ΑΡΙΘΜΟΣ: 2683/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ’
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αναστασία Κυριαζή, Πρόεδρο Εφετών, Αναστασία Παπαδοπούλου, Εφέτη, Ιουλία Αργυροπούλου, Εισηγήτρια - Εφέτη και από τη Γραμματέα Φωτούλα Κατραμάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ (στην υπό στοιχ. Α’ έφεση) : Τελούσας σε κατάσταση πτώχευσης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στη … χ/θ της οδού … και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου Αικατερίνης Νικολαϊδου, του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Α.Μ. 4200).
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ (στην υπό στοιχ. Β’ έφεση) : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ” και τον διακριτικό τίτλο “... Α.Ε.”, που εδρεύει στο … Κιλκίς και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων, του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Δημητρίου Νούσιου (Α.Μ. 3964), Αποστόλου Καραγκουνίδη (Α.Μ. 3948) και Χρήστου Οικονόμου (Α.Μ. 2356).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ (στις υπό στοιχ. Α’ και Β’ εφέσεις) :Α) ..., δικηγόρου … (Α.Μ. ...), συνδίκου της πτώχευσης της εδρεύουσας στη … χ/θ της οδού .. ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “...”, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Β) Των : 1) … του …., κατοίκου … - 87) …του …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης, που δεν παραστάθηκε.
ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (της υπό στοιχ. Α’ έφεσης) : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ" και τον διακριτικό τίτλο “... Α.Ε.”, που εδρεύει στο … Κιλκίς και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Χρήστου Οικονόμου (Α.Μ. 2356).
ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΗΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (της υπό στοιχ. Β’ έφεσης) : Τελούσας σε κατάσταση πτώχευσης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στη … χ/θ της οδού … και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου Αικατερίνης Νικολαΐδου, του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Α.Μ. 4200).
ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΟΥΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (των υπό στοιχ. Α’ και Β’ εφέσεων): 1) … του …, κατοίκου … - 333) … του …, κατοίκου …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ανέστη Αϊβαζίδη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Α.Μ. 3156).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 15-2-2016 (αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2016) ανακλητική αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτήν και με την υπ' αριθ. 2010/2018 απόφαση το ανωτέρω δικαστήριο, συνεκδικάζοντας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την αγωγή, τις πρόσθετες υπέρ της ενάγουσας και τις πρόσθετες υπέρ της πρώτης εναγομένης παρεμβάσεις, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η δεύτερη εναγόμενη τελούσα σε πτώχευση ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στη 14η χ/θ της οδού Θεσσαλονίκης - Λαγκαδά και εκπροσωπείται νομίμως, με την από 26-3- 2018 (υπό στοιχ. Α’) έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του ΠρωτοδικείουΘεσσαλονίκηςστις 26-3- 2018 και έλαβεαριθμό. ...2018 και με την υπ’ αριθμ. .../2018 πράξη του Προέδρου Εφετών του παρόντος Δικαστηρίου ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Την ίδια απόφαση προσέβαλε και η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ”, που εδρεύει στο Λιμνότοπο Κιλκίς και εκπροσωπείται νομίμως, με την από 23-3- 2018 (υπό στοιχ. Β’) έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 23-3-2018 και έλαβε αριθμό .../2018 και με την υπ' αριθ. .../2018 πράξη του Προέδρου Εφετών του παρόντος Δικαστηρίου ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και κατά τη συζήτησή της, η πρώτη εφεσίβλητη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρθηκαν στις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου, κατ' άρθρ. 498 και 19 του ΚΠολΔ, Δικαστηρίου : α) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...2018 (υπό στοιχ. Α’) έφεση και β) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης .../2018 (υπό στοιχ. Β’) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ' αριθ. 2010/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι παραπάνω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 31 παρ. 3 του ΚΠολΔ) αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
II.α'. Ο θεσμός της πτωχευτικής ανάκλησης επιτρέπει την αποκατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας με την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων, που εξήλθαν από την πτωχευτική περιουσία με μη φυσιολογικές διαθέσεις ή προτιμησιακές πληρωμές, στις οποίες προέβη ο οφειλέτης πριν από την πτώχευσή του προς βλάβη των πιστωτών (Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2010, σ. 219). Σύμφωνα με την προγραμματική διάταξη του άρθρου 41 του ΠτΚ “Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων”. Πρόκειται για τα άρθρα 42-51 του ΠτΚ, τα οποία προβλέπουν : Α) Τις Πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης (άρθρο 42), οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά : 1) Δωρεές και χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, καθώς και αυτές στις οποίες η αντιπαροχή που έλαβε ο οφειλέτης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δική του παροχή. Εξαιρούνται οι συνήθεις δωρεές που γίνονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας ή από λόγους ηθικού καθήκοντος, καθώς και Πράξεις από ελευθεριότητα που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη σε εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης και παροχές προς οικονομική ή επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εφόσον οι παροχές είναι ανάλογες προς την περιουσιακή του κατάσταση και δεν επέφεραν ουσιώδη ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη. 2) Πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών. 3) Πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών με άλλο τρόπο και όχι με μετρητά ή με τη συμφωνηθείσα παροχή. 4) Σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή παροχή άλλων ασφαλειών ενοχικής φύσης για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση των οποίων ο οφειλέτης δεν είχε αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση ή για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν. Οι Πράξεις αυτές λογίζονται αμάχητα (μαχητό τεκμήριο κατά Σπ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 352) ως επιζήμιες, διότι έχουν τα χαρακτηριστικά ανώμαλης συναλλαγής, οπότε η συνδρομή του όρου αυτού δεν χρειάζεται να εξετασθεί ειδικά, το μόνο δε που θα πρέπει να αποδειχθεί ως προς αυτές είναι ότι τελέσθηκαν εντός της ύποπτης περιόδου και δεν ασκούν επιρροή άλλα γεγονότα, όπως ο δόλος του οφειλέτη, η καλή πίστη ή η ζημία της ομάδας των πιστωτών. Το υποχρεωτικό της ανάκλησης ισχύει τόσο για τον σύνδικο, που έχει καθήκον να ζητήσει την ανάκληση των πράξεων αυτών, όσο και για το δικαστήριο, που δεν έχει περιθώρια, αν η "Πράξη” έλαβε χώρα κατά την ύποπτη περίοδο, να μην ανακαλέσει. Β) Τις Πράξεις δυνητικής ανάκλησης (άρθρο 43), και ειδικότερα, κάθε αμφοτεροβαρή Πράξη του οφειλέτη (κάθε συναλλαγή που με οικονομικά κριτήρια περικλείει παροχή και αντιπαροχή) ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του, οι οποίες, εφόσον έλαβαν χώρα κατά την ύποπτη περίοδο, ανακαλούνται με την προϋπόθεση ότι έχουν επιφέρει ζημία στους πιστωτές και ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη γνώριζε κατά τη διενέργεια της Πράξης ότι ο τελευταίος βρισκόταν ήδη σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Η κατά τα ανωτέρω γνώση του συναλλαχθέντος με τον οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο διενέργειας της Πράξης και να είναι : i) αντικειμενική, ν' αναφέρεται δηλαδή στο γεγονός της γενικής και μόνιμης αδυναμίας του οφειλέτη να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του, ii) προσωπική, να συντρέχει δηλαδή η γνώση στο πρόσωπο του ίδιου του τρίτου ή κάποιου προσώπου, του οποίου η συμπεριφορά του καταλογίζεται νομικά και iii) ακριβής, που συντρέχει όταν ο τρίτος γνωρίζει ότι ο οφειλέτης δεν πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του και ότι δεν υπάρχει προοπτική στο άμεσο μέλλον να βρει τα απαραίτητα προς αυτό το σκοπό χρηματικά διαθέσιμα και δεν αρκεί η γνώση ότι ο οφειλέτης βρίσκεται γενικά σε οικονομική αδυναμία ή σε πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια ή ότι εκποιεί περιουσιακά του στοιχεία ή ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή θα περιαγάγει τον οφειλέτη σε κατάσταση παύσης πληρωμών, δεν αρκεί δηλαδή η κατά προσέγγιση γνώση της παύσης των πληρωμών (Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 461, Κ. Ρόκα, ΠτωχΔ, σ. 241-242, Γ. Σωτηρόπουλο, Πτωχευτική Ανάκληση, 2009, σ. 234). Όταν πρόκειται για συλλογική διαχείριση (π.χ. Δ.Σ. α.ε., νόμιμη διαχείριση ε.π.ε., από κοινού διαχείριση ο.ε., κ.λπ.), γίνεται δεκτό από την κρατούσα άποψη, με βάση τα άρθρα 71, 68, 214 ΑΚ, ότι αρκεί η γνώση έστω και ενός μέλους της διοίκησης, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό δεν συμμετείχε στην υπό ανάκληση πράξη, για να καταλογιστεί αυτή στο νομικό πρόσωπο. Η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται, εάν κατά τη διενέργεια της πράξης ήταν σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν τη διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλόμενου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον κατά τη διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή ή διοικητή ή διευθυντή ή διαχειριστή του. Το τεκμήριο, το οποίο είναι μαχητό (ΕΝΕ επί του άρθρου 43 ΠτΚ), δεν ισχύει, εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. Εξάλλου, στο άνω άρθρο 43 του ΠτΚ αναφέρονται ενδεικτικά : α) οι αμφοτεροβαρείς Πράξεις, και ως τέτοιες νοούνται όχι μόνον οι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, αλλά και οι μονομερείς δικαιοπραξίες, καθώς λόγοι αναγόμενοι στην τελολογία του δικαίου της πτωχευτικής ανάκλησης επιβάλλουν μία τέτοια ευρεία θεώρηση της έννοιας των “πράξεων”, αφού μόνον έτσι μπορεί να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της προστασίας της πτωχευτικής περιουσίας και β) οι πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών, στις οποίες περιλαμβάνονται όχι μόνον η εξόφληση χρηματικών οφειλών, αλλά και η καταβολή της συμφωνηθείσας παροχής, ενώ είναι αδιάφορη η αιτία δημιουργίας της οφειλής (δικαιοπραξία ή αδικοπραξία), (Γ. Σωτηρόπουλο, Πτωχευτική ανάκληση, 2009, σ. 229-233) και ο χρόνος δημιουργίας του χρέους (ακόμη και πριν την ύποπτη περίοδο), (βλ. Κ. Ρόκα, ό.π., σ. 239, Γ. Σωτηρόπουλο, ό.π.) και τέλος δεν έχει σημασία για την ανάκληση το αν η πληρωμή γίνεται συνεπεία δικαστικής απόφασης (άρθρο 48 παρ. 4 ΠτΚ, βλ. Λ. Κοτσίρη, ό.π., σ. 464 επ., Σπ. Ψυχομάνη, ό.π., σ. 361, Γ. Σωτηρόπουλο, ό.π.). Τίθεται το ζήτημα, αν το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ανακαλέσει τις πράξεις “δυνητικής ανάκλησης”, εφόσον διαπιστώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος, ή μήπως θα μπορεί να κρίνει ad hoc αν η ανάκληση είναι σκόπιμη. Η ΕΝΕ υποδεικνύει τη δεύτερη λύση, θεωρώντας ότι “κάθε άλλη πράξη... μπορεί, δυνητικά, να ανακληθεί κατά την ευχέρεια του δικαστηρίου. Ωστόσο, ορθότερη φαίνεται η αντίθετη άποψη, που υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, την προσδοκία δηλαδή ότι, αν οι προϋποθέσεις συντρέχουν, το δικαστήριο θα ανακαλέσει την Πράξη (Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 319- 320), ενώ η αναφορά στη “δυνατότητα” του πτωχευτικού δικαστηρίου να προβεί στην ανάκληση θα πρέπει ν' αντιμετωπισθεί ως κατάλοιπο του παρελθόντος στερούμενο κάθε ουσιαστικού περιεχομένου, καθώς η ιστορική αποστολή της δυνητικότητας έχει πλέον επιτευχθεί στα πλαίσια της αναμόρφωσης του δικαίου της πτωχευτικής ανάκλησης με την υιοθέτηση του πτωχευτικού κώδικα, τυχόν δε εμμονή στην έννοια της δυνητικής ανάκλησης το μόνο που θα δημιουργήσει είναι ανασφάλεια δικαίου, καθώς θα προσπαθούν οι εναγόμενοι στην ανακλητική αγωγή πιστωτές να βρουν κάποια κριτήρια μη καλυπτόμενα από ειδικές ρυθμίσεις, τα οποία, παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 43 ΠτΚ, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μη ανάκληση της πράξης (Γ. Σωτηρόπουλου, Πτωχευτική Ανάκληση, 2009, σ. 245). Γ) Τις πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, οι οποίες ανακαλούνται εφόσον ο οφειλέτης ενήργησε δολίως προς ζημία ορισμένων πιστωτών του ή προς όφελος ορισμένων σε βάρος άλλων πιστωτών του και ο τρίτος με τον οποίο ο οφειλέτης συμβλήθηκε ή τον οποίο πλήρωσε γνώριζε κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης τον δόλο του οφειλέτη (άρθρο 44). Εξάλλου, αντικείμενο ανάκλησης είναι πράξεις του οφειλέτη, ο όρος δε “Πράξεις” πρέπει να νοηθεί με το ευρύτερο δυνατό περιεχόμενο, έτσι ώστε να συμπεριλάβει κάθε φύσης ενέργειες, που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα (Λ. Κοτσίρη, ΠτωχΔ, 2008, σ. 381). Η βασική κατηγορία ανακλητέων πράξεων είναι εκείνες που συνίστανται σε θετική πράξη του οφειλέτη και ως τέτοιες μπορούν ν’ αναφερθούν i) οι δηλώσεις βούλησης στο πλαίσιο υποσχετικών και εκποιητικών δικαιοπραξιών κάθε είδους, ii) οι οιονεί δικαιοπραξίες, iii) οι καθαρά υλικές πράξεις οι οποίες κατευθύνονται στην πρόκληση μιας μεταβολής στον εξωτερικό υλικό κόσμο, προς την οποία η έννομη τάξη συνδέει έννομα αποτελέσματα ανεξάρτητα από τη βούληση του πράττοντος (Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές, σ. 337), iv) οι δικονομικές πράξεις, εφόσον αναπτύσσουν αποτελέσματα στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου, ν) οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, (Γ. Σωτηρόπουλο, “Πτωχευτικός αποχωρισμός, πτωχευτική διεκδίκηση, πτωχευτική ανάκληση”, ΕπισκΕμπΔ 2008, 660 επόμ.), νί) οι σιωπηρές δηλώσεις βούλησης, πολυμερείς δικαιοπραξίες, ο συμψηφισμός, η μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, παραίτηση από το δικαίωμα, κ.λπ. (ΑΠ 876/2017, δημοσ. ΤΝΠ ‘ΝΟΜΟΣ’), καθώς και εκείνες που συνίστανται σε παράλειψη, εφόσον πρόκειται για συνειδητή ανθρώπινη συμπεριφορά, μέσω της οποίας μειώνεται η πτωχευτική περιουσία ή αποτρέπεται τυχόν ήδη δρομολογηθείσα αύξησή της. Τέλος, ως ζημία των πιστωτών που δικαιολογεί την πτωχευτική ανάκληση θεωρείται η βλάβη της ομάδας των πιστωτών. Τέτοια δεν εννοείται η άμεση βλάβη είτε του συνόλου είτε των επιμέρους πιστωτών, διότι η "Πράξη" δεν βλάπτει άμεσα αυτούς, αλλά την πτωχευτική περιουσία, από την οποία αναμένουν να ικανοποιηθούν, της οποίας, ωστόσο, παρά την πτωχευτική απαλλοτρίωση, δεν είναι κύριοι. Βλάπτονται, όμως, έμμεσα, καθόσον από την ασύμφορη συναλλαγή ή την, κατά προτίμηση, καταβολή χρέους κ.λπ. μειώνεται το πτωχευτικό μέρισμα που προσδοκούν να λάβουν και αυτή η ζημία εννοείται και όχι η ευθεία βλάβη των πιστωτών (ΑΠ 876/2017, ό.π.). Υπό την προεκτιθέμενη έννοια, βλάβη θα υπάρχει όταν η ικανοποίηση των πιστωτών υπέστη περιορισμό, διακινδύνευση ή έγινε δυσχερέστερη ή χρονικά μετακινήθηκε σε βάρος τους (βλ. ΕΝΕ υπό άρθρο 41), όταν, συνεπώς, ελαττώθηκε η πτωχευτική περιουσία, αυξήθηκαν τα χρέη της ή κατέστη δυσχερέστερη η πρόσβαση των πιστωτών στα στοιχεία που την αποτελούν και συνεπώς ζημία δεν υπάρχει όταν η πτωχευτική περιουσία και χωρίς το περιουσιακό στοιχείο, το οποίο έχει απαλλοτριωθεί με την προς ανάκληση πράξη, επαρκεί για την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών (Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2010, σ. 225).
β. Κατ' άρθρο 45 εδ. α' του ΠτΚ, στις μη υποκείμενες σε πτωχευτική ανάκληση πράξεις περιλαμβάνονται οι συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενεργήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται να θωρακιστεί το μη ανακλητό των πράξεων της επιχειρηματικής καθημερινότητας του οφειλέτη, χαρακτηρίζονται δε ως τέτοιες οι απαραίτητες για την άσκηση και τη συνέχιση της επιχειρηματικής του δράσης (Γ. Σωτηρόπουλου, ό.π., σ. 193), όπως για παράδειγμα, οι αγορές ή οι πωλήσεις εμπορευμάτων από καταστήματα ένδυσης, υπόδησης, τροφίμων, οι πληρωμές μισθών σε εργαζομένους, η καταβολή οφειλομένων φόρων (Σπ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 363), η καταβολή οφειλομένων προς τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, προμηθευτές κ.ά. (Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 308). Για την έννοια της “συνήθους” συναλλαγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί η νομολογία για την “τρέχουσα συναλλαγή” του άρθρου 23α του ν. 2190/1920, που ενσωματώνει και το στοιχείο των “κανονικών συνθηκών”, το κριτήριο δε υπαγωγής μίας σύμβασης στην έννοια της "τρέχουσας συναλλαγής” της εταιρίας είναι το γεγονός ότι αυτή η σύμβαση και κατά το αντικείμενο εμπίπτει στις καθημερινές δραστηριότητες της εταιρίας και κατά το περιεχόμενο είναι σύμφωνη με τους όρους των συμβάσεων, τις οποίες καταρτίζει η εταιρία με τους συναλλασσόμενους και το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη το ύψος της καταβολής, τους οικονομικούς εν γένει όρους της σύμβασης, τη δραστηριότητα της εταιρίας, την οικονομική ευρωστία της, τις ανάγκες που ικανοποιούνται με τη σύναψη της συγκεκριμένης σύμβασης και τις συνήθειες που κρατούν για τέτοιου είδους συμβάσεις στις οικείες συναλλαγές (Ευαγ. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 308, ΑΠ 791/2015, δημοσ. ΤΝΠ ‘ΝΟΜΟΣ’, ΑΠ 1066/2002, ΧρΙΔ 2002, 935). γ. Από τις διατάξεις του άρθρου 49 του ΠτΚ, που ορίζει ότι : “1. Όποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, υποχρεούται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι δυνατή, η υποχρέωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμοζόμενες αναλόγως. 2. Ο λήπτης δωρεάς υποχρεούται να επιστρέφει μόνο τον πλουτισμό, εκτός εάν γνώριζε ή κατά τις περιστάσεις μπορούσε να γνωρίζει ότι με τη χαριστική παροχή επέρχεται ζημία της ομάδας των πιστωτών. 3. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που συμβλήθηκε με τον οφειλέτη ενήργησε κακόπιστα, μπορεί να τον υποχρεώσει σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη στην ομάδα των πιστωτών”, συνάγεται ότι η ανάκληση δεν επάγεται την ανατροπή της πράξης του οφειλέτη με εμπράγματα αποτελέσματα, αλλά επιφέρει ενοχικά αποτελέσματα (Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 326). Συγκεκριμένα πρόκειται για ενοχική υποχρέωση του λαβόντος προς απόδοση του αντικειμένου της παροχής, που με την ανακαλούμενη πράξη εξήλθε της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως δεν πρόκειται ούτε για αδικοπρακτική αξίωση ούτε για αξίωση απόδοσης αδικαιολόγητου πλουτισμού (Λ. Κοτσίρη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 437-438). Η επαναμεταβίβαση στην πτωχευτική περιουσία έχει ως αντικείμενο αυτούσιο το πράγμα (in natura), εκτός αν κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, οπότε η υποχρέωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμοζόμενες αναλόγως. Όπως παρατηρεί η ΕΝΕ, η πρωτογενής αξίωση της επαναμεταβίβασης στην περίπτωση αυτή δεν μετατρέπεται σε αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά η παραπομπή στα άρθρα 904 επόμ. ΑΚ αφορά μόνο στο ζήτημα του καθορισμού της έκτασης του πλουτισμού (Γ. Σωτηρόπουλου, “Πτωχευτικός αποχωρισμός, πτωχευτική διεκδίκηση, πτωχευτική ανάκληση”, ΕπισκΕμπΔ 2008, σ. 668). Ειδικότερα, αν η ανακλητέα Πράξη συνίσταται στην εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης του πτωχεύσαντος προς τον καθού η ανάκληση με την πληρωμή σε μετρητά, ο τελευταίος με την επαναμεταβίβαση της παροχής αυτής στην πτωχευτική περιουσία, την επιστροφή δηλαδή του ληφθέντος χρηματικού ποσού, ανακτά την απαίτησή του, της οποίας η ικανοποίηση ματαιώθηκε, κατά του οφειλέτη - πτωχού (άρθρο 50 παρ. 1 ΠτΚ). Σε ισχύ όμως επανέρχεται η ενοχική απαίτηση του καθού η ανάκληση μόνον αν αυτή γεννήθηκε πριν από την ύποπτη περίοδο, χωρίς να υπάγεται και στην κατηγορία των εντός της τελευταίας πενταετίας επιχειρηθεισών δολίων πράξεων του πτωχεύσαντος. Αν αντιθέτως η ενοχική απαίτηση του καθού η ανάκληση είχε γεννηθεί μέσα στην ύποπτη περίοδο, η ανάκληση περιλαμβάνει και την αναληφθείσα υποχρέωση εκ μέρους του πτωχεύσαντος, η οποία καταργείται ως προς την ομάδα των πιστωτών (Σπ. Ψυχομάνη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 368-369).
δ'. Η αγωγή του συνδίκου, ο οποίος διεξάγει τη δίκη ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος (άρθρο 17 παρ. 3 του ΠτΚ και ΕΝΕ επί του άρθρου 17 ΠτΚ), θα έχει ως αίτημα την ανάκληση των εννόμων αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης πράξης, ενώ αυτές καθεαυτές οι συνέπειες της ανάκλησης, η δημιουργία δηλαδή ενοχικής αξίωσης, δεν αποτελούν θέμα ιδιαίτερου αιτήματος της αγωγής ή της απόφασης, αλλά του ίδιου του νόμου, που τις προβλέπει ρητά, ως συνέπειες απλώς μόνης της περί ανάκλησης απόφασης, στο άρθρο 49 του ΠτΚ. Κατά την άποψη την οποία κρίνει ορθότερη το παρόν δικαστήριο, το δικαίωμα του συνδίκου προς ανάκληση είναι διαπλαστικό, αφού παρέχει σ' αυτόν την εξουσία να επιφέρει μονομερώς αλλοίωση σε υφιστάμενες έννομες σχέσεις, όπως επίσης και η απόφαση του δικαστηρίου περί ανάκλησης είναι διαπλαστική, αφού προκαλεί πλέον τη ζητηθείσα αλλοίωση και δημιουργεί νέα ενοχή (Σπ. Ψυχομάνη, ό.π., σ. 349). Ως ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης, η ανακλητική αγωγή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 939 ΑΚ, δεν υπόκειται, για το παραδεκτό της παράστασης του ενάγοντος συνδίκου, στην καταβολή δικαστικού ενσήμου (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ορφανίδη), ΚΠολΔ, I, έκδ. 2000, άρθρο 174, αριθ. 8, ΑΠ 1174/2007, ΕφΘεσ 212/2017, ΕφΠειρ 365/2016, ΕφΛαρ 59/2014, ΕφΑΘ 5546/2006, δημοσ. ΤΝΠ ‘ΝΟΜΟΣ’), ενόψει της συγγένειας αυτής με την αγωγή διάρρηξης, οι οποίες, έχοντας κοινές ιστορικές ρίζες στο ρωμαϊκό δίκαιο και ευρισκόμενες σε σχέση διαρκούς δογματικής αλληλεπίδρασης, κατατείνουν στην ανατροπή εκ των υστέρων πράξεων διάθεσης περιουσιακών στοιχείων υπέρ των δανειστών του οφειλέτη (Γ. Σωτηρόπουλου, Πτωχευτική ανάκληση, 2009, σ. 380-381), με κυριότερη διαφορά τους το χαρακτήρα της μεν πρώτης ως αποβλέπουσας στη διάρρηξη πράξεων που διασπούν την πτωχευτική αρχή της ισότητας των πιστωτών, της δε δεύτερης ως κύρωσης του δόλου (Λ. Κοτσίρη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 437). Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι η ανακλητική αγωγή, επομένως και η εκδοθείσα επ' αυτής δικαστική απόφαση, έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα (Γ. Σωτηρόπουλου, Πτωχευτική Ανάκληση, 2009, σ. 264-265, Ευαγ. Περάκη, ΠτωχΔ, 2017, σ. 323). Αν ο καθού η ανάκληση δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς τον σύνδικο και η απόφαση του δικαστηρίου έχει περιορισθεί στην ανάκληση μόνο της πράξης, μπορεί να εναχθεί και πάλι προς εκπλήρωση της ενοχικής του υποχρέωσης για “επαναμεταβίβαση της παροχής” (Σπ. Ψυχομάνη, ό.π., σ. 349-350), με καταψηφιστικού χαρακτήρα αγωγή (διεκδικητική, καταδίκη σε δήλωση βούλησης, απόδοση χρηματικού ποσού, κ.λπ.). Και στην τελευταία αυτή αγωγή όπως και στην περίπτωση της σώρευσης καταψηφιστικού αιτήματος στην ανακλητική αγωγή, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου. Τούτο διότι, αφενός μεν η πρόβλεψη του νομοθέτη να συστήσει με τις προεκτεθείσες στην υπό στοιχ. II.α' μείζονα πρόταση διατάξεις για την πτωχευτική ανάκληση αυτόνομη ενοχική υποχρέωση του καθού η ανάκληση προς επαναμεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου στην πτωχευτική περιουσία, αξίωση η οποία γεννάται εκ του νόμου με την έκδοση της απόφασης που διατάσσει την ανάκληση (άρθρο 49 ΠτωχΚ), ακόμη και αν το σχετικό αίτημα δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή, φαίνεται να συνιστά ρύθμιση που συνεπάγεται την απαλλαγή του συνδίκου από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί διάρρηξης απαλλοτρίωσης, αφετέρου δε η υποχρέωση του συνδίκου, ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως φορέα λειτουργήματος εκπροσωπούντος οργανικά την πτώχευση, ασκούντος ιδίω ονόματι την εξουσία που ο νόμος του απονέμει (Σπ. Ψυχομάνη, ό.π., σ. 386), καταβολής δικαστικού ενσήμου, στην περίπτωση άσκησης κατά του καθού η ανάκληση, που δεν συμμορφώνεται προς το διατακτικό της ανακλητικής απόφασης, καταψηφιστικής αγωγής ή στην περίπτωση σώρευσης καταψηφιστικού αιτήματος στην ανακλητική αγωγή, παρίσταται ιδιαίτερα επαχθής. Τούτο διότι συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό, που παρεμποδίζει την πρόσβαση των από αυτόν εκπροσωπουμένων πτωχευτικών πιστωτών στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος τους παροχής έννομης προστασίας με τη μορφή της ανάκτησης της αναλωθείσας πτωχευτικής περιουσίας, με ματαίωση του σκοπού του νόμου της διάρρηξης των πράξεων που διασπούν την πτωχευτική αρχή της ισότητας των πιστωτών και τέλος με αδυναμία κίνησης του μηχανισμού της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος). Και ναι μεν η επιβολή του βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε ακολούθως με το ν.δ. 4189/1961), στις καταψηφιστικές αγωγές επιδιώκει προεχόντως το νόμιμο σκοπό ενίσχυσης της δυνατότητας της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, ωστόσο δεν πρέπει να τίθενται αδικαιολόγητοι δικονομικοί φραγμοί στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση άμεση ή έμμεση του σχετικού δικαιώματος. Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στο σύνδικο της πτώχευσης κατά το χρόνο προσφυγής του, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά του, στη δικαιοσύνη, δηλαδή κατά το χρόνο κατάθεσης και συζήτησης της ανακλητικής αγωγής. Πράγματι, αν ο σύνδικος αδυνατεί να καταβάλει το δικαστικό ένσημο δεν θα προσφύγει στη δικαιοσύνη προς ανατροπή ηθικοδικαιϊκά μη αποδεκτών πράξεων απογύμνωσης της πτωχευτικής περιουσίας, ώστε να λειτουργήσει η πτωχευτική διαδικασία της διαχείρισης και κατανομής ζημιών κατ' εφαρμογήν της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πτωχευτικών πιστωτών, και το αποτέλεσμα αυτό δεν αποτρέπεται από την ενδεχόμενη μελλοντική είσπραξή του από τον καθού η ανάκληση, λαμβανομένου υπόψη ότι η είσπραξη του τέλους αυτού από τον εναγόμενο προϋποθέτει δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος του τελευταίου, η οποία δεν είναι πάντοτε δεδομένη.
ε'. Κατά την έννοια του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται εναντίον εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους. Ως διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη νοούνται από την ως άνω διάταξη εκείνοι, οι οποίοι ήταν στη δίκη αυτή αντίδικοι του εκκαλούντος. Εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος είναι περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών θέλει να εξαφανισθεί η απόφαση, εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας. Σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος. Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, οπότε η έφεση, κατ’ άρθρο 517 εδ. β' ΚΠολΔ, έπρεπε να στραφεί και κατ' αυτού, η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ', 502, 517 και 271 του ΚΠολΔ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (ΟλΑΠ 4/2013, ΑΠ 1282/2013, ΑΠ 18/2008, ΕφΑΘ 421/2018, ΕφΘεσ 2152/2017, ΕφΠειρ 501/2015, δημοσ. ΤΝΠ ‘ΝΟΜΟΣ’).
III. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 15-2-2016 (αριθ. έκθ. κατάθεσης .../2016) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η σύνδικος της πτώχευσης της εδρεύουσας στη … χ/θ της οδού … ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “...”, εξέθετε ότι εντός της ύποπτης περιόδου η δεύτερη εναγόμενη οφειλέτιδα και μετέπειτα πτωχεύσασα προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρία ενεργώντας δια των εκπροσωπούντων αυτήν και εκφραζόντων τη βούλησή της φυσικών προσώπων, προς ζημία των πιστωτών της, κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία προνομιακά το συνολικό ποσό των 9.331.873,30 ευρώ για μη ληξιπρόθεσμες οφειλές της και έναντι σχετικού λογαριασμού που τηρούσε με αυτήν, με 668 επιμέρους συναλλαγές - πληρωμές, εκ των οποίων οι 60 αφορούν καταβολές μετρητών, οι 512 αφορούν σε μεταβιβάσεις επιταγών και οι 96 αφορούν σε επιστροφές προηγουμένως πωληθέντων προς την πτωχή προϊόντων, όπως αυτές αναλύονται στην αγωγή. Ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο διενέργειας των άνω συναλλαγών η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία γνώριζε ότι η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία τελούσε σε κατάσταση παύσης των πληρωμών της, αφού συνδέονταν αυτές με σχέση μητρικής προς θυγατρική εταιρία, αντιστοίχως, με συμμετοχή της πρώτης στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης κατά ποσοστό 99,50%, ενώ την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου αμφοτέρων έφερε το ίδιο πρόσωπο. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και επικαλούμενη η ενάγουσα τη ζημία που προξενείται στην ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών από τις καταβολές αυτές, διότι η υπόλοιπη πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, ζήτησε ν' ανακληθούν, κατ' άρθρ. 42 άλλως 43 του ΠτΚ, οι ανωτέρω αναφερόμενες προνομιακές καταβολές που διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 27-10-2012 έως 27-10-2014,να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.331.873,30 ευρώ και να καταδικασθεί η πρώτη εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.
IV. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, άσκησαν : Α) Υπέρ της ενάγουσας πρόσθετη παρέμβαση με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναλύθηκε με τις προτάσεις τους οι : 1) ... του …, κάτοικος Θεσσαλονίκης - 87) … του …, κάτοικος … Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, εδράζοντας το έννομο συμφέρον τους στην ύπαρξη ληξιπρόθεσμων έναντι της πτωχής εταιρίας απαιτήσεών τους από δεδουλευμένες αποδοχές στα πλαίσια παροχής από αυτούς εξαρτημένης εργασίας, ζήτησαν να γίνει δεκτή η αγωγή. Β) Υπέρ της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας πρόσθετη παρέμβαση δια του υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης .../2016 δικογράφου, οι : 1) … του …, κάτοικος … - 333) … του …, κάτοικος …, οι οποίοι, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους ως εργαζόμενοι στην πρώτη εναγόμενη εταιρία και ισχυριζόμενοι ότι θα υποστεί η εργοδότιδα εταιρία ανεπανόρθωτη ζημία, στην περίπτωση που κληθεί να καταβάλει το αιτούμενο από την ενάγουσα ποσό των 9.331.873,30 ευρώ, ζήτησαν ν' απορριφθεί η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις, με την υπ' αριθ. 2010/2018 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της κατά το σκέλος που αφορά στην ανάκληση των επικαλουμένων πληρωμών με τη μεταβίβαση 512 επιταγών και 96 επιστροφών προηγουμένως πωληθέντων από την πρώτη εναγομένη προς την πτωχή προϊόντων, απέρριψε ως απαράδεκτες τις πρόσθετες υπέρ της πρώτης εναγομένης παρεμβάσεις λόγω έλλειψης άμεσου έννομου συμφέροντος των ασκησάντων αυτές, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμω βάσιμη κατά το σκέλος της περί ανάκλησης των γενομένων καταβολών μετρητών προς την πρώτη εναγομένη τόσο κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στο άρθρο 42 του ΠτΚ, όσο και κατά την επικουρική της βάση που θεμελιώνεται στο άρθρο 43 παρ. 1 του ΠτΚ, δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη εν μέρει την αγωγή κατά την επικουρική της βάση και τις πρόσθετες υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσεις, ανακάλεσε τις 60 πληρωμές της πτωχής εταιρίας προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία που διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 27-10-2012 έως 27-10-2014, υποχρέωσε την πρώτη των εναγομένων να καταβάλει το ποσό των 1.803.843,15 ευρώ, ώστε ν' αποτελέσει μέρος της πτωχευτικής περιουσίας και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγόμενη τελούσα σε πτώχευση ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” με την υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ...26-3-2018 (υπό στοιχ. Α’) έφεση, ενώ την ίδια απόφαση προσέβαλε και η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ” με υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης .../23-3-2018 (υπό στοιχ. Β’) έφεση, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στη μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητούν την κατά παραδοχή τους εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την απόρριψη της ένδικης αγωγής.
V. Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε κανένας από τους διαδίκους επικαλείται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, από τη δημοσίευση δε της απόφασης αυτής (6-2-2018), μέχρι την κατάθεση του δικογράφου των εφέσεων στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (26-3-2018 και 23-3-2018, αντιστοίχως), δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β', 518 παρ. 2, 741, 760, 761, 762 του ΚΠολΔ, 54 παρ. 1 του ΠτΚ). Για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες το παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, τροποποιήθηκε ακολούθως με το άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4139/2013 και στη συνέχεια αντί καταστάθηκε και αναριθμήθηκε σε παράγραφο 3 με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22-12- 2016). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στους μετέχοντες στην πρωτοβάθμια δίκη, πλην του μέρους κατά το οποίο απευθύνονται κατά των υπ’ αριθ. Β1 έως Β87 των εφεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν παρέμβει πρωτοδίκως προσθέτως υπέρ της ενάγουσας, εφόσον πρόκειται περί απλής πρόσθετης παρέμβασης και δεν κατέστησαν αντίδικοι των εκκαλουσών - εναγομένων και πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προεκτεθείσα υπό στοιχ. II.ε' νομική σκέψη ν' απορριφθούν ως απαράδεκτες, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εκκαλουσών. Όμως, η απεύθυνση των κρινομένων εφέσεων κατά των ανωτέρω υπό στοιχ. Β1 έως Β87 εφεσιβλήτων καλύπτει την ανάγκη κλήτευσης αυτών, για να παραστούν στην παρούσα δίκη και να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους, κλήση που είναι αναγκαία κατά το άρθρο 82 εδ. β' ΚΠολΔ και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, το οποίο απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, κατά τα ως άνω. Εκ των ανωτέρω εφεσιβλήτων παραστάθηκαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου οι υπό στοιχ. Β1 έως Β85, ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, αν και κλητεύθηκαν νομίμως, αφού ακριβές αντίγραφο των εφέσεων με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη. στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε, κατ' άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, (βλ. τις υπ' αριθ. …- …/30-4-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης ...). Επομένως, κατά το μέρος που οι ανωτέρω εφέσεις κρίθηκαν τυπικά δεκτές πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια, εκούσια δικαιοδοσία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
VI.Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν ή το πρώτον ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι, κατ' άρθρο 765 του ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Κατά το έτος 1950 ιδρύθηκε η ελληνική βιομηχανία παστερίωσης και εμφιάλωσης φρέσκου γάλακτος στη βόρεια Ελλάδα αρχικά με τη μορφή δευτεροβάθμιας αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης με την επωνυμία “Ένωση Αγροτικών Γαλακτοκομικών και Αγελαδοτροφικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης - … - Βιομηχανία Γάλακτος ...” και τον διακριτικό τίτλο “… ...”, το καταστατικό της οποίας εγκρίθηκε με τις υπ' αριθ. …/1950 και …/1956 αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας. Κατόπιν τροποποίησης του άνω καταστατικού με την υπ' αριθ. 154/1981 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 523/1981 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, καταχωρήθηκε αυτό στα βιβλία Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης με αριθμό …/11-3-1982, στα οποία επίσης καταχωρήθηκαν όλες οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις και αναπροσαρμογές του, επί τη βάσει των διατάξεων των ν. 1257/1982, ν. 1541/1985 και ν. 2169/1993. Με την υπ' αριθ. 3386/6-12-1999 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης η ανωτέρω Συνεταιριστική Ένωση τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46α του ν. 1892/1990, και, κατόπιν διακήρυξης διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, προσκλήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλλουν τις προσφορές τους ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ...,- ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, μέχρι τις 29-2-2000. Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία … Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε.”, η οποία ήταν δανείστρια της "… ...”, σε ποσοστό 85% επί του συνόλου των οφειλών της, προσέφερε το ποσό των 13.000.000.000 δραχμών για την αξία των κινητών και των 20.000.000.000 δραχμών, για την αξία των ακινήτων, ήτοι, το συνολικό ποσό των 33.000.000.000 δραχμών για τη μεταβίβαση του ενεργητικού της … ...” στην ίδια την “… Α.Ε.” ή σε εταιρία που θα μετέχει αυτή, ενώ η άλλη προσφορά ήταν κοινή της “… Α.Ε.” και “… Α.Ε.”. Προκρίθηκε, μετά από αξιολόγηση των άνω προσφορών, η προσφορά της “ΑΤΕ. Α.Ε.” και κατακυρώθηκε η μεταβίβαση του συνόλου του υπό εκποίηση ενεργητικού της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας “… ..." στη δεύτερη εναγόμενη αγοράστρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ” και τον διακριτικό τίτλο “...”, που εδρεύει στη … χ/θ της οδού …και είχε συσταθεί με το υπ' αριθ. …/28-7-2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως δημοσιευθέν, μετά της υπ’ αριθ. …/21-8-2000 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης για την παροχή άδειας σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της, στο ΦΕΚ …/21-8-2000, τεύχος α.ε. και ε.π.ε., με μοναδικούς μετόχους την “… Α.Ε." και την “… Συμμετοχών Α.Ε.”, που καταστατικό σκοπό είχε την παραγωγή, αγορά, εκμετάλλευση και διάθεση γαλακτοκομικών, κτηνοτροφικών και αγροτικών γενικά προϊόντων, τη βιομηχανική επεξεργασία και διάθεση στην αγορά γάλακτος και των παραγώγων αυτού, καθώς και συναφών ή παρεμφερών προϊόντων, την παραγωγή και εμπορία παγωτών, χυμών, φρούτων και κάθε είδους τροφίμων και ποτών, την εισαγωγή και εξαγωγή των παραπάνω προϊόντων και την αντιπροσώπευση οίκων εξωτερικού σχετικά με τα προϊόντα αυτά. Με το υπ' αριθ. …/28-9- 2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... μεταβιβάσθηκε το σύνολο του ενεργητικού της “ ...” στην εταιρία “...”, αποτελούμενο από οικόπεδα, κτίρια, μεταφορικά μέσα, μηχανήματα, έπιπλα και λοιπό εξοπλισμό, εγκαταστάσεις, προγράμματα, φήμη, πελατεία, εμπορική επωνυμία, εμπορικά σήματα, διακριτικό τίτλο και κυκλοφορούν ενεργητικό, έναντι του τιμήματος των 33.000.000.000 δραχμών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η οικονομική πορεία της “...” δεν ήταν κερδοφόρα, αφού στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2001, δηλαδή ένα χρόνο περίπου μετά την ανωτέρω μεταβίβαση, εμφάνισε ζημία ύψους 921.315.097 δραχμών, με σύνολο υποχρεώσεων 9.763.293.729 δραχμών, εκ των οποίων το ποσό των 7.859.298.536 δραχμών αφορούσε δάνεια τραπεζών (βλ. ΦΕΚ …/25-6-2002, τεύχος α.ε. και ε.π.ε.), ενώ στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2002 παρουσίασε ζημία ύψους 14.149.976,62 ευρώ, με σύνολο υποχρεώσεων 35.028.543,45 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 21.585.795,79 ευρώ αφορούσε δάνεια τραπεζών και το ποσό των 3.971.138,98 ευρώ αφορούσε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις έναντι τραπεζών. Κατά το μήνα Ιούνιο έτους 2003 ποσοστό 99,99% του μετοχικού κεφαλαίου της άνω εταιρίας αγοράσθηκε από την πρώτη εναγόμενη εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ” και με τον διακριτικό τίτλο “... Α.Ε.”, η οποία είχε συσταθεί με την υπ' αριθ. …/14-7-2000 πράξη της συμβολαιογράφου Πολυκάστρου ..., είχε δε σκοπό συναφή με την αγορασθείσα εταιρία “...”, αφού επιδιδόταν κατά το καταστατικό της στην βιομηχανική επεξεργασία και εμπορία γάλακτος, των παραγωγών, συναφών ή παρεμφερών ειδών αυτού, την εκτροφή, παραγωγή και εμπορία ζώων, την παραγωγή και εμπορία τυροκομικών προϊόντων καθώς και κάθε είδους τροφίμων και ποτών, την αντιπροσώπευση οίκων εσωτερικού και εξωτερικού που παράγουν ή εμπορεύονται τα παραπάνω, την παραγωγή γάλακτος πρωτογενώς αλλά και την παραγωγή άλλων προϊόντων του πρωτογενούς τομέα. Έκτοτε, μέλη της διοίκησης αμφοτέρων των εταιριών, οι οποίες συνδέονταν με σχέση μητρικής (“... Α.Ε.”) προς θυγατρική (“...”), ήταν μέλη της οικογένειας του ..., κύριου μετόχου της μητρικής εταιρίας. Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η “...”, το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανερχόταν κατά το έτος 2012 στο ποσό των 37.250.000,00 ευρώ, στο οποίο συμμετείχε η “... Α.Ε.” με ποσοστό 99,99% και ο Συνεταιρισμός Αγίου Αθανασίου με ποσοστό 0,01%, ήταν εφοδιασμένη με πείρα και τεχνογνωσία πενήντα και πλέον ετών, ήταν εξοπλισμένη με ένα σύγχρονο εργοστάσιο και μηχανολογικό εξοπλισμό νέας τεχνολογίας, απασχολούσε μόνιμο προσωπικό 411 ατόμων, προσέφερε στην αγορά φρέσκο γάλα, που της προμήθευαν οι κτηνοτροφικές μονάδες της γύρω περιοχής, είχε αναπτύξει σύστημα διαχείρισης ασφάλειας τροφίμων, ποιότηταςκαι περιβαλλοντικής διαχείρισης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, διαθέτει ακίνητη περιουσία συνολικού εμβαδού των αγροτεμαχίων 254.641,33 τ.μ. και των κτισμάτων 33.777,50 τ.μ., και διατηρούσε δίκτυο για τη διανομή και προώθηση των προϊόντων της. Μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας πραγματοποιούνταν ενδοομιλικές συναλλαγές, σ' εξυπηρέτηση των οποίων τηρούνταν δύο καρτέλες, εκ των οποίων η πρώτη για την απεικόνιση και λογιστική παρακολούθηση των συναφθεισών συμβάσεων πώλησης από την “... Α.Ε.” προς την “..." προϊόντων γάλακτος και γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων. Στην ανωτέρω καρτέλα, η οποία είχε τη μορφή δοσοληπτικού λογαριασμού, που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση και διευκόλυνση των άνω πωλήσεων στα πλαίσια της λογιστικής τάξης, η αγοράστρια “..." είχε πάντα την ιδιότητα της οφειλέτριας και ποτέ της δανείστριας, ούτε και υπήρχε η δυνατότητα να καταστεί αυτή πιστώτρια της “... Α.Ε.”, καταχωρούνταν δε σ' αυτήν τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο τίμημα των καταρτισθεισών πωλήσεων, τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις καταβολές χρηματικών ποσών από την αγοράστρια προς την πωλήτρια εταιρία προς εξόφληση του οφειλόμενου τιμήματος, οι επιταγές έκδοσης της αγοράστριας εταιρίας ή πελατών αυτής που μεταβιβάζονταν στην πωλήτρια εταιρία χάριν καταβολής του τιμήματος των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων και τα πιστωτικά ποσά λόγω της επιστροφής προϊόντων από την αγοράστρια προς την πωλήτρια εταιρία, ενώ ουδέποτε καταχωρούνταν απαιτήσεις της “..." έναντι της “... Α.Ε.”, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υπήρχε δυνατότητα να καταστεί αυτή πιστώτρια της πωλήτριας εταιρίας με την υπερκάλυψη με τις οικείες καταβολές του χρεωστικού υπολοίπου του παραπάνω λογαριασμού έναντι μελλοντικών πωλήσεων. Παρά τη συνομολόγηση μεταξύ των μερών του όρου πίστωσης του τιμήματος πώλησης για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών από της έκδοσης του οικείου τιμολογίου η πωλήτρια εταιρία ανεχόταν την καθυστέρηση καταβολής του τιμήματος πέραν της προθεσμίας αυτής χορηγώντας διαδοχικές παρατάσεις. Η εκδηλωθείσα αυτή συμπεριφορά της μητρικής έναντι της θυγατρικής εταιρίας ανοχής για εύλογο χρονικό διάστημα εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος δικαιολογείται από τη φύση της διαρκούς έννομης σχέσης που τους συνέδεε, σε καμία δε περίπτωση δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των υπόψη συμβάσεων πώλησης ως συμβάσεων δανείου ή παροχής πίστωσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, παρά τη μοναδικότητα και τον αυξημένο βαθμό καθιέρωσης του σήματός της “...” στις συναλλαγές, την υποστήριξη του καταναλωτικού κοινού κυρίως της βόρειας Ελλάδας και τη διατήρηση επί δεκαετίες της ανταγωνιστικής της θέσης, εμφάνιζε πορεία ζημιογόνα, αναντίστοιχη με τους κύκλους εργασιών που πραγματοποιούσε. Ειδικότερα δε, από το έτος 2008 η οικονομική της κατάσταση έβαινε ταχέως επιδεινούμενη, εμφανίζοντας : α) κατά το έτος 2008 ζημίες ανερχόμενες στο ποσό των 2.747.484,67 ευρώ, αν και ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στο ποσό των 62.683.747,47 ευρώ και τα μικτά κέρδη στο ποσό των 15.652.264,76 ευρώ, β) κατά το έτος 2009 ζημίες ανερχόμενες στο ποσό των 1.285.705,50 ευρώ, αν και ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στο ποσό των 66.011.623,48 ευρώ και τα μικτά κέρδη στο ποσό των 17.893.017,02 ευρώ, γ) κατά το έτος 2010 ζημίες ανερχόμενες στο ποσό των 6.207.680,04 ευρώ, αν και ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στο ποσό των 62.551.710,94 ευρώ και τα μικτά κέρδη στο ποσό των 15.383.939,07 ευρώ, δ) κατά το έτος 2011 ζημίες ανερχόμενες στο ποσό των 6.982.727,46 ευρώ, αν και ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στο ποσό των 67.554.756,24 ευρώ και τα μικτά κέρδη στο ποσό των 14.574.996,47 ευρώ, ε) κατά το έτος 2012 ζημίες ανερχόμενες στο ποσό των 7.698.615,79 ευρώ, αν και ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στο ποσό των 65.106.106,84 ευρώ και τα μικτά κέρδη στο ποσό των 10.635.100,03 ευρώ. Κατά το έτος 2012 αναφάνηκε ο κίνδυνος αναστολής της εμπορικής της κίνησης, αφού αδυνατούσε να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές των εργαζομένων και να ικανοποιεί τις αξιώσεις των προμηθευτών της, οι οποίοι ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι δραστηριοποιούμενοι στην ευρύτερη αγροτική περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης και διέθεταν αποκλειστικά το σύνολο της παραγωγής τους στην «...». Ειδικότερα, κατά την εταιρική χρήση 1/1/2012 - 31/12/2012 το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της "...” ανερχόταν στο ποσό των 49.388.609,35 ευρώ, που αναλύεται στο ποσό των 13.337.210,54 ευρώ που αφορά υποχρεώσεις προς προμηθευτές, στο ποσό των 6.654.074,32 ευρώ για πληρωτέες επιταγές, στο ποσό των 6.029,51 ευρώ που αφορά υποχρεώσεις προς τράπεζες, στο ποσό των 854.959,32 ευρώ που αφορά προκαταβολές πελατών, στο ποσό των 690.289,62 ευρώ που αφορά φόρους και τέλη, στο ποσό των 3.275.204,95 ευρώ που αφορά οφειλές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς, στο ποσό των 1.594,755,49 ευρώ που αφορά οφειλές προς διάφορους πιστωτές, στο ποσό των 4.503.168,43 ευρώ που αφορά υποχρεώσεις προς συνδεμένες επιχειρήσεις και στο ποσό των 18.472.917,17 ευρώ για μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις πληρωτέες στην επόμενη χρήση. Οι κύριοι πιστωτές της “...” κατά την υπόψη εταιρική χρήση ήταν : α) η … Τράπεζα της Ελλάδας με απαίτηση ύψους 17.391.626,30 ευρώ, η οποία έχει εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της με εγγραφή υποθήκης επί των ακινήτων της οφειλέτιδος αιτούσας μέχρι του ποσού των 46.453.350,21 ευρώ και με ενέχυρο επί των σημάτων της και επί των εμπορευμάτων της για την έκδοση εγγυητικών επιστολών, και β) η μητρική εταιρία "... Α.Ε.” με απαίτηση ύψους 13.561.993,38 ευρώ. Η προεκτεθείσα οικονομική κατάσταση της “...”, καθώς και οι εις βάρος αυτής εκδοθείσες Διαταγές Πληρωμής για οφειλές της που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες από το μήνα Αύγουστο έτους 2012 έως το μήνα Μάρτιο έτους 2013 (υπ' αριθ. …/2013, …/2013, …/2013, ../2013, …/2013, …/2013, …/2013,…/2013, …/2013, .../2013, …/2013, …/2013, …/2013, …/2013, …/2013, …/2013 Διαταγές Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), συνολικού ποσού 1.178.302,90 ευρώ (233.668,71 + 57.561,59 + 71.476,89 + 20.902,67 + 51.733,15 + 47.176,70 + 31.047,18 + 51.732,66 + 30.094,42 + 84.683,64 + 61.217,95 + 205.832,93 + 90.305,49 + 29.021,44 + 23.533,67 + 88.314,00, αντιστοίχως), και η άσκηση κατά της “...” αγωγών των απασχολουμένων σ’ αυτήν δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 30-11- 2012 και δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 κι εφεξής, συνολικού ποσού 783.301,46 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 30-11-2012 και δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 και εφεξής, συνολικού ποσού 802.157,64 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 30-11-2012 και δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 κι εφεξής, συνολικού ποσού 623.494,15 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 30-11- 2012 και δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 κι εφεξής, συνολικού ποσού 955.665,40 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 30-11-2012 και δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 κι εφεξής, αποζημίωσης λόγω μη χορηγηθείσας άδειας των ετών 2011, 2012, 2013 και παροχής υπερεργασίας, συνολικού ποσού 87.990,19 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), λόγω μη καταβολής υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2008 έως 30-11-2012, δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-12-2012 έως 29-3-2013, επιδομάτων εορτών, άδειας και αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης άδειας των ετών 2008 έως 2013, συνολικού ποσού 38.784,69 ευρώ (αγωγή με αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), καθώς και η άσκηση της υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 αγωγής της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “... Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Ειδών Συσκευασίας”, που μετονομάσθηκε σε “... Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ειδών Συσκευασίας”, κατά της “...”, με την οποία ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 79.106,22 ευρώ, που αφορά το τίμημα πώλησης προς την τελευταία προϊόντων συσκευασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 έως 31-3-2013, οπότε λύθηκε η συνεργασία τους, οδήγησε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώπιον του οποίου συζητούνταν η υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης …/2014 αίτηση της “...” περί κήρυξής της σε κατάσταση πτώχευσης, στο πόρισμα ότι η “..." αντιμετώπιζε πραγματική αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών της, που είναι μόνιμη και γενική, διασείει την εμπορική της πίστη στις συναλλαγές και μαρτυρεί αθεράπευτο κλονισμό της οικονομικής της υπόστασης τουλάχιστον από το μήνα Αύγουστο έτους 2012 και με την υπ' αριθ. 17980/27-10-2014 απόφασή του δέχθηκε την αίτηση ως νόμω και ουσία βάσιμη, κήρυξε την εταιρία σε κατάσταση πτώχευσης, όρισε χρόνο παύσης πληρωμών την αντίστοιχη με την ημέρα δημοσίευσης της άνω απόφασης ημέρα του έτους 2012 και διόρισε σύνδικο της πτώχευσης την εδώ ενάγουσα δικηγόρο Θεσσαλονίκης .... Κρίθηκε μάλιστα με την ίδια απόφαση ότι την παύση πληρωμών της “..." δεν αναιρεί η κατ’ επιλογή ικανοποίηση ορισμένων πιστωτών της, στα πλαίσια των προσπαθειών της συνέχισης της εμπορικής της ζωής, στις οποίες προσπάθειες περιλαμβανόταν και αυτή της υπαγωγής της στη διαδικασία εξυγίανσης, με την κατάθεση από την ίδια, ως οφειλέτρια, και από την “... Α.Ε.” και τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτών ... του …, υπό την ιδιότητα των εγγυητών στις συμβάσεις που κατάρτισε η “...”, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, της από 27-12-2012 (αριθ. έκθ. κατάθεσης …/27-12-2012) αίτησης, με την οποία, επικαλούμενοι οικονομική αδυναμία της “...”, χωρίς όμως να έχει περιέλθει αυτή σε κατάσταση παύσης πληρωμών, ζητούσαν να διαταχθεί το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και να ληφθούν προληπτικά μέτρα μέχρι την έκδοση απόφασης επικυρωτικής της συμφωνίας εξυγίανσης. Στην άνω αίτηση εξέθεταν οι αιτούντες τα αίτια που οδήγησαν την “...” σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της, που συγκεντρώνονταν στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το έτος 2010 και προκάλεσε σημαντική έλλειψη ρευστότητας σε πολλούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, στη σημαντική αύξηση κατά 40% του κόστους αγοράς αγελαδινού γάλακτος, στην αύξηση των τιμών καυσίμων που διόγκωσε το κόστος διανομής των προϊόντων της και στην αδυναμία χρηματοδότησής της από τις τράπεζες, ανέφεραν τα οικονομικά της στοιχεία, και πρότειναν οι αιτούντες τα μέτρα ανάκαμψης, που συνοψίζονταν αφενός μεν στην απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης, στην αύξηση των πωλήσεων σε ποσότητα και αξία, στη βέλτιστη αξιοποίηση των καναλιών συνεργασίας και στην αναδιοργάνωση της χρηματοοικονομικής λειτουργίας με τη δημιουργία σημαντικού κεφαλαίου κίνησης, δηλαδή σε μέτρα που απαρτίζουν επιχειρηματικό σχέδιο που λόγω της γενικόλογης αναφοράς σ' αυτό οικονομικών όρων, εννοιών και αρχών, και όχι εξειδικευμένου επιχειρησιακού πλάνου με βάση τον συγκεκριμένο τρόπο οικονομικής συμπεριφοράς και οικονομικών σχέσεων που διαμόρφωσε η αιτούσα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της στην αγορά, δεν δίνει βάσιμες και ρεαλιστικές προσδοκίες για εξυγίανση, και αφετέρου τη διαμόρφωση των απαιτήσεων των δανειστών της κατά τρόπον ώστε, οι ανέγγυοι πιστωτές, προς τους οποίους οφείλει το συνολικό ποσό των 28.700.490,15 ευρώ, να ικανοποιηθούν κατά ποσοστό 15%, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, το Ελληνικό Δημόσιο και οι εργαζόμενοι να ικανοποιηθούν κατά ποσοστό 100% και οι ενέγγυοι πιστωτές κατά ποσοστό 65% επί του συνόλου των απαιτήσεών τους. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ' αριθ. 6402/2013 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αίτηση εξυγίανσης με τις πρόσθετες υπέρ των αιτούντων παρεμβάσεις, τις κύριες παρεμβάσεις και την υποβληθείσα από την εταιρία με την επωνυμία … ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ” αίτηση περί κήρυξης σε πτώχευση της “...”, δέχθηκε ότι η τελευταία έχει παύσει να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της που ανάγονται σε παρελθόντα έτη, ενώ προβαίνει κανονικά αλλά επιλεκτικά στην εξόφληση των χρεών που δημιουργούνται από την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας από τα τέλη του έτους 2012 κι εντεύθεν, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάθεση των προϊόντων της με την ικανοποίηση των απαιτήσεων των προμηθευτών υλικών συσκευασίας και καυσίμων, ενώ τους εργαζομένους της πλήρωσε μόνο μετά την εξαγγελία αυτών περί κήρυξης απεργίας για την αιτία αυτή, προβαίνοντας έτσι σε μία “ιδιότυπη” παύση πληρωμών. Με βάση τα παραπάνω το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την αίτηση ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης, τις πρόσθετες υπέρ της αιτούσας παρεμβάσεις και την αίτηση πτώχευσης ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και δέχθηκε τις κύριες παρεμβάσεις ως κατ' ουσίαν βάσιμες, επικυρώθηκε δε η απόφαση αυτή με την υπ' αριθ. 2021/2013 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, η προαναφερθείσα υπ' αριθ. 17980/27-10-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 650/2017 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο προς σχηματισμό της κρίσης του συναξιολόγησε επιπλέον, αφενός μεν το γεγονός της αποκοπής της “...” από σημαντικό τμήμα της λειτουργίας της με τη μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότητα προς τη μητρική εταιρία “... Α.Ε.” των υπ' αριθ. κυκλοφορίας …, …, …, …, …, …, …, .., …, …., …., …, …, …, …, ..., …, …, …, … φορτηγών αυτοκινήτων, για την οποία εκδόθηκαν τα υπ' αριθ. …/6-12-2012, …-…/10-12-2012 και …/10-12-2012 τιμολόγια πώλησης παγίων, συνολικού ποσού 386.220,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, και την εντεύθεν απομείωση του στόλου της, αφετέρου δε το γεγονός της παραχώρησης στις 15-11-2012 της άδειας μη αποκλειστικής χρήσης του σήματός της προς την “... Α.Ε.” έναντι ασήμαντου ανταλλάγματος, ορισθέντος σε ποσοστό 0,5% επί του ετήσιου καθαρού τζίρου της “... Α.Ε.” επί των προϊόντων που θα φέρουν το εν λόγω σήμα, εκτιμώντας ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μορφή εξωτερίκευσης της αδυναμίας της “...” προς πληρωμή των ληξιπροθέσμων οφειλών της και συνιστούν απόσβεση της εμπορικής της ζωής ήδη από το μήνα Αύγουστο έτους 2012, έκτοτε δε επιχειρεί τεχνητή συνέχιση της εμπορίας της μεταθέτοντας το χρόνο παύσης των πληρωμών και επιλέγοντας η ίδια τους δανειστές που θα ικανοποιήσει ανάλογα με τη δύναμη πίεσης του καθένα, αν και αυτό απαγορεύεται από το νόμο και έχει επιζήμιες συνέπειες για τους λοιπούς δανειστές, μεταξύ των οποίων και οι εργαζόμενοι και οι γαλακτοπαραγωγοί, οι οποίοι στερούνται της δυνατότητας να ικανοποιηθούν συμμέτρως, ακολουθώντας τη διαδικασία της πτώχευσης. Κατά την έναρξη της ύποπτης περιόδου, η οποία εκτείνεται από την 27-10-2012 έως την 27-10-2014, κατά την οποία πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της “...” ήταν ο ... του …, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. ήταν η ... του …, η ... του …, ο ... του … και ο ... του …, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της “...” έναντι της “... Α.Ε.” από τις προαναφερθείσες πωλήσεις πρώτων υλών και γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων οι οποίες διενεργήθηκαν πριν από το χρονικό σημείο της 27-10-2012, ανέρχονταν στο ποσό των 6.377.271,57 ευρώ. Προκειμένου ν' απομειωθεί το ανωτέρω ποσό η “...” προέβη σε εξήντα (60) πληρωμές, με την καταβολή προς την “... Α.Ε.” σε μετρητά του συνολικού ποσού των 1.803.843,15 ευρώ, που αναλύεται ως εξής : 1) στις 29-10-2012 κατέβαλε το ποσό των 800,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 2) στις 9-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. 2753... παραστατικό, 3) στις 29-10-2012 κατέβαλε το ποσό των 800,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 4) στις 16-11- 2012 κατέβαλε το ποσό των 30.765,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ..... παραστατικό, 5) στις 16-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 4.001,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 6) στις 16-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 1.370,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 7) στις 16-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 2.695,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 8) στις 16-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 4.920,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 9) στις 20-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 1.276,84 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 10) στις 20-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 850,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 11) στις 21-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 534.938,38 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 12) στις 28-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 839.570,86 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 13) στις 29-11-2012 κατέβαλε το ποσό των 23.760,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 14) στις 11-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 80.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 15) στις 11-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 74.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ..... παραστατικό, 16) στις 11-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 2.850,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. 25704... παραστατικό, 17) στις 13-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 311,69 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 18) στις 21-12- 2012 κατέβαλε το ποσό των 8.047,64 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ..... παραστατικό, 19) στις 24-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 6.782,97 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 20) στις 28-12-2012 κατέβαλε το ποσό των 3.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 21) στις 16-1-2013 κατέβαλε το ποσό των 1.200,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 22) στις 17-1-2013 κατέβαλε το ποσό των 40.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 23) στις 22-1-2013 κατέβαλε το ποσό των 7.500,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 24) στις 23-1-2013 κατέβαλε το ποσό των 6.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 25) στις 29-1-2013 κατέβαλε το ποσό των 3.450,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 26) στις 7-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.500,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ….... παραστατικό, 27) στις 8-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 4.270,49 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 28) στις 8-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.500,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. …... παραστατικό, 29) στις 11-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.500,00ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 30) στις 14-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 31) στις 18-2-2013 κατέβαλε το ποσό των 8.527,84 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 32) στις 11-3-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.630,27 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 33) στις 13-3-2013 κατέβαλε το ποσό των 2.381,40 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 34) στις 13-3-2013 κατέβαλε το ποσό των 69.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 35) στις 13-3-2013 κατέβαλε το ποσό των 1.412,11 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 36) στις 16-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 28,10 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 37) στις 24-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 200,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. 587... παραστατικό, 38) στις 24-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 495,94 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 39) στις 26-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 572,56 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ’ αριθ. ... παραστατικό, 40) στις 30-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 57,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 41) στις 30-4-2013 κατέβαλε το ποσό των 713,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ’ αριθ. ... παραστατικό, 42) στις 8-5-2013 κατέβαλε το ποσό των 100,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 43) στις 10-5- 2013 κατέβαλε το ποσό των 200,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 44) στις 17-5-2013 κατέβαλε το ποσό των 50,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. 1128... παραστατικό, 45) στις 4-6-2013 κατέβαλε το ποσό των 100,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 46) στις 5-6-2013 κατέβαλε το ποσό των 1.009,25 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 47) στις 7-6-2013 κατέβαλε το ποσό των 268,25 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 48) στις 10-6- 2013 κατέβαλε το ποσό των 157,30 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 49) στις 11-6-2013 κατέβαλε το ποσό των 200,00ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 50) στις 2-7-2013 κατέβαλε το ποσό των 223,75 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 51) στις 3-7-2013 κατέβαλε το ποσό των 200,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. ... παραστατικό, 52) στις 12-7-2013 κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 53) στις 17-7- 2013 κατέβαλε το ποσό των 600,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 54) στις 19-7-2013 κατέβαλε το ποσό των 375,56 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 55) στις 29-7-2013 κατέβαλε το ποσό των 10,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 56) στις 23-9-2013 κατέβαλε το ποσό των 933,85 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 57) στις 2-10-2013 κατέβαλε το ποσό των 262,16 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 58) στις 21-10- 2013 κατέβαλε το ποσό των 100,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό, 59) στις 1-11-2013 κατέβαλε το ποσό των 5.974,94 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. … παραστατικό και 60) στις 6-3-2014 κατέβαλε το ποσό των 200,00 ευρώ και εκδόθηκε προς τούτο το υπ' αριθ. .. παραστατικό. Οι ανωτέρω καταβολές μετρητών εντός της ύποπτης περιόδου έλαβαν χώρα, αν και γνώριζε ο νόμιμος εκπρόσωπος αμφοτέρων των συμβαλλομένων στις υπόψη διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ... του … την οικονομική πορεία αυτών, συνεπώς και την παύση πληρωμών της “..." από το μήνα Αύγουστο έτους 2012, δεν αναιρείται δε η πλήρης, αντικειμενική, προσωπική και ακριβής γνώση αυτού περί της γενικής και μόνιμης αδυναμίας της “...” να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις της και της μη ύπαρξης προοπτικής στο άμεσο μέλλον να βρει τα απαραίτητα προς αυτό το σκοπό χρηματικά διαθέσιμα, από το γεγονός της επιλεκτικής πληρωμής ορισμένων χρεών κατά την επιχείρηση από τη διοίκησή της, στην οποία μετείχε ο ίδιος ως πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος αυτής, τεχνητής συνέχισης της εμπορίας της και μετάθεσης του χρόνου παύσης των πληρωμών της. Αντίκειται, εξάλλου, στους κανόνες της λογικής και στα διδάγματα της κοινής πείρας να προηγείται η γνώση των τρίτων στο πεδίο των συναλλαγών και ν' ακολουθεί αυτή του νομίμου εκπροσώπου της “..." αναφορικά με την ανωτέρω αδυναμία της. Οι προαναφερθείσες καταβολές μετρητών ήταν επιζήμιες για τους πτωχευτικούς πιστωτές αφού ελαττώθηκε το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι το ύψος των αναγγελθεισών απαιτήσεων ανήλθε στο συνολικό ποσό των 73.762.831,29 ευρώ, εκ του οποίου ποσό υπερβαίνον αυτό των 50.000.000,00 ευρώ έχει επαληθευθεί, ενώ το υπόλοιπο αμφισβητήθηκε από τη σύνδικο της πτώχευσης και ήδη εκκρεμούν αντιρρήσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για τις απαιτήσεις αυτές, και το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας δεν υπερβαίνει το ποσό των 22.000.000,00 ευρώ. Δεν αποτελούν οι άνω καταβολές μετρητών συνηθισμένες πράξεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας της “...” τελεσθείσες υπό κανονικές συνθήκες και εντός των ορίων των συνήθων συναλλαγών της τελευταίας, ώστε να εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης. Τούτο διότι, ναι μεν η σύναψη των συμβάσεων πώλησης μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας έναντι πιστωθέντος τιμήματος και η ανοχή την οποία επέδειξε η “... Α.Ε.” στην εξόφληση αυτού του τιμήματος με παρατάσεις της πίστωσης αποτελούσε συνηθισμένη πράξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, ωστόσο η ραγδαία και πιεστική απόκλιση από τη συνήθη πρακτική της μακρόχρονης πίστωσης κατά το χρόνο που η “...” διερχόταν ασυνήθεις και δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, με αποτέλεσμα το συνολικά ληξιπρόθεσμο κατά την 22-3-2012 ποσό ύψους 8.547.321,56 ευρώ να εκτιναχθεί στις 30-9-2012 στο ποσό των 13.561.993,38 ευρώ, οπότε ήδη η “...” είχε εκδηλώσει στο πεδίο των συναλλαγών την αδυναμία της εκπλήρωσης των ληξιπροθέσμων οφειλών της, και επιπλέον οι μεγάλης έκτασης πληρωμές εντός της ύποπτης περιόδου με αποτέλεσμα το ανωτέρω ποσό των 13.561.993,38 ευρώ στις 19-4-2013 ν' ανέλθει στο ύψος των 7.142.684,65 ευρώ, δεν πληρούν τους όρους της διάταξης του άρθρου 45 περ. α' του ΠτΚ. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. ΙΙ.β' μείζονα πρόταση, σκοπό έχει να θωρακίσει την ομαλότητα των πράξεων της επιχειρηματικής καθημερινότητας του οφειλέτη, και όχι να διαφυλάξει τα αποτελέσματα της προτιμησιακής εξόφλησης ενός πιστωτή, που προνομιακά πληροφορήθηκε, λόγω της σχέσης του με τον οφειλέτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που πιστώτρια και οφειλέτρια τελούν σε σχέση μητρικής προς θυγατρική εταιρία και νόμιμος εκπρόσωπος αμφοτέρων τυγχάνει το αυτό φυσικό πρόσωπο, ο ..., την παύση των πληρωμών της θυγατρικής και παρά ταύτα ν' απολαμβάνει πληρωμές του ανωτέρω ύψους αντίθετα προς τη συνήθη πρακτική μακρόχρονης πίστωσης. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, ο οποίος επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ έφεσης, ότι η ενάγουσα ενήργησε αντίθετα προς την καλή πίστη, αποκρύπτοντας από το δικαστήριο το γεγονός ότι μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας υπήρχε και δεύτερη καρτέλα, που τηρούνταν για τη λογιστική παρακολούθηση των συμβάσεων πώλησης προϊόντων από την "...” προς την "... Α.Ε.”, στην οποία καταχωρούνταν όχι μόνον οι καταβολές για την εξόφληση του τιμήματος πώλησης, αλλά και οι προκαταβολές τιμήματος μελλοντικών πωλήσεων, κατά τρόπον ώστε να έχει καταστεί η πρώτη εναγόμενη πιστώτρια της “...” και να διατηρεί κατ’ αυτής αξίωση ύψους 4.914.699,81 ευρώ, την οποία ανήγγειλε στη διαδικασία της εξέλεγξης των πιστώσεων, ωστόσο η σύνδικος αμφισβήτησε αυτήν και εκκρεμούν αντιρρήσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για την απαίτηση αυτή, κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τούτο διότι αλυσιτελώς προβάλλεται η ύπαρξη και άλλης ή άλλων σχέσεων μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας, αφού αντικείμενο της προκείμενης δίκης είναι η ανάκληση ή μη πληρωμών από την πτωχή προς την "... Α.Ε.” κατά την ύποπτη περίοδο εν γνώσει της τελευταίας ότι είχε παύσει τις πληρωμές της η “...”, όπως οι πληρωμές αυτές εμφαίνονται στην επίμαχη πρώτη καρτέλα - δοσοληπτικό λογαριασμό, ο οποίος δεν μπορεί να συγχωνευθεί με άλλον δοσοληπτικό λογαριασμό - δεύτερη καρτέλα ούτε οι επιμέρους καταχωρήσεις σ’ αυτούς ή το υπόλοιπό τους να συμψηφισθεί. Ο τελευταίος αυτός δοσοληπτικός λογαριασμός θ' αποτελέσει αντικείμενο απόδειξης για τη βασιμότητα της απαίτησης της “... Α.Ε.” έναντι της “...”, που φέρεται να απορρέει από συμβάσεις πώλησης από την τελευταία προς την “... Α.Ε.”, στην εκκρεμή δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η προεκτεθείσα συμπεριφορά της συνδίκου της πτώχευσης δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό της κατάχρησης των δικονομικών δυνατοτήτων και επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, την αποφυγή ενεργειών που οδηγούν προφανώς σε παρέλκυση της δίκης και τέλος, ως γνήσια υποχρέωση, την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας, με το οποίο απαγορεύεται σ' αυτόν αφενός η προβολή αναληθών πραγματικών γεγονότων εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και αφετέρου η αμφισβήτηση των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου εν γνώσει της αλήθειας αυτών. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η άσκηση από τη σύνδικο της πτώχευσης της ένδικης ανακλητικής αγωγής αντιφάσκει προς την επαλήθευση από την ίδια της αναγγελθείσας απαίτησης της πρώτης εξ αυτών ύψους 4.616.048,81 ευρώ, που αφορά στο τίμημα πώλησης από αυτήν προς την “...” προϊόντων και αποτελεί το χρεωστικό εις βάρος της αγοράστριας εταιρίας υπόλοιπο του τηρηθέντος μεταξύ τους δοσοληπτικού λογαριασμού, ο οποίος επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο των κρινομένων εφέσεων, κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Τούτο διότι, η επαλήθευση των άνω αναγγελθεισών απαιτήσεων, η οποία αποτελεί το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας εξέλεγξης των πιστώσεων προς διαπίστωση του παθητικού της πτωχευτικής περιουσίας, οδηγεί ακριβώς στην αποδοχή αυτών ως πτωχευτικών απαιτήσεων και στην ένταξη της “... Α.Ε.” στο παθητικό της πτώχευσης, ώστε να ικανοποιηθεί η τελευταία δια του πτωχευτικού μερίσματος, και με την ένδικη ανακλητική αγωγή δεν αμφισβητείται η ύπαρξη των εν λόγω απαιτήσεων, αλλά διώκεται η αποτροπή της διάσπασης της πτωχευτικής αρχής της ισότητας των πιστωτών με την προνομιακή ικανοποίηση της “... Α.Ε.” σε βάρος των λοιπών πιστωτών της “...”. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο χρόνος παύσης πληρωμών της πτωχής “...” πρέπει να τοποθετηθεί στις 30-6-2014 άλλως στις 29-8-2013, οπότε δημοσιεύθηκε η προαναφερθείσα υπ' αριθ. 2021/2013 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου που επικύρωσε την υπ' αριθ. 6402/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, λόγω της δεσμευτικότητας και του δεδικασμένου που απορρέει από αυτήν, ο οποίος επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Α’ έφεσης και με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ έφεσης, κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον με την υπ' αριθ. 17980/27-10-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που κήρυξε σε κατάσταση πτώχευσης την “...”, ορίσθηκε χρόνος παύσης πληρωμών η 27-10-2012. Η δικαστική αυτή απόφαση κατά το μέρος που ορίζει χρόνο παύσης πληρωμών δεν δημιουργεί δεδικασμένο, αφού το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επανελθεί και να μεταβάλει το χρόνο αυτόν πριν ή μετά από εκείνον που καθόρισε (Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 216), με μεταγενέστερη απόφασή του μετά από αίτηση του συνδίκου ή πιστωτή, της επιτροπής ή οποιουδήποτε έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
Η αίτηση αυτή, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται επί γεγονότων, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, που είχε ορίσει το χρόνο παύσης των πληρωμών, μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας (Γ. Σωτηρόπουλου, Πτωχευτική Ανάκληση, 2009, σ. 182-183). Εντούτοις η εν λόγω δυνατότητα δεν είναι απεριόριστη, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε ανασφάλεια των συναλλαγών, για το λόγο αυτό από το νόμο τίθενται οι εξής περιορισμοί : α) είναι απαράδεκτη η αίτηση για ορισμό ή μετάθεση του χρόνου παύσης πληρωμών εφόσον υποβάλλεται μετά την περάτωση της επαλήθευσης των πιστώσεων (άρθρο 93 του ΠτΚ), β) είναι απαράδεκτη η αίτηση που υποβλήθηκε μετά την πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 7 παρ. 3 εδ. 2 ΠτΚ) και γ) σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οριστεί χρόνος παύσης των πληρωμών προγενέστερος των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση ή ενός έτους από το θάνατο του οφειλέτη (άρθρο 7 παρ. 2 εδ. 1 ΠτΚ). Εξάλλου, μπορούν να προσβάλλουν την απόφαση, που ορίζει χρόνο παύσης πληρωμών και αυτήν που κηρύσσει την πτώχευση, με το ένδικο μέσο της πτωχευτικής ανακοπής, που στρέφεται κατά του συνδίκου (άρθρο 56 ΠτΚ), εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης που όρισε χρόνο παύσης πληρωμών στο δελτίο δικαστικών δημοσιεύσεων του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, ο οφειλέτης, αν δεν συμμετείχε στη δίκη της κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και ο έχων έννομο συμφέρον τρίτος, κυρίως όταν πλήττεται με την πτωχευτική ανάκληση των πράξεων του οφειλέτη, οι οποίες διενεργήθηκαν εντός της ύποπτης περιόδου (Σπ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2017, σ. 167). Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν ασκήθηκε κάποιο από τα προαναφερθέντα ένδικα βοηθήματα για τη μεταβολή του ορισθέντος με την υπ' αριθ. 17980/27-10-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης χρόνου παύσης πληρωμών, επομένως ορθά το εκδόν την εκκαλούμενη απόφαση δικαστήριο έλαβε ως χρόνο έναρξης της ύποπτης περιόδου την 27-10-2012. Σε κάθε περίπτωση δεν απορρέει δεσμευτικότητα και δεδικασμένο από την υπ' αριθ. 6402/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ 2021/2013 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, η οποία, όπως προεκτέθηκε, απέρριψε την αίτηση εξυγίανσης και την αίτηση κήρυξης της “..." σε κατάσταση πτώχευσης, καθόσον, α) αναφορικά μεν με την αίτηση ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης προκειμένου να εκδώσει την άνω υπ' αριθ. 6402/2013 απόφασή του αρκέσθηκε στην πιθανολόγηση, κατ' άρθρο 101 παρ. 1 του ΠτΚ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με την παράγραφο 3 του άρθρου 234 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11-4-2012) και πριν από την αντικατάστασή του με την παράγραφο 9 υποπαράγραφο Γ.3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.8.2015), του βάσιμου της αίτησης και της σκοπιμότητας της αιτούμενης εξυγίανσης κατά το χρόνο εκδίκασης της από 27-12-2012 αίτησης, ενώ απουσιάζει και ο όρος της ταυτότητας της νομικής και ιστορικής αιτίας, και β) αναφορικά με την αίτηση πτώχευσης, επιπλέον και λόγω έλλειψης του όρου της ταυτότητας των διαδίκων αλλά και της θεμελίωσης αυτής σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά στα οποία στηρίχθηκε η υπ’ αριθ. 17980/27-10-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που κήρυξε σε κατάσταση πτώχευσης την “...” και επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 650/2017 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου. Η κατά της τελευταίας απόφασης άσκηση της από 8-5-2018 αίτησης αναίρεσης εκ μέρους της πτωχής “..." δεν δικαιολογεί την αναστολή εκδίκασης των κρινομένων εφέσεων μέχρις έκδοσης απόφασης επ’ αυτής, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, καθόσον δεν κρίνεται αυτή απολύτως αναγκαία και σκόπιμη για τη διαμόρφωση ασφαλούς δικανικής πεποίθησης για το κρίσιμο προς διάγνωση της επίδικης διαφοράς ζήτημα του χρόνου παύσης πληρωμών της πτωχής “...”, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, και το σχετικό αίτημα των εκκαλουσών, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης περί συνδρομής σοβαρών λόγων που δικαιολογούν τη μη ανάκληση των επίδικων δυνητικά ανακαλουμένων πράξεων κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας, ο οποίος επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. II.α' νομική σκέψη, καθόσον η συνδρομή των όρων του άρθρου 43 του ΠτΚ καθιστά υποχρεωτική την ανάκληση. Σε κάθε περίπτωση, από τη στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων των πτωχευτικών πιστωτών αφενός και της συναλλασσόμενης “... Α.Ε.” με την πτωχή “...” κατά την ύποπτη περίοδο αφετέρου, κρίνεται προκριτέα η ασφάλεια του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών και όχι της πρώτης εναγόμενης, η οποία δεν θα απωλέσει πλήρως την αξίωσή της από το τίμημα πώλησης, αλλά επανακτώντας αυτήν θ' αναγγελθεί ως πτωχευτική πιστώτρια και θα ικανοποιηθεί σύμμετρα με τους λοιπούς πτωχευτικούς πιστωτές, αφού δεν ανακαλείται η βασική σύμβαση (πώληση) αλλά μόνον ο τρόπος εξόφλησης της οφειλής. Με τον εκτιμώμενο δεύτερο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ έφεσης παραπονείται η εκκαλούσα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η γνώση του νομίμου εκπροσώπου της “...” ... τεκμαίρεται, κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 του ΠτΚ. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθόσον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενόψει του χρόνου άσκησης της ένδικης ανακλητικής αγωγής μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη, που προβλέπει το μαχητό τεκμήριο γνώσης, αλλά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 43 ΠτΚ. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Α’ έφεσης και ένατο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β’ έφεσης διατείνονται οι εκκαλούσες ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδικάζοντας μη αιτηθέν, καθόσον, με την ένδικη ανακλητική αγωγή ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην “...” το ποσό των 9.331.873,30 ευρώ, ενώ με την εκκαλουμένη υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα υπό την ιδιότητα της συνδίκου της πτώχευσης της “...” το ποσό των 1.803.843,15 ευρώ, ώστε ν’ αποτελέσει αυτό τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας. Οι λόγοι αυτοί πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση πτωχευτικής ανάκλησης το αναμεταβιβαζόμενο πράγμα επιστρέφει στην πτωχευτική περιουσία, η οποία εξακολουθεί να ανήκει κατά κυριότητα και μετά την κήρυξη της πτώχευσης στην οφειλέτρια, ωστόσο έχει τεθεί στη διάθεση των πτωχευτικών πιστωτών για την ικανοποίησή τους υπό τη διοίκηση της συνδίκου (άρθρο 17 παρ. 1 ΠτΚ) με την επέλευση της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης ως κύριας συνέπειας περιουσιακής φύσης της κήρυξης της πτώχευσης. Συνεπώς, δεν διαφοροποιείται η συγκεκριμένη διάταξη της εκκαλουμένης από το αίτημα της ένδικης αγωγής, αφού σε κάθε περίπτωση κυρία του αιτούμενου ποσού είναι η “...”, τη διαχείριση όμως αυτού έχει η σύνδικος, η οποία μετέχει στην προκειμένη δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος.
Μετά τα παραπάνω εκτιθέμενα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που : α) δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη κατά την επικουρική της βάση τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 του ΠτΚ, καθόσον περιείχε αυτή όλα τα κατά νόμον ικανά και αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση του δικαιώματος της ενάγουσας ως μη δικαιούχου διαδίκου, η προστασία του οποίου ζητείται, τα οποία εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και δεν καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, δεν εμποδίζεται η αποτελεσματική άμυνα των εναγομένων ούτε ο δικαστικός έλεγχος περί του αν πληρούται το πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, που αναγράφονται στην υπό στοιχ. II. α' μείζονα πρόταση της παρούσας, β) δέχθηκε, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ότι η ενάγουσα παραστάθηκε προσηκόντως και ότι δεν ερημοδικεί, διότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου για την ένδικη ανακλητική αγωγή, στην οποία σωρεύεται καταψηφιστικό αίτημα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχ. II.δ' μείζονα πρόταση, γ) δέχθηκε τη συνδρομή των όρων της διάταξης του άρθρου 43 παρ. 1 του ΠτΚ, δ) απέρριψε τις ενστάσεις των εναγομένων τις θεμελιούμενες στις διατάξεις των άρθρων 45 περ. α' του ΠτΚ, 116 του ΚΠολΔ και 281 του Α.Κ., ε) δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη εν μέρει κατά την επικουρική της βάση και κατά το σκέλος της περί ανάκλησης των γενομένων καταβολών μετρητών προς την πρώτη εναγομένη, και τις πρόσθετες υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσεις, και ανακάλεσε τις 60 πληρωμές της πτωχής εταιρίας προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία που διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 27- 10-2012 έως 27-10-2014, υποχρέωσε την πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα υπό την ιδιότητα της συνδίκου της πτώχευσης της εταιρίας ... ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Ε.” το ποσό των 1.803.843,15 ευρώ, ώστε ν' αποτελέσει μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και περί την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όπως όλως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούσες με τους λόγους των κρινομένων εφέσεων, οι οποίες κατόπιν τούτων πρέπει ν' απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Οι εκκαλούσες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νομίμου περί τούτου αιτήματος της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, ενόψει της κατά τα άνω απόρριψης των εφέσεων, θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που οι εκκαλούσες κατέθεσαν κατ' άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙαντιμωλία των διαδίκων : α) την υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης ...26-3-2018 (υπό στοιχ. Α’)έφεση και β) την υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης .../23-3-2018 (υπό στοιχ. Β’) έφεση, κατά της υπ' αριθ. 2010/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την υπό στοιχ. Α’ έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ειςβάρος της εκκαλούσαςτα δικαστικάέξοδατης
εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την υπό στοιχ. Β’ έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ειςβάρος της εκκαλούσαςτα δικαστικάέξοδατης
εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που κατέθεσαν αντιστοίχως οι εκκαλούσες στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 5 Νοεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 2018 χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ