναφερόμενους ιατρικούς κανόνες, τους αλγορίθμους που ισχύουν για την αντιμετώπιση του βρογχόσπασμου και αλλεργίας σε παιδιά που έχουν την ηλικία της παθούσας και τα ισχύοντα πρωτόκολλα».
Εν προκειμένω, η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στον προαναφερθέντα τέταρτο λόγο εφέσεως του εκκαλούντος κ. Αντεισαγγελέως συνίσταται στο γεγονός ότι επικαλείται αναξιοπιστία της διαταχθείσης από το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης, κάνοντας τεχνηέντως επιλεγμένη χρήση χωρίων από συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο για να στηρίξει την αιτίασή του περί ενοχής της κατηγορουμένης και δη το συμπληρωματικό πόρισμα της Ε.Δ.Ε., χωρίς ωστόσο ουδέποτε να προβεί στην έκθεση εκείνων των συλλογισμών με βάση τους οποίους κατέληξε στα ανωτέρω συμπεράσματα, ήτοι χωρίς να επικαλεσθεί εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα πώς κατέληξε στην κρίση Του αφενός περί δήθεν αξιοπιστίας των επικαλούμενων από εκείνον μεμονωμένων αποδεικτικών μέσων, τα οποία συνηγορούν στην ενοχή της εντολέως μας, και αφετέρου περί αναξιοπιστίας και πλημμέλειας των χωρίων της επίμαχης αθωωτικής απόφασης, τα οποία συνηγορούν υπέρ της φερεγγυότητας της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης και της δυνατότητας ύπαρξης αντίθετων απόψεων επί ενός ιατρικού ζητήματος.
Πιο αναλυτικά, ο εκκαλών Αντεισαγγελέας ουδέποτε αντέκρουσε τα κατωτέρω χωρία της επίμαχης αθωωτικής αποφάσεως, στα οποία αναγράφονται μεταξύ άλλων στη σελ. 245 τα ακόλουθα: «Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στα παραπάνω αποδεικτικά συμπεράσματα και τον σχηματισμό της παραπάνω κρίσης του, έλαβε ιδιαίτερα υπ’ όψη του τα όσα γνωμοδότησαν οι διορισθέντες από αυτό πραγματογνώμονες και έχουν εκτεθεί στην ως άνω έκθεση της πραγματογνωμοσύνης τους, την οποία αξιολογεί ως πλήρη, εμπεριστατωμένη και αξιόπιστη, με παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία, θεωρεί δε ότι οι εν λόγω πραγματογνώμονες, των οποίων η επιστημονική κατάρτιση δεν αμφισβητείται, γνωμοδότησαν εκφράζοντας την επιστημονική τους άποψη και μόνο, ενεργώντας με αντικειμενικότητα, αμεροληψία και υψηλό αίσθημα ευθύνης και σύμφωνα με τον όρκο που έδωσαν. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι οι επιστημονικές τους απόψεις στα κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν τις πλημμέλειες που αποδίδονται στην κατηγορουμένη με βάση το κατηγορητήριο, έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις της κ. Π. Μ. για τα ίδια ζητήματα, όπως αυτές διατυπώνονται στο ως άνω πόρισμα της Ε.Δ.Ε. που έχει συντάξει (αρχικό και συμπληρωματικό) και στην με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», που έχει συντάξει η Επιθεωρήτρια Μ. Α. και σύμφωνα με τις οποίες η κατηγορουμένη αφενός μεν βαρύνεται με τις ως άνω πλημμέλειες, αφετέρου δε οι εν λόγω πλημμέλειες της συνέβαλαν αιτιωδώς στην πρόκληση του ως άνω θανατηφόρου αποτελέσματος (βλ. σελ. 28, στο κεφάλαιο «ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ», § 2, τελευταία παράγραφος του με αριθ, πρωτ. .../30-6-2016 συμπληρωματικού Πορίσματος της Ε.Δ.Ε., καθώς και σελ. 42 της ως άνω «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», όπου, σε σχετική ερώτηση της συντάξασας την εν λόγω Έκθεση Επιθεωρήτριας, «Ποια ήταν τα λάθη κατά την αντιμετώπιση των επεισοδίων βρογχόσπασμου που παρουσίασε το παιδί κατά την αφύπνιση και μετά, και ποιες οι πιθανές συνέπειές τους», καταγράφεται η από 23-2-2017 σχετική απάντηση της κ. Μ., σύμφωνα με την οποία «Στην αντιμετώπιση του βρογχόσπασμου η σχετική αγωγή δεν ήταν η δέουσα, διότι δεν χορηγήθηκαν βρογχοδιασταλτικά και δεν έγινε ορθή χρήση της αδρεναλίνης, όσον αφορά τη χορηγούμενη ενδοφλέβια δοσολογία ... Η μη ορθή αντιμετώπιση του βρογχόσπασμου μπορεί να οδηγήσει καταρχάς σε διαταραχές του αερισμού με επίπτωση και στο καρδιαγγειακό, ενώ η λάθος χρήση της αδρεναλίνης, όσον αφορά στην δοσολογία ή/και την οδό χορήγησης, μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις με αυξημένη νοσηρότητα ή/και θνητότητα, όπως και στην συγκεκριμένη περίπτωση»).
Επίσης οι ως άνω επιστημονικές απόψεις των πραγματογνωμόνων έρχονται σε αντίθεση και με τα όσα δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της 7ης Υ.Π.Ε. ως προς συγκεκριμένες πλημμέλειες της κατηγορουμένης, που υιοθέτησε την παραπάνω άποψη της κ. Μ. (έστω και με την επισήμανση ότι αυτές δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι αποτέλεσαν το αίτιο και οδήγησαν στον θάνατο της ασθενούς). Το Δικαστήριο, εκτιμώντας και αξιολογώντας όλες τις παραπάνω επιστημονικές απόψεις, κρίνει ότι η ορθή άποψη επί των συγκεκριμένων ζητημάτων (περί της χορηγήσεως αδρεναλίνης, περί επιβαρύνσεως της καρδιακής λειτουργίας και γενικά προκλήσεως βλάβης στην υγεία της ασθενούς λόγω χορηγήσεως «υπερβολικής» δόσης κλπ.), είναι αυτή των διορισθέντων από το Δικαστήριο πραγματογνωμόνων, όπως διατυπώνεται στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία συνάδει και με την άποψη που εξέφρασαν οι μάρτυρες ιατροί που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορθότερη είναι η άποψη της κ. Μ., με δεδομένο ότι και η αντίθετη άποψη (των πραγματογνωμόνων κλπ.) είναι επαρκώς τεκμηριωμένη σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να αποδοθεί πλημμέλεια στην κατηγορουμένη και να κριθεί ότι βαρύνεται με αμέλεια επειδή ακολούθησε την συγκεκριμένη αντίθετη άποψη και επέλεξε να χορηγήσει την σχετική θεραπεία (αδρεναλίνη κλπ.) σύμφωνα με την άποψη αυτή.
Επιπροσθέτως, σχετικά με την αξιοπιστία της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης, κατά της οποίας βάλει ο εκκαλών Αντεισαγγελέας, ήδη στη σελ. 258 της αθωωτικής αποφάσεως του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως: «Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνουν οι εξής επισημάνσεις αναφορικά με την αναγκαιότητα της πραγματογνωμοσύνης, το χρονικό σημείο που επελέγη από το Δικαστήριο να διαταχθεί η διενέργειά της και τα επιστημονικά ζητήματα που τέθηκαν: Όπως προαναφέρθηκε, με το κατηγορητήριο αποδίδονται συγκεκριμένες πλημμέλειες στην κατηγορουμένη ως προς την αντιμετώπιση του ερευνώμενου περιστατικού που παρουσιάσθηκε στην ασθενή, και δη το ότι χορήγησε εσφαλμένη θεραπεία (δεν τήρησε αυστηρά, ως όφειλε, το πρωτόκολλο που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες αντιμετώπισης αλλεργικής αντίδρασης στα παιδιά κατά την αντιμετώπιση της «σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης» η οποία εκδηλώθηκε στην ως άνω ασθενή με τον επιμένοντα βρογχόσπασμο, υπόταση και βραδυκαρδία, χορηγώντας καταφανώς υψηλότερες δόσεις ινοτρόπων ουσιών και αδρεναλίνης από τις συνιστώμενες κατ' αναλογία, ενώ ούτε ο τρόπος χορήγησης ούτε αυτή καθεαυτή η δοσολογία της φαρμακευτικής αγωγής ήταν σύμφωνες με την διεθνώς αναγνωρισμένη πρακτική και ισχύοντες παιδιατρικούς αλγορίθμους, που εφαρμόζονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ενώ δεν χορήγησε - επιπλέον - και βρογχοδιασταλτικό και δη σαλβουταμόλη). Η θέση αυτή, περί των ως άνω συγκεκριμένων πλημμελειών της κατηγορουμένης ως προς την φαρμακευτική αντιμετώπιση του εν λόγω περιστατικού, διατυπώθηκε τόσο στο ως άνω Πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (αρχικό και συμπληρωματικό) από την ως άνω συντάξασα αυτά Π. Μ., «υιοθετήθηκε» δε από την σχετική απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 7ης Υ.ΠΕ. (Κρήτης), με τις επισημάνσεις ότι «δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι τα γεγονότα αυτά και οι παραλείψεις αποτέλεσαν το αίτιο και οδήγησαν στον θάνατο της Μ. Κ. Π.» και «Αν και οι παραπάνω πράξεις και παραλείψεις δεν συνδέονται αναμφίβολα με τον θάνατο της ασθενούς, εντούτοις αυτές αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα», που διατυπώθηκαν στο «σκεπτικό» της εν λόγω πειθαρχικής αποφάσεως (βλ. σελ. 12 των «Πρακτικών της 13ης Συνεδρίασης της Δευτέρας 23 Απριλίου 2018» του παραπάνω Συμβουλίου). Κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, οι μάρτυρες ιατροί που εξετάσθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, εξέφρασαν αντίθετη άποψη - σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ διαμέτρου αντίθετη - περί των παραπάνω ζητημάτων (δηλαδή, ως προς το ζήτημα της ενδεδειγμένης δόσης αδρεναλίνης για τις ως άνω περιπτώσεις, εφόσον, βέβαια, ληφθεί ως δεδομένο ότι υπήρξαν τα παραπάνω συμπτώματα και οι ως άνω ενδείξεις και τιμές στα ζωτικά σημεία της ασθενούς, όπως περιγράφονται στο κατηγορητήριο, ως προς τον τρόπο και τον ρυθμό χορηγήσεως και ως προς την αναγκαιότητα της χορηγήσεως σαλβουταμόλης και περί του ότι η βρογχοδιασταλτική δράση της χορηγηθείσας αδρεναλίνης ήταν επαρκής)…
Επιπλέον, ακόμη και η μάρτυρας - τεχνική σύμβουλος των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, Ε. Σ., κατά την κατάθεσή της στην δικάσιμο της 26-11-2020 διατύπωσε την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν η ποσότητα της αδρεναλίνης που χορηγήθηκε υπαίτια για την αυξημένη νοσηρότητα και τον θάνατο της ασθενούς (βλ. ιδιαίτερα τα σημεία της καταθέσεώς της που αναφέρει ότι «Συμπερασματικά, οι υπερβολικές δόσεις, αν είχαν χορηγηθεί, θα παρουσίαζαν βλάβες, μακροσκοπικά δεν διαπιστώθηκαν» και «Με το πρώτο μέρος του κατηγορητηρίου, που αναφέρεται σε υπερβολική δόση αδρεναλίνης ως αιτίας που προκάλεσε την καρδιακή βλάβη και τον θάνατο, δεν συμφωνώ»), άποψη που επανέλαβε και επιβεβαίωσε και κατά την δικάσιμο της 5-3-2021, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την σύνταξη της σχετικής εκθέσεως, εξεταζόμενη ως τεχνική σύμβουλος των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, στα πλαίσια της αξιολογήσεως της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης και διατυπώσεως παρατηρήσεων επ’ αυτής. Όμως, παρά τις καταθέσεις των ως άνω ιατρών και της τεχνικής συμβούλου, τόσο με την εισαγγελική πρόταση περί ενοχής της κατηγορουμένης, που διατυπώθηκε κατά την δικάσιμο της 16-12-2020 μετά το πέρας της αρχικής απολογίας της κατηγορουμένης (πριν εκδοθεί η απόφαση για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης), όσο και με τις θέσεις που διατυπώθηκαν από τους συνηγόρους των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ίδιο σημείο της δίκης, στην κατηγορουμένη «καταλογίσθηκαν», πέραν των άλλων, και οι ως άνω πλημμέλειες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Βάσει τούτων, και δη των διαφορετικών ως άνω επιστημονικών απόψεων που διατυπώθηκαν ή κατατέθηκαν, αλλά και των θέσεων που διατυπώθηκαν με την εισαγγελική πρόταση και τις αγορεύσεις των συνηγόρων των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, κρίθηκε απολύτως λογικό να τεθούν ως ζητήματα της διαταχθείσας από το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης τα σχετικά θέματα που αφορούν τις πλημμέλειες που αποδίδονται στην κατηγορουμένη με το κατηγορητήριο (ερωτήματα 1 έως 4)».
Άλλωστε, ακόμη και ο ισχυρισμός περί δήθεν αναξιοπιστίας της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης λόγω του ότι «δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω πραγματογνώμονες έλαβαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας», αποδυναμώνεται ήδη στη σελ. 211 της αθωωτικής αποφάσεως, οπότε στα πλαίσια αντίστοιχης ερώτησης ενός εκ των συνηγόρων των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας προς τον κ. Φ. Γ., επιδιώκοντας ήδη από την ακροαματική διαδικασία να υπονοηθεί τυχόν μη επισκόπηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας από τους διορισθέντες πραγματογνώμονες, εκείνος απήντησε πως: «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΚΑΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ».
Παράλληλα, αναφορικά με την επίκληση από μέρους του εκκαλούντος κ. Αντεισαγγελέως αποσπάσματος χωρίου από το συμπληρωματικό πόρισμα της Ε.Δ.Ε. που είχε διενεργηθεί, ως προς τις αποδιδόμενες πλημμέλειες της χορήγησης υπερβολικής δόσης αδρεναλίνης, και δη δεκαπλάσιας από την ενδεδειγμένη, του εσφαλμένου τρόπου και ρυθμού χορήγησης, της μη επιπλέον χορήγησης βρογχοδιασταλτικού – σαλβουταμόλης, ισχύουν όσα έχουν ήδη αναλυθεί εκτενώς ανωτέρω στην αποδυνάμωση του πρώτου λόγου εφέσεως σχετικά με τα εν λόγω ζητήματα.
Τέλος, ως πέμπτος λόγος εφέσεως προβάλλεται από τον κ. Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου ότι: «Τέλος, δεν προέκυψε ότι υπήρξε αλλεργική αντίδραση 4ου βαθμού στην ουσία bridion, η οποία εκδηλώθηκε με ταυτόχρονη εμφάνιση τριάδας βρογχόσπασμου, βραδυκαρδίας και υπότασης και συνεπώς καλώς χορηγήθηκαν οι αναφερόμενες ποσότητες αδρεναλίνης. Η ίδια η κατηγορουμένη, σε κανένα σημείο των 4 ενημερωτικών σημειωμάτων της, δεν αναφέρει τίποτα περί αλλεργικής – αναφυλακτικής αντίδρασης (και δη τέτοιου (4ου βαθμού), ούτε, εξάλλου αναφέρει σε αυτά την ταυτόχρονη (σε κλάσματα δευτερολέπτου) εμφάνιση βρογχόσπασμου, βραδυκαρδίας και υπότασης, αλλά αντίθετα αναφέρει προοδευτική εμφάνιση αυτών. Εξάλλου περί αρχικού και κυρίαρχου συμπτώματος βρογχόσπασμου ομιλεί και ο ιατρός – αναισθησιολόγος, Κ. Γ., στις καταθέσεις του που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, ενώ τέλος και η κ. Γ. – εντατικολόγος ΜΕΘ Παίδων ΠΑΓΝΗ, στην σελίδα 5 της από 2-2-2016 ένορκης κατάθεσής της αλλά και στο ακροατήριο αναφέρει ότι ρώτησε την κατηγορούμενη αν το παιδί παρουσίασε αλλεργία σε κάτι και η τελευταία απάντησε όχι.
Ο όψιμος αυτός ισχυρισμός της κατηγορουμένης δεν επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως από τα ευρήματα της νεκροψίας – νεκροτομής, από το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, από την αναγνωσθείσα από 22-3-2016 ένορκη κατάθεση στην ΕΔΕ του επίκουρου καθηγητή ιστοπαθολογίας κ. Ν. Γ., ως επίσης και από την κατάθεση του ιατροδικαστή, Α. Π. που έχει ενσωματωθεί στο αναγνωστέο έγγραφο 6, αλλά ούτε και από την πορεία της εξέλιξης των γεγονότων.»
Εν προκειμένω, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί εξαρχής ότι ο πέμπτος λόγος εφέσεως στερείται παντελώς της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που αξιώνει η σημερινή διάταξη του άρθρου 487 Κ.Π.Δ., καθώς ο κ. Αντεισαγγελέας προβαίνει στην υιοθέτηση των κρίσεων περί ενοχής της κατηγορουμένης, ως περιγράφονται αναλυτικά μόλις ανωτέρω, χωρίς να αντικρούσει το σύνολο των πολυάριθμων αποδεικτικών μέσων, τα οποία επικαλείται η αθωωτική απόφαση σε ποικίλα χωρία της, τα οποία θα προβληθούν αυτούσια Ενώπιόν Σας, αλλά αντιθέτως αρκέστηκε στην επίκληση μεμονωμένων αποδεικτικών μέσων, και δη στα ενημερωτικά σημειώματα της κατηγορουμένης, αλλά και στις καταθέσεις του ιατρού - αναισθησιολόγου Κ. Γ. και της εντατικολόγου ΜΕΘ Παίδων ΠΑΓΝΗ, κας Γ.. Εντούτοις, ο κ. Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου δεν προέβη στην ανάδειξη των νομικών και πραγματικών πλημμελειών των επίμαχων χωρίων της αθωωτικής αποφάσεως, προβάλλοντας αφενός την αναξιοπιστία των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψιν Της και αφετέρου την δήθεν αξιοπιστία εκείνων που ο ίδιος επικαλείται υπέρ της ενοχής της εντολέως μας.
Εν συνεχεία, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας συντρέχει όταν η εισαγγελική έφεση δεν λαμβάνει υπόψη της και δεν συνεκτιμά τις απολογίες των κατηγορουμένων [ΑΠ 178/2015 ΠοινΔικ 12/2015], ή τις μαρτυρικές καταθέσεις τόσο των μαρτύρων κατηγορίας όσο και υπεράσπισης, και ειδικά των μαρτύρων που καταθέτουν υπέρ των κατηγορουμένων [ΑΠ 678/2015 Nomos], ή όταν επικαλείται μεμονωμένες αναφορές των εκθέσεων πραγματογνωμόνων χωρίς αναφορά του όλου περιεχομένου των εκθέσεων αυτών [ΑΠ 2179/2018 Nomos, ΑΠ 1142/2012 Nomos]. Επιπλέον δε, πρέπει να προκύπτει από τη σχετική Έκθεση μια εκτεταμένη αντίκρουση κάθε μερικότερης απαλλακτικής νομικής και πραγματικής παραδοχής της εκκαλουμένης απόφασης [ΑΠ 991/2019 ΠοινΔικ 11/2019, ΑΠ 936/2010 Nomos, ΑΠ 1846/2008 Nomos]. Ενόψει των ανωτέρω, στο περιεχόμενο της επίμαχης αθωωτικής απόφασης, αναφέρεται μεταξύ άλλων στη σελ. 227 πως: «...της μάρτυρος Σ. Σ., παιδιάτρου, τότε Διευθύντριας Ε.Σ.Υ. στην Παιδιατρική Κλινική του Β. νοσοκομείου (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα τα σημεία όπου αναφέρει ότι «Όταν πήγα έγινε το δεύτερο επεισόδιο, το παιδί είχε κάνει υπόταση, βραδυκαρδία και στο πρώτο επεισόδιο και είχε ανανήψει», «Τα δύο επεισόδια που μου περιέγραψαν οι συνάδελφοι δεν ήταν μόνο βρογχόσπασμος, ήταν υποξαιμία, βραδυκαρδία» και «Στα δύο επεισόδια που προηγήθηκαν, τις σφύξεις, μου περιγράφηκαν σαν υπόταση και βραδυκαρδία, ήταν όλα μαζί, όχι μόνο βρογχόσπασμος»), και της μάρτυρος Ε. Β., παιδιάτρου-εντατικολόγου, τότε Διευθύντριας Ε.Σ.Υ. στην Μ.Ε.Θ. Παίδων του «ΠΑΓΝΗ» (βλ. την κατάθεσή της στο ακροατήριο, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «Το πώς αντιμετωπίστηκε στο Β. δεν θυμάμαι αν μας είπε η κ. Γ., ξέρω ότι το παιδί μετά την αποσωλήνωση έκανε βρογχόσπασμο, υποξαιμία, βραδυκαρδία», καθώς και την με ημερομηνία 27-9-2016 κατάθεση της ίδιας κατά την προδικασία, και ιδιαίτερα το σημείο όπου αναφέρει ότι «... επικοινώνησε τηλεφωνικά η κ. Σ., στην οποία κλήση απάντησε η κ. Γ., και ενημέρωσε για ένα 4χρονο κορίτσι που είχε υποβληθεί σε προγραμματισμένη αδενοειδεκτομή και κατά την αφύπνισή του - μετά την αποσωλήνωση - παρουσίασε βρογχόσπασμο, σοβαρή υποξυγοναιμία και βραδυκαρδία...”). Τα παραπάνω συμπτώματα η κατηγορουμένη τα αξιολόγησε ως ενδεικτικά επικείμενης ανακοπής και, γενικά, ως απειλητική για την ζωή της ασθενούς κατάσταση και αποφάσισε την χορήγηση σε αυτήν ενδοφλεβίως 200 mcg αδρεναλίνης, 20 mg μεθυλπρεδνιζολόνης και 20 mg ρανιτιδίνης.»
Επιπροσθέτως, στις σελ. 230-231, επισημαίνεται ότι: «Όμως, λίγο αργότερα, και δη περί ώρα 09:40 με 09:45 περίπου, η ασθενής εμφάνισε εκ νέου επεισόδιο έντονου βρογχόσπασμου, με συνοδό υποξαιμία, βραδυκαρδία και υπόταση, με τις τιμές στις σχετικές ενδείξεις των ζωτικών σημείων να μη προκύπτουν επακριβώς, καθώς υπάρχουν διαφορετικές αναφορές περί τούτων από τα πρόσωπα που τις παρακολουθούσαν. Ειδικότερα, η κ. Γ. κατέθεσε κατά την προδικασία ότι ο κορεσμός του οξυγόνου (SP02), απ' ότι μπορούσε να θυμηθεί, ήταν γύρω στο 70%, η ΚΣ γύρω στις 65 σφ/λεπτό, ενώ δεν θυμόταν την τιμή της ΑΠ (βλ. την με ημερομηνία 28-9-2016 κατάθεση της εν λόγω μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση και την με ημερομηνία 3-2-2016 κατάθεσή της κατά την σχετική Ε.Δ.Ε.), η κ. Μ. κατέθεσε ότι περίπου 10 λεπτά μετά την άφιξή της παρατηρήθηκε νέος βρογχόσπασμος, το πρώτο κλινικό εύρημα, και ακολούθησε σχετικά άμεσα υποξαιμία (SP02 γύρω στο 60%), βραδυκαρδία (ΚΣ περίπου 63 σφ/λεπτό) και η ΑΠ έπεσε σε 70-75 mmHg (βλ. την με ημερομηνία 9-3-2016 κατάθεση της εν λόγω μάρτυρος που δόθηκε στα πλαίσια της σχετική Ε.Δ.Ε.), και η κ. Τ. αναφέρει ότι το νέο επεισόδιο εκδηλώθηκε με βρογχόσπασμο, σταδιακή πτώση του κορεσμού οξυγόνου (έως 50-60%), των σφύξεων (έως 60/λεπτό) και της ΑΠ (έως 80-90 mmHg η συστολική - βλ. την με ημερομηνία 21-9-2016 κατάθεση της εν λόγω μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση).
Στο δε με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης, που συνέταξε η Ε. Κ., Διευθύντρια Γενικής Ιατρικής του Π.Ε.Δ.Υ. και αιρετή τακτική εκπρόσωπος των ιατρών στο ως άνω Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αναφέρεται ότι η κ. Α. Τ., στην κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της διενεργηθείσας Πειθαρχικής Ανακρίσεως, ανέφερε ότι η τιμή του Sp02 έπεσε στο 55-60 %, η ΚΣ στις 60-65 σφ/λεπτό και η συστολική ΑΠ σε 60 mmHg, ενώ και σε άλλες καταθέσεις (και δη της κ. Τ. και του κ. Κ.) επίσης αναφέρεται ΚΣ 60 σφ/λεπτό και 60-65 σφ/λεπτό (βλ. σελ. 11, § 10.1 του ως άνω Πορίσματος). Το εν λόγω επεισόδιο αντιμετωπίσθηκε από την κατηγορουμένη και πάλι με χορήγηση 200 mcg ενδοφλέβιας αδρεναλίνης, που δόθηκαν από την κ. Γ. με εντολή της. Η κλινική απάντηση ήταν άμεση, καθώς οι σχετικές ενδείξεις διαμορφώθηκαν σε SP02: 95-98%, ΚΣ:130 σφ/λεπτό, ΑΠ: 110/70 mmHg, χωρίς εκδήλωση αρρυθμίας, ενώ γινόταν φόρτιση με υγρά. Σημειωτέον ότι το παραπάνω δεύτερο επεισόδιο έγινε παρουσία και της κ. Κ. Τ., Διευθύντριας της Καρδιολογικής Κλινικής του Β. νοσοκομείου, η οποία πρότεινε να εφαρμοστούν θωρακικές συμπιέσεις, να χορηγηθεί ατροπίνη ενδοφλεβίως και διάλυμα νοραδρεναλίνης σε συνεχή έγχυση. Θωρακικές συμπιέσεις δεν εφαρμόσθηκαν, καθώς δεν κρίθηκαν αναγκαίες και απετράπησαν και από την κατηγορουμένη και από την κ. Γ., ενώ, επίσης, από τις ίδιες κρίθηκε ότι δεν θα έπρεπε να χορηγηθεί ατροπίνη, για τον λόγο ότι είχε χορηγηθεί αδρεναλίνη, η ασθενής ήταν παιδί και είχε υποστεί αιμοδυναμική κατάρρευση (βλ. την απολογία της κατηγορουμένης περί τούτου, και δη τα σημεία της όπου αναφέρει «Την αποτρέπει η κ. Γ., της είπε ότι έχει δοθεί αδρεναλίνη και ατροπίνη δεν χορηγούμε στα παιδιά» και «Όταν υπάρχει βραδυκαρδία χωρίς αιμοδυναμική επιβάρυνση δίνουμε ατροπίνη». Με εντολή δε της κατηγορουμένης χορηγήθηκε στην ασθενή διάλυμα νοραδρεναλίνης σε συνεχή έγχυση για λίγη ώρα (το ετοίμασε η ως άνω νοσηλεύτρια Δ. Β. - βλ. σελ. 60 της με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεσης Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», που συνετάχθη από την Επιθεωρήτρια Μ. Α.), ώστε να επιτευχθεί συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ) γύρω στα 110 mm Hg (βλ. και πάλι το με αριθ. πρωτ. .../6-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης, σελ. 11, § 10.2). Περαιτέρω, συζητήθηκε από την κατηγορουμένη και τους άλλους γιατρούς του Β. το ενδεχόμενο χορήγησης «Fenistil» και «Aerolin» (σαλβουταμόλης) και συνεχούς έγχυσης αδρεναλίνης, που όμως δεν χορηγήθηκαν, επειδή το παιδί ανατάχτηκε άμεσα.»
Εν συνεχεία, στις σελ. 235-240 της αθωωτικής αποφάσεως επισημαίνονται λεπτομερώς τα ακόλουθα: «Καταρχάς, πρέπει να γίνει μνεία ως προς το αρχικό αίτιο που προκάλεσε στην σοβαρή βλάβη της υγείας της ασθενούς και οδήγησε, μετά από αλληλουχία συμβάντων, στον θάνατό της. Σύμφωνα με την με αριθ. πρωτ. .../29-2-2016 «Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροτομής», που συνέταξε ο διενεργήσας την σχετική νεκροψία - νεκροτομή ιατροδικαστής του «ΠΑΓΝΗ» Ξ. Μ., ο θάνατος της ως άνω ασθενούς «οφείλεται σε σύνδρομο έκπτωσης πολλαπλών οργάνων επί εδάφους συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας, μετά από υποτροπιάζοντα επεισόδια βαριάς υποξαιμίας (οξύ πνευμονικό οίδημα) και βαριάς υπότασης (καρδιογενές σοκ), συνεπεία βρογχόσπασμου», όπως αναγράφεται στο συμπέρασμα της εν λόγω εκθέσεως. Όμως, με βάση τις παραπάνω έκθεση νεκροτομής και την με αριθ. πρωτ. .../4-9-2017 ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, που συνέταξε ο ιατροδικαστής Α. Π., Προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Κρήτης, σε συνδυασμό με την με αριθ. πρωτ. .../2015 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης, που συνέταξε ο Καθηγητής Τοξικολογίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικών Επιστημών & Μονάδας Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Α. Τ., και την με αριθ. πρωτ. .../25-1-2016 Έκθεση Ιστολογικής εξέτασης, που συνέταξαν ο Δ. Β. και ο Ν. Γ., Επίκουροι Καθηγητές στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), δεν στάθηκε δυνατό να διαπιστωθεί το εν λόγω αρχικό αίτιο που προκάλεσε την παραπάνω κατάσταση. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω με αριθ. πρωτ. .../4-9-2017 ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, στο σχετικό ερώτημα (υπό ε) «ποιος μπορεί να είναι ο εκλυτικός παράγοντας που πυροδότησε το Σύνδρομο Αναπνευστικής Δυσχέρειας), ο συντάξας την εν λόγω πραγματ/νης απαντά ότι «υπάρχει πληθώρα από αίτια και εκλυτικούς παράγοντες που οδηγούν σε ARDS (Σύνδρομο Αναπνευστικής Δυσχέρειας), όμως, με βάση το υλικό που είχα στην διάθεσή μου, δεν μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση στο ερώτημα αυτό». Στο δε ερώτημα (υπό γ) «ποια θα μπορούσαν να είναι τα ευρήματα σε περίπτωση αλλεργίας» και αν «μπορούμε απόλυτα να αποκλείσουμε αλλεργική αντίδραση» και (υπό η) εάν «υπάρχουν βλάβες μυοκαρδικών κυττάρων συμβατές με αναφυλακτική αντίδραση σε φαρμακευτική ουσία (sugammadex)», δίνονται οι απαντήσεις ότι «δεν υπάρχουν ευρήματα τέτοια, που να στηρίζουν το ενδεχόμενο αλλεργικής αντίδρασης» και «δεν αναγνωρίζονται βλάβες μυοκαρδικών κυττάρων, όπως contraction band necrosis, ή που να έχουν σχέση με φαρμακευτική ουσία». Επιπλέον, ο Β. Γ., Αναισθησιολόγος, Επίκουρος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και ιατρός στην Κλινική Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «ΑΧΕΠΑ», σε σχετικά ερωτήματα που του τέθηκαν κατά την προδικασία (από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Ηρακλείου, στην με ημερομηνία 30-12-2016 έγγραφη απάντησή του, ως προς το ζήτημα του εάν υπήρξε αλλεργική (αναφυλακτική) αντίδραση, αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι ακριβής διάγνωση (ως προς το ζήτημα αυτό) θα μπορούσε να γίνει μόνο με την μέτρηση τρυπτάσης, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο μόνος φαρμακευτικός παράγοντας που μπορεί να ενοχοποιηθεί (για αλλεργική αντίδραση) είναι το «sugammadex» και ότι «η αλλεργική αντίδραση δεν επιβεβαιώνεται αλλά δεν μπορεί να αποκλειστε», ενώ σε άλλο σημείο της απαντήσεώς του αναφέρει ότι «με τα υπάρχοντα στοιχεία είναι δύσκολο να πούμε τι είναι εκείνο το οποίο προκάλεσε το σύμβαμα αλλά και ποιες οι καταστάσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση», στα δε τελικά συμπεράσματά του αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσει «ποιο είναι το σύμβαμα το οποίο παρουσίασε το παιδί μετά την αποδιασωλήνωση και αποδείχθηκε μοιραίο». Περαιτέρω, ο Ν. Γ., εκ των συνταξάντων την ως άνω έκθεση ιστολογικής εξέτασης, στην με ημερομηνία 22-3-2016 κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της διενεργηθείσας Ε.Δ.Ε., απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα, αναφέρει ότι «Η ιστολογική δεν αναγνωρίζει στοιχεία που να τεκμηριώνουν πιθανή αλλεργική αντίδραση», ότι η γνωμάτευσή του αυτή στηρίζεται στο ότι (για την τεκμηρίωση αλλεργικής αντιδράσεως) «Θα έπρεπε να έχει αυξημένο αριθμό ηωσινοφίλων ως οξέα φλεγμονώδη στοιχεία» αλλά και ότι από την απουσία των ανωτέρω στοιχείων «Δεν μπορούμε απόλυτα να την αποκλείσουμε» (την αλλεργική αντίδραση). Την αδυναμία διαπιστώσεως και προσδιορισμού του εν λόγω αρχικού αιτίου επιβεβαίωσε και ο ως άνω ιατροδικαστής που συνέταξε την παραπάνω ιατροδικαστική έκθεση, Α. Π., εξεταζόμενος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, κατέθεσε ότι: «Δεν μπορώ να βεβαιώσω ότι υπήρξε βρογχόσπασμος ή αλλεργική αντίδραση, η αλλεργική αντίδραση προϋποθέτει ύπαρξη ζωής μερικών ωρών. Με σχετική ασφάλεια ναι, καταλήγω σε αυτό το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αλλεργική αντίδραση», ενώ σε άλλο σημείο της καταθέσεώς του ανέφερε ότι «Για την αιτία του θανάτου είναι αδιευκρίνιστο γιατί δεν υπήρχαν τα δεδομένα από αυτά που εγώ εξέτασα» και κατέληξε λέγοντας ότι «Με τα δικά μας δεδομένα, ο θάνατος είναι αδιευκρίνιστος. Όχι, αλλεργική αντίδραση δεν διαπίστωσα, δεν έχω μικροσκοπικό και μακροσκοπικό ισοδύναμο, δεν έχω οποιαδήποτε βλάβη καρδιάς» και «Στο υλικό δεν φάνηκε να υπάρχει ένδειξη αλλεργικής αντίδρασης. Δεν μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι ως προς το αν υπήρξε αλλεργική αντίδραση, υπάρχουν και παθήσεις που δεν αφήνουν σημάδι. Καταγράφεται δε η αδυναμία καθορισμού του εκλυτικού παράγοντα των μετεγχειρητικών επιπλοκών και στην με αριθ. πρωτ. .../16-2-2018 «Έκθεση ‘Έρευνας Γενικού Επιθεωρητή Σ.Ε.Υ.Υ.Π.», που συνετάχθη από την Επιθεωρήτρια Μ. Α. (σελ. 74, § 16).»
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σχολιασθεί ιδιαιτέρως η δυσχέρεια ως προς τον ακριβή προσδιορισμό του αίτιου που προκάλεσε την σοβαρή βλάβη της υγείας της ασθενούς, η οποία οδήγησε ακόμη και τον ιατροδικαστή, κ. Π. Α. να προβεί σε αντιφατικές μεταξύ τους τοποθετήσεις, άλλοτε παρουσιάζοντας με απόλυτη βεβαιότητα τη θέση του ότι δεν σημειώθηκε αλλεργική αντίδραση και άλλοτε δηλώνοντας ευθαρσώς ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί με βεβαιότητα το ενδεχόμενο πρόκλησής της!
Ενόψει των ανωτέρω δε, στις σελ. 236-237 το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επισημαίνει ότι: «Η εν λόγω αδυναμία είναι προφανές ότι συνεπάγεται την ύπαρξη ιδιαίτερης αποδεικτικής δυσχέρειας ως προς την ερευνώμενη υπόθεση, και δη ως προς την θεμελίωση της υπαιτιότητας της κατηγορουμένης ως προς την σοβαρότατη επιβάρυνση της υγείας της ως άνω ασθενούς και της επελεύσεως του θανάτου της τελευταίας, καθώς είναι εύλογο ότι η αξιολόγηση των όποιων ενεργειών ή παραλείψεων της κατηγορουμένης, αναφορικά με την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης περιστάσεως, συνδέεται άρρηκτα με το αίτιο που προκάλεσε την παραπάνω κατάσταση, δεδομένου ότι κύριο αποδεικτικό αντικείμενο, εν προκειμένω, είναι όχι μόνο οι όποιες πράξεις ή παραλείψεις της κατηγορουμένης ήταν εσφαλμένες από ιατρική άποψη, αλλά και το εάν οδήγησαν αιτιωδώς στο παραπάνω αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, άλλη θα είναι η αξιολόγηση ως προς την ορθότητα των επιλογών της κατηγορουμένης αναφορικά με την θεραπεία της ασθενούς και των όποιων πράξεων και παραλείψεων της κατά την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου περιστατικού, εάν θεωρηθεί ότι το αρχικό αίτιο (ο «εκλυτικός παράγοντας») που προκάλεσε την όλη κατάσταση ήταν τυχόν σοβαρή αντίδραση αλλεργικού τύπου (αναφυλαξία) που παρουσίασε η ασθενής σε κάποια ουσία που της χορηγήθηκε, και διαφορετική εάν θεωρηθεί ότι ήταν η ύπαρξη μόνο έντονου και επίμονου βρογχόσπασμου (που δεν αντιμετωπίσθηκε εγκαίρως ή πλήρως ή με τον προσήκοντα τρόπο) ή κάποιος άλλος παράγοντας.
Μετά τις παραπάνω επισημάνσεις, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 7ης Υ.ΠΕ, (Κρήτης), αρμοδίου για πειθαρχικά θέματα ιατρών πλην ειδικευομένων, η οποία είναι ενσωματωμένη στα Πρακτικά της 13ης Συνεδρίασης της 23-4-2018, με βάση την εικόνα της ασθενούς μετά την χειρουργική επέμβαση στην οποία υπεβλήθη, ως βασικός και εκλυτικός παράγοντας των παραπάνω συμπτωμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο της ασθενούς [βαρεία αιμοδυναμική κατάρρευση, με τελική κατάληξη σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) σε έδαφος οξείας καρδιακής ανεπάρκειας και υποξαιμίας, όπως αναφέρεται στην σχετική εισήγηση του Ι. Β., ιατρού Καρδιολόγου, που ορίσθηκε ως εισηγητής του ως άνω Πειθαρχικού Συμβουλίου για την συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση - βλ. σελ. 11 των ως άνω Πρακτικών και Αποφάσεως], θα πρέπει να θεωρηθεί η σοβαρή αντίδραση αλλεργικού τύπου που παρουσίασε η ασθενής, πιθανότατα στην ουσία sugammadex (σκεύασμα «Bridion»), παρά το γεγονός ότι τα ιστολογικά ευρήματα δεν επιβεβαίωσαν (χωρίς να αποκλείουν) την αναφυλαξία, καθώς «η κλινική εικόνα της αλλεργίας παραμένει και θα μπορούσε να έχει προκαλέσει μυοκαρδιακή ή/και πνευμονική βλάβη» (βλ. σελ. 11 και 12 των ως άνω Πρακτικών). Η σοβαρή αντίδραση αλλεργικού τύπου («οξεία αναφυλακτική αντίδραση») στο ως άνω φάρμακο sugammadex («Bridion») θεωρήθηκε και με το ως άνω με αριθ. πρωτ. .../8-2-2018 Πόρισμα Πειθαρχικής Ανάκρισης, που συνέταξε η Ε. Κ., ως η πιο πιθανή αιτία των δύο ως άνω «επεισοδίων σοβαρού βρογχόσπασμου και υποξαιμίας, με συνοδό σοβαρή βραδυκαρδία και αιμοδυναμική αστάθεια», που υπέστη η ασθενής στο Β. νοσοκομείο, τα οποία επεισόδια χαρακτηρίζονται με το ως άνω Πόρισμα ως «απειλητικά για την ζωή», ενώ, με το ίδιο Πόρισμα, και η εμφάνιση οξέος πνευμονικού οιδήματος στην ασθενή αποδίδεται στην ίδια αλλεργική αντίδραση, και δη σε καρδιογενές shock λόγω καρδιακής δυσλειτουργίας απότοκης της αναφυλακτικής αντίδρασης στο sugammadex» [βλ. σελ. 48 του Πορίσματος, στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα», καθώς και σελ. 35-36 του ίδιου Πορίσματος, όπου καταγράφεται η άποψη της κ. Ε. Α., ομότιμης Καθηγήτριας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σύμφωνα με την οποία, αν και «πνευμονικό οίδημα μπορεί να εμφανιστεί είτε μετά από υπερβολική δόση αδρεναλίνης από οποιαδήποτε οδό χορήγησης, συνήθως μετά την ενδοφλέβια οδό, για παράδειγμα είτε μετά από υπερβολικά ταχεία ενδοφλέβια έγχυση ή εφάπαξ δόση είτε μετά από δοσολογικό σφάλμα», στην συγκεκριμένη περίπτωση «πρόκειται για κλινικά διαπιστωθέν επεισόδιο οξέος πνευμονικού οιδήματος στις 10:00 π.μ. στο Β., το οποίο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα προηγούμενα δύο επεισόδια αιμοδυναμικής κατάρρευσης, εκ των οποίων τουλάχιστον το δεύτερο αφορούσε επίσης οξύ πνευμονικό οίδημα, σύμφωνα με τη γνωμάτευση όλων των ακτινογραφιών θώρακα από την κ. Ρ., η οποία αναφέρει ότι και η προηγούμενη ακτινογραφία είχε ακτινολογικά ευρήματα οξέος πνευμονικού οιδήματος (συμμετρικές κυψελιδικού τύπου σκιάσεις στα άνω, μέσα και κάτω πνευμονικό πεδία), κατά συνέπεια, και για τα τρία επεισόδια αιμοδυναμικής κατάρρευσης πρέπει να ευθύνεται η αναφυλαξία στο sugammadex»]. Την εκδοχή αυτή, ότι η ασθενής υπέστη σοβαρή αλλεργική αντίδραση, ακολουθεί και το κατηγορητήριο της κρινόμενης υποθέσεως, όπως τούτο σαφώς προκύπτει με βάση τις σε βάρος της κατηγορουμένης αιτιάσεις που διατυπώνονται σε αυτό…
Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, η ασθενής υπέστη σοβαρή αλλεργική αντίδραση, η οποία εκδηλώθηκε με επιμένοντα βρογχόσπασμο, υπόταση και βραδυκαρδία. Ειδικότερα, τα συμπτώματα που εμφανίσθηκαν κατά το πρώτο επεισόδιο που υπέστη η ασθενής, ήταν έντονος βρογχόσπασμος άμφω με τον αναπνεόμενο όγκο αέρα να ελαττώνεται διαρκώς, με σοβαρή αιμοδυναμική κατάρρευση της ασθενούς, με τις ενδείξεις στα ζωτικά σημεία να ανέρχονται σε 65% το οξυγόνο στο αίμα (Sp02), σε 70 σφ/λεπτό η καρδιακή συχνότητα (ΚΣ) και σε 55/30 mmHg η αρτηριακή πίεση (ΑΠ), με «επαπειλούμενη» την καρδιακή ανακοπή. Σύμφωνα δε με όσα διαλαμβάνονται στην ως άνω με ημερομηνία 24-2-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η ως άνω κλινική κατάσταση και οι παραπάνω τιμές στα ζωτικά σημεία αποτελούν αναμφισβήτητες ενδείξεις ότι η ασθενής είχε υποστεί «σοβαρή κυκλοφορική κατάρριψη» και δη «μη αντιρροπούμενη κυκλοφορική καταπληξία» και βρισκόταν σε κατάσταση επικείμενης καρδιακής ανακοπής (λίγο πριν την ανακοπή), δηλαδή σε εξαιρετικά σοβαρή και απειλητική για την ζωή της κατάσταση {για την αξιολόγηση των ως άνω ενδείξεων και το εν λόγω συμπέρασμα, βλ. ιδιαίτερα δε την απάντηση στο 1° ερώτημα στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όπου αναφέρεται ότι οι παραπάνω ενδείξεις για ένα παιδί ηλικίας 4 ετών «αποτελούν παθογνωμονικό κριτήριο μη αντιρροπούμενης κυκλοφορικής καταπληξίας» και «κριτήριο επικείμενης ανακοπής»)… Επισημαίνεται δε ότι και οι διορισθέντες από το Δικαστήριο πραγματογνώμονες Γ. Φ. (αναισθησιολόγος) και Ε. Ζ. (καρδιολόγος), κατά τις καταθέσεις τους στο ακροατήριο προς παροχή διευκρινίσεων' υποστήριξαν ότι τα ως άνω συμπτώματα που παρουσίασε η ασθενής συνηγορούν στο ότι η ασθενής πράγματι υπέστη σοβαρή αντίδραση αλλεργικού τύπου (βαριά αναφυλαξία) και αυτό ήταν, κατά την εκτίμησή τους, το αρχικό και βασικό αίτιο που προκάλεσε τη σοβαρή βλάβη της υγείας της ασθενούς και οδήγησε στον θάνατό της, η δε επίσης διορισθείσα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας Δ. Ν. (ιατροδικαστής), κατά την εξέτασή της, ανέφερε ότι, σύμφωνα με βιβλιογραφικά στατιστικά δεδομένα (προσκόμισε φωτοαντίγραφα από σχετικά επιστημονικά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σε ιατρικά επιστημονικά περιοδικά, και δη στο «Journal of Clinical Pathology», στο «Pathology» και στο «Forensic Science International»), σε μεγάλο ποσοστό (50%) ανθρώπων, που απεβίωσαν επειδή είχαν υποστεί αναφυλαξία (αλλεργικό σοκ), δεν υπήρξαν σχετικά μεταθανάτια ευρήματα, ούτε μακροσκοπικά ούτε μικροσκοπικά.
Ακολούθως, στη σελ. 241, διευκρινίζεται ότι: «Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επεισόδιο (το αρχικό ή και το δεύτερο) που είχε να αντιμετωπίσει η κατηγορουμένη δεν δικαιολογούσε την χορήγηση τόσο μεγάλης ποσότητας αδρεναλίνης, αλλά πολύ μικρότερη (και δη υποδεκαπλάσια, ήτοι 1 mcg/kg σωματικού βάρους και δη 20 mcg για την συγκεκριμένη ασθενή), εάν δηλαδή υποτεθεί ότι αρχικώς η ασθενής είχε παρουσιάσει μόνο έντονο και επίμονο βρογχόσπασμο, χωρίς συνοδές διαταραχές της κυκλοφορίας (οι οποίες εμφανίσθηκαν αρκετά αργότερα) ή (υποτεθεί ότι) η αλλεργική αντίδραση δεν ήταν τόσο σοβαρή (3ου ή 4ου βαθμού) που να δικαιολογούσε χορήγηση τόσο μεγάλης ποσότητας αδρεναλίνης, σύμφωνα με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη (εννοώντας την από 24-02-2021 διαταχθείσα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη) η χορήγηση υψηλότερης δόσης σαφώς και δεν αλλάζει το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ενώ ούτε «η επιλογή της οδού χορήγησης της αδρεναλίνης (ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια) θα επηρεάσει την έκβαση, η οποία θα είναι άριστη και επωφελής για τον ασθενή, αφού η αδρεναλίνη έχει ισχυρή και ταχεία βρογχοδιασταλτική δράση».
Προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών δε, δέον όπως προβληθούν Ενώπιόν Σας αποσπάσματα των καταθέσεων από την επ’ ακροατηρίω εξέταση των ιατρών πραγματογνωμόνων, οι οποίοι διορίσθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνέταξαν την από 24-02-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης.
Πιο αναλυτικά, ο Ιατρός–Αναισθησιολόγος, Διευθυντής Αναισθησιολογίας ΕΣΥ στο νοσοκομείο «ΠΑΓΝΗ», κ. Γ. Φ. αναφέρει μεταξύ άλλων στη σελ. 210: «Καταρχάς θέλω να πω ότι η περίπτωση θεωρείται, κατά την γνώμη μου, ότι πιο πολύ προσήκει σε αναφυλακτικό σοκ. Δεν μπορώ να αποκλείσω την άποψη της κ. Μ., αλλά θεωρώ ότι υπήρξε βαριά αναφυλακτική αντίδραση, ήταν το παιδί συνεχώς σε βαριά απειλητική κατάσταση για τη ζωή του παρά την φαρμακευτική αγωγή που του χορηγήθηκε.», ενώ και στη σελ. 214, «Διαφοροποιούμαστε από την κ. Μ. σε σχέση με το συγκεκριμένο, γιατί ο βρογχόσπασμος ήταν το 1ο σύμπτωμα ενός βαρέως αναφυλακτικού σοκ, που ακολουθήθηκε από υπόταση και βραδυκαρδία…Άρα, από τη στιγμή που συνοδεύτηκε με άλλα συμπτώματα, είναι αναφυλαξία.
Επιπροσθέτως, και ο πραγματογνώμων, Ιατρός – Καρδιολόγος, Διευθυντής Καρδιολογίας ΕΣΥ στο νοσοκομείο «ΠΑΓΝΗ», κ. Ε. Ζ. κατέθεσε πως: «Καταρχάς, κατά την άποψή μου, το παιδί έκανε βαριά αλλεργική αντίδραση, που εκδηλώθηκε με οξεία πνευμονική ανεπάρκεια και οξεία καρδιολογική ανεπάρκεια και στη συνέχεια κατέληξε…Στο σημείο αυτό ο Εισαγγελέας ρώτησε αν ήταν βαριά αλλεργική αντίδραση – σοκ στο φάρμακο (sugammadex).Εκεί καταλήγω, το παιδί κάνει βρογχοδιαστολή και σε λίγο βρογχόσπασμο, υπόταση, βραδυκαρδία, πολύ βαριά αλλεργική αντίδραση πιθανόν σε κάποια ουσία, εκεί παραπέμπει»…Η βαριά αλλεργική αντίδραση κάνει ανακατανομή των υγρών που αποτυπώνεται στον αιματοκρίτη, όπως και η βελτίωση στη συνέχεια. Στις 14.28 στη ΜΕΘ είναι καλύτερα αναπνευστικά. Αυτό εξηγεί τη βαριά αλλεργική αντίδραση. Έχει ένδειξη ότι έχει βασεόφιλα λίγο πάνω από το φυσιολογικό, επειδή είχε χορηγηθεί αδρεναλίνη…
Σε ερωτήσεις που απηύθυνε δε, ο ένας εκ των συνηγόρων των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, προβλήθηκαν ήδη τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται στον πέμπτο λόγο εφέσεώς του ο κ. Αντεισαγγελέας και έλαβε χώρα η ακόλουθη στιχομυθία: -Γ. Κ.: «Τι άλλο θα έβλεπε κάποιος ιατρός σε αλλεργική αντίδραση; Γιατί δεν τα είδαν οι κ. Μ., Γ. και Π.; Η αδρεναλίνη εξαφάνισε τα μαστοκύτταρα, τα ηωσινόφιλα δεν φάνηκαν για ποιον λόγο; -Ε. Ζ.: «Η αδρεναλίνη τα εξαφάνισε τα μαστοκύτταρα, και τα ηωσινόφιλα δεν φάνηκαν πιθανόν λόγω της αδρεναλίνης». -Γ. Κ.: «Θρομβώσεις, μικροαιμορραγίες, κλινικά ευρήματα γιατί δεν βρέθηκαν, που λέει ο κ. Γ. και ο κ. Π.;» -Ε. Ζ.: «Ο κ. Γ. απάντησε ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την αναφυλαξία, συμφωνώ με το συμπέρασμα»..., -Γ. Κ.: Εξ ου και η συνολική ανεπάρκεια, το μειωμένο κλάσμα εξώθησης;» -Ε. Ζ.: Ναι, εξ ου, με κοινό παρανομαστή τη βαριά αναφυλαξία. Δεν αρνούμαι ότι υπήρχε βρογχόσπασμος, αλλά δεν ήταν μόνος, εμφανίστηκε με καρδιακή καταπληξία και πτώση κορεσμού του οξυγόνου…, -Γ. Κ.: (Διαβάζει από το αναγνωστέο 8, το πόρισμα της κ. Μ.) -Ε. Ζ.: «Διαφωνώ εντελώς ότι πρόκειται για μη καρδιογενές σοκ, είναι κατ’ εξοχήν καρδιογενές. Χαμηλό κλάσμα εξώθησης σημαίνει καρδιακή ανεπάρκεια, το πώς οδηγήθηκε σε αυτό το είπα.»
Ωστόσο, ιδίως ως προς την επισήμανση του εκκαλούντος κ. Αντεισαγγελέως στον πέμπτο λόγο της εφέσεώς του περί «όψιμου ισχυρισμού» της κατηγορουμένης ότι η ασθενής υπέστη αλλεργική αντίδραση και δη σοβαρής μορφής (αναφυλακτικό σοκ), ο οποίος μάλιστα δεν επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, αλλά και την πορεία της εξέλιξης των γεγονότων, παρατίθενται αυτούσια τα χωρία της επίμαχης αθωωτικής απόφασης από τη σελ. 240, όπου καταρρίπτεται ήδη πλήρως ο υπό κρίση αναιτιολόγητος λόγος, ο οποίος είχε ήδη υποστηριχθεί στην εισαγγελική πρόταση περί ενοχής του ίδιου κ. Αντεισαγγελέως και αποδυναμώθηκε επί ακροατηρίω, ως εξής:
«Επιπλέον, πρέπει να λεχθεί ότι η εκδοχή ότι η άποψη περί αλλεργικού σοκ δεν υπήρξε ποτέ στις αρχικές εκτιμήσεις των ιατρών που περιέθαλπαν την ασθενή, και ιδιαίτερα στις εκτιμήσεις της κατηγορουμένης, αλλά αποτελεί «εφεύρημα» της τελευταίας προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή της θεραπείας της, κρίνεται αβάσιμη, δεδομένου ότι, εκτός των άλλων μαρτύρων, ακόμη και η εκ των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, M. D. M., εξεταζόμενη τόσο στο ακροατήριο όσο και κατά την προδικασία, κατέθεσε ότι η κατηγορουμένη είχε κάνει μνεία περί πιθανής αλλεργικής αντιδράσεως της ασθενούς σε κάποιο φάρμακο (βλ. την κατάθεση της M. D. M. στο ακροατήριο, και δη το σημείο όπου αναφέρει ότι «Βγήκαν μετά ο κ. Κ. ο κ. Σ. και η κ. Π. και μας είπαν ότι η εγχείρηση πήγε καλά αλλά δεν μπορούν να την ξυπνήσουν. Δύο φορές προσπάθησαν αλλά μας είπε η κ. Π. ότι είχε αλλεργική αντίδραση σε κάποιο φάρμακο» και την με ημερομηνία 1-2-2016 κατάθεση της ίδιας κατά την προδικασία, και δη το σημείο όπου αναφέρει ότι «... σε ερώτησή μας και των δύο "γιατί συμβαίνει αυτό" μας λέει η αναισθησιολόγος κ. Π. "μπορεί να είναι κάποιο αλλεργικό σοκ, που δεν μπορούσαμε να το προβλέψουμε ή κάποια αντίδραση σε φάρμακο”“).
Ενόψει των ανωτέρω και υπό το πρίσμα της προηγηθείσης εκτενούς παράθεσης αυτούσιων χωρίων της επίμαχης αθωωτικής αποφάσεως, ουδόλως δύναται να διαλάθει της προσοχής Σας ότι, στην υπό κρίση έφεση διαλαμβάνονται παραδοχές, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως (βλ. ΑΠ 121/2017, 169/2017, 566/2017), με σαφήνεια και πληρότητα. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σε αυτές, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιοποίνου πράξεως στο πρόσωπο της εντολέως μας. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή της, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούεται με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με σύνολο των αποδεικτικών μέσων η απαλλακτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν επιχειρείται αναφορά - εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού (173/2022 απόφ. ΕΦ.ΑΝ.ΚΡ., ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν συνεκτίμησης του συνόλου των εισφερθέντων αποδεικτικών μέσων Ενώπιόν Του και έχοντας διερευνήσει επίσης σχολαστικότατα και ενδελεχώς και τις «νέες περιστάσεις» που προέκυψαν -κατά την κρίση του- κατά την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο, αναφορικά με την ερευνώμενη υπαιτιότητα (αμέλεια) και ευθύνη της κατηγορουμένης για τον Θάνατο της ανήλικης ασθενούς, αλλά και τις νέες αιτιάσεις εκ μέρους τόσο του Εισαγγελέως της έδρας, αλλά και της Υποστήριξης της Κατηγορίας (βλ. σελ. 247 έως 261 της απόφασης), διέλαβε επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο αιτιολογικό της απαλλακτικής Του αποφάσεως και σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης κατ’ άρθρο 177 ΚΠΔ κατέληξε ΟΜΟΦΩΝΩΣ, σε απαλλακτική κρίση, διαλαμβάνοντας αυτολεξεί, μεταξύ άλλων, (οράτε σελ. 265 στιχ. 6 έως 14): «…Με βάση τις παραπάνω παραδοχές και κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν θεμελιώθηκε υπαιτιότητα (και δη αμέλεια) της κατηγορουμένης για τον Θάνατο της ως άνω ασθενούς, ΥΠΟ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΩΣ ΑΝΩ ΕΚΔΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, και δη δεν αποδείχθηκε κάποιο σφάλμα της (εσφαλμένη ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης ενέργειας) ως προς την ιατρική αντιμετώπιση της καταστάσεως της ασθενούς και των ως άνω περιστατικών-συμβαμάτων που να συνδέεται αιτιωδώς με την αυξημένη νοσηρότητα που παρουσίασε η ασθενής (να την προκάλεσε ή να μην την απέτρεψε) και οδήγησε στον θάνατό της, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξεως που της αποδίδεται.»
Προσέτι, στις εν λόγω άλλωστε δικανικές σκέψεις και παραδοχές κατέληξε το δικάσαν Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου κατά την συνεδρίαση της 05ης-03-2021 συνεκτιμώντας μεταξύ των λοιπών εισφερθέντων Ενώπιόν Του αποδεικτικών μέσων και την μακροσκελή απολογία της εντολέως μας (οράτε σελ. 77-88), Π. Ν., η οποία εναργώς κατέστησε σαφές μεταξύ άλλων Ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Ποινικού Δικαστηρίου ότι, συμμορφούμενη στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που επιβάλλει το επάγγελμά της, ως αναισθησιολόγος-νοσοκομειακή ιατρός του ΕΣΥ ενταγμένη οργανικά στο «Β.» Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, κατέβαλε τη δέουσα αυξημένη επιμέλεια και προσοχή που επιβάλλει το επάγγελμά της και ότι δεν προέβη σε κάποιο σφάλμα ως προς την ιατρική αντιμετώπιση της κατάστασης της ανήλικης ασθενούς, Μ. – Κ. Π. την 28η-12-2015, την οποία ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε, ενεργώντας σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας.
Δέον όπως επισημανθεί δε, άλλωστε ότι προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική Του κρίση το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξετάσθηκαν διεξοδικώς - στον βαθμό του δυνατού - τα πραγματικά περιστατικά και οι πτυχές της υποθέσεως, ακόμη και πέραν των διαλαμβανομένων στο κατηγορητήριο, με την εξέταση των παρισταμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, των μαρτύρων που αναγράφονται στο κατηγορητήριο (πλην των απολιπομένων), των μαρτύρων που πρότειναν τα διάδικα μέρη (συνολικά εξετάσθηκαν 14 μάρτυρες, πέρα από τους παρισταμένους για την υποστήριξη της κατηγορίας), την ανάγνωση πληθώρας εγγράφων (των αναγραφόμενων κάτωθι του κατηγορητηρίου και αυτών που προσκομίσθηκαν από τα διάδικα μέρη) και την απολογία της κατηγορουμένης (οράτε σελ. 264). Τα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αθωωτική κρίση του προέκυπταν από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ουδόλως αναφέρονται στην εισαγγελική έφεση, ενώ παράλληλα δεν αντικρούεται με συλλογισμούς η κρίση περί της αθωότητας της κατηγορουμένης ώστε να προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά αυτά μέσα.
Πιο αναλυτικά, στην κρισιολογούμενη έφεση του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου δεν εκτίθενται συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αθωωτικής απόφασης, ούτε πραγματικά περιστατικά, που να οδηγούν στην ενοχή της κατηγορουμένης, καθώς ουδόλως διαλαμβάνονται τα περί του αντιθέτου για την επιστήριξη της κρίσης Του αναφορικά με την ενοχή της εντολέως μας, Π. Ν.. Πολλώ δε μάλλον, ουδόλως ελήφθησαν υπόψιν για το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεώς Του τα πρακτικά της εκκαλουμένης, καθώς ως αποδεικνύεται από τους προβαλλόμενους πέντε λόγους εφέσεως, στο περιεχόμενό τους γίνεται αποκλειστικά επίκληση αποδεικτικών μέσων που ήδη αποτελούσαν σώμα της σχηματισθείσης δικογραφίας, ενώ πλην της επιγραμματικής αναφοράς Του στην διαταχθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη, ουδεμία αναφορά γίνεται στις πολυάριθμες καταθέσεις των μαρτύρων – ιατρών οι οποίοι εξετάσθηκαν κατά την εξέλιξη της μακρόχρονης ακροαματικής διαδικασίας, αλλά ούτε και στα έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τα διάδικα μέρη.
Ενόψει των ανωτέρω, η προπαρατεθείσα με αριθμ. .../12-03-2021 ασκηθείσα έφεση εκ μέρους του εκκαλούντος κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου με το προαναφερόμενο περιεχόμενο αναφορικά με την κατηγορουμένη, Π. Ν., δεν περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 487 ΚΠΔ, (όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα), ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν παρατίθενται σ’ αυτήν συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλουμένης, η οποία έπειτα από ενδελεχή επισκόπηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων στα πλαίσια εκδίκασης της υποθέσεως σε συνολικά δεκατέσσερις δημόσιες συνεδριάσεις, κατέληξε στην απαλλακτική κρίση υπέρ της εντολέως μας σχετικά με την τέλεση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, πράξη η οποία φέρεται να είχε λάβει χώρα την 28η-12-2015 στο Ηράκλειο Κρήτης,!
Παράλληλα δε, εντούτοις δεν μνημονεύονται όλα εκείνα τα αποδεικτικά μέσα και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και τα κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, με βάση τα οποία συντρέχουν οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι της υπό κρίση αξιοποίνου πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη, αλλά ο εκκαλών Αντεισαγγελέας εξήγαγε την κρίση Του από μεμονωμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε επιλεκτικά υπόψη.
Ούτε άλλωστε προέκυψε κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι, αξιολογήθηκε από τον εκκαλούντα κ. Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου το σύνολο του αποδεικτικού υλικού το οποίο εισφέρθηκε Ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, αφού ο τελευταίος προέβη σε επιλεκτική μνεία αυτών, με δόλια παραπομπή σε συγκεκριμένα χωρία, περιορίζοντας δε την αναφορά Του, χωρίς ωστόσο να αντικρούει εκτενώς με δικανικούς συλλογισμούς τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί των καταθέσεων αυτών σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα.
Συνοψίζοντας, επιγραμματικά, η εισαγγελική έφεση, αντί να απαντάει στην απόφαση επικριτικά, θέτει ξανά τα ερωτήματα που έχουν ειδικά και εμπεριστατωμένα απαντηθεί με την απόφαση, ενώ αν η έφεση γινόταν από άλλον εισαγγελικό λειτουργό, που δεν συμμετείχε στη δίκη, θα μπορούσατε να είστε λιγότερο απαιτητικοί ως προς την αξίωση του άρθρου 487 ΚΠΔ για ειδική και εμπεριστατωμένη έφεση από τον εισαγγελέα. Όμως, ο ασκήσας την έφεση εισαγγελέας της έδρας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτός από πρόσβαση στα πρακτικά της δίκης, είχε και προσωπική αντίληψη των θεμάτων που ετέθησαν, των αποδεικτικών μέσων, των επιχειρημάτων εκατέρωθεν και των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε τελικώς το Δικαστήριο.
Επιπροσθέτως, σε ουδένα σημείο στην κρινόμενη έφεση δεν απαντάται κάποια σκέψη που να αφορά στην αντίκρουση των συμπερασμάτων αυτών του Δικαστηρίου, το οποίο ομολογουμένως εξήντλησε με σχολαστικότητα την εξέταση των αποδεικτικών μέσων και, αυτενεργώντας, αναζήτησε νέα, εμπλουτίζοντας το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης με κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Εν τω μεταξύ, το Δικαστήριο εξέτασε, στο πλαίσιο του τότε ισχύοντος 343 παρ. 2 ΚΠΔ, ζητήματα που ετέθησαν από την υποστήριξη της κατηγορίας και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «νέες περιστάσεις», δηλαδή και πέραν των περιστάσεων που αποτελούν το κατηγορητήριο, ήτοι κάθε περίσταση που θα μπορούσε να τεκμηριώσει αμελή συμπεριφορά ή λάθος, χωρίς ωστόσο να εντοπίσει κανένα ίχνος ευθύνης.
Άλλωστε, και οι πέντε (5) λόγοι έφεσης αποτελούν επανάληψη της αγόρευσης του κ. Εισαγγελέα της έδρας, στους οποίους απάντησε το Δικαστήριο ειδικά και εμπεριστατωμένα. Ο κ. Αντεισαγγελέας επαναφέρει τους ισχυρισμούς του με έφεση αυτή τη φορά. Αυτό που όφειλε, κατά το νόμο, να πράξει ήταν να εντοπίσει τα νομικά και αποδεικτικά σφάλματα της απόφασης και να καταρρίψει της παραδοχές της. Ο νόμος δεν δίνει στον εισαγγελέα να προκαλέσει κατ’ έφεση δίκη μόνο και μόνο για να επαναφέρει τους ισχυρισμούς του που αιτιολογημένα απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Αντιθέτως, του δίνει τέτοιο δικαίωμα μόνο αν έχει λόγο να επικρίνει αιτιολογημένα της παραδοχές της αθωωτικής απόφασης, με συλλογισμούς εναντίον της. Απλή επίκληση από τον κ. Εισαγγελέα μίας ανεπιθύμητης (δήθεν κακής) εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο εφέσεως.
Η συγκεκριμένη απόφαση, όχι μόνο επειδή μάς δικαιώνει, αποτελεί μνημείο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα και τι προέκυψε από το καθένα, συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων, συγκριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα «κλειστό» από άλλες εκδοχές και μη διαψεύσιμο. Συμπέρασμα τόσο λογικό και μη επιδεχόμενο διάψευσης, ώστε, ακόμη κι αν αποφάσιζε ο κ. Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου να το αμφισβητήσει, δύσκολα θα εύρισκε μία σκέψη να μεμφθεί την προσβαλλόμενη απόφαση.
Επομένως, δέον όπως το Δικαστήριό Σας, κατ’ αποδοχή του αυτοτελούς ισχυρισμού της εντολέως μας, Π. Ν. του Γ., κηρύξει απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως επιτάσσει η τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 487 ΚΠΔ., την με αριθμ. .../12-03-2021 ασκηθείσα έφεση (υπέρ του νόμου) του κ. Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ηρακλείου κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθμ. 1049-1118-1435-1514-1528-1533Α-1538-1550-1564/2020 και 5-29-63-69-84/05-03-2021 αποφάσεως του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, δυνάμει της οποίας απηλλάγη ομοφώνως η εντολέας μας, Π. Ν. του Γ., υπό την ιδιότητα της Ιατρού – Αναισθησιολόγου, από την αποδιδόμενη κατηγορία, ήτοι από την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια της ανηλίκου ασθενούς Μ. – Κ. Π..
Ηράκλειο, 25-11-2022
Οι Συνήγοροι Υπεράσπισης
της Κατηγορουμένης
1) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΕΙΑΚΑΚΗΣ 2) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΠΑΝΑΚΗ
Ακολούθως ο λόγος δόθηκε από την Πρόεδρο, στον συνήγορο υπεράσπισης της κατηγορουμένης Γεώργιο Στειακάκη ο οποίος αφού τον έλαβε, ανέπτυξε και εκείνος προφορικά τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό και ζήτησε να γίνει δεκτός.
Έπειτα ο λόγος δόθηκε από την Πρόεδρο, στην Εισαγγελέα, η οποία αφού τον έλαβε, αγόρευσε και μεταξύ άλλων είπε ότι η έφεση συμπεριέλαβε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για να αντικρούσει την απαλλακτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σταχυολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα με τα οποία το Δικαστήριο, θα μπορούσε να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση, είπε ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη και πρότεινε να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός περί απαραδέκτου ασκήσεως της εφέσεως, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, που προβλήθηκε από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Μετά την αγόρευση της Εισαγγελέως, ο λόγος δόθηκε από την Πρόεδρο, στον συνήγορο των παριστάμενων για την υποστήριξη της κατηγορίας ο οποίος αφού τον έλαβε αγόρευσε, είπε ότι συντάσσεται απόλυτα με την πρόταση της Εισαγγελέως και ζήτησε να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός.
Οι συνήγοροι των κατηγορούμενων αφού έλαβαν τον λόγο αντίστοιχα, από την Πρόεδρο, είπαν ότι εμμένουν στον ισχυρισμό τους.
Μετά το Δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη στο δωμάτιο διασκέψεων, όπου διασκέφθηκε μυστικά, με την παρουσία του Γραμματέα, κατάρτισε, και αφού επανήλθε στη δικαστική έδρα, δημοσίευσε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο με παρόντες όλους τους ως άνω παράγοντες της δίκης την, την με αριθμό 474/2022 απόφαση, η οποία είναι η εξής:
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
«…Σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον χρόνο άσκησης του κρινομένου ενδίκου μέσου (26-7-2021) διάταξη του άρθρου το άρθρο 487 του νέου ΚΠΔ, προκειμένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, «η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου, με αναφορά στο κατηγορητήριο, και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με αυτό, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (Ολ.Α.Π.9/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η έφεση του εισαγγελέα στερείται της επιβαλλομένης από την άνω διάταξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ' αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της εφέσεως, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (ΑΠ 609/2021 ΤΝΠ Qualex, ΑΠ 991/2019 ΠοινΔικ 11/2019, ΑΠ 1906/2017 Qualex, ΑΠ 1467/2017 Qualex, ΑΠ 169/2017 Nomos, ΑΠ 376/2015 Nomos, ΑΠ 415/2013 Nomos). Τέτοια δε έλλειψη αιτιολογίας συντρέχει όταν η εισαγγελική έφεση δεν λαμβάνει υπόψη της και δεν συνεκτιμά τις απολογίες των κατηγορουμένων [ΑΠ 178/2015 ΠοινΔικ 12/2015], ή τις μαρτυρικές καταθέσεις τόσο των μαρτύρων κατηγορίας όσο και υπεράσπισης, και ειδικά των μαρτύρων που καταθέτουν υπέρ των κατηγορουμένων [ΑΠ 678/2015 Nomos], ή όταν επικαλείται μεμονωμένες αναφορές των εκθέσεων πραγματογνωμόνων χωρίς αναφορά του όλου περιεχομένου των εκθέσεων αυτών [ΑΠ 2179/2018 Nomos, ΑΠ 1142/2012 Nomos]. Επιπλέον δε, πρέπει να προκύπτει από τη σχετική Έκθεση μια εκτεταμένη αντίκρουση κάθε μερικότερης απαλλακτικής νομικής και πραγματικής παραδοχής της εκκαλουμένης απόφασης [ΑΠ 991/2019 ΠοινΔικ 11/2019, ΑΠ 936/2010 Nomos, ΑΠ 1846/2008 Nomos].
Στην προκειμένη περίπτωση με την με αρ. αριθμό : 1049-1118-1435-1514-1528-1533Α-1538-1550-1564/2020 και 5-29-63-69/2021 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου η κατηγορούμενη Ν. Π. κηρύχθηκε αθώα για την αποδιδόμενη σε αυτήν αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (αρθ. 28, 302 Π.Κ.) και συγκεκριμένα για το ότι: «Στο Ηράκλειο, την 28η Δεκεμβρίου 2015, τέλεσε έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Κατά τον ως άνω χρόνο και τόπο από αμέλειά της, δηλαδή από την έλλειψη της προσήκουσας εκ των περιστάσεων επιβαλλόμενης προσοχής που όφειλε και μπορούσε κατά τις προσωπικές της δυνατότητες να καταβάλει, προξένησε τον θάνατο άλλου χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την κάτωθι περιγραφόμενη πράξη της. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σε καταβολή αυξημένης επιμέλειας και προσοχής συνεπεία του επαγγέλματός της, έχοντας από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας (αρ. 1, 2, 3, 4, 9 του Ν. 3418/2005) ως νοσοκομειακή ιατρός του Ε.Σ.Υ ενταγμένη οργανικά στο «Β.» Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου και δη της εκ της ιδιότητάς της αυτής την εγγυητική θέση έναντι της ασφάλειας της ζωής και της υγείας των ασθενών ήτοι υπέχουσα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος του θανάτου τους, από έλλειψη προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει ως μέση συνετή ιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η συμπεριφορά της ως σύνολο ενεργειών και παραλείψεων και ενεργώντας αμελώς και κατά παράβαση των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας που επέβαλαν την άμεση διάγνωση και ορθή εκτίμηση των ιατρικών ενδείξεων, δεν εκτίμησε ούτε αξιολόγησε αλλά και ούτε επενέβη προσηκόντως, ορθά και έγκαιρα κατά τα διδάγματα του λόγου της ειδικότητάς της ιατρικής επιστήμης κατά τη μετεγχειρητική διαχείριση της διαδικασίας αφύπνισης της ανήλικης ασθενούς, Μ.-Κ. Π. του Ε., γενν. στις 29-9-2011 σε προγραμματισμένη πραγματοποίηση επέμβασης που διενεργήθηκε στο «Β.» Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη υπό την ιδιότητά της ως Ιατρός Αναισθησιολόγος, με το βαθμό της Επιμελήτριας Β’ του Γ.Ν. Ηρακλείου «Β.» ορισθείσα υπεύθυνη κατά το λόγο της ειδικότητας της για την lege artis συνεπικουρία κατά την πραγματοποίηση της ως άνω επέμβασης αδενοειδεκτομής και άμφω μυριγγοτομής επί της ανήλικης που είχε προτέρως διαγνωστεί με υπετροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων και εκκριτική ωτίτιδα άμφω, επικεφαλής της αναισθησιολογικής ομάδας του Γ.Ν. Ηρακλείου «Β.», αναλαμβάνοντας ως επιτετραμμένη ειδική ιατρός αναισθησιολόγος τόσο την εισαγωγή της ασθενούς σε αναισθησία με εισπνοή πτητικού αναισθητικού, τη διατήρηση αυτής της αναισθησίας διεγχειρητικά με ενδοτραχειακή διασωλήνωση όσο και την ενεργοποίηση και παρακολούθηση της διαδικασίας αφύπνισης και μετεγχειρητικής πορείας της και την εξ αυτού του καθήκοντος την συνεκδοχική παροχή εξειδικευμένης ιατρικής φροντίδας μέχρι και την πλήρη αποκατάσταση της υγείας της ανήλικης που να επιτρέπει την ασφαλή έξοδό της από την χειρουργική κλίνη κι εν συνεχεία από το Νοσηλευτικό Ίδρυμα, δεν τήρησε αυστηρά ως όφειλε το πρωτόκολλο που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες αντιμετώπισης αλλεργικής αντίδρασης στα παιδιά κατά την αντιμετώπιση της σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης η οποία εκδηλώθηκε στην ασθενή με τον επιμένοντα βρογχόσπασμο, υπόταση και βραδυκαρδία, χορηγώντας καταφανώς υψηλότερες δόσεις ινοτρόπων ουσιών κι αδρεναλίνης από τις συνιστώμενες κατ’ αναλογία ενώ ούτε ο τρόπος χορήγησης ούτε αυτή καθεαυτή η δοσολογία της φαρμακευτικής αγωγής ήταν σύμφωνες με την διεθνώς αναγνωρισμένη πρακτική και ισχύοντες παιδιατρικούς αλγορίθμους που εφαρμόζονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις καθώς χορήγησε ενδομυϊκώς με υπερβολικά ταχεία έγχυση κι εφάπαξ δόση υπερβολική ποσότητα αδρεναλίνης ενώ δεν χορήγησε άμεσα και δη εντός των πρώτων λεπτών (1-5 min) ως όφειλε κατάλληλες βρογχοδιασταλτικές ουσίες με νεφελοποιητή μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων εμμένοντος βρογχόσπασμου, ο οποίος ενόψει της μη έγκαιρης χορήγησής τους, πυροδότησε μια αλυσιδωτή έκπτωση πολλαπλών οργάνων της ασθενούς επί εδάφους αναπνευστικής δυσχέρειας με υποτροπιάζοντα επεισόδια βαριάς υποξαιμίας (οξύ πνευμονικό οίδημα) και βαριάς υπότασης (καρδιογενής καταπληξία), συνισταμένη ενεργειών και παραλείψεων που συνετέλεσαν ως αιτιώδης μόνος ενεργός εκλυτικός παράγοντας στην κατάρρευση των λειτουργιών της ασθενούς, η οποία αφού μεταφέρθηκε επειγόντως διασωληνωμένη με ειδική μονάδα του Ε.Κ.Α.Β στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παίδων του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου (ΠΑ.Γ.ΝΗ) παρά τις επίπονες και εμμένουσες προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού να ανακτήσει αιμοδυναμική σταθερότητα και αυτοδύναμη προσήκουσα αναπνευστική λειτουργία εντούτοις κατέληξε στις 29-12-2015, με το θάνατό της να επέρχεται κατ’ απόλυτη αιτιακή συνθήκη κι ως απότοκο της ως άνω επιδειχθείσας ιατρικής αμέλειας της κατηγορουμένης και παράβασης του αντικειμενικού καθήκοντος επιμέλειας που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει κατά τις περιστάσεις. Στην ως άνω ασθενή, Μ. Κ. Π., ηλικίας 4 ετών και με σωματικό βάρος 20 kg, αμέσως μετά την διενέργεια της ιατροχειρουργικής επέμβασης της αδενοειδεκτομής και περί ώρα 8.50 π.μ στις 28-12-2015, χορηγήθηκε εκ μέρους της κατηγορουμένης ενδοφλεβίως 50 mg (2,5 mg/kg) σεβοφλουρανίου σε βραδεία ροή και μετά από αραίωση, με συνέπεια η ασθενής μετά την πάροδο πέντε λεπτών να ανακτήσει επαρκή αυτόματο αερισμό (συχνότητα αναπνοών 18-20/λεπτό, αναπνεόμενο όγκο>150 ml αερισμό 3,5 lt/λεπτό και κορεσμό οξυγόνου 100%) διατηρώντας επαρκή αερισμό με αυτόματη ρυθμική αναπνοή και παραμένουσα αιμοδυναμικά σταθερή, οπότε και περί ώρα 9.00 π.μ όσο ακόμη ευρισκόταν εντός της χειρουργικής αίθουσας και προς αναμονή μεταφοράς της προς την κλίνη του δωματίου νοσηλείας διαπιστώθηκε εκ μέρους της κατηγορουμένης και δη από την ακρόαση των ανωτέρω αεραγωγών έντονος βρογχόσπασμος άμφω με τον αναπνεόμενο όγκο αέρα να ελαττώνεται διαρκώς, με σοβαρή αιμοδυναμική κατάρρευση της ασθενούς (SpO2 65%, ΚΣ 70 σφ/λεπτό και ΑΠ 55/30 mm Hg) και με επαπειλούμενη την καρδιακή ανακοπή οπότε και αποφάσισε την χορήγηση ενδοφλεβίως (200) mcg αδρεναλίνης και (20) mg μεθυλπρεδνιζολόνης και 20 mg ρανιτιδίνης με την ασθενή να διασωληνώνεται εκ νέου περί ώρα 09.15-9.20π.μ και να τίθεται σε καταστολή με σταδιακή βελτίωση των παραμέτρων οξυγόνωσης και αιμοδυναμικής λειτουργίας, χωρίς όμως να έχει προκύψει λύση του βρογχόσπασμου, στοιχείο που δεν συνεκτίμησε η ως άνω ιατρός, οπότε και περί ώρα 10:00 π.μ η ασθενής εμφάνισε εκ νέου επεισόδιο υποξαιμίας, βραδυκαρδίας και βρογχόσπασμου που ομοίως αντιμετωπίσθηκε με χορήγηση ενδοφλεβίως (200) mcg αδρεναλίνης και έγχυση διαλύματος νοραδρεναλίνης και φυσιολογικού ορού στη μέγιστη δυνατή ροή, χωρίς τη χορήγηση ατροπίνης και τη διενέργεια θωρακικών πιέσεων όπως είχε της υποδειχθεί από την Διευθύντρια της Καρδιολογίας του Β. Γ.Ν.Η, με την ασθενή να έχει περιέλθει σε έντονη μεταβολική οξέωση, υποξαιμία υποκαπνία και υποκαλιαιμία, ως αντικειμενικές ενδείξεις μειωμένης καρδιακής λειτουργίας, καθόσον η φαρμακευτική αντιμετώπιση του πρώτου και δεύτερου επεισοδίου με επιλογή χορήγησης εφάπαξ (200) mgr αδρεναλίνης ενδοφλεβίως αντίστοιχα κρίθηκε ιδιαίτερα υψηλή και μη ενδεικνυόμενη για την συγκεκριμένη ιατρική συμπτωματολογία της ασθενούς (ενδεικνυόμενη δοσολογία 1mcg ανά kg ήτοι 20mcg) παρά η άπαξ χορήγηση (200mcg) αδρεναλίνης με ταχεία έγχυση, προσήκει σε περιπτώσεις καρδιακής ανακοπής ή σε σοβαρή βραδυκαρδία με μη αντιρροπούμενη κυκλοφορική καταπληξία προϋποθέσεις που δεν ίσχυαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά εν προκειμένω η ως άνω κατηγορουμένη επέλεξε την διαδοχική χορήγηση (200mcg+200mcg) αδρεναλίνης κατά τρόπο που συνιστά ευθεία παράβαση των παιδιατρικών αλγορίθμων της κοινής διεθνούς ιατρικής πρακτικής βάσει των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων, ενώ δεν επιλέχθηκε ως μέθοδος η χορήγηση της αδρεναλίνης σε τιτλοποιημένες ενδοφλέβιες δόσεις όπως συστήνεται, συγχρόνως δεν προέκυψε η έγκαιρη και προσήκουσα χορήγηση βρογχοδιασταλτικών φαρμακευτικών ουσιών κατά τα πρώτα λεπτά διάγνωσης των συμπτωμάτων του βρογχόσπασμου αμέσως μετά το πέρας της επέμβασης και δη εντός των πρώτων πέντε λεπτών οπότε και χορηγήθηκε το σκεύασμα sugammadex, στο οποίο είναι κλινικά αποδεδειγμένο ότι μπορεί να εμφανισθεί διφασική αλλεργική αναφυλαξία ως εν προκειμένω και να οδηγήσει αυτοδυνάμως σε δύσπνοια και αιμοδυναμική αστάθεια, οπότε και αποφασίστηκε η άμεση διακομιδή της ανήλικης σε ειδικώς οργανωμένη νοσοκομειακή μονάδα ήτοι στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παίδων ΠΑ.ΓΝΗ όπου εισήχθη συνοδευόμενη από ομάδα ιατρών πολλαπλών ειδικοτήτων περί ώρα 12.00-12.15 μμ με νέο επεισόδιο καρδιακής ανακοπής το οποίο ανατάχθηκε με τη μέθοδο ΚΑΡΠΑ και δόσεις υποστηρικτών φαρμάκων, σύμφωνα με το πρωτόκολλο ασυστολίας. Μετά την εισαγωγή της στην Μ.Ε.Θ και καθ’ όλη τη διάρκεια της επισταμένης νοσηλείας και ιατρικής φροντίδας, η ασθενής τελούσε σε κατάσταση καταπληξίας με εξάρσεις και υφέσεις, με την κλινική εικόνα της καρδιακής λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας σοβαρά επηρεασμένης και καταφανώς μη φυσιολογικής (διάταση αυτής με διάχυτη υποκινησία των τοιχωμάτων, χαμηλή συσταλτικότητα) η οποία επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με χορήγηση ινοτρόπων φαρμακευτικών ουσιών (νοραδρεναλίνης, δοβουταμίνης) καθώς εμφάνιζε πολλαπλά επεισόδια χαμηλής οξυγόνωσης, σφύξεων και αρτηριακής πίεσης, φαινόμενο που ισοδυναμούσε με καρδιακή ανακοπή οπότε και μετά από αδιάλειπτη νοσηλεία από 12.00 μ. της 28ης-12-2015 τελικώς απεβίωσε στις 29-12-2015 και περί ώρα 5.50 π.μ, καθώς ουδέποτε κατάφερε να ανακτήσει αυτόματη και αυτοδύναμη καρδιακή και αναπνευστική λειτουργία με συνοδό έκπτωση των ως άνω οργανικών λειτουργιών της και αιτία θανάτου της την καρδιακή καταπληξία επί εδάφους αναπνευστικής δυσχέρειας μετά από υποτροπιάζοντα επεισόδια βαριάς υποξαιμίας (οξύ πνευμονικό οίδημα) και βαριάς υπότασης (καρδιογενές σοκ), συνεπεία βρογχόσπασμου, οι οποίες ήταν και οι μόνες ενεργές αιτίες που τελώντας ως αναπόδραστος αιτιώδης σύνδεσμος ένεκα της παράβασης του αντικειμενικού καθήκοντος επίδειξης της προσήκουσας επιμέλειας της κατηγορουμένης και των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, οδήγησαν στο αποτέλεσμα του θανάτου της ανήλικης».
Κατά της αποφάσεως αυτής ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηρακλείου άσκησε εμπρόθεσμα, ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηρακλέιου, την υπ’ αριθμόν .../12-03-20121 έφεση, με την οποία ζητούσε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη ως άνω αθωωτική απόφαση και να κηρυχθεί ένοχη κατηγορούμενη, διότι το Δικαστήριο εκείνο, κατά την άποψή του, έσφαλε στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών Ωστόσο, η υπό κρίση ως άνω έφεση διαλαμβάνει σε ασύνδετη παράθεση συγκεκριμένα, ελάχιστα αποδεικτά στοιχεία χωρίς να εμπεριέχουν κάποια πραγματική ή νομική πλημμέλεια, την οποία να αποδίδουν στην εκκαλούμενη απόφαση. Πλέον συγκεκριμένα, στην υπό κρίση έφεση διαλαμβάνονται παραδοχές, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως (βλ. ΑΠ 121/2017, 169/2017, 566/2017), με σαφήνεια και πληρότητα. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σε αυτές, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης. Μόνη δε η παράθεση στην Έκθεση έφεσης των κάποιων αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή της κατηγορουμένης και συνακόλουθα εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούουν με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την απαλλακτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν επιχειρείται αναφορά - εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού. Ενδεικτικό δε είναι ότι η όλη επιχειρηματολογία της εισαγγελικής εφέσεως εδράζεται αποκλειστικά στο Πόρισμα της Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης της αναπληρώτριας καθηγήτριας Αναισθησιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Μ.,, το οποίο περιέχεται και στην από 16-2-2018 Έκθεση του Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), σύμφωνα με την γνώμη της οποίας (κας Μ.) η δόση αδρεναλίνης που χορηγήθηκε στην ανήλικη θανούσα ήταν υψηλή αλλά και ο τρόπος που χορηγήθηκε λανθασμένος., καθώς και στην κατάθεση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, της ιατρού αναισθησιολόγου Ρ. Ρ.. Αντίθετα δεν θεωρεί αξιόπιστη -χωρίς όμως αιτιολογία- την από 25-1-2021, ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από το δικαστήριο και διενεργήθηκε κατά το τελευταίο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, από τους ιατρούς Φ. Γ., Διευθυντή ΕΣΥ αναισθησιολογίας, Ζ. Ε. Διευθυντή ΕΣΥ καρδιολογίας, Ν. Δ., ιατροδικστή, σύμφωνα με την οποία όλες οι ενέργειες της κατηγορουμένης ήταν ορθές και σύμφωνα τους ισχύοντες κανόνες. Περεταίρω, ουδεμία μνεία και επιχειρηματολογία αναπτύσσεται σε σχέση με τις αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, ιατρών του Β. Νοσοκομείου και Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν άμεση αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, καθώς αναμείχθηκαν στην ανάταξη της ανήλικης θανούσας, ..., οι οποίοι άπαντες με σαφήνεια καταθέτουν περί του αντιθέτου, αλλά και τις καταταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης Γ. Γ.-Κ. ιατρού (καθηγήτριας αναισθησιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και Δ/ντρια της Β’ Πανεπιστημιακής Κλινικής Αναισθησιολογίας του ΠΓΝ «Α.»), και Α. Μ. του Ν. και της Κ. ιατρού (Αναισθησιολόγος, Διεθύντρια ΕΣΥ του Αναισθησιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Παίδων «...»), με τις οποίες αντικρούεται το πόρισμα της ως άνω ιατρού αναισθησιολόγου Π. Μ., αλλά και την απολογία της κατηγορουμένης (την οποία δεν επικαλείται καν η υπό κρίση έφεση ότι έλαβε υπόψη της). Παρατηρείται δε, επιπλέον, ότι γίνεται επιλεκτική μνεία μόνο σε δύο καταθέσεις μαρτύρων των ιατρών Π. Μ. και Ρ. Ρ. στην πειθαρχική διαδικασία, χωρίς ουδεμία αναφορά στην όλως διαφορετική κατάθεση των μαρτύρων υπεράσπισης Γ. Γ.-Κ., και Α. Μ. που αποδομούν τις ανωτέρω καταθέσεις. Επίσης δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά και στο σημαντικό αριθμό των αναγνωσθέντων εγγράφων, (ιατροδικαστικών εκθέσεων, ιατρικών γνωματεύσεων και Πορισμάτων) όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία δεν μνημονεύονται στην έφεση και στα οποία βασίστηκε η απαλλακτική κρίση του Δικαστηρίου. Συνεπώς, με το παραπάνω περιεχόμενο η εισαγγελική έφεση δεν περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 487 νέου ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτή συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αθωωτικής απόφασης ούτε πραγματικά περιστατικά, που να οδηγούν στην ενοχή της κατηγορουμένης, αφού όπως προαναφέρθηκε δεν αρκεί για την αιτιολόγηση αυτής η παράθεση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων και η επίκληση εσφαλμένης εκτίμησης αυτών, αλλά απαιτείται εκτεταμένη αντίκρουση κάθε μερικότερης απαλλακτικής νομικής και πραγματικής παραδοχής της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, ενώ ως λόγος έφεσης προβάλλεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά αυτά μέσα και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και τα κατ` ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, με βάση τα οποία συντρέχουν οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι της αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκε αθώα η κατηγορούμενη, αλλά ο εκκαλών Εισαγγελέας εξήγαγε την κρίση του από μεμονωμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε επιλεκτικά υπόψη και μάλιστα ένορκες καταθέσεις, που λήφθηκαν στο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας χωρίς να εξεταστούν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να πληρούται η έννοια του αποδεικτικού μέσου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε εκτίθενται ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στοιχεία τα οποία να συνηγορούν στο αντίθετο, ούτε σε ποια συγκεκριμένα νομικά ή πραγματικά σφάλματα υπέπεσε η εκκαλουμένη απόφαση, με την ανωτέρω κρίση της. Όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική του κρίση έλαβε υπόψη του, εκτός από τα αποδεικτικά αυτά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν τόσο του κατηγορητηρίου όσο και εκείνων που προσκόμισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης και υποστήριξης της κατηγορίας, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης. Τα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αθωωτική κρίση του προέκυπταν από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ουδόλως αναφέρονται στην εισαγγελική έφεση ούτε αντικρούεται με συλλογισμούς η κρίση περί της αθωότητας της κατηγορουμένης ώστε να προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει παρούσης της κατηγορουμένης Ν. Π. του Γ., που γεννήθηκε το έτος 1972 στο Ηράκλειο, κατοίκου Ηρακλείου, οδός ....
ΔΕΧΕΤΑΙ τον αυτοτελή ισχυρισμό από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων, περί απαραδέκτου ασκήσεως της εφέσεως από τον Αντιεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ την υπ’ αρ. 11 και από 12-3-2021 έφεση του Αντιεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, κατά της υπ’ αρ. 1049-1118-1435-1514-1528-1533Α-1538-1550-1564/2020 και 5-29-63-69-84/2021, αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, η οποία δημοσιεύτηκε την 5η-3-2021 έπειτα από διακοπές της αρχικώς ορισθείσας συνεδρίασης της 17ης-9-2020.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο.
Ηράκλειο 25-11-2022
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ