Απόφαση

Αριθμός απόφασης 168/2022
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Διακουμάκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χριστόφορο Μάρκου, Πρωτόδικη και Ειρήνη Ευθυμιάδου, Πρωτόδικη- Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Βλάμου
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων: 1. ... συζ. …, το γένος … και … ή ..., κατοίκου … Αττικής, 2. ... του … και της …, κάτοικος ΗΠΑ, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νικόλαος Καπέλης, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ελευθερίου Φυλλαδάκη.
Των εναγόμενων: 1) ..., κατοίκου … Αττικής, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αγγελική Τσαπατσάρη, η οποία δεν παρέστη στο ακροατήριο - 21) … του … και της …, ως κληρονόμος του …, κατοίκου …, για τον οποίο δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2020 αγωγή τους, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, τούτο έχει ως κύρια συνέπεια ότι οι πράξεις του καθενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, ενώ οι απολιπόμενοι ομόδικοι αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η κοινή διαδικαστική πορεία της παρ. 1 αποκλείει το ενδεχόμενο της διασπάσεως της δικονομικής ενότητας που απαρτίζουν οι αναγκαίοι ομόδικοι, όπως είναι οι ομόδικοι της δίκης διανομής, στην οποία λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Γι’ αυτό δεν μπορεί ο ένας να συμβιβασθεί ο άλλος να αποδεχθεί την αγωγή ή να παραιτηθεί από αυτήν και ο τρίτος να συμφωνήσει διαιτητική επίλυση της επίδικης διαφοράς, Για να επιχειρηθούν οι διαδικαστικές αυτές πράξεις χρειάζεται η σύμπραξη όλων των αναγκαίων ομοδίκων, η δε τυχόν χωριστή επιχείρηση από τον ένα από αυτούς είναι ανίσχυρη τόσο έναντι των άλλων, όσο και έναντι εκείνου που τις επιχείρησε, σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 271 του ΚΠολΔ, «1. Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντας θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.» Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 271,όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 29 Ν.3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, τροποποιήθηκαν ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87. Έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016.
Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθμ. .../27-1-2020, .../27-1-2020 και .../27-1-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου ... και του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ..., αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους με στοιχείο 4,5,6 εναγομένους. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις μέσα στη νόμιμη προβλεπόμενη προθεσμία, όταν έληξε η χρονική περίοδος αναστολής των νόμιμων προθεσμιών, και πρέπει συνεπώς να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 §§ 1 & 2, 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το δεύτερο άρθρο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015). Σύμφωνα όμως με την αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους παρισταμένους ομοδίκους τους (άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αεχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28.παρ.1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία είχαν κυρώσει οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται είτε σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων, αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. (Ολ.ΑΠ 22 - 26/2009, ΑΠ 571/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίδοση αποδεικνύεται με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμόδιας αρχής, ενώ για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών, όπως είναι και η προθεσμία επιδόσεως των 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, που ισχύει για τους διαμένοντες στο εξωτερικό (άρθρο 215 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ), λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο κατά το οποίο επιδίδεται το επιδοτέο έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας, όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 της σύμβασης, κάθε συμβαλλόμενο Κράτος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, μπορούν να εκδώσουν απόφαση παρά τη μη απόδειξη επίδοσης, εφόσον συγκεντρώνονται οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάστηκε σύμφωνα με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στη σύμβαση, β) από την ημερομηνία αποστολής της πράξης παρήλθε προθεσμία που ο δικαστής εκτιμά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία πάντως δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έξι μήνες και γ) παρά τις επίμονες ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν κατέστη δυνατό να ληφθεί καμία βεβαίωση (βλ. ΑΠ 571/2016, ΑΠ 28/2015, ΑΠ 501/2014, ΑΠ 709/2014, ΑΠ 1818/2012, ΑΠ 34/2009, ΑΠ 1342/2007 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η κρινόμενη αγωγή διανομής εισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο της 6ης-4-2021, κατά την οποία, όπως προκύπτει από το οικείο πινάκιο και από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις και παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους μόνο οι τρεις πρώτοι εκ των εναγομένων, ενώ οι λοιποί εναγόμενοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί, εάν η αγωγή επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους υπόλοιπους απολιπόμενους εναγομένους, και μάλιστα ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη δικονομική τους βλάβη (που αυτονόητα προϋποθέτει μη έγκυρη επίδοσή της), καθώς, όπως με σαφήνεια συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 εδάφιο β’ ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει από 1.1.2016, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 2 αρ. 1 του Ν.4335/2015, η αγωγή που υπάγεται στην τακτική διαδικασία επιδίδεται υποχρεωτικά στον εναγόμενο εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο εδάφιο α’ της ιδίας παραγράφου, δηλαδή εντός 60 ημερών από την κατάθεσή της εφόσον αυτός είναι κάτοικος εξωτερικού, άλλως θεωρείται και αυτεπαγγέλτως ως μη ασκηθείσα, ακόμη και χωρίς δικονομική του βλάβη (βλ. ομόφωνα υπέρ της θέσης αυτής, Κ. Μακρίδου / X. Απαλαγάκη / Γ. Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία, β’ έκδ. 2018, σελ. 7, Κ. Φ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, 4η έκδοση, 2016, σελ. 87-88 και 94-95, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β’ έκδοση, 2016, σελ. 364-365, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής αναβιβάζεται πλέον, υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, σε όρο του υποστατού της άσκησής της). Εν προκειμένω, οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, προς απόδειξη της νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των από το στοιχείο 7 έως το στοιχείο 21 απολιπομένων εναγομένων, δεκαπέντε εκθέσεις επίδοσης συνταχθείσες στην αγγλική γλώσσα. Από τα ανωτέρω όμως έγγραφα δε δύναται να διακριβωθεί πού και πότε ακριβώς επιδόθηκε το δικόγραφο της αγωγής, στοιχείο που, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι απόλυτα κρίσιμο για την έρευνα του υποστατού της άσκησής της. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από τη δικογραφία αν υπήρξε αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών προς επίδοση του αντιγράφου της αγωγής στους εναγομένους που είναι κάτοικοι ΗΠΑ και Καναδά, ούτε προσκομίζεται για τους ως άνω εναγομένους, η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως, καθώς και οι απαντήσεις των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) ή του Καναδά, όπου αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκαν ή όχι οι εν λόγω επιδόσεις στους ως άνω εναγομένους. Σημειωτέον, ότι δεν τίθεται ζήτημα συζήτησης της αγωγής άνευ των ως άνω βεβαιώσεων, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 15 της σύμβασης, πρωτίστως διότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται αδυναμία λήψης του παρά τις επίμονες ενέργειες των αρμοδίων αρχών του κράτους στο οποίο απευθύνθηκε η αίτηση, προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται προκειμένου η διάταξη αυτή να δύναται να τύχει εφαρμογής.
Πρέπει συνεπώς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 15 της Σύμβασης της Χάγης, να αναβληθεί υποχρεωτικά η συζήτηση της αγωγής για όλους τους απολιπομένους εναγόμενους που είναι κάτοικοι εξωτερικού, και συνακόλουθα, τόσο για τους παρισταμένους διαδίκους, όσο και για τους απολιπομένους εναγόμενους που είναι κάτοικοι ημεδαπής, ήτοι ως προς όλους τους διαδίκους, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1γ ΚΠολΔικ, καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η υπόθεση αφορά διανομή επίκοινου ακινήτου και οι διάδικοι συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, έως ότου προσκομισθεί, με επιμέλεια των εναγόντων, η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 της Σύμβασης της Χάγης βεβαίωση των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) και του Καναδά, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, περί της εκτέλεσης της αίτησης του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών προς επίδοση αντιγράφου της αγωγής στους εναγόμενους κατοίκους εξωτερικού, με αναφορά του τόπου και του χρόνου της επίδοσης, ως και του προσώπου που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο (βλ. και ΑΠ 1439/1988 ΕλλΔνη 1990,88, ΑΠ 298/1988 ΕλλΔνη 1988,1663, ΕφΑθ 1492/2003 Αρμ 2004,248, ΕφΑθ 5704/1996 ΕλλΔνη 1997,898, ΕφΘεσ 734/1992 ΝοΒ 1992,588).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της αγωγής προκειμένου να προσκομισθούν, με την επιμέλεια των εναγόντων, η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 της Σύμβασης της Χάγης βεβαίωση των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) και του Καναδά σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, περί της εκτέλεσης της αίτησης του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών προς επίδοση αντιγράφου της αγωγής στους εναγόμενους κατοίκους εξωτερικού, με αναφορά του τόπου και του χρόνου της επίδοσης, ως και του προσώπου που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τους ίδιους Πρωτόδικες και Πρόεδροι Πρωτοδικών την Γκαντουλάκη Χρυσή, λόγω προαγωγής της Προέδρου Αικατερίνης Διακουμάκου στο βαθμό του Εφέτη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του Δικαστηρίου, στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 31-1-2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ