Αριθμός 1001/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη - Εισηγήτρια, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη και Δημήτριο Τράγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Λ. Κ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κυριακού, για αναίρεση της υπ’αριθ. 202-203/2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 21-1-2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2021.
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21.1.2021 αίτηση του Λ. Κ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 202-203/2020 καταδικαστικής απόφασης Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής κατ' εξακολούθηση σε κάθειρξη πέντε (5) ετών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περιέχει δε ορισμένους, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α, Δ, Ε και Θ ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης (ακυρότητα διαδικασίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.
Κατά το άρθρο 351Α παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση ως επιεικέστερο έναντι του άρθρου 351Α του ισχύοντος ΠΚ (Ν. 4619/2019), "η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα.......τιμωρείται α)....., β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως τα δέκα πέντε έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ”. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού σκοπό έχουν τον αυστηρό κολασμό της αμειβόμενης ασέλγειας με ανήλικο, στο πλαίσιο της προστασίας της γενετήσιας ελευθερίας, σε ευρεία έννοια, στην οποία διαλαμβάνονται και τα εγκλήματα της γενετήσιας ζωής, αλλά συγχρόνως και της σωματικής και ψυχικής υγείας της οικογένειας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) τέλεση από ενήλικο ασελγούς πράξεως με ανήλικο ή πρόκληση από ενήλικο τελέσεως ενώπιόν του ασελγούς πράξεως μεταξύ ανηλίκων. Ο δράστης πρέπει να ενεργεί ο ίδιος την ασελγή πράξη επί του ανηλίκου, είτε να προκαλεί την τέλεση της πράξεως μεταξύ ανηλίκων ενώπιόν του ή ενώπιον άλλου ενηλίκου, δηλαδή με την φυσική του παρουσία. Ασελγείς πράξεις νοούνται εκείνες που ανάγονται στην γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικώς κατευθύνονται στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας, δηλαδή ασελγείς πράξεις είναι τα "υποκατάστατα" της συνουσίας που ή χαρακτηρίζονται από σωματική επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με το σώμα του θύματος προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιτυχίας του, ή που προκαλούνται μεταξύ των ανηλίκων θυμάτων από ενήλικο δράστη ενώπιόν του, β) η ως άνω πράξη να τελέστηκε με παροχή αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος (π.χ χρημάτων, δώρων ή υποσχέσεων δώρων), ήτοι το θύμα να έλαβε κάποια από τις εν λόγω παροχές από το δράστη και γ) δόλος, αρκεί και ο ενδεχόμενος που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ανηλικότητας του παθόντος, η οποία κρίνεται με βάση το χρόνο τελέσεως της πράξεως και συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία προς την ημερομηνία γεννήσεως (ΑΠ193/2015, ΑΠ 422/2014).
Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 1/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του 202-203/2020, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή (καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που κατέθεσαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της ίδιας δίκης, που είχε αναβληθεί υποχρεωτικά με την υπ' αριθ. 79/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα εξής: "ο κατηγορούμενος, ο οποίος τα έτη 2006 - 2008 διατηρούσε ταβέρνα με το διακριτικό τίτλο “...”, στο ... του Νομού Πιερίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2007 έως 17-09-2007 και σε μη εξακριβωθείσες επακριβώς ημερομηνίες, όμως χωρίς καμία αμφιβολία εντός του προδιαληφθέντος χρονικού διαστήματος, αφού οδήγησε τον ανήλικο, Γ. Δ. του Λ. και της Γ., που γεννήθηκε την 19-10-1996, εντός του χώρου της τουαλέτας και της κουζίνας της ταβέρνας, του κατέβασε το παντελόνι δύο τουλάχιστον φορές (όχι την ίδια στιγμή αλλά σε διαφορετικές ημερομηνίες) και στη συνέχεια χάιδευε και φιλούσε τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας του πεολειχία, δίνοντας του ως αμοιβή το ποσό των δέκα (10) ευρώ κάθε φορά, γνωρίζοντας (ο ανήλικος είναι και αυτός από το ... Πιερίας, γνώρισε τον κατηγορούμενο μέσω των γονέων του και πήγαινε συχνά με τους φίλους του στην ταβέρνα του κατηγορουμένου) ότι ο παθών ήταν ανήλικος και μάλιστα ότι είχε συμπληρώσει τα δέκα (10), όχι όμως και δεκαπέντε (15) έτη. Οι πράξεις αυτές καταφανώς υπάγονται στην έννοια των ασελγών πράξεων (γενετήσιων πράξεων), σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη ανάγονται στην γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και αντικειμενικώς κατευθύνονται με διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του κατηγορουμένου. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι θα πρέπει να μεταβληθεί η κατηγορία σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 παρ.1 ΠΚ). Τα όσα κατέθεσε ο τότε ανήλικος παθών, Γ. Δ., ενώπιον της Ανακρίτριας του Τμήματος Πλημμελειοδικών Κατερίνης παρουσία της παιδοψυχιάτρου, Ε. Α. και είναι καταχωρημένα στην από 18 Ιουλίου 2008 χωρίς όρκο κατάθεση του, αλλά και ενώπιον του ακροατηρίου, ως ενήλικας πλέον, τόσο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (4-11-2017), όσο και του παρόντος Δικαστηρίου, δεν πρόκειται για αποκυήματα της φαντασίας του ή πίεσης που υπέστη ο ίδιος από τους γονείς του, αλλά, όπως αποδείχθηκε, πρόκειται για πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ακριβώς αναφέρονται παραπάνω. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που κατηγορείται, όπως και πρωτοδίκως, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής κατ' εξακολούθηση για την οποία του επέβαλε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτόν ομόφωνα ένοχο του ότι: Στους κατωτέρω τόπο και χρόνους, ενεργώντας με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε ασελγείς πράξεις (γενετήσιες πράξεις) με ανήλικο, έναντι αμοιβής, ο οποίος είχε συμπληρώσει τα δέκα (10), όχι όμως και τα δεκαπέντε (15) έτη. Συγκεκριμένα στο ... του Νομού Πιερίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2007 έως 17-09-2007 και σε μη εξακριβωθείσες επακριβώς στην ανάκριση ημερομηνίες εντός του προδιαληφθέντος χρονικού διαστήματος, εντός του χώρου της τουαλέτας της και της κουζίνας της ταβέρνας με το με το διακριτικό τίτλο “...”, που βρίσκεται στο ... του Νομού Πιερίας, ιδιοκτησίας του, αφού κατέβαζε το παντελόνι του ανηλίκου, Γ. Δ. του Λ. και της Γ., που γεννήθηκε την 19-10-1996, στη συνέχεια χάιδευε και φιλούσε τα γεννητικά του όργανα, δίνοντάς του ως αμοιβή το ποσό των δέκα (10) ευρώ κάθε φορά, γνωρίζοντας ότι ο παθών ήταν ανήλικος και μάλιστα ότι είχε συμπληρώσει τα δέκα (10), όχι όμως και δέκα πέντε (15) έτη, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του."
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 98, 121 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ και 351Α παρ. 1 περ. β' του προϊσχύσαντος Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και, έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, το δικαστήριο στο αιτιολογικό του σαφώς και με επάρκεια αναφέρει: α) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησε αυτός κατ' εξακολούθηση στο σώμα του ανηλίκου (θωπείες -καταφίληση στα γεννητικά όργανα και πεολειχία σε αυτόν) με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, β) τα ανταλλάγματα και δη συγκεκριμένο χρηματικό (10€) που έδινε αυτός στον ανήλικο κάθε φορά για να προβαίνει αυτός στις παραπάνω ασελγείς πράξεις, γ) το δόλο και ιδίως τη γνώση του κατηγορουμένου για την ανηλικότητα του παθόντος συντοπίτη του, που έχει γεννηθεί στις 19.10.1996 τον οποίο γνώρισε μέσω των γονέων του και δ) το χρονικό διάστημα από 01-01-2007 έως 17-09-2007, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος ενήργησε τις ασελγείς πράξεις επανειλημμένα και κατ' απροσδιόριστο επακριβώς αριθμό, οπωσδήποτε όμως δύο τουλάχιστον φορές σε διαφορετικές ημερομηνίες, ενώ από την αναφορά όπως παραπάνω του χρόνου τελέσεως, δε δημιουργείται καμία ασάφεια, ούτε επηρεάζεται το αξιόποινο ή η βαρύτητα των εξακολουθητικών αυτών επί μέρους πράξεων, αφού ανάγονται όλες στην περ. β' του άρθρου 351 Α παρ.1 ΠΚ, με ηλικία του παθόντος μεταξύ δέκα και δεκαπέντε ετών. Tον ισχυρισμό, εξάλλου, από τον αναιρεσείοντα ότι η πράξη έφερε τον νομικό χαρακτήρα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρθρου 337 ΠΚ, που συνιστά στην πραγματικότητα αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, το Δικαστήριο αντέκρουσε με τις παραπάνω εκτεθείσες παραδοχές του ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων τέλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ασέλγειας με ανήλικο, ο οποίος είχε συμπληρώσει τα δέκα όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη έναντι αμοιβής του άρθρου 351Α ΠΚ. Δηλαδή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση, παρέθεσε στο σκεπτικό του ειδική της αβασιμότητας του ως άνω αρνητικού ισχυρισμού αιτιολογία, ότι οι ως άνω, αναγόμενες στη γενετήσια σφαίρα "καταφανώς" ασελγείς πράξεις που ενήργησε ο αναιρεσείων στον παθόντα αντικειμενικά κατευθύνονται στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Ακόμη, στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ήτοι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, αναγνωσθέντα πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο λοιπά έγγραφα, μεταξύ των οποίων η από 17-8-2008 έγκυρη κατάθεση του ανηλίκου παθόντος που λήφθηκε με τις διατυπώσεις του άρθρου 226 Α’ Κ.Π.Δ. (ήδη 227 του ν. Κ.Π.Δ.), από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και οδηγήθηκε σε καταδικαστική κρίση. Επιπλέον, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε όλα υπόψη και δεν προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση αυτών, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, υποχρέωση να παραθέσει τα αποδεικτικά μέσα αναλυτικά, να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να αιτιολογήσει ποιό βάρυνε περισσότερο την κρίση του. Αβασίμως, εξάλλου, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για τη σε βάρος του καταδικαστική κρίση έλαβε υπόψη την από 9-10-2008 κατάθεση του παθόντος ανηλίκου, η οποία, όπως σαφώς διαλαμβάνεται στα πρακτικά της δίκης (σελ 14,15), λόγω της ακυρότητάς της, δεν συμπεριλαμβάνεται στ' αναγνωστέα έγγραφα.
Κατ' ακολουθίαν όσων εκτέθηκαν, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο συνδυαστικά προβάλλονται οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α, Δ, Ε και Θ ΚΠοινΔ αναιρετικές πλημμέλειες για ακυρότητα της διαδικασίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στον ως άνω λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και σχετικές με την κατηγορία αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς, άλλως ότι δεν απέδωσε τη δέουσα αποδεικτική αξία στις καταθέσεις των άλλων, πλην του παθόντος, μαρτύρων, αυτούσια αποσπάσματα των οποίων (καταθέσεων) παραθέτει στην δήλωση αναίρεσης, ενώ, αντίθετα, υπερβαίνοντας την εξουσία του, αξιολόγησε ως αξιόπιστη, παρά τις αντιφάσεις που εντοπίζονται σ'αυτήν, την από 17-8-2008, ενώπιον της ανακρίτριας ληφθείσα κατάθεση του ανηλίκου τότε παθόντος, αναφερόμενες σε διαφορετική, από μέρους του Δικαστηρίου της ουσίας, αξιολόγηση των αποδείξεων, συνιστούν αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος. Επομένως, οι ως άνω αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, καθώς, τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΠΚ. Η απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή εάν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ή ανέλεγκτη, κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή ανώτερης βίας του ιδίου ή του συνηγόρου του, κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Συνίσταται δε η, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων, που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του και, σε περίπτωση απόρριψής του, το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, άλλως, εάν απορρίψει το αίτημα χωρίς την επιβαλλόμενη αιτιολογία, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία εκδόθηκε πριν από την προσβαλλόμενη 202 - 203/2020 οριστική απόφασή του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με αυτή (άρθρο 504 παρ. 4 Κ.Π.Δ.), απέρριψε αίτημα του απόντος αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης, κατά το άρθρο 349 Κ.Π.Δ., λόγω ασθενείας του, που υποβλήθηκε από τον παριστάμενο στη δίκη δικηγόρο Θεσσαλονίκης Νικόλαο Κυριακού, ο οποίος δήλωσε ότι τον εκπροσωπούσε, δυνάμει σχετικής εξουσιοδοτήσεως. Η αιτιολογία της απορριπτικής περί αναβολής απόφασης έχει κατά λέξη ως εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση το παραπάνω αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου περί αναβολής της παρούσας δίκης είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρ. 349 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, το παρόν αίτημα έχει σκοπό την παρέλκυση της δίκης και ο λόγος που προβάλλεται στην παρούσα συζήτηση κρίνεται προσχηματικός και δε συνιστά σημαντικό αίτιο κατ' άρθρο 349 ΚΠΔ, ώστε το Δικαστήριο να χορηγήσει 2η αναβολή, δεδομένου και του γεγονότος ότι ήδη ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από συνήγορο του, μάλιστα δε, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. πρωτ. .../12-10-2020 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνη που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και αναγνώσθηκε δημόσια από τον Πρόεδρο, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εισήχθη στο Νοσοκομείο Κατερίνης δύο μέρες πριν από την εκδίκαση της υποθέσεως (10-10-2020) με αναφερόμενη κοιλιαλγία και επώδυνη συλλογή ΑP, η δε εισαγωγή του έγινε μόνο για παρακολούθηση και όχι γιατί αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ξεκάθαρα ότι η εισαγωγή του κατηγορουμένου στη Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου Κατερίνης έγινε με αποκλειστικό σκοπό να πετύχει την αναβολή εκδίκασης της υποθέσεως, η οποία αφορά πράξη που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος το έτος 2007. Πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με διακοπή της δίκης, για τον λόγο ότι τόσο οι Δικαστές, όσο και ο Εισαγγελέας που συμμετέχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου, μέχρι τέλους Οκτωβρίου έχουν άλλες υπηρεσιακές υποχρεώσεις" Με τις παραδοχές αυτές, το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις επικαλούμενες και προσκομισθείσες αποδείξεις στο ακροατήριο, με βάση τις οποίες κατέληξε σε απορριπτική για την αναβολή κρίση, εκτιμώντας, ανελέγκτως, με ειδική σκέψη, ότι το εν λόγω αίτημα κατέτεινε στην παρέλκυση της δίκης (ΑΠ593/2019). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα για την έρευνα του αναιρετικού λόγου πρακτικά της δίκης τα οποία, εφόσον δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά (άρθρο 141 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) ή δεν έχουν διορθωθεί (άρθρο 145 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), αποδεικνύουν όσα καταχωρούνται σε αυτά, ήτοι ότι, της απορριπτικής επί της αναβολής απόφασης προηγήθηκε, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, η ανάγνωση δημοσίως της υπ' αριθμ. πρωτ. .../12-10-2020 ιατρικής βεβαίωσης του Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης, ενώ επιπροσθέτως έκρινε, αν και δεν είχε υποβληθεί αυτοτελές αίτημα διακοπής της δίκης, ότι το κώλυμα του κατηγορουμένου δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης.
Συνεπώς, κατ' ορθή εφαρμογή των διατάξεων άρθρου 349 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ και με την επιβαλλόμενη αιτιολογία, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου και ακολούθως ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν, υπό την επίκληση των, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ αναιρετικών πλημμελειών της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η προσβαλλομένη ως προς την απορριπτική για την αναβολή κρίση του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος. Αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολόγησης και σε περίπτωση ευδοκίμησής τους της επέλευσης του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους (Ολ. Α.Π. 2/2005, ΑΠ 1724/2019, ΑΠ 1663/2019). Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, μεταξύ άλλων και η υπό στοιχ. ε', που συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος "συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ.2 περ.ε' του ΠΚ, η συμπεριφορά του υπαιτίου πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση, δηλαδή, της ελαφρυντικής αυτής περίστασης προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτησή του (ΑΠ 822/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την απόφαση επί της ενοχής, υπέβαλε αίτημα για αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων, εκ του άρθρου 84 παρ. 2α' και ε' του Π.Κ. Ακολούθως, στο Δικαστήριο χορήγησε την υπό στοιχ. α' ελαφρυντική περίσταση "του πρότερου σύννομου βίου”, όμως απέρριψε την υπό στοιχ. ε' "του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Όμως, όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, με μόνη την επίκληση της σχετικής διάταξης που τον προβλέπει χωρίς τον προσδιορισμό συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, για θετική και επωφελή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, ήταν αόριστος. Επομένως, το Δικαστήριο το οποίο απέρριψε αυτόν προεχόντως ως αόριστο και, περαιτέρω, αν και δεν είχε υποχρέωση, διέλαβε επάλληλη αιτιολογία απόρριψης αυτού ως αβασίμου με την επακριβώς διατυπωθείσα στο αντίστοιχο σκεπτικό του παραδοχή ότι "δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από της τελέσεως της πράξεως και εντεύθεν επέδειξε καλή συμπεριφορά" δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά την παρ. 7 του άρθρου 79 του Π.Κ. "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όπου προσδιορίζονται τα κριτήρια επιμέτρησης της ποινής, η εκτίμηση των οποίων γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 79 Π.Κ. προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τα προσδιοριζόμενα κατά τα ανωτέρω κριτήρια, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά και άλλη ειδικότερη αιτιολογία (Α.Π. 114/2021, 1646/2019, 984/2019, 1163/2019).
Στη προκείμενη περίπτωση, από τις παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 79, όπως ήδη ισχύει με Ν.4637/2019 της οποίας, τα κριτήρια δεν έχουν διαφοροποιηθεί από εκείνα που με βάση το Ν 4619/2019 ίσχυαν από 1-7-2019 έως 17-11-2019, διέλαβε προς τούτο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να απαιτείται, η εκ νέου αναφορά των αποδείξεων και των περιστατικών που προέκυπταν από τη λήψη υπόψη και την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην απόφαση με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, αλλά ούτε και παράθεση επιπλέον περιστατικών με παραπομπή στα αποδεικτικά μέσα. Μετά ταύτα και εφόσον η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η επικαλούμενη σχετικά με το ύψος της ποινής αναιρετική πλημμέλεια, είναι αβάσιμη.
Κατόπιν τούτων και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 578 § 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21.1.2021 (ασκηθείσα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης) αίτηση του Λ. Κ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, για αναίρεση της υπ' 202-203/2020 καταδικαστικής απόφασης Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ