Απόφαση

ΑΡΙΘΜΟΣ 141/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου - Εισηγήτρια και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Γ. Β. του Α. και 2) Π. Μ. του Γ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Καρτσιούνη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 331/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. …/2022 κοινή αίτησή τους αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2022.
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αρ. …/2022 κοινή αίτηση - δήλωση των Γ. Β. του Α. και Π. Μ. του Γ., κατοίκων ... που κατατέθηκε στον Γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, για αναίρεση της με αρ. 331/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.1 και 4 και 504 ΚΠΔ) και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ Δ’ και Ε’ΚΠΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος) που περιέχει με ποινή ακυρότητας, μεταξύ άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί το εκ του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ δικαίωμα τούτου να πληροφορηθεί την κατηγορία που του αποδίδεται και να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Ακριβής δε είναι ο καθορισμός της πράξης όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά κολάσιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξεως και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής αποφάσεως, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση. Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 σε συνδυασμό με το άρθρο 172 παρ.1 του ΚΠΔ, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο αυτής. Αν προβληθεί από τον κατηγορούμενο που εμφανίσθηκε στη δίκη και προέβαλε αντιρρήσεις στην πρόοδο της (αρθρ. 174 παρ.2 ΚΠΔ) και η σχετική ένσταση απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί να προβληθεί με λόγο εφέσεως και αν απορριφθεί και από το Εφετείο μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ (ΑΠ 515/2020, ΑΠ 914/2017, ΑΠ 922/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης με αρ. 331/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής και των πρακτικών της, σε συνδυασμό με την πρωτόδικη με αρ. 552/2020 απόφαση και τα σχετικά πρακτικά του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, καθώς και τις με αριθμούς εκθέσεως …/2020 και …/2020 εφέσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων κατά της παραπάνω υπ' αριθμ. 552/2020 πρωτόδικης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες πρότειναν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, την ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ'αυτούς κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω αοριστίας, η οποία είχε προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με ειδικό λόγο έφεσης, τον οποίο, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο συνήγορός τους ανέπτυξε προφορικά και διατύπωσε σε γραπτό σημείωμα που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, με το ακόλουθο, κατά το ουσιαστικό του μέρος περιεχόμενο: <<Στην υπό κρίση περίπτωση (το κλητήριο θέσπισμα) δεν προσδιορίζει επαρκώς το μέσο, με το οποίο φερόμαστε ότι απορρίψαμε τα μπάζα στο συγκεκριμένο σημείο. Διότι είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα μπάζα που εβρέθησαν στο επίδικο σημείο δεν μπορεί να μεταφέρθηκαν με τα χέρια. Απαιτείται η μεταφορά τους με φορτηγό μηχάνημα ωθητικό ή μεταφορικό μεγάλου τονάζ και βάρους.
Συνεπώς απαιτείται η οδήγηση αυτού από οδηγό, ο οποίος θα έπρεπε ή να ενεργεί αυτοβούλως ή να λάβει εντολή από κάποιον από εμάς τους κατηγορουμένους. Σε κάθε περίπτωση θα απαιτείτο κάποιος από τους κατηγορουμένους ή τρίτος να οδήγησε το ειδικό αυτό μηχάνημα στο σημείο. Απαιτείται επιπλέον η αναγραφή του αριθμού κυκλοφορίας του φορτηγού που απέρριψε τα μπάζα στο σημείο. Μόνο έτσι μπορεί να προσδιορισθεί: α) εάν ο οδηγός του είναι κάποιος από εμάς τους κατηγορούμενους. Εμείς δεν είμαστε οδηγοί τέτοιων μηχανημάτων καθώς δεν φέρουμε άδεια οδήγησης τέτοιας κλίμακας, β) εάν αυτό ανήκει στην εταιρία μας ή σε άλλον εργολάβο, γ) εάν εμείς οι κατηγορούμενοι είμαστε φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί της πράξης για την οποία κατηγορούμαστε>>. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ένσταση αυτή ως αβάσιμη με το εξής, κατά το ουσιαστικό του μέρος αιτιολογικό: << Στην προκειμένη περίπτωση, με το εφετήριο και με έγγραφο υπόμνημα (οι κατηγορούμενοι) προσβάλλουν ως άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, αφού απορρίφθηκε η σχετική ένσταση πρωτοδίκως. Οι παρόντες κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι στη δασική θέση ... την 9η Ιουνίου του έτους 2016, ο Γ. Β. του Α., ως νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας <<...>> αναδόχου του έργου <<Εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων και σύστημα μεταφοράς λυμάτων για τους οικισμούς Πολύγυρος - Καλύβες του Δήμου Πολυγύρου ΠΕ Χαλκιδικής>> και ο Π. Μ. του Γ., με την ιδιότητά του ως πολιτικός μηχανικός και επιβλέπων του έργου, λειτουργώντας άνευ δικαιώματος και καθ'υπέρβαση αυτού, παρέβλαψαν καθ'οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δασικής έκτασης και απέρριψαν μπάζα σε έκταση 634,59 τ.μ. δάσους αειφύλλων, πλατυφύλλων ...
Με το ανωτέρω περιεχόμενο το κλητηριο θέσπισμα περιέχει όλα τα κατά νόμον απαραίτητα στοιχεία, η δε εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων που τέλεσε ο κάθε κατηγορούμενος αποτελεί ζήτημα ουσίας που κρίνεται στην αποδεικτική διαδικασία και δεν προκαλεί ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Ειδικότερα χωρίς να αναφέρεται ρητά εάν οι κατηγορούμενοι ενήργησαν ως συναυτουργοί, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις καθενός. Η αναφορά στην καθ'οιονδήποτε τρόπο βλάβη, δεν είναι αόριστη, αλλά αναφέρεται όπως στην ποινική διάταξη, προσδιορίζεται δε περαιτέρω με την επεξήγηση για τον τρόπο που έβλαψαν τη δασική έκταση. Περαιτέρω, η χρήση ή μη του μηχανικού μέσου δεν αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την πληρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, οι δε επί μέρους λεπτομέρειες τέλεσης αποτελούν στοιχείο απόδειξης. Επομένως η σχετική ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να απορριφθεί>>.
Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, ορθώς και με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμη την ανωτέρω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του κλητηρίου θεσπίσματος, περιλαμβάνονται σ' αυτό όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, ήτοι παρατίθεται το περιεχόμενο της διάταξης που τυποποιεί το έγκλημα και τις προϋποθέσεις του αξιόποινου αυτής, ήτοι η πρόκληση της καθ'οιονδήποτε τρόπο βλάβης της κατά προορισμό χρήσης δασικής έκτασης, περιέχεται ο ακριβής καθορισμός της πράξης, που φέρεται ότι τέλεσαν από κοινού, ως συναυτουργοί, οι κατηγορούμενοι και δη η ρίψη από αυτούς μπάζων (ήτοι άχρηστων υλικών εκχωμάτωσης) στην περιγραφόμενη έκταση, η οποία ήταν δασική, καλυπτόμενη από αείφυλλα και πλατύφυλλα φυτά, ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης αυτής και η ιδιότητα εκάστου εξ αυτών, κατά τον τόπο και τον χρόνο τέλεσης αυτής, ενώ γίνεται μνεία των ποινικών διατάξεων που την προβλέπουν και καθορίζουν την απειλούμενη ποινή, ήτοι των διατάξεων του άρθρου 71 παρ.3 του ν. 998/1979, σε συνδυασμό με παρ.1 του ίδιου άρθρου, καθώς και των άρθρων 1, 12, 14, 26, 27, 51, 53, 57 και 79 ΠΚ, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία έγινε η μεταφορά και η ρίψη των μπάζων στην εν λόγω δασική έκταση, καθόσον αυτά δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αλλά αντικείμενο απόδειξης κατά την κατ' ουσία έρευνα της κατηγορίας. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο με το να μην κηρύξει άκυρο λόγω αοριστίας, το επιδοθέν στους αναιρεσείοντες κλητήριο θέσπισμα και να προχωρήσει στην εκδίκαση κατ'ουσίαν της εναντίον τους κατηγορίας, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε και ο σχετικός 3ος λόγος αναίρεσης αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, είναι αβάσιμη και η αιτίαση που περιέχεται στον ίδιο αναιρετικό λόγο για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ΚΠΔ, λόγω παραβίασης (συνεπεία της αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος) του τεκμηρίου αθωότητας των αναιρεσειόντων και του δικαιώματός τους να πληροφορηθούν εγκαίρως την κατηγορία.
ΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 71 παρ/φος 3 του ν. 998/1979, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 του ν. 4280/2014 << 3. Όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος, δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση των ανωτέρω κατηγοριών που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή φυτεύει μη δασικά φυτά ή παραβλάπτει καθ` οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους, δασικής εκτάσεως,... τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Με τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και εκείνοι κατ'εντολή ή παρότρυνση ή οποιαδήποτε υποβοήθηση των οποίων τελέσθηκαν οι παραβάσεις αυτές>>. Οι ποινές δε που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 3, είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 2.000 μέχρι 20.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεώς του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως (όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ως άνω Ν. 998/1979, του οποίου οι §§ 1, 2, 3, 4 και 5 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 § 1 Ν. 3208/2003) και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες, μεταξύ των οποίων είναι η παράνομη εκχέρσωση ή η καθ` οιονδήποτε τρόπο βλάβη της κατά προορισμό χρήσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ <<Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός>>, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 ΠΚ << Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε>>. Η πρόκληση της απόφασης αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως παραινέσεις, προτροπές, πειθώ, φορτικότητα κλπ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β` του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”, ενώ κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με τον υπότιτλο "απλός συνεργός”, "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β` του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Με το αντίστοιχο άρθρο 47 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που φέρει τον γενικό τίτλο "συνεργός”, ορίζεται ότι "Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού”.
Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, άμεση συνέργεια είναι η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης κατά τη διάρκειά της και στην εκτέλεσή της, μάλιστα δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, ενώ οποιαδήποτε άλλη συνδρομή και ιδίως η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεσή της, είναι απλή συνέργεια.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά κατ` επιλογή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ` αρχάς, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν απαιτούνται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα του άρθρου 71 παρ. 3 N.998/1979, για την στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο. Ομοίως, συνιστά λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 445/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 331/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής (Β’Βαθμού), οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, κατόπιν μεταβολής της κατηγορίας, ηθικής αυτουργίας ο 1ος και άμεσης συνέργειας ο 2ος στην πράξη της παραβίασης του άρθρου 71 παρ.3 του Ν. 998/1979 και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεως δεκαέξι (16) και δώδεκα (12) μηνών, αντίστοιχα, με τριετή αναστολή, καθώς και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, στον καθένα. Το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε στο σκεπτικό του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι: <<αποδείχθηκε ότι οι παρόντες κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη που τους αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατ'ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης για τον 1ο κατηγορούμενο, ότι ως ηθικός αυτουργός, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος ως άμεσος συνεργός (αρθρ. 71 παρ.3 ΠΚ) του ότι: στη δασική θέση ... την 9η Ιουνίου του έτους 2016, οι μεν Π. Β. του Γ. και Γ. Β. του Α. ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας ... αναδόχου του έργου<<Εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων και σύστημα μεταφοράς λυμάτων για τους οικισμούς Πολύγυρος - Καλύβες του Δήμου Πολυγύρου ΠΕ Χαλκιδικής>> και ο Π. Μ. του Α., με την ιδιότητά του ως πολιτικός μηχανικός και επιβλέπων του έργου, ο δε Π. Μ. του Γ. ως ιδιοκτήτης μη συνεχόμενης δασικής έκτασης η οποία χρησιμοποιείται ως χώρος εναπόθεσης μπάζων και λειτουργώντας άνευ δικαιώματος και καθ'υπέρβαση αυτού, παρέβλαψαν καθ'οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δασικής έκτασης και απέρριψαν οι μεν τρεις πρώτοι μπάζα σε έκταση 634,59 τ.μ. δάσους αειφύλλων, πλατυφύλλων, ο δε τέταρτος Π. Μ. επέτρεψε την απόθεσή τους στην ανωτέρω έκταση πλησίον εκχερσωθείσης από το έτος 1993 έκτασης 1107, 6 τ.μ. την οποία νέμεται παράλληλα με την ισιοκτησία του, παραχωρώντας και τη δασική έκταση των 634,59 τ.μ. ως χώρο εναπόθεσης αδρανών υλικών υλικών>>. Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, με το ακόλουθο διατακτικό: <<
Κηρύσσει αυτούς ενόχους κατ'ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης για τον 1ο κατηγορούμενο, ως ηθική αυτουργία και για τον 2ο κατηγορούμενο σε πράξη άμεσης συνέργειας (αρθρ. 71 παρ.3 ΠΚ) του ότι: στη δασική θέση ... την 9η Ιουνίου του έτους 2016, ο Γ. Β. του Α. ως νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ... αναδόχου του έργου<<Εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων και σύστημα μεταφοράς λυμάτων για τους οικισμούς Πολύγυρος - Καλύβες του Δήμου Πολυγύρου ΠΕ Χαλκιδικής>> και ο Π. Μ. του Α., με την ιδιότητά του ως πολιτικός μηχανικός και επιβλέπων του έργου, λειτουργώντας άνευ δικαιώματος και καθ'υπέρβαση αυτού, παρέβλαψαν καθ'οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δασικής έκτασης και απέρριψαν, ο μεν πρώτος δίδοντας τη σχετική άδεια και εντολή ο δε δεύτερος ως άμεσος συνεργός, παρέχοντας τη σχετική άδεια και οδηγίες προς τους εργαζομένους της εταιρείας, μπάζα σε έκταση 634,59 τ.μ. δάσους αειφύλλων, πλατυφύλλων, σε έκταση πλησίον έκτασης ιδιοκτησίας του Π. Μ. (ως ιδιόκτητης μη συνεχόμενης δασικής έκτασης η οποία χρησιμοποιείται ως χώρος εναπόθεσης μπάζων και επέτρεψε την απόθεσή τους στην ανωτέρω έκταση πλησίον εκχερσωθείσης από το έτος 1993 έκτασης 1107, 6 τ.μ. την οποία νέμεται παράλληλα με την ιδιοκτησία του), παραχωρώντας και τη δασική έκταση των 634,59 τ.μ. ως χώρο εναπόθεσης αδρανών υλικών. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, ο πρώτος σε συνεννόηση με τον Π. Μ., έδωσε εντολή στον δεύτερο, να προβούν στην τέλεση της πράξης, γνωρίζοντας ότι δεν υφίσταται δικαίωμα του Μ. στο σύνολο της έκτασης και δίχως να έχουν σχετική άδεια. Το ανωτέρω γεγονός αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας καθόσον ουδεμία απάντηση δεν δόθηκε από τους κατηγορουμένους για το πού εναπόθεσαν τα υλικά (σύμβαση παραχώρησης έκτασης, αποδείξεις πληρωμής μεταφοράς υλικών κ.λπ.), ενώ ουδόλως αποδείχθηκε η εμπλοκή άλλης εταιρείας, όπως ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι>>.
Με τις ανωτέρω παραδοχές του σκεπτικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ενοχή των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, διότι δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ο κάθε αναιρεσείων καταδικάστηκε, καθώς και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ενώ περαιτέρω δεν καθίσταται σαφές ποιες από τις μνημονευόμενες ουσιαστικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα: α) ενώ γίνεται δεκτό στην απόφαση (σκεπτικό και διατακτικό) ότι πρέπει να μεταβληθεί η κατηγορία, σε ηθική αυτουργία για τον πρώτο αναιρεσείοντα και σε άμεση συνέργεια για τον δεύτερο αναιρεσείοντα, στην πράξη του άρθρου 71 παρ.3 -1 του Ν. 998/1979 (το οποίο, εκ παραδρομής αναφέρεται ως άρθρο 71 παρ.3 του ΠΚ), αα) στο μεν σκεπτικό, δεν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ηθική αυτουργία και την άμεση συνέργεια του πρώτου και του δεύτερου αναιρεσείοντος, αντίστοιχα, στην τέλεση της ένδικης πράξης, ούτε προσδιορίζονται τα πρόσωπα ή ο κύκλος των προσώπων που είναι άμεσοι αυτουργοί της πράξης αυτής, περαιτέρω δε, και αντιφατικά προς τις πιο πάνω παραδοχές, γίνεται δεκτό ότι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, μαζί με τον Π. Β. (ο οποίος αθωώθηκε πρωτοδίκως), προέβησαν στην απόρριψη των μπάζων στην επίδικη δασική έκταση, ως αυτουργοί της ανωτέρω πράξης, ενώ επιπλέον περιγράφονται και οι ενέργειες του Π. Μ. (ο οποίος, αθωώθηκε πρωτοδίκως), ως συναυτουργού της ένδικης πράξης, ββ) στο δε διατακτικό, περιγράφονται ασαφώς οι πράξεις των κατηγορουμένων, παραθέτοντας γι'αυτούς περιστατικά που προσήκουν τόσο σε συναυτουργία, όσο και σε ηθική αυτουργία και άμεση συνέργεια, αντίστοιχα, ενώ περιγράφονται και ενέργειες του Π. Μ., που αθωώθηκε πρωτοδίκως, ως συμμετόχου στην ένδικη πράξη. β) Ακόμη, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, γίνεται αντιφατικά δεκτό, ότι οι αναιρεσείοντες ενήργησαν τόσο άνευ δικαιώματος, όσο και καθ'υπέρβαση αυτού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται ασαφές ως προς το ποια πραγματικά περιστατικά δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι στοιχειοθετούν την πράξη εκάστου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, καθώς και αμφίβολο ως προς το ποια μορφή συμμετοχής δέχεται η απόφαση ότι είχαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι στην ένδικη πράξη, ήτοι για το εάν έδρασαν και οι δύο ως άμεσοι (φυσικοί) αυτουργοί, κατ'άρθρο 45 ΠΚ ή ως ηθικός αυτουργός ο πρώτος κατ'άρθρο 46 παρ.1 ΠΚ και ως άμεσος συνεργός, ο δεύτερος κατ'άρθρο 47 εδ.β'ΠΚ, αντίστοιχα. Συνεπεία των ανωτέρω αντιφατικών παραδοχών, λογικών κενών και ελλιπών αιτιολογιών της, η απόφαση στερείται αφενός της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφετέρου νομίμου βάσεως, αφού δεν προκύπτει με βεβαιότητα ποια από τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις εφαρμόσθηκε, δηλαδή η τοιαύτη του άρθρου 45 ΠΚ ή εκείνες των άρθρων 46 παρ.1 και 47 εδ.β'ΠΚ και ως εκ τούτου καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, λόγω εκ πλαγίου παραβίασης των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 45, 46 και 47 του ΠΚ, καθώς και του άρθρου 71 παρ.3 -1 του ν. 998/1979. Συνακόλουθα, είναι βάσιμοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, 1ος και 2ος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως αμφοτέρων των αναιρεσειόντων. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 ΚΠΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 331/2021 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ