Απόφαση

Αριθμός 792/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Θ. του Γ., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Ντιβανίδη, για αναίρεση της υπ’αριθ. 189/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Ε. Μ. του Π., κάτοικο ... η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.5.2021 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …./21.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 6.5.2021 αίτηση της Α. Θ. του Γ., κατοίκου ... οδός ... για αναίρεση της υπ' αριθ. 189/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 1.12.2020 με την οποία κηρύχθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 Κ.Ποιν.Δ.) με υπολογισμό της αναστολής των προθεσμιών λόγω της πανδημίας του κορονοϊού είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. το Δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου κατ' άρθρου 340 παρ. 2 πληρεξουσίου δικηγόρου. Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται με ιατρική πιστοποίηση”. Τέλος, για να είναι παραδεκτό αίτημα αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 349 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. θα πρέπει αυτό να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο.
Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, η απορριπτική της αίτησης του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, κατά το άρθρο 349 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, έστω και αν η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης αναβολής είναι δυνητική για το Ποινικό Δικαστήριο και έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του. Πρέπει, δηλαδή, αυτή να διαλαμβάνει στο σκεπτικό της: α) τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να διαμορφώσει τη σχετική (απορριπτική) κρίση του, β) τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, στα οποία θεμελιώθηκε το αβάσιμο του αιτήματος αναβολής και γ) τις νομικές σκέψεις που αιτιολογούν τη δικανική πεποίθηση ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν αποτελεί νόμιμο και βάσιμο λόγο αναβολής της δίκης (σοβαρή ασθένεια ή γεγονός ανώτερης βίας του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του) και την αντίστοιχη απορριπτική κρίση του δικαστηρίου για το αίτημα αναβολής (Ολ.ΑΠ 7/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο δικηγόρος Χίου, ..., ως άγγελος υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για το λόγο ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας δικηγόρος Αθηνών Χρήστος Ντιβανίδης, ο οποίος τυγχάνει και ο πρωτόδικα συνήγορος υπεράσπισης της εν λόγω κατηγορουμένης στις 17.9.2020 παρίσταται ενώπιον 1) Του B’Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με εντολέα του τον Χ. Λ., 2) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου επανήλθε με την από 20.11.2018 κλήση προς συζήτηση η αγωγή του εντολέα του Μ. Μ. και 3)του I’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών όπου εκδικάζεται ποινική υπόθεση του εντολέα του, Α. Κ., και για τους λόγους αυτούς αδυνατεί να προσέλθει σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να ασκήσει τα υπερασπιστικά του καθήκοντα υπέρ των κατηγορουμένων.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής με το εξής σκεπτικό: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η συγκεκριμένη υπόθεση αναβλήθηκε κατά τη δικάσιμο της 24ης. 10.2019 για τη δικάσιμο της 02.04.2020 λόγω κωλύματος που συνέτρεχε στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Ντιβανίδη του Απόστολου (ΑΜΔΣΑ 23138) και συγκεκριμένα λόγω παράστασης του στο ΜΟΔ. Αθηνών.
Συνεπώς, ήδη έχει χορηγηθεί μία αναβολή για τον ίδιο λόγο, ήτοι λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του ίδιου συνηγόρου υπεράσπισης, ενώ περαιτέρω, δεν είναι δυνατή η διακοπή της συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου εντός 15 ημερών, λόγω έλλειψης αίθουσας και υπηρεσιακών καθηκόντων των δικαστών της παρούσας σύνθεσης.
Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προς επίρρωση του αιτήματος της αναβολής, αποδεικνύεται ότι ο δικηγόρος Αθηνών κατά τη σημερινή δικάσιμο έχει αναλάβει υπερασπιστικά καθήκοντα στην Αθήνα ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήτοι ενώπιον κατώτερου Δικαστηρίου και ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης των κατηγορουμένων σοβαροί λόγοι ώστε να καθίσταται αναγκαία η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, καθόσον η άσκηση από τον δικηγόρο του δικαιώματος ανάληψης πολλαπλών επαγγελματικών υποχρεώσεων, που δημιουργεί προσωπικά του κωλύματα και αδυναμία του να υπερασπισθεί εντολείς του, είναι ήσσονος σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης, ενώ περαιτέρω καθίσταται δυνατή η εκπροσώπησή τους από άλλο συνήγορο της επιλογής τους. που γνωρίζει την υπόθεση, συνεκτιμούμενου και του γεγονότος ότι η κρινόμενη υπόθεση έχει λάβει ήδη ικανό αριθμό αναβολών." Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα αναβολής. Ειδικότερα διαλαμβάνονται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι α) έχει χορηγηθεί μία ακόμη αναβολή λόγω κωλύματος που συνέτρεχε στο πρόσωπο του ίδιου δικηγόρου, β) δεν είναι δυνατή η διακοπή της συνεδρίασης εντός 15 ημερών λόγω έλλειψης αίθουσας και υπηρεσιακών καθηκόντων των δικαστών της σύνθεσης, γ) έχει αναλάβει υπερασπιστικά καθήκοντα ενώπιον κατωτέρου δικαστηρίου, δ) είναι δυνατή η εκπροσώπηση της κατηγορουμένης από άλλο συνήγορο της επιλογής της που γνωρίζει την υπόθεση, ε) η δε κρινόμενη υπόθεση έχει ήδη ικανό αριθμό αναβολών. Μετά ταύτα ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ’ Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την παρεμπίπτουσα απορριπτική του αιτήματος αναβολής απόφασή του είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ τον ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα μετά άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής δίωξης λόγω μη νομότυπης υποβολής της απαιτούμενης έγκλησης.
Κατά της διάταξη του άρθρου 53 παρ.1 και 2 εδ. α' Κ.Ποιν.Δ., κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον Ποινικό Κώδικα ή σε άλλους νόμους, η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος, αλλά αφότου υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ.1 και 42 παρ. 2 και 3 του ίδιου Κώδικα, στην παραπάνω περίπτωση, η υποβολή της εγκλήσεως από τον παθόντα που θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο είτε από ειδικό πληρεξούσιο οπότε το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Με την πληρεξουσιότητα πρέπει να παρέχεται η ειδική εντολή όπως ο πληρεξούσιος υποβάλλει έγκληση, να αναφέρονται δε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και από την υπ' αριθ. 690/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, που επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα επανέφερε με λόγο έφεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα για την υποβολή εγκλήσεως για τα κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της απειλής και της εξύβρισης και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη γι' αυτά, για τα οποία καταδικάσθηκε από το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε ποινές φυλάκισης α) έξι (6) μηνών για την πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, β) τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της διατάραξης οικιακής ειρήνης, γ) τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της απειλής και δ) τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της εξύβρισης.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με την εξής κατά πιστή αντιγραφή αιτιολογία: "Κατά την υποβολή έγκλησης με ειδικό πληρεξούσιο πρέπει στην πληρεξουσιότητα να προσδιορίζονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, κατά τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης, χωρίς να απαιτείται νομική ορολογία και χωρίς να κατονομάζεται ο υπαίτιος (ΑΠ 737/2010, Νόμος). Δεν απαιτείται, ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης από τον ιδιώτη, ο οποίος συνήθως δεν έχει νομικές γνώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ε. Μ. χορήγησε την ειδική πληρεξουσιότητα προς κατάθεση έγκλησης-μήνυσης, με το εξής περιεχόμενο: "ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ. Η κάτωθι υπογράφουσα Μ. Ε. του Π., συνταξιούχος, κάτοικος ... με αφμ ... με αριθμ. Ταυτότητας ... που εκδόθηκε από Α. Δ Χίου την 16/1/2018, εξουσιοδοτώ τον δικηγόρο Χίου ... του …, με αριθμό μητρώου …/1994, να υποβάλει έγκληση ενώπιον κάθε αρμόδιος αρχής κατά α) Δ. σύζυγος Α. Μ., κατοίκου ... β) Α. Θ. κατοίκου ... και γ) Σ. Μ., κατοίκου ομοίως για το περιστατικό της 2/10/2016 στο ... και για όποιο αδίκημα περιγράφεται κατά την κρίση σε αυτή και να δηλώσει παράσταση πολιτικής Να πράξει ότι είναι απαραίτητο προς περαίωση αυτής της εντολής και να αιτηθεί αναβολή εφόσον χρειάζεται αυτό”. Με το περιεχόμενο αυτό, η κρινόμενη ειδική πληρεξουσιότητα κρίνεται νόμιμη, καθόσον δεν καταλείπονται αμφιβολίες για την ταυτότητα των υπό δικαστική διερεύνηση πράξεων (σε σχέση με πιθανόν άλλες ύποπτες πράξεις άλλου χρονικού διαστήματος), ενώ ο μη νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων δεν ασκεί, στο στάδιο αυτό, καμία έννομη συνέπεια. Σημειώνεται, ότι το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο." Με τις παραδοχές αυτές ότι υπήρξε ειδική πληρεξουσιότητά εκ μέρους της εγκαλούσας Ε. Μ. προς το δικηγόρο Χίου ... για την υποβολή έγκλησης εναντίον της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας για το περιστατικό που συνέβη στις 2.10.2016 στο ... και αφορά τις ανωτέρω πράξεις των οποίων η ταυτότητα δεν αμφισβητείται, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην παρεμπίπτουσα αυτή απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας κατ' άρθρο 510 παρ. 1θ' περ. γ' καθόσον είχε υποβληθεί νομότυπη έγκληση για τα προαναφερόμενα κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα και ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Σημειώνεται ότι η παραγραφή και η μη εκτέλεση υφ' όρον κατά το άρθρο 64 παρ.1 του ν. 4689/2020 των ανωτέρω ποινών για τα ως άνω κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, που περιελήφθη σε σχετική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν επιδρούν στον ανωτέρω λόγο αναίρεσης ώστε να τον καταστήσουν αλυσιτελώς προβαλλόμενο, καθόσον η εν λόγω παραγραφής και η μη εκτέλεση των εν λόγω ποινών τελεί υπό τον όρο της μη τέλεσης μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέας αξιόποινης πράξης από δόλο για την οποία θα καταδικαστεί ο υπαίτιος αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερης των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1, 2 και 4 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι κάθε τυχόν σφάλμα ή ακυρότητα της πρωτόδικης απόφασης, καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, που δικάζει κατ' έφεση, δοθέντος ότι μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και η υπόθεση επανεξετάζεται τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση, στο πλαίσιο πάντα του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΑΠ 1365/2018).
Επομένως ο τρίτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την απόρριψη του λόγου έφεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου λόγω απουσίας του συνηγόρου της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας κατά τη μετά από διακοπή συνεδρίαση της 30ης-10-2018 κατά την οποίαν ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης με την απολογία της κατηγορουμένης, την αγόρευση του Εισαγγελέως και την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί της ενοχής αυτής (κατηγορουμένης) και επί της ποινής αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον η ακυρότητα αυτή καλύφθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1α ΠΚ "όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποιά από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις, δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών διότι η παραδοχή της μιάς ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δυο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί βάσει των κατ' άρθρ. 79 ΠΚ κριτηρίων (ΑΠ 1218/2019). Δεν δημιουργεί όμως αντίφαση η σωρευτική αναφορά του κινδύνου ζωής και βαριάς σωματικής βλάβης (ΑΠ 92/2017). Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την (έννοια του άρθρου 308 ΠK, β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, γ) δόλος, που .περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων, από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη (ΑΠ 47/2020).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα -τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., .για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία.
Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η .παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατά το είδος τους αποδείχθηκαν τα εξής: "Στη … στις 2.10.2016, μαζί με τις άλλες δύο συγκατηγορούμενες της, με πρόθεση, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, προκάλεσαν σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του με τρόπο που μπορούσε να του προξενήσει βαριά σωματική του βλάβη. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο αφού εισέβαλαν στο σπίτι της παθούσας Ε. Μ., της επιτέθηκαν και οι τρεις ταυτόχρονα, την έριξαν με βία στο πάτωμα και την κτύπησαν με τα χέρια τους στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην πλάτη, στα χέρια και της προκάλεσαν μώλωπες, ευαισθησία κατά την δεξιά στροφή της κεφαλής παρασπονδυλικά δεξιά, ευαισθησία στο στέρνο, κεφαλαλγία μετωπιαίου, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αμυχή αριστερού αγκώνα και άλγος δεξιού ώμου, εκχύμωση δεξιού αγκώνα και αριστερού γλουτού, καθώς επίσης της τράβηξαν τα μαλλιά με τέτοια δύναμη που της ξερίζωσαν τούφες ολόκληρες, με αποτέλεσμα η παθούσα να νοσηλευτεί από την ημέρα του συμβάντος, 2.10.2016, μέχρι και την 5.10.2016 στο Γενικό Νοσοκομείο Χίου. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων δεν συνιστά όλως ελαφρά σωματική βλάβη, δεδομένου ότι προκλήθηκαν στην παθούσα σοβαρότατες κακώσεις, μεταξύ των οποίων και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτήθηκε η νοσηλεία της παθούσης στο γενικό νοσοκομείου Χίου επί τριημέρου, ενώ περαιτέρω η σε βάρος της σωματική βλάβη έγινε κατά τρόπο που θα μπορούσε να προξενήσει στην παθούσα βαριά σωματική βλάβη καθόσον έγινε από τρεις, με βιαιότητα, αφού μετά το συμβάν εντός του χώρου βρίσκονταν σπασμένα διάφορα οικιακά αντικείμενα. με κτυπήματα στο κεφάλι και στο πρόσωπο και ενώ η παθούσα βρίσκονταν πεσμένη στο πάτωμα. Αντιθέτως δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη κατηγορούμενη Δ. Μ. κτύπησε στην παθούσα με βαρύ αιχμηρό σκαπτικό εργαλείο με τρεις αιχμές στην κοιλιά, προκαλώντας της αμυχές”. Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ένοχη για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης με το ακόλουθο διατακτικό: "Στη … στις 2.10.2016. ενεργώντας από κοινού και έπειτα από συναπόφαση, με πρόθεση, προκάλεσαν σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του με τρόπο που μπορούσε να του προξενήσει βαριά σωματική του βλάβη. Ειδικότερα, αφού εισέβαλαν στο σπίτι της παθούσας Ε. Μ., της επιτέθηκαν και οι τρεις ταυτόχρονα, την έριξαν με βία στο πάτωμα και την κτύπησαν με τα χέρια τους στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην πλάτη, στα χέρια και της προκάλεσαν μώλωπες, ευαισθησία κατά την δεξιά στροφή της κεφαλής παρασπονδυλικά δεξιά, ευαισθησία στο στέρνο, κεφαλαλγία μετωπιαίου, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αμυχή αριστερού αγκώνα και άλγος δεξιού ώμου, εκχύμωση δεξιού αγκώνα και αριστερού γλουτού, καθώς επίσης της τράβηξαν τα μαλλιά με τέτοια δύναμη που της ξερίζωσαν τούφες ολόκληρες, με αποτέλεσμα η παθούσα να νοσηλευτεί από την ημέρα του συμβάντος, 2.10.2016, μέχρι και την 5.10.2016 στο Γενικό Νοσοκομείο Χίου. Η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων έγινε κατά τρόπο που θα μπορούσε να προξενήσει στην παθούσα βαριά σωματική βλάβη καθόσον έγινε από τρεις, με βιαιότητα, αφού μετά το συμβάν εντός του χώρου βρίσκονταν σπασμένα διάφορα οικιακά αντικείμενα, με κτυπήματα στο κεφάλι και στο πρόσωπο και ενώ η παθούσα βρίσκονταν πεσμένη στο πάτωμα." .
Με τις παραδοχές αυτές οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστασης του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 266 παρ. 1α, 308 - 309 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ώστε να στερήσει την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται οι ακόλουθες κρίσιμες παραδοχές για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος 1) ότι η αναιρεσείουσα μαζί με τις συγκατηγορούμενές της έριξαν την εγκαλούσα με βία στο πάτωμα της οικίας της και την κτύπησαν με τα χέρια τους στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην πλάτη, στα χέρια και εξαιτίας των κτυπημάτων αυτών της προκάλεσαν σωματική βλάβη ήτοι μώλωπες, ευαισθησία κατά τη δεξιά στροφή της κεφαλής παρασπονδυλικά δεξιά, ευαισθησία στο στέρνο, κεφαλαλγία μετωπιαίου, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αμυχή αριστερού αγκώνα, άλγος δεξιού ώμου, εκχύμωση δεξιού αγκώνα και αριστερού γλουτού και κρανιοεγκεφαλική κάκωση με αποτέλεσμα να νοσηλευθεί από 2.10.2016 έως και 5.10.2016 στο Γενικό Νοσοκομείο Χίου 2) ότι η ως άνω πράξη τελέστηκε κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα βαριά σωματική βλάβη 3) ο δόλος της αναιρεσείουσας με την παραδοχή ότι ήθελε να της προξενήσει σωματική βλάβη. Επομένως ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1Δ Κ.Ποιν.Δ. με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων), (υπό στοιχ. α') το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα. Για να συντρέξει όμως η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση πρέπει η ζωή του μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης να χαρακτηρίζεται από το σεβασμό στα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων που τα προστατεύουν. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη ότι η ζωή του (υπαιτίου) σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του είναι υποταγμένη στη νομιμότητα και αυτή η συμπεριφορά αποτελεί γι' αυτόν στάση ζωής. ‘Ετσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο (Ολ.ΑΠ 2/2022). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη προέβαλε διά του συνηγόρου της τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό της της ελαφρυντικής περίστασης "ότι έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ)”. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν ορισμένος, αφού μόνο το λευκό ποινικό μητρώο δεν αρκεί χωρίς την επίκληση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του εμπνέεται και διέπεται από το σεβασμό των εννόμων αγαθών με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων που τα προστατεύουν, ώστε το έγκλημα που τέλεσε να εμφανίζεται ως εξαίρεση και ως δυσάρεστη έκπληξη στη σταθερή στάση ζωής που έχει υιοθετήσει και ακολουθεί με την απόλυτη υποταγή του στη νομιμότητα, η οποία υπαγορεύεται από τη μη παραβίαση όχι μόνο ποινικών, αλλά και αστικών κανόνων. Παρά ταύτα η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας για την αναγνώριση σ' αυτήν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ με την εξής κατά πιστή αντιγραφή επαρκή αιτιολογία διότι "Στην προκειμένη περίπτωση από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται παραπάνω, δεν προέκυψε ότι οι κηρυχθείσες ένοχες κατηγορούμενες στην εν γένει συμπεριφορά τους πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 84 παρ 2α του ΠΚ καθότι προκύπτει ότι το ως άνω συμβάν δεν υπήρξε μεμονωμένο, αλλά είχαν προηγηθεί και άλλα περιστατικά διενέξεων και εξυβρίσεων μεταξύ των κατηγορουμένων και της παθούσης, από αμφότερες πλευρές, που καθιστούν ουσία αβάσιμο τον ισχυρισμό περί προηγούμενου σύννομου βίου, ώστε δεν συντρέχει η εφαρμογή της κατά το ανωτέρω άρθρο ελαφρυντικής περίστασης”.
Επομένως ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1Δ Κ.Ποιν.Δ. με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την απόρριψη του άνω ισχυρισμού είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Σημειώνεται ότι η υποστηρίζουσα την κατηγορία Ε. Μ. που κλήθηκε νομότυπα να παραστεί στην παρούσα αναιρετική δίκη, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 17.11.2021 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα Μ. Μ., που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, γίνεται σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 515 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6.5.2021 αίτηση της Α. Θ. του Γ., κατοίκου ... οδός ... για αναίρεση της υπ' αριθ. 189/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αναιρεσείουσα, τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ