Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχήν μόνο τα διατυπούμενα με την έφεση παράπονα και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή η οποία ασκήθηκε απαραδέκτως. Στην προκειμένη περίπτωση το διοικητικό εφετείο, κρίνοντας ότι η ανακοπή ήταν απορριπτέα (και) ως εκπρόθεσμη, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης την οποία θα έπρεπε να έχει προβάλει κατ’ έφεση το Δημόσιο. Κι αυτό, γιατί στην πρωτόδικη απόφαση ούτε διαλαμβάνεται κρίση περί εμπροθέσμου της ανακοπής ούτε και ενυπάρχει, έστω σιωπηρώς τέτοια κρίση, ώστε να υπονοείται κρίση περί εμπροθέσμου ασκήσεώς της, αλλά, απορρίφθηκε για άλλους λόγους απαραδέκτου. Υπό τα δεδομένα αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του κρίνοντας επί μη μεταβιβασθέντος κεφαλαίου,
αλλά, επιτρεπτώς στήριξε το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης και σε συμπληρωματική αιτιολογία
(αντίθ.μειοψ.). Ατομική ειδοποίηση, καθ’ ο μέρος με αυτή προσδιορίσθηκαν το πρώτον οι μέχρι της έκδοσής της προσαυξήσεις λογίζεται ότι έχει εκτελεστό χαρακτήρα, υποκείμενη σε ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔΔ, καθόσον έτσι ο οφειλέτης, εφόσον θεωρεί ότι η Διοίκηση προβαίνει σε παράνομο υπολογισμό των προσαυξήσεων, δύναται να επιτύχει έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς να παραμένει σε εκκρεμότητα ζήτημα με σοβαρές γι’ αυτόν συνέπειες και να απαιτείται να προβάλει τις αιτιάσεις του κατά του κεφαλαίου των προσαυξήσεων μεταγενεστέρως και μόνο. Παραπέμπει στην επταμελή σύνθεση.