Αριθμός 1645/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη και Δημήτριο Τράγκα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 11 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως), και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Κ. Κ. του Γ., κατοίκου ... και 2. Κ. Τ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Δουκάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΔΤ 1841/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητάνε την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. Πρωτ. .../18-6-2021 κοινή αίτησή τους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …/2021.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο άνω μέρος της για νέα συζήτηση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 18/6/2021 αίτηση των Κ. Κ. του Γ. και Κ. Τ. του Α., κατοίκων ... αντίστοιχα, για αναίρεση της ΔΤ/1841/2020 καταδικαστικής απόφασης του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 3996/2011 (μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών), και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή εννιακοσίων ευρώ (900,00€) στον καθένα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε, λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’και Α’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας με την μορφή της έλλειψης ακροάσεως). Συνακόλουθα η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. α' και παρ. 2 του Ν. 3996/2011, "1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. 2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν. Εξετέρου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 εδ. α' του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, "1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Από τις εν λόγω διατάξεις, προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτές πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσης χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη (ΑΠ 1150/2022, ΑΠ 132/2022, ΑΠ 1092/2020). Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρία, . και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης (ΑΠ 784/2020). Εξάλλου, Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με αριθμό 1841/2020 απόφασης του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν (κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας και αναγνωσθέντα έγγραφα), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “....οι κατηγορούμενοι, στην ….., κατά το χρονικό διάστημά από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2016 έως και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2016, με περισσότερες από μία πράξεις τους που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως εργοδότες και νόμιμοι εκπρόσωποι της επιχείρηση “...”, που εδρεύει στην …. (οδός ...) και ειδικότερα, ο εκ των κατηγορουμένων Κ. Κ. ως πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος και ο έκτων κατηγορουμένων Τ. Κ. ως αντιπρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της ως άνω εταιρίας, με πρόθεση, παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 28 §1 του Ν 3996/2011, κατά τις οποίες "κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Πλέον συγκεκριμένα, από τα προπαρατιθέμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, με τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους, αν και απασχόλησαν στην ανωτέρω εταιρία την Ε. Κ. ως λογίστρια δεν κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 8.822,80 ευρώ, το οποίο προέρχεται από δεδουλευμένες αποδοχές της για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2016 ποσού 3.500,00 ευρώ, δεδουλευμένες αποδοχές της για τον μήνα Απρίλιο του έτους 2016 ποσού 3.500,00 ευρώ και δώρο Πάσχα έτους 2016 ποσού 1.822,80 ευρώ, αν και της τα όφειλαν συνεπεία της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές των προαναφερθεισών κατηγοριών. Πρέπει, κατά συνέπεια, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι ας σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του προπεριγραφόμενου αδικήματος λάμβαναν όλες τις κρίσιμες για τη διοίκηση της άνω εταιρείας αποφάσεις, να κηρυχθούν ένοχοι..." Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες του ότι: "Στην …., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2016 έως και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2016, οι κατηγορούμενοι Κ. Κ. και Τ. Κ., με περισσότερες από μία πράξεις τους που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως εργοδότες και νόμιμοι εκπρόσωποι της επιχείρησης “...”, που εδρεύει στην …. (οδός ...), και ειδικότερα, ο εκ των κατηγορουμένων Κ. Κ. ως πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος και ο εκ των κατηγορουμένων Τ. Κ. ως αντιπρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της ως άνω εταιρίας, με πρόθεση, παρέβησαν τις διατάξεις του άρθρου 28§1 του Ν. 3996/2011, κατά τις οποίες "κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α’ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές”. Συγκεκριμένα, με τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους, αν και απασχόλησαν στην ανωτέρω εταιρεία την Ε. Κ. ως λογίστρια δεν κατέβαλαν το χρηματικό ποσό των 8.822,80 ευρώ, το οποίο προέρχεται από δεδουλευμένες αποδοχές της για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2016 ποσού 3.500,00 ευρώ, δεδουλευμένες αποδοχές της για τον μήνα Απρίλιο του έτους 2016 ποσού 3.500,00 ευρώ και δώρο Πάσχα έτους 2016 ποσού 1.822,80 ευρώ, αν και τους τα όφειλαν συνεπεία της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές των προαναφερθεισών κατηγοριών." Με τις προδιαληφθείσες παραδοχές, η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική κα υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του α.ν. 690/1945, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, ενώ, περαιτέρω, η απόφαση στερήθηκε και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα: α) μολονότι η προεκτεθείσα επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται ως εταιρική και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρία, δεν προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα, το χρονικό διάστημα και η θέση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων στην ως άνω ανώνυμη εταιρία, η οποία κατά το νόμο (άρθρ 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αλλά αναφέρεται, μόνο, ότι ο μεν πρώτος, Κ. Κ. ΤΟΥ Γ. ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία “...”, ο δε δεύτερος, Τ. Κ. ΤΟΥ Α. αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής (εταιρίας) χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ούτε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείοντες είχαν την ανωτέρω ιδιότητα, ενώ, ακόμη, δεν διευκρινίζεται από που προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της ως άνω εταιρίας από τους αναιρεσείοντες και η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων εκ μέρους τους, β) δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού (ατομική σύμβαση, συλλογική σύμβαση εργασίας κλπ) και δεν αρκεί η αόριστη αναφορά, απλώς και μόνο της "σύμβασης και της σχέσης εργασίας”, γ) ουδόλως αναφέρονται οι μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων και αν αφορούν μικτές ή καθαρές αποδοχές και δ) ουδόλως αναφέρεται ο ακριβής χρόνος στον οποίο θα έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές, εάν δηλαδή οι αποδοχές έπρεπε να καταβληθούν, βάσει σύμβασης ή νόμου, την 1η του κάθε μήνα ή στις 15 του μήνα ή την τελευταία ημέρα του μήνα (30 ή 31), ενώ, δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος (η δήλη ημέρα - η Μεγάλη Τετάρτη) καταβολής του Δώρου Πάσχα 2016 με συνέπεια, εξαιτίας των παραπάνω ελλείψεων, να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προπαραταθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνακόλουθα, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ σχετικοί αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και έλλειψη νόμιμη βάσης, όπως προεκτέθηκε, είναι βάσιμοι.
Ύστερα από τις πιο πάνω σκέψεις και αφού παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η με αριθμό ΔΤ 1841/2020 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό ΔΤ 1841/2020 απόφαση του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ