ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ Ολ 355/2023 (Ν 3900/2010) Φορολογικές οφειλές νομικών προσώπων - Αλληλέγγυα ευθύνη διοικούντων - Διαχρονικό δίκαιο - Απόρριψη αίτησης απαλλαγής φυσικού προσώπου από την αλληλέγγυα ευθύνη - Διοικητική διαφορά ουσίας - Καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο

Αριθμός:
355
Έτος:
2023
Τμήμα Δικαστηρίου:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
02/03/2023
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, 204/2023, σελ. 527 - 527
ΔΕΕ, 4/2023, σελ. 551 - 555
ΘΠΔΔ, 6/2023, σελ. 656 - 662
Σχόλια/Παρατηρήσεις:
Αθηνά Μαυροειδή, Δικηγόρος, Ευαγγελία Παυλίδου, ΔΝ, Πρωτοδίκης ΔΔ
ECLI:
ECLI:EL:COS:2023:0302A355.22E274
Αρ. Λέξεων:
4934
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Η διαφορά που προκαλείται από την αμφισβήτηση της απορριπτικής απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της αιτήσεως περί απαλλαγής φυσικού προσώπου από την προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου (άρθρο 66 παρ. 29 Ν 4646/2019), συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, διοικητική διαφορά ουσίας, κατά την εκδίκαση της οποίας το δικαστήριο έχει την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης μετά από τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, αρμόδια δικαστήρια για την εξέταση της εν λόγω διαφοράς είναι τα διοικητικά δικαστήρια, κατ’ άρθρο 2 ΚΔΔ ενώπιον των οποίων άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής. Ενόψει του ότι το αντικείμενο της προσφυγής που παρέχεται στους διοικούντες νομικά πρόσωπα από την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεών της -κατά το στάδιο εισπράξεως και όχι βεβαιώσεως του φόρου- ευθύνης αυτών βάσει της νεότερης ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 34 του Ν 4646/2019, εφαρμοστέες, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, όσον αφορά στο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς δικαστήριο και το απαιτούμενο παράβολο, οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, ήτοι το άρθρο 218 του ΚΔΔ για το αρμόδιο δικαστήριο και το άρθρο 277 παρ. 2 περ. α΄ του αυτού Κώδικα αναφορικά με το παράβολο (αντίθ. μειοψ.)

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 355/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Μιχαήλ Πικραμένος, Γεώργιος Τσιμέκας, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Θεόδωρος Αραβάνης, Ταξιαρχία Κόμβου, Ελένη Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Αγγελική Μίντζια, Φραντζέσκα Γιαννακού, Κωνσταντία Λαζαράκη, Αικατερίνη Ρωξάνα, Κασσιανή Μαρίνου, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Μαρία Αθανασοπούλου, Γεωργία Ανδριοπούλου, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Ελένη Μουργιά, Σωτηρία-Ελπίδα Σταφυλά, Αντώνιος Φοβάκης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Αγγελική Μίντζια και Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, καθώς και ο Πάρεδρος Αντώνιος Φοβάκης, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την 450/2021 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, σχετικά με την από 3 Αυγούστου 2020 προσφυγή:
της ..., κατοίκου Χανίων (...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Δελλαπόρτα (Α.Μ. 32401), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Παναγιώτη Πανάγο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 10 Ιουνίου 2022 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την προσφυγή αυτή η προσφεύγουσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1318/26.6.2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Γεωργίας Ανδριοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της προσφεύγουσας, ο οποίος, τοποθετούμενος επί του προδικαστικού ερωτήματος, ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή, και τον αντιπρόσωπο της καθ’ ης Αρχής, ο οποίος διατύπωσε την άποψή του επί του ερωτήματος και των λόγων της προσφυγής και ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Θεοδώρου Αραβάνη και Ελένης Παπαδημητρίου, έλαβαν μέρος στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Αγγελική Μίντζια και Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, αναπληρωματικά, έως τότε, μέλη της συνθέσεως (βλ. πρακτικό διασκέψεως 155/13-10-2022 - ΣτΕ 1398/2022 Ολομ., 666/2021 Ολομ., 708/2020 Ολομ.).
2. Επειδή, με την 450/2021 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), προδικαστικό ερώτημα, που ανέκυψε στο πλαίσιο της ενώπιόν του δίκης επί του από 4-8-2020 ενδίκου βοηθήματος, ασκηθέντος ως «προσφυγής» και συμπληρωθέντος με δικόγραφο προσθέτων λόγων.
3. Επειδή, με την από 10-6-2022 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας.
4. Επειδή, έχουν διενεργηθεί νομίμως οι προβλεπόμενες από το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 του ν. 3900/2010 δημοσιεύσεις και τα οριζόμενα στην ανωτέρω πράξη.
5. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας για «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος» προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο, ως αρμόδιο, κατ’ αρχήν, επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο που διατυπώνει προδικαστικό ερώτημα πρέπει, στην απόφασή του, αφενός να παραθέτει τους λόγους, για τους οποίους το ζήτημα ή τα ζητήματα που ανέκυψαν στην αχθείσα ενώπιόν του διαφορά και αποτελούν το αντικείμενο του ερωτήματος είναι, όπως ορίζει ο νόμος, «γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», χωρίς, πάντως, αυτό να συναρτάται απαραιτήτως με τον αριθμό των ήδη εκκρεμών υποθέσεων, αφετέρου να αναδεικνύει επαρκώς ότι το ζήτημα, για το οποίο υποβάλλεται το ερώτημα, ανακύπτει πράγματι στην ενώπιόν του διαφορά, δηλαδή ότι είναι κρίσιμο για την επίλυσή της, χωρίς να απαιτείται να λαμβάνει, και μάλιστα αιτιολογημένα, θέση επ’ αυτού, αν και κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (ΣτΕ Ολομ. 666/2021, 1307-8/2019, 2588/2017, 1470/2016, 1841-3/2013).
6. Επειδή, από την προαναφερθείσα 450/2021 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. .../4-9-2014 πίνακα χρεών του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Χανίων, σε βάρος της προσφεύγουσας, ως προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενης για την καταβολή φορολογικών οφειλών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «... Α.Ε.», με την αιτιολογία ότι είχε διατελέσει πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας αυτής κατά το χρονικό διάστημα από 26-3-2003 έως 2-6-2004, βεβαιώθηκαν, με τις .../21-12-2010, .../21-12-2010, .../21-12-2010 και .../24-1-2011 ταμειακές βεβαιώσεις, αντιστοίχως: α) φόρος προστιθέμενης αξίας ποσού 1.622.330,14 ευρώ, πλέον συνεισπραττόμενων ποσών ύψους 673.267 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 2.295.597,14 ευρώ για το φορολογικό έτος 2004, β) τέλη χαρτοσήμου ποσού 14.691 ευρώ, πλέον συνεισπραττόμενων ποσών ύψους 6.097,01 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 20.788,61 ευρώ για το φορολογικό έτος 2003, γ) τέλη χαρτοσήμου ποσού 26.281,72 ευρώ, πλέον συνεισπραττόμενων ποσών ύψους 10.906,92 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 37.180,64 ευρώ για το φορολογικό έτος 2004 και δ) μη παρακρατούμενος φόρος εισοδήματος ποσού 2.179.690,80 ευρώ, πλέον συνεισπραττόμενων ποσών ύψους 802.774,77 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 3.062.465,57 ευρώ για το φορολογικό έτος 2005 (συνολικώς βεβαιωθέν ποσό 5.416.039,96 ευρώ). Μετά την επίδοση στην προσφεύγουσα σχετικών ατομικών ειδοποιήσεων στις 31-12-2010 και στις 31-1-2011, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητό της, κατά δε της σχετικής κατασχετήριας έκθεσης αυτή άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την 296/2015 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, αφού κρίθηκε, ως απαραδέκτως προβληθείς, λόγος περί ελλείψεως αλληλέγγυας ευθύνης στο πρόσωπό της για τα επίδικα χρέη. Έφεση κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την 264/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Ακολούθως, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη τις διατάξεις της παραγράφου 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 4646/2019, ζήτησε, με την .../28-2-2020 αίτησή της προς τη Δ.Ο.Υ. Χανίων, την απαλλαγή από την προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη της για τα ως άνω χρέη. Προς στήριξη του αιτήματός της, επικαλέσθηκε αθωωτικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων (μεταξύ άλλων και την 344/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης), με τις οποίες κρίθηκε ότι αυτή, τυπικώς και μόνον, κατείχε τη θέση της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και ουσιαστικώς αποτελούσε παρένθετο πρόσωπο, μη έχουσα ήδη από τη σύσταση της εταιρείας, στις 7-3-2003, καμία πραγματική ανάμειξη στη διαχείριση και διοίκηση αυτής έως τις 2-6-2004, οπότε απέβαλε και τυπικώς την ιδιότητα της προέδρου της εταιρείας κατόπιν συντάξεως σχετικού πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε με την .../6-3-2020 πράξη της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Χανίων, με την αιτιολογία ότι η εξεταζόμενη υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής κατά την έννοια της παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, διότι η προσωπική ευθύνη της προσφεύγουσας για τις οφειλές της εταιρείας έχει ήδη κριθεί αμετακλήτως με την ανωτέρω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Κατά της πράξεως αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την .../6-4-2020 ενδικοφανή προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013), η οποία απορρίφθηκε με την .../26-6-2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως στρέφεται η από 3-8-2020 ασκηθείσα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων «προσφυγή», όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 24-3-2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων.
7. Επειδή, το ανωτέρω δικαστήριο υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την προαναφερθείσα απόφασή του, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Αν η διαφορά που γεννάται από την προσβολή ρητής απορριπτικής απόφασης (ή τυχόν σιωπηρής απόρριψης) της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε. επί ασκηθείσας ενδικοφανούς προσφυγής, στρεφόμενης κατά της απόρριψης από τη Φορολογική Διοίκηση αίτησης φυσικού προσώπου περί απαλλαγής του από την φερόμενη προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου, υποβληθείσας δυνάμει των διατάξεων της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 4646/2019, είναι ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή διοικητική διαφορά ουσίας και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν η εν λόγω διοικητική διαφορά ουσίας έχει φορολογικό αντικείμενο, οπότε το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτ. β΄ του Κ.Δ.Δ. και απαιτείται η καταβολή αναλογικού παραβόλου κατ’ άρθρο 277 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., ή, αντίθετα, αν πρόκειται για αμιγώς χρηματική, μη φορολογική διαφορά, η οποία υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς ή Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 και 2 περ. γ΄ του Κ.Δ.Δ. και για την οποία απαιτείται η καταβολή παγίου παραβόλου, κατά το άρθρο 277 παρ. 2 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ. Περαιτέρω, σε περίπτωση που πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας, αν για τον προσδιορισμό του ύψους της διαφοράς, το οποίο θα καθορίσει το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, λαμβάνεται υπόψη (κατά το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει) το συνολικό (αθροιστικό) ποσό των χρεών του νομικού προσώπου, για το οποίο η αρμόδια φορολογική αρχή αρνήθηκε να απαλλάξει το προσφεύγον φυσικό πρόσωπο από τη φερόμενη προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του, ή μόνο το μεγαλύτερο από τα ποσά αυτά, ή, σε περίπτωση που η παραπάνω επίμαχη απαλλαγή του φυσικού προσώπου αφορά σε ποσά κυρίων και πρόσθετων φόρων, μόνο τα ποσά των κυρίων φόρων, ή, αν πρέπει να διαταχθεί χωρισμός του δικογράφου ανά ταμειακή βεβαίωση που αφορά διαφορετικό είδος φόρου, λόγω μη συναφείας (άρθρο 122 παρ. 5 και 6 του Κ.Δ.Δ.), μολονότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη είναι η (μία και ενιαία) άρνηση της φορολογικής αρχής (που επικυρώθηκε με την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του προσφεύγοντος από την Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε.) να απαλλάξει το προσφεύγον φυσικό πρόσωπο από τη φερόμενη προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη του για το σύνολο των παραπάνω φορολογικών χρεών του νομικού προσώπου». Την υποβολή του ανωτέρω προδικαστικού ερωτήματος αποφάσισε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων κρίνοντας ότι «η επίλυση του τιθέμενου νομικού ζητήματος έχει σημαντικές συνέπειες, πρωτίστως οικονομικής φύσης, για ευρύτερο κύκλο προσώπων, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010, τα οποία αμφισβητούν ότι φέρουν μία εκ των ιδιοτήτων που απαριθμώνται στις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4646/2019, γεγονός που ενισχύεται από την ετήσια παράταση της προθεσμίας υποβολής της οικείας αίτησης με τις διατάξεις των άρθρων 31 του ν. 4701/2020 και 39 του ν. 4797/2021».
8. Επειδή, τα τεθέντα με το προδικαστικό ερώτημα νομικά ζητήματα (ως προς τη φύση της διαφοράς που γεννάται από την απόρριψη από τη Φορολογική Διοίκηση αίτησης φυσικού προσώπου φερομένου ως αλληλεγγύως υπευθύνου για φορολογικά χρέη νομικού προσώπου, υποβληθείσας δυνάμει των διατάξεων της παρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019, το αρμόδιο προς εκδίκασή της δικαστήριο και το οφειλόμενο παράβολο), ως εκ της φύσεως και της σημασίας, αλλά και της σοβαρότητας των συνεπειών της αλληλέγγυας ευθύνης, αποτελούν γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα, τα οποία, ενόψει και του αριθμού των εκ του νόμου χαρακτηριζομένων ως αλληλεγγύως υπευθύνων για τις φορολογικές οφειλές νομικών προσώπων και οντοτήτων, επηρεάζει ευρύ κύκλο προσώπων, με αποτέλεσμα να πληρούνται αμφότερες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εισαγωγή της υποθέσεως προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης.
9. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ΦΕΚ Α΄ 84), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου...» και στο άρθρο 95 αυτού ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. β) … 3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. ...». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων εν συνδυασμώ ερμηνευομένων, λόγω της γενικής κατά το εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 95 του Συντάγματος ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να υπαγάγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ειδική, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, αρμοδιότητα. Η κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί από τον νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή την ακύρωση παράλειψης προς έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξης και το δικαστήριο έχει, κατ’ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξης ή του δικαιώματος, της υποχρέωσης ή της κατάστασης που απορρέει από αυτήν, μετά από διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (ΣτΕ Ολομ. 2559/2022, 217-218/2016, 693, 616-622/2013, 3919/2010). Οι διοικητικές πράξεις κατά των οποίων δεν έχει προβλεφθεί ειδικώς, δηλαδή με τη μνεία του ειδικού αντικειμένου τους, μέσο προσβολής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εμπίπτουν στη γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΑΕΔ 2/1993, 12/1992, 85/1991, ΣτΕ Ολομ. 2559/2022, 2754/1994, 1095/1987).
10. Επειδή, ο ισχύων, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 115) ρύθμιζε στην παράγραφο 1 του άρθρου 115 αυτού τα ζητήματα της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς, ορίζοντας, ειδικότερα, τα εξής: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. ...». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 115, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238), προβλέπονταν, περαιτέρω, τα ακόλουθα: «Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Η, κατά την τελευταία αυτή παράγραφο, προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των εντεταλμένων στη διοίκηση νομικών προσώπων επεκτάθηκε, με το άρθρο 22 παρ. 7 του ν. 2648/1998, και στις περιπτώσεις μη απόδοσης οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και φόρου κύκλου εργασιών [βλ. και άρθρα 45 περ. β΄ του ν. 1642/1986 (Α΄ 125) και 55 περ. β΄ του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000, Α΄ 248)].
11. Επειδή, τα ζητήματα της αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων νομικά πρόσωπα ρυθμίσθηκαν, στη συνέχεια, στο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013, Α΄ 170), με το άρθρο 72 παρ. 25 του οποίου καταργήθηκαν, από της ενάρξεως ισχύος του νέου Κ.Φ.Ε. (1-1-2014), οι διατάξεις του παλαιού Κ.Φ.Ε., περιλαμβανομένων και εκείνων του άρθρου 115 αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 50 του Κ.Φ.Δ. υπό τον τίτλο «Αλληλέγγυα ευθύνη», όπως οι διατάξεις αυτού τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), όριζε στις παρ. 1 και 2 ότι: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσης τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου, τόκων και προστίμων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. … 2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους, το ΦΠΑ και όλους τους επιρριπτόμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α) Αν έχει γίνει παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου. 3. ...». Στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού, [ήδη αναριθμηθείσα σε παράγραφο 5 με το άρθρο 67 παρ. 3 του ν. 4646/2019 (Α΄ 201)], ορίσθηκαν τα εξής: «Πρόσωπα ευθυνόμενα για την καταβολή φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύνανται να ασκήσουν έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεση του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα». Εξάλλου, στο άρθρο 37 περ. θ΄ του Κ.Φ.Δ. [όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 46 του ν. 4223/2013 και, ακολούθως, αναριθμήθηκε με την υποπερ. α΄ της περ. 7 της υποπαρ. Δ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85)] ορίζεται ότι οι προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενοι για τις φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου πρέπει να μνημονεύονται στην καταλογιστική του φόρου πράξη. Περαιτέρω, στο άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα, υπό τον τίτλο «Ειδική Διοικητική Διαδικασία - Ενδικοφανής προσφυγή», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση της παραγράφου 1 αυτού με την παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4223/2013 και την περ. 14 της υποπαρ. Δ2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. ... 5. ... 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ...». Με την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. παρασχέθηκε στους προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμον ευθυνόμενους για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων η δυνατότητα ασκήσεως όλων των έναντι της φορολογικής διοικήσεως δικαιωμάτων που παρέχονται εκ του νόμου στα ίδια τα νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η άσκηση -κατά το ανωτέρω άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ.- ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της φορολογικής διοίκησης και, εν συνεχεία, προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Με την προσφυγή αυτή παρέχεται στα εν λόγω πρόσωπα η δυνατότητα προβολής λόγων, με τους οποίους να αμφισβητείται η συνδρομή των κατά νόμον προϋποθέσεων γένεσης της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης τους, καθώς και λόγων αναγομένων στη νομιμότητα της οικείας καταλογιστικής πράξης ή της εν γένει φορολογικής οφειλής του κυρίως υπόχρεου νομικού προσώπου (βλ. και ΣτΕ 498/2020 7μελ., 2816/2020 7μελ.).
12. Επειδή, ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4646/2019 «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο», αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ως εξής: «1. Τα πρόσωπα, που είναι εκτελεστικοί πρόεδροι, διευθυντές, γενικοί διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι τη διαχείριση ή διοίκηση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους, ως και για τους τόκους, πρόστιμα, προσαυξήσεις και οποιεσδήποτε διοικητικές χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται επ’ αυτών, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α. τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν μια από τις ανωτέρω ιδιότητες είτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του είτε κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, β. οι οφειλές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας τους υπό κάποια εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων. Αν οι οφειλές διαπιστώνονται μετά από έλεγχο, ως αλληλεγγύως υπεύθυνα πρόσωπα κατά την έννοια της παραγράφου αυτής νοούνται μόνο τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των στοιχείων α΄ και γ΄ κατά το φορολογικό έτος ή την περίοδο στην οποία ανάγονται οι οφειλές αυτές. Σε περίπτωση που οι υπό παρ. 1 φορολογικές οφειλές έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει και τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των στοιχείων α΄ και γ΄ κατά τον χρόνο που κάθε δόση της ρύθμισης κατέστη ληξιπρόθεσμη ή η ρύθμιση απωλέσθηκε. Για τα ποσά των τόκων, των προσαυξήσεων, των προστίμων και των λοιπών χρηματικών κυρώσεων, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει τα πρόσωπα που είναι αλληλεγγύως υπεύθυνα για την κύρια οφειλή επί της οποίας υπολογίζονται και επιβάλλονται τα ποσά αυτά, γ. οι εν λόγω οφειλές δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητα των ανωτέρω προσώπων. Το βάρος απόδειξης για την μη ύπαρξη υπαιτιότητας, φέρουν τα υπό παρ. 1 πρόσωπα. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δύνανται να ορίζονται ενδεικτικά περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας. 2. ...».
13. Επειδή, περαιτέρω, ο ανωτέρω ν. 4646/2019 στο υπό τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις και έναρξη εφαρμογής» άρθρο 66 παράγρ. 29, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 31 του ν. 4701/2020 (Α΄ 128) και 39 του ν. 4797/2021 (Α΄ 66), όρισε τα εξής: «Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, όπως αντικαθίστανται με τις διατάξεις του άρθρου 34 του παρόντος, ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος και εφαρμόζονται και για οφειλές, οι οποίες έχουν βεβαιωθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος σε βάρος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων για τις οποίες ευθύνονται αλληλεγγύως και προσωπικά τα φυσικά πρόσωπα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 1 και 2, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις του άρθρου 34 του παρόντος, του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), της παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238), της περ. β΄ του άρθρου 55 του ν. 2859/2000 (Α΄ 248), καθώς και κάθε άλλης διάταξης με την οποία θεσπίζεται αλληλέγγυα ευθύνη για οφειλές για τις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας. Οι οφειλές αυτές παύουν να βαραίνουν τα αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα, εφόσον τα τελευταία δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, που τίθενται με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013, όπως αντικαθίστανται με τις διατάξεις του άρθρου 34 του παρόντος για τη θεμελίωση της αλληλέγγυας ευθύνης και αίρονται τα σε βάρος τους ληφθέντα μέτρα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, υποβάλλεται αίτηση στην Υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών μέχρι τις 30 Ιουνίου 2021. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και για εκκρεμείς υποθέσεις οφειλών κατά την έννοια της παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, καθώς και για εκκρεμείς υποθέσεις οφειλών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων μετά από άσκηση ανακοπής. Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, με την οποία αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Κατά της τυχόν απορριπτικής απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της αίτησης μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63 του ν. 4174/2013. Ποσά που έχουν εισπραχθεί από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4174/2013 δεν επιστρέφονται».
14. Επειδή, με τις νέες διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4646/2019 τροποποιήθηκαν επί το επιεικέστερον οι προϋποθέσεις γένεσης της ευθύνης των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. φυσικών προσώπων, ως ευθυνομένων προσωπικώς και αλληλεγγύως για τις φορολογικές οφειλές νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων και ορίσθηκε ότι, πέραν της ιδιότητας των προσώπων αυτών, ως εντεταλμένων στη διοίκηση των νομικών προσώπων, πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπό τους σωρευτικώς οι αναφερόμενες στο ως άνω άρθρο 34 του ν. 4646/2019 προϋποθέσεις. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, με τις νέες ρυθμίσεις «αποκαθίσταται μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην ευθύνη του πρωτοφειλέτη νομικού προσώπου/νομικής οντότητας και στην αλληλέγγυα ευθύνη των ασκούντων πραγματική διοίκηση για την εξόφληση των υποχρεώσεων του πρώτου προς το Δημόσιο» και «η αλληλέγγυα ευθύνη περιορίζεται στα πρόσωπα που πράγματι άσκησαν διοίκηση και ως εκ τούτου είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου/οντότητας, δηλαδή ήταν εξουσιοδοτημένα να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν το τελευταίο, συμπεριλαμβανομένης και της εξόφλησης του φόρου εισοδήματος του παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, του ΦΠΑ και του ΕΝΦΙΑ». Εξάλλου, με τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 επεκτάθηκε η εφαρμογή των νεωτέρων ευμενέστερων ρυθμίσεων και στις περιπτώσεις των οφειλών οι οποίες είχαν βεβαιωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4646/2019 (12-12-2019), καθώς και σε εκκρεμείς υποθέσεις οφειλών, όπως ειδικότερα ορίζονται αυτές στην εν λόγω μεταβατική διάταξη. Προς τούτο παρασχέθηκε στον φερόμενο ως ευθυνόμενο για την εξόφληση των ως άνω βεβαιωμένων έως 12-12-2019 οφειλών του νομικού προσώπου, προθεσμία υποβολής αιτήσεως στην φορολογική διοίκηση, με την οποία δύναται να προβάλει ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προβλεπό-μενες από το άρθρο 34 του ν. 4646/2019 προϋποθέσεις της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης, φέροντας το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του αυτών, η δε αποδοχή της σχετικής αιτήσεως έχει ως συνέπεια την (μερική ή ολική) απαλλαγή του από την ευθύνη.
15. Επειδή, η διαφορά που προκαλείται από την αμφισβήτηση της απορριπτικής απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της προβλεπόμενης από την ως άνω παράγρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 αιτήσεως συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, διοικητική διαφορά ουσίας, κατά την εκδίκαση της οποίας το δικαστήριο έχει την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης μετά από τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, αρμόδια δικαστήρια για την εξέταση της εν λόγω διαφοράς είναι τα διοικητικά δικαστήρια, κατ’ άρθρο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώπιον των οποίων άγεται με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, κατ’ αντιστοιχία και προς τα ισχύοντα στο πλαίσιο της πάγιας κατά την προπαρατεθείσα παρ. 7 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. ρυθμίσεως.
16. Επειδή, ενόψει του ότι το αντικείμενο της προσφυγής που παρέχεται -κατά τα ανωτέρω- στους διοικούντες νομικά πρόσωπα από την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της -κατά το στάδιο εισπράξεως και όχι βεβαιώσεως του φόρου- ευθύνης αυτών βάσει της νεώτερης ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 34 του ν. 4646/2019, εφαρμοστέες, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, όσον αφορά στο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς δικαστήριο και το απαιτούμενο παράβολο, οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, ήτοι το άρθρο 218 του Κ.Δ.Δ. για το αρμόδιο δικαστήριο και το άρθρο 277 παρ. 2 περ. α΄ του αυτού Κώδικα αναφορικά με το παράβολο. Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και Γεώργιος Τσιμέκας και οι Σύμβουλοι Ταξιαρχία Κόμβου, Αγγελική Μίντζια και Γεωργία Ανδριοπούλου, οι οποίοι υποστήριξαν τη γνώμη ότι αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς είναι, ενόψει του ύψους του ποσού της διαφοράς (5.416.039,96 ευρώ), το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, το οποίο, ελλείψει ειδικής νομοθετικής προβλέψεως περί του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου, ως εν προκειμένω, έχει τη γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα εκδίκασης των διοικητικών διαφορών ουσίας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ., κατά την οποία «η, σε πρώτο βαθμό, εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές πρωτοδικείο», με εξαίρεση τις χρηματικές διαφορές των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ και οι οποίες ανήκουν στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 6 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει.
17. Επειδή, κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, αφού απάντησε στο τεθέν προδικαστικό ερώτημα, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, για την εκδίκαση της υποθέσεως. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων.
Διά ταύτα
Απαντά ως ακολούθως στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα: Η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης της προβλεπόμενης από την παράγρ. 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 αιτήσεως συνιστά διαφορά ουσίας, της οποίας η επίλυση ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά το άρθρο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και επί της οποίας εφαρμοστέες, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, όσον αφορά στο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς δικαστήριο και το απαιτούμενο παράβολο, οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, ήτοι το άρθρο 218 του Κ.Δ.Δ. για το αρμόδιο δικαστήριο και το άρθρο 277 παρ. 2 περ. α΄ του αυτού Κώδικα για το παράβολο.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων για την περαιτέρω εκδίκασή της.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2022 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2023.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ευαγγελία Νίκα Ελένη Γκίκα
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα