ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3470/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
[ΤΜΗΜΑ 13°]
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Μαρία Χρυσού Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου και από το Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουάριου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΚΑΘΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ... Α.Ε» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ..., με ΑΦΜ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Ασπρούδα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠοΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ - ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στον Αλιμο Αττικής, οδός ... με Α.Φ.Μ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Του ... του ..., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, οδός ..., με Α.Φ.Μ ... και 3) Του ... του ..., κατοίκου Αγίου Ιωάννη Ρέντη, οδός ... με Α.Φ.Μ ..., τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους Σταυρούλα Μπαλαρή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠοΔ.
Β. ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής επί της οδού ..., με ΑΦΜ ..., ως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας κατά τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 από την Τράπεζα Ελλάδος δυνάμει της υπ' αριθμ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (880/16.3.2017 ΦΕΚ τ.Β) η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υποχρέου διαδίκου διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός ...) και αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...» καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ... Α.Ε» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Ασπρούδα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠοΔ.
ΥΠΕΡ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ... Α.Ε» Λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ..., με ΑΦΜ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Ασπρούδα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠοΔ.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στον Αλιμο Αττικής, οδός ... με Α.Φ.Μ ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Του ... του ..., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, οδός ..., με Α.Φ.Μ ... και 3) Του ... του ..., κατοίκου Αγίου Ιωάννη Ρέντη, οδός ... με Α.Φ.Μ ..., τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους Σταυρούλα Μπαλαρή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠοΔ.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 11.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης .../2018 ανακοπή τους, καθώς και τους από 30.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης .../2019 πρόσθετους λόγους ανακοπής σε βάρος της εκκαλούσας Τράπεζας και κατά της με αριθμό 5706/2018 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 3.5.2018 επιταγής προς πληρωμή, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 57/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτοί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι και ακυρώθηκε η υπ’αριθμ. 5706/2018 Διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και η από 3.5.2018 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα -καθής η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, η οποία κατέθεσε ενώπιον του γραμματέα του ως άνω Πρωτοδικείου την από 17.2.2020 και με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2020 έφεσή της, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2020) η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 18.3.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην όμως κατά την ορισθείσα δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε Λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της Επικράτειας. Ακολούθως, σύμφωνα: α) με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του Ν.4690/2020 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης» και β) με την με αριθμό …/12.5.2021 Πράξη του Προέδρου Εφετών Αθηνών, ορίσθηκε η αναφερομένη ανωτέρω δικάσιμος, προς συζήτηση της ένδικης έφεσης και εγγράφηκε αυτή στο οικείο πινάκιο, η δε εγγραφή αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.1.2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε υπέρ της ως άνω εκκαλούσας και κατά των εφεσιβλήτων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο της 18.3.2021 κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της Επικράτειας και εν συνεχεία μεταφέρθηκε με την με αριθμό …/12.5.2021 Πράξη του Προέδρου Εφετών Αθηνών, στην αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο μαζί με την ως άνω έφεση, και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, η δε εγγραφή αυτή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση αμφοτέρων των υποθέσεων και κατά την εκφώνησή τους από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τα ως άνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου : α) η από 17.2.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2020 έφεση της εκκαλούσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ... Α.Ε» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2020), στρεφόμενη κατά της εκκαλουμένης, υπ' αριθμ. …/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) η από 21.1.2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «...», που άσκησε υπέρ της ως άνω εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...» και κατά των εφεσίβλητων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2021, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειας τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρ. 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβειτην ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 δημ. Νόμος, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης" (ΑΠ 368/2019 δημ. Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στο Μοσχάτο Αττικής ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «...», με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στις 26.1.2021 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ και κατά των καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση), κατ' εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ' αριθμ. .../28.1.2021, .../28.1.2021, .../1.2.2021 και .../1.2.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ...), άσκησε το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου αυτού Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...», επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, ως εκπροσωπείται νόμιμα, ειδικής διαδόχου της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «...», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... … Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «... ...», η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 220/1/13.3.2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την εκκαλούσα Τράπεζα, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 18.6.2019 συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου …/18.6.2019 στον Τόμο … με αύξοντα αριθμό …, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «...» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, (που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της Ιρλανδίας), η οποία, στη συνέχεια, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου …/18.6.2019 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η απαίτηση της εκκαλούσας - υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...», που απορρέουν από την ένδικη υπ' αριθμ. .../11.3.2002 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ... Α.Ε» καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...» και της πρώτης των εφεσιβλήτων ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως πιστούχου και των λοιπών των εφεσιβλήτων, ... του ..., και ... του ..., ως εγγυητών υπέρ της πιστούχου εταιρείας, καθ' ων η πρόσθετη παρέμβαση, κατά των οποίων δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «... ... Α.Ε» καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εκκαλούσα, πέτυχε την έκδοση της υπ’αριθμ. 5706/2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία οι εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να καταβάλλουν στην ανωτέρω τραπεζική εταιρεία αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον το ποσό των 153.962,59 ευρώ, για το υπόλοιπο της απαίτησής της που απορρέει από την ένδικη σύμβαση πιστώσεως πλέον των συμβατικών τόκων υπερημερίας από τις 14.3.2018 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής οι καθ'ών αυτής και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 11.5.2018 ανακοπή τους (η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2018) και τους από 30.10.2019 πρόσθετους λόγους (οι οποίοι κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης .../2019) και επ'αυτών, συζητουμένων αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 57/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία έγιναν δεκτοί η ανακοπή (και δη αμφότερες οι σωρευθείσες των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ ανακοπές των εφεσιβλήτων) και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ' άρθρ. 80, 81 και 83 ΚΠοΔ, νομιμοποιούμενης, της προσθέτως παρεμβαίνουσας προς άσκηση αυτής, κατ' εφαρμογήν των άνω διατάξεων και του άρθρ. 3 παρ. 2, 4 του Ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου - εκκαλούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας.
Με την από 11.5.2018 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1949/2018 και τους από 30.10.2019 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης .../2019, οι ανακόπτοντες - ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σε αυτούς λόγους, να ακυρωθεί η υπ’αριθμ. 5706/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και η από 3.5.2018 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάχθηκαν αυτοί αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον να καταβάλουν στην καθ' ής η ανακοπή - καθής οι πρόσθετοι Λόγοι το ποσό των 153.962,59 ευρώ, εντόκως, πλέον εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από την αναφερόμενη σε αυτήν σύμβαση δανείου. Επί της παραπάνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 57/2020 οριστική απόφαση (εκκαλούμενη) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτούς την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ακυρώνοντας την υπ’αριθμ. 5706/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την συμπροσβαλλόμενη από 3.5.2018 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της παραπάνω διαταγής πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθής η ανακοπή - καθής οι πρόσθετοι λόγοι, εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους περιεχόμενους σ' αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 57/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ώστε να απορριφθούν τόσο η από 11.5.2018 ανακοπή όσο και οι από 30.10.2019 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής των εφεσιβλήτων.
Από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνταικαι προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθ. .../11.3.2002 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η δικαιοπάροχος της καθ' ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα … ... ... Α.Ε», της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εκκαλούσα, χορήγησε πίστωση μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ στην πρώτη των εφεσίβλητων, πιστούχο εταιρεία, με τους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται στην παραπάνω σύμβαση. Την τήρηση των όρων της ως άνω συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από αυτήν, εγγυήθηκαν εγγράφως οι δεύτερος και τρίτος των εφεσίβλητων, παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως και ευθυνόμενοι για ολόκληρο το ποσό όπως η πιστούχος, αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλέτες. Για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης τηρήθηκε ο υπ' αριθ. ... (αλληλόχρεος) λογαριασμός, λόγω όμως μη τηρήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πιστούχου, ο παραπάνω λογαριασμός έκλεισε στις 8.5.2012 με ενήμερο συμβατικό επιτόκιο 4,29% και με χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 103.752,04 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε σε οριστική καθυστέρηση. Η εκκαλούσα με την από 8.5.2012 εξώδικη καταγγελία της, η οποία κοινοποιήθηκε στους εφεσιβλήτους στις 8.10.2012 (βλ. .../8.10.2012, .../8.10.2012 και .../8.10.2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...) κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση, γνώρισε στους εφεσίβλητους το κλείσιμο του ανωτέρω υπ' αριθ. ... λογαριασμού και τους κάλεσε να της καταβάλουν αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον το ως άνω υπόλοιπο, με επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο ήτοι συνολικά 4,29% κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από τις 9.5.2012 μέχρι εξόφλησης. Εν τω μεταξύ, η πρώτη εφεσίβλητη, είχε υποβάλει την από 28.2.2012 με αριθ. καταθ. …/2012 αίτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), με την οποία εξέθετε ότι με την υπ' αριθ. 533/2011 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, είχε ανοιχτεί η διαδικασία συνδιαλλαγής κατ' άρθρο 99 του ΠτΚ, όπως ίσχυε τότε και στις 24.2.2012 συνήφθη συμφωνία με το 61,61% του συνόλου των οφειλών αυτής, η οποία και επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθ. 1202/2013 απόφασή του. Στην ανωτέρω απόφαση προβλέπεται, όσον αφορά την ένδικη απαίτηση της καθ’ ης, η οποία δεν συμβλήθηκε στην παραπάνω συμφωνία, ότι αυτή περιορίζεται σε ποσοστό 75% της κύριας απαίτησης της και ότι το απαιτητό ποσοστό του 25% επί της απαίτησης της, ήτοι το ποσό των 26.000 ευρώ, θα καταβαλλόταν σε δύο (2) ισόποσες, άτοκες, ετήσιες δόσεις, της πρώτης δόσης καταβλητέας από την παρέλευση έτους από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής απόφασης, που επικύρωσε τη συμφωνία. Ουδόλως προέκυψε ότι η ως άνω υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφαση, έχει μέχρι σήμερα προσβληθεί με τριτανακοπή ή ότι ανακλήθηκε για οποιονδήποτε λόγο. Επομένως και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4013/2011, καθόσον δεν προβλεπόταν με αυτές λύση της επικυρωθείσας συμφωνίας που έχει επικυρωθεί δικαστικά (όπως προβλεπόταν στο άρθρο 105 ΠτΚ για τη διαδικασία συνδιαλλαγής), η κατά τα ως άνω επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης δεν μπορεί να ανατραπεί ακόμα και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, παράγοντας πλήρη έννομα αποτελέσματα έως σήμερα. Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι προ της παρελεύσεως έτους από τη δημοσίευση (στις 24.9.2012) της ως άνω υπ’αριθμ. 1162/2012 επικυρωτικής απόφασης, και δη στις 11.9.2013, η πρώτη των εφεσιβλήτων απέστειλε στην εκκαλούσα επιστολή, με την οποία της ζητούσε να της γνωστοποιήσει άμεσα τον λογαριασμό στον οποίο θα κατατίθετο το οριζόμενο με την ως άνω επικυρωτική απόφαση ποσό. Η απάντηση της εκκαλούσας στην ανωτέρω επιστολή της πρώτης εφεσίβλητης ήταν απολύτως αναγκαία, καθόσον κατά το χρόνο αυτό η εκκαλούσα, ως τούτο συνομολογείται από την ίδια και αναφέρεται στην ανωτέρω από 8.5.2012 εξώδικη καταγγελία της ένδικης σύμβασης που είχε απευθύνει στους εφεσιβλήτους, είχε κλείσει το σύνολο των λογαριασμών που τηρούσε η πρώτη των εφεσιβλήτων κατά τη διάρκεια λειτουργίας της (ένδικης σύμβασης) και ήταν αδύνατη η καταβολή του ποσού, χωρίς την κατά τα ως άνω σύμπραξή της (εκκαλούσας) στην προσήκουσα προσφορά της οφειλόμενης από την εφεσίβλητη παροχής. Ωστόσο και παρά την παραλαβή από την εκκαλούσα την ίδια μέρα (11.9.2013) της επιστολής των εφεσιβλήτων, όπως τούτο εμφαίνεται από την επισημείωση και τη υπογραφή επ'αυτής του υπαλλήλου της (εκκαλούσας) ..., η τελευταία ουδέποτε απάντησε στο παραπάνω αίτημα και δεν απέστειλε καμία σχετική ενημέρωση στην πρώτη εφεσίβλητη αναφορικά με τον λογαριασμό στον οποίο προτίθετο να καταθέσει η πρώτη εφεσίβλητη το ποσό της συμφωνίας εξυγίανσης, ανερχόμενο σε 26.000 ευρώ. Εν συνεχεία και μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών, διάστημα κατά το οποίο δεν προκύπτει ότι η εκκαλούσα επικοινώνησε καθ'οιονδήποτε τρόπο με την πρώτη των εφεσιβλήτων προκειμένου να καθορίσει τον τρόπο καταβολής της οφειλής της, όπως της ζητούσαν οι εφεσίβλητοι, η εκκαλούσα ισχυριζόμενη ότι αυτοί (οι εφεσίβλητοι), ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και έκαστος εις ολόκληρον, εξακολουθούν να της οφείλουν το ποσό των 153.962,59 ευφώ προερχόμενο από την ως άνω υπ’αριθμ. ... /11.3.2002 σύμβαση πιστώσεως, κατέθεσε την από 13.3.2018 αίτηση της, επισυνάπτοντας όλα τα παραπάνω έγγραφα της ένδικης σύμβασης, πετυχαίνοντας την έκδοση σε βάρος τους της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκαν οι εφεσίβλητοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και σε ολόκληρο έκαστος, το ως άνω ποσό των 153.962,59 ευρώ, το οποίο επικαλέστηκε η εκκαλούσα ότι αποτελούσε κατά τον παραπάνω χρόνο την οφειλή τους από την ένδικη σύμβαση, με επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο που ανερχόταν κατά τον παραπάνω χρόνο σε 3,27% κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από 14.3.2018 μέχρις εξόφλησης, ενώ επέδωσε σε αυτούς την από 3.5.2018 επίσης ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή. Με την υπ’αριθμ. 5055/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων) έγινε δεκτή η από 14.5.2018 αίτηση αναστολής των εφεσιβλήτων με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της επί τη βάσει της από 3.5.2018 επιταγής προς εκτέλεση, αναγκαστική εκτέλεση, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι θα γίνει δεκτή η ανακοπή των εφεσιβλήτων και θα ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τουλάχιστον κατά το ποσό που υπερβαίνει αυτό των 26.000 ευρώ. Με την από 27.3.2019 εξώδικη διαμαρτυρία πρόσκληση και δήλωση τους οι εφεσίβλητοι κάλεσαν την εκκαλούσα να τους γνωστοποιήσει στοιχεία Λογαριασμού, ώστε να προβούν εν τέλει στην καταβολή της πρώτης δόσης της οφειλής τους κατά τα οριζόμενα στην υπ’αριθμ. 1162/2012 επικυρωτική απόφαση της από 24.2.2012 συμφωνίας εξυγίανσης. Η εκκαλούσα, στις 20.5.2019, απέστειλε στους ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητους επιστολή της, με την οποία γνωστοποίησε σε αυτούς τον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό στον οποίο τους κάλεσε να καταθέσουν το ποσό της πρώτης δόσης προσαυξημένο όμως με τους τόκους όπως αναφέρει στην επιστολή της «του διαδραμόντος χρόνου από την πάροδο της ημερομηνίας καταβολής εκάστης δόσης που ορίστηκε κατά το διατακτικό της απόφασης, ήτοι από τις 25.9.2013 και 25.9.20145 αντίστοιχα μέχρι σήμερα και συνολικά ληξιπρόθεσμο οφειλόμενο ποσό των 35.189,3 ευρώ», αναγνωρίζοντας εν τέλει δια του τρόπου αυτού ότι οι εφεσίβλητοι δεν της οφείλουν το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτομενη διαταγή πληρωμή, αυτό των 153.962, 59 πλέον τόκων και εξόδων, αλλά το ποσό στο οποίο περιορίστηκε η απαίτησή της σύμφωνα με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης της. Στις 23.5.2019, η πρώτη εφεσίβλητη κατέβαλε στον παραπάνω λογαριασμό, με την αιτιολογία πρώτη δόση της υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφασης, το ποσό των 12.964,70 ευρώ και στις 11.10.2019, με την αιτιολογία δεύτερη δόση της υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφασης, το ποσό των 12.964,70 ευρώ, όπως αποδείχθηκε από τα αντίστοιχα παραστατικά της ... που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εφεσίβλητη, στα οποία και αναγράφεται η επιτυχής εκτέλεση και ολοκλήρωση των ως άνω συναλλαγών. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, ο οποίος επαναφέρεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσής της με τον οποίο αυτή υποστηρίζει ότι η απαίτησή της σε βάρος των εφεσιβλήτων δεν είναι εξοφλημένη λεκτέα τα ακόλουθα: Με την από 18.6.2019 επιστολή της η εκκαλούσα γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες και ήδη εφεσιβλήτους ότι η προερχόμενη από τη ένδικη σύμβαση απαίτησή της μεταβιβάστηκε στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...», η οποία ανέθεσε τη διαχείριση του συνόλου των απαιτήσεών της στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η απαίτηση από την ένδικη σύμβαση πιστώσεως στην εταιρεία με την επωνυμία «... … Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις». Τους διαβεβαίωσε μάλιστα πως θα μπορούσαν να πραγματοποιούν καταβολές στον ίδιο λογαριασμό που κατέβαλαν μέχρι πρότινος, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 της εν λόγω επιστολής της: «προκειμένου μία πληρωμή για την εξόφληση των οφειλών τους από τη σύμβαση να αποτελεί έγκυρη καταβολή θα πρέπει να περιλαμβάνουν πάντοτε στη σχετική εντολή πληρωμής τους τον ακόλουθο αριθμό αναφοράς: ...». Πράγματι από το με κωδικό συναλλαγής ... έγγραφο της ... που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, προκύπτει ότι κατά την εκ μέρους τους καταβολή του ποσού των 12.964,70 €, της δεύτερης δόση της οφειλής τους, στη σχετική εντολή πληρωμής έγινε χρήση του ανωτέρω αναφερόμενου αριθμού αναφοράς, η δε καταβολή πραγματοποιήθηκε σε λογαριασμό που είχε ήδη υποδειχθεί από την εκκαλούσα και ο οποίος κατά τον χρόνο της ανωτέρω καταβολής, ήτοι στις 11.10.2019, ήταν έγκυρος και ενεργός, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί με επιτυχία η εκ μέρους των εφεσιβλήτων καταβολή και εξόφληση της οφειλής τους. Επομένως το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης με το οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένη η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η απαίτησή της είναι εξοφλημένη, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον αποδείχθηκε ότι η σε βάρος των εφεσιβλήτων απαίτηση της εκκαλούσας έχει πράγματι εξοφληθεί ήδη από τις 11.10.2019, οπότε καταβλήθηκε προσηκόντως και η δεύτερη δόση την οποία προέβλεπε η συμφωνία εξυγίανσης και εφόσον η εκκαλούσα παρείχε την απαραίτητη σύμπραξη στην εφεσίβλητη υποδεικνύοντας τον τρόπο καταβολής της. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της σύμβασης εγγυήσεως στην επίδικη σύμβαση δανείου οι δεύτερος και τρίτος των εφεσιβλήτων ευθύνονται για την έκταση που έχει η κύρια οφειλή (άρθρο 851 ΑΚ) και στο βαθμό που ευθύνεται η πρωτοφειλέτιδα υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του σκέλους του πρώτου λόγου της κρινόμενης εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ο περιορισμός της απαίτησης της δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας εξυγίανσης δεν ισχύει για τους εγγυητές, δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ευθύνονται για το σύνολο του ποσού της απαίτησής της ως το ποσό αυτό είχε διαμορφωθεί πριν την απομείωσή του με την συμφωνία εξυγίανσης.
Με τα άρθρα 99 έως 106ι του ν.3588/2007 (ΠτΚ), όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν.4013/2011 προβλέπεται η διαδικασία εξυγίανσης, η οποία αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των δανειστών. Στις διατάξεις των άρθρων αυτών προβλέπονται, μεταξύ άλλων, ο σκοπός της διαδικασίας εξυγίανσης και τα πρόσωπα που μπορούν να υπαχθούν σ' αυτήν (άρθρο 99) το άνοιγμα της διαδικασίας με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη (άρθρα 100,101), η σύναψη και επικύρωση της συμφωνίας (άρθρα 106α και 106β), το περιεχόμενο της συμφωνίας (άρθρο 106ε), η επικύρωσή της από το δικαστήριο (άρθρο 106στ) και τα αποτελέσματα της επικύρωσης (άρθρα 106η). Ειδικότερα, για τον καθορισμό των πιστωτών που δύνανται να συνυπογράψουν τη συμφωνία και να προσμετρηθούν στα ποσοστά της παραγράφου 1 εφαρμόζεται αναλόγως το αρ. 105 παράγραφοι 2 και 3, ήτοι οι απαιτήσεις των πιστωτών οι οποίοι συμβάλλονται, ανεξάρτητα από τα προνόμια ή τις εμπράγματες ασφάλειες τους, θα πρέπει να υπήρχαν κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας της εξυγίανσης, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό αίρεση και να περιλαμβάνονται στον πίνακα πιστωτών που υποβλήθηκε στο δικαστήριο, κατά το αρ. 100 παρ. 3, οι οποίοι προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή έχουν αναγνωρισθεί ή πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού Δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων. Επίσης, η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως: α) τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη, η οποία, ενδεικτικά, δύναται να συνίσταταιστη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη, β) την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων, γ) τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητα τους ως πιστωτών είτε, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων ή εταίρων, δ) τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, ε) την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στ) την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτον με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση, περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης, ζ) τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτον ή σε εταιρία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο αρ. 1060, η) την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας- η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας, θ) το διορισμό προσώπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 106ζ του ως άνω νόμου, το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και είτε έχει ληφθεί νόμιμα απόφαση από τη συνέλευση των πιστωτών για την υπογραφή της από τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με το αρ. 106 παράγραφος 5, είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το αρ. 106α πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης: α. Αν δεν πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη, β. Αν πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται κατά την έννοια του αρ. 99 παράγραφος 2. γ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης Πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, ή παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού, δ. Αν η συμφωνία εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της, απαιτήσεις η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειας του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις. Εφόσον λοιπόν συντρέχουν άλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία όπως και στη συμφωνία του αρ.44 του ν.1892/1990 αλλά και στο ισχύον σχέδιο αναδιοργάνωσης των αρ.107 επ. ΠτΚ, αποτελεί όρο του ενεργού της συμφωνίας και της επέκτασης της δεσμευτικότητάς της στους πιστωτές που δεν συμφώνησαν. Ειδικότερα, κατ' αρ. 106η ΠτΚ, από την επικύρωση της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης, ενώ δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Η δέσμευση αυτή, παρά το γεγονός ότι επηρεάζει περιουσιακά δικαιώματα πιστωτών, οι οποίοι δεν έχουν συμβληθεί, είναι δικαιολογημένη εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού της εξυγίανσης των υπερχρεωμένων, αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων, ως αναγκαίος, στο μέτρο του επιτευχθέντος συμβιβασμού, περιορισμός των απαιτήσεων απάντων των πιστωτών, ακόμα και όσων δεν έλαβαν μέρος ή αντιτάχθηκαν στη συμφωνία (ΑΠ 521/2015, ΑΠ 963/2012). Κατά της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, η οποία ως απόφαση της εκούσιας Δικαιοδοσίας δεν παράγει μεν δεδικασμένο, αλλά διαπλάσσει νέα κατάσταση erga omnes (ΑΠ 1040/2009, ΑΠ 260/2008, ΕφΠατρ 95/2002, ΕφΘεσ 1031/2002, Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 1983, σελ. 47- 48, ... Καλαβρού, Ζητήματα δεδικασμένου διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, ΕλλΔνη 28.1185, ιδίως σελ. 1198, Ματθία, ΕλλΔνη 28.906), μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή, εντός της εκ του νόμου τασσόμενης προθεσμίας (βλ. άρθρο 106β παρ.8 και 7 ν.3588/2007), με την οποία ο έχων έννομο συμφέρον τρίτος ζητεί την ακύρωση της απόφασης, επικαλούμενος κάθε ισχυρισμό που βάλλει κατά της τυπικής ή ουσιαστικής ορθότητας της απόφασης. Ειδικότερα, στην περίπτωση επικύρωσης συμφωνίας που καταρτίστηκε με τη νόμιμη πλειοψηφία των πιστωτών προβληματικής επιχείρησης για τον περιορισμό των χρεών της, είναι δυνατόν να ασκηθεί τριτανακοπή από μη συμβληθέντα πιστωτή που δεσμεύεται από τη συμφωνία αυτή, με αίτημα να ακυρωθεί η τριτανακοπτόμενη απόφαση, τούτου βαρυνομένου με την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος του και των περιστατικών που συγκροτούν τους ειδικότερους Λόγους της τριτανακοπής του, με τους οποίους μπορεί να ισχυριστεί ότι η συμφωνία δεν είναι επικυρώσιμη είτε για Λόγους γενικούς (επί παραδείγματι η επιχείρηση δεν ήταν από τις αναφερόμενες στο νόμο, ή δεν τηρήθηκαν οι οριζόμενες στο νόμο πλειοψηφίες), είτε για λόγους που αφορούν τον ίδιο το μη συμβληθέντα, ισχυριζόμενος επί παραδείγματι ότι η συμφωνία τον θίγει πέραν του επιτρεπτού μέτρου, ή ότι έγινε με συμπαιγνία οφειλέτη και φιλικού πιστωτή του, προκειμένου να φαλκιδεύσουν τα δικαιώματα του (ΕφΑθ 4027/2009, ΕφΠειρ 173/2008, ΕφΑθ 4414/2005).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αΛλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ' αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη Λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΕφΛαρ 17/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 1248/2010, ΑΠ 340/2006, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με τους λόγους της ανακοπής τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής, επικαλούμενοι τις προεκτεθείσες συμφωνίες και την έκδοση της ανωτέρω υπ' αριθ. 1162/3.9.2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5706/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην καθ' ης το συνολικό ποσό των 153.962,59 ευρώ, καθώς και η από 3.5.2018 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, τυγχάνουν πράξεις άκυρες, αφενός διότι η καθ' ης με την έκδοσή τους παραβίασε τις παραπάνω αποφάσεις και την επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης η οποία εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, αφετέρου διότι δεν πληρούνταν οι τιθέμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής και επίσπευσης αναγκαστικής εκτελέσεως, των διατάξεων των άρθρων 624 παρ.1 και 915 του ΚΠολΔ ηρτημένης της αναβλητικής αιρέσεως περί ισχύος της συμφωνίας εξυγίανσης. Ειδικότερα με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι η καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα άσκησε καταχρηστικά τα δικονομικά της δικαιώματα έκδοσης διαταγής πληρωμής και επίσπευσης αναγκαστικής εκτελέσεως αποκρύπτοντας από τον Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής την ύπαρξη και την ισχύ από τις 24.2.2012 της συμφωνίας εξυγίανσης η οποία προέβλεπε διάφορο και πολύ ευνοϊκότερο για την ανακόπτουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη τρόπο απόσβεσης της οφειλής της προερχόμενης από την ένδικη σύμβαση πιστώσεως, η δε κτήση κατά τα ως άνω του ανακοπτόμενου εκτελεστού τίτλου και η θέση σε κίνηση της ανακοπτόμενης εκτελεστικής διαδικασίας συνιστά επιδίωξη είσπραξης με αθέμιτο και καταχρηστικό τρόπο του μέρους της απαίτησης που αποσβέστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι η ανωτέρω από 24.2.2012 συμφωνία εξυγίανσης της πρώτης των ανακοπτόντων με τους πιστωτές της, από την επικύρωσή της με την ως άνω υπ’αριθμ. 1162/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 1202/2013 του ιδίου Δικαστηρίου), δέσμευε το σύνολο των πιστωτών της οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονταν από αυτήν, ακόμη και αν δεν ήταν συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης, όπως η καθ' ης, η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα μέχρι την παύση της ισχύος της επικυρωτικής απόφασης δια ανακλήσεως και κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης κατ'άρθρο 758 ΚΠολΔ ή τριτανακοπής, πράξεις οι οποίες ουδόλως αποδείχθηκε ότι έχουν λάβει χώρα μέχρι σήμερα. Περαιτέρω προέκυψε ότι οι εφεσίβλητοι με την από 11.9.2013 επιστολή τους η οποία παραλήφθηκε την ίδια ημέρα από υπάλληλο της εκκαλούσας την ενημέρωσαν άμεσα για την παραπάνω συμφωνία εξυγίανσης, και την κάλεσαν να τους γνωστοποιήσει τον τρόπο καταβολής της οφειλής τους προς αυτήν, όπως αυτή καθορίστηκε με την παραπάνω απόφαση, και δη με την υπόδειξη τραπεζικού Λογαριασμού εφόσον ο λογαριασμός που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης είχε ήδη κλείσει από τις 8.5.2012 και είχε μεταφερθεί σε άλλο λογαριασμό καθυστέρησης από την εκκαλούσα. Ωστόσο η τελευταία αποδείχθηκε ότι δεν συνέπραξε στην εκ μέρους της εφεσίβλητης προσήκουσα προσφορά της παροχής της και δεν γνωστοποίησε στους εφεσίβλητους τον τρόπο καταβολής της οφειλής τους, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με βάση την ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης. Αντιθέτως ασκώντας καταχρηστικά τα δικονομικά της δικαιώματα αιτήθηκε με την από 13.3.2018 αίτησή της την έκδοση διαταγής πληρωμής για το σύνολο του ποσού του χρεωστικού καταλοίπου εκ ποσού 153.962,59 ευρώ, αποκρύπτοντας από τον Δικαστή που την εξέδωσε ότι υπήρχε ήδη από το έτος 2012 εν ισχύ συμφωνία εξυγίανσης επικυρωθεία από το Δικαστήριο, η οποία περιόριζε κατά πολύ το ποσό της οφειλής της. Μόνον αφότου έγινε δεκτή η από 14.5.2018 αίτηση των εφεσιβλήτων για την αναστολή εκτελέσεως της ανακοπτόμενης υπ’αριθμ. 5706/2018 διαταγής πληρωμής και της παρά πόδας αυτής από 3.5.2018 επιταγής προς πληρωμή και μετά την εξώδικη διαμαρτυρία τους με την από 27.3.2019 επιστολή τους για την συνεχιζόμενη υπερημερία της εκκαλούσας να τους γνωστοποιήσει αριθμό Λογαριασμού στον οποίο θα μπορούσαν να της καταβάλλουν την πρώτη δόση της ανωτέρω συμφωνίας εξυγίανσης, αυτή τους απέστειλε την από 20.5.2019 επιστολή της, με την οποία δήλωνε αριθμό Λογαριασμού κατάθεσης της πρώτης δόσης της ένδικης οφειλής, όπως αυτή είχε καθοριστεί ως άνω με την συμφωνία εξυγίανσης, την οποία παρανόμως επιβάρυνε με τόκους υπερημερίας, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η ίδια κατέστη υπερήμερη, καθώς δεν προέβη στην αναγκαία σύμπραξη προκειμένου η ανακόπτουσα να εκπληρώσει την οφειΛή της (αρ. 351 παρ. 1 Α.Κ.), μη, ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση της ανακόπτουσας να δηλώσει αριθμό Λογαριασμού για την κατάθεση αυτής.
Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων αποδεικνύεται ότι καταχρηστικώς και αντίθετα με τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών, η εκκαλούσα προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος των εγφεσιβλήτων, εφόσον επέσπευσε την έκδοσή της μετά από μακρά αδράνεια αυτής και μολονότι γνώριζε ότι υπήρχε σε ισχύ επικυρωμένη με δικαστική απόφαση συμφωνία εξυγίανσης που την δέσμευε έναντι των ανακοπτόντων, η οποία προέβλεπε ευνοϊκότερο τρόπο απόσβεσης από το χρεωστικό κατάλοιπο του μεταξύ τους αλληλόχρεου Λογαριασμού, την οποία (συμφωνία) απέκρυψε στην αίτησή της για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Η συμπεριφορά αυτή της καθ' ης η ανακοπή απέχει πολύ από την συμπεριφορά, που επιβάλλεται να επιδεικνύουν οι Τράπεζες, οι οποίες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές προσώπων, έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πελατών τους, αφού, από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και, για τον λόγο αυτόν, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπληρώσεως των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Την ίδια αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού της έργου, οφείλει, εκάστη Τράπεζα και έναντι των εγγυητών (πελατών αυτής ή μη) (ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ2012.417, ΕΑ 676/2016 ΔΕΕ206.684). Ασκηση, δε, ουσιαστικού δικαιώματος συνιστά και η δια της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή (ΟλΑΠ 2/2019 και ΟλΑΠ 16/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ορθώς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ως κατ' ουσίαν βάσιμο και ακύρωσε, τόσον, την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, όσο και την παρά πόδα αυτής γεγραμμένη επιταγή προς πληρωμή. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν όλοι οι λόγοι ένδικης εφέσεως ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού Δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματος τους να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας καικαθής η ανακοπή (κατ' ακριβολογία της καθής αμφότερες οι σωρευόμενες ανακοπές) και της αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας κατ'ισα μέρη κατά τις διατάξεις των άρθρων 180, 180 παρ.3, 183 ημιπ. α' και β' και 184 εδ. α' και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Για τη δικηγορική αμοιβή εφαρμοστέο είναι το άρθρο 58 παρ. 3 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) σε συνδυασμό με το Παράρτημα I του Κώδικα αυτού. Η δικηγορική αμοιβή θα πρέπει να υπολογιστεί ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της απαίτησης δι' ην η διαταγή πληρωμής, ενόψει της ήδη καταδίκης στα δικαστικά έξοδα με την διαταγή πληρωμής και του μη επιδεχόμενου χρηματική αποτίμηση διαπλαστικού και δη ακυρωτικού αιτήματος αμφότερων των σωρευόμενων ανακοπών, ήτοι τόσο της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, όσο και της ανακοπής κατά της εκτέλεσης [έτσι ορθά Πανταζόπουλος Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (2019), σελ. 377, όπου και παραπομπές στην αντίθετη άποψη στην υποσ. 1287] κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας της εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που προκαταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της από αυτήν, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ: Α) την από 17.2.2020 με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2020 έφεση με Β) την από 21.1.2021 με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2021, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ως άνω εκκαλούσας και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για το δεύτερο βαθμό Δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων πενήντα (850,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό .../2020 παράβολου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που κατατέθηκε από την ως άνω εκκαλούσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 4/7/2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ