Αριθμός 1440/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Κουβίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ' αριθμ. …/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Βάρκα και Σπυρίδων Κουτσοχρήστο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νίκη - Αναστασία Μουζάκη (γιατί κωλύεται o Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Π. του Ι., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Λαινά, η οποία διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 457/2022 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για αναίρεση της υπ' αριθ. 972/2021 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με υποστηρίζοντα την κατηγορία την εταιρεία “...”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μόνικα Φρώυντε.
Το Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 27-12-2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, ..., με αριθμό ... και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2022.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 23-12-2019 αίτηση αναίρεσης του Ν. Π. του Ι., που ασκήθηκε με σχετική προς τούτο δήλωση ενώπιον της γραμματέως του Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, της Δικηγόρου Αθηνών Μαριάννας Λαϊνά (ΑΜ ΔΣΑ 20245), η οποία παραστάθηκε και τον υπερασπίσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπ' αριθμ. …/27-12-2021 έκθεση κατά της υπ' αριθμ. 972/29-9-2021 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφού αναγνωρίσθηκαν σ' αυτόν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ, ακολούθως του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα οχτώ (18) μηνών, η οποία στην συνέχεια ανεστάλη επί τριετίαν, ασκήθηκε εμπροθέσμως, ήτοι εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την καταχώριση της ως άνω καθαρογραμμένης προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, καθ' όσον η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 10-12-2021 και νομοτύπως από δικαιούμενο πρόσωπο που είχε έννομο προς τούτο συμφέρον, ενώ στρέφεται κατά υποκείμενης σε άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου, απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 466 παρ. 2, 473 παρ. 1, 2, 3, 474 παρ. 1, 504 παρ. 1 εδ. α' και 505 περ. α' ΚΠΔ. Επί πλέον περιέχει σαφή και ορισμένο αναιρετικό λόγο, συνιστάμενο στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη της υποβληθείσης εκ μέρους του ένστασης περί εκπροθέσμου υποβολής της σχετικής εις βάρος του εγκλήσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα του λόγου που διαλαμβάνεται σ' αυτήν. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου άρχισε, κατά το άρθρο 460 αυτού και το άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου, από 1-7-2019. Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του νέου ΠΚ, για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων εγκλημάτων και αυτού της υπεξαίρεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ και του οποίου η ποινική δίωξη υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς ασκείτο αυτεπαγγέλτως από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση για τη διάπραξή του (άρθρα 27 και 36 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ.), απαιτείται πλέον υποβολή έγκλησης, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του ίδιου Κώδικα "Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους”. Από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγονται τα ακόλουθα: α) αν ο παθών από το έγκλημα είχε υποβάλει έγκληση, ακόμα και υπό το προγενέστερο καθεστώς της αυτεπάγγελτης δίωξης του συγκεκριμένου εγκλήματος, είναι αυτονόητο ότι δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η δήλωση αυτή περί επιθυμίας συνέχισης της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, καθόσον η υποβολή της έγκλησης, δηλώνει και τη βούληση του παθόντος για την πρόοδο της διαδικασίας και υποκαθιστά την προβλεπόμενη από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ απλή άλλωστε δήλωση και επομένως πληροί τον σκοπό αυτής (ΑΠ 2010/2019), β) το αυτό ισχύει ακόμα και αν η καταγγελία του εγκλήματος από τον παθόντα είχε χαρακτηριστεί ως μήνυση, χωρίς να επιζητείται όπως η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη να είναι ρητή και πανηγυρική, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 773/2020) και γ) το δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αναδρομική εφαρμογή τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας της έγκλησης που ορίζεται στο άρθρο 114 παρ.1 ΠΚ, διότι κατ' αυτόν τον τρόπο απαιτεί ουσιαστικά συμμόρφωση του παθόντος σε μη ισχύον κατά το χρόνο υποβολής της μήνυσης - έγκλησης νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι, η δίωξη τότε ασκούνταν αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1067/2021). Έτσι, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος για υπεξαίρεση που τελέστηκε πριν την 1-7-2019, που άρχισε να ισχύει ο νέος ΠΚ, δικάζεται μετά την ως άνω ημερομηνία και υποβάλλει ισχυρισμό περί εκπροθέσμου της έγκλησης, για το λόγο ότι δεν υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, αφού, κατά τα υπό το στοιχείο γ' αναφερόμενα, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αναδρομική εφαρμογή τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας της έγκλησης που ορίζεται στο άρθρο 114 παρ. 1 ΠΚ, διότι κατ' αυτόν τον τρόπο απαιτεί ουσιαστικά συμμόρφωση του παθόντος σε μη ισχύον κατά το χρόνο υποβολής της μήνυσης-έγκλησης νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι, η δίωξη τότε ασκούνταν αυτεπάγγελτα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόρριψης του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου αρκεί η αναφορά ότι έχει ασκηθεί έγκληση για την ως άνω πράξη, καθόσον ο χρόνος υποβολής της έγκλησης προκύπτει από τη δικογραφία, δεν ασκεί δε έννομη επιρροή, εφόσον είναι προγενέστερος της 1-11-2019, που έληγε η προθεσμία που όριζε η διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του μοναδικού λόγου της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάστηκε, ως εντολοδόχος, για υπεξαίρεση ποσού 79.829,68 ευρώ, πράξη που τελέστηκε στις 17-11-2014 (άρθρο 375 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ), σε βάρος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “...”, ήδη δε “...” και μετά την αναγνώριση σ' αυτόν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα οχτώ (18) μηνών, η οποία ακολούθως ανεστάλη επί τριετία. Η ποινική δίωξη για την ανωτέρω πράξη, η οποία κατά το χρόνο τέλεσής της διωκόταν αυτεπαγγέλτως, ασκήθηκε μετά την από 9-7-2015 σχετική δήλωση της άμεσα παθούσας - υποστηρίζουσας την κατηγορία ως άνω εταιρίας, η οποία στην έγκληση αυτή ρητά ζητούσε την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για την τελεσθείσα σε βάρος της υπεξαίρεση, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη βούλησή της για την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, ενώ στην συνέχεια παραστάθηκε για να υποστηρίξει την κατηγορία εις βάρος του ήδη αναιρεσείοντος, τόσον στον πρώτο, όσον και στον δεύτερο βαθμό, χωρίς μάλιστα ο τελευταίος να προβάλει καμία αντίρρηση. Ήδη, η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 375 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ, διώκεται πλέον κατ' έγκληση (άρθρο 381 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), η δε άνω παθούσα την παραπάνω έγκλησή της δεν την είχε υποβάλλει εντός τριών μηνών από 17-11-2014, που φέρεται ότι τελέστηκε η πράξη.
Περαιτέρω από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό-ένσταση ισχυριζόμενος ότι η ως άνω εις βάρος του έγκληση για την παραπάνω πράξη υποβλήθηκε εκπρόθεσμα εκ μέρους της προαναφερθείσης ασφαλιστικής εταιρίας. Για τον ως άνω υποβληθέντα ισχυρισμό το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δέχθηκε επί λέξει ότι "Η προθεσμία για την άσκηση της έγκλησης αρχίζει 17/11/2014, που έληξε η προθεσμία των δέκα ημερών που έταξε η εγκαλούσα με την από 22-20-2014 δυνάμει της με αριθμό .../6-11-2014 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Β.”, ακολούθως από προφανή παραδρομή δέχθηκε ότι "η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα...”, εννοώντας προφανώς ότι η παραπάνω υποβληθείσα έγκληση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και στην συνέχεια απέρριψε "την ένσταση του ως άνω κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ελλείψεως εγκλήσεως”, όπως επί λέξει αναφέρεται σ' αυτήν (την απόφαση). Με βάση αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο με την άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό - ένσταση του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης έγκλησης, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αρκούσε η αναφορά ότι ασκήθηκε έγκληση από την παθούσα, ο χρόνος υποβολής της οποίας (9-7-2015), κατά τα αναφερόμενα από την παθούσα - υποστηρίζουσα την κατηγορία, αλλά και κατά την υπάρχουσα στη δικογραφία έγκληση, ήταν προγενέστερος της 1-11-2019, οπότε έληγε η προθεσμία που όριζε η διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού-ένστασης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ, είναι αβάσιμα. Κατά συνέπειαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση για αναίρεση της ως άνω προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 972/2021 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ πρέπει ακόμη να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς επίσης και η δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως ορίζεται ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-12-2021 (αριθμός καταθέσεως: …/27-12-2021) αίτηση του Ν. Π. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 972/2021 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στην δικαστική δαπάνη της υποστηρίζουσας την κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος που καθορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ