Αριθμός 216/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 14 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνης, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Υ. του Χ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Βασιλική Τζωρτζάτου - Δαραβίγκα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1084/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Ε. Α. του Π., κάτοικο ... η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.7.2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …./2022.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21-7-2022 αίτηση αναίρεσης του Γ. Υ. του Χ., κατά της υπ' αριθμ. 1084/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, που δίκασε ως εφετείο, με την οποίαν αυτός (ο αναιρεσείων) καταδικάσθηκε για το έγκλημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία χρόνια, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 466 παρ. 1, 473 παρ. 1, 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 εδ. α' και 505 περ. α' ΚΠΔ. Επί πλέον η κρινομένη αίτηση είναι παραδεκτή, αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ) και συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η Ε. Α. του Π., η οποία συμμετείχε στην δίκη για την υποστήριξη της ως άνω κατηγορίας εις βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν εμφανίσθηκε στην δίκη αυτή παρότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από το 25-8-2022 αποδεικτικό επίδοσης της Αρχιφύλακα Ε. Μ. που υπηρετεί στο ΑΤ Λαμίας, η συζήτηση όμως της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 515 παρ. 1, 2 ΚΠΔ).
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 του νέου ΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι' αυτόν, ενώ δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφ' ενός μεν, ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αφ' ετέρου δε, άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων και άν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 101/2022, ΑΠ 640/2020).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019, πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019) και κατά το χρόνο τέλεσης της παρακάτω αναφερόμενης σχετικής πράξης που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα (δηλαδή στις 22-3-2016), "όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς Πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική, ποινή”. Το έγκλημα αυτό, που σκοπό έχει την προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, ήτοι με ασελγείς χειρονομίες ή με προτάσεις που αφορούν ασελγείς Πράξεις. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, αφού οι δύο τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και, σε περίπτωση συνδρομής αμφοτέρων, ένα μόνο έγκλημα πραγματώνεται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς Πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς Πράξεις, οι "ασελγείς χειρονομίες" είναι ελαφρότερες ερωτικές Πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως ψαύσεις ή θωπείες του παθόντος. Οι "προτάσεις" πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και στη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως (ΑΠ 1450/2019, ΑΠ 409/2017). Ασελγής είναι κάθε γενετήσια πράξη, η οποία προσβάλλει κατά τρόπο βάναυσο, ήτοι κατά τρόπο που υποδηλώνει ιδιαίτερη απαξία και σοβαρότητα, την γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του ατόμου. Ως τέτοιες προσβολές πρέπει να θεωρούνται οπωσδήποτε η συνουσία και οι απομιμήσεις της, δηλαδή οι Πράξεις, οι οποίες κατά τον τρόπο που τελούνται ενέχουν ανάλογη βαρύτητα με αυτήν και προϋποθέτουν οπωσδήποτε επαφή των γεννητικών οργάνων τουλάχιστον του ενός προσώπου με το γυμνό σώμα του άλλου. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι Πράξεις αναγόμενες στη γενετήσια σφαίρα, οι οποίες αντικειμενικώς προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικώς κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη (ΑΠ 491/2019, ΑΠ 57/2017).
Κατά την ταυτάριθμη (337 παρ. 1) διάταξη του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019, "όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες Πράξεις, με γενετήσιες Πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή”. Ήδη η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 337 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 72 του Ν. 4855/2021, (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021), διαμορφώθηκε ως εξής: "Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες Πράξεις, με γενετήσιες Πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή”. Η επιλογή του όρου "γενετήσια" στο νέο Ποινικό Κώδικα προτιμήθηκε, διότι πρόκειται για έννοια, η οποία ορίζει τόσο τη διαδικασία της αναπαραγωγής, όσο και τις σχετικές ή παράλληλες με αυτήν Πράξεις, διαθέσεις και ορμές, την ερωτική ζωή των ανθρώπων. Λόγω της γενικότητάς της υιοθετήθηκε στη σύγχρονη επιστημονική και κοινή γλώσσα. Ο όρος "γενετήσια πράξη" που χρησιμοποιείται στα άρθρα του 19ου κεφαλαίου του νέου ΠΚ (αντί του όρου ασελγής πράξη) έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες Πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως η "παρά φύση" συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων.
Συνεπώς ως "γενετήσια πράξη" υπό το νέο Ποινικό Κώδικα νοείται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 336 αυτού, η συνουσία, καθώς και άλλες πράξεις με την ίδια, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, βαρύτητα, όπως είναι ενδεικτικά, η "παρά φύση" συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (βλ. σχετ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, 19° Κεφάλαιο, Εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σελ. 66), ήτοι πράξεις που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Η κρίση ότι πρόκειται περί ενδεικτικής και όχι αποκλειστικής απαρίθμησης των ανωτέρω πράξεων ως "γενετήσιων”, προκύπτει αδιαμφισβήτητα τόσο από την αναφορά στην αιτιολογική Έκθεση αυτή καθ' εαυτή, ότι ο όρος "γενετήσια πράξη" έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη, όσο και από τη φράση "όπως είναι”, που προηγείται της αναφοράς των επί μέρους αυτών πράξεων και η οποία γραμματικά, καταδεικνύει τη μη αποκλειστική απαρίθμησή τους, αλλά την αναφορά τους ως παραδειγμάτων. Ως χειρονομίες δε, "γενετήσιου χαρακτήρα" νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, όταν δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (βλ. αιτιολ. Έκθεση στο σχέδιο νόμου Κύρωση του Ποινικού Κώδικα). Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, τελούμενη με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, δεν διαφοροποιήθηκε με το νέο ποινικό κώδικα ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος τελούμενου με τους δύο ως άνω τρόπους (πρβλ ΑΠ 279/20), ο κατηγορούμενος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας επιβαρύνεται το ίδιο, αφού σε βάρος του απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης απαιτείται έγκληση. Ως εκ τούτου στην κρινομένη υπόθεση εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (ΑΠ 930/2020).
Επιπλέον, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή.
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, η συνδρομή του δόλου, κατ' αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, που αφορά το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 930/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 1084/2022 απόφασής του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει τα εξής: "Από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την ανωμοτί κατάθεση της μάρτυρα υποστήριξης της κατηγορίας, την ένορκη κατάθεση της δεύτερης μάρτυρας κατηγορίας και την απολογία του κατηγορουμένου, και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε, και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, καθ' όσον αποδείχθηκαν όλα τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας μαζί με το στοιχείο της υπαιτιότητάς του, που αναφέρεται επίσης σε αυτό. Επομένως, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος του ότι στη θέση ... στις 22-03-2016 με ασελγή χειρονομία, προσέβαλε βάναυσα, την αξιοπρέπεια άλλου, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, και συγκεκριμένα αφού ξεκούμπωσε το παντελόνι του, έδειξε με τα χέρια του τα γεννητικά όργανα στην εγκαλούσα Ε. Α. του Π.”. Στην συνέχεια το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον εν λόγω κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του ότι "στη θέση ... στις 22-03-2016 με ασελγή χειρονομία, προσέβαλε βάναυσα, την αξιοπρέπεια άλλου, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, και συγκεκριμένα αφού ξεκούμπωσε το παντελόνι του, έδειξε με τα χέρια του τα γεννητικά όργανα στην εγκαλούσα Ε. Α. του Π.”.
Με τον έβδομο και τον όγδοο των αναιρετικών λόγων ο αναιρεσείων εκθέτει ότι "ο Διευθύνων την συζήτηση, μετά την κήρυξη από την ίδια της αποδεικτικής διαδικασίας και, στη συνέχεια, αγόρευση του Εισαγγελέα επί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δεν έδωσε το λόγο" στο συνήγορο του, "προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπιση κατά της αποδιδομένης σε βάρος του κατηγορίας και επί πλέον ότι "μετά την εξέταση του μάρτυρος κατηγορίας" η Πρόεδρος του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στον συνήγορο υπερασπίσεώς του "αν είχε κάτι να παρατηρήσει ή να υπενθυμίσει ή να διασαφήσει και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά την διαδικασία λόγω της μη τήρησης των διατάξεων που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα, εξαιτίας της παράβασης των άρθρων 367 και 358 ΚΠΔ αντιστοίχως. Από τα ως άνω πρακτικά της δίκης όμως, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι μετά τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, που σημειωτέον έγιναν με φωνοληψία, αναφέρονται τα εξής: "Σημειώνεται ότι οι μάρτυρες, αφού εξετάσθηκαν προφορικά, έμειναν στο ακροατήριο και η Πρόεδρος έδινε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στους συνηγόρους για να τις απευθύνουν ερωτήσεις και οι μάρτυρες απαντούσαν στις ερωτήσεις αυτές όπως αναφέρεται στις καταθέσεις τους”, ενώ μετά την αγόρευση της Εισαγγελέως για την ενοχή του κατηγορουμένου αλλά και του παρασταθέντος για την υποστήριξη της κατηγορίας, συνηγόρου, δόθηκε στη συνέχεια ο λόγος στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου νου και ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος "ζήτησε την απαλλαγή του εντολέως του" εφόσον ουδεμία από τις ως άνω διατάξεις που αφορούν στην υπεράσπιση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου παραβιάστηκε, αμφότεροι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ο αναιρεσείων εκθέτει ακόμη ότι, μετά την εκδίκαση της σχετικής εις βάρος του υπόθεσης, εκδόθηκε αρχικώς η υπ' αριθμ. 593/17-2-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και ύστερα από την έφεση που ασκήθηκε εκ μέρους του κατά της ως άνω καταδικαστικής εις βάρος του απόφασης, εισήχθη η υπόθεση στο προαναφερθέν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας και ότι στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1084/2022 απόφασή του αναφέρεται ως εκκαλούμενη απόφαση όχι η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 593/17-2-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, αλλά η υπ' αριθμ. 593/17-2-2021 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και, ισχυριζόμενος ότι η τελευταία απόφαση είναι ανύπαρκτη και δεν τον αφορά, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον πρώτο αναιρετικό λόγο κατά το πρώτο σκέλος του κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ, πλημμέλεια, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο. Με τον ίδιο λόγο εκθέτει ακόμη ο αναιρεσείων ότι ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, εν τούτοις στο σκεπτικό για την αναστολή της περιλαμβάνεται η σκέψη “...πρέπει η ποινή των δέκα (10) μηνών να ανασταλεί για μία τριετία”. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος (άρθρο 464 ΚΠΔ), ενόψει του ότι η εσφαλμένη αναγραφή του έτους εκδόσεως της ως άνω πρωτόδικης απόφασης οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλήφθηκε της υποθέσεως που αφορούσε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και εξαφάνισε την προαναφερθείσα εις βάρος εκδοθείσα (ορθή) καταδικαστική πρωτοβάθμια απόφαση, ενώ στο διατακτικό που αφορά την αναστολή της επιβληθείσας εις βάρος του ποινής φυλακίσεως αναφέρεται ορθά ότι "ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης των έξι (06) μηνών που επιβλήθηκε εις βάρος του κατηγορούμενου, για τρία έτη”.
Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του, τον τρίτο και τον τέταρτο των αναιρετικών λόγων, που συνεξετάζονται λόγω της αλληλοσυμπλήρωσής τους, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του για την προαναφερθείσα άδικη πράξη που αποδίδεται σ' αυτόν και επί πλέον αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, απορρέουσες σχετικές πλημμέλειες, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα αλλά και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του ως άνω άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ. Με τις προαναφερθείσες όμως παραδοχές του το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, που σημειωτέον αναφέρεται ρητώς στο κείμενό της (δηλαδή της απόφασης), σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1, 51 και 53 ΠΚ, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, ο οποίος ξεκούμπωσε το παντελόνι του και στην συνέχεια δείχνοντας με τα χέρια του τα γεννητικά του όργανα στην ως άνω εγκαλούσα, προσέβαλε με τον τρόπον αυτόν βάναυσα, ήτοι κατά τρόπο που υποδηλώνει ιδιαίτερη απαξία και σοβαρότητα, την αξιοπρέπεια της τελευταίας στην σφαίρα της γενετήσιας ζωής, ενώ ο δόλος του κατηγορουμένου ενυπάρχει στην πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Η αιτίαση εξάλλου του αναιρεσείοντος που περιλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της αναίρεσης του ότι το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως εφάρμοσε την σχετική διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, ισχυριζόμενος ότι η παραπάνω πράξη του συνιστά την αξιόποινη πράξη της έργω εξύβρισης (άρθρο 361 παρ. 1 ΠΚ) και όχι αυτής της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 παρ. 1 ΠΚ) είναι αβάσιμη, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας με βάση τις ως άνω παραδοχές του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την τελευταία διάταξη, καθόσον συνέτρεχαν όλα τα ως άνω στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος του άρθρου 337 παρ. 1 Π.Κ. Κατά τα λοιπά δε οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απαράδεκτες καθόσον στην επίφαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας. Θα πρέπει επί πλέον να αναφερθεί ότι δεν υποβλήθηκε στο προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της ως άνω πράξεως που αποδόθηκε σ' αυτόν, που άλλωστε δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό για να υπάρξει υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει σχετικώς αλλά άρνηση κατηγορίας (ΑΠ 765/2017, ΑΠ 407/2014).
Με τον δεύτερο και τον ένατο των αναιρετικών λόγων, που επίσης συνεξετάζονται γιατί αλληλοσυμπληρώνονται, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, ενώ υπεβλήθη εκ μέρους του συνηγόρου υπερασπίσεώς του προφορικώς αλλά και γραπτώς προς καταχώρηση στα πρακτικά της δίκης ο αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνώρισης σ' αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ, εν τούτοις το δικαστήριο απέρριψε αναιτιολογήτως τον εν λόγω ισχυρισμό και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από τα πρακτικά όμως της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, τα οποία σημειωτέον δεν έχουν διορθωθεί, ούτε έχουν προσβληθεί για πλαστότητα και επομένως, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά (κατ' άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠΔ), προκύπτει ότι ούτε ο ίδιος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων αλλά ούτε ο συνήγορος υπερασπίσεώς του υπέβαλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση σ' αυτόν (κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα) της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ και κανένα σχετικό έγγραφο δεν υπεβλήθη από τον συνήγορο υπερασπίσεως για να καταχωρηθεί στα πρακτικά της δίκης ώστε να υπάρξει υποχρέωση του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να απαντήσει σ' αυτόν (τον αυτοτελή ισχυρισμό) και επομένως, αμφότεροι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Με τον πέμπτο και τον έκτο των αναιρετικών λόγων που συνεξετάζονται λόγω της αλληλοσυμπλήρωσής τους, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτόν, δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια. Για το προαναφερθέν θέμα όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, περιέλαβε τα εξής κατά πιστή αντιγραφή: "Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα κατά τα άνω αποδεικτικά μέσα, πρέπει, σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, με βάση τη βαρύτητα της περιγραφόμενης πράξης που τέλεσε ο κατηγορούμενος και το βαθμό της ενοχής του (δόλος), ενεργώντας κατά τον τρόπο που εκτέθηκε παραπάνω χωρίς δικαιολογημένη αιτία, αν και ευχερώς μπορούσε να πράξει διαφορετικά, να επιβληθεί σε βάρος του, η αναφερόμενη ειδικότερα στο διατακτικό ποινή φυλάκισης, η οποία αποτελεί την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του, ύστερα από συνεκτίμηση των συνεπειών της συγκεκριμένης ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του και αφού λήφθηκαν, ιδίως, υπόψη μεταξύ των άλλων, η βλάβη που προξένησε η ανωτέρω αξιόποινη πράξη στην παθούσα, η φύση και το είδος της, τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, καθώς επίσης και όλες τις προπεριγραφόμενες περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την εκτέλεσή της, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση του ιδίου και των μελών της οικογένειας του και με την όλη στάση και διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά απ' αυτήν, συνεκτιμώμενου και του γεγονότος ότι ζήτησε, το ελάχιστο της ποινής αυτής" και ακολούθως επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης έξι μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την επιμέτρηση της ως άνω επιβληθείσας στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις (93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται κατά τα ως άνω όλα τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιβολή αυτής. Κατά συνέπειαν, οι προαναφερθέντες από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πέμπτος και έκτος των αναιρετικών λόγων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της επιμέτρησης της επιβληθείσας στον κατηγορούμενον και ήδη αναιρεσείοντα ποινής φυλάκισης, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των προαναφερθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1084/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της απόφασης ορίζεται ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21-7-2022 αίτηση του Γ. Υ. του Χ., για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 1084/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ