Απόφαση

Αριθμός 2041/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα και Ελένη Χροναίου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Α)Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά, Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή και Κωνσταντίνο Πηνιώτη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Γεώργιο Λεβέντη και Δημήτριο Ζερδελή, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜH ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Θεοδόση, ο οποίος δεν κατάθεσε προτάσεις, και Β)Της αναιρεσείουσας: Μ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Γεώργιο Λεβέντη και Δημήτριο Ζερδελή, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ "... " και τον διακριτικό τίτλο "ΑΕΕΓΑ ... ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και με την ιδιότητα ως προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της πρώτης ήδη αναιρεσίβλητης. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά και Δημήτριο Λαδά, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Θεοδόση, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Κοινοποιούμενη η αίτηση αναίρεσης προς:
1) Σωματείο με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΕΕΓΑ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΟΑΣΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3)τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Για το 1ο (προς ον η κοινοποίηση) παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος Ι. Π. και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Δημήτριο Βερβεσό, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, η 2η (προς ην η κοινοποίηση) εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Δάρρα, η οποία κατέθεσε προτάσεις και η 3η (προς ην η κοινοποίηση) εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των προσθέτων παρεμβαινόντων υπέρ της αναιρεσείουσας: 1) τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Καζάκου, η οποία ανακάλεσε την από 22/11/2021 δήλωσή της κατ' άρθρο 342 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις και 2) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΟΑΣΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Δάρρα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 9-8-2016 αγωγή της Μ. Γ., την από 7-10-2016 ανακοίνωση δίκης της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ "... ”, τις από 10-10-2016 πρόσθετες παρεμβάσεις του σωματείου με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΕΕΓΑ" και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΟΑΣΕ), την από 21-10-2016 πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και την από 24-1-2017 πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΓΣΕΕ), που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 391/2018 του ιδίου Δικαστηρίου και 43/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η Α αναιρεσείουσα εταιρεία ("ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... ”) με την από 11-03-2020 αίτησή της και τους με αριθμό κατάθεσης .../2021 προσθέτους αυτής λόγους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ... ΑΝΩΝΥΜH ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" υπέρ της Α αναιρεσείουσας με την από 8-9-2021 πρόσθετη παρέμβαση ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτή. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε και η Β αναιρεσείουσα (Μ. Γ.) με την από 26-7-2020 αίτησή της. Η 1η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της Β αναιρεσείουσας (Μ. Γ.) τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" με την από 13-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτή και η 2η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της Β αναιρεσείουσας (Μ. Γ.) δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΟΑΣΕ) με την από 22-10-2021 πρόσθετη παρέμβαση ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους και να καταδικασθούν οι αντίδικοι τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων, εκκρεμών, ενώπιόν του, δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (Α.Π. 6/2022, Α.Π. 473/2021, Α.Π. 182/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεκδίκασης: α) της από 11-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../11-03-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου .../2020 αίτηση αναίρεσης και των από 10-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../10-03-2021, δια ιδίου δικογράφου, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων αναίρεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας - ασκούσας πρόσθετους λόγους αναίρεσης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " κατά της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης - καθής οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης Μ. Γ.. Γ. και β) της από 26-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../28-07-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου .../2021 αντίθετης αίτησης αναίρεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας Μ. Γ.. Γ. κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " και κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" υπό την ιδιότητα αυτής, ως προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της πρώτης, στην διαδικασία της πρωτοβάθμιας δίκης, επειδή είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και διευκολύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης. Με τις από 11-03-2020 και 26-07-2020 αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης και τους από 10-03-2020, δια ιδίου δικογράφου, ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 1 και 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) με αριθμό 43/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε την από 06-06-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../07-06-2018 έφεση της ενάγουσας - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας Μ. Γ.. Γ., κατά της με αριθμό 391/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και τις από 12-02-2019, 06-03-2019 και 05-03-2019 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης .../.../2019, .../.../2019 και .../.../2019, αντίστοιχα, πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ της εκκαλούσας που άσκησαν η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.), η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.) και το επιχειρησιακό σωματείο με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α.”, δέχθηκε τυπικά την ένδικη έφεση και τις ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις και, κατά παραδοχή, ως βάσιμου κατ' ουσίαν, του πρώτου λόγου της έφεσης αυτής, εξαφάνισε την εκκληθείσα οριστική απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε συνεκδικάσει την από 09-08-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../10-08-2016 αγωγή, με την από 07-10-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2016 ανακοίνωση δίκης, που είχε ασκήσει η εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " προς την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και τις από 10-10-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2016 και .../.../2016, αντίστοιχα, πρόσθετες παρεμβάσεις, υπέρ της ενάγουσας, που άσκησαν το σωματείο με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α." και η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.) και την από 24-01-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2017 πρόσθετη παρέμβαση, ομοίως, υπέρ της ενάγουσας, που άσκησε η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.), καθώς και την από 21-10-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../2016 πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της εναγομένης, που άσκησε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και είχε απορρίψει στο σύνολό της, ήτοι κατά την κύρια, αλλά και κατά την επικουρική αυτής βάση την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη και είχε δεχθεί την ως άνω, υπέρ της εναγομένης, πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”. Στη συνέχεια, δε, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και τις πρόσθετες, υπέρ της ενάγουσας, παρεμβάσεις ενώ απέρριψε την πρόσθετη, υπέρ της εναγομένης, παρέμβαση, αναγνώρισε, για τους διαλαμβανόμενους στην απόφαση αυτή λόγους, ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" μετατράπηκε από 12-04-2013, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη εταιρεία και επιδίκασε στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.951,93), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ: "Αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης”, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου: "Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη" (όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015, με έναρξη ισχύος 01-01-2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015 και, σύμφωνα με την παρ. 2 του νόμου αυτού, οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 - 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 01-01-2016 ένδικα μέσα και αγωγές). Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ A’ 104) ορίζεται ότι: "1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 - 31.5.2020), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων, ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα, οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους" (Α.Π. 987/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που επισκοπούνται (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά την έρευνα του παραδεκτού των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης, αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... ”, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από αυτήν (άρθρο 261 εδ. β' του ΚΠολΔ), στις 13-03-2020, όπως διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της από 26-07-2020 αίτησης αναίρεσης, η δε από 11-03-2020 αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη Γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 11-03-2020, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ), ενώ η από 26-07-2020 αίτηση αναίρεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 28-07-2020, έχει επίσης ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από την επομένη της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (13-03-2020) άρχισε να τρέχει η τριακονθήμερη προθεσμία του άρθρου 564 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε στις 14-04-2020, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξ αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από 13.03.2020 έως 31.05.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες), και της επί πλέον παροχής προθεσμίας 30 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 4690/2020, η προθεσμία αυτή δεν συμπληρώθηκε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στο οικείο μέρος της μείζονος νομικής σκέψης που προηγήθηκε, κατά την άσκηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, στις 28-07-2020 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Επίσης, οι από 10-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../10-03-2021 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, που αφορούν τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, ασκήθηκαν παραδεκτώς, με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στις 10-03-2021 και επίδοση αυτού στις 10-03-2021 στην αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../10-03-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ι. Π.. Κ., ήτοι περισσότερες από τριάντα (30) ημέρες, πριν από αρχικώς ορισθείσα, κατ' άρθρο 568 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δικάσιμο της 13-04-2021, οπότε η συζήτηση ματαιώθηκε και προσδιορίστηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο της 12-10-2021 και ακολούθως αναβλήθηκε για τη αναγραφόμενη στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας απόφασης (άρθρο 569 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, οι διαλαμβανόμενοι στα ως άνω δικόγραφα, που ασκήθηκαν παραδεκτώς (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), λόγοι αναίρεσης, πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα αυτών (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 215 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 621 έως 622 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ κάποιου διαδίκου, από εκείνον που επικαλείται και αποδεικνύει έννομο προς τούτο συμφέρον ασκείται στις εργατικές διαφορές και κατά την ενώπιον του Αρείου Πάγου εκκρεμή δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και επίδοση αντιγράφου του δικογράφου αυτής στους διαδίκους, κατά το άρθρο 215 του ΚΠολΔ. Στην αναιρετική διαδικασία, ο προσθέτως παρεμβαίνων περιορίζεται σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κυρίων διαδίκων. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει, περαιτέρω, ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμά του ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, ο παρεμβαίνων, τόσο ως προς το δικαίωμά του, όσο και ως προς τη δημιουργία εις βάρος του υποχρέωσης, να απειλείται από τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει, από την άποψη του κρινόμενου νομικού ή πραγματικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (Ολ Α.Π. 1/2021, Ολ. Α.Π. 9/2012, Ολ Α.Π. 11/2011, ΟλΑ.Π. 14/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 622 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠολΔ όπως η διάταξη αυτή ισχύει από 01.01.2016, μετά την αντικατάσταση του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ - άρθρα 591 έως 681 Δ’ - με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, στις εργατικές διαφορές, αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση (Ολ Α.Π. 1/2021, Α.Π. 113/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η από 08-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../08-09-2021 και νομίμως ασκηθείσα, με ιδιαίτερο δικόγραφο, πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, υπέρ της αναιρεσείουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " και κατά της αναιρεσίβλητης Μ. Γ.. Γ., επικαλούμενη, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της, ότι η κρίση της προσβαλλομένης απόφασης πως λειτουργεί "εν τοις πράγμασι”, ως Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης και, ως εκ τούτου, κατά παράβαση των όσων ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 122 και 123 του Ν. 4052/2012, σχετικά με τους περιορισμούς, ως προς την σύσταση και λειτουργία των Ε.Π.Α., εκθέτει αυτήν στις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του άρθρου 128 του Ν. 4052/2012, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατ' ουσίαν. Επίσης η από 13-10-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../18-10-2021 και νομίμως ασκηθείσα, με ιδιαίτερο δικόγραφο, πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.), υπέρ της αναιρεσείουσας Μ. Γ.. Γ., επικαλούμενη για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της ότι αυτή είναι μέλος της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής ΑΕΓΑ”, η οποία είναι μέλος της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.), που και αυτή είναι μέλος της (παρεμβαίνουσας), είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Τέλος, η από 22-10-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../22-10-2021 και νομίμως ασκηθείσα, με ιδιαίτερο δικόγραφο, πρόσθετη παρέμβαση της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.), υπέρ της ως άνω αναιρεσείουσας, επικαλούμενη για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της ότι αυτή είναι μέλος του πρωτοβάθμιου εργασιακού σωματείου με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α.”, το οποίο είναι ιδρυτικό μέλος της (παρεμβαίνουσας), είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Επομένως, οι ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες ασκήθηκαν παραδεκτώς, πρέπει να συνεκδικασθούν με τις από 11-03-2020 και 26-07-2020 αιτήσεις αναίρεσης και τους από 10-03-2020 πρόσθετους λόγους (άρθρα 31 παρ. 1, 80, 81 παρ. 1, 246, 622 όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Α. Επί της από 11-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../11-03-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου ..../2020 αίτηση αναίρεσης.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά δε την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή την παρέλευση του χρονικού σημείου, παύει αυτή να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του Α.Κ., όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης (Ολ Α.Π. 13/2017, Α.Π. 1320/2017). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 του Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως. Αντικείμενο δε της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς κατ' αρχήν να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του (Α.Π. 666/2009). Πάντως δεν αποκλείεται ο κύριος του έργου να έχει επιφυλάξει δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, παρέχοντας συγκεκριμένες οδηγίες που θα εξασφαλίζουν την προσήκουσα εκτέλεση του ανατεθέντος έργου (άρθρο 691 ΑΚ). Τέλος, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου, δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ (Ολ Α.Π. 13/2017, Ολ Α.Π. 19/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 του Α.Κ. προκύπτει ότι επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ως εργοδότης είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το συμφωνημένο ή νόμιμο μισθό (Α.Π. 1261/2014, Α.Π. 800/2014). Συνήθως, ο μισθωτής της εργασίας (εργοδότης) είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, προσλαμβάνοντας αυτόν. Τούτο, όμως, δεν είναι πάντοτε απαραίτητο αφού την άνω ιδιότητα του εργοδότη έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός (Α.Π. 352/2016, Α.Π. 873/2009). Eάν υφίσταται αμφισβήτηση, ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο, προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης, όπου απασχολείται ο μισθωτός και, περαιτέρω, το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (Α.Π. 352/2016, Α.Π. 1261/2014, Α.Π. 873/2009). Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (Α.Π. 1006/2017, Α.Π. 1770/2017, Α.Π. 352/2016, Α.Π. 519/2015). Από δε τη διάταξη του άρθρου 648 του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 651 και 361 του Α.Κ. προκύπτει ότι είναι καθόλα δυνατή, με συμφωνία ή με συναίνεση του εργαζομένου, η παροχή των υπηρεσιών του τελευταίου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού). Στην περίπτωση του δανεισμού, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο αρχικός (άμεσος) εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητά του αυτή, είναι δε υποχρεωμένος, ως αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση εργασίας να καταβάλει τις αποδοχές στον μισθωτό, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας (Α.Π. 706/2021, Α.Π. 1240/2014, Α.Π. 800/2014, Α.Π. 1580/2012). Ο τρίτος (έμμεσος εργοδότης) που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, ασκεί κατά τη διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα κατά την παροχή των υπηρεσιών του μισθωτού προς αυτόν και αποκτά και αυτός, ως εκ τούτου την ιδιότητα του εργοδότη, κατά το μέρος αυτό, επέρχεται δηλαδή κατάτμηση της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων (Α.Π. 17/2012). Για την έννοια του δανεισμού, δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια παραχώρηση του εργαζόμενου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας. Λόγω δε της μη μεταβολής της εργασιακής σχέσης μεταξύ εργοδότη (άμεσου) και μισθωτού σε περίπτωση αρχικής σύμβασης δανεισμού των υπηρεσιών του μισθωτού σε τρίτο (έμμεσο εργοδότη), η εν λόγω αρχική σύμβαση δανεισμού δεν προσμετράται στις τυχόν επακολουθήσασες διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του τρίτου, ως άμεσου εργοδότη, πλέον, και του μισθωτού, ως μέρος μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εκτός εάν αυτή (σύμβαση δανεισμού), κατά την περί τούτου ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, καταρτίσθηκε εικονικά με πραγματικό εργοδότη τον τρίτο (έμμεσο εργοδότη). Η προαναφερθείσα γνήσια σύμβαση δανεισμού εργασίας, αποτελεί ένα μη ρυθμιζόμενο από το νόμο συμβατικό φαινόμενο, το οποίο καλύπτεται από την γενική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, αφήνοντας στα συμβαλλόμενα μέρη ένα ευρύ περιθώριο, προκειμένου να διαμορφώσουν το ακριβές περιεχόμενό της, σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες τους και διαφοροποιείται από τον "μη γνήσιο" ή "κατ' επάγγελμα" ή "κατ' επιχείρηση" δανεισμό, ο οποίος αποτελεί αυστηρά ρυθμιζόμενη από την εργατική νομοθεσία σύμβαση, που συνάπτεται υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις (Α.Π. 674/2012). Βασική διαφορά των δύο συμβάσεων αποτελεί και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον δανειζόμενο μισθωτό, ο οποίος απολαμβάνει ένα καθεστώς σταθερότητας, αφού συμβάλλεται πρωτογενώς με μία επιχείρηση που επιδιώκει έναν διαρκεί και αυτοδύναμο οικονομικό σκοπό, ο προσωρινώς απασχολούμενος συμβάλλεται με τον άμεσο εργοδότη, συνηθέστερα, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, με ανώτατη διάρκεια όσο και η διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης. Ειδικότερα, αρχικά με το Ν. 2956/2001 (ισχύοντος από 6 Νοεμβρίου 2001), προβλέφθηκαν οι "Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης" (Ε.Π.Α.), προσδιορίστηκε η έννοια της προσωρινής απασχόλησης και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις μεταξύ των μερών. Στις "Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης" (Ε.Π.Α.), οι εργαζόμενοι δεν προσφέρουν την εργασία τους σε αυτές, αλλά σε τρίτους που θα υποδεικνύει εκάστοτε η εταιρεία αρχικός εργοδότης (Α.Π. 674/2012, Α.Π. 436/2012), ενώ ήταν δυνατή, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 20 έως 26 του νόμου αυτού, η μετατροπή της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη. Μετά την ψήφιση της Οδηγίας 2008/104 ΕΚ, εκδόθηκε αρχικά ο Ν. 3846/2010, με τον οποίο επήλθε μία σειρά από τροποποιήσεις του Ν. 2956/2001, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και την καταπολέμηση των καταστρατηγήσεων, που παρατηρήθηκαν στην πράξη. Ακολούθησε ο Ν. 3899/2010, ο οποίος επεξέτεινε, με το άρθρο 17 παρ. 4, την ανώτατη επιτρεπόμενη διάρκεια προσωρινής απασχόλησης, στη συνέχεια δε ψηφίστηκε ο Ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41/1-3-2012), ο οποίος μετέφερε την Οδηγία 2008/104 που εν τω μεταξύ, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, είχε εκδοθεί, στο εσωτερικό δίκαιο και προσάρμοσε στην Οδηγία αυτή τις διατάξεις του προγενέστερου Ν. 2956/2001, με σκοπό αφενός την προστασία των προσωρινά απασχολουμένων και τη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης, με την καθιέρωση διατάξεων, που διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των προσωρινά απασχολουμένων, με τους εργαζόμενους που προσλαμβάνει απευθείας ο έμμεσος εργοδότης και αφετέρου τη θέσπιση του κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, προκειμένου να ενισχυθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας. Ειδικότερα, με τα άρθρα 113 και επ' αυτού (Κεφάλαιο ΙΣΤ’ του άνω νόμου "Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2008/104/ΕΚ/19-11-2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 περί της εργασίας μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης και άλλες διατάξεις), ο θεσμός της Προσωρινής Απασχόλησης διαμορφώθηκε ως κάτωθι: Η παράγραφος 1 του άρθρου 113 του Ν. 4052/2012 ορίζει ότι: "Σκοπός του παρόντος τμήματος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 περί της εργασίας μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης (L 327/5-12-2008)”, ενώ η παράγραφος 2 του άνω άρθρου ορίζει ότι: "Με το παρόν: α) επιδιώκεται η εξασφάλιση προστασίας των προσωρινά απασχολούμενων και η βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης με την καθιέρωση διατάξεων που εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των προσωρινά απασχολούμενων με τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη, β) θεσπίζεται το κατάλληλο πλαίσιο για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, με την αναγνώριση των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας”. Περαιτέρω, από τους νομοθετικούς ορισμούς του άρθρου 115 του Ν. 4052/2012, προκύπτει ότι ουσιώδες εννοιολογικό στοιχείο της προσωρινής απασχόλησης είναι η απασχόληση αυτή να λαμβάνει χώρα "υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση" της επιχείρησης, στην οποία προσωρινά παραχωρείται ο εργαζόμενος. Ειδικότερα, το άρθρο 115 του νόμου αυτού ορίζει ότι: "Για την εφαρμογή του παρόντος νοείται ως: α) "εργαζόμενος”: κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, β) "επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολούμενους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά, υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις οικείες διατάξεις, γ) "προσωρινά απασχολούμενος”: ο εργαζόμενος, ο οποίος έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη, για να εργασθεί προσωρινά, υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του, δ) "έμμεσος εργοδότης”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη του οποίου εργάζεται ο προσωρινά απασχολούμενος, ε) "τοποθέτηση”: η περίοδος κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά, υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του, στ) "βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης”: οι όροι εργασίας και απασχόλησης που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση και αφορούν ιδίως: i) στην διάρκεια του χρόνου εργασίας, στις υπερωρίες, στα διαλείμματα, στις περιόδους ανάπαυσης, στη νυκτερινή εργασία, στις άδειες και στις αργίες ii) στις αποδοχές”. Εξάλλου, ως κύρωση για την περίπτωση υπέρβασης των ανώτατων χρονικών ορίων, που θέτει ο νομοθέτης στην παραχώρηση προσωπικού, τόσο στον αρχικό νόμο 2956/2001, όσο και στον νόμο 4054/2012 που τον αντικατέστησε, προβλέφθηκε η μετατροπή της σύμβασης προσωρινής απασχόλησης, σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη. Ειδικότερα, η παράγραφος 3 του άρθρου 117 του Ν. 4052/2012, ορίζει ότι: "α) Η διάρκεια της τοποθέτησης του μισθωτού στον έμμεσο εργοδότη στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις, που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους τριάντα έξι (36) μήνες, β) Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων, που τίθενται από την παρούσα παράγραφο, επέρχεται μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης, σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη”. Η δε παράγραφος 4α (όπως η περίπτωση α' αντικαταστάθηκε με την περ. 4 της υποπαραγράφου ΙΑ. 8 της παρ. ΙΑ του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012 - ΦΕΚ?Α’ 222/12-11-2012), ορίζει ότι: "α) Αν συνεχίζεται η απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά την λήξη της διάρκειας της αρχικής τοποθέτησης και των τυχόν νόμιμων ανανεώσεών της, ακόμα και με νέα τοποθέτηση, χωρίς να μεσολαβεί διάστημα είκοσι τριών (23) ημερολογιακών ημερών, θεωρείται ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του μισθωτού και του έμμεσου εργοδότη”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2 εδ. β' του Ν. 4052/2012, ως "προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου”. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι στην προσωρινή απασχόληση δημιουργείται μία "τριγωνική σχέση" μεταξύ της Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.), την οποία ο νόμος χαρακτηρίζει ως "άμεσο εργοδότη”, του εργαζομένου και του τρίτου, στον οποίο παραχωρείται ο εργαζόμενος, ο οποίος αποκαλείται "έμμεσος εργοδότης”, αφού αυτός ασκεί, κατά τη διάρκεια της παραχώρησης, το μεγαλύτερο μέρος των εργοδοτικών εξουσιών, που αποτελούν περιεχόμενο του διευθυντικού δικαιώματος. Εξάλλου, τόσο από την Οδηγία 2008/104 όσο και από τον Ν. 4052/2012 (άρθρα 115, 123 παρ. 2) προκύπτει ότι η παραχώρηση στο έμμεσο εργοδότη δεν επιτρέπεται να γίνεται επ' αόριστον, αλλά μόνο "προσωρινά”, δηλαδή για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Με τον περιορισμό αυτόν επιδιώκεται να αποτραπεί το κοινωνικοπολιτικά ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να καλύπτονται μόνιμες θέσεις εργασίας, με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης. Πρόκειται για περιορισμό που θέτει φραγμό σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταστρατήγησης της εργατικής νομοθεσίας, που είναι η απαλλαγή από βασικές εργοδοτικές ευθύνες του άμεσα ωφελούμενου από την εργασία. Στο μέτρο που περιορίζεται η διάρκεια της παραχώρησης, αντιστοίχως μειώνεται ο κίνδυνος ανταγωνισμού της προσωρινής προς την τακτική απασχόληση και υποκατάστασης της δεύτερης από την πρώτη. Εξάλλου, στο άρθρο 124 του Ν. 4052/2012 "Κατοχύρωση Εργασιακών Δικαιωμάτων των Προσωρινά Απασχολούμενων”, προβλέπονται τα εξής: "1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της Ε.Π.Α.?(άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του. Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στον εκάστοτε νομοθετικώς καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας. Εάν, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής, δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και των συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη. (Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ. 4 περ. 4 του Ν. 4254/14, ΦΕΚ?Α 85/7-4-2014). 2. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με τον άμεσο εργοδότη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, 3. Με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της Ε.Π.Α. και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζομένου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει, επίσης, να επισημαίνει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους, που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Η Ε.Π.Α. υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στους μισθωτούς. (Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ. 4 περ. 5 του Ν. 4254/14, ΦΕΚ?Α’ 85/07-04-2014). 4. α) Η ΕΠΑ και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού με σύμβαση ή σχέση εργασίας, για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του και για την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Η?ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον με τη σύμβαση προβλέπεται ότι υπόχρεος για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο άμεσος εργοδότης και τα μισθολογικά και τα ασφαλιστικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου μισθωτού μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των κατά το άρθρο 126 εγγυητικών επιστολών (επικουρική ευθύνη έμμεσου εργοδότη), β) Οι αποδοχές του προσωρινά απασχολούμενου καταβάλλονται σε τραπεζικό λογαριασμό που αυτός έχει υποδείξει ...”. Τέλος, επισημαίνεται ότι για την άσκηση της δραστηριότητας της προσωρινής απασχόλησης, ο Ν. 4052/2012 δεν απαιτεί, όπως ο προηγούμενος νόμος, έκδοση άδειας (άρθρο 21 παρ. 2 ν. 2456/2001), αλλά αναγγελία έναρξης της σχετικής δραστηριότητας στη Διεύθυνση Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας, που συνοδεύεται από τα νόμιμα δικαιολογητικά, για την πιστοποίηση συνδρομής των προϋποθέσεων για τη σύσταση και τη λειτουργία της Ε.Π.Α. Η δραστηριότητα ασκείται ελεύθερα, μετά την παρέλευση τριμήνου από την αναγγελία, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης άσκησης της δραστηριότητας από την αρμόδια διοικητική αρχή (άρθρο 123 παρ. 2 του Ν. 4051/2012).
Περαιτέρω, η δυνατότητα αξιοποίησης από τις επιχειρήσεις εργατικού δυναμικού τρίτων επιχειρήσεων, χωρίς δηλαδή να αποκτούν, ως προς το προσωπικό αυτό, την εργοδοτική ιδιότητα, εκτός από τη σύμβαση παραχώρησης προσωπικού από επιχειρήσεις που ασκούν κατ' επάγγελμα δανεισμό, δηλαδή από τις Ε.Π.Α, μπορούν να εξασφαλίσουν και άλλοι συμβατικοί τύποι, στο πλαίσιο των οποίων ο εργαζόμενος με την παροχή της εργασίας εκπληρώνει υποχρεώσεις του εργοδότη του, που ο τελευταίος έχει αναλάβει έναντι τρίτων. Παράλληλα, με την ανάπτυξη του θεσμού της προσωρινής απασχόλησης και άλλων ελαστικών μορφών απασχόλησης, μεγάλη ανάπτυξη στη σύγχρονη οικονομική ζωή γνωρίζει και η ανάθεση, βάσει συμβάσεων έργου ή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, σε τρίτους συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και λειτουργιών της επιχείρησης, οι οποίες προηγουμένως εκτελούνταν από τμήματα ή μονάδες, στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης και με το δικό της προσωπικό. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό με τον όρο outsourcing, ο οποίος στην ελληνική γλώσσα αποδίδεται με τους περιφραστικούς όρους "εξωτερική ανάθεση εργασιών" ή "εξωτερίκευση υπηρεσιών" και υποδηλώνει ακριβώς την "έξοδο" από την επιχείρηση ορισμένης λειτουργίας της (δραστηριότητας) ή ενός συνόλου λειτουργιών, που παραδοσιακά εκτελούνται στο εσωτερικό της, με την ανάθεση της διαρκούς εκτέλεσής της σε έναν τρίτο. Η έξοδος αυτή, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι λειτουργική, αφού το "έργο" που αναλαμβάνεται, εκτελείται εντός των εγκαταστάσεων του κυρίου του έργου. Η πρακτική μάλιστα των τελευταίων ετών δείχνει ότι η προσφυγή στις "εξωτερικές πηγές" δεν περιορίζεται, όπως παλαιότερα, στην εξαγωγή δραστηριοτήτων ή λειτουργιών περιφερειακού ή δευτερεύοντος χαρακτήρα, όπως είναι η καθαριότητα, η φύλαξη, η συντήρηση του εξοπλισμού κ.α.. Έτσι, ολοένα και περισσότερο δραστηριότητες και λειτουργίες που αποτελούν μέρος των κύριων εργασιών της επιχείρησης, ανατίθενται σε τρίτες επιχειρήσεις, οι οποίες τις εκτελούν εντός των εγκαταστάσεων της αναθέτουσας επιχείρησης, με δική τους ευθύνη και με το δικό τους προσωπικό (in house outsourcing). Η σύμβαση έργου, με τη μορφή outsourcing αποτελεί σαφώς διακριτή μορφή σύμβασης, σε σχέση με τη σύμβαση προσωρινής απασχόλησης. Βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης outsourcing, που αποτελεί μία ειδικότερη μορφή "σύμβασης έργου”, είναι ότι οι εργαζόμενοι είναι κανονικοί μισθωτοί της εργολήπτριας επιχείρησης, γιατί αυτή τους προσλαμβάνει, για την υλοποίηση νόμιμα αναγνωρισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που είναι, όπως προαναφέρθηκε, η ανάληψη υλοποίησης εσωτερικών δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, όχι μόνο δευτερευουσών, αλλά και κυρίων. Για τον λόγο αυτό συνδέονται, συνήθως με την εργολήπτρια επιχείρηση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η ειδική ως άνω σύμβαση έργου, με την μορφή outsourcing, δεν είναι ρυθμισμένη ούτε από το ελληνικό δίκαιο, ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προέβη στη ρύθμιση μόνο της σύμβασης παραχώρησης προσωπικού με την Οδηγία 2008/104, αποτελεί, δε, διαφορετική μορφή σε σχέση με τη σύμβαση προσωρινής παραχώρησης προσωπικού, που ρυθμίζεται από τον Ν. 4052/2012. Από όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, συνάγεται ότι υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ της παροχής εργασίας, μέσω σύμβασης έργου και παροχής εργασίας, μέσω σύμβασης προσωρινής απασχόλησης και συγκεκριμένα στην μεν ανάθεση έργου, το προσωπικό που εκτελεί το έργο είναι εργαζόμενοι του εργολάβου, οι οποίοι είναι ενταγμένοι στην επιχείρηση του εργολάβου και υπόκεινται στην άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος, ακόμα και στην περίπτωση που παρέχουν την εργασία τους εντός των εγκαταστάσεων του κυρίου του έργου. Αντίθετα, στη σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, η Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) παραχωρεί (δανείζει) προσωρινά ήτοι για περιορισμένο χρονικό διάστημα, προσωπικό στον έμμεσο εργοδότη, το οποίο εντάσσεται στην επιχείρησή του, ο οποίος ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα και φέρει την αποκλειστική ευθύνη και τον κίνδυνο για την αξιοποίηση της εργασίας τους (σχετ. Α.Π. 674/2012, Α.Π. 436/2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1, εδαφ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού (Ολ. Α.Π. 5/2021, Ολ. Α.Π. 1/2016, Ολ. Α.Π. 2/2013, Ολ. Α.Π. 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση, κ.λπ.., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. Α.Π. 27/1998), καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (Α.Π. 19/2020, Α.Π. 381/2019, Α.Π. 319/2017, Α.Π. 130/2016, Α.Π. 1420/2013).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) - (Ολ. Α.Π. 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας, έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. Α.Π. 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Α.Π. 109/2020, Α.Π. 269/2020, Α.Π. 1388/2019, Α.Π. 1266/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη - καθής οι πρόσθετοι λόγοι - αναιρεσείουσα Μ. Γ.. Γ., στην από 09-08-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../10-08-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εξέθεσε ότι στις 12-04-2010 προσελήφθη από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία, κατόπιν διαδοχικών ανανεώσεων, μετατράπηκε από 13-12-2010 σε αορίστου χρόνου, έναντι μηνιαίων τακτικών αποδοχών, που κατέβαλε η ως άνω ανώνυμη εταιρεία. Ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα - ασκούσα πρόσθετους λόγους - αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... ”, συνήψε με την άνω ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, μία τιτλοφορούμενη "σύμβαση έργου”, δυνάμει της οποίας η τελευταία (εργολήπτρια επιχείρηση) ανέλαβε το έργο της εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών σε τομείς της εναγομένης (εργοδότριας επιχείρησης), υπό τη μορφή εξειδικευμένων υπηρεσιών outsourcing, στο κύριο αντικείμενο της τελευταίας (ασφαλιστικός τομέας). Ότι η εκτέλεση του ως άνω έργου θα πραγματοποιείτο εντός των εγκαταστάσεων της εναγομένης εργοδότριας επιχείρησης, όπου στεγάζονταν οι επιμέρους Διευθύνσεις της, με τη συνδρομή "Ομάδων έργου”, που απαρτίζονταν από το προσωπικό της ως άνω εργολήπτριας επιχείρησης. Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέθετε ότι, δυνάμει της σύμβασης εργασίας της και σε εκτέλεση της πιο πάνω εργολαβικής συμφωνίας, που συνέδεε τις επιχειρήσεις αυτές προσέφερε τις υπηρεσίες της αποκλειστικά στην εναγομένη και στις εγκαταστάσεις αυτής, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της και εκτελώντας εργασίες, που ουδόλως διέφεραν από εκείνες που εκτελούσε το τακτικό προσωπικό της, από την πρόσληψή της μέχρι και τις 05-12-2014, οπότε η εναγομένη έπαυσε οριστικά να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, καταγγέλοντας την μεταξύ τους υφισταμένη σύμβαση εργασίας. Ότι καθόλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της στην εναγομένη εργάστηκε στα ειδικότερα τμήματα του Τομέα Κεντροποιημένων Ζημιών Αυτοκινήτων, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί οκτάωρο ημερησίως. Ότι κατά την παροχή της εργασίας της, η εναγομένη, μέσω των προϊσταμένων της, που ανήκαν στο τακτικό προσωπικό της, ασκούσε αποκλειστικά αυτή το διευθυντικό δικαίωμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η πραγματική και μόνη εργοδότριά της, δεσμευόμενη από την άνω σύμβαση εργασίας ήταν η εναγομένη, η οποία, καθόλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της, ωφελείτο από την παροχή των, υπό συνθήκες πραγματικής και νομικής εξάρτησης, παρεχομένων υπηρεσιών της, οι οποίες αφορούσαν στην πραγματοποίηση εξειδικευμένων εργασιών, που ενέπιπταν στο μόνιμο επιχειρηματικό αντικείμενό της και ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία των εκάστοτε Διευθύνσεων αυτής (γραμματειακή και μηχανογραφική επιχείρηση, διαχείριση χαρτοφυλακίων, λογαριασμών και κάθε φύσεως οικονομικών δεδομένων, εξυπηρέτηση πελατών, εξυπηρέτηση συνεργατών, συνεννόηση με τράπεζες και λοιπές επιχειρήσεις). Ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, που είχε συνάψει με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, πάσχουν, λόγω εικονικότητας, ως προς το πρόσωπο της τελευταίας άμεσης εργοδότριάς της, με αποτέλεσμα να είναι άκυρες, ενώ έγκυρη είναι η καλυπτόμενη από αυτήν και λειτουργήσασα από τις 12-04-2010 έως και τις 05-12-2014 ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με υποκρυπτόμενη και πραγματική εργοδότριά της την εναγομένη. Ότι, επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η ως άνω αγωγική βάση, θεμελιούμενη στην εικονικότητα της συναφθείσας μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της άμεσης εργοδότριάς της σύμβασης εργασίας, η ενάγουσα εξέθετε ότι τόσο η εναγομένη, όσο και η άμεση εργοδότριά της, η οποία δεν συνιστά εταιρεία προσωρινής απασχόλησης (Ε.Π.Α.), κατά την έννοια του Ν. 4052/2012, καταχρώμενες τη συμβατική τους ελευθερία, επέλεξαν σκοπίμως την ως άνω εκτεθείσα σύμβαση έργου (outsourcing), προς καταστρατήγηση των προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων του ως άνω νόμου, και δη εκείνων που ορίζουν ότι ο διατεθείς από Ε.Π.Α. και εργαζόμενος σε άλλη εταιρεία, για συνεχές χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα έξι (36) μηνών, περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω, θεωρείται ως εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της τελευταίας ως άνω εταιρείας και όχι της Ε.Π.Α?. Ότι, εξαιτίας της πιο πάνω καταστρατηγικής πρακτικής και συμπεριφοράς τόσο της εναγομένης, η οποία δεν ενέταξε αυτήν στο τακτικό προσωπικό της, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζει επ' αυτής τις ισχύουσες επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, όσο και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, η οποία δεν εφάρμοζε επ' αυτής τους χρονικούς περιορισμούς που προβλέπονται από τον άνω αναφερόμενο νόμο περί προσωρινής απασχόλησης των κατ' επάγγελμα εργαζομένων σε τρίτους - πελάτες της, πρέπει η μεταξύ τους συμφωνία να θεωρηθεί ως παρά το νόμο καταρτισθείσα σύμβαση κατ' επάγγελμα δανεισμού εργαζομένων, με περαιτέρω συνέπεια να θεωρείται ότι η σύμβαση εργασίας της, κατ' εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης ισχύει ως τέτοια αορίστου χρόνου μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της εναγομένης. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη κυρίως την έγκυρη σύμβαση εργασίας της με την εναγομένη και, επικουρικά, για την περίπτωση που αυτή ήθελε κριθεί ως άκυρη ως τέτοια, αλλά λειτουργήσασα ως απλή εργασιακή σχέση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, του πλουτισμού συνισταμένου στα ποσά που αυτή (εναγομένη) θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο των αυτών προσόντων απασχοληθέντα με έγκυρη σύμβαση εργασίας, ζήτησε, κυρίως, να αναγνωριστεί ότι από την πρόσληψή της, στις 12-04-2010, μέχρι και την απόλυσή της, στις 05-12-2014, συνδεόταν με την εναγομένη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και, επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η περί εικονικότητας κύρια βάση της αγωγής της, να αναγνωριστεί ότι η συναφθείσα σύμβαση εργασίας της με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, έχει μετατραπεί από 12-04-2013, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη, λόγω υπέρβασης των ανωτάτων τιθεμένων χρονικών ορίων παραχώρησης, που προβλέπει το άρθρο 117 του Ν. 4052/2012. Ζήτησε, επίσης, να αναγνωριστεί η ακυρότητα, ως εκ της μη καταβολής αποζημίωσης και της μη τήρησης του έγγραφου τύπου, της από 05-12-2014 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η οποία τυγχάνει σιωπηρώς γενομένη εκ μέρους της εναγομένης και, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών και των καταβλητέων αποδοχών της, το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.951,93), όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή και αντιστοιχούν στο από 01-01-2011 έως 05-12-2014 χρονικό διάστημα, με το νόμιμο τόκο αφότου έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα από την επίδοσή της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφλησή του. Επί της υπόθεσης αυτής, η οποία συζητήθηκε, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 1 και 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 391/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή, κατ' αμφότερες τις ως άνω βάσεις της, κύρια (περί ακυρότητας της επίδικης σύμβασης εργασίας λόγω εικονικότητας, ως προς το πρόσωπο του εργοδότη) και επικουρική (περί μετατροπής της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη λόγω υπέρβασης των ανωτάτων τιθεμένων χρονικών ορίων παραχώρησης, που προβλέπει το άρθρο 117 του Ν. 4052/2012), ως μη νόμιμη. Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, μόνο κατά την επικουρική βάση της αγωγής, κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα, μετά την άσκηση της από 06-06-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../.../07-06-2018 έφεσης της ενάγουσας - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας να γίνει δεκτή αυτή και να εξαφανιστεί η εκκληθείσα απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό 43/2020 τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία συνεκδίκασε την έφεση και τις από 12-02-2019, 06-03-2019 και 05-03-2019 πρόσθετες υπέρ της εκκαλούσας παρεμβάσεις, που άσκησαν η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.), η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.) και το επιχειρησιακό σωματείο με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α.”, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, ήταν ορισμένη, κατ' άρθρο 216 του ΚΠολΔ και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του ν. 4052/2012, καθώς και αυτές των άρθρων 174, 180, 648, 649, 655, 341, 346 του Α.Κ. και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 και κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, δέχθηκε αυτήν τυπικά και κατ' ουσίαν, εξαφάνισε, την αντιθέτως αποφανθείσα οριστική απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου και, αφού κράτησε την υπόθεση, κατ' άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και τις πρόσθετες υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσεις, ενώ απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης, αναγνωρίζοντας ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, μετατράπηκε από 12-04-2013 σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη εταιρία και υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.951,93), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, μετά από την εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ως προς την ουσία της ένδικης υπόθεσης, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα [αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη - καθής οι πρόσθετοι λόγοι] προσελήφθη στις 12-4-2010 από την εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία, κατόπιν διαδοχικών ανανεώσεων, μετετράπη από 13-12-2010 σε αορίστου χρόνου, η ως άνω δε (άμεση) εργοδότριά της, αμέσως μετά την πρόσληψή της τη διέθεσε (τη δάνεισε) στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία [αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη - ασκούσα πρόσθετους λόγους], στην οποία, αποκλειστικά η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της, μέχρι την από 5-12-2014 απόλυσή της από αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρία με την επωνυμία “... Α.Ε.”, λειτούργησε εν τοις πράγμασι ως Εταιρία Προσωρινής Απασχόλησης (Ν. 4254/2014), καθόσον προσέλαβε την ενάγουσα και άλλους εργαζόμενους, για να τους διαθέσει στη συνέχεια, επ' αμοιβή, στην εναγομένη - έμμεση εργοδότριά - εταιρία, υπό τη διεύθυνση και επίβλεψη των αρμοδίων υπαλλήλων της οποίας εργάζονταν, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, από κοινού με το ήδη υπάρχον προσωπικό της. Πράγματι, η δεύτερη εφεσίβλητη - προσθέτως παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, υπέρ της εναγομένης - προέβη στην από 12-4-2010 πρόσληψη της ενάγουσας, με σκοπό να τη δανείσει περαιτέρω, προς εργασία, στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την οποίαν είχε συνάψει "σύμβαση έργου”, ούτως ώστε εντός των εγκαταστάσεών της και σε διάφορους τομείς αυτής (Γενικών Κλάδων, Κλάδων Ζωής, Γενικού Αρχείου/Διεκπεραίωσης, Πληροφορικής, Καταστημάτων, κ.α.) να εργαστούν "Ομάδες Έργου”, αποτελούμενες από εξειδικευμένο προσωπικό της παραπάνω - άμεσης - εργοδότριας και φερομένης ως "εργολήπτριας" εταιρίας. Είναι, ωστόσο, σαφές, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, πως δεν επρόκειτο για έργο, αλλά για δανεισμό εργαζομένων οι οποίοι, αφού προσελήφθησαν, με συμβάσεις ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, από την εταιρία “... Α.Ε.”, τοποθετήθηκαν, κατόπιν, στην εναγομένη - έμμεση εργοδότρια Ν. 4254/2014 - εταιρία, για να απασχοληθούν προσωρινά σε αυτήν, υποκείμενοι στο διευθυντικό δικαίωμά της, με αντίστοιχα καθήκοντα και τις ίδιες ακριβώς συνθήκες εργασίας με το τακτικό προσωπικό της, από το οποίο ουδείς λόγος διαφοροποίησής τους συνέτρεχε και έπρεπε, κατά τις διατάξεις του Ν. 4254/2014, περί εργασίας, μέσω επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης - όπως ήταν, εν τοις πράγμασι, η άνω άμεση εργοδότριά τους - να εφαρμόζονται και σε αυτούς, τους " δανεικούς " εργαζομένους - όπως η ενάγουσα - οι εφαρμοζόμενοι στους συναδέλφους τους, μονίμους υπαλλήλους, βασικοί όροι εργασίας, μεταξύ των οποίων οι αποδοχές. Παρά ταύτα, η ενάγουσα, κατά τον χρόνο τοποθέτησής της στην εναγομένη, δεν ελάμβανε τις αποδοχές που καταβάλλονταν στους υπόλοιπους μισθωτούς, κατά τις ισχύουσες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αλλά αυτές που είχε συμφωνήσει με την εταιρία “... Α.Ε." και άρα πρέπει η εναγομένη, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 5-12-2014, να υποχρεωθεί να της καταβάλει διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, συνολικού ποσού 8.951,93 ευρώ, ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την παραπάνω άμεση εργοδότρια, έναντι της ενάγουσας, για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων της, κατ' άρθρο 124 παρ. 4 α) Ν. 4254/2014”. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, το Εφετείο δέχτηκε στη συνέχεια, ότι συντρέχουν κατ' ουσίαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 εδαφ. α' του Ν. 4254/2012, ότι δηλαδή η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" (άμεση εργοδότρια) μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " (έμμεση εργοδότρια), από 12-04-2013, οπότε συμπληρώθηκαν τριάντα έξι (36) μήνες από την αρχική τοποθέτησή της στην επιχείρηση της εναγομένης. Με την κρίση του αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, το Δικαστήριο της ουσίας, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμός 1 εδαφ. α' και 19 του ΚΠολΔ, παραβιάζοντας με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 113 επ., 117 παρ. 3 και 124 παρ. 1 και 4 του Ν. 4052/2012 174, 180, 648, 649 και 655 του ΚΠολΔ, ευθέως και εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα στέρησε την απόφασή του αυτήν από την αναγκαία νόμιμη βάση, αφού διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του αντιφατικές και ασαφείς (ανεπαρκείς) αιτιολογίες, αναφορικά με τα ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζητήματα του χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης και της ιδιότητας της εναγομένης, ως ουσιαστικής εργοδότριας της ενάγουσας, προς την οποία αυτή παρείχε την εργασία της, οι οποίες καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Πλέον συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι η ενάγουσα προσλήφθηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" στις 12-04-2010 και εκείνη στη συνέχεια την "δάνεισε" (διέθεσε) στην εναγομένη εταιρεία, στην οποία και προσέφερε αποκλειστικά τις υπηρεσίες της, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των καθηκόντων της, χωρίς δηλαδή να αναφέρει ποίες συγκεκριμένες υπηρεσίες προσέφερε, ποία ήταν τα καθήκοντα που ασκούσε και εάν το αντικείμενο της εργασίας της περιλαμβανόταν στο αντικείμενο του έργου, που είχε αναλάβει η εν λόγω άμεση εργοδότρια έναντι της εναγομένης. Περαιτέρω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι τόσο η ενάγουσα όσο και άλλοι εργαζόμενοι είχαν διατεθεί από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" στην εναγομένη και εργάζονταν υπό την διεύθυνση και επίβλεψη των υπαλλήλων της τελευταίας, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, από κοινού με το ήδη υπάρχον προσωπικό της. Ωστόσο, πέραν του ότι τα δύο τελευταία κριτήρια (δηλαδή αυτό της κάλυψης παγίων και διαρκών αναγκών και της απασχόλησης στο ίδιο αντικείμενο με υπαλλήλους της εναγομένης) αποτελούν στοιχεία, τα οποία είναι εγγενή στη σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών (outsourcing) και όχι στην σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, η οποία κατά κανόνα αποσκοπεί στην κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών του έμμεσου εργοδότη, δεν γίνεται λόγος σε τι συνίστατο η "διεύθυνση και επίβλεψη”, που είχαν αναλάβει οι υπάλληλοι της εναγομένης. Επίσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναφέρει ότι η ενάγουσα υπαγόταν στο διευθυντικό δικαίωμα της εναγομένης, χωρίς να εξειδικεύει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, εκ μέρους των εκπροσώπων της εναγομένης και ειδικότερα περιστατικά, τα οποία να συνιστούν λειτουργίες παροχής εντολών και οδηγιών ή άσκησης ελέγχου, ως προς την εκτέλεση αυτών, στοιχείο αναγκαίο για την κρίση του Δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των άνω διατάξεων που εφαρμόστηκαν ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή τους, καθώς η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος διακρίνει την παροχή υπηρεσιών με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπως ισχυριζόταν η ενάγουσα και την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο εκτέλεσης σύμβασης έργου, όπως υποστήριζε η εναγομένη. Ούτε, εξάλλου, αναφέρει ποία η έκταση της εποπτείας και του ελέγχου που ασκούσε η εναγομένη, στο πλαίσιο του διευθυντικού της δικαιώματος, κατά την εκτέλεση του έργου στην επιχείρησή της και ποιος είχε την κύρια και τελική ευθύνη της παρεχόμενης εργασίας από την ενάγουσα, ζήτημα το οποίο ουδόλως ερεύνησε το δικαστήριο της ουσίας. Ακόμα, αν και κάνει λόγο για δανεισμό της ενάγουσας από την άμεση εργοδότριά της, προκειμένου να απασχοληθεί στην εναγομένη "προσωρινά”, όλως αντιφατικά, δέχθηκε ότι αυτή κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της και ότι τόσο η ενάγουσα, όσο και άλλοι υπάλληλοι της άμεσης εργοδότριάς της, απασχολούνταν στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, μέσω "Ομάδων”, για την εκτέλεση του έργου, που εκείνη είχε αναλάβει, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης, χωρίς να διαλάβει στο σκεπτικό ποια από τις ως άνω εταιρείες είχε την ευθύνη της κατανομής των εργαζομένων σε "Ομάδες Έργου" και χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των "αντιστοίχων καθηκόντων και των ιδίων συνθηκών εργασίας" της ενάγουσας με το τακτικό προσωπικό της. Επίσης, δέχεται ότι η άμεση εργοδότρια της ενάγουσας λειτουργούσε ως εταιρεία προσωρινής απασχόλησης "εν τοις πράγμασι”, χωρίς να εξειδικεύει, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, σε τι συνίσταται η "εν τοις πράγμασι" λειτουργία αυτής, χωρίς δηλαδή να αναφέρει τον εταιρικό σκοπό αυτής, ούτε το αντικείμενο της δραστηριότητάς της. Μάλιστα, η ασάφεια αυτή ενισχύεται και από το ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο χρησιμοποιεί εκφράσεις, όπως "σύμβαση έργου”, "Ομάδες Έργου”, "εργολήπτρια εταιρεία”, "δανεικοί εργαζόμενοι”, χωρίς να αναφέρει αν οι συμβάσεις έργου, που φέρεται ότι συνήψαν οι ως άνω εταιρείες ήταν εικονικές ή όχι, ούτε ως προς το εάν η εικονικότητα αυτή αφορούσε το πρόσωπο συμβαλλομένου ή τη μορφή σύμβασης ή το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Έτσι, όμως, οι προεκτεθείσες παραδοχές της απόφασης δεν στηρίζουν με επάρκεια το αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, παραβιάζοντας, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 122 επ., 117 παρ. 3 και 4 του Ν. 4052/2012. Ειδικότερα, τα παραπάνω στοιχεία ήταν κρίσιμα, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και η νομική τους αξιολόγηση και να διαγνωστεί αν η σύμβαση που συνήψε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" με την εναγομένη ήταν (σχετικά) εικονική, υποκρύπτουσα σύμβαση προσωρινής απασχόλησης προσωπικού, κατ' εφαρμογή των προβλέψεων του Ν. 4052/2012, καθώς, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται, η ως άνω εταιρεία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στα άρθρα 122 επ. του ως άνω νόμου ώστε να επέλθουν οι έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα εκείνες του άρθρου 117 παρ. 3 και 4 σχετικά με την μετατροπή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με την Ε.Π.Α., σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη, σε περίπτωση υπέρβασης της χρονικής διάρκειας των τριάντα έξι (36) μηνών, κυρίως όμως να κριθεί αν οι διατάξεις του Ν. 4052/2012 τυγχάνουν ευθείας ή αναλογικής εφαρμογής, λαμβανομένου υπόψη ότι προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης, με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις (πρβλ. Ολ. Α.Π. 7/2017), στην προκειμένη δε περίπτωση υφίσταται ρητή ρύθμιση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων ή εάν, αντίθετα επρόκειτο περί σύμβασης έργου, με την μορφή in house outsourcing, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα.
Επομένως, οι, ενιαίως κρινόμενοι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 εδαφ. α' και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ήτοι ότι το δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, παράλληλα, δε, ότι η απόφαση αυτή στερείται νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών, αλλά και οι συναφείς πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή των προαναφερομένων αναιρετικών λόγων ως βασίμων, η αναιρετική εμβέλεια των οποίων εκτείνεται στο σύνολο της προσβαλλομένης απόφασης και καθιστά, ως εκ τούτου, αλυσιτελή την εξέταση των τετάρτου και πέμπου των λόγων αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις από τον αριθμό 11 εδαφ. γ' και β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, καθώς και η πρόσθετη, υπέρ της αναιρεσείουσας, παρέμβαση, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και, στη συνέχεια, να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών), που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο Δικαστή από αυτόν που δίκασε προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 12 παρ. 4 του ν. 4045/2012 και 65 παρ. 1 του ν. 4139/2013 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε από την 01/01/2016, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015). Τέλος, πρέπει καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας - ασκούσας προσθέτους λόγους αναίρεσης, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, όσο και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία παρέστη μεν, αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταδίκης των υπέρ της αναιρεσίβλητης προσθέτως παρεμβασών συνδικαλιστικών οργανώσεων Γ.Σ.Ε.Ε. και Ο.Α.Σ.Α. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, αφού η τελευταία δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθ. 106 του Κ.Πολ.Δ.), ούτε άλλωστε υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα προς αντίκρουση των παρεμβάσεων.
Β. Επί της από 26-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../28-07-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου .../2021 αίτηση αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει, με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση, σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία, κατά νόμο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (Α.Π. 1163/2019, Α.Π. 845/2011, Α.Π. 279/2010). Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι και να αναφέρονται σε συγκεκριμένες νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες, που αποδίδονται από τον εκκαλούντα στην προσβαλλομένη με την έφεση οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα, δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (Α.Π. 1529/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον μόνο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την, εκ του αριθμού 1 εδαφ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο απέρριψε σιγή την κύρια βάση της ένδικης αγωγής της, με την οποία επικαλείτο ότι η συναφθείσα μεταξύ αυτής και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" ήταν εικονική, ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, με υποκρυπτόμενο και πραγματικό εργοδότη αυτής την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... ”, παραβιάζοντας έτσι τις διατάξεις των άρθρων 648, 651, 652 και 653 του Α.Κ. Οι αιτιάσεις αυτές δεν επιστηρίζουν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν, καθόσον στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι η κύρια βάση της αγωγής δεν είχε μεταβιβασθεί στο Εφετείο με λόγο έφεσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και παραδεκτώς επισκοπούμενα, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, διαδικαστικά έγραφα και ιδίως από την ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά παραπάνω αναφέρθηκε, την πρωτόδικη, αλλά και την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα στήριξε την αξίωσή της σε δύο βάσεις, κύρια και επικουρική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό 391/2018 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, κατ' αμφότερες τις βάσεις αυτής. Το Εφετείο, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, μετά από έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τυπικά την έφεση και, κατά παραδοχή, ως βάσιμου κατ' ουσίαν, του πρώτου λόγου αυτής, εξαφάνισε την εκκληθείσα οριστική απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου και, στη συνέχεια, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, αναγνωρίζοντας, ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" μετατράπηκε από 12-04-2013, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη εταιρεία. Όπως προκύπτει από το εφετήριο δικόγραφο, η ενάγουσα και τότε εκκαλούσα παραπονέθηκε με λόγους έφεσης, μόνο για την απόρριψη ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής, επικαλούμενη ειδικότερα με τον πρώτο λόγο αυτής ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 113 επ. του Ν. 4052/2012 (βλ. σελ. 4 έως 12 του εφετηρίου), με τον δεύτερο λόγο αυτής ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., σε σχέση με την επιλογή της εναγομένης να προβεί στη σύναψη σύμβασης έργου με την ως άνω ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" (βλ. σελ. 12 έως 13 του εφετηρίου) και με τον τρίτο λόγο ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τον περί εικονικότητας ισχυρισμό της, ως προς την μορφή και το αντικείμενο της μεταξύ της εναγομένης και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" συναφθείσας σύμβασης ως σύμβασης παραχώρησης προσωπικού και όχι ως σύμβαση έργου (βλ. σελ. 13 έως 15 του εφετηρίου). Αντιθέτως, δεν παραπονέθηκε με λόγο έφεσης για την απόρριψη της αγωγής, κατά την κύρια αυτής βάση, περί ακυρότητας της επίδικης σύμβασης εργασίας, λόγω (σχετικής) εικονικότητας, ως προς το πρόσωπο του εργοδότη. Η μόνη αναφορά στο δικόγραφο της έφεσης για την απόρριψη αμφότερων των βάσεων της ένδικης αγωγής, έλαβε χώρα διηγηματικά στο επιγραφόμενο από αυτήν και υπό στοιχείο
ΙΙ "Σύντομο Ιστορικό της ένδικης διαφοράς - Γενικός Λόγος Εφέσεως”, όπου, επί λέξει αναφέρει ότι: " ... ασκώ την παρούσα έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, επειδή αυτή δεν δέχθηκε και δη στο σύνολό της, ως έπρεπε, την ως άνω αγωγή μου, από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κακή εφαρμογή του νόμου (γενικός λόγος εφέσεως), όσο και για τους παρακάτω εκτιθέμενους κατ' ιδίαν λόγους εφέσεως ... “, χωρίς, ωστόσο, να διαλαμβάνεται στο εφετήριο δικόγραφο λόγος έφεσης, που να περιέχει παράπονο, για την απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου της κύριας βάσης της ένδικης αγωγής. Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από το αίτημα της έφεσης: "όπως κριθεί δεκτή και εξ ολοκλήρου η από 9-8-2016 αγωγή μου”, αφού το αίτημα αυτό δεν στηρίζεται και σε λόγο έφεσης, που να αναφέρεται στο κεφάλαιο της εικονικότητας της επίδικης σύμβασης εργασίας, ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, το οποίο, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, είχε απορρίψει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως μη νόμιμο. Επομένως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του εξέτασε την επικουρική βάση της αγωγής, ως προς την οποία και μόνο μεταβιβάστηκε η υπόθεση, με λόγους έφεσης. Κατά συνέπεια, εφόσον η ασκηθείσα έφεση δεν περιείχε σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης, ως προς την απορριφθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως μη νόμιμη, κύρια βάση της αγωγής, αλλά η εκκαλούσα έπληττε την ως άνω απόφαση μόνο κατά την απορριφθείσα, ομοίως ως μη νόμιμη, επικουρική βάση της αγωγής, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κρίνεται απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, έστω και αν η αναιρεσίβλητη απαραδέκτως προτείνει την σχετική ένσταση, εφόσον οι σχετικές προτάσεις αυτής για την κρινόμενη υπόθεση, στις οποίες περιέχεται η εν λόγω ένσταση, κατατέθηκαν στις 26-11-2021, ήτοι δύο (2) ημέρες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. σχετική σημείωση της αρμόδιας γραμματέα), παρά την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 570 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 20ήμερη προθεσμία (ΑΠ. 48/2019). Αλλά, ούτε και ως λόγος από τον αριθμό 8 εδαφ. β'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, στην προκειμένη περίπτωση, ότι δεν έλαβε υπόψη την κύρια βάση της ένδικης αγωγής, που συνιστά "πράγμα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (Α.Π. 711/2021, Α.Π. 742/2013, Α.Π. 1765/2005), μπορεί να εκτιμηθεί ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, αφού δια της επικαλούμενης στον λόγο αυτό "σιγή απορρίψεως" της κύριας βάσης της αγωγής, το Εφετείο έλαβε υπόψη του αυτήν και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η προαναφερομένη αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι υπέρ της αναιρεσείουσας πρόσθετες παρεμβάσεις να απορριφθούν και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 182, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης, ενώ ζήτημα επιβολής δικαστικής δαπάνης υπέρ της δεύτερης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”, υπό την προαναφερομένη ιδιότητά της, δεν τίθεται, διότι δεν κατέθεσε προτάσεις και, ως εκ τούτου, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα καταδίκης της αναιρεσείουσας στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Τέλος, δεν υποβλήθηκε αίτημα καταδίκης των υπέρ της αναιρεσείουσας προσθέτως παρεμβασών συνδικαλιστικών οργανώσεων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης αναιρεσίβλητης (άρθρο 106 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 11-03-2020 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " και τους από 10-03-2020 πρόσθετους λόγους, με την από 08-09-2021 πρόσθετη υπέρ της αναιρεσείουσας παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και την από 26-07-2020 αντίθετη αίτηση αναίρεσης της Μ. Γ. του Γ., με την από 13-10-2021 πρόσθετη, υπέρ της αναιρεσείουσας, παρέμβαση της Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.) και την από 22-10-2021 πρόσθετη, υπέρ της αναιρεσείουσας, παρέμβαση της Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.) κατά της με αριθμό 43/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Δέχεται την από 11-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../11-03-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου .../2020 αίτηση αναίρεσης και τους από 10-03-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../10-02-2021 πρόσθετους λόγους της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ... " κατά της με αριθμό 43/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Δέχεται την, με το από 08-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../08-09-2021 δικόγραφο, ασκηθείσα πρόσθετη, υπέρ της αναιρεσείουσας, παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ”.
Αναιρεί την ως άνω με αριθμό 43/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Επιβάλλει εις βάρος της αναιρεσίβλητης, τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας - ασκούσας πρόσθετους λόγους και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, το ύψος της οποίας ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700,00) ευρώ και χίλια πεντακόσια (1.500,00) ευρώ, αντίστοιχα.
Απορρίπτει την από 26-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου .../.../28-07-2020 και του παρόντος Δικαστηρίου .../2021 αίτηση αναίρεσης της Μ. Γ. του Γ. κατά της ίδιας με αριθμό 43/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει τις, με τα από 13-10-2021και 22-10-2021 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης .../18-10-2021 και .../22-10-2021 αντίστοιχα δικόγραφα, ασκηθείσες πρόσθετες, υπέρ της αναιρεσείουσας, παρεμβάσεις της Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Γ.Σ.Ε.Ε.) και της Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Ο.Α.Σ.Ε.). Επιβάλει εις βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των (1.800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ