ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 779/2023 Διοικητική εκτέλεση - Ατομική ειδοποίηση προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής - Εκτελεστότητα - Έφεση επί ανακοπής - Όρια δικαστικού ελέγχου - Αυτεπάγγελτη εξέταση του εκπροθέσμου της ανακοπής από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο - Παραπομπή στην επταμελή σύνθεση

Αριθμός:
779
Έτος:
2023
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Ημ. Δημοσίευσης:
08/05/2023
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΔΕΕ, 7/2023, σελ. 970 - 975
ECLI:
ECLI:EL:COS:2023:0508A779.17E3325
Αρ. Λέξεων:
5098
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχήν μόνο τα διατυπούμενα με την έφεση παράπονα και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή η οποία ασκήθηκε απαραδέκτως. Στην προκειμένη περίπτωση το διοικητικό εφετείο, κρίνοντας ότι η ανακοπή ήταν απορριπτέα (και) ως εκπρόθεσμη, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης την οποία θα έπρεπε να έχει προβάλει κατ’ έφεση το Δημόσιο. Κι αυτό, γιατί στην πρωτόδικη απόφαση ούτε διαλαμβάνεται κρίση περί εμπροθέσμου της ανακοπής ούτε και ενυπάρχει, έστω σιωπηρώς τέτοια κρίση, ώστε να υπονοείται κρίση περί εμπροθέσμου ασκήσεώς της, αλλά, απορρίφθηκε για άλλους λόγους απαραδέκτου. Υπό τα δεδομένα αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του κρίνοντας επί μη μεταβιβασθέντος κεφαλαίου, αλλά, επιτρεπτώς στήριξε το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης και σε συμπληρωματική αιτιολογία (αντίθ.μειοψ.). Ατομική ειδοποίηση, καθ’ ο μέρος με αυτή προσδιορίσθηκαν το πρώτον οι μέχρι της έκδοσής της προσαυξήσεις λογίζεται ότι έχει εκτελεστό χαρακτήρα, υποκείμενη σε ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ, καθόσον έτσι ο οφειλέτης, εφόσον θεωρεί ότι η Διοίκηση προβαίνει σε παράνομο υπολογισμό των προσαυξήσεων, δύναται να επιτύχει έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς να παραμένει σε εκκρεμότητα ζήτημα με σοβαρές γι’ αυτόν συνέπειες και να απαιτείται να προβάλει τις αιτιάσεις του κατά του κεφαλαίου των προσαυξήσεων μεταγενεστέρως και μόνο. Παραπέμπει στην επταμελή σύνθεση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 779/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Βασίλειος Αραβαντινός, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Φραντζέσκα Γιαννακού, Κασσιανή Μαρίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λάμπρος Ρίκος.
Για να δικάσει την από 11 Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση:
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Σίνη (Α.Μ. 20198), που τον διόρισε με πράξη ο Πρύτανής,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με την Ιωάννα Ρουσσιά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Πανεπιστήμιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1020/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Βασιλείου Αραβαντινού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε στις 26.1.2019 και 17.1.2023 σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου, στις 18.1.2023 σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και στις 16.2.2023 σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση νομίμως ασκήθηκε χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η αναίρεση της 1020/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος πανεπιστημίου κατά της 413/2007 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 8.9.2005 ανακοπή του αναιρεσείοντος, με την οποία είχε ζητηθεί: α) να αναγνωρισθεί ότι μη νόμιμα επιβλήθηκαν εις βάρος του προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ/μα 356/1974, Α΄ 90) ποσού -μέχρι τον Απρίλιο του 2005- 729.839,78 ευρώ και να αναγνωρισθεί και η μη νομιμότητα της επιβολής τους για το μέλλον και β) να ακυρωθεί η προσθήκη των ως άνω προσαυξήσεων επί ταμειακώς βεβαιωθέντος χρέους ποσού 1.159.079,29 ευρώ.
3. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Με τις .../19.3.2003 πράξεις του Προϊσταμένου της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης βεβαιώθηκαν ταμειακώς εις βάρος του αναιρεσείοντος πανεπιστημίου ποσά, αντιστοίχως, 490.224,06 και 650.496,76 ευρώ, τα οποία καταλογίστηκαν εις βάρος του, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις .../28.5.2002 και .../28.5.2002 πράξεις του Υφυπουργού Οικονομικών. Η εκτέλεση των ως άνω καταλογιστικών πράξεων ανεστάλη με τις 1239 και 1240/26.6.2003 αποφάσεις του Ι΄ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι να εκδοθούν οριστικές αποφάσεις, επί των εκκρεμών κατά των πράξεων αυτών εφέσεων. Ακολούθως, στις 6.6.2006 δημοσιεύθηκαν οι 1220 και 1221 οριστικές αποφάσεις του ίδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι εφέσεις. Με την από 8.9.2005 ανακοπή του (ημερομηνία κατάθεσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης: 15.9.2005), το αναιρεσείον ισχυρίσθηκε ότι στις 18.4.2005 έλαβε [σχετικώς] το .../8.4.2005 έγγραφο του Προϊσταμένου της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, που επιγράφεται «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών», με το οποίο εκλήθη να καταβάλει εντός 15 ημερών συνολικό ποσό 1.888.919,07 ευρώ (1.159.079,29 ευρώ ως κεφάλαιο και 729.839,78 ευρώ ως προσαυξήσεις), προέβαλε δε ότι, εφόσον από 26.6.2003 είχε ανασταλεί η εκτέλεση των καταλογιστικών πράξεων του Υφυπουργού Οικονομικών, μη νόμιμα υπολογίστηκαν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το χρονικό διάστημα από 26.6.2003 έως 8.4.2005, και ζήτησε, ως εκ τούτου, να αναγνωρισθεί ότι μη νομίμως καταλογίσθησαν εις βάρος του οι προαναφερόμενες προσαυξήσεις ύψους 729.839,78 ευρώ. Με την πρωτόδικη απόφαση, η ανωτέρω ανακοπή του αναιρεσείοντος απερρίφθη ως απαράδεκτη με τη σκέψη ότι το πιο πάνω έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης «επείχε θέση απλής ανακοίνωσης» και δεν αποτελούσε, κατ’ άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη ούτε έφερε τα κατά το άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. στοιχεία ώστε να αποτελεί την κατά το άρθρο αυτό ατομική ειδοποίηση και να μπορεί έτσι να θεωρηθούν συμπροσβαλλόμενες οι σχετικές ταμειακές βεβαιώσεις, ακόμη δε και αν το εν λόγω έγγραφο είχε εκτελεστότητα ως προς την επιβολή των προσαυξήσεων, δεν προσβαλλόταν με ενεστώς έννομο συμφέρον, αφού δεν είχαν [ακόμη] ληφθεί μέτρα εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος κατ’ άρθρο 9 του Κ.Ε.Δ.Ε., οπότε και μόνον θα μπορούσε να ελεγχθεί και η νομιμότητα των προσαυξήσεων. Το αναιρεσείον άσκησε έφεση, με την οποία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με την αναιρεσιβαλλόμενη ήδη απόφαση κρίθηκαν τα εξής: «2. Επειδή, από το άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 Α΄ 97) συνάγεται, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης της διάταξης, ότι με ανακοπή προσβάλλονται εκείνες οι πράξεις της διοικητικής εκτέλεσης, που αποσκοπούν στην ικανοποίηση της απαίτησης του Δημοσίου με αναγκαστικό πλειστηριασμό της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη (άρθρο 9 του Κ.Ε.Δ.Ε.), ενώ ενέργειες του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., που προηγούνται ή έπονται των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας ως αποτελούσες «τύπο» για την περαίωσή τους (π.χ. έγγραφη παραγγελία του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. προς το δικαστικό επιμελητή για την κατάσχεση, σύνταξη πίνακα χρεών) ή με τις οποίες ενημερώνεται ο φερόμενος ως οφειλέτης ότι πρόκειται να ληφθούν εις βάρος του μέτρα διοικητικής εκτέλεσης, στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλονται με ανακοπή [...] 4. Επειδή το Δικαστήριο τούτο, λαμβάνοντας αρχικά υπόψη του το .../8.4.2005 έγγραφο του Προϊσταμένου της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, επιγραφόμενο ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπροθέσμων Χρεών», όπου εντύπως αναφέρεται επί λέξει: «Επειδή μέχρι σήμερα δεν έχετε ανταποκριθεί στις σχετικές προσκλήσεις μας για την τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σας στο Δημόσιο, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη λήψη εις βάρος σας μέτρων, όπως προβλέπεται από το νόμο. Θεωρήσαμε όμως σκόπιμο, πριν από κάθε ενέργεια μας προς αυτήν την κατεύθυνση, να σας καλέσουμε και πάλι για την τακτοποίηση των παρακάτω οφειλών σας μέσα σε 15 ημέρες από την έκδοση της ειδοποίησης αυτής. Οι ληξιπρόθεσμες δόσεις επιβαρύνονται με προσαύξηση για κάθε μήνα καθυστέρησης. Οι προσαυξήσεις έχουν υπολογιστεί μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της παρούσης. Κεφάλαιο 1.159.079,29, τόκοι 0,00, προσαυξήσεις 729.839,78, σύνολο απαιτητό 1.888.919,07 [...]», κρίνει ότι το έγγραφο αυτό επέχει θέση απλής ανακοίνωσης και δεν αποτελεί παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, λόγω του πληροφοριακού του χαρακτήρα. Συνακολούθως, το έγγραφο αυτό, εξ αιτίας του ότι δεν περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από την διάταξη του άρθρου 4 του Κ.Ε.ΔΕ., δηλαδή τα στοιχεία του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος, στο οποίο ανήκει, τον αριθμό και την χρονολογία του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογία πληρωμής του χρέους ή κάθε δόσης, σε περίπτωση που είναι καταβλητέο σε δόσεις, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι προσβάλλονται οι .../19.3.2003 ταμειακές βεβαιώσεις (πρβλ. ΣΕ 1639/2003), κατά των οποίων το εκκαλούν [και ήδη αναιρεσείον] άσκησε τις από 19.5.2003 ανακοπές του και οι οποίες απερρίφθησαν από τις 328 και 326/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β΄), με δικονομικό αποτέλεσμα η ανωτέρω από 15.9.2005 ανακοπή του εκκαλούντος να αποτελεί άσκηση δευτέρας ανακοπής από το ίδιο πρόσωπο κατά της ίδιας πράξης, έστω και αν με αυτήν προβάλλονται διαφορετικοί λόγοι (αναφορικά με το κεφάλαιο των προσαυξήσεων). Επιπροσθέτως, κατά τα προεκτεθέντα, η από 15.9.2005 ανακοπή του εκκαλούντος ήταν απορριπτέα και ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (τριακονθήμερη προθεσμία άσκησης ανακοπής), διότι σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το εκκαλούν ισχυρίζεται με το δικόγραφο της κρινομένης εφέσεως ότι, στις 18.4.2005, του κοινοποιήθηκε η προαναφερόμενη .../8.4.2005 ατομική ειδοποίηση της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία έλαβε γνώση της επιβάρυνσής του με τις επίδικες προσαυξήσεις των 729.839,78 ευρώ. Ακολούθως, ως προς το αιτητικό της εν λόγω από 15.9.2005 ανακοπής του εκκαλούντος περί αναγνωρίσεως κατά την διαδικασία εκδικάσεως της διαδικασίας διαφορών διοικητικής εκτέλεσης της μη νομιμότητος των ανωτέρω προσαυξήσεων, μέχρι 8.4.2005 ποσού 729.839,78 ευρώ δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να επανέλθει με νέα πράξη επιβολής προσαυξήσεων για το χρονικό διάστημα από 9.4.2005 έως 6.6.2006 (χρόνος δημοσίευσης των οριστικών αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των εφέσεων με αίτημα την ακύρωση των καταλογιστικών πράξεων του Υφυπουργού Οικονομικών), καθώς το αίτημα να αναγνωριστεί ότι μη νόμιμα το εφεσίβλητο επέβαλε μέχρι τον Απρίλιο του 2005 αλλά και στο μέλλον, δια των αρμοδίων οργάνων, εις βάρος του εκκαλούντος προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 6 παρ. 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. ποσού 729,839,78 ευρώ, απαραδέκτως υποβάλλεται κατά την εν λόγω ειδική διαδικασία των άρθρων 216 και επ. του Κ.Διοικ.Δικ., κατά την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία, εάν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες, να ακυρώσει ολικώς ή μερικώς ή να τροποποιήσει την προσβληθείσα πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 225 του Κ.Δ.Δ. Επομένως, ενόψει της συρροής των ανωτέρω δικονομικών λόγων απόρριψης της από 15.9.2005 ανακοπής του εκκαλούντος η εκκαλουμένη, έστω και αν με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, κατέληξε σε νόμιμη και ορθή κρίση περί απορρίψεως της ανακοπής αυτής ως απαράδεκτης και η περί του αντιθέτου κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.».
4. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου από 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ως εξής: «3. [Ως ισχύει, κατόπιν της αντικαταστάσεώς της με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, Α΄ 240]. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, για το παραδεκτό των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκούνται μετά την 1.1.2011 απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι τόσο του κατά την παράγραφο 4 ελαχίστου ποσού της διαφοράς, όσο και της προβολής των κατά την παράγραφο 3 ισχυρισμών σχετικά με τη νομολογία. Επομένως, και επί διαφοράς, με χρηματικό αντικείμενο που δεν υπολείπεται του ελάχιστου νομίμου ορίου, ή η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, η αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς, μόνον όταν προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του αναιρετικού αγομένης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Επομένως, σε περίπτωση επίκλησης εκ μέρους του αναιρεσείοντος έλλειψης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή αντίθεσης της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία ενός εκ των ανωτάτων δικαστηρίων, θα πρέπει, η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα πρόταση ή προκύπτει από την υπαγωγή του οικείου δικανικού συλλογισμού. Μόνον τέτοιοι ισχυρισμοί είναι παραδεκτοί και εξετάζονται κατά τη βασιμότητά τους, εφ’ όσον δε, και καθ’ ό μέρος, γίνουν και κατ’ ουσίαν δεκτοί, η αίτηση αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος, κρίνεται, από της απόψεως αυτής, παραδεκτή και εκδικάζεται περαιτέρω (ενδεικτικά ΣτΕ 1849/2018).
5. Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 14.9.2017, το δε ποσό της διαφοράς που άγεται κατ’ αναίρεση υπερβαίνει, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψεις 2-4), το τιθέμενο από τις ανωτέρω διατάξεις όριο των 40.000 ευρώ.
6. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, με την επάλληλη αιτιολογία ότι «4. […] η από 15.9.2005 ανακοπή του εκκαλούντος ήταν απορριπτέα και ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (τριακονθήμερη προθεσμία άσκησης ανακοπής), διότι σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το εκκαλούν ισχυρίζεται με το δικόγραφο της κρινομένης εφέσεως ότι στις 18.4.2005 του κοινοποιήθηκε η προαναφερόμενη .../8.4.2005 ατομική ειδοποίηση της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία έλαβε γνώση της επιβάρυνσής του με τις επίδικες προσαυξήσεις των 729.839,78 ευρώ.». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Εφετείο, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων για τα όρια της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ιδίως άρθρο 97 του Κ.Δ.Δ.), έκρινε, κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του σχετικού ζητήματος, ότι η ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει αχθεί ενώπιόν του, κατόπιν άσκησης έφεσης από το Δημόσιο, το οποίο καίτοι νικήσας διάδικος, θα είχε έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης για τον συγκεκριμένο λόγο. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης βάσει του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προβάλλεται ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι αντίθετη προς πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, γίνεται δε επίκληση ειδικότερα των αποφάσεων ΣτΕ 775/2016, 2231/2013, 1885/2012, 1037/2003.
7. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Τμήμα άποψη, την οποία διατύπωσαν ο Πρόεδρος Ι. Γράβαρης, η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου και οι Πρόεδροι Φ. Γιαννακού και Κ. Μαρίνου, ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος. Διότι, ναι μεν, όπως παγίως γίνεται δεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 79 (παρ. 1), 93 (παρ. 1), 95, 97 (παρ. 1 και 2), και 98 (παρ. 1) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97), που ισχύουν και επί ανακοπής (άρθρα 226 παρ. 1, 97 και 224 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ.Δ., ΣτΕ 2621/2014) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχήν μόνο τα διατυπούμενα με την έφεση παράπονα του εκκαλούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή η οποία ασκήθηκε απαραδέκτως· στην προκειμένη, όμως, περίπτωση το διοικητικό εφετείο, κρίνοντας, κατά τ’ ανωτέρω, ότι η ανακοπή ήταν, πάντως, απορριπτέα (και) ως εκπρόθεσμη, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης την οποία θα έπρεπε, όπως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, να έχει προβάλει κατ’ έφεση το Δημόσιο. Τέτοια πλημμέλεια ούτε υπήρχε ούτε, συνεπώς, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο λόγου εφέσεως. Κι αυτό, γιατί στην πρωτόδικη απόφαση ούτε διαλαμβάνεται κρίση περί εμπροθέσμου της ανακοπής ούτε και ενυπάρχει, έστω σιωπηρώς τέτοια κρίση, ώστε να υπονοείται κρίση περί εμπροθέσμου ασκήσεώς της, αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε για άλλους λόγους απαραδέκτου. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του κρίνοντας επί μη μεταβιβασθέντος κεφαλαίου (τέτοιο κεφάλαιο δεν υπήρχε), αλλά, επιτρεπτώς κατ’ άρθρ. 98 παρ. 4 Κ.Δ.Δ. στήριξε το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης και σε συμπληρωματική αιτιολογία (πρβλ. ΣτΕ 828/2015 σκ. 7, ΣτΕ 3157/1979, 4089/1991, 749/1989 υπό τον Κ.Φ.Δ. αλλά και ΑΠ 1566/1998). Κατόπιν αυτών, άλλωστε, τίθεται και ζήτημα απαραδέκτου της προβολής του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως από την άποψη του ν. 3900/2010, διότι η ως άνω νομολογία που επικαλείται το αναιρεσείον ως αντίθετη έκρινε πάντως επί πραγματικού αποδοχής και όχι απορρίψεως, όπως εν προκειμένω, του ενδίκου βοηθήματος στον πρώτο βαθμό. Αν και κατά την άποψη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, η προαναφερθείσα πάγια νομολογία καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις ακόμη και εκείνη της συγκεκριμένης υποκαταστάσεως αιτιολογίας. Κατά τη μειοψηφίσασα άποψη, επί εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεσμεύεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα και δύναται να εκφέρει κρίση μόνον επί των συγκεκριμένων κεφαλαίων της πρωτοβάθμιας απόφασης τα οποία έχουν αχθεί ενώπιόν του με την ασκηθείσα έφεση. Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνώμη που μειοψήφισε, εν προκειμένω έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως το εκπρόθεσμο της ασκηθείσας ανακοπής, δεδομένου ότι η υπόθεση δεν μεταβιβάσθηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό στο Διοικητικό Εφετείο, και, συνεπώς, η κρίση του αυτή, που σχετίζεται με την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της έφεσης, έρχεται σε αντίθεση προς την προαναφερθείσα νομολογία του ΣτΕ και ο σχετικός λόγος αναίρεσης παρίσταται βάσιμος.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, επίσης, ότι έσφαλε το δικάσαν Δικαστήριο δεχόμενο ότι έγγραφο όπως το ανωτέρω .../8.4.2005, επιγραφόμενο ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» δεν συνιστά εκτελεστή πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με ανακοπή του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, εφεξής Κ.Δ.Δ.), όταν με την τελευταία αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, η επιβολή και ο υπολογισμός των οποίων, έπεται της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, δεν αποκλείεται δε να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνουσα, το πρώτον, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, κατόπιν παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την, εκ μέρους του, πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης, βάσει του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ σχετικά με το αν ασκείται παραδεκτώς ανακοπή κατά εγγράφου της αρμόδιας αρχής -το οποίο τιτλοφορείται μεν ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» και με το οποίο καλείται ο οφειλέτης να καταβάλει την οφειλή του- αλλά τούτο δεν περιέχει όλα τα απαραίτητα, κατ’ άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., στοιχεία, στην περίπτωση, κατά την οποία, το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει νέο στοιχείο σχετικά με την έκταση της οφειλής, όπως είναι ο υπολογισμός προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. Προβάλλεται, επίσης, ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ ως προς το νομικό ζήτημα της δυνατότητας άσκησης ανακοπής κατά ατομικής ειδοποίησης, ως προς μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, όταν έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως άλλη ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, στην οποία δεν τέθηκε ζήτημα για τη νομιμότητα επιβολής των προσαυξήσεων, για τον λόγο ότι αυτές δεν είχαν ανακύψει. Στην περίπτωση δε που η ατομική ειδοποίηση με την οποία γνωστοποιείται μεταγενέστερα η επιβολή προσαυξήσεων δεν προσβάλλεται αυτοτελώς αλλά θεωρείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι αυτή της ταμειακής βεβαίωσης, τότε, η ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης θα θεωρείται ως δεύτερη ανακοπή κατά της ίδιας πράξης, με αποτέλεσμα να συντρέχει σοβαρός περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, διότι η επιβολή προσαυξήσεων καθίσταται απρόσβλητη και ανέλεγκτη δικαστικά.
9. Επειδή, ως προς το νομικό ζήτημα που τίθεται με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης δεν προκύπτει πράγματι η ύπαρξη νομολογίας του ΣτΕ και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι, από την άποψη αυτή, παραδεκτός.
10. Επειδή, με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 217 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. κατά των εκτελεστών πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, με βάση τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90, όπως ισχύει), οι οποίες (πράξεις) αποσκοπούν στην πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης, της οποίας επιδιώκεται η είσπραξη (όπως είναι η ταμειακή βεβαίωση, η κατασχετήρια έκθεση κ.λπ.), παρέχεται στον οφειλέτη του Δημοσίου το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (ΣτΕ 837/2016, 392/2017, 4411/2011, 1984/2018). Εξ άλλου, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ο Κ.Ε.Δ.Ε. προέβλεπε τα εξής (πριν την τροποποίησή του με τον ν. 4224/2013, Α´ 288) «Άρθρον 1 1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. 2. […] Άρθρον 2 Όργανα εισπράξεως - Νόμιμος τίτλος 1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους έχει ανατεθή η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου [...] 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται […] Άρθρον 4 Ατομική ειδοποίησις 1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται επί πειθαρχική αυτού ευθύνη να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, δυνάμενος και να κοινοποιήση ταύτην, περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. Η ειδοποίησις αύτη αποστέλλεται προς τον οφειλέτην διά της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ή δι’ υπαλλήλων του Δημοσίου Ταμείου […] 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. […] Άρθρον 5 Ληξιπρόθεσμον χρεών […] Άρθρον 6 Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής 1. (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 1882/1990, Α´ 43) Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής […] 2. Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής. Άρθρον 7 Χρόνος λήψεως αναγκαστικών μέτρων. Από της επομένης ημέρας καθ’ ην κατά το άρθρον 5 του παρόντος Ν. Διατάγματος τα χρέη προς το Δημόσιον καθίστανται ληξιπρόθεσμα ο Διευθυντής του Ταμείου δικαιούται εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών διά το καθυστερούμενον μέρος του χρέους.». Κατά τις ως άνω διατάξεις, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή των κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες συνιστούν κύρωση λόγω μη εμπρόθεσμης εξόφλησης βεβαιωμένου χρέους προς το Δημόσιο, είναι να έχει καταστεί το χρέος ληξιπρόθεσμο κατά την έννοια του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., δηλαδή όχι μόνο να είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά να έχει περιέλθει στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο, να έχει βεβαιωθεί σ’ αυτό ταμειακώς και να έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 προθεσμία, μετά τη συμπλήρωση της οποίας, η απαίτηση αυτή, μπορεί να εισπραχθεί με διοικητική εκτέλεση (ΣτΕ 1538/2015 επταμ. με περαιτέρω παραπομπές). Επίσης, η εν λόγω προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής συνεισπράττεται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 6 παρ. 2) με την κύρια οφειλή (ΣτΕ 367/2002, 2027/2000, 473/1989 Ολομ.), η δε είσπραξή της μπορεί να επιδιωχθεί με τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (πρβλ. ΣτΕ 367/2002). Όπως δε έχει κριθεί (ΣτΕ 2080/2014 7μ.), με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 και 7 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 217 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. «οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μη ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλομένη (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος), είσπραξη των χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη, όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί επικαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος. Στο πλαίσιο αυτό, ο οφειλέτης του Δημοσίου, εις βάρος του οποίου έχει ήδη γίνει η εν ευρεία εννοία βεβαίωση του οφειλομένου ποσού, την οποία μπορεί, κατά κανόνα, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης, πληροφορείται, με κοινοποίηση προς αυτόν της ταμειακής βεβαιώσεως του χρέους ή της ατομικής ειδοποιήσεως, την νομιμότητα της οποίας δύναται, βεβαίως, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή δίκης περί την εκτέλεση, ότι υπάρχει πλέον εις βάρος του νόμιμος τίτλος (εν στενή εννοία βεβαίωση) και ότι έχει ήδη καταστεί οφειλέτης. Εννοείται ότι, χωρίς την κοινοποίηση αυτή, δεν μπορεί να χωρήσει εγκύρως η περαιτέρω διαδικασία (βλ. ΣτΕ 1566/2012, 4417/2011). Έννομη συνέπεια τούτου είναι το μεν ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ευθέως εκ του νόμου (άρθρο 5 ΚΕΔΕ) πότε το βεβαιωμένο χρέος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο, το δε, ευθέως πάλι εκ του νόμου (άρθρο 7 ΚΕΔΕ), ότι από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, είναι δυνατή η λήψη εις βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους.».
11. Επειδή, κατά τον χρόνον έκδοσης του ενδίκου ως άνω .../8.4.2005 εγγράφου ίσχυε το άρθρο 67 του π.δ. 16/1989 (Α΄ 6), με το οποίο (π.δ.) ρυθμίζονται ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών καθώς και των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών (ΣτΕ 2274-2275/2017), και στο οποίο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (ήτοι μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 8 του π.δ. 2/1999, Α´ 2), ορίζονται τα εξής: «Ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών 1. Οι εκδότες ή άλλοι υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. εκδίδουν με βάση τους τίτλους είσπραξης ατομικές ειδοποιήσεις για τους οφειλέτες σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄) για την καταβολή της οφειλής τους. Κάθε ατομική ειδοποίηση πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο ή την επωνυμία του οφειλέτη και τη διεύθυνση αυτού, τον αριθμό της ειδοποίησης, το είδος της οφειλής και το συνολικό ποσό αυτής, τον αριθμό των δόσεων και την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης. Για τις οφειλές που καταβάλλονται "εφάπαξ" σημειώνεται αυτό καθώς και η ημερομηνία καταβολής. Κάθε ατομική ειδοποίηση καταχωρίζεται στο βιβλίο ατομικών ειδοποιήσεων ονομαστικά από το οποίο παίρνει και τον αύξοντα αριθμό. Ο αριθμός της ειδοποίησης καταχωρίζεται στις αντίστοιχες εγγραφές των τίτλων είσπραξης και των ατομικών δελτίων χρεών. Στο τέλος κάθε τίτλου είσπραξης γίνεται πράξη από τον αρμόδιο υπάλληλο ότι εκδόθηκαν όλες οι ατομικές ειδοποιήσεις και υπογράφεται απ’ αυτόν. 2. […] 3. […] 4.- Ειδικές ειδοποιήσεις εκδίδονται πριν την έκδοση παραγγελίας κατάσχεσης ή προγράμματος πλειστηριασμού. Οι ειδοποιήσεις αυτές καταχωρίζονται σε ξεχωριστά βιβλία "ατομικών ειδοποιήσεων προ κατάσχεσης" και "ατομικών ειδοποιήσεων προ πλειστηριασμού". 5.- Όλες οι ατομικές ειδοποιήσεις στέλνονται στους οφειλέτες με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛ-ΤΑ), ή με υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. ή με κοινοποίηση διαμέσου οποιασδήποτε αρχής. 6. Οι ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών αποστέλλονται: α) Η αρχική ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης οφειλής, η οποία είναι μηχανογραφημένη, είτε από Γραφείο Βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ., είτε από την Κεντρική Βάση του ΚΕΠΥΟ και β. Η ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης του ληξιπροθέσμου χρέους, καθώς και οι επόμενες ειδοποιήσεις των ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης, από το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών.».
12. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 67 του π.δ. 16/1989 προβλέπεται η αποστολή από τη Δ.Ο.Υ. στον οφειλέτη ειδικής ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων χρεών (“ειδοποίηση προ κατασχέσεως”), μέσω δε αυτής γνωστοποιείται στον οφειλέτη η επικείμενη λήψη εις βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ήδη, η συγκεκριμένη ειδική πρόσκληση / ειδοποίηση προ κατασχέσεως ενσωματώθηκε στον Κ.Ε.Δ.Ε. με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 4224/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 7 του Κ.Ε.Δ.Ε, ως “Ατομική Ειδοποίηση Υπερημερίας”: «1. Αναγκαστικά μέτρα δεν λαμβάνονται πριν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 στον υπόχρεο, οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο, ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται: α) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και τα στοιχεία του υπόχρεου, β) ο Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, εφόσον έχει εκδοθεί, γ) η ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, καθώς και παραπομπές στον αντίστοιχο αριθμό και χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή στον αριθμό του νόμιμου τίτλου, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προθεσμιών, ημερομηνιών καταβολής και αριθμού δόσεων, δ) το είδος και το ποσό της οφειλής, ε) η εντολή καταβολής του ποσού της οφειλής, στ) ο τρόπος πληρωμής του ποσού της οφειλής, ζ) μνεία ότι οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ή οι τόκοι του άρθρου 6 του παρόντος υπολογίζονται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτής, η) μνεία ότι, εφόσον ο υπόχρεος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο υπόχρεος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του, εντός της ανωτέρω προθεσμίας. 2. Δεν απαιτείται η κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρημάτων ή χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του υπόχρεου ή τρίτου. 3. Η κατά το παρόν άρθρο κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή. 4. [...]» (βλ. και την οικεία εισηγητική έκθεση).
13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο ως άνω .../8.4.2005 έγγραφο, καθ’ ο μέρος με αυτό προσδιορίσθηκαν το πρώτον οι μέχρι της εκδόσεώς του προσαυξήσεις τις οποίες, κατά τη Διοίκηση, όφειλε το αναιρεσείον και των οποίων εκείνο αμφισβητούσε αυτοτελώς τη νομιμότητα για τους προεκτεθέντες λόγους, λογίζεται, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι είχε εκτελεστό χαρακτήρα, υποκείμενο σε ανακοπή του άρθρου 217 Κ.Δ.Δ. Έτσι, ο μεν οφειλέτης, εφόσον θεωρεί ότι η Διοίκηση προβαίνει σε παράνομο υπολογισμό των προσαυξήσεων, δύναται να επιτύχει έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς να παραμένει σε εκκρεμότητα ζήτημα με σοβαρές γι’ αυτόν συνέπειες και να απαιτείται να προβάλλει τις αιτιάσεις του κατά του κεφαλαίου των προσαυξήσεων μεταγενεστέρως και μόνον με την άσκηση ανακοπής κατά των κατασχετηρίων πλέον εκθέσεων των άρθρων 10, 30 και 36 του Κ.Ε.Δ.Ε.· παράλληλα δε και το Δημόσιο δεν ζημιούται από την ταχύτερη επίλυση της σχετικής αμφισβητήσεως. Επομένως, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα κατά της .../8.4.2005 ατομικής ειδοποίησης ασκήθηκε απαραδέκτως κατά μη εκτελεστής πράξεως, είναι μη νόμιμη, ο σχετικός ως άνω λόγος λόγος αναιρέσεως παρίσταται βάσιμος.
14. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος και πλοκής των ως άνω νομικών ζητημάτων, το Τμήμα υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 εδάφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση, με δικάσιμο την 12 Ιουνίου 2023 και εισηγητή τον Σύμβουλο Β. Αραβαντινό.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, σύμφωνα με το αιτιολογικό. Ορίζει δικάσιμο την 12 Ιουνίου 2023 και εισηγητή τον Σύμβουλο Β. Αραβαντινό.
Η διάσκεψη έγινε στις 26 Ιανουαρίου 2019, στις 17 και 18 Ιανουαρίου και στις 16 Φεβρουαρίου 2023
Ο Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος Ο Γραμματέας
Ιωάννης Β. Γράβαρης Λάμπρος Ρίκος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2023.
Ο Πρόεδρος του Στ´ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ´ Τμήματος
Ιωάννης Β. Γράβαρης Σταυρούλα Χάρου
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα