Απόφαση

Αριθμός 1993/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Χρυσούλα Πλατιά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... A.E.”, το οποίο εδρεύει στον Δήμο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτού, ήτοι από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “...” και τον διακριτικό τίτλο “....”. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Πουρνάρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Μ. του Γ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευγένιο Αρετάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-12-2014 ανακοπή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 294/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 47/2019 του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 16-5-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την κρινόμενη από 16.5.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 643, 591 παρ. 1 περ. α' και 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τον Ν. 4335/2015), υπ' αριθ. 47/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης, το οποίο, αφού δέχθηκε την από 30.8.2017 έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την υπ' αριθ. 294/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που είχε απορρίψει τις σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο από 4.12.2014 ανακοπές της κατά α) της υπ' αριθ. 521/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων και β) της από 13.11.2014 επιταγής προς πληρωμή, στη συνέχεια, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, ακύρωσε τις ανωτέρω διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ανακοπής της αναιρεσίβλητης, με τον οποίο η τελευταία ισχυρίσθηκε ότι έχει επέλθει ελευθέρωσή της, ως εγγυήτριας, γιατί η δανείστρια Τράπεζα (αναιρεσείουσα) επέδειξε βαριά αμέλεια από την οποία κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησής της από την πρωτοφειλέτρια εταιρία. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι ο παρεπόμενος χαρακτήρας της εγγύησης. Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ και την επέλευση της έννομης συνέπειας της απελευθέρωσης του εγγυητή, είναι οι εξής: α) Η αδυναμία του δανειστή να ικανοποιήσει την απαίτησή του από τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια αδυναμία θα υπάρχει, συνήθως, λόγω πτώχευσης του πρωτοφειλέτη ή περιέλευσής του σε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση, που δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή από αυτόν (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1216/2019, ΑΠ 1886/2014). β) Η αδυναμία ικανοποίησης να οφείλεται σε πταίσμα του δανειστή, ενώ αρκεί οποιοσδήποτε βαθμός πταίσματος, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δόλο ή βαριά και ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη, ενώ ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός, μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του χρέους, αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1073/2015, ΑΠ 419/2013). γ) Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πταισματικής συμπεριφοράς του δανειστή που έλαβε χώρα μετά την κατάρτιση της εγγύησης και της αδυναμίας ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια, όμως, δεν υπάρχει, αν ο πρωτοφειλέτης στερείτο ανέκαθεν περιουσιακών στοιχείων, οπότε η αδυναμία ικανοποίησης ήταν εξ αρχής δεδομένη, ανεξαρτήτως από την τυχόν καθυστέρηση του δανειστή. Η αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή, έχει μία χρονική διάσταση, έτσι ώστε να είναι απαραίτητο για την πλήρη θεμελίωσή της να ελέγχονται διάφορα χρονικά σημεία και όχι μόνο ο χρόνος κατά τον οποίο ο δανειστής αποφασίζει να στραφεί κατά του αναξιόχρεου πλέον οφειλέτη. Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων φέρει ο εγγυητής, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει, εκτός των άλλων, ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποια ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε και ποια η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή του (ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 2205/2009, ΑΠ 48/2001). Περαιτέρω, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτήν ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α' ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1216/2019). Εξάλλου, ο ορισμός της αμέλειας και δη με την αφηρημένη ελαφρά μορφή της, ως στοιχείου πταίσματος θεμελιωτικού λόγου ευθύνης, τόσο ενδοσυμβατικής όσο και αδικοπρακτικής (άρθρο 914 ΑΚ), δίδεται με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β' ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του (ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1159/2020). Στον Αστικό Κώδικα δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας. Έτσι, με κριτήριο την βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, ως βαριά αμέλεια θεωρείται αυτή, όταν η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή (ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1159/2020, ΑΠ 18/2009, ΑΠ 1534/2008), ενώ η έννοια της αμέλειας είναι νομική και, επομένως, η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για το βαθμό της αμέλειας, ελέγχεται αναιρετικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 1073/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της εφεσιβλήτου (ήδη αναιρεσείουσας), ως πιστώτριας και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “...”, ως πιστούχου συνήφθη η υπ' αριθμ. ... σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, μέχρι του ποσού των ευρώ 115.000. Εν συνεχεία α) με την υπ' αριθμ. ... πρόσθετη πράξη αύξησης ορίου πιστώσεως, αυξήθηκε το πιστωτικό όριο της αρχικής συμβάσεως κατά το ποσό των ευρώ 285.000 και η πίστωση ανήλθε στο ποσό των ευρώ 400.000, β) με την με αριθμό ... αυξητική σύμβαση, η πίστωση αυξήθηκε κατά το ποσό των 100.000 ευρώ και ανήλθε συνολικά στο ποσό των 500.000 ευρώ και γ) με την με αριθμό ... αυξητική σύμβαση, η πίστωση αυξήθηκε κατά το ποσό των 200.000 ευρώ και ανήλθε συνολικά στο ποσό των 700.000 ευρώ. Η καθ' ης η ανακοπή ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 521/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων δυνάμει της οποίας επιτάσσεται η ανακόπτουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) να καταβάλει το ποσό των 395.410,65 ευρώ (καθώς εγγυήθηκε μόνο για το ποσό των 400.000 ευρώ) υπογράφοντας την πρώτη πρόσθετη πράξη μόνο και όχι και τις λοιπές) το οποίο προέκυψε από τη λειτουργία της υπ' αριθμ. ... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ... η καθ' ης η ανακοπή προχώρησε σε κατάσχεση ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου δύο αυτοτελών ανεξάρτητων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) ισογείου ορόφου (μεθ' υπογείου) εκτάσεως 196,64 τ.μ. και του δευτέρου ορόφου εκτάσεως 130 τ.μ. με τον πλειστηριασμό να έχει οριστεί για τις 30-9-2015. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η καθ' ης (ήδη αναιρεσείουσα) από δικό της πταίσμα αδυνατεί να ικανοποιηθεί από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία “...” Ειδικότερα, σαφώς συνάγεται ότι η καθ' ης δανείστρια υποχρεούτο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της ως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών και επομένως όφειλε και μπορούσε να πράξει τα ακόλουθα: α) να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης της πολύ νωρίτερα προτού να διογκωθεί το χρέος..., εγκαίρως, όταν η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία είχε την οικονομική δυνατότητα, διαθέτουσα την άδεια πρακτορείου τύπου, με σοβαρό καθαρό ποσοστό κέρδους 18,5% επί της αξίας των διακινούμενων εντύπων και αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία και δεν ήταν αναξιόχρεη, διότι θα μπορούσε να προβεί σε κατάσχεση των κινητών (εντύπων, αυτοκινήτων και χρημάτων), όταν θα κάλυπταν πλήρως την απαίτηση της προτού αυξήσει το πλαφόν δανεισμού και επιτρέψει έτσι την υπερδιόγκωση της οφειλής της β) να επιδιώξει έστω την λήψη νέας εγγυήσεως από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία είτε από τρίτον εγγυητή, προκειμένου να παρέχει αυξημένη πίστωση, γ) θα μπορούσε να διενεργήσει ως δανείστρια, εγκαίρως τον επιβαλλόμενο έλεγχο, απαιτώντας την παροχή όλων των σχετικών στοιχείων πληροφοριών και λογιστικών εγγραφών από την πρωτοφειλέτιδα, πράγμα που παρέλειψε να πράξει, με αποτέλεσμα, λόγω της παράλειψης της αυτής, να διογκωθούν τα ελλείμματα στην διαχείριση της πρωτοφειλέτιδος. Τις ανωτέρω δυνατότητες ενεργείας που έχει ο μέσος συναλλασσόμενος πολίτης, έχει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια Τράπεζα, όπως η καθ' ης που διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό (οικονομολόγους, διαχειριστές επισφαλειών, λογιστές, νομικούς συμβούλους ειδικούς στο τραπεζικό δίκαιο), και επομένως είναι περισσότερο ικανή να προβλέπει κάθε συναλλακτικό κίνδυνο πολύ ταχύτερα και επαρκέστερα από τον μέσο πολίτη. Ωστόσο, η καθ' ης παρά τη γνώση της ότι η πιστούχος εταιρεία είχε λάβει πλήθος δανειακών προϊόντων, ενεργώντας τουλάχιστον με βαριά αμέλεια, αύξησε - και μάλιστα σχεδόν διπλασιάζοντας- την πίστωση της προς την πιστούχο εταιρεία τα έτη 2006 και 2007, μέχρι το ποσό των 700.000 σε ύψος που κάθε λογικός και ελάχιστα επιμελής άνθρωπος θα μπορούσε να προβλέψει ότι αυτή δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει. Η καθ' ης επομένως, έχοντας στη διάθεση της όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και από την βάση δεδομένων "Τειρεσίας" γνώριζε ή τουλάχιστον επιδεικνύοντας ελάχιστη επιμέλεια μπορούσε να γνωρίζει, ότι η πιστούχος εταιρεία, και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, Σ. Μ., είχαν δημιουργήσει οφειλές που ξεπερνούν το ποσό των επτά εκατομμυρίων ευρώ (7.000.000 €), το μεγαλύτερο μέρος του οποίου υφίστατο την 16η Οκτωβρίου του 2007, προχώρησε στην αύξηση της πιστώσεως κατά το ποσό των 200.000 €, ανερχόμενη έτσι στο ποσό των ευρώ 700.000 €. Ωστόσο η έστω και ελάχιστα επιμελής δανείστρια Τράπεζα, δεν θα μπορούσε να αγνοήσει ότι η οφειλέτρια εταιρεία είχε αναλάβει τεράστιες δανειακές υποχρεώσεις, τις οποίες με μεγάλη πιθανότητα, δεν 0α μπορούσε να αποπληρώσει, δεδομένης και της μειωμένης πιστοληπτικής της ικανότητας κατά το χρόνο των τελευταίων αυξήσεων (έτη 2006-2007). Ειδικότερα, η πιστούχος εταιρεία είχε αναλάβει το έτος 2001 από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... σύμβασης πίστωσης του λογαριασμού, πίστωση ποσού ευρώ 117.388,11 αυξηθείσα στο συνολικό ποσό των ευρώ 914.000, δυνάμει των υπ. αριθμ. ..., ... ..., ... και ... πράξεων μεταβολής ύψους σύμβασης πίστωσης ανοιχτού λογαριασμού, ποσού ευρώ 220.000, 325.000, 440.000, 550.000 και 914.000 αντίστοιχα. Το έτος 2005 η πιστούχος είχε αναλάβει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Λ.Ε. δυνάμει της υπ' αριθμ. ... σύμβασης πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό το ποσό των ευρώ 200.000, το οποίο ανήλθε στο ποσό ευρώ 300.000, δυνάμει των υπ' αριθμ. ... και ... συμβάσεων αυξήσεως του ορίου πίστωσης... Επίσης, από το έτος 2003, όπου η πιστούχος εταιρεία εκκίνησε την συνεργασία με την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "7..." έως το έτος 2009 και είχε δημιουργήσει οφειλές ποσού ευρώ 3.310.120,11... Η αισθητή μείωση του κύκλου εργασιών, των πωλήσεων και της πελατείας πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ήδη από τις αρχές του έτους, 2006 λόγω του υψηλού ανταγωνισμού και της γενικότερης οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό - με τον υπερβολικό και χωρίς φειδώ δανεισμό στον οποίο είχε περιέλθει κατά το χρόνο σύναψης της επιδίκου συμβάσεως και δη κατά το χρόνο αυξήσεως των ορίων πιστώσεως, ήτοι κατά τα έτη 2006 και 2007 και τον οποίο εγνώριζε η καθ' ης, οδήγησαν στην ταμειακή της δυσχέρεια και αδυναμία με αποτέλεσμα εν τέλει να καθίσταται η πιστούχος όλως αναξιόχρεη. Η δραματική μείωση των κερδών της, προκύπτει άλλωστε και από τους ισολογισμό της πιστούχου εταιρείας, η οποία σημειωτέον είναι ανώνυμη εταιρεία, γεγονός που σημαίνει ότι τα οικονομικά της στοιχεία υπόκεινται σε πλήρη δημοσιότητα και διαφάνεια, ενώ τα κέρδη της παρουσιάζουν αισθητή μείωση από τη χρήση του 2002 έως το 2007. Η καθ' ης αύξησε κατά τα έτη 2006 και 2007 την πίστωση κατά το ποσό των 300.000, ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των ευρώ 700.000, την στιγμή που τα κέρδη της εταιρείας είχαν μειωθεί δραματικά, ήτοι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%, σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα δυο έτη. Το γεγονός ότι η τρίτη πρόσθετη πράξη δεν ενεργοποιήθηκε όπως ισχυρίζεται η καθ' ης δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς το ποσό της σχετικής πίστωσης (ήτοι 200.000 ευρώ) εκταμιεύθηκε σταδιακά και συνεπώς οφείλεται. Έτσι η καθ' ης η Τράπεζα αντί να επιδείξει συναλλακτική συμπεριφορά αναμενόμενη από τον μέσο συναλλασσόμενο δανειστή, επέδειξε τουλάχιστον βαριά αμέλεια, προχωρώντας χωρίς εξασφαλίσεις σε αλόγιστη χορήγηση πιστώσεων στην πρωτοφειλέτιδα, ανερχομένη στο υψηλότατο ποσόν των 700.000 €. Η καθ' ης Τράπεζα αμέλησε επί μακρόν να καταδιώξει την πρωτοφειλέτρια και ουδέποτε επεδίωξε εγκαίρως την είσπραξη του χρέους, ενώ είχε την δυνατότητα προς τούτο, δεδομένου μάλιστα ότι το έτος 2008 η πρωτοφειλέτρια ανέλαβε επιπλέον α) από την ..., δυνάμει της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως πίστωση ποσού ευρώ 50.000, β) από την ... Συνεταιριστική Τράπεζα δυνάμει της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου, το ποσό των ευρώ 100.000, γ) από την Συνεταιριστική Τράπεζα …, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως ανοιχτού λογαριασμού, το ποσό των ευρώ 240.000, γεγονός που επέτεινε τον κίνδυνο μη εισπράξεως της απαιτήσεως της.... Η καθ' ης ωστόσο, υπαίτια ματαίωσε την ικανοποίηση της από τη πρωτοφειλέτρια που εν τω μεταξύ περιήλθε σε αδυναμία να καταβάλει την οφειλή της κι έτσι κατέστη αναξιόχρεη και αφερέγγυα από δικό της βαρύ πταίσμα (της δανείστριας) κατά τα ανωτέρω. Η καθ' ης μπορούσε να προβλέψει το γεγονός τούτο και μπορούσε επίσης να ενημερώσει σε εύλογο σύντομο χρονικό διάστημα για την εν λόγω υποτιθέμενη επιβεβλημένη ή μη παράταση ή ανανέωση της σύμβασης εγγυήσεως εξασφαλίζοντας την απαίτηση της, καθόσον μάλιστα ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η συμμετοχή της ανακόπτουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) στο διοικητικό συμβούλιο της πιστούχου ήταν τυπική, ότι η ανακόπτουσα δεν είχε καμία αρμοδιότητα διαχείρισης αυτής και ότι διαμένει μόνιμα στην Αθήνα ασκώντας το επάγγελμα της φαρμακοποιού, όπως της είχε δηλωθεί κατά την υπογραφή της μοναδικής πρόσθετης πράξης στην οποία συμβλήθηκε η αιτούσα. Ωστόσο, η καθ' ης από δικό της βαρύ, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πταίσμα κι ενώ μπορούσε να ενεργήσει εγκαίρως τα δέοντα, καταχρηστικά και χωρίς ενημέρωση της εγγυήτριας ανακόπτουσας, προέβη στην παράταση της σύμβασης εγγυήσεως καλύπτοντας έτσι νέες απαιτήσεις της ή άλλες δοσοληψίες της πρωτοφειλέτριας κι αυτό εν αγνοία της ανακόπτουσας”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσίβλητης ως προς το μέρος που αφορούσε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, με τον οποίο αυτή ισχυρίσθηκε ότι έχει επέλθει ελευθέρωσή της ως εγγυήτριας, γιατί η δανείστρια Τράπεζα (αναιρεσείουσα) επέδειξε βαριά αμέλεια από την οποία κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από την πρωτοφειλέτρια εταιρία και, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που είχε απορρίψει τον ως άνω λόγο ως αόριστο, άλλως ως μη νόμιμο, δίκασε επί του λόγου αυτού, τον δέχτηκε ως βάσιμο κατ' ουσία και ακύρωσε α) την υπ' αριθ. 521/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 395.410,65 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και β) την από 13.11.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την παραδοχή της ένστασης της αναιρεσίβλητης περί ελευθέρωσής της ως εγγυήτριας, που αυτή είχε προτείνει με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα τόσο της ύπαρξης ή μη πταίσματος (και συγκεκριμένα βαριάς αμέλειας) της αναιρεσείουσας Τράπεζας, όσο και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του πταίσματος αυτής και της αδυναμίας ικανοποίησής της από την πρωτοφειλέτρια, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 862 του ΑΚ, την οποία έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, Α) δέχεται ότι η αναιρεσείουσα δανείστρια Τράπεζα αδράνησε επί μακρόν να καταδιώξει την πρωτοφειλέτρια και δεν επιδίωξε εγκαίρως την είσπραξη του χρέους της από αυτήν, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές σχετικά με το ακριβές χρονικό διάστημα κατά το οποίο λειτούργησε η μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση παροχής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε ο λογαριασμός αυτός από την αναιρεσείουσα, τον χρόνο κατά τον οποίο εστράφη δικαστικώς η τελευταία κατά της πρωτοφειλέτριας προς είσπραξη της κατ' αυτής απαίτησης, τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο όφειλε η αναιρεσείουσα να κλείσει τον εν λόγω λογαριασμό και να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη της απαίτησής της από αυτήν, καθώς και εάν, κατά τον τελευταίο αυτόν χρόνο, η πρωτοφειλέτρια εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της από την ως άνω σύμβαση, ώστε να επιτρέπεται η συνέχιση της πιστοδότησης, ή είχε ήδη περιέλθει σε υπερημερία ως προς την πληρωμή των εξ αυτής ληξιπρόθεσμων οφειλών της, ώστε να δικαιολογείται η καταγγελία από την αναιρεσείουσα της σύμβασης πίστωσης, και, έτσι, να κριθεί, αν η καθυστέρηση της καταγγελίας επηρέασε αρνητικά την είσπραξη του χρέους από την πρωτοφειλέτρια, και Β) δέχεται ότι η αναιρεσείουσα αμέλησε "να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης της πολύ νωρίτερα προτού να διογκωθεί το χρέος εγκαίρως, όταν η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία.... δεν ήταν αναξιόχρεη, διότι θα μπορούσε να προβεί σε κατάσχεση των κινητών (εντύπων, αυτοκινήτων και χρημάτων), όταν θα κάλυπταν πλήρως την απαίτηση της προτού αυξήσει το πλαφόν δανεισμού και επιτρέψει έτσι την υπερδιόγκωση της οφειλής της”, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές σχετικά με την οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτριας εταιρίας πριν γίνει αναξιόχρεη και συγκεκριμένα χωρίς να προσδιορίζεται α) πότε ακριβώς αυτή κατέστη αναξιόχρεη και β) ποια ήταν η αξία των αναφερόμενων ως άνω περιουσιακών στοιχείων που αυτή διέθετε "πολύ νωρίτερα προτού διογκωθεί το χρέος”, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια, αν η αδυναμία ικανοποίησης της αναιρεσείουσας ήταν ή όχι εξ αρχής δεδομένη και, συνακόλουθα, αν η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά της θα είχε ή όχι, λογικά, ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή της σε συγκεκριμένο χρόνο, στοιχείο που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ. Έτσι, εξαιτίας όλων των ανωτέρω ελλείψεων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της ως άνω διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε για τα ανωτέρω κρίσιμα ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, οι δεύτερος, κατά το πρώτο και τρίτο σκέλος, και τέταρτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, από τον αρ. 19 (κατ' εκτίμηση ως προς το δεύτερο λόγο και όχι από τον αρ. 1) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, της εκ πλαγίου παραβίασης, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, του προαναφερόμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμοι. Σημειώνεται, ότι οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι επαρκώς ορισμένοι παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης, καθόσον η αναιρεσείουσα αναφέρει στο αναιρετήριο την παραβιασθείσα διάταξη ουσιαστικού δικαίου, την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και, έστω και συνοπτικά, τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου (ΔιοικΟλΑΠ 14/2010, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 626/2019, ΑΠ 763/2018).
ΙV. Κατ` ακολουθίαν τούτων, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ως άνω κριθέντων ως βασίμων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που δίκασε, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτήν, για το παραδεκτό της αίτησης, παραβόλου. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 47/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτήν παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ