Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά δε την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή την παρέλευση του χρονικού σημείου, παύει αυτή να ισχύει αυτοδικαίως. Διαφορά σύμβασης προσωρινής απασχόλησης από σύμβαση έργου με τη μορφή outsourcing. Στη μεν σύμβαση outsourcing οι εργαζόμενοι είναι κανονικοί μισθωτοί της εργολήπτριας επιχείρησης, καθότι αυτή τους προσλαμβάνει για την υλοποίηση νόμιμα αναγνωρισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, επομένως είναι ενταγμένοι στην επιχείρηση αυτή και υπόκεινται
στην άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, ακόμα και στην περίπτωση που παρέχουν την εργασία τους εντός των εγκαταστάσεων του κυρίου του έργου. Στη δε σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, η Εταιρία Προσωρινής Απασχόλησης παραχωρεί-δανείζει προσωρινά, προσωπικό στον έμμεσο εργοδότη, το οποίο εντάσσεται στην επιχείρησή του και υπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα του τελευταίου (έμμεσου εργοδότη), ο οποίος φέρει την αποκλειστική ευθύνη και τον κίνδυνο για την αξιοποίηση της εργασίας τους. Πρόσθετη παρέμβαση συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες προσβαλλομένης. Έλλειψη εξειδίκευσης κρίσιμων για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης στοιχείων, όπως ο εταιρικός σκοπός
και το αντικείμενο της δραστηριότητας της άμεσης εργοδότριας εταιρίας, τα καθήκοντα και το αντικείμενο
εργασίας των «δανεικών εργαζόμενων».